Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2016





Παρατηρούμε ότι στην έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ υποστηρίζεται η ανάγκη για κρατική παρέμβαση έτσι ώστε να βγει η ελληνική οικονομία από την κρίση.

Ø  Η αποτυχία της δημοσιονομικής λιτότητας οφείλεται στην αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία του ελληνικού δημόσιου τομέα.

Ø  Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή μοντέλου οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής εξόδου της οικονομίας από την κρίση χρέους, την αποπληθωριστική ύφεση και την απομόχλευση. Σε αυτή την κατεύθυνση το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει κάνει πολύ συγκεκριμένες προτάσεις οικονομικής πολιτικής για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους στην έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ του έτους 2015 και συγκεκριμένα το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει επεξεργαστεί και έχει προτείνει τρεις πυλώνες βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση και στη διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας: (α) Πυλώνας πρώτος: Εναλλακτική στρατηγική διαχείρισης της βιωσιμότητας του χρέους (=το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο μόνο όταν είναι εξυπηρετούμενο, επιβάλλεται η ανάκτηση της φερεγγυότητας και διεθνούς αξιοπιστίας στης ελληνικής οικονομίας => οι δημόσιες δαπάνες να μείνουν αμετάβλητες το 2017, μείωση τόκων μέχρι 30%) (β) Πυλώνας δεύτερος: Ενεργοποίηση εγχώριας ζήτησης για την επανεκκίνηση της οικονομίας: (=η ενεργοποίηση εγχώριας ζήτησης προϋποθέτει αύξηση επενδύσεων και ιδιωτικής κατανάλωσης => προώθηση βιολογικών προϊόντων στον αγροτικό τομέα, υψηλές ποιότητας τουριστικές υπηρεσίες, πράσινη ενέργεια, μεταποιητική βιομηχανία) (γ) Πυλώνας τρίτος: Επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας και αποκατάσταση του κατώτατου μισθού: (=ώστε να επανέλθει η αγοραστική δύναμη των κατώτατων αποδοχών στα τέλη του 2016 στα επίπεδα του 2008). Στο βασικό αυτό σενάριο η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επιτύχει ρυθμούς μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ που φτάνουν το 2,1% το 2019, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοσιονομική της αξιοπιστία.

Ø  Τα δημοσιονομικά μεγέθη το 2015 επηρεάστηκαν από: (α) κλίμα αβεβαιότητας και αστάθειας λόγω των πολιτικών εξελίξεων στο α εξάμηνο του έτους (β) ιδεοληπτική αντιπαράθεση κυβέρνησης-πιστωτών της χώρας (γ) διακοπή χρηματοδότησης χώρας και (δ) το σοκ που προκάλεσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας ο συνδυασμός της φυγής καταθέσεων και της πολιτικής απόφασης για την τραπεζική αργία και την επιβολή περιορισμών.

Ø  Σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2015 στο 179% του ΑΕΠ.

Ø  Η κύρια αιτία για την αλματώδη διόγκωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους κατά τη μνημονιακή περίοδο 2010-2015 υπήρξε η ραγδαία υποχώρηση του ΑΕΠ. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το 2012, έτος κατά το οποίο η μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους αντιστάθμισε την αρνητική επίδραση της ύφεσης στο λόγο χρέος/ ΑΕΠ, αποτυπώνοντας το θετικό αποτέλεσμα της συμφωνίας εθελοντικής διαγραφής μέρους του χρέους που διακρατούσαν οι ιδιώτες επενδυτές (PSI).

Ø  Μία από τις κυριότερες επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας είναι η δραματική μείωση των δημοσίων εσόδων ως αποτέλεσμα της ραγδαίας κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Η απώλεια αυτή δημοσίων εσόδων δημιουργεί την ανάγκη λήψης προκυκλικών μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, συντηρώντας έτσι τον φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-δημοσιονομικής αφερεγγυότητας. Αρνητική επίδραση στα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης έχει και η εκρηκτική άνοδος της ανεργίας της τελευταίας εξαετίας. Η πτώση των μισθών δεν επηρέασε μόνο τη φοροδοτική ικανότητα των ελληνικών νοικοκυριών αλλά και το συνολικό ύψος των καθαρών κοινωνικών εισφορών. Τέλος, μεγάλη πίεση στα δημόσια έσοδα έχει προκαλέσει και το εξαιρετικά ασταθές και αβέβαιο περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα τα χαμηλά επίπεδα ζήτησης εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας.

Ø  Οι διατομεακές σχέσεις και τα ελλείμματα στο δημοσιονομικό σύστημα και στο εξωτερικό ισοζύγιο αποτυπώνουν σε σημαντικό βαθμό την παραγωγική ανεπάρκεια της ελληνικής οικονομίας. Η λιτότητα λειτουργεί ως μέσο επίτευξης πλεονασμάτων στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο πληρωμών σε βάρος του ισοζυγίου των νοικοκυριών.

Ø  Το 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014 υπήρξαν ισχνές μεν αλλά υπαρκτές ενδείξεις αντιστροφής της υφεσιακής πορείας της οικονομίας. Αιτίες: (α) οριακά θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ η οποία οφείλεται σε μείωση εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ήταν αποτέλεσμα της μείωσης της εγχώριας ζήτησης (β) αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης που συνέβαλε θετικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ η οποία μπορεί να αποδοθεί στη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εξαιτίας οριακής αύξησης μισθών. Ενώ το ποσοστό των ακαθάριστων επενδύσεων στο ΑΕΠ του επιχειρηματικού τομέα παρουσιάζει συνεχή πτώση από το 2008 με τάση επιβράδυνσης από το 2012, β εξάμηνο 2014 και α τρίμηνο  2015 η επενδυτική προσπάθεια παρουσίασε σημαντική βελτίωση όμως μετά συνέχισε την πτωτική της πορεία.

Ø  Μία από τις μείζονες αδυναμίες των προγραμμάτων λιτότητας είναι ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητας του αναπτυξιακού μοντέλου της οικονομίας και την κατάσταση του παραγωγικού συστήματος.

Ø  Ύστερα από 5 έτη δημοσιονομικής προσαρμογής και την εφαρμογή 2 προγραμμάτων λιτότητας η κατάσταση δεν έχει αλλάξει σημαντικά.

Ø  Τα ρευστά διαθέσιμα υπερβαίνουν το ύψος των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, με άλλα λόγια οι επιχειρήσεις έχουν σταματήσει να επενδύουν τα κέρδη τους στην πραγματική οικονομία.

Ø  Πριν το ξέσπασμα της κρίσης δημοσίου χρέους το 2009 κινητήριοι μοχλοί της ελληνικής οικονομίας υπήρξαν η αύξηση της κατανάλωσης, οι επενδύσεις των νοικοκυριών στην αγορά ακινήτων, καθώς και τα υψηλά επίπεδα δημόσιας δαπάνης. Η Ελλάδα είχε δηλαδή ένα μη βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στη μόχλευση δίχως ενίσχυση του παραγωγικού της συστήματος. Επίσης, την ίδια περίοδο αρνητική συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ είχαν το συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η συνακόλουθη εκροή χρηματικών πόρων προς τον εξωτερικό τομέα. Η ένταξη της χώρας στα Μνημόνια σηματοδότησε τη βίαιη ανατροπή του προ κρίσης μοντέλου μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, η πτώση μισθών και αύξηση της φορολογίας συμπίεσαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία υποχώρηση της κατανάλωσης και της εγχώριας ζήτησης. Τα υφεσιακά μέτρα των προγραμμάτων λιτότητας είχαν ως συνέπεια να εισέλθει η χώρα σε μια διαδικασία χρέους-αποπληθωρισμού.

Ø  Παρά την περιορισμένη αποκλιμάκωση το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν στο 24%, το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας αυξήθηκε στο εντυπωσιακό 48% το 2014. Η υλοποίηση του τρίτου Μνημονίου μέχρι το 2018 δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τις προοπτικές της αγοράς εργασίας. Ας σημειωθεί ότι (α) το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας δημιούργησε πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στους ανέργους και αβεβαιότητα στους εργαζομένους και (β) την εντεινόμενη τάση του ποσοστού ανεργίας να μην καταγράφει πλήρως την κατάσταση και τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Οι εξελίξεις αυτές είναι αποτέλεσμα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό της ανεργίας που κατέβηκε από το 27,9% το 2013 δείχνει οριακή βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών της οικονομίας στο β εξάμηνο 2014 και α τρίμηνο 2015 αλλά δεν δημιουργεί αισιοδοξία, θα χρειαστούν 20 χρόνια  δηλαδή το 2036 για να επιστρέψει η ανεργία στο 7,3% του 2008, πριν αρχίσει δηλαδή η οικονομική κρίση.

Ø  Οι κλάδοι της μεταποίησης, κατασκευών και εμπορίου συγκεντρώνουν το 64,2% των συνολικών απωλειών σε θέσεις εργασίας.

Ø  Η κρίση στην κλαδική και επαγγελματική δομή της αγοράς έχει επιφέρει σημαντική αύξηση της μερικής απασχόλησης, της υποαπασχόλησης, της επισφαλούς εργασίας και της εντατικοποίησης της εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, η μερική απασχόληση αυξάνεται από το 5,5% του 2008 σε 9,1% το 2015. Οι αιτίες της αύξησης του ποσοστού της μερικής απασχόλησης οφείλεται καθαρά στην έλλειψη θέσεων πλήρους απασχόλησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση της μερικής απασχόλησης υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια ακόμα μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού ανεργίας από αυτό που καταγράφεται επίσης, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των μερικώς απασχολούμενων θα επιδίωκε μια θέση πλήρους απασχόλησης. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο ακόμα κατηγορίες για να διαπιστώσουμε το πραγματικό ποσοστό ανεργίας και συγκεκριμένα από τους μη οικονομικά ενεργούς (α) όσοι αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμοι και (β) όσοι είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία (λόγω απογοήτευσης στις  πιθανότητες ανεύρεσης εργασίας).

Ø  Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες των προγραμμάτων λιτότητας καθώς αποτελεί το θεσμικό εργαλείο υλοποίησης της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. 

Ø  Ο αριθμός των προσλήψεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασία  (=ευέλικτες μορφές απασχόλησης) αυξάνεται διαχρονικά με αντίστοιχη υποχώρηση των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Η ποσοστιαία αναλογία τους στο σύνολο των προσλήψεων μεταξύ 2009 (21%) και 2015 (55%) υπερδιπλασιάζεται. Η ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύεται και επιταχύνεται και από τη μετατροπή των ατομικών συμβάσεων εργασίας από συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας.

Ø  Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου επιβλήθηκε το 2012, στο πλαίσιο του δεύτερου ΠΟΠ, ονομαστική μείωση πρωτοφανούς εύρους στον κατώτατο μισθό και στο κατώτατο ημερομίσθιο κατά 22% (και κατά 32% για νέους<25 χρονών).

Ø  Στους 10 πιο παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας συγκρίνοντας δύο περιόδους δεν προκύπτουν αξιοσημείωτες μεταβολές πριν και μετά την κρίση. Η σταθερότητα αυτή αναδεικνύει πως συγκεκριμένοι κλάδοι σε σχέση με τους υπόλοιπους δεν απώλεσαν την παραγωγική τους υπεροχή λόγω της κρίσης. Ενώ, στους 10 λιγότερους παραγωγικούς κλάδους οι οποίοι κατά βάση είναι εντάσεως εργασίας και ως ένα βαθμό, χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλής διάχυσης τεχνολογίας και περιορισμένες απαιτήσεις σε παγίου κεφαλαίου, εμφανίζονται μεταβολές.

Ø  Χειρότερη είναι η εικόνα της επενδυτικής δραστηριότητας καθώς μειώθηκε ο μεγάλος όγκος επενδύσεων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας από 21,57% τη περίοδο 2005-2009 σε 13,38% τη περίοδο 2010-2014.

Ø  Η αξιοπιστία του Ασφαλιστικού στην κοινωνία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις που στο τέλος πάντα διατηρούν τις διατυπωμένες παθογένειες, Από την αρχή της κρίσης η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού ήταν ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα των ΠΟΠ. Οι παρεμβάσεις που συντελέστηκαν σταδιακά με πολλαπλές νομοθετικές παρεμβάσεις με προσχηματικό στόχο την ενίσχυση της βιωσιμότητας του συστήματος αλλά με ουσιαστικό στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους του,  ήταν εξαιρετικά επώδυνες καθώς στόχευαν στη μείωση των συντάξεων κατά 35%. Στη συνέχεια η οικονομική κρίση όξυνε περαιτέρω το πρόβλημα της βιωσιμότητας και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας του Ασφαλιστικού.  Η δραματική αύξηση της ανεργίας και της εισφοροδιαφυγής, η μείωση των μισθών, η αύξηση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας και το κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στέρησαν και στερούν το σύστημα οικονομικής προστασίας από σημαντικούς πόρους.  Η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι αναγκαία για να γίνει μακροχρόνια βιώσιμο και πιο δίκαιο για όλες τις κοινωνικές ομάδες της σημερινής γενιάς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου