Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Ι - Σημειώσεις από Μυλωνόπουλο Β ΜΕΡΟΣ


Ο ΔΟΛΟΣ
Έννοια και αντικείμενο του δόλου
Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 ΠΚ με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά αυτά και τα αποδέχεται.
Αντικείμενο του δόλου δεν είναι τα περιστατικά που απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης αλλά τα περιστατικά που μπορούν να υπαχθούν στα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης υπό στενή έννοια, εκείνης δηλαδή που θεμελιώνει το άδικο.
Έτσι ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι (α) έχει ιδιότητες που ενδεχομένως απαιτεί ο νόμος (β) τελεί πράξη που ανταποκρίνεται στην περιγραφή του νόμου (γ) το υλικό αντικείμενο στο οποίο επενεργεί έχει τις ιδιότητες που ο νόμος απαιτεί και (δ) τελεί την πράξη υπό τις περιστάσεις που προβλέπει ο νόμος.
Τα είδη του δόλου
Άμεσος δόλος α βαθμού (επιδίωξη)
Αυτός συντρέχει όταν ο δράστης πράττει ακριβώς για να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πχ πυροβολεί για να προκαλέσει τον θάνατο του παθόντος. Χαρακτηριστικό της επιδίωξης είναι το ισχυρό βουλητικό στοιχείο, ενόψει του οποίου η σημασία του γνωστικού είναι δραστικά περιορισμένη.
Άμεσος δόλος β βαθμού (αναγκαίος δόλος)
Εδώ ο πράτων προβλέπει την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ως βέβαιη (αναγκαία) συνέπεια της πράξης του και εντούτοις πράττει εξ ου συνάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι αποδέχεται αυτήν. Πχ ο επιχειρηματίας Α βάζει φωτιά στο εργοστάσιό του προκειμένου να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση, γνωρίζοντας ότι μέσα στο οίκημα βρίσκεται ο κατάκοιτος και υπερήλικας πατέρας του φύλακα ή βρέφος που κατά ανάγκη θα πεθάνουν.
Ο δράστης δεν πράττει για να προκαλέσει το θάνατο προσώπου αλλά για να κάψει το κτίριο.
Ενδεχόμενος δόλος
Όπως προκύπτει από το άρθρο 27 ΠΚ με ενδεχόμενο δόλο πράττει όποιος προβλέπει ως ενδεχόμενη την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος και εντούτοις πράττει αποδεχόμενος αυτήν πχ ο οδηγός Α αντιλαμβάνεται ότι στο χρηματοκιβώτιο που μερικά παιδιά άφησαν στη μέση του δρόμου ενδέχεται να είναι κρυμμένο ένα άλλο παιδί, εντούτοις δεν το αποφεύγει αλλά περνά από πάνω του με τη σκέψη «αν είναι μέσα, κακό του κεφαλιού του» και εντούτοις πράττει αποδεχόμενος αυτήν.
Ο σκοπός ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου
Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος, δεν αρκεί πρόθεση εν γένει, αλλά   απαιτείται άμεσος δόλος α βαθμού. Πρέπει δηλαδή ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει το αποτέλεσμα αυτό. Το ίδιο ισχύει και για τις εκφράσεις «για να», «απέβλεπε» κλπ.
Προσοχή! Στα εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση που περιλαμβάνουν το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου τον σκοπό επίτευξης ενός περαιτέρω αποτελέσματος, η επιδίωξη αυτή (σκοπός) δεν αναφέρεται και στα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Στα εγκλήματα αυτά όταν δεν αναγράφεται ποια υπαιτιότητα απαιτείται ως προς την αντικειμενική υπόσταση αρκεί οποιαδήποτε μορφή δόλου, έστω και ενδεχόμενου.
Η γνώση
Στον άμεσο δόλο β βαθμού (βεβαιότητα) αναφέρεται ο ποινικός μας κώδικας χαρακτηρίζοντας αυτόν ως γνώση. Συνήθως γνώση απαιτείται ως προς συγκεκριμένο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ενώ ως προς τα λοιπά αρκεί και ενδεχόμενες δόλος (απαιτείται δηλαδή πρόθεση).
Ο διαζευκτικός δόλος
Για διαζευκτικό δόλο γίνεται λόγος όταν ο δράστης προβλέπει και τουλάχιστον αποδέχεται την πραγμάτωση πλειόνων ειδικών υποστάσεων, από τις οποίες λογικώς είναι δυνατόν να πραγματωθεί μόνο μία.  Πχ ο Α ρίχνει τη μοναδική σφαίρα που του απέμεινε κατά τριών αστυνομικών που τον καταδιώκουν γνωρίζοντας ότι είναι δυνατόν να προκαλέσει το θάνατο μόνο ενός από αυτούς.
Ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για μια ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και όχι επιπροσθέτως και για άλλες δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας. Αυτό συμβαίνει όταν τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται είναι ισοδύναμα. Αν δεν είναι ισοδύναμα τότε ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για το βαρύτερο έγκλημα ως προς το οποίο έχει δόλο.

Η διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια
Με ενδεχόμενο δόλο πράττει όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια μιας αξιόποινης πράξης και αποδέχεται την πρόκλησή τους 27 παρ.1 ΠΚ.
Ενσυνείδητη αμέλεια στοιχειοθετείται όταν ο δράστης προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν άρθρο 28 ΠΚ.
Η πραγματική πλάνη
Σύμφωνα με τη βασική διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 ΠΚ η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσής της αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Η άγνοια του δράστη, ότι με τη συμπεριφορά του πραγματώνει ένα ή πλείονα περιστατικά που ανήκουν στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος συνιστά πραγματική πλάνη και αποκλείει το δόλο.
Πχ πραγματική πλάνη έχουν τόσο ο μηχανοδηγός αμαξοστοιχίας που δεν αντιλαμβάνεται καν ότι διέρχεται πάνω από το σώμα της αυτόχειρος Α, η οποία έχει πέσει στις γραμμές για να θέσει τέρμα στη ζωή της, όσο και ο οδηγός αυτοκινήτου που στο σκοτάδι υπολαμβάνει ότι ο κείμενος στο οδόστρωμα σε πλήρη μέθη Β είναι ένα δεμάτι χόρτα και τον παρασύρει (εσφαλμένη γνώση συγκεκριμένου περιστατικού).
Η πραγματική πλάνη ωφελεί τον δράστη όχι μόνο όταν αυτός αγνοεί πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αξιόποινο, αλλά και όταν πρόκειται για περιστατικά που το επιβαρύνουν. Όταν λοιπόν υπάρχει πλάνη ως προς πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν επιβαρυντική περίσταση 30 παρ.2 ΠΚ αποκλείεται ο δόλος ως προς αυτά και παραμένει μόνον ως προς το βασικό έγκλημα.
Πχ ο κλέφτης Α εισέρχεται σε ένα κήπο και κλέβει ένα άγαλμα χωρίς να ξέρει ότι ήταν κήπος μουσείου, θα τιμωρηθεί για απλή κλοπή.
Τέλος, πραγματική πλάνη στοιχειοθετείται και όταν ο δράστης υπολαμβάνει ότι συντρέχουν πραγματικά περιστατικά που δεν συντρέχουν αν όμως συνέτρεχαν θα μείωναν το αξιόποινο (πλάνη ως προς πραγματικά περιστατικά που διαπλάθουν προνομοιούχο έγκλημα). Πχ ο κλέφτης Α αφαιρεί μια χρυσή λίρα νομίζοντας ότι πρόκειται για πρωτοχρονιάτικη, θα τιμωρηθεί μόνο για κλοπή πράγματος ευτελούς αξίας διότι αγνοεί περίσταση που επιβαρύνει το αξιόποινο.
Η ανάστροφη πραγματική πλάνη
Στην αντίστροφη περίπτωση αντίθετα, η ανάστροφη πραγματική επενεργεί σε βάρος του δράστη. Τούτο συμβαίνει όταν αυτός υπολαμβάνει ότι πραγματώνει πραγματικά περιστατικά ανήκοντα στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, τα οποία όμως στην πραγματικότητα δεν συντρέχουν πχ νομίζει ότι πυροβολεί κατά του συγκυνηγού του ενώ πυροβολεί κατά θηράματος. Στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετείται απρόσφορη απόπειρα.
Η πλάνη περί την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου
Η πλάνη περί την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου του εγκλήματος δηλαδή η πλάνη περί το πρόσωπο ή περί το αντικείμενο κατά του οποίου στρέφεται η πράξη είναι νομικώς αδιάφορη για τον αυτουργό όταν το υλικό αντικείμενο που ήθελε να προσβάλλει ο δράστης είναι νομικώς ισοδύναμο με το πράγματι προσβληθέν. Έτσι αν ο Α φονεύσει τον Β νομίζοντας ότι πρόκειται για τον Γ θα τιμωρηθεί για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Το ότι πλανάται ως προς την ταυτότητα αυτού είναι αδιάφορο, διότι η ταυτότητα εν γένει οι ιδιότητες του υλικού αντικειμένου δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης.
Νομικά σημαντική είναι αντιθέτως η πλάνη περί την ταυτότητα όταν πρόκειται για νομικώς ετεροδύναμα υλικά αντικείμενα δηλαδή για διαφορετικά έννομα αγαθά.
Πχ ο Α πυροβολεί με το κυνηγετικό όπλο του κατά του μικρού σκοτεινού όγκου που κινείται μέσα στο σπιτάκι του σκύλου του γείτονα Β νομίζοντας ότι πρόκειται για το σκύλο και με την επιθυμία να τον εξοντώσει. Στην πραγματικότητα πετυχαίνει και σκοτώνει το μικρό του γιο Β που έχει χωθεί στο σπιτάκι για να παίξει.
Στην περίπτωση αυτή ο δράστης τελεί σε πραγματική πλάνη, αφού τα υλικά αντικείμενα «πράγμα» και «άνθρωπος» δεν είναι νομικώς ισοδύναμα, ο δε Α δεν γνώριζε ότι επενεργεί κατά ανθρώπου.
Το αστόχημα βολής
Για αστόχημα βολής γίνεται λόγος όταν ο δράστης δεν προσβάλλει το υλικό αντικείμενο που είχε ήδη εξατομικεύσει και κατά του οποίου κατευθυνόταν  η πράξη του, αλλά ένα άλλο, το οποίο δεν ήθελε να προσβάλλει. Εδώ ο δόλος δεν καλύπτει το υλικό αντικείμενο που τελικά προσβλήθηκε αλλά ένα άλλο πχ η Α επιθυμώντας να φονεύσει τον σύζυγό της Β, αναμιγνύει φυτοφάρμακο σε κέικ που αυτός παίρνει για την εργασία ου. Όμως ο Β αντί να το δοκιμάσει το προσφέρει στον Γ και αυτός πεθαίνει. Άνθρωπο ήθελε να φονεύσει και άνθρωπο φόνευσε εντούτοις δεν στοιχειοθετείται τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά του Γ αλλά απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Β σε αληθή κατ΄ ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά του Γ.
Η ανωτέρω λύση μάλιστα ισχύει τόσο όταν το προσβαλλόμενο υλικό είναι νομικά ισοδύναμο με εκείνο που ήθελε να προσβάλλει ο δράστης όσο και όταν δεν είναι.
Πχ ο Α επιθυμώντας να απαλλαγεί από τον ενοχλητικό σκύλο του γείτονα Β ρίχνει στον κήπο του δηλητηριασμένο χάμπουργκερ το  οποίο όμως δοκιμάζει ο γιος του Β και πεθαίνει. Απόπειρα φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε κατ΄  ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Αν όμως ο δράστης είχε ενδεχόμενο δόλο και ως προς το τελικώς προσβληθέν υλικό αντικείμενο τότε αρχειοθετείται τετελεσμένο έγκλημα.
Πχ ο τρομοκράτης Α παγιδεύει με βόμβα το αυτοκίνητο του επιχειρηματία Β για να τον σκοτώσει όταν αυτός επιβιβασθεί και το θέσει σε λειτουργία, γνωρίζοντας ότι πάντοτε το οδηγεί μόνο του ο Β. Αντ΄ αυτού όμως επιβιβάζεται η σύζυγός του Γ η οποία και πέφτει θύμα έκρηξης. Εφόσον κατά το σχεδιασμό του δράστη το υλικό αντικείμενο είχε εξατομικευθεί με βάση το κριτήριο «αυτός που θα επιβιβασθεί» υπάρχει νομικώς αδιάφορη πλάνη περί την ταυτότητα και όχι αστόχημα βολής.
Πραγματική πλάνη περί την υπαγωγή
Η άγνοια της ακριβούς νομικής έννοιας δεν αποκλείει το δόλο (δεν συνιστά πραγματική πλάνη) αλλά είναι νομικά αδιάφορη και αποκαλείται «πλάνη περί την υπαγωγή» πχ ο Γ ρίχνει φόλα στο σκύλο του γείτονα και ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι ο σκύλος είναι «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 381 ΠΚ.

Η ΑΜΕΛΕΙΑ
Το εξ αμελείας έγκλημα γενικά
Την αμέλεια προβλέπει ο ποινικός μας κώδικας στο άρθρο 28 ΠΚ «από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν».
Στην υποκειμενική υπόσταση του εξ αμελείας εγκλήματος ανήκουν τα εξής στοιχεία:
  1. Επέλευση αποτελέσματος
  2. Αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας (εξωτερική αμέλεια)
  3. Αντικειμενική δυνατότητα πρόβλεψης του αποτελέσματος (προσφορότητα της πράξης ως προς το αποτέλεσμα)
  4. Αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος
  5. Συνάφεια κινδύνου μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας (πλημμελούς συμπεριφοράς) και του αποτελέσματος



Ενσυνείδητη και άνευ συνειδήσεως αμέλεια
Σύμφωνα με το άρθρο 28 ΠΚ η εσωτερική αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προείδε το αποτέλεσμα που προκάλεσε με την πράξη του (άνευ συνειδήσεως αμέλεια) είτε το προείδε αλλά πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια).

ΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Γενικά χαρακτηριστικά
Τα λεγόμενα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα είναι εκείνα που τιμωρούνται βαρύτερα όταν προκαλούν ορισμένο περαιτέρω αποτέλεσμα και τα οποία αποκαλούνται έτσι διότι το περαιτέρω αποτέλεσμα διακρίνει (επιβαρύνει) τη βασική πράξη που το προκάλεσε. Έτσι πχ η ληστεία τιμωρείται καταρχήν με πρόσκαιρη κάθειρξη, όταν έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος τιμωρείται με ισόβια 380 παρ.2 ΠΚ. Ομοίως η σωματική βλάβη τιμωρείται μεν καταρχήν με φυλάκιση μέχρι 3 ετών 308 παρ.1α ΠΚ όταν όμως έχει ως επακόλουθο το θάνατο του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών 310α ΠΚ.
Στοιχειοθετείται έγκλημα εκ του αποτελέσματος όταν ο δράστης έχει δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα;
Όταν ο δράστης έχει δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα η πρόκληση του οποίου πληροί την ειδική υπόσταση άλλου, βαρύτερου εγκλήματος, διαφορετικού από το βασικό, δεν στοιχειοθετείται κατά την κρατούσα γνώμη έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο, αλλά πρόκειται για αληθινή κατ΄ ιδέα συρροή των δύο εγκλημάτων.

ΤΑ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ
Το άρθρο 15 ΠΚ
Τα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως είναι εγκλήματα αποτελέσματος, τα οποία κατά κανόνα μεν τελούνται με ενέργεια, κατ΄ εξαίρεση όμως μπορούν να τελεσθούν και με παράλειψη, «αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος». Η παράλειψη της μητέρας να δώσει τροφή στο παιδί της με αποτέλεσμα το θάνατό του, τον οποίο αυτή αποδεχόταν, έχει την ίδια ακριβώς απαξία σαν να το είχε σκοτώσει με ενέργειά της.
Έννοια , φύση και πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να αποβλέπει όχι μόνο στην προστασία συγκεκριμένου εννόμου αγαθού από οποιονδήποτε κίνδυνο θα μπορούσε να το απειλήσει, αλλά και στην αποτροπή παντός είδους βλαβών δυναμένων να προκληθούν από συγκεκριμένη εστία κινδύνου.
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πρέπει να είναι ειδική και όχι γενική, νομική και όχι απλώς ηθική. Πχ η υποχρέωση λύτρωσης άλλου από κίνδυνο ζωής 307 ΠΚ είναι γενική. Η υποχρέωση όμως του πατέρα να σώσει το παιδί του από τον ίδιο κίνδυνο είναι ιδιαίτερη.
Η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια πρέπει να θεμελιώνεται με νόμο.
Πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης είναι ο νόμος, η σύμβαση και η προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια.
Ο νόμος
Την ιδιαίτερη νομική προς ενέργεια μπορεί να επιβάλλει ο νόμος δηλαδή είτε μεμονωμένη διάταξη του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου είτε σύμπλεγμα διατάξεων, από το οποίο αυτή προκύπτει είτε και έθιμο αφού όπως είναι γνωστό, κανόνας δικαίου μπορεί να καθιερώνεται και από έθιμο, το οποίο έτσι μπορεί να θεμελιώσει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σε κοινωνό εφόσον δεν είναι ποινικός νόμος.



Η σύμβαση και η εκούσια ανάληψη προστατευτικής θέσης
Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ιδρύει και κάθε πραγματική και εκούσια προστατευτική δραστηριότητα, είτε στηρίζεται σε σύμβαση, είτε πραγματώνεται μονομερώς με εκούσια ανάληψη προστατευτικής θέσης (καθήκοντος αποτροπής αποτελέσματος). Αυτή μπορεί να συμφωνήθηκε ρητά πχ δάσκαλος κολύμβησης είτε και να συνάγεται σιωπηρά από προηγούμενη ενέργεια (πχ ενήλικας βρίσκει στην ερημιά ένα παιδί που χάθηκε και το περιάγει υπό την προστασία του), αρκεί να θεμελιώνει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ότι ο υπό κρίση δράστης αναδέχθηκε υποχρέωση αποτροπής κινδύνων στο μέλλον.
Αν δεν υπάρχει πραγματική ανάληψη προστατευτικών καθηκόντων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση δεν θεμελιώνεται.
Η εκούσια ανάληψη προστατευτικών καθηκόντων από γιατρό, νοσηλευτή, δάσκαλο, εκπαιδευτή, νηπιαγωγό κλπ θεμελιώνει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έστω και αν η σύμβαση είναι άκυρη από αστικής πλευράς πχ ανήλικη μπέϊμπι σίτερ ενώ αντίστροφα η μονομερής ανάληψη προστατευτικής θέσης δεν απαιτεί σύμβαση για να θεμελιώσει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.
Η προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια
Ως τέτοια νοείται κάθε ενέργεια πρόσφορη κατά την κοινή πείρα να προκαλέσει την προσβολή του εννόμου αγαθού που τελικά επήλθε. Εκείνος λοιπόν που έχει προκαλέσει έναν τέτοιο κίνδυνο με την προγενέστερη ενέργειά του έχει και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την πραγμάτωση αυτού του κινδύνου.
Πχ ο εργολάβος Α ανεγείρει οικοδομή με σοβαρές κακοτεχνίες και στη συνέχεια παραλείπει να τις άρει, με αποτέλεσμα η κατάρρευση της οικοδομής και το θάνατο ανθρώπων.
Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της επικίνδυνης προγενέστερης ενέργειας :
  1. Η προγενέστερη ενέργεια πρέπει να είναι επικίνδυνη
  2. Ο κίνδυνος δηλαδή που πραγματώθηκε στο μη αποτραπέν αποτέλεσμα πρέπει να είναι εξ εκείνων που σκοπεί να αποτρέψει ο κανόνας ο οποίος προστατεύει το οικείο έννομο αγαθό. Το αποτέλεσμα δηλαδή πρέπει να είναι πραγμάτωση του κινδύνου που ο δράστης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει και δεν απέτρεψε.
  3. Προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια υπάρχει και όταν ο δράστης αγνοεί τον κίνδυνο που θέτει
  4. Η προγενέστερη ενέργεια πρέπει μεν αλλά και αρκεί να είναι επικίνδυνη. Δεν απαιτείται δηλαδή να είναι και άδικη.
Η σύνθετη συμπεριφορά
Τόσο στα εκ δόλου όσο και στα εξ αμελείας εγκλήματα, αν η υπό κρίση συμπεριφορά είναι πολυσήμαντη, δηλαδή περιέχει όχι μόνο στοιχεία ενεργείας αλλά και παραλείψεως, θα πρέπει να διερευνούμε αν πρόκειται για έγκλημα ενεργείας ή για μη γνήσιο έγκλημα παραλείψεως. Πχ τραυματίζω κάποιον κατά λάθος και στη συνέχεια παραλείπω να τον σώσω είτε ως μια συμπεριφορά που εμπεριέχει τόσο στοιχεία ενεργείας όσο και παράλειψης πχ εγκαταλείπω το βρεφικής ηλικίας τέκνο μου σε παγωμένο δωμάτιο χωρίς να το σκεπάσω.
Ο κανόνας είναι ότι σε περίπτωση σύνθετης συμπεριφοράς το προβάδισμα έχει η ενέργεια, δεν ισχύει όταν η παράλειψη έχει αυτοτελή απαξία.

ΤΟ ΑΔΙΚΟ
Τελειωτικά άδικη πράξη
Τελειωτικά άδικη πράξη είναι η πράξη που πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος και δεν συντρέχει ως προς αυτήν κάποιος λόγος άρσης του αδίκου.
Αντικείμενο περί αδίκου κρίσης είναι μόνο η ανθρώπινη συμπεριφορά, αφού μόνο τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι αποδέκτες των πρωτευόντων κανόνων. Είναι άδικη από πλευράς ποινικού δικαίου δεν μπορεί να είναι η συμπεριφορά του νομικού προσώπου αλλά ούτε και μία κατάσταση πχ μια πλημμύρα αυτή καθεαυτή, μια επικίνδυνη λοιμώδης νόσος κλπ αλλά μόνον η ανθρώπινη συμπεριφορά που συνδέεται με αυτές πχ η πράξη που προκάλεσε την πλημμύρα ή την μετάδοση της νόσου.
Εφόσον λοιπόν η πράξη είναι τελειωτικά άδικη όταν (α) πληρούται η ειδική υπόσταση και (β) δεν συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου καθίσταται σαφές ότι η μεν πλήρωση της ειδικής υπόστασης συνιστά την θετική προϋπόθεση της τελειωτικής κρίσης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ενώ η έλλειψη λόγω άρσης του αδίκου συνιστά την αρνητική προϋπόθεση της τελειωτικής κρίσης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης και θεμελιώνει αρνητικά το άδικο αφού διερευνάται αρνητικά, αρκεί δηλαδή η διαπίστωση ότι αυτοί ελλείπουν.
Γενικοί και ειδικοί λόγοι άρσης του αδίκου
Οι γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου αίρουν τον άδικο χαρακτήρα οποιασδήποτε ειδικής υπόστασης περιοριζόμενοι μόνο από τη φύση του πράγματος ενώ οι ειδικοί αίρουν το άδικο ορισμένου μόνο εγκλήματος. πχ η άμυνα 22 ΠΚ και η κατάσταση ανάγκης 25 ΠΚ είναι γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου διότι αίρουν το άδικο οποιουδήποτε εγκλήματος αντίθετα η παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας που απέβλεπε σε εκπλήρωση καθήκοντος μη δυνάμενου να διαφυλαχθεί διαφορετικά συνιστά ειδικό 371 παρ. 4 ΠΚ.
Στο γενικό μέρος του ΠΚ προβλέπεται η προσταγή 21 ΠΚ, η άμυνα 22 ΠΚ και η κατάσταση ανάγκης 25 ΠΚ ενώ κατ΄ άρθρο 20 ΠΚ επιτρέπεται και κάθε πράξη που αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος επιβεβλημένου από το νόμο.
Στο ειδικό μέρος του ΠΚ προβλέπονται οι θεμιτές προσβολές της τιμής 367 ΠΚ, η επιτρεπτή παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου 371 παρ.4 ΠΚ, η χρήση προϊόντος τηλεφωνικής υποκλοπής 370α παρ.4 ΠΚ, οι περιπτώσεις ενδεδειγμένης διακοπής της εγκυμοσύνης 304 παρ.4-5 ΠΚ αλλά και η συναίνεση του παθόντος 308 παρ.2.

Η ΠΡΟΣΤΑΓΗ
Η διάταξη του άρθρου 21 ΠΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 21 ΠΚ «δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Στην περίπτωση αυτή ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε την προσταγή».
Έτσι προσταγή είναι η εντολή που δίδει ένας ιεραρχικά προϊστάμενος δημόσιος υπάλληλος σε υφιστάμενό του να προβεί σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη.
Τυπικά νόμιμη είναι η προσταγή όταν αυτή έχει δοθεί από την αρμόδια αρχή σε αρμόδιο υφιστάμενο όργανο σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και τη νόμιμη διαδικασία. Έτσι, αν η προσταγή δίδεται από αναρμόδιο προϊστάμενο ή σε αναρμόδιο υπάλληλο ή χωρίς τον απαιτούμενο τύπο είναι τυπικά παράνομη πχ ο δήμαρχος μιας πόλης διατάσσει τον λυκειάρχη να αποβάλει επιχειρηματία κακόφημου κέντρου διασκέδασης που λειτουργεί κοντά στο σχολείο.
Ουσιαστικά δε νόμιμη είναι όταν κατά περιεχόμενο εναρμονίζεται με τους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου. Κατά συνέπεια ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 21 ΠΚ τίθεται μόνο όταν η προσταγή είναι τυπικά νόμιμη και ουσιαστικά παράνομη.
Προσταγές στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης
Στην περίπτωση πολιτικού υπαλλήλου η άρση του αδίκου από την εκτέλεση παράνομης προσταγής χωρεί υπό τις εξής ειδικότερες προϋποθέσεις:
  1. Αν ο υπάλληλος θεωρεί κατά την αντίληψή του την προσταγή ως παράνομη μεν αλλά όχι ως προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, εκτελεί και αναφέρει.
  2. Αν η προσταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη, δεν εκτελεί και αναφέρει σχετικά.
  3. Αν τώρα έχουμε μια προδήλως παράνομη προσταγή, που επικαλείται επείγοντες και εξαιρετικούς λόγους γενικότερου συμφέροντος ή αν μετά την άρνηση του υπαλλήλου ακολουθήσει δεύτερη διαταγή που εκθέτει τέτοιους λόγους ο υπάλληλος πάλι εκτελεί και αναφέρει όποτε αίρεται το άδικο.
  4. Αν όμως η προσταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική το άδικο δεν αίρεται σε καμιά περίπτωση και δεν ωφελείται ο υπάλληλος, έστω και αν προηγουμένως αρνηθεί ή αν στην προσταγή γίνεται επίκληση εξαιρετικών λόγων γενικότερου συμφέροντος.

Η ΑΜΥΝΑ
Η άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου
Σύμφωνα με το άρθρο 22 ΠΚ «άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους».
Το δικαίωμα της άμυνας στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές, την προστασία των ατομικών εννόμων αγαθών του δεχόμενου την επίθεση αφενός και την προστασία της αυθεντίας της έννομης τάξης αφετέρου. Έτσι η άμυνα αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ακόμη και όταν με την τελευταία προσβάλλεται έννομο αγαθό μεγαλύτερης σημασίας από το προστατευόμενο πχ ο Α φονεύει τον Β (προσβολή ζωής) τη στιγμή που αυτός επιχειρεί να τον ληστέψει (προσβολή ιδιοκτησίας και προσωπικής ελευθερίας).
Το δικαίωμα της άμυνας θεωρείται ατομικό δικαίωμα.  Η άμυνα είναι δικαίωμα όχι καθήκον.
Οι προϋποθέσεις της άμυνας
Οι προϋποθέσεις της άμυνας είναι σημαντικά δύο κατάσταση άμυνας και αμυντική πράξη.
Κατάσταση άμυνας
Κατάσταση άμυνας υπάρχει όταν εκδηλωθεί παρούσα και άδικη επίθεση στρεφόμενη κατά του υπό κρίση δράστη ή άλλου.
Επίθεση κατά την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ είναι ανθρώπινη συμπεριφορά που θέτει σε κίνδυνο έννομα αγαθά άλλου.
Δεν υπάρχει επίθεση όταν προέρχεται από ζώο, από νομικό πρόσωπο, από φυσικό φαινόμενο, από ανθρώπινη κίνηση μη υποκείμενη στον έλεγχο της συνείδησης πχ αντανακλαστική κίνηση, πτώση κλπ.
Κατά την κρατούσα γνώμη η επίθεση δεν είναι κατά ανάγκη σκόπιμη αλλά μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη πχ ο Α κόβει ένα δέντρο  στον κήπο αδιαφορώντας που θα πέσει.
Η απρόσφορη απόπειρα δεν συνιστά επίθεση.
Επίθεση μπορεί να γίνει με  παράλειψη τόσο στα μη γνήσια όσο και στα γνήσια εγκλήματα παράλειψης. Πχ άμυνας κατά μη γνησίου εγκλήματος παράλειψης, ο αδελφός ασθενούς του οποίου η ζωή κινδυνεύει, ασκεί βία κατά του μοναδικού φαρμακοποιού του χωριού, που αρνείται να πωλήσει το απαραίτητο για τη σωτηρία της ζωής φάρμακο αποδεχόμενος τον θάνατο του  ασθενούς.
Πχ άμυνας κατά γνησίου εγκλήματος παράλειψης, ο Α εξαναγκάζει τον Β, που παραμένει στην κατοικία του πρώτου χωρίς τη θέλησή του, να αποχωρήσει.
Άμυνα είναι δυνατή όχι μόνο όταν προσβάλλονται έννομα αγαθά του αμυνόμενου αλλά και έννομα αγαθά τρίτου (άμυνα υπέρ τρίτου). Όλα τα ατομικά έννομα αγαθά είναι καταρχήν δεκτικά άμυνας.
Άμυνα υπέρ τρίτου είναι δυνατή εφόσον πρόκειται για υπεράσπιση ατομικού έννομου αγαθού (τον εαυτό του ή άλλον). Κατά συνέπεια άμυνα επιτρέπεται όχι μόνο αν ο φορέας του ζήτησε βοήθεια ή συναινεί σε αυτήν αλλά και όταν ο φορέας του δεν την ζητήσει, επειδή πχ δεν γνωρίζει την επίθεση πχ ο Α επιχειρεί νύχτα να διαρρήξει ξένη οικία και ο διαβάτης Β τον χτυπά για να τον αποτρέψει.
Όταν μάλιστα πρόκειται για έννομο αγαθό επί του οποίου δεν υπάρχει εξουσία διάθεσης πχ ζωή, άμυνα επιτρέπεται ακόμη και παρά την αντίθετη βούληση του τρίτου.
Η επίθεση είναι παρούσα όταν η προσβολή του εννόμου αγαθού επίκειται άμεσα, άρχισε και συνεχίζεται ακόμη χωρίς να έχει αποπερατωθεί. Η επίθεση είναι ακόμα παρούσα εφόσον εξελίσσεται κα διαρκεί. Έτσι και στα διαρκή εγκλήματα επιτρέπεται άμυνα καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η προσβολή του εννόμου αγαθού, έστω και αν κατά τη συγκεκριμένη στιγμή της αμυντικής πράξης ο επιτιθέμενος δεν πράττει.
Παρούσα είναι όμως η επίθεση και όταν ο επιτιθέμενος έχει μεν ολοκληρώσει την εγκληματική συμπεριφορά του, το αποτέλεσμα όμως δεν έχει ακόμη επέλθει, πχ ο τρομοκρατημένος Α τοποθετεί εκρηκτικό μηχανισμό σε σταθμό  του μετρό, ο οποίος πρόκειται να εκραγεί μετά από 12 ώρες.
Παρούσα θεωρείται η επίθεση και στο στάδιο μετά την τελείωση του εγκλήματος, μέχρι την ουσιαστική του αποπεράτωση, η οποία επέρχεται όταν η περαιτέρω προσβολή του εννόμου αγαθού δεν είναι πλέον δυνατή.
Η εγκατάσταση αμυντικών μηχανημάτων (παγίδες, πυροβόλα όπλα, ηλεκτροφόρα καλώδια) προς απόκρουση μελλοντικής επίθεσης, θα κριθεί από το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τη άμυνας κατά το χρόνο ενεργοποίησης τους. Κατά συνέπεια εκείνος που τα τοποθέτησε φέρει και τον κίνδυνο αν αυτά λειτουργήσουν υπό συνθήκες που δεν θεμελιώνουν δικαίωμα άμυνας. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση διατήρησης άγριων σκύλων.
Στα εγκλήματα παράλειψης η επίθεση είναι παρούσα για όσο χρόνο διαρκεί η παράλειψη (η αδράνεια του υπόχρεου προς αποτροπή του αποτελέσματος) δηλαδή συνήθως για όσο χρόνο επίκειται η επέλευση του αποτελέσματος. Η επίθεση εξακολουθεί να είναι παρούσα μέχρι να παύσει να παραλείπει ο δράστης, μέχρις ότου δηλαδή αυτός αδυνατεί πλέον να πράξει ή το έννομο αγαθό προσβληθεί οριστικά ή σωθεί άλλοθεν.
Άδικη είναι η επίθεση όταν αντιφάσκει προς το δίκαιο ως όλο κα επομένως αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Του νόμου μη διακρίνοντος η επίθεση δεν απαιτείται να είναι και αξιόποινη συμπεριφορά.
Εννοείται ότι λογικά δεν μπορεί να είναι άδικη η επίθεση που καλύπτεται από κάποιο λόγο άρσης του αδίκου πχ άμυνα, κατάσταση ανάγκης, προστασία δικαιολογημένων συμφερόντων, εκπλήρωση καθήκοντος επιβεβλημένου από το νόμο, συναίνεση του παθόντος.
Άδικη όμως είναι η συμπεριφορά του αμυνόμενου όταν υπάρχει υπέρβαση των ορίων της άμυνας 23 ΠΚ ή υπαίτια πρόκληση της επίθεσης 24 ΠΚ. Πχ ο Α πυροβολεί κατά του νεαρού Β που κλέβει μερικά μήλα από το περιβόλι του. Ο Γ εξυβρίζει τη σύζυγο του Δ προκειμένου ο τελευταίος να τον γρονθοκοπήσει, έτσι ώστε αυτός ο Γ να τον σκοτώσει με το πιστόλι που φέρει, καλυπτόμενος υπό την αμυντική κατάσταση.
Εφόσον η επίθεση αρκεί να είναι άδικη, δεν απαιτείται να είναι και καταλογιστή. Έτσι επιτρέπεται άμυνα και όταν η επίθεση προέρχεται από παράφρονες, παιδιά, πρόσωπα που τελούν σε πραγματική πλάνη ή σε πλήρη μέθη.
Αρκεί να σκεφτούμε έναν χειροδύναμο παράφρονα που επιχειρεί να κρεμάσει έναν άλλο από νοσηρή περιέργεια για να δει πως πεθαίνει.
Η αμυντική πράξη
Η αμυντική πράξη είναι αναγκαία προσβολή των εννόμων αγαθών του εκτιθέμενου στην οποία προβαίνει ο αμυνόμενος «για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από την άδικη και παρούσα επίθεση».Ο αμυνόμενος δεν υποχρεούται πχ να αρκεσθεί στο να υψώσει τα χέρια του για να αποκρούσει τα χτυπήματα αλλά και να τον πλήξει και ο ίδιος. Τυχόν προσβολή εννόμων αγαθών τρίτου αναγκαία προς υπεράσπιση του αμυνόμενου παραμένει άδικη ή κρίνεται κατά τις διατάξεις για την κατάσταση ανάγκης.
Φυγή αντί άμυνας;
Η φυγή δεν είναι απόκρουση. Εκείνος που τρέπεται σε φυγή διατηρεί πλήρως το δικαίωμα του να αμυνθεί.
Άμυνα ενώπιον αστυνομικών
Η άμυνα είναι επικουρική έναντι της κρατικής προστασίας. Επομένως η αμυντική πράξη εκ μέρους του ιδιώτη δεν είναι αναγκαία και δεν επιτρέπεται όταν η απόκρουση της επίθεσης είναι εξίσου δυνατή από κρατικά όργανα παρόντα, έτοιμα και πρόθυμα να επέμβουν.
Εξαίρεση αποτελεί η σπάνια πρακτικά περίπτωση, κατά την οποία η αμυντική πράξη του ιδιώτη είναι ηπιότερη από εκείνη του αστυνομικού πχ πρωταθλητής του καράτε μπορεί να αποκρούσει τον επιτιθέμενο με απλό χτύπημα, ενώ ο παρών αστυνομικός πρέπει να κάνει χρήση του όπλου.
Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας
Σε περίπτωση που η αμυντική πράξη υπερβαίνει το διαγραφόμενα στο άρθρο 22 παρ.3 ΠΚ αναγκαίο μέτρο τιμωρείται, όχι όμως με την πλήρη ποινή του εγκλήματος, αλλά κατά τις διακρίσεις του άρθρου 23 ΠΚ ως εξής, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83. Αν έγινε από αμέλεια επιβάλλεται η ποινή του εξ αμελείας εγκλήματος. Αν τέλος, ο πράτων ξεπέρασε τα όρια της άμυνας λόγω του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση μένει ατιμώρητος και η υπέρβαση δεν καταλογίζεται στην ενοχή του.
Πχ ο αστυνομικός που πυροβόλησε κακοποιό που του είχε επιτεθεί με μαχαίρι, με δέκα σφαίρες ενώ με μία στα πόδια έφτανε να τον ακινητοποιήσει.
Η υπέρβαση της άμυνας από φόβο ή ταραχή
Η υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας από φόβο ή ταραχή συνιστά λόγο αποκλεισμού του καταλογισμού και συγκεκριμένα της δυνατότητας συμμόρφωσης αφού η ψυχική πίεση του πράττοντος είναι τόσο μεγάλη, ώστε η συμμόρφωση προς τις επιταγές της έννομης τάξης να μην είναι ανθρωπίνως δυνατή.
Εννοείται ότι ως ταραχή δεν μπορεί να θεωρηθεί και εκείνη που προκαλείται από σθενικό συναίσθημα πχ οργή, αλλά μόνο η οφειλόμενη στην εκ της επιθέσεως έκπληξη που δοκιμάζει ο δεχόμενος μια αιφνιδιαστική άδικη επίθεση. Η οργή, ωστόσο, που ενδεχομένως συνοδεύει ένα, πάντως υπαρκτό, ασθενικό συναίσθημα, δεν αναιρεί την εφαρμογή του άρθρου 23 ΠΚ.
Η υπαίτια κατάσταση άμυνας
Άδικη επίθεση υπάρχει και όταν ο αποδέκτης της έδωσε αφορμή σε αυτήν με τη συμπεριφορά του, ακόμη και όταν δεν απέκλειε μια τέτοια δυσμενή αντίδραση. Όποιος όμως προκάλεσε με πρόθεση την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος 24 ΠΚ. Με άλλα λόγια η υπαίτια κατάσταση άμυνας συνιστά άδικη επίθεση κατά της οποίας επομένως επιτρέπεται άμυνα σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 22 ΠΚ.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΠΟΥ ΑΙΡΕΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ
Ο κίνδυνος ως προϋπόθεση της κατάστασης ανάγκης
Κίνδυνος είναι μια κατάσταση που επιτρέπει κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, την πρόγνωση ότι η περαιτέρω εξέλιξή της καθιστά πολύ πιθανή τη βλάβη ενός εννόμου αγαθού αν δεν ληφθούν αμέσως μέτρα αποτροπής.
Ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε πηγή αρκεί να μη συνιστά άδικη επίθεση κατά την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ διότι τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για την άμυνα. Έτσι ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται από φυσικό γεγονός, όπως σεισμό, θεομηνία, πυρκαγιά, πλημμύρα, ναυάγιο, από συμπεριφορά ζώου πχ επίθεση σκύλου, είτε μπορεί να συνίσταται στην κατάσταση πράγματος πχ ετοιμόρροπο κτίριο, μολυσματικό έλος, σε κοινωνικές ή οικονομικές περιστάσεις πχ αιφνίδια οικονομική κατάρρευση, σε συμπεριφορά άλλου, πχ ο Α κλέβει από την Β το φάρμακό της που της ήταν τόσο σημαντικό που αναγκάστηκε να το κλέψει από το φαρμακείο, στη συμπεριφορά του ίδιου του πράττοντος πχ απερίσκεπτη περιπλάνηση στο δάσος, αλλά και σε επίθεση άλλου η οποία δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 ΠΚ πχ όταν δεν υπάρχει παρούσα επίθεση αλλά βάσιμα πιθανολογείται ότι μελλοντικά θα εκδηλωθεί καθώς και όταν η επίθεση έχει λήξει, αλλά προκάλεσε κινδύνους, οι οποίοι μόνο με προσβολή εννόμων αγαθών άλλων μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Κίνδυνος «άλλως αναπότρεπτος»
Ο κίνδυνος είναι άλλως αναπότρεπτος όταν η απειλούμενη βλάβη δεν μπορεί να αποτραπεί (και αντίστοιχα το απειλούμενο έννομο αγαθό δεν μπορεί να προστατευθεί) με άλλον τρόπο ειμή μόνο με τη συγκεκριμένη προσβολή του θυσιαζομένου εννόμου αγαθού. Πχ ο αλλοδαπός Α εισέρχεται παρανόμως στη χώρα για να σωθεί από διώξεις λόγω της φυλετικής καταγωγής του στην Τουρκία.

Κίνδυνος που απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου
Το άδικο της πράξης που πληροί την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος αίρεται μας λέγει το άρθρο 25 ΠΚ, μόνο όταν ο κίνδυνος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου του πράττοντος ή κάποιου άλλου.
Έτσι με το άρθρο 25 ΠΚ προστατεύονται η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και υγεία, η προσωπική ελευθερία, η σεξουαλική αυτοδιάθεση, η πληροφορική αυτοδιάθεση αλλά και η τιμή κατά την ορθότερη γνώμη.
Ως περιουσία νοείται το σύνολο των περιουσιακών αγαθών δηλαδή των οικονομικών αξιών που ανήκουν σε ένα πρόσωπο και δεν αποδοκιμάζονται από το δίκαιο, πχ ο έμπορος ναρκωτικών δεν μπορεί να επικαλεσθεί κατάσταση ανάγκης όταν καταστρέφει την πόρτα ξένου σπιτιού, αξίας 300 ευρώ για να σώσει εμπόρευμα αξίας ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Η σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα πράξη
Η πράξη, την οποία επιχειρεί ο ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης για να αποτρέψει τον κίνδυνο οδηγεί σε άρση του αδίκου μόνο όταν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από εκείνη που απειλήθηκε.
Το είδος της βλάβης
Η ανθρώπινη ζωή υπό οποιαδήποτε μορφή έχει την αυτή αξία με οποιαδήποτε άλλη. Ποσοτική ή ποιοτική στάθμιση της ανθρώπινης ζωής δεν επιτρέπεται για οποιονδήποτε λόγο. Έτσι δεν αίρεται κατά το άρθρο 25 ΠΚ το άδικο της θανάτωσης ενός ανθρώπου προκειμένου να σωθεί η ζωή πλειόνων, της θανάτωσης ενός ανθρώπου με τη σκέψη ότι αυτός αξίζει λιγότερο από τον άλλον κλπ.
Τα υποκειμενικά στοιχεία της δικαιολογήσεως
Υποκειμενικά πρέπει ο πράττων να γνωρίζει ότι τελεί σε κατάσταση ανάγκης, και να έχει τη βούληση να αποτρέψει τον κίνδυνο (την επερχόμενη βλάβη).
Υπέρβαση της κατάστασης ανάγκης
Η διάταξη του άρθρου 23 ΠΚ έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση υπέρβασης της κατάστασης ανάγκης. Στην περίπτωση αυτή η πράξη παραμένει άδικη και επομένως επιτρέπεται άμυνα κατ΄  αυτής.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ
Έννοια
Σύγκρουση καθηκόντων ανακύπτει όταν το βαρυνόμενο με πλείονα νομικά καθήκοντα πρόσωπο περιέρχεται σε τέτοιες πραγματικές περιστάσεις, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκπλήρωση του ενός καθήκοντος να είναι δυνατή μόνο με ταυτόχρονη παραβίαση ενός άλλου που τον βαρύνει συγχρόνως πχ ο Α βλέπει τα δύο τέκνα του να κινδυνεύουν από πυρκαγιά και μπορεί αν σώσει μόνο το ένα, πράγμα το οποίο και πράττει, με αποτέλεσμα να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με παράλειψη ως προς το άλλο 299 παρ.1, 15 ΠΚ. Αίρεται όμως το άδικο του Α;
Σύγκρουση καθηκόντων νοείται μόνο όταν τα δύο ή και πλείονα καθήκοντα συμπίπτουν χρονικά όταν δηλαδή υπό κανονικές συνθήκες αυτά συνυπάρχουν χωρίς το ένα να επηρεάζει το άλλο.
Νομικά καθήκοντα
Η σύγκρουση αφορά μόνο σε νομικά καθήκοντα. Η σύγκρουση μεταξύ ενός νομικού και ενός απλώς κοινωνικοηθικού καθήκοντος στερείται νομικής επιρροής στο επίπεδο της άρσης του αδίκου και μόνο στην κρίση περί καταλογισμού θα μπορούσε να ληφθεί ακόμη πχ ο Α παραλείπει να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα στο πλαίσιο τροχαίου ατυχήματος 288 ΠΚ προκειμένου να παρευρεθεί εγκαίρως στο γάμο της κόρης του.


Σύγκρουση καθηκόντων και κατάσταση ανάγκης
Η σύγκρουση καθηκόντων συνιστά μορφή κατάστασης ανάγκης υπό ευρεία έννοια αφού και εδώ υπάρχει η αδιέξοδη κατάσταση που χαρακτηρίζει την τελευταία.
Η σύγκρουση καθήκοντος ενεργείας με καθήκον παράλειψης συνιστά ειδική περίπτωση κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ και κρίνεται πάντοτε βάσει της διάταξης αυτής πχ ο Α κλέβει το φαρμακείο για να σώσει τη κόρη του.

Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ
Πότε αίρει το άδικο η συναίνεση του παθόντος
Η συναίνεση του παθόντος δηλαδή του φορέα του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται με το έγκλημα δεν προβλέπεται στον ποινικό κώδικα ως γενικός λόγος άρσης του αδίκου μόνο ως ειδικός, σε σχέση με το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης. Πράγματι το άρθρο 308 παρ.2 ΠΚ ορίζει ότι η απλή και μόνο σωματική βλάβη «δεν είναι άδικη όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη».
Η εικαζόμενη συναίνεση ως λόγος άρσης του αδίκου
Το άδικο της πράξης αίρεται και στην περίπτωση της εικαζόμενης συναίνεσης του παθόντος. Περί αυτής γίνεται λόγος όταν ο φορέας του εννόμου αγαθού δεν έχει μεν συναινέσει στην προσβολή του, σύμφωνα όμως με αντικειμενική εκτίμηση όλων των περιστάσεων μπορεί με βεβαιότητα να υποτεθεί, ότι θα παρείχε τη συναίνεσή του αν γνώριζε την αληθή κατάσταση των πραγμάτων ή ήταν σε θέση να εκφράσει τη βούλησή του σχετικά.
Πχ ο Α εισέρχεται στην κατοικία του απόντος γείτονα Β παραβιάζοντας την πόρτα, για να την αποκαταστήσει ζημία σε σπασμένο σωλήνα ύδρευσης, από την οποία απειλείται πλημμύρα.

Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΝΟΧΗ
Η αρχή της ενοχής
Η διαπίστωση ότι έχει τελεσθεί μια πράξη τελειωτικά άδικη, μη καλυπτόμενη από κάποιον λόγο άρσης του αδίκου, δεν αρκεί για την επιβολή ποινής στο δράστη, έστω και αν ο τελευταίος είναι αντικειμενικά επικίνδυνος για την κοινωνία. Θα πρέπει το άδικο που έθεσε ο δράστης με την πράξη του να μπορεί να καταλογιστεί στην ενοχή του. Αν δεν υπάρχει ενοχή, ποινική κύρωση σε βάρος του δράστη δεν είναι δυνατή, όσο βαρύ και αν είναι το άδικο που έθεσε, η δε τυχόν ιδιαίτερη επικινδυνότητά του μόνον με μέτρο ασφαλείας μπορεί να αντιμετωπισθεί 69 ΠΚ.
Τα στοιχεία της ενοχής
  1. Ικανότητα προς καταλογισμό, γενική ικανότητα του δράστη να είναι δεκτικός μομφής
  2. Υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια)
  3. Δυνατότητα του δράστη να πράξει διαφορετικά, ήτοι συνείδηση του αδίκου αφενός και ψυχική (βουλητική) δυνατότητα συμμόρφωσης in concreto αφετέρου

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΣΕ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ
Έννοια
Σύμφωνα με το άρθρο 34 ΠΚ «η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός που την διέπραξε λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
Βλέπουμε ότι ο ποινικός μας κώδικας δεν ορίζει την ικανότητα προς καταλογισμό μας δίδει ένα αρνητικό ορισμό, μας λέει πότε υπάρχει ανικανότητα προς καταλογισμό.
Προς τούτο χρησιμοποιεί δύο θεμελιώδη κριτήρια, αφενός ένα βιολογικό (την νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή τη διατάραξη της συνείδησης) αφετέρου δε ένα ψυχολογικό (την αδυναμία του δράστη είτε προς διάγνωση του αδίκου είτε προς διάγνωση του αδίκου είτε προς συμμόρφωση στις περί αδίκου αξιολογήσεις του).
Η νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών
Ως νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών νοείται κατ΄ αρχήν κάθε ψυχική νόσος με σωματικό – οργανικό αίτιο δηλαδή τόσο οι λεγόμενες οργανικές ή εξωγενείς ψυχώσεις όσο και οι λειτουργικές ή ενδογενείς.
Οι οργανικές ψυχώσεις
Οργανικές ή εξωγενείς ψυχώσεις (οργανικά ψυχοσύνδρομα) είναι οι τραυματικές μετά από τραυματισμό του εγκεφάλου, οι τοξικές, οφειλόμενες σε λήψη τοξικών ουσιών, όπως οινοπνεύματος (αλκοολική ψύχωση), ναρκωτικών, ή φαρμάκων, οι νεοπλασματικές ψυχώσεις καθώς και οι οφειλόμενες σε διαταραχή του μεταβολισμού του εγκεφάλου, η προϊούσα παράλυση, η επιληψία, η αρτηριοσκλήρωση, η εγκεφαλική  ατροφία κλπ. Εδώ υπάγεται η γεροντική άνοια, οι ενδοκρανιακές λοιμώξεις και η ψύχωση της λοχείας.
Μέθη και λοιπές τοξικώσεις
Περίπτωση εξωγενούς ψύχωσης συνιστά και η κατάσταση της μέθης δηλαδή η οξεία δηλητηρίαση του οργανισμού με αλκοόλ όπως άλλωστε και κάθε δηλητηρίαση του οργανισμού με αλκοόλ, όπως άλλωστε και κάθε δηλητηρίαση του οργανισμού με τοξικές ουσίες πχ ναρκωτικά.
Σε κάθε περίπτωση ο δράστης λόγω μέθης είναι ανίκανος για καταλογισμό ενδέχεται όμως ποινικά να ευθύνεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υπαίτια μέθη.
Η διατάραξη της συνείδησης
Διατάραξη της συνείδησης είναι  ο περιορισμός της ικανότητας του ατόμου να έχει σαφή παράσταση των νοητικών και συναισθηματικών βιωμάτων του. Η διατάραξη της συνείδησης εμφανίζεται ως θόλωση δηλαδή ως μερική εξάλειψη των βασικών συνειδησιακών βιωμάτων της εγωσυνειδησίας είτε της ετεροσυνειδησίας ει΄τε της σχέσης του εγώ προς το περιβάλλον και έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ικανότητας του ατόμου προς αυτοκαθορισμό.
Οι ανήλικοι
Ανήλικοι για την εφαρμογή των κανόνων του ΠΚ είναι όσοι κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του ογδόου και του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων . Οι ανήλικοι 8-13 ετών είναι απολύτως ανίκανοι προς καταλογισμό αποκλειστικώς και μόνο με βάση το βιολογικό κριτήριο της ηλικίας. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται μόνο τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ασφαλείας. Σε εκείνους που συμπλήρωσαν 13-18 έτη επιβάλλονται καταρχήν μεν μόνο τα παραπάνω αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ασφαλείας κατ΄ εξαίρεση όμως μπορεί να τους επιβληθεί και ποινικός σωφρονισμός αν αυτός είναι αναγκαίος για να αποτραπούν από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Οι πράξεις των νηπίων ως 8 ετών είναι ποινικά αδιάφορες και επομένως σε βάρος τους δεν μπορούν να ληφθούν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
Οι κωφάλαλοι
Ανίκανοι προς καταλογισμό έχουν και οι κωφάλαλοι εφόσον δεν είχαν την απαιτούμενη πνευματική ικανότητα, αν δεν συντρέχει όμως περίπτωση ανικανότητας προς καταλογισμό, αυτοί τιμωρούνται σε κάθε περίπτωση με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83.


H ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ
Περιεχόμενο της έννοιας
Όπως έχουμε αναφέρει για να καταλογιστεί μια άδικη πράξη στην ενοχή του δράστη δεν αρκεί να έχει αυτός τη γενική ικανότητα να φταίει ως προς τη συγκεκριμένη άδικη πράξη, αλλά απαιτείται, επιπλέον, να έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση συνείδηση του αδίκου που έθεσε ή τουλάχιστον δυνατότητα να διαγνώσει το άδικο αυτό.
Όταν λέμε συνείδηση του αδίκου εννοούμε ότι ο δράστης είτε γνώριζε το άδικο της πράξης του κατά το χρόνο τέλεσής της, είχε δηλαδή ζώσα συνείδηση του αδίκου αυτής είτε είχε τη δυνατότητα να το διαγνώσει είχε δηλαδή δυνάμει συνείδηση του αδίκου.
Η πλάνη περί το άδικο
Εκείνος που αγνοεί ότι η πράξη του απαγορεύεται από το δίκαιο ως όλο, έχει πλάνη περί το άδικο (στερείται συνείδησης του αδίκου) έστω και αν πιστεύει ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται ηθικά. Αντίστροφα, εκείνος που γνωρίζει ότι η πράξη του απαγορεύεται δικαιϊκά έχει την απαραίτητη προς θεμελίωση της ενοχής συνείδηση του αδίκου, έστω και αν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η πράξη του έχει κάποια κοινωνική βλαπτικότητα ή ηθική απαξία.
Αρνητική και θετική πλάνη περί το άδικο
Αν ο δράστης δεν γνωρίζει ότι η πράξη αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αγνοεί την σχετική απαγόρευση δεν έχει συνείδηση έχουμε αρνητική πλάνη περί το άδικο. Αν ο δράστης πιστεύει εσφαλμένα ότι έχει δικαίωμα να τελέσει την πράξη έχουμε θετική πλάνη περί το άδικο.
Η πλάνη περί την υπαγωγή
Αυτή συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνει, επειδή όμως ερμηνεύει εσφαλμένα κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υπολαμβάνει  ότι η συμπεριφορά του δεν υπάγεται στον κανόνα που το προβλέπει. Η πλάνη του λοιπόν εξαντλείται στο ότι αυτός, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, αγνοεί ότι τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά κατ΄ ορθή ερμηνεία αντιστοιχούν (υπάγονται) σε στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος.
Η πλάνη αυτή είναι μια πλάνη περί την ερμηνεία και για αυτό καταρχήν νομικά αδιάφορη.
Όμως η πλάνη περί την υπαγωγή διακρίνεται από την πραγματική πλάνη. Διότι στην πραγματική πλάνη ο δράστης γνωρίζει τη σημασία της πράξης του ενώ εδώ τη γνωρίζει.
Νομιζόμενο έγκλημα
Νομιζόμενο ή κατά φαντασία έγκλημα υπάρχει όταν ο πράττων, έχοντας ακριβή εικόνα των πραγματικών περιστατικών, υπολαμβάνει ότι η συμπεριφορά του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός ποινικού κανόνα, θεωρεί δηλαδή εσφαλμένα ότι η συμπεριφορά του πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος. Το νομιζόμενο έγκλημα συνιστά ανάστροφη πλάνη περί το άδικο αφού ο πράττων υπολαμβάνει ότι η πράξη του υπάγεται στο απαγορευτικό πεδίο ενός ποινικού κανόνα, ενώ αυτό στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει ή λόγω εσφαλμένης αντίληψης του αληθούς νοήματος ενός ποινικού κανόνα.
Πότε η πλάνη περί το άδικο είναι συγγνωστή
Συγγνωστή είναι η πλάνη περί το άδικο όταν ο δράστης όση επιμέλεια και αν κατέβαλλε δεν  θα μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης του. Για τη διάγνωση του συγγνωστού της πλάνης περί το άδικο αποβλέπουμε απευθείας στο τι μπορούσε ο συγκεκριμένος δράστης να πράξει, προκειμένου να διαγνώσει το άδικο της πράξης του, έτσι ώστε, αν μπορούσε να πράξει περισσότερα από ότι ο μέσος άνθρωπος, να είναι ασύγγνωστη η πλάνη του.

Τέλος προς το παρόν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου