Σήμερα σύμφωνα με το πρόγραμμα οι υποψήφιοι στη Νομική Θεσσαλονίκης έδιναν Πολιτειολογία μήπως έχει κάποιος το θέμα να μας το γράψει στα σχόλια της ανάρτησης;
Γιατί η Νομική τελικά θέλει πάθος!
Σήμερα σύμφωνα με το πρόγραμμα οι υποψήφιοι στη Νομική Θεσσαλονίκης έδιναν Πολιτειολογία μήπως έχει κάποιος το θέμα να μας το γράψει στα σχόλια της ανάρτησης;
Το παρακάτω πρακτικό είναι από τις Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας (κατά το μέρος όμως του Γενικού Ποινικού) και πραγματικά με έκανε να θυμηθώ γιατί αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ όλα αυτά που διδάχθηκα στη Νομική Αθηνών.
Διαβάστε το προσεχτικά.. αξίζει!
Ο Ορφέας εργάζεται στο σπίτι του μεγιστάνα Θρασύβουλου ως προσωπικός γραμματέας του. Λόγω της μεγάλης ηλικίας του Θρασυβούλου, λαμβάνοντας από αυτόν γενικές οδηγίες.
Η ερωμένη του Ορφέα, Λίλιαν, έχει πληροφορηθεί από τον Ορφέα ότι στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού βρίσκονται πολλές χρυσές λίρες, την ύπαρξη των οποίων γνωρίζει μόνο ο Ορφέας, ο οποίος γνωρίζει και τον συνδυασμό με τον οποίο ανοίγει το χρηματοκιβώτιο.
Η Λίλιαν η οποία έχει εργασθεί κατά το παρελθόν ως νοσηλεύτρια, πείθει τον Ορφέα αντί για τα φάρμακα που χορηγεί κάθε βράδυ στον Θρασύβουλο να του δώσει μια δόση με μια ουδέτερη, αβλαβή ουσία.
Με αυτόν τον τρόπο, θα προκληθεί ο θάνατος του σε λίγες ώρες. Έτσι, του λέει θα πάρει τις λίρες από το χρηματοκιβώτιο και, μετά τον θάνατο του Θρασυβούλου, θα ζήσουν μαζί μια άνετη ζωή.
Ο Ορφέας τελικά πείθεται και ακολουθώντας τις συμβουλές της Λίλιαν χορηγεί στις 10 μ.μ. την ένεση που του προμήθευσε η Λίλιαν. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό τους, ο θάνατος του Θρασυβούλου θα επέλθει μετά από 6 περίπου ώρες.
Στις 11:30 μ.μ. αφού το υπόλοιπο προσωπικό έχει αποσυρθεί και ο Θρασύβουλος κοιμάται, ο Ορφέας ετοιμάζεται να πάει στο χώρο της αποθήκης, όπου βρίσκεται το χρηματοκιβώτιο, για να αφαιρέσει τις λίρες.
Εκείνη τη στιγμή δέχεται κλήση στο κινητό του από τον επιστήθιο φίλο του Ηρακλή, ο οποίος εργάζεται ως σερβιτόρος στο εστιατόριο πολυτελείας "Ο χρυσός κλώνος".
Ο Ηρακλής ενημερώνει τον Ορφέα ότι η Λίλιαν συντρώγει με τον γόνο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας Τρύφωνα. Πρόκειται όπως του λέει "για πολύ τρυφερό τετ α τετ".
Ο Ορφέας αποφασίζει ότι δεν θα ανοίξει το χρηματοκιβώτιο αφού "η Λίλιαν τον κοροϊδεύει" και σπεύδει να ενημερώσει τον προσωπικό γιατρό του Θρασυβούλου, Ιπποκράτη, ότι ο Θρασύβουλος μετά την ένεση "δεν αισθάνεται καλά και έχει δύσπνοια", με σκοπό να παρασχεθεί έγκυρα ιατρική βοήθεια στο Θρασύβουλο και να αποτραπεί ο θάνατος του.
Έτσι, πιστεύει ο Ορφέας, όχι μόνο δεν θα πεθάνει ο Θρασύβουλος, αλλά ο ίδιος θα εμφανισθεί ως από μηχανής θεός και σωτήρας του. Ο Ιπποκράτης βρίσκεται σε ιατρικό συνέδριο στη Βαρκελώνη και εισηγείται την άμεση μεταφορά του ασθενούς στην ιδιωτική του κλινική.
Ενημερώνει μάλιστα αμέσως τον ιατρό υπηρεσίας, Περικλή, για τα φάρμακα που παίρνει ο Θρασύβουλος. Ο Περικλή παραλαμβάνει τον Θρασύβουλο στις 12:30 π.μ. και μετά από μελέτη του φακέλου και εξέταση του ασθενούς κάνει λάθος διάγνωση και χορηγεί λάθος φάρμακο στον Θρασύβουλο ο οποίος πεθαίνει στις 02:30 π.μ.
Ποιοι και πώς ευθύνονται ποινικά;
(έχουμε δηλαδή να εντοπίσουμε τόσο τα πρόσωπα που ευθύνονται από πλευράς ποινικής ευθύνης όσο και τις πράξεις για τις οποίες πρέπει να ασχοληθούμε, κανόνας --> πρέπει να δούμε τα πράγματα με τη χρονική τους συνέχεια)
Ερωτήματα που βοηθούν στην επίλυση του πρακτικού:
(1) Ποια πρόσωπα μας ενδιαφέρουν ποινικά;
(3) Πρέπει να προηγηθεί η Λίλιαν εναντι του Περικλή;
Ο Ορφέας βεβαίως προηγείται χρονικά έναντι της Λίλιαν που είναι συμμέτοχος και βεβαίως προηγείται χρονικά έναντι του Περικλή. Η σειρά όμως θα είναι Ορφέας --> Περικλή --> Λίλιαν.
(4) Τι υπάρχει όσον αφορά την ποινική ευθύνη του Ορφέα;
Έχουμε υπαναχώρηση (=στη συνέχεια ο Ορφέας κάνει κάποιες ενέργειες, τηλεφωνεί στο γιατρό κ.λπ.) και συνεπώς η υπαναχώρηση αν τη δεχτούμε ότι υπάρχει πρέπει να δούμε αν είναι από πεπερασμένη απόπειρα ή μη πεπερασμένη απόπειρα.
Αρχικά, πρέπει να δούμε αν έχουμε απόπειρα και από πότε ξεκινάει η απόπειρα. Μάλιστα το πρακτικό μας είναι σύνθετο καθώς έχουμε απόπειρα εγκλήματος που τελείται δια παραλείψεως και υποστηρίζονται διάφορες απόψεις για αυτό (=για το πότε ξεκινά η απόπειρα).
Δε μας αρκεί η διάταξη 42 παρ. 1 (απόπειρα με θετική ενέργεια). Το πρόβλημα στα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι πότε ξεκινά η απόπειρα. Αν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα απαντηθεί και το ερώτημα αν υπάρχει υπαναχώρηση και αν αυτή είναι πεπερασμένη ή όχι.
(6) Πότε αρχίζει να παραλείπει ο Ορφέας να αποτρέψει το αποτέλεσμα (=πότε αρχίζει η απόπειρα αυτού;)
Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι αρχή εκτελέσεως δηλαδή η πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση παράλειψη, αρχίζει κατά το χρονικό σημείο που ο υπόχρεος παραλείπει το πρώτον να ενεργήσει.
Κατά άλλη άποψη, αντίθετα, για όσο χρόνο ο υπόχρεος μπορεί ακόμα να ενεργήσει, η συμπεριφορά του είναι ποινικώς αδιάφορη και κατά την άποψη αυτή απόπειρα στοιχειοθετείται μόλις παρέλθει και το τελευταίο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να ενεργήσει ο δράστης.
Και οι δύο αυτές απόψεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές γιατί η πρώτη οδηγεί σε αφόρητη διερεύνηση του αξιόποινου και ποινικοποίηση του φρονήματος, αναγορεύοντας την κάθε αδράνεια σε παράλειψη πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση, ενώ η δεύτερη διότι βαρύνεται με απαράδεκτη αοριστία που δεν επιτρέπει να διακρίνουμε ακόμη και μεταξύ ξεπερασμένης και μη ξεπερασμένης απόπειρας αλλά και επειδή καταλήγει σε ένα ανυπόφορο έλλειμμα προστασίας που ως προς ορισμένα έννομα αγαθά πχ ζωή είναι συνταγματικώς απαράδεκτο.
Για αυτό ορθά αναζητείται μια μέση λύση, απαλλαγμένη από τα μειονεκτήματα των δύο προηγούμενων ακραίων απόψεων έτσι ώστε να παρέχεται εγκαίρως μεν αλλά όχι επικινδύνως νωρίς, αποτελεσματική ποινική προστασία.
Εδώ αποφασιστική σημασία έχουν τα πραγματικά περιστατικά που θέτει ως βάση η θεωρία της εντύπωσης δηλαδή εκείνα που επιτρέπουν να αποφανθούμε ότι η παράλειψη του υπόχρεου δεν εμφανίζεται μόνο με τη μορφή υποψίας, αλλά έχει εδραία και αναμφισβήτητη κοινωνική ύπαρξη.
Ωστόσο προτείνεται το κριτήριο αρχή εκτέλεσης υπάρχει όταν η παράλειψη επιτείνει τον κίνδυνο προσβολής του έννομου αγαθού υπό την έννοια ότι ενώ το έννομο αγαθό κινδυνεύει, ο δράστης το παραδίδει απροστάτευτο στην περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων και έτσι επιτείνει τον κίνδυνο πρόκλησης του αποτελέσματος.
Επομένως, σύμφωνα με την 3η άποψη και τη θεωρία της εντύπωσης, απόπειρα υπάρχει όταν η απραξία του υπόχρεου αποκτά κοινωνική σημασία και δεν αποτρέπει κατάσταση επιτείνουσα στον κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος.
Συνοπτικά (απόψεις απόπειρας και μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης):
1η άποψη: έχουμε απόπειρα δια παραλείψεως από το πρώτο χρονικό σημείο συνεπώς παραλείπει ο Ορφέας στις 10:00 μ.μ. να χορηγήσει το φάρμακο.
2η άποψη: όσο κάποιος μπορεί με θετική ενέργεια να αποτρέψει το αποτέλεσμα δεν έχουμε απόπειρα άρα μέχρι το τελευταίο χρονικό σημείο, δεν υπάρχει απόπειρα.
3η άποψη (κρατούσα): απόπειρα δεν είναι ούτε στο πρώτο ούτε στο τελευταίο στάδιο αλλά πρέπει να εντοπιστεί σε ένα ενδιάμεσο χρονικό σημείο όπου εντείνεται μια επικίνδυνη κατάσταση με τον Θρασύβουλο (=έχει εξωτερικευθεί η παράλειψη σε σημαντικό μέγεθος).
Για την 3η άποψη υπάρχει επίταση κινδύνου καθώς από τον αρχικό σχεδιασμό 6 ωρών έχει ήδη περάσει μιάμιση ώρα που ο Θρασύβουλος δεν έλαβε το φάρμακο (=πρέπει να έχει περάσει ικανό χρονικό διάστημα) οπότε έχει θεμελιωθεί απόπειρα.
Είτε με την 1η άποψη (=θεωρία πρώτης ευκαιρίας) είτε με την 3η άποψη (θεωρία της εντύπωσης) έχει υπάρξει αρχή εκτέλεσης. Με τη 2η άποψη δεν μπορούμε να μιλάμε για υπαναχώρηση αφού η αρχή εκτέλεσης ξεκινά 6 ώρες αργότερα (=θεωρία τελευταίας ευκαιρίας).
(7) Τι μας απασχολεί στο θέμα της υπαναχώρησης;
Μας απασχολούν δύο ζητήματα. Αν έχουμε πεπερασμένη υπαναχώρηση από πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη απόπειρα και αν είναι εκούσια γιατί η υπαναχώρηση για να έχει σημασία πρέπει να γίνει με τη θέληση του και όχι από εξωτερικά εμπόδια.
Ο νόμος σύμφωνα με κάποιες απόψεις δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα των κινήτρων του δράστη οπότε θα μπορούσε κανείς να καταλήξει ότι είναι εκούσια η υπαναχώρηση.
Αν δεν υπήρχε εκούσια υπαναχώρηση τότε δεν έχουμε υπαναχώρηση καθόλου. Ο Ορφέας παίρνει μια απόφαση (=να αποτρέψει θάνατο Θρασυβούλου) που είναι σύμφωνο με νομιμότητα, οπότε αποκτά σημασία το ερώτημα αν έχουμε υπαναχώρηση από πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη απόπειρα.
Υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα (44 παρ. 1) θεμελιώνεται όταν ο δράστης παύει να τελεί πράξεις που κατευθύνονται, κατά την αντίληψη του, προς την ολοκλήρωση του εγκλήματος. Η εν λόγω αποχή δε συνίσταται ανυπερθέτως σε παράλειψη αλλά μπορεί να συνίσταται και σε ενέργεια (λ.χ. ο κλέφτης τοποθετεί ξανά τα κοσμήματα στο χρηματοκιβώτιο). Η αποχή πρέπει να είναι οριστική, ενώ τέτοια αποχή δεν υπάρχει, όταν ο δράστης εγκαταλείπει, αναστέλλει προσωρινά την εγκληματική προσπάθεια του και να την εξανακολουθήσει χωρίς να προλάβει να ειρηνεύσει το απειλούμενο έννομο αγαθό.
Υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα (44 παρ. 2) υφίσταται όταν ο δράστης έχει μεν περατώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την τέλεση του εγκλήματος αλλά ακολούθως παρεμποδίζει την επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος που μπορούσε να προκύψει από τη συμπεριφορά του και απαιτείτο νομοτυπικά για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Η παρεμπόδιση αυτή συνιστά μια σκόπιμη και θετική ενέργεια, η οποία καταλήγει αιτιωδών στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος. Ο δράστης δεν είναι απαραίτητο να επιλέξει την καλύτερη από τις διαθέσιμες διασωστικές ενέργειες του, αλλά αρκεί να προβεί σε μια αξιόπιστη ενέργεια κατάλληλη να αποτρέψει το απειλούμενο αποτέλεσμα υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.
(8) Τι σημαίνει πρακτικά όσον αφορά τις έννομες συνέπειες;
Κατά την κρατούσα άποψη, η υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα συνιστά λόγο εξάλειψης του αξιόποινου και καταργεί την ποινική αξίωση της πολιτείας έναντι όλων των συμμετόχων. Η υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα χαρακτηρίζεται καταρχήν μεν ως υποχρεωτικός, προσωπικός λόγος μείωσης της ποινής και κατ' εξαίρεση ως δυνητικός, προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή.
Η υπαναχώρηση διαφέρει από την έμπρακτη μετάνοια κατά το ότι η υπαναχώρηση προϋποθέτει μη ολοκληρωμένο έγκλημα λόγω είτε μη περάτωσης καν της αξιόποινης συμπεριφοράς (στη μη πεπερασμένη απόπειρα) είτε μη επέλευσης του νομοτυπικού αποτελέσματος (στην πεπερασμένη απόπειρα). Ενώ αντιθέτως, η έμπρακτη μετάνοια προϋποθέτει τετελεσμένο έγκλημα και εξαλείφει εκ των υστέρων το αξιόποινο της πράξης, με σχετική θετική συμπεριφορά του δράστη, απεναντίας, στην υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα δε χρειάζεται καν θετική συμπεριφορά του δράστη αλλά αντιθέτως αρκεί η απλή παράλειψη συνέχισης της εγκληματικής προσπάθειας του.
Κατά την κρατούσα άποψη, όταν ο δράστης υπαναχωρεί από πεπερασμένη απόπειρα εγκλήματος, για το οποίο προβλέπεται και η έμπρακτη μετάνοια, ως ειδικός λόγος εξάλειψης του αξιόποινου, τότε αναγκαστικά ο δράστης και όχι δυνητικά απαλλάσσεται από την ποινή.
Πεπαρασμένη είναι η απόπειρα όταν ο δράστης πιστεύει ότι έχει πράξει όλα όσα κατά το σχέδιο του ήταν απαραίτητα και την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης. Μη πεπερασμένη είναι η απόπειρα όπου ο δράστης πιστεύει ότι πρέπει να τελέσει κι άλλες πράξεις για να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση.
Έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις αλλά ειδικά στα εγκλήματα μη γνήσιας παράλειψης μιλάμε πάντα για υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα με το σκεπτικό ότι εδώ χρειάζεται μια θετική ενέργεια.
Στα εγκλήματα παράλειψης έχω πάντα πεπερασμένη απόπειρα γιατί για να παραλείψω, δεν μπορώ να συνεχίσω να παραλείπω αλλά να κάνω μια θετική ενέργεια για τη μη επέλευση του αποτελέσματος.
Ο Ορφέας δε λέει την πλήρη αλήθεια στον Ιπποκράτη αλλά παίρνει τηλ τον Ιπποκράτη (θετική ενέργεια) για να αποτραπεί η απόπειρα.
(9) Γιατί συζητάμε για απόπειρα αφού τελικά ο Θρασύβουλος πεθαίνει;
Πρέπει να εξετάσουμε αν ο θάνατος μπορεί να (=αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) καταλογιστεί στον Ορφέα είτε στον Περικλή.
Με δεδομένο εδώ ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος (καθώς δεν θα πήγαινε καν στο νοσοκομείο ο Θρασύβουλος αν δεν είχε παραλείψει ο Ορφέας τη δόση) κι έτσι τίθεται θέμα συμπληρωματικά αντικειμενικού καταλογισμού δηλαδή αν τελικά ο θάνατος θα καταλογιστεί στον Ορφέα ή στον Περικλή.
Αιτιωδώς συνδέεται το αποτέλεσμα του θανάτου με την παράλειψη του Ορφέα. Για να αποδώσουμε το αποτέλεσμα του θανάτου στον Περικλή μπορούμε να το θεμελιώσουμε με δύο τρόπους.
Κρατούσα άποψη = άποψη αντικειμενικού καταλογισμού, πραγματώθηκε ένας κίνδυνος τον οποίο έθεσε ο Περικλής με λάθος διάγνωση και χορήγηση φαρμάκου στον Θρασύβουλο άρα δεν μπορεί να καταλογιστεί ο θάνατος του Θρασυβούλου στον Ορφέα γιατί δεν πραγματώθηκε ο κίνδυνος που είχε αρχικά θέσει ο Ορφέας (δηλαδή ότι ο ασθενής στερήθηκε για κάποιες ώρες το φάρμακο του δεν πραγματώθηκε ο κίνδυνος) αν ο Περικλής είχε κάνει σωστά τη δουλειά του ή δεν είχε χρειαστεί να πάει στο νοσοκομείο ο Θρασύβουλος.
Εδώ παρεμβάλλεται το σφάλμα του Περικλή. Το αποτέλεσμα του θανάτου του Θρασυβούλου καταλογίζεται αντικειμενικά στον Περικλή που έκανε τη λάθος διάγνωση και του έδωσε το λάθος φάρμακο.
2η άποψη: το τελικό αποτέλεσμα, η ποινική ευθύνη δηλαδή βαρύνει τον Περικλή γιατί ενώ δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος αλλά υπάρχει μια ουσιώδης απόκλιση της αιτιώδους διαδρομής για την οποία ο Ορφέας δεν έχει πλέον δόλο ούτε να του καταλογιστεί αμέλεια καθώς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι ο Περικλής θα κάνει λάθος διάγνωση.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για να φτάσουμε στην ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Ορφέα θα πρέπει κάποια στιγμή να συμπεριλάβουμε και τον Περικλή κι έτσι, να καταστεί σαφές γιατί ο Ορφέας δεν ευθύνεται για ανθρωποκτονία δια παραλείψεως σε βάρος του Θρασυβούλου.
Τα εγκλήματα παραλείψεως κατηγοριοποιούνται και τελούν σε αντιδιαστολή με τα εγκλήματα ενέργειας. Η εγκληματική δράση μπορεί να εκδηλωθεί είτε με τη μορφή θετικής συμπεριφοράς, με την έννοια της σωματικής κίνησης, η οποία γίνεται αντιληπτή μέσω των αισθήσεων και επιφέρει μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, είτε με τη μορφή της παραλείψεως και συνακόλουθα γίνεται αναφορά σε έγκλημα ενέργειας και έγκλημα παραλείψεως αντίστοιχα.
Τα εγκλήματα ενέργειας συνδέονται εννοιολογικά με παραβίαση ενός απαγορευτικού πρωτεύοντος κανόνα δικαίου, η δε παραβίαση συντελείται ακριβώς με τη θετική συμπεριφορά του δράστη, ενώ στα πλαίσια των εγκλημάτων παραλείψεως, η παραβίαση αφορά επιτακτικό κανόνα δικαίου.
Τα εγκλήματα παραλείψεις υποδιαιρούνται σε γνήσια και μη γνήσια. Τα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως μπορούν εύκολα να εντοπιστούν καθώς υπάρχει για αυτά ρητή περιγραφή και τυποποίηση στο νόμο, η οποία ανάγεται σε ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά (πχ 307 ΠΚ). Τα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως παρουσιάζουν δυσχέρειες καθώς η εγκληματική συμπεριφορά δεν τυποποιείται και προβλέπεται ρητά εκ του νόμου με τη μορφή της παράλειψης αλλά είναι αναγκαία η προσφυγή στη διάταξη του 15ΠΚ για να γίνει κατανοητή η υπόσταση και η μορφή, με την οποία αυτά στοιχειοθετούνται.
Τα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεων είναι εγκλήματα αποτελέσματος, τα οποία κατά κανόνα μεν τελούνται με ενέργεια, κατ' εξαίρεση, μπορεί να τελεστούν με παράλειψη αποτροπής του αποτελέσματος όταν συντρέχουν οι όροι του 15 ΠΚ, δηλαδή όταν ο δράστης βαρύνεται με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Για να πληρωθεί η ειδική υπόσταση των μη γνήσιων έγκλημα΄των δεν αρκούν τα στοιχεία της οικείας διάταξης αλλά απαιτείται ο συνδυασμός τους με τις προϋποθέσεις του 15 ΠΚ.
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση καθώς και από προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου.
(10) Ποια είναι η ποινική ευθύνη του Περικλή και Ορφέα;
Ο Περικλής στο πρακτικό δεν μας δίνεται ότι είχε δόλο ή κάτι άλλο οπότε το αποτέλεσμα προκαλείται από λάθος διάγνωση και χορήγηση λάθους φαρμάκου, συνεπώς έχουμε ανθρωποκτονία εξ αμέλειας που έχει τελέσει ο Περικλής σε βάρος του Θρασυβούλου.
Αν ο Ορφέας υπαναχώρησε εκουσίως από πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη απόπειρα τότε είτε εξαλείφεται το αξιόποινο του είτε τιμωρείται με μειωμένη ποινή. Δεν τίθεται θέμα ευθύνη του Ορφέα για το αποτέλεσμα, έχει τελέσει απόπειρα ανθρωποκτονίας δια παραλείψεως εκ προθέσεως (μη γνήσιο έγκλημα), αν είχε υπαναχωρήσει εκουσίως, κρατούσα άποψη, στα μη γνήσια εγκλήματα είναι από πεπερασμένη απόπειρα. Ο Ορφέας είτε έχει ευθύνη για την απόπειρα γιατί δεν έχει υπαναχωρήσει εκουσίως είτε έχει υπαναχωρήσει εκουσίως και εφαρμόζεται το 44 πΚ (από πεπερασμένη ή μη) αναλόγως.
(11) Υπάρχει θέμα ληστείας και πώς μπορεί να τεκμηριωθεί;
Ναι, υπάρχει θέμα απόπειρας ληστείας γιατί πράγματι δεν αφαιρεί ο Ορφέας τις λίρες από το χρηματοκιβώτιο οπότε δεν τίθεται θέμα τετελεσμένης ληστείας.
Το 380 ΠΚ λέει ότι όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου αφαιρεί από άλλον ξένο κινητό πράγμα, αυτό είχε στο μυαλό του και ο Ορφέας, να αφαιρέσει τις λίρες, έχουμε όμως σωματική βία;
Το 13ΠΚ (δ) λέει ότι σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα.
Πράγματι από 13 (δ) ΠΚ σωματική βία είναι και τα ανάλογα μέσα. Είναι ειδικότερο ζήτημα και δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι γίνεται χρήση ανάλογων μέσων με ενέργεια. Μπορεί να είναι ουδέτερη σχέση αλλά δεν προκαλείται η αντίσταση του Θρασυβούλου σύμφωνα με το πρακτικό. Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: αν μπορεί να ασκηθεί σωματική βία δια παραλείψεως. Υπάρχουν δύο θεωρίες και τη σωματική βία, η μία λέει ότι το 380 ΠΚ θέλει θετική ενέργεια (εδώ δεν του χορηγεί δηλητήριο). Έτσι γεννιέται το ερώτημα μπορώ να έχω ληστεία όταν η σωματική βία ασκείται δια παραλείψεως; δηλαδή στερώ από κάποιον το φάρμακο;
Η άλλη άποψη του Μυλωνόπουλου λέει ότι μπορεί να ενταχθεί και η παράλειψη, είναι δηλαδή δυνατή η τέλεση ληστείας με σωματική βία δια παραλείψεως. Άρα, αν ακολουθήσουμε αυτή την άποψη (παρόλο που στο πρακτικό αυτό δεν ασκήθηκε σωματική βία με ενέργεια) δηλαδή η μη χορήγηση του φαρμάκου τον έθεσε σε μια κατάσταση αδυναμίας. Αν χρειάζεται θετική ενέργεια τότε δεν έχουμε απόπειρα ληστείας, αν όμως δεχτούμε σωματική βία δια παραλείψεως τότε έχουμε απόπειρα ληστείας.
(12) Ποια η ποινική ευθύνη της Λίλιαν;
Για να μιλήσουμε για ηθική αυτουργία θα πρέπει να μιλήσουμε για ποια πράξη είναι ηθικός αυτουργός. Σε ποιες πράξεις είναι ηθικός αυτουργός η Λίλιαν;
Ο Ορφέας έχει υπαναχωρήσει εκουσίως από πεπερασμένη απόπειρα εγκλήματος δια παραλείψεως (44 παρ. 4), η υπαναχώρηση ωφελεί μόνο τον αυτουργό και όχι τους συμμετόχους.
Το αξιόποινο των συμμετόχων (46+47) είναι διαφορετικό από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη. Από τη διδασκαλία ξέρουμε της συμμετοχής ότι ισχύει το σύστημα της περιορισμένης εξάρτησης οπότε αυτό που ενδιαφέρει είναι αν έχουμε άδικη πράξη.
Επομένως, παραμένει η ευθύνη της δεδομένη για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας.
(13) Έχουμε άλλη ποινική ευθύνη της Λίλιαν;
Αν στοιχειοθετηθεί απόπειρα ληστείας από τη πλευρά του Ορφέα τότε έχει την ευθύνη του ηθικού αυτουργού.
Ο Μυλωνόπουλος δέχεται ότι μπορεί να τελεστεί απόπειρα ληστείας με σωματική βία δια παραλείψεως και αναφέρει και τις άλλες πράξεις συνεπώς αν ακολουθηθεί η κρατούσα άποψη ότι έχει τέλεση αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της ληστείας δια παραλείψεως τότε η Λίλιαν είναι ηθικός αυτουργός και στην απόπειρα ληστείας. Η υπαναχώρηση του Ορφέα επηρεάζει μόνο το αξιόποινο του Ορφέα και όχι την ποινική ευθύνη της Λίλιαν για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ληστείας.
Άρα, έχουμε καταλήξει ότι ο Ορφέας έχει τελέσει καταρχήν απόπειρα ανθρωποκτονίας και απόπειρα ληστείας, αυτές οι δύο απόπειρες συρρέουν αληθώς γιατί πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά, αναφερθήκαμε στο θέμα της ποινικής αντιμετώπισης του Ορφέα ότι μπορεί να δεχθεί κανείς ότι έχει υπαναχωρήσει εκουσίως και αναφερθήκαμε στην ποινική αντιμετώπιση του Ορφέα.
Η Λίλιαν έχοντας προκαλέσει την απόφαση τόσο της ανθρωποκτονίας όσο και της ληστείας αναζητούμε την ποινική της ευθύνη στις πράξεις του Ορφέα. Προφανώς τίθεται θέμα ηθικής αυτουργίας σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία και τετελεσμένη ληστεία οπότε δεν μπορεί να ευθύνεται για κάτι από τον φυσικό αυτουργό.
Οπότε η ποινική ευθύνη της Λίλιαν είναι ηθικός αυτουργός σε απόπειρα ανθρωποκτονίας και απόπειρα ληστείας του Ορφέα.
Εδώ υπάρχει εφαρμογή (49 παρ. 1) στην περίπτωση της Λίλιαν, έχει κάποια ιδιότητα ο φυσικός αυτουργός που δεν έχει η Λίλιαν; Ο δράστης (φυσικός αυτουργός) είναι ο Ορφέας ο οποίος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από σύμβαση, η Λίλιαν στην περίπτωση αυτή θα τιμωρηθεί με μειωμένη ποινή.
Ο Ορφέας δεχτήκαμε ότι έχει ποινική ευθύνη δια παραλείψεως (μη γνήσια) και προκύπτει από τη συμβατική του σχέση με τον Θρασύβουλο, την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που δεν έχει η Λίλιαν.
ΕΡΩΤΗΜΑ 1 (βαθμοί: 7)
Έστω ότι, στην αγορά ενός αγαθού, οι συναρτήσεις ζήτησης και προσφοράς είναι οι ακόλουθες: Qd=80-4P και Qs=12P.
(α) Να βρεθούν η τιμή και η ποσότητα ισορροπίας της αγοράς και να παρασταθούν διαγραμματικά. (βαθμοί: 2)
Η ισορροπία προκύπτει όταν: Qd = Qs. Δίνονται: Qd=80-4P και Qs=12P.
Θέτουμε ίσα: 80-4Ρ=12Ρ <=> 80=16Ρ <=> Ρ=5 (τιμή ισορροπίας).
2. Εύρεση ποσότητας ισορροπίας:
Βάζουμε το Ρ=5 σε μία από τις δύο συναρτήσεις:
Qs=12P = 12*5=60
Ελέγχουμε και με τη ζήτηση:
Qd = 80 - 4P = 80 - 4*5= 60 (ποσότητα ισορροπίας)
3. Διαγραμματική παρουσίαση
Η ευθεία της ζήτησης κατεβαίνει και η ευθεία της προσφοράς ανεβαίνει. Η τομή τους δίνει το σημείο ισορροπίας της αγοράς.
(β) Να υπολογιστούν τα πλεονάσματα καταναλωτή και παραγωγού και να παρασταθούν διαγραμματικά (στο ίδιο με το (α) ή σε νέο διάγραμμα) (βαθμοί: 2)
Από το (α) έχουμε τιμή ισορροπίας Ρ=5 και ποσότητα ισορροπίας Q=60.
Χρησιμοποιούμε τη συνάρτηση ζήτησης Qd=80-4P. Για να υπολογίσουμε το πλεόνασμα του καταναλωτή, πρέπει να βρούμε το σημείο που η καμπύλη ζήτησης τέμνει τον άξοδα των τιμών, δηλαδή τη μέγιστη τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές (Qd=0).
Θέτουμε Qd=0 <=> 0 = 80 - 4P <=> 4P = 80 <=> Pmax = 20.
Οπότε, η μέγιστη τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές είναι 20.
Το πλεόνασμα του καταναλωτή είναι το εμβαδόν του τριγώνου που σχηματίζεται κάτω από την καμπύλη ζήτησης και πάνω από την τιμή ισορροπίας (P=5).
Ο τύπος για το εμβαδόν του τριγώνου είναι:
CS = 1/2 * βάση * ύψος
Το ύψος του τριγώνου είναι η διαφορά μεταξύ της μέγιστης τιμής και της τιμής ισορροπίας: 20-5 = 15.
Η βάση του τριγώνου είναι η ποσότητα ισορροπίας: 60.
Υπολογίζουμε το πλεόνασμα του καταναλωτή:
CS = 1/2 * 60 * 15 =450.
Το πλεόνασμα του παραγωγού είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού που ένας παραγωγός (πωλητής) λαμβάνει πραγματικά για ένα αγαθό (η τιμή της αγοράς) και του ελάχιστου ποσού που θα ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να το παράγει και να το πουλήσει (το οριακό κόστος παραγωγής του).
Ουσιαστικά, αντιπροσωπεύει το κέρδος ή το επιπλέον έσοδο πάνω από το μεταβλητό κόστος παραγωγής.
Όπως και με το πλεόνασμα του καταναλωτή, ο ευκολότερος τρόπος υπολογισμού του παραγωγού είναι γραφικά, ως εμβαδόν ενός τριγώνου στο διάγραμμα προσφοράς και ζήτησης.
Ο τύπος για το εμβαδόν του τριγώνου είναι:
PS = 1/2 * βάση * ύψος
Πρέπει να βρούμε την τιμή στην οποία οι παραγωγοί είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν μηδενική ποσότητα: Qs=0 <=> 12P = 0 <=> P = 0/12 <=> Pmin = 0.
Σε αυτήν την περίπτωση, η καμπύλη προσφοράς ξεκινά από την αρχή των αξόνων (τιμή 0).
Η βάση του τριγώνου είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της ελάχιστης τιμής προσφοράς: 5-0=5.
Η βάση του τριγώνου είναι η ποσότητα ισορροπίας: 60.
Υπολογίζουμε το πλεόνασμα του παραγωγού:
PS = 1/2 * 60 * 5 =150.
(γ) Να εξηγήσετε πώς αναμένετε να επηρεαστούν τα πλεονάσματα καταναλωτή και παραγωγού αν η καμπύλη ζήτησης μετατοπιστεί παράλληλα και αριστερά. Τι θα μπορούσε να προκαλέσει μία τέτοια μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης; Δώστε ένα σχετικό παράδειγμα (βαθμοί: 3).
Αν η καμπύλη ζήτησης μετατοπιστεί παράλληλα και αριστερά, σημαίνει ότι για κάθε τιμή οι καταναλωτές ζητούν μικρότερη ποσότητα (μείωση ζήτησης).
Σε μια ανταγωνιστική αγορά αυτό οδηγεί, γενικά, σε νέα ισορροπία με χαμηλότερη τιμή και χαμηλότερη ποσότητα (P↓, Q↓).
Πλεόνασμα καταναλωτή (CS): αναμένεται να μειωθεί, γιατί είτε η τιμή πέφτει αλλά η διαθέσιμη/αγοραζόμενη ποσότητα πέφτει περισσότερο και η συνολική «ωφέλεια» από συναλλαγές μειώνεται. Γραφικά, το τρίγωνο του CS μικραίνει (μικρότερο Q και χαμηλότερη “κορυφή” ζήτησης πάνω από την τιμή).
Πλεόνασμα παραγωγού (PS): επίσης μειώνεται, γιατί οι παραγωγοί πωλούν λιγότερες μονάδες και μάλιστα σε χαμηλότερη τιμή, άρα το αντίστοιχο τρίγωνο του PS κάτω από την τιμή μικραίνει αισθητά.
Μια αριστερή μετατόπιση της ζήτησης προκαλείται από παράγοντες που μειώνουν τη ζήτηση χωρίς να αλλάζει η ίδια η τιμή, όπως:
Μείωση εισοδήματος (αν το αγαθό είναι κανονικό).
Αλλαγή προτιμήσεων/μόδας εις βάρος του αγαθού.
Αύξηση τιμής υποκατάστατου; (όχι, αυτό θα αύξανε τη ζήτηση). Σωστό είναι: μείωση τιμής υποκατάστατου → οι καταναλωτές στρέφονται αλλού → ζήτηση αριστερά.
Μείωση πληθυσμού/αριθμού καταναλωτών.
Αρνητικές προσδοκίες για το προϊόν (π.χ. φόβος/φήμες).
ΕΡΩΤΗΜΑ 2 (βαθμοί: 7)
Έστω καταναλωτής που αγοράζει αγαθά χ1 και χ2, τα οποία χαρακτηρίζονται από θετική οριακή χρησιμότητα. Αναπτύξτε και δείξτε διαγραμματικά το αποτέλεσμα υποκατάστασης και το αποτέλεσμα εισοδήματος στην περίπτωση αύξησης της τιμής του αγαθού χ1, εάν το χ1 είναι κανονικό αγαθό.
Όταν η τιμή ενός κανονικού αγαθού αυξάνεται, συμβαίνουν δύο διαφορετικά πράγματα (δύο αποτελέσματα) που επηρεάζουν το πόσο από αυτό το αγαθό αγοράζει ο καταναλωτής.
Φανταστείτε ότι ψωνίζετε σε ένα σούπερ μάρκετ και παρατηρείτε ότι το αγαπημένο σας αγαθό χ1 (π.χ. φράουλες) έγινε πιο ακριβό.
Η αύξηση της τιμής του χ1 προκαλεί δύο επιμέρους αντιδράσεις:
Αποτέλεσμα υποκατάστασης: Το αγαθό χ1 έγινε τώρα ακριβότερο σε σχέση με το άλλο αγαθό χ2 (π.χ. μπανάνες), το οποίο παρέμεινε στην ίδια τιμή. Θέλετε να αντικαταστήσετε το τώρα πιο ακριβό χ1 με το σχετικά φθηνότερο χ2. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί η κατανάλωση του χ1 και να αυξηθεί η κατανάλωση του χ2.
Αποτέλεσμα εισοδήματος: Η αύξηση της τιμής του χ1 σημαίνει ότι, με τα ίδια χρήματα που έχει κάποιος η αγοραστική του δύναμη έχει μειωθεί. Είναι σαν να έγινε κάποιος φτωχότερος. Εφόσον λοιπόν το χ1 είναι κανονικό αγαθό (δηλαδή αγοράζετε λιγότερο όταν είστε φτωχότεροι), αυτή η μείωση της αγοραστικής δύναμης σας κάνει να αγοράζετε λιγότερο από το χ1. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί κι άλλο η κατανάλωση του χ1.
Και τα δύο αποτελέσματα οδηγούν σε μείωση της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού χ1.
ΕΡΩΤΗΜΑ 3 (βαθμοί: 6)
(α) Δείξτε μαθηματικά τι πρέπει να συμβαίνει, ώστε μια τυπική συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas να παρουσιάζει σταθερές αποδόσεις κλίμακας. Πώς θα μπορούσε να αναπαρασταθεί η τεχνολογική πρόοδος σε μια τέτοια συνάρτηση; (βαθμοί: 4)
Μια συνάρτηση Cobb–Douglas έχει σταθερές αποδόσεις κλίμακας όταν το άθροισμα των εκθετών της εργασίας και του κεφαλαίου ισούται με τη μονάδα (α+β=1). Στην περίπτωση αυτή, αν όλοι οι συντελεστές παραγωγής αυξηθούν κατά το ίδιο ποσοστό, το προϊόν αυξάνεται κατά το ίδιο ποσοστό. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να παρασταθεί με έναν πολλαπλασιαστικό όρο A(t), ο οποίος αυξάνεται με τον χρόνο και επιτρέπει την παραγωγή περισσότερου προϊόντος με τους ίδιους συντελεστές.
Η τυπική Cobb–Douglas γράφεται:
Όπου:
(β) Ποιες οι συνθήκες ώστε μια τέλεια ανταγωνιστική επιχείρηση να μην παύσει τη λειτουργία της στη βραχυχρόνια περίοδο (βαθμοί: 2)
Σε μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά, η επιχείρηση αποφασίζει αν θα συνεχίσει να λειτουργεί βραχυχρόνια με βάση το αν τα έσοδα της καλύπτουν τουλάχιστον τα μεταβλητά της κόστη. Η βασική συνθήκη για να μην παύσει η λειτουργία της επιχείρησης είναι τα συνολικά έσοδα (TR) να είναι μεγαλύτερα ή ίσα με τα συνολικά μεταβλητά κόστη (TVC).
Αυτή η συνθήκη μπορεί να εκφραστεί και με όρους τιμής και μέσου κόστους, διαιρώντας και τις δύο πλευρές με την ποσότητα παραγωγής: η τιμή της αγοράς (Ρ) πρέπει να είναι μεγαλύτερη ή ίση με το μέσο μεταβλητό κόστος (AVC).
Επεξήγηση:
Το θέμα που κληρώθηκε ήταν:
Τα είδη των προεδρικών διαταγμάτων.
Συνοπτική ενδεικτική απάντηση:
Τα Προεδρικά Διατάγματα (Π.Δ.) αποτελούν πράξεις της εκτελεστικής λειτουργίας με ιδιαίτερη θεσμική βαρύτητα. Εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν πρότασης του αρμόδιου Υπουργού, και βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων. Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν είτε να θεσπίζουν κανόνες δικαίου γενικής ισχύος, είτε να ρυθμίζουν ατομικές διοικητικές υποθέσεις που αφορούν ειδικές κατηγορίες αξιωματούχων. Στο ελληνικό δίκαιο τα Π.Δ. διακρίνονται σε διάφορα είδη, ανάλογα με το περιεχόμενό τους και τη νομική εξουσιοδότηση βάσει της οποίας εκδίδονται.
Η πρώτη και σημαντικότερη κατηγορία αφορά τα κανονιστικά Προεδρικά Διατάγματα, τα οποία περιλαμβάνουν γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου. Εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας να εξειδικεύει τον νόμο και να ρυθμίζει ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της διοίκησης. Συχνά θεσπίζουν διαδικασίες, όρους λειτουργίας υπηρεσιών, καθώς και λεπτομέρειες εφαρμογής νομοθετικών ρυθμίσεων. Υποκατηγορία αυτών αποτελούν τα οργανωτικά Προεδρικά Διατάγματα, τα οποία ρυθμίζουν αποκλειστικά την εσωτερική διάρθρωση δημοσίων υπηρεσιών, τη σύσταση, συγχώνευση, κατάργηση ή αναδιάρθρωση οργανικών μονάδων. Απαιτούν πάντοτε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, όπως προβλέπει το άρθρο 43 §2 του Συντάγματος.
Μία δεύτερη κατηγορία είναι τα ατομικά Προεδρικά Διατάγματα, μέσω των οποίων ο Πρόεδρος διορίζει, παύει ή μεταβάλλει την υπηρεσιακή κατάσταση συγκεκριμένων προσώπων. Τέτοια Π.Δ. εκδίδονται κατά κανόνα για δικαστικούς λειτουργούς, ανώτερους στρατιωτικούς και μέλη ανεξάρτητων αρχών, και συνοδεύονται από αποφάσεις αρμόδιων συλλογικών οργάνων (όπως τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια). Δεν περιέχουν γενικό κανόνα δικαίου, αλλά ρυθμίζουν μία εξατομικευμένη διοικητική πράξη.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και τα Π.Δ. που αφορούν τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, τα οποία έχουν ατομικό μεν χαρακτήρα, αλλά κρίσιμη συνταγματική λειτουργία. Μέσω αυτών καθορίζεται η ημερομηνία των εκλογών και συγκροτείται η επόμενη Βουλή, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία έκδοσης, τα περισσότερα Προεδρικά Διατάγματα υπόκεινται σε υποχρεωτικό προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Συντάγματος. Το ΣτΕ εξετάζει αν το προτεινόμενο Π.Δ. είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και τις διατάξεις του νόμου που εξουσιοδοτεί την έκδοσή του. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να εκδώσει Π.Δ. που δεν έχει υποβληθεί σε αυτή τη διαδικασία επεξεργασίας, γεγονός που επιβάλλει ένα σημαντικό θεσμικό φρένο στην κανονιστική δράση της εκτελεστικής εξουσίας.
Συνολικά, τα Προεδρικά Διατάγματα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία δράσης της διοίκησης, με ευρύ φάσμα εφαρμογών. Η ποικιλία των ειδών και η αυστηρή διαδικασία έκδοσης υποδηλώνουν τον θεσμικό τους ρόλο ως πράξεων υψηλής τυπικής ισχύος, οι οποίες διασφαλίζουν την ορθή και συνταγματικά συμβατή εφαρμογή της νομοθεσίας.
Το θέμα που κληρώθηκε για το μάθημα ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ήταν:
"Ποια είναι η έννοια του εκλογικού συστήματος και ποιες είναι οι σπουδαιότερες εκλογικές αρχές που διέπουν την εκλογική διαδικασία; Ποιες είναι οι αρμοδιότητες του εκλογικού σώματος (αναλυτικά);"
Ενδεικτική (πολύ συνοπτική) απάντηση:
Το εκλογικό σύστημα αποτελεί τον μηχανισμό μέσω του οποίου η λαϊκή βούληση μετατρέπεται σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Πρόκειται για το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών, την κατανομή των εδρών, τον χαρακτήρα της ψήφου, τη διαμόρφωση των εκλογικών περιφερειών και τις προϋποθέσεις συμμετοχής κομμάτων και υποψηφίων. Η λειτουργία του εκλογικού συστήματος είναι θεμελιώδης, διότι επηρεάζει άμεσα το είδος και τη σταθερότητα των κυβερνήσεων, την ποιότητα της αντιπροσώπευσης και τη γενικότερη εικόνα του πολιτικού συστήματος.
Η ελληνική εκλογική διαδικασία διέπεται από ορισμένες βασικές αρχές που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα (άρθρο 51 §3). Η καθολικότητα της ψηφοφορίας εξασφαλίζει ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα ψήφου χωρίς διακρίσεις. Η άμεση ψηφοφορία σημαίνει ότι οι πολίτες εκλέγουν απευθείας τα μέλη της Βουλής, χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Η μυστικότητα της ψηφοφορίας προστατεύει την προσωπική επιλογή του εκλογέα και αποτρέπει κάθε μορφή πίεσης ή εξαναγκασμού, ενώ η ελεύθερη ψηφοφορία κατοχυρώνει το δικαίωμα του πολίτη να ψηφίζει χωρίς επιρροές ή απειλές. Η αρχή της ισότητας της ψήφου διασφαλίζει ότι κάθε ψήφος έχει την ίδια βαρύτητα, ενώ η ταυτόχρονη διεξαγωγή των εκλογών σε όλη τη χώρα εγγυάται ενιαίες συνθήκες συμμετοχής. Οι αρχές αυτές συγκροτούν το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει τη γνήσια έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Το εκλογικό σώμα, δηλαδή το σύνολο των πολιτών που διαθέτουν το δικαίωμα ψήφου, έχει κρίσιμες και πολλαπλές αρμοδιότητες στο δημοκρατικό πολίτευμα. Πρωταρχικός του ρόλος είναι η εκλογή των μελών της Βουλής, η οποία αποτελεί το κυρίαρχο αντιπροσωπευτικό όργανο. Μέσω αυτής της διαδικασίας, το εκλογικό σώμα καθορίζει έμμεσα και τη σύνθεση του οργάνου που εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επιδρώντας έτσι στη λειτουργία των θεσμών. Επιπλέον, το εκλογικό σώμα συμμετέχει άμεσα στη λήψη αποφάσεων με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, είτε για κρίσιμα εθνικά θέματα είτε για ψηφισμένα νομοσχέδια, ενισχύοντας την άμεση δημοκρατική διάσταση του πολιτεύματος.
Πέραν των θεσμικών του αρμοδιοτήτων, το εκλογικό σώμα λειτουργεί και ως μηχανισμός δημοκρατικού ελέγχου. Μέσω της ψήφου του εγκρίνει ή αποδοκιμάζει την κυβερνητική πολιτική, διαμορφώνει νέες κοινοβουλευτικές ισορροπίες και κατευθύνει τις πολιτικές εξελίξεις. Η περιοδική ανανέωση της λαϊκής εντολής διασφαλίζει ότι η κυβέρνηση παραμένει συνδεδεμένη με τη βούληση των πολιτών, ενώ η συμμετοχή του εκλογικού σώματος στις εκλογικές διαδικασίες αποτελεί θεμέλιο της λαϊκής κυριαρχίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Συντάγματος.
Έτσι, το εκλογικό σύστημα, οι εκλογικές αρχές και οι αρμοδιότητες του εκλογικού σώματος συνθέτουν τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους. Αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κοινωνία εκφράζεται πολιτικά, ελέγχει την εξουσία και συμμετέχει στη διαμόρφωση της δημόσιας ζωής.
Το θέματα κληρωθέν και ακλήρωτα σήμερα στη Διπλωματική Ιστορία έχουν ως εξής:
Το σύστημα συλλογικής ασφάλειας αποτελεί έναν θεσμό διεθνούς συνεργασίας, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αντιμετωπίζουν από κοινού κάθε εξωτερική επιθετική ενέργεια. Η βασική του ιδέα είναι ότι η ειρήνη δεν αποτελεί ευθύνη ενός μόνο κράτους, αλλά κοινή υπόθεση της διεθνούς κοινότητας. Εάν ένα μέλος δεχθεί επίθεση, όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να δράσουν συλλογικά, πολιτικά, οικονομικά ή ακόμη και στρατιωτικά, ώστε να αποκαταστήσουν τη διεθνή τάξη. Στόχος του συστήματος είναι η αποτροπή πολέμων μέσω της αλληλέγγυας αντίδρασης όλων των κρατών απέναντι σε κάθε παραβίαση της ειρήνης.
Η συλλογική ασφάλεια ενσωματώθηκε για πρώτη φορά θεσμικά στο Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) το 1919. Το Σύμφωνο προέβλεπε ότι όλα τα μέλη όφειλαν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά, να αποφεύγουν τον πόλεμο και να συνεργάζονται στο πλαίσιο της ΚτΕ. Σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας, προβλεπόταν η δυνατότητα επιβολής οικονομικών και στρατιωτικών κυρώσεων. Η ΚτΕ είχε ως στόχο να λειτουργήσει ως διεθνής μηχανισμός ειρήνης, όπου κάθε επίθεση εναντίον ενός κράτους θα θεωρούνταν επίθεση κατά όλων. Θεωρητικά, αυτό δημιουργούσε ένα παγκόσμιο πλαίσιο ασφάλειας και αποτροπής.
Ωστόσο, στην πράξη το σύστημα συλλογικής ασφάλειας απέτυχε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου για πολλούς λόγους. Πρώτον, οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν την πολιτική βούληση να εφαρμόσουν κυρώσεις με συνέπεια. Η ΚτΕ δεν διέθετε δικό της στρατό, και η επιβολή κυρώσεων εξαρτιόταν από την καλή θέληση των κρατών-μελών. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες —μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της εποχής— δεν συμμετείχαν καν στην ΚτΕ, αποδυναμώνοντας τη διεθνή ισχύ της. Τρίτον, οι αναθεωρητικές δυνάμεις (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) αψήφησαν ανοιχτά τους κανόνες, γνωρίζοντας ότι η διεθνής αντίδραση θα ήταν περιορισμένη.
Η αδυναμία της ΚτΕ φάνηκε ήδη από την Ιαπωνική επίθεση στη Μαντζουρία (1931) και επιβεβαιώθηκε στην εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία (1935), όπου οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν ήταν ανεπαρκείς και ουσιαστικά ανεφάρμοστες. Το σύστημα απέτυχε διότι στηρίχθηκε σε ηθικές δεσμεύσεις αλλά όχι σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς επιβολής. Χωρίς στρατιωτική ισχύ, με ανύπαρκτη ενότητα μεταξύ των μελών και με ισχυρά κράτη εκτός του συστήματος, η συλλογική ασφάλεια δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως πραγματικό ανάχωμα στην επιθετικότητα που οδήγησε τελικά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ιστορία Δικαίου σήμερα στη Νομική Θεσσαλονίκης:
Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509–27 π.Χ.), η Σύγκλητος αποτέλεσε το σταθερότερο και ισχυρότερο πολιτικό όργανο του ρωμαϊκού κράτους, παρά το γεγονός ότι τυπικά δεν νομοθετούσε. Η εξουσία της βασιζόταν στο auctoritas senatus, δηλαδή στο κύρος και την πολιτική βαρύτητα της γνώμης των μελών της, τα οποία προέρχονταν κυρίως από την αριστοκρατία. Ενώ οι νόμοι ψηφίζονταν από τις λαϊκές συνελεύσεις, η Σύγκλητος διαμόρφωνε στην πράξη τις σημαντικότερες αποφάσεις του κράτους και καθοδηγούσε την πολιτική ζωή της Ρώμης.
Πρώτο και κεντρικό πεδίο δράσης της ήταν η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία. Η Σύγκλητος αποφάσιζε για τη σύναψη συμμαχιών, τη διαχείριση σχέσεων με άλλα κράτη, την αποστολή πρεσβειών και την τύχη των κατακτημένων λαών. Καθόριζε τους όρους των ειρηνευτικών συμφωνιών και είχε αποφασιστικό ρόλο στην κήρυξη πολέμου και στη στρατηγική διεξαγωγής του.
Εξίσου σημαντικό ήταν το πεδίο της στρατιωτικής διοίκησης. Η Σύγκλητος καθόριζε τον αριθμό των λεγεώνων, ενέκρινε τις εκστρατείες, αποφάσιζε για τον εφοδιασμό, τη χρηματοδότηση και την επιστράτευση. Έλεγχε δε αυστηρά τους στρατηγούς (praetores, consules) κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με διαδικασίες όπως ο απολογισμός (provinciae attribuendae).
Παράλληλα, η Σύγκλητος είχε νευραλγικό ρόλο στη διοίκηση των επαρχιών. Αποφάσιζε ποιοι θα κυβερνούσαν τις ρωμαϊκές επαρχίες, καθόριζε τους κανόνες φορολογίας και επέβλεπε την ορθή διαχείριση από τους τοπικούς άρχοντες. Η επιρροή της ήταν καθοριστική στην οργάνωση της αυτοκρατορικής εξάπλωσης της Ρώμης.
Σημαντική ήταν και η δράση της στα δημοσιονομικά ζητήματα. Η Σύγκλητος είχε τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών, καθόριζε τους φόρους, ενέκρινε δαπάνες, διαχειριζόταν τα δημόσια ταμεία και αποφάσιζε για έργα υποδομής, όπως δρόμους, ναούς και υδραγωγεία.
Αν και η σύγκλητος δεν θέσπιζε νόμους, είχε σημαντικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία. Οι νόμοι προέρχονταν από τις λαϊκές συνελεύσεις, αλλά ο προσανατολισμός της νομοθεσίας καθοριζόταν από τις συζητήσεις και τα senatus consulta, δηλαδή τις γνωμοδοτήσεις της Συγκλήτου, οι οποίες είχαν μεγάλη πολιτική βαρύτητα και συχνά εφαρμόζονταν ως de facto νόμοι.
Τέλος, η Σύγκλητος είχε ισχυρή επιρροή στη θρησκευτική ζωή, καθώς ήλεγχε ζητήματα λατρείας και προστάτευε την εφαρμογή των παραδοσιακών θρησκευτικών πρακτικών. Λόγω της πεποίθησης ότι οι θεοί επηρέαζαν την τύχη της πόλης, η Σύγκλητος παρενέβαινε σε θρησκευτικές κρίσεις ή «κακοσημάδια» (prodigia), λαμβάνοντας αποφάσεις για εξαγνισμούς ή τελετουργίες.
Με όλα τα παραπάνω, η Σύγκλητος υπήρξε το κυρίαρχο κέντρο εξουσίας της Respublica. Παρά την επίσημη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος, στην πράξη η αριστοκρατία που τη συγκροτούσε καθόριζε την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική πορεία της Ρώμης μέχρι την έλευση του ηγεμονικού συστήματος.
Το θέμα που τέθηκε σήμερα στο μάθημα "Στοιχεία Συνταγματικού, φορολογικού και διοικητικού δικαίου" ήταν:
Τι γνωρίζετε για τη νομοθετική εξουσιοδότηση;
Συνοπτική ενδεικτική απάντηση:
Η νομοθετική εξουσιοδότηση αποτελεί έναν θεμελιώδη θεσμό του ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου, μέσω του οποίου ο κοινός νομοθέτης μεταβιβάζει στην εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητα να ρυθμίσει ορισμένα ειδικά θέματα με κανονιστικές πράξεις, κυρίως με Προεδρικά Διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις. Πρόκειται για συνταγματικά ανεκτή «αντιπροσώπευση» της νομοθετικής λειτουργίας, η οποία επιτρέπει την ευελιξία και την τεχνική εξειδίκευση των ρυθμίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η Βουλή θέτει τα βασικά όρια και τις κατευθύνσεις της ρυθμιστικής δράσης. Η εξουσιοδότηση στηρίζεται στο άρθρο 43 του Συντάγματος και αποτελεί αναγκαίο εργαλείο λειτουργικής συνεργασίας μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Το Σύνταγμα διακρίνει δύο βασικούς τύπους νομοθετικής εξουσιοδότησης: την ειδική και την γενική εξουσιοδότηση. Η ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση (άρθρο 43 §2 Σ.) απαιτεί ο νόμος να καθορίζει σαφώς το αντικείμενο και τις βασικές κατευθύνσεις της εξουσιοδοτούμενης ρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκδίδει κανονιστικά Προεδρικά Διατάγματα που εξειδικεύουν την εφαρμογή του νόμου. Η γενική νομοθετική εξουσιοδότηση (άρθρο 43 §3 Σ.) αφορά ήσσονος σημασίας και τεχνικού χαρακτήρα θέματα, όπου η έκδοση ρυθμίσεων ανατίθεται σε κατώτερα όργανα της διοίκησης, κυρίως σε υπουργούς. Η γενική εξουσιοδότηση δεν επιτρέπεται να αφορά ουσιώδη ζητήματα, τα οποία οφείλει να ρυθμίζει μόνο ο ίδιος ο νομοθέτης.
Η νομοθετική εξουσιοδότηση έχει συνταγματικά όρια, τα οποία η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας εξετάζει αυστηρά. Πρώτον, η εξουσιοδότηση δεν μπορεί να είναι «λευκή», δηλαδή δεν μπορεί να επιτρέπει στην εκτελεστική εξουσία να ρυθμίσει ελεύθερα οποιοδήποτε θέμα χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεύτερον, δεν μπορεί να μεταβιβάζει στον Πρόεδρο ή στον Υπουργό τη ρύθμιση ουσιωδών ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της πρωτογενούς νομοθετικής λειτουργίας της Βουλής· τα ζητήματα αυτά πρέπει να ρυθμίζονται μόνο με νόμο. Τρίτον, η εξουσιοδότηση πρέπει να είναι σαφής, συγκεκριμένη και συνταγματικά επιτρεπτή, ιδίως όταν αφορά περιορισμούς δικαιωμάτων ή ζητήματα οργάνωσης της δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών.
Η σημασία της νομοθετικής εξουσιοδότησης είναι διττή: αφενός καθιστά τη νομοθετική διαδικασία πιο ευέλικτη, επιτρέποντας την ταχεία προσαρμογή των κανόνων δικαίου σε τεχνικά ή ειδικά ζητήματα αφετέρου διασφαλίζει ότι η εκτελεστική εξουσία δεν θα υπερβεί τα όρια που θέτει ο νομοθέτης, διατηρώντας τη δημοκρατική νομιμοποίηση των ρυθμίσεων. Ο προληπτικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας στα Προεδρικά Διατάγματα λειτουργεί ως επιπλέον φραγμός κατά της υπέρβασης της εξουσιοδότησης.
Συνολικά, η νομοθετική εξουσιοδότηση αποτελεί μηχανισμό που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την ισορροπία μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, εξασφαλίζοντας την τήρηση της συνταγματικής τάξης.