Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ (ΘΕΜΑ ΑΠΟ ΠΑΝΤΕΛΗ)



Το συνταγματικό δίκαιο το ενδιαφέρει η παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων από κοινούς νόμους κατώτερου επιπέδου  και ενώ ο πολιτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων πχ με καταργητικό δημοψήφισμα είναι ανεπαρκής, αποτελεσματικός είναι μόνο ο δικαστικός έλεγχος διότι ο δικαστής είναι τρίτος απέναντι στον συντακτικό και στον κοινό νομοθέτη.
Ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί εγγύηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας γιατί προστατεύει τις ελευθερίες των πολιτών από την καταπίεση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Από την άλλη δεν αναιρεί τη δημοκρατία.
Τα συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι δύο (α) το αμερικανικό όπου η αντισυνταγματικότητα εξετάζεται παρεμπιπτόντως, εφόσον υφίσταται δίκη (ακολουθεί η Ελλάδα) και (β) το ευρωπαϊκό όπου ο έλεγχος γίνεται από Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το αμερικανικό σύστημα: Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν προβλέπει έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια. Αυτά αποκτούν τη σχετική αρμοδιότητα νομολογιακώς με την περίφημη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Marbury κατά Madison (1803).
Κατά το αμερικάνικο σύστημα ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος διότι τον ασκούν όλα τα δικαστήρια, παρεμπίπτων διότι ασκείται επ’ ευκαιρία συγκεκριμένης δίκης και κατ’ ένσταση διότι το κύριο αντικείμενο της δίκης δεν είναι η συνταγματικότητα. Ο έλεγχος ασκείται για νόμο που ισχύει και επιπλέον όλα τα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν τη συνταγματικότητα κάθε νόμου που εφαρμόζουν. Όταν τον βρίσκουν αντισυνταγματικό δεν τον ακυρώνουν αλλά δεν τον εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το δεδικασμένο ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων.
Εκτός από την ένσταση υπάρχουν και άλλοι δύο μηχανισμοί που οδηγούν σε έλεγχο συνταγματικότητας (α) η διαταγή για αποχή (μοιάζει με ασφαλιστικά μέτρα) όπου ένα πρόσωπο ζητά από το δικαστή να απαγορεύσει σε ένα δημόσιο λειτουργό να εκτελέσει αντισυνταγματικό νόμο που το βλάπτει και (β) η διαπιστωτική κρίση (μοιάζει με γνωμοδότηση) όπου ένα πρόσωπο ζητεί από το δικαστή να αποφανθεί για ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα νόμου πριν αυτός εφαρμοσθεί στην περίπτωσή του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (το απαρτίζουν 9 πραγματικά ισόβιοι δικαστές που διορίζει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ύστερα από έγκριση της Γερουσίας) δικάζει και την ουσία και τη νομιμότητα των υποθέσεων ενώ ο δικός μας Άρειος Πάγος  είναι αποκλειστικώς ακυρωτικό δικαστήριο δηλαδή δικάζει όχι υποθέσεις αλλά αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου κατέχει ιεραρχικά το δεύτερο αξίωμα του κράτους πάνω από τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ με τον οποίο λαμβάνει τις ίδιες αποδοχές.
Το ευρωπαϊκό σύστημα: Το αμερικανικό σύστημα το γεννά η πράξη ενώ το ευρωπαϊκό το προβλέπει το Σύνταγμα. Ο έλεγχος είναι συγκεντρωμένος διότι τον ασκεί μόνο ένα δικαστήριο (Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο) όπου οι δικαστές διορίζονται κατευθείαν στο συνταγματικό δικαστήριο και τους επιλέγουν άλλα όργανα του κράτους με κριτήριο πολιτικό αλλά μόλις διορίζονται απολαμβάνουν απόλυτη ανεξαρτησία σε όλη τη θητεία τους. Άλλοτε ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι αφηρημένος διότι αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης και άλλοτε παρεμπίπτων όπου το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο ακυρώνει τις αντισυνταγματικές διατάξεις ή και ολόκληρο νόμο. Σε ορισμένα κράτη όπως η Γερμανία, οι πολίτες προσφεύγουν στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο όταν προσβάλλονται τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Οι αποφάσεις των συνταγματικών δικαστηρίων δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, είναι δηλαδή οριστικές.

Βιβλιογραφία:
Α Παντελής "Εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου" σελ. 176-179

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου