Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΗΓΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (Πιθανό Θέμα Κατατακτηρίων)

Το Σύνταγμα δεν έχει ιδιαίτερες πηγές παρά μόνον τις κοινές πηγές του δικαίου γενικά και συγκεκριμένα πηγές του είναι:

α) Το με τυπική έννοια Σύνταγμα το οποίο σαν υπέρτατος νόμος του κράτους αποτελεί κοινή πηγή για όλα τα δίκαια και οι διατάξεις του έχουν αυξημένη τυπική ισχύ από κάθε τυπικό νόμο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τροποποιηθεί ή κατργηθεί από αυτούς παρά μόνο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής λειτουργίας (Σ110).
Εκτός όμως από το καθεαυτό συνταγματικό κείμενο υπάρχουν και άλλα κείμενα με συνταγματικό περιεχόμενο για αυτό και οι κανόνες δικαίου που περιλαμβάνονται σε αυτά έχουν αυξημένη τυπική δύναμη:
αα) Οι συντακτικές πράξεις οι οποίες τίθενται από τα ανώτατα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας κατά ή μετά την παύση ανώμαλων περιόδων και το περιεχόμενό τους συνήθως είναι αντίθετο με εκείνο των διατάξεων του Συντάγματος. Η έκδοσή τους θεωρείται αντισυνταγματική γιατί ούτε προβλέπεται από το Σύνταγμα, ούτε εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο (Βουλή), κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (Σ 26), έχουν δε την ίδια ισχύ με τις διατάξεις του Σ.
ββ) Τα ψηφίσματα είναι πράξεις συντακτικών συνελεύσεων ή αναθεωρητικών βουλών με νομοθετικό περιεχόμενο, η ισχύς των οποίων είνα επίσης ισοδύναμη με εκείνη των διατάξεων του Σ, με αποτέλεσμα, τόσο οι συντακτικές πράξεις, όσο και τα ψηφίσματα να μην μπορούν να καταργηθούν ή τροποποιηθούν με νόμο. Σημειώνεται ότι το Σ (111 παρ. 2,4) προβλέπει την διατήρηση ορισμένων συντακτκών πράξεων και ψηφισμάτων, αλλά επιτρέπει τη με νόμο τροποποίηση ή κατάργηση εκείνων που εκδόθηκαν από τις 24/7/1974 μέχρι τη σύγκληση της Ε Αναθεωρητικής Βουλής.
γγ) Οι εφ΄ άπαξ εκδιδόμενοι νόμοι που είναι τυπικοί νόμοι ρυθμίζοντες θέματα μεγάλης σπουδαιότητας και αφορούν την προστασία κρατικών συμφερόντων. Όπως και στις συντακτικές πράξεις και ψηφίσματα συμβαίνει έτσι και εδώ οι εφάπαξ νόμων έχουν την ίδια ισχύ με τις διατάξεις του Σ και τροποποιούνται ή καταργούνται μόνο με τη διαδικασία της αναθεώρησης γιατί έχουν ίση τυπική δύναμη με αυτήν των διατάξεων του Συντάγματος.

β) Το διεθνές δίκαιο κατά το Σ 28 ορίζεται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν πάσης άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου πάντα βέβαια με την τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας ως προς τους αλλοδαπούς:
  • Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου
  • Οι διεθνείς συμβάσεις εφόσον επικυρώθηκαν με νόμο και τέθηκαν σε ισχύ.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συνάπτει διεθνείς συνθήκες και να αναγνωρίζει σε όργανα διεθνών συνθηκών αρμοδιότητες ημεδαπών κρατικών οργάνων. Με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ αναγνωρίστηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο όχι μόνο σαν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου αλλά να υπερισχύει και αυτών του συντάγματος. Η αναγνώριση αυτή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου γίνεται με την παρ. 3 του ίδιο άρθρου κατά το οποίο πλειοψηφία του όλου τυπικού νόμου που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να περιοριστεί η άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας εφόσον:
1. Το γεγονός υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον.
2. Δεν θίγονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
3. Δεν θίγονται οι οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος.
4. Γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας.
5. Και πάντοτε με τον όρο της αμοιβαιότητας.

γ) Ο Τυπικός Νόμος δηλαδή κάθε νόμος που εκδίδεται από ορισμένο όργανο, με την καθορισμένη νομοθετική διαδικασία και περιβάλλεται με ορισμένο τύπο ανεξάρτητα από το αν περιέχει κανόνα δικαίου ή όχι. Αντίθετα ουσιαστικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου ανεξάρτητα από το όργανο που τον εξέδωσε, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, τον τύπο που περιεβλήθηκε.
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ των τυπικών και ουσιαστικών νόμων και της τυπικής και ουσιαστικής ισχύς τους.
Τυπική ισχύς είναι το γεγονός της δημιουργίας κάποιου κανόνα δικαίου και η ιεράρχισή του μεταξύ των άλλων. Η τυπική δύναμη αρχίζει πάντοτε από δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ουσιαστική ισχύς ξεκινά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά από το νόμο, δέκα ημέρες μετά  (μοναδική εξαίρεση του κανόνα, έναρξης δηλαδή της τυπικής ισχύος μετά από την ουσιαστική αποτελεί η διάταξη του Σ 78 παρ. 3).
Οι τυπικοί νόμοι έχουν μεταξύ τους την ίδια τυπική δύναμη με εξαίρεση τους εφάπαξ νόμους που έχουν αυξημένη τυπική δύναμη. Οι ουσιαστικοί νόμοι δεν έχουν την ίδια τυπική δύναμη η οποία εξαρτάται από ποιο όργανο την εξέδωσε (πχ υπουργική απόφαση δεν μπορεί να καταργήσει προεδρικό διάταγμα ή απόφαση του υπουργικού συμβουλίου).

δ) Το έθιμο που αποτελεί μια ομοιόμορφη και μακροχρόνια συμπεριφορά ή πρακτική, που αν λειτουργεί και με πεποίθηση δικαίου παράγει δίκαιο.
Ειδική μορφή εθίμου αποτελούν οι συνθήκες πολιτεύματος, δηλαδή, η μακρά και ομοιόμορφη εν πεποιθήσει δικαίου συμπεριφορά που αφορά τις σχέσεις των οργάνων της κρατικής εξουσίας, όπως πχ η αρχή της δεδηλωμένης, που πρωτοεμφανίστηκε με τη μορφή συμφωνίας κυρίων και συνίστατο στη δέσμευση του Βασιλέα α δίδει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό εκείνου του κόμματος που πλειοψήφισε στις εκλογές (1875 Χαρ. Τρικούπης - Βασ. Γεωργιος Α). Η αρχή αυτή πρωτοεμφανίστηκε γραπτά στο Σύνταγμα του 1927, ενώ σήμερα υποδηλώνει την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει η κυβέρνηση στη βουλή.

(σημειώσεις από φροντιστηριακά μαθήματα το 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου