Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ



ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

Έννοια δικαιοπραξίας και διάκριση από συναφείς έννοιες
                Αντικείμενο ρύθμισης του Δικαίου είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις των ανθρώπων, τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε πράξεις δικαίου. Οι πράξεις δικαίου διακρίνονται παραπέρα σε νόμιμες (ή θεμιτές) πράξεις (δηλαδή εκείνες που επιτρέπει το Δίκαιο) και σε παράνομες (ή άδικες) πράξεις (εκείνες που απαγορεύει το Δίκαιο). Κάθε πράξη του δικαίου επιφέρει έννομες συνέπειες δηλαδή συνέπειες προβλεπόμενες από το Νόμο.
                Νόμιμες πράξεις δικαίου είναι οι δικαιοπραξίες, οι οιονεί δικαιοπραξίες και οι υλικές πράξεις.
Δικαιοπραξία είναι η νόμιμη πράξη δικαίου που περιέχει δήλωση βουλήσεως και επιφέρει ως έννομη συνέπεια το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί. Έτσι λ.χ. η διαθήκη χαρακτηρίζεται ως δικαιοπραξία, αφού είναι (α) ανθρώπινη πράξη (πράξη δικαίου) που επιτρέπει το Δίκαιο (β) περιέχει δήλωση βουλήσεως (δηλαδή την εξωτερίκευση της επιθυμίας αυτού που την τελεί σχετικά με τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του μετά τον θάνατό του) και (γ) επιφέρει ως έννομη συνέπεια το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί (δηλαδή την επαγωγή της κληρονομιάς του διαθέτη στα πρόσωπα που ορίζει με τη διαθήκη του). Ομοίως δικαιοπραξία είναι η πώληση πράγματος αφού πρόκειται για ανθρώπινη πράξη (πράξη δικαίου) και επιτρέπεται από το Δίκαιο (β) περιέχει δήλωση βουλήσεως (δηλαδή εξωτερίκευση της επιθυμίας του πωλητή και του αγοραστή) και (γ) επιφέρει ως έννομη συνέπεια το αποτέλεσμα που επιδιώκουν αυτοί που την τελούν (δηλαδή τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του πωλητή να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πωλούμενου πράγματος και να παραδώσει τη νομή του πράγματος, καθώς επίσης τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του αγοραστή να πληρώσει στον πωλητή το συμφωνημένο τίμημα) κ.ο.κ.
                Από τις δικαιοπραξίες διαφέρουν οι οιονεί δικαιοπραξίες  και οι υλικές πράξεις. Οιωνεί δικαιοπραξία είναι η νόμιμη πράξη δικαίου, της οποίας η έννομη συνέπεια είναι ανεξάρτητη από τη βούληση από το αποτέλεσμα που επιδίωξε αυτός που την τέλεσε. Λ..χ. η όχληση δανειστή προς οφειλέτη είναι οιονεί δικαιοπραξία, διότι εί9ναι ανθρώπινη πράξη που επιτρέπει το Δίκαιο (νόμιμη πράξη δικαίου), αλλά το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί (είσπραξη της απαιτήσεως από τον οφειλέτη) δεν είναι η έννομη συνέπεια που επέρχεται (περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση υπερημερίας). Υλική πράξη είναι η πράξη δικαίου που επιφέρει έννομες συνέπειες ανεξάρτητα από τη βούληση αυτού που την τελεί π.χ. υλική πράξη είναι η εύρεση χαμένου πράγματος ΑΚ 1081 όταν κάποιος βρει χαμένο πράγμα έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει εκείνον που το έχασε, αυτόν στον οποίο ανήκει το πράγμα ή κάθε άλλο δικαιούχο δηλαδή η πράξη εύρεσης χαμένου πράγματος επιφέρει ως έννομη συνέπεια την υποχρέωση του ευρέτη να ειδοποιήσει τα παραπάνω πρόσωπα, ανεξάρτητα από το αν επεδίωκε ή όχι ο ευρέτης, όταν έβρισκε το χαμένο πράγμα, να τους ειδοποιήσει.
                Όπως ήδη προαναφέραμε παράνομες ή άδικες πράξεις είναι εκείνες οι πράξεις δικαίου που απαγορεύει το Δίκαιο, οι πράξεις δικαίου που αντιβαίνουν στους κανόνες δικαίου. Στο αστικό δίκαιο ορισμένες άδικες πράξεις υπό ορισμένες προϋποθέσεις (υπαιτιότητα αυτού που τις τέλεσε, επέλευση ζημιάς) δημιουργούν ευθύνη αυτού που τις τέλεσε να αποζημιώσει αυτόν που ζημιώθηκε. Αυτές οι άδικες πράξεις που δημιουργούν νόμιμο λόγο αστικής ευθύνης υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ ονομάζονται αδικοπραξίες.


Διακρίσεις δικαιοπραξιών
                Έχουν παγιωθεί ορισμένες διακρίσεις των δικαιοπραξιών από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι οι εξής:
(α) Με κριτήριο τον αριθμό των μερών που τελούν την δικαιοπραξία διακρίνουμε τις δικαιοπραξίες σε:
Ü      Μονομερείς δικαιοπραξίες, όταν περιέχουν δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου. Ανάλογα με το εάν η δήλωση βουλήσεως πρέπει να περιέλθεισε άλλο πρόσωπο. Οι μονομερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε απευθυντέες πχ η καταγγελία και σε μη απευθυντές πχ διαθήκη.
Ü      Πολυμερείς δικαιοπραξίες όταν περιέχουν δήλωση βουλήσεως δύο ή περισσότερων προσώπων. Οι πολυμερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε: (α) Συμβάσεις οι οποίες περιέχουν δηλώσεις βουλήσεων δύο ή περισσοτέρων προσώπων οι οποίες αντιτίθενται μεταξύ τους όπως και τα συμφέροντα των μερών αλλά συμπίπτουν ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα πχ πώληση. Οι συμβάσεις διακρίνονται σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις πχ πώληση, ανταλλαγή, μίσθωση οι οποίες δημιουργούν ενοχικές υποχρεώσεις που αξιολογούνται ως νομικά ισοδύναμες και για τα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη και σε ετεροβαρείς συμβάσεις πχ δωρεά, παρακαταθήκη, προκήρυξη, δάνειο, χρησιδάνειο οι οποίες δημιουργούν ενοχικές υποχρεώσεις καταρχήν μόνο για τον ένα συμβαλλόμενο. (β) Καταστατικές συμφωνίες δηλαδή αυτές που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα πχ συστατική πράξη σωματείου (β) Συνδικαιοπραξίες δηλαδή αυτές που περιέχουν όμοιες δηλώσεις βουλήσεως πολλών προσώπων πχ καταγγελία από περισσότερους δανειστές (δ) Συλλογικές πράξεις, δηλαδή αυτές με τις οποίες εκδηλώνονται η βούληση ενώσεως προσώπων ή συλλογικών οργάνων (αποφάσεις).
(β)  Με κριτήριο τον σκοπό και το περιεχόμενό των δικαιοπραξιών κάνουμε τις εξής διακρίσεις των δικαιοπραξιών:
Ü      Δικαιοπραξίες εν ζωή,  με τις οποίες ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις ζωντανού προσώπου και σε δικαιοπραξίες αιτία θανάτου με τις οποίες ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις ενός φυσικού προσώπου για τον χρόνο μετά το θάνατό του. Στο ελληνικό δίκαιο δικαιοπραξίες αιτία θανάτου είναι μόνο η διαθήκη και η δωρεά αιτία θανάτου. Οι άλλες δικαιοπραξίες είναι δικαιοπραξίες εν ζωή.
Ü      Δικαιοπραξίες υποσχετικές με τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση του υποσχόμενου (οφειλέτη) και αντίστοιχο δικαίωμα άλλου προσώπου (δανειστή) και σε δικαιοπραξίες εκποιητικές με τις οποίες μετατίθεται, καταργείται, αλλοιώνεται ή επιβαρύνεται ένα δικαίωμα (δηλαδή με τις εκποιητικές δικαιοπραξίες πραγματώνεται εκποίηση ή διάθεση υπό την ευρεία έννοια απαλλοτρίωσης του δικαιώματος. Οι εκποιητικές δικαιοπραξίες περιέχουν επίδοση,  ενώ οι υποσχετικές δεν περιέχουν επίδοση.
Ü      Δικαιοπραξίες ενοχικές με τις οποίες συνίσταται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα και σε δικαιοπραξίες εμπράγματες, με τις οποίες συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα. Οι περισσότερες ενοχικές δικαιοπραξίας είναι συμβάσεις. Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε υποσχετικές και εκποιητικές δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση των δικαιοπραξιών σε ενοχικές και εμπράγματες. Όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι εκποιητικές. Από τις ενοχικές δικαιοπραξίες υποσχετικές είναι αυτές με τις οποίες συνίσταται ενοχικό δικαίωμα (πχ δάνειο) ενώ εκποιητικές είναι αυτές με τις οποίες μετατίθεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα (εκχωρήσεως απαιτήσεως).
Ü      Δικαιοπραξίες αιτιώδεις – δικαιοπραξίες αναιτιώδεις: Η διάκριση αφορά κυρίως τις δικαιοπραξίες που περιέχουν επίδοση (δηλαδή ενέργεια με την οποία πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση και προσπορίζεται σε κάποιον άλλο δικαίωμα ή περιουσιακό όφελος). Αιτία είναι ο σκοπός που δικαιολογεί τον πλουτισμό του λήπτη και την επίδοση. Αιτιώδης είναι η δικαιοπραξία της οποίας σύμφωνα με τον Νόμο η ισχύς της εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας. Αναιτιώδης είναι η δικαιοπραξία της οποίας σύμφωνα με τον Νόμο η ισχύς είναι ανεξάρτητη από το κύρος και την ύπαρξη της αιτίας. Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις έχει την εξής πρακτική συνέπεια: στις αιτιώδεις δικαιοπραξίες αν η αιτία αιτιώδους δικαιοπραξίας είναι ελαττωματική αντίστοιχα ελαττωματική είναι και η δικαιοπραξία, ενώ αντίθετα η ύπαρξη και το κύρος αναιτιώδους δικαιοπραξίας δεν επηρεάζεται από τα ελαττώματα οποιασδήποτε αιτίας.
Ü      Δικαιοπραξίες επαχθείς, στις οποίες το έννομο αποτέλεσμα που επιδιώκεται και προκύπτει από αυτές έχει κάποιο οικονομικό αντίβαρο, ακόμη και αν δεν αποτελεί περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και  δικαιοπραξίες χαριστικές οι οποίες συνεπάγονται ως έννομο αποτέλεσμα τον προσπορισμό μιας ωφέλειας σε κάποιον άλλο χωρίς αντάλλαγμα αλλά από πρόσθεση καθαρά χαριστική. Επαχθείς δικαιοπραξίες είναι όλες οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και από τις ετεροβαρείς το δάνειο, το χρησιδάνειο κλπ. Χαριστικές δικαιοπραξίες συμβάσεις είναι κυρίως η δωρεά, η παρακαταθήκη κλπ.
(δ) Με κριτήριο το εάν για τη δικαιοπραξία ο Νόμος απαιτεί την τήρηση συστατικού τύπου ή όχι διακρίνουμε τις τυπικές δικαιοπραξίες για την έγκυρη κατάρτιση των οποίων απαιτείται η τήρηση ορισμένου (συστατικού) τύπου, από τις άτυπες δικαιοπραξίες για την έγκυρη κατάρτιση των οποίων δεν είναι απαραίτητη η τήρηση ορισμένου τύπου. Οι δύο βασικές μορφές τύπου είναι το ιδιωτικό έγγραφο (απλά έγγραφο) και το συμβολαιογραφικό έγγραφο. Τυπικές δικαιοπραξίες είναι η σύσταση νομικού προσώπου για την οποία ως συστατικός τύπος απαιτείται έγγραφο, η πώληση ακινήτου, η δωρεά ακινήτου και όλες οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητο (για όλες τις προηγούμενες απαιτείται ως συστατικός τύπος συμβολαιογραφικό έγγραφο), η εγγύηση για την οποία ως συστατικός τύπος απαιτείται έγγραφο κ.ο.κ. Άτυπες δικαιοπραξίες είναι η μίσθωση ακινήτου ή κινητού πράγματος, η πώληση κινητού πράγματος κ.ο.κ. Διευκρινίζεται ότι συστατικός τύπος είναι ο τύπος η τήρηση του οποίου απαιτείται από τον Νόμο για την έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας ενώ αποδεικτικός τύπος είναι ο τύπος που δεν απαιτείται από τον Νόμο να τηρηθεί για την έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας και ο οποίος όταν τηρείται χρησιμεύει απλά ως αποδεικτικό μέσο για την τέλεση της δικαιοπραξίας και των μερικότερων όρων της.

Προϋποθέσεις έγκυρης δικαιοπραξίας
                Για να καταρτιστεί έγκυρα μια δικαιοπραξία πρέπει να συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις:
(α) Ικανότητα δικαίου. Αυτοί που τελούν τη δικαιοπραξία πρέπει να είναι πρόσωπα (υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων). Δεν νοείται τέλεση δικαιοπραξίας από κάποιον που δεν έχει την ιδιότητα του προσώπου λ.χ. ζώο, πνεύμα, νομικό πρόσωπο ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η νόμιμη διαδικασία απόκτησης νομικής προσωπικότητας π.χ. σωματείο που δεν έχει γραφεί στο βιβλίο σωματείων του πρωτοδικείου, ίδρυμα του οποίου ο οργανισμός δεν έχει εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα, ΟΕ που δεν έχει δημοσιευθεί το καταστατικό της κ.ο.κ. ή που την είχε αλλά την έχασε λ.χ. νεκρός, διαλυμένο νομικό πρόσωπο.
(β) Δικαιοπρακτική ικανότητα. Αυτοί που τελούν τη δικαιοπραξία πρέπει να έχουν την απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα. Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα αυτοπρόσωπης τέλεσης δικαιοπραξίας. Από απόψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας διακρίνουμε τα φυσικά πρόσωπα σε (1) πλήρως ικανά για δικαιοπραξία (ιι) περιορισμένως ικανά για δικαιοπραξία και (ιιι) ανίκανα για δικαιοπραξία.
                Πλήρως ικανός για δικαιοπραξία είναι αυτός που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) και δεν έχει κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση (πλήρη στερητική, μερική στερητική, επικουρική).
                Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία είναι (ι) οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το δέκατο έτος της ηλικίας τους (ιι) όσοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, (ιιι) όσοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
                Ανίκανοι για δικαιοπραξία  είναι (ι) όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας τους (ιι) όσοι βρίσκονται σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση. Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία υποβάλλεται με δικαστική απόφαση το φυσικό πρόσωπο εάν είτε (ι) λόγω ψυχικής ή διανοητικής ταραχής αδυνατεί ολικά ή μερικά να φροντίζει μόνος τους τις υποθέσεις του είτει (ιι) λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει σε κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, τον σύζυγό του, τους κατιόντες του (τέκνα, εγγόνια κλπ) ή τους ανιόντες του (γονείς, παππούδες κλπ).  Όταν κάποιος  υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση το δικαστήριο ορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη του, ο οποίος τελεί ως νόμιμος εκπρόσωπος του συμπαραστατέου τις δικαιοπραξίες που δεν μπορεί να τελέσει ο ίδιος. Στερητική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει όταν με δικαστική απόφαση κηρύσσεται κάποιος ανίκανος για όλες ή μερικές δικαιοπραξίες, επειδή κρίνεται ότι αδυνατεί να ενεργεί για αυτές αυτοπροσώπως. Η στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι πλήρης, όταν αφορά όλες τις δικαιοπραξίες και  μερική όσον αφορά μόνο ορισμένες δικαιοπραξίες. Σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορεί να υποβληθεί με απόφαση δικαστηρίου και όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών, ύστερα από αίτησή του και για όσες δικαιοπραξίες προσδιορίζει ο ίδιος ο αιτών στην αίτησή του.
                Οι περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία μπορούν να επιχειρήσουν δικαιοπραξία μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο με τους όρους που ορίζει ο νόμος 133 ΑΚ. Έτσι ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος μπορεί να επιχειρήσει δικαιπραξία από την οποία αποκτά απλώς και μόνον έννομο όφελος ΑΚ 134, ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα καθετί που κερδίζει από την προσωπική εργασία του ή του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή να το διαθέτει ελεύθερα, ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατοπέμπτο έτος μπορεί εφόσον συναινούν οι κηδεμόνες του να συνάπτει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος, ενώ ο έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση και βελτίωση της περιουσίας του, για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του, για τις ανάγκες προσωπικής συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς επίσης να εκμισθώνει έως για μια εξαετία τα ακίνητά του, να εισπράττει εισοδήματα από την περιουσία του και να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες.
                Εάν δεν υπάρχει η απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα, η δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε είναι άκυρη.
(γ) Συμφωνία βουλήσεως και δηλώσεως βουλήσεως. Δεν πρέπει να υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση του δικαιοπρακτούντος και στη δήλωση βουλήσεώς του.
                Διάσταση ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση του δικαιοπρακτούντος και τη δήλωση βουλήσεώς του υπάρχει στις εξής περιπτώσεις:
(1)     Σε περίπτωση ασκήσεως σωματικής βίας επάνω στον δικαιοπρακτούντα ή εάν κατά το χρόνο που έγινε η δήλωση βουλήσεως το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (131 εδ.α΄ ΑΚ). Σε αυτές τις περιπτώσεις διατάραξης των σωματικών ή πνευματικών λειτουργικών του διακιοπρακτούντος, η δήλωση βουλήσεως και η δικαιοπραξία που τη περιέχει είναι άκυρη.
(2)     Στην περίπτωση της εικονικότητας, όταν δηλαδή η δήλωση βουλήσεως δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά φαινομενικά (για τα μάτια). Στην περίπτωση εικονικότητας η δικαιοπραξία είναι άκυρη.
(3)     Στις περιπτώσεις που η δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος πάσχει από ουσιώδη πλάνη, απάτη ή απειλή, Ουσιώδης πλάνη είναι η παρανόηση του δικαιοπρακτούντος που αφορά ένα τόσο σημαντικό στοιχείο της δικαιοπραξίας, ώστε αν η παρανόηση δεν υπήρχε, ο δικαιοπρακτών δεν θα τελούσε τη δικαιοπραξία.
        Απάτη είναι η δόλια παραπλάνηση του δικαιοπρακτούντος από κάποιο πρόσωπο, η οποία οδήγησε τον δικαοπρακτούντα στην τέλεση της δικαιοπραξίας. Απειλή είναι η  εξαγγελία κακού από κάποιον σε βάρος του δικαιοπρακτούντος, που εξαναγκάζει τον δικαιοπρακτούντα να τελέσει τη δικαιοπραξία. Η δικαιπραξία που καταρτίστηκε λόγω απάτης ή απειλής είναι ακυρώσιμη δηλαδή ακυρώνεται από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από αγωγή αυτού που απατήθηκε ή απειλήθηκε.
(δ) Μη αντίθετη στο Νόμο και στα χρηστά ήθη. Το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας να μην είναι αντίθετο στο Νόμο ή στα χρηστά ήθη. Δικαιοπραξία που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη (174 ΑΚ). Επίσης άκυρη είναι η δικαιοπραξία που αντιτίθεται στα χρηστά ήθη (178 ΑΚ), δηλαδή στις θεμελιώδεις ηθικές, πνευματικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές αρχές που διέπουν την κοινωνία.
(ε) Πρέπει να τηρείται ο τυχόν απαιτούμενος από τον Νόμο συστατικός τύπος της δικαιοπραξίας. Διαφορετικά, η δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Εάν τηρηθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις τότε καταρτίζεται έγκυρη δικαιοπραξία. Εάν όμως λείπει κάποια από αυτές η δικαιοπραξία είναι ελαττωματική, δηλαδή ανάλογα με την περίπτωση ανυπόστατη, άκυρη ή ακυρώσιμη. Διευκρινίζουμε ότι:
Ü      Μια δικαιοπραξία είναι έγκυρη όταν υφίσταται όλες οι προϋποθέσεις εγκυρότητας των δικαιοπραξιών.
Ü      Μια δικαιοπραξία είναι ανυπόστατη δηλαδή θεωρείται ότι δεν υπάρχει όταν υφίσταται ένα τόσο σημαντικό σφάλμα που ανάγεται στην τέλεσή της ώστε προκύπτει αναμφισβήτητα ότι αυτή η δικαιοπραξία δεν καταρτίστηκε ποτέ.
Ü      Μια δικαιοπραξία είναι άκυρη δηλαδή ενώ τελέστηκε, θεωρείται ότι δεν υπάρχει και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα ήδη από την τέλεσή της και στο εξής (α) όταν δεν υπάρχει η απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα ενός δικαιοπρακτούντος (β) στις περιπτώσεις ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ της ελεύθερης βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος λόγω διατάραξης των σωματικών ή πνευματικών λειτουργιών του λόγω εικονικότητας (γ) όταν υπάρχει αντίθεση στο Νόμο ή στα χρηστά ήθη ή (δ) όταν δεν έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος συστατιικός τύπος.
Ü      Μια δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη, στις περιπτώσεις ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ της ελεύθερης βουλήσεως και της δήλωσης βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος λόγω ουσιώδους πλάνης, απάτης ή απειλής. Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία θεωρείται έγκυρη μέχρις ότου αυτός που πλανήθηκε, απατήθηκε ή απειλήθηκε να ζητήσει την ακύρωση της από το δικαστήριο και εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση που ακυρώνει την δικαιοπραξία. Από τότε που εκδοθεί δικαστική απόφαση που ακυρώνει την δικαιοπραξία αυτή, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν υπάρχει πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου