Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ.... ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΑΥΤΟ;



1893: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν..» από Χ. Τρικούπη
Χαρίλαος Τρικούπης και πτώχευση 1893
Ο Χαρίλαος Τρικούπης, επτά φορές πρωθυπουργός της χώρας, συνέδεσε το όνομά του με την «αρχή της δεδηλωμένης» και την εδραίωση του δικομματισμού, την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας αλλά και την πτώχευση το 1893. 
Γίνεται πρώτη φορά πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 1875 και την επόμενη εικοσαετία θα κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της χώρας ως εκπρόσωπος της ανερχόμενης αστικής τάξης, ενώ για συνολικά έντεκα χρόνια θα είναι πρωθυπουργός.
 «Δυστυχώς κύριοι, επτωχεύσαμεν», ανακοίνωσε, στις 10 Δεκέμβρη, το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης στη Βουλή. Είχε επανέλθει στην εξουσία το Μάιο του 1892 και είχε αποτύχει να εξασφαλίσει νέο δάνειο. Από το 1879 μέχρι το 1890 είχαν συναφθεί οκτώ εξωτερικά δάνεια και πέντε εσωτερικά, ενώ παράλληλα ξεσπούσε η σταφιδική κρίση. Η νέα κυβέρνηση Τρικούπη, που εξελέγη τον Μάιο του 1892, παρουσιάστηκε στη Βουλή με ένα σκληρό πρόγραμμα περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και με μέτρα αυστηρής λιτότητας (π.χ. έμμεσοι φόροι).
Επρόκειτο για προσπάθεια να διασωθεί η χώρα από τη δημοσιονομική κατάρρευση λόγω των χρεών από προηγούμενα δάνεια. Το φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων και εκσυγχρονισμού του Τρικούπη είχε χρηματοδοτηθεί από δάνεια την περίοδο 1880-1890, και τα όποια έληγαν τότε. Τελικά ο Τρικούπης αποφάσισε να κυνηγήσει την αναχρηματοδότηση των παλαιότερων δανείων ζητώντας νέο δάνειο από την Αγγλία. Από αυτό το δάνειο εξαρτιόταν η εκτέλεση ή όχι του κρατικού προϋπολογισμού για το 1893.
Οι όροι που έθεταν οι δανειστές όμως ήταν πολύ σκληροί, εξαιτίας των συσσωρευμένων ελληνικών χρεών και της αρνητικής πορείας των ομολόγων των προηγούμενων δανείων. Οι τόκοι αυτών των δανείων έφταναν το 30% της συνολικής τους αξίας. Εν τω μεταξύ μέσα στους όρους ήταν το δάνειο να μην εγκριθεί από την βολή αλλά απευθείας με βασιλικό διάταγμα που θα υπέγραφε ο βασιλιάς Γεώργιος. Η αντιπολίτευση υπό τον Δηλιγιάννη αντέδρασε έντονα προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο δανεισμός αναιρούσε την εθνική κυριαρχία της χώρας και ότι ταπείνωνε την Ελλάδα. Αντιδράσεις υπήρχαν επίσης στον Τύπο, από επιχειρηματίες γαλλικών συμφερόντων , αλλά κυρίως από την κοινή γνώμη. Έτσι ο βασιλιάς αποφάσισε να μην πάρει πάνω του την ευθύνη και δεν υπέγραψε το διάταγμα.
Η κυβέρνηση Τρικούπη παραιτήθηκε μετά την ανακοίνωση της πτώχευσης. Το 1895 απέτυχε όχι μόνο να εκλεγεί πρωθυπουργός αλλά ακόμη και να εξασφαλίσει μια έδρα στην εκλογική του περιφέρεια.: «Ανθ' ημών λοιπόν βουλευτής ο κύριος Γουλιμής-Καληνύχτα σας», είχε δηλώσει και αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή. Αποσύρθηκε στις Κάννες όπου και πέθανε στις 30 Μαρτίου του 1896. Ωστόσο το τραγικό παράδοξο είναι ότι λίγο πριν το θάνατό του ήταν-παρά τη θέλησή του -υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές και εξελέγη πανηγυρικά.
Από την χρεοκοπία του 1893 στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο
Μετά την πτώχευση του 1893 η κυβέρνηση Τρικούπη κατέρρευσε. Η νέα κυβέρνηση Δηλιγιάννη, επιχείρησε να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές της Ελλάδας. Στις 24 Ιουνίου 1895 ιδρύθηκε μια νέα αρχή το «Διοικητικό Συμβούλιο της υπηρεσίας του δημοσίου χρέους», ο αντίστοιχος «Οργανισμός Εξυπηρέτησης Δημοσίου Χρέους», του σήμερα. Ωστόσο η υπηρεσία αυτή δεν κατάφερε να έρθει σε συνεννόηση με τους πιστωτές της χώρας. Οι δανειστές ζητούσαν τον έλεγχο των εσόδων των κρατικών μονοπωλίων κάτι που η ελληνική πλευρά αρνούνταν να αποδεχτεί.
Έτσι οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε τέλμα που συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 1896. Το γελοίο του πράγματος ήταν ότι η Ελλάδα, παρά την οικονομική της κατάρρευση ανέλαβε να διοργανώσει τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, η τελετή έναρξης των οποίων έγινε στις 5 Απριλίου 1896, Κυριακή του Πάσχα. Στο μεταξύ οι πιστωτές πίεζαν συνεχώς.
Έτσι τον Οκτώβριο του 1896 οι διαπραγματεύσεις εντατικοποιήθηκαν μέσω της Εθνικής Τράπεζας, αλλά διεξάγονταν μυστικά. Επετεύχθη μια κατ’ αρχήν συμφωνία, με βαρείς φυσικά για την Ελλάδα όρους, όχι όμως και τόσο επαχθείς. Ωστόσο οι αγορές δεν είχαν τελειώσει με την Ελλάδα. Άλλωστε οι Έλληνες φρόντιζαν να δίνουν δικαιώματα. Έτσι φτάσαμε στο διαβόητο 1897. Η στρατιωτική κατάρρευση της Ελλάδας, η ηγετική τάξη της οποίας αναζητούσε διέξοδο μέσω της πολιτικής της εθνικής ολοκλήρωσης, επέφερε και την απόλυτη οικονομική διάλυση. Η ηττημένη Ελλάδα βρέθηκε στο σημείο να πρέπει να καταβάλει και βαριές πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία. Ευτυχώς η χώρα δεν έχασε εδάφη, αφού οι κυβερνήσεις των πιστωτών της δεν θα άφηναν να χαθεί ούτε μια σταγόνα από το γάλα της αγελάδας που άρμεγαν. Η συμφωνία παύσης των εχθροπραξιών με την Τουρκία επέβαλε την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων ύψους 95 εκ. χρυσών φράγκων, ένα ποσό που μόνο με εξωτερικό δάνειο μπορούσε η χώρα να βρει.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να επιβληθεί στη χώρα Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου (ΔΕΕ), που μετονομάστηκε αργότερα σε Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ). Ο οικονομικός έλεγχος αποτελούσε και ένα είδος τιμήματος που η ηττημένη Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στις γενναιόψυχες μεγάλες δυνάμεις που υποχρέωσαν την Τουρκία να σταματήσει τη προέλαση του στρατού της στη Λαμία και όχι στην Αθήνα. Οι δυνάμεις εγγυήθηκαν επίσης δάνειο για την εξόφληση της υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία.
Το αρχικό κεφάλαιο των δανείων δεν μειώνονταν αλλά οριζόταν χαμηλότερος τόκος. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση οι κατώτατες ετήσιες καταβολές δεν έπεφταν κάτω από τα 8.750.000 χρυσές δραχμές. Η ΔΟΕ επίσης είχε τον έλεγχο και των δημοσίων υπηρεσιών, των αρμοδίων με τη συγκέντρωση των ως άνω προσόδων του ελληνικού δημοσίου, επεμβαίνοντας ακόμα και στις μεταθέσεις, προαγωγές και απολύσεις υπαλλήλων. Επίσης απαγορεύτηκε η αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος. Όταν έγιναν όλα αυτά παραχωρήθηκε στην Ελλάδα δάνειο ύψους 170.000.000 χρυσών φράγκων με τόκο 2,5%, ώστε η χώρα να πληρώσει την πολεμική αποζημίωση και να καλύψει το έλλειμμά της.

1932: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν..» από Ε. Βενιζέλο
Στις 18 Απριλίου του 1932 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποφασίζει να κηρύξει προσωρινό χρεοστάσιο, δηλαδή αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών της δανείων. Η αναστολή αποπληρωμής του ελληνικού εξωτερικού χρέους ξεκινάει από την 1η Μαΐου του ίδιου χρόνου. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιήθηκε ουσιαστικά η πτώχευση. Η χώρα αποσυνδέει τη δραχμή από το χρυσό και το εθνικό νόμισμα στρέφεται στις κυμαινόμενες ισοτιμίες.
Η κρίση του 1932 πυροδοτήθηκε από το μεγάλο κραχ του 1929 και την τεράστια πτώση των τιμών στην παγκόσμια οικονομία. Μολονότι η επίδραση του στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δυσμενής όσο σε κάποιες γειτονικές της χώρες, η οικονομία της αποδείχτηκε ευάλωτη, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων «πολυτελείας», όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο και οι σταφίδες αλλά και από το εφοπλιστικό και μεταναστευτικό συνάλλαγμα.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα. Έτσι, αναγκαστικά αποφασίστηκε η αναστολή της μετατρεψιμότητας του νομίσματος και η αναστολή της εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Συγκεκριμένα:
Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) είχε φτάσει το 1932 να απορροφά το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) και ζήτησε από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.O.E.) στην Ελλάδα πενταετή αναστολή των χρεολυσίων σε ξένο νόμισμα δανείων και τη σύναψη νέου δανείου 50.000.000 δολαρίων. Το συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. στη συνεδρίαση στις 11 Απριλίου 1932 αποφάσισε την αναστολή της καταβολής των χρεολυσίων για ένα μόνο χρόνο και παρέπεμψε την Ελλάδα σε απευθείας συζήτηση με τους ομολογιούχους.
Στην προσπάθειά της να αναστείλει την πληρωμή των χρεολυσίων η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε με νόμο η καταβολή των τοκομεριδίων να μειωθεί κατά 25% από την 1η Απριλίου 1932. Στις 25 Απριλίου 1932 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί αναστολής της υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος προς εξαργύρωσιν των τραπεζικών γραμματίων αυτής και ρυθμίσεως της αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος». Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία και έγινε ο νόμος 5422 της 26/4/1932, διά του οποίου η δραχμή επανερχόταν σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας και απαγορευόταν η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος.
Στην αγόρευσή του ο υπουργός Οικονομικών Βαρβαρέσος δήλωσε: «Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν...του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Όπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως...είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου». Στη συνέχεια κηρύχθηκε προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους των εξωτερικών δανείων από την 1η Μαΐου 1932.
Στην Ελλάδα μετά την πτώχευση του 1932 ξεκινά μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στον οικονομικό τομέα και ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές. Ξεκινά, επίσης, μια πολιτική προστατευτισμού με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και ενισχύοντας την εσωτερική αγορά. Μπαίνει επίσης στο χώρο της κλειστής οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι συναλλαγές δεν γίνονται πλέον με βάση το συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες ενώ τα προς ανταλλαγή προϊόντα κοστολογούνται και ισοσκελίζεται η αξία των εισαγωγών με την αξία των εξαγωγών.
Αυτό είχε, εκτός από αρνητικές, και θετικές συνέπειες αφού μέχρι τότε οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν ελλειμματικές από τη στιγμή που οι εισαγωγές ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές. Από το 1933 εξάλλου άρχισε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων από το εξωτερικό λόγω υψηλών ελληνικών επιτοκίων. Αυξήθηκε έτσι και το σε χρυσό αποθεματικό του εκδοτικού πιστωτικού ιδρύματος, της Tράπεζας της Eλλάδος, από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932 σε 44,7 εκατομμύρια το 1934. Η αύξηση αυτή είχε ανάλογο αποτέλεσμα στη νομισματική κυκλοφορία.
Όμως η κατανομή του νέου «πλούτου», που προέκυπτε από την πολιτική της αυτάρκειας, δημιουργούσε έντονες κοινωνικές αντιπαλότητες. Η μόνιμη κρίση που έπληττε τα μεγάλα εξαγωγικά λιμάνια σε αντίθεση με την ξαφνική ευημερία αγροτικών περιοχών, η άνοδος των κερδών των βιομηχανιών σε αντίθεση με τα χαμηλά ημερομίσθια ήταν μερικά από τα σημεία τριβής που η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος (υπό του Παναγή Τσαλδάρη ανήλθε στην εξουσία το 1933) έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όμως και τα δύο μεγάλα κόμματα (Λαϊκό Κόμμα και Κόμμα Φιλελευθέρων) πίστευαν μάλλον στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας παρά στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στο σχεδιασμό της οικονομίας. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει μια περισσότερο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενίσχυσε την κοινωνική αναταραχή και οδήγησε στην εκπνοή της οικονομικής ανάκαμψης.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα ευρωπαϊκά κράτη ήταν δυστυχώς η ανάδειξη ολοκληρωτικών καθεστώτων, φασιστικών και δικτατορικών. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από τον κανόνα, και το 1936 με την ανοχή του παλατιού αρχίζει η δικτατορία του Ι. Μεταξά. 

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΔΩ

Δικτυογραφία:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου