Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ



  •  Η θανατική ποινή. Το πρώιμο βυζαντινό δίκαιο παρέλαβε τη θανατική ποινή σε όλη της την έκταση από το ρωμϊκό δίκαιο. Τη θέση του αποκεφαλισμού με πέλεκυ ή ξίφος, που αποτελούσε τον κανόνα, έπαιρναν συχνά απάνθρωπες μέθοδοι εκτέλεσης της ποινής, τις οποίες ακόμη και η χριστιανική διδασκαλία δεν μπόρεσε να εξαφανίσει. Στο ιουστινιάνειο δίκαιο η ποινή του θανάτου ήταν σε ημερήσια διάταξη. Η κεφαλική ποινή δεν ήταν μόνο ποινή θανάτου αλλά και άλλες ποινές όπως ο μεταλλισμός (καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία και μεταλεία) ή  η βαριά μορφή εξορίας. Οι συντάκτες της Εκλογής προσπάθησαν να περιορίσουν τις ακρότητες του νόμο όσο και τις αυθαιρεσίες της πρακτικής καθορίζοντας το είδος και το ύψος της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη με όσο γινόταν μεγαλύτερη ακρίβεια. Οπότε αντικατέστησαν τη θανατική ποινή σε πολλά αδικήματα με άλλες ποινές και εγκατέλειψαν τους σκληρούς τρόπους εκτέλεσης του ρωμαϊκού δικαίου.
  • Η υποδούλωση. Η απώλεια της ελευθερίας του δράστη ενός εκγλήματος - παρεπόμενη των κεφαλικών ποινών στο ρωμαϊκό δίκαιο - σπάνια προβλεπόταν ως αυτοτελής ποινή στην μεταιστουνιάνεια υιοθεσία. Δικαιολογητικός λόγος της ποινής αυτής ήταν για πράξεις που στρέφονταν κατά του κράτους και της ασφάλειάς του.
  • Οι σωματικές ποινές.
    (α) Ο ακρωτηριασμός. Στην Εκλογή προβλέπεται ο ακρωτηριασμός μελών του σώματος για πολλά εγκλήματα συνήθως μέσης βαρύτητας. Κατά κανόνα το μέλος που ακρωτηριάζεται είναι εκείνο με το οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα πχ σε ψευδορκία κοπή της γλώσσας, στην πρόκληση θανατηφόρων τραυμάτων αφαίρεση του ενός χεριού. Αποκοπή γεννητικού οργάνου απειλείται μόνο κατά των κτηνοβατών. Σε όλα τα υπόλοιπα εκτός από τα τιμωρούμενα με θάνατο αδικήματα, κοπή της μύτης. Η εμφάνιση του ακρωτηριασμού ως ποινής χάνεται στα βάθη των αιώνων.  Πρέπει να θεωρηθεί ως ειδική ποινή ανταπόδοσης. Με τον ακρωτηριασμό απέβλεπε η έννομη τάξη στη μείωση της επικινδυνότητας του δράστη και στη φυσική του δυνατότητα να το επαναλάβει.  Επιπλέον με τη ποινή αυτή εξασφαλίζεται ίση ποινή και στα δύο φύλα. Η τύφλωση ήταν ποινή για εγκλήματα κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας. (β) Η  μαστίγωση. Η ποινή του σωματικού κολασμού εμφανίζεται στα βυζαντινά εγχειρίδια του 8ου – 10ου αιώνα τόσο ως κύρια ποινή όσο και ως παρεπόμενη. Στην τελευταία περίπτωση συνδυάζεται με εξορία ή με ακρωτηριασμό. Η ορολογία που χρησιμοποιείται ποικίλλει.  Συνήθως δεν καθόριζε ο νομοθέτης με ακρίβεια ο αριθμός των κτυπημάτων. Στο ρωμαϊκό δίκαιο ήταν η ποινή της μαστίγωσης διαδεδομένη, αλλά με κάποιες διακρίσεις. Άλλη μορφή είχε η εκτέλεση της ποινής στους δούλους κα άλλη επί των ελεύθερων προσώπων. Αλλά και από τους ελεύθερους μόνο οι φτωχοί ήταν δυνατό να υποβληθούν σε ατιμωτική ποινή, όπως η μαστίγωση. Στην Εκλογή καταβλήθηκε προσπάθεια για περιορισμό των διακρίσεων. Ένα παράδειγμα ήταν ενός έγγαμου που προνεύει τιμωρούνταν με 12 ραβδισμούς ανεξάρτητα αν ήταν πλούσιος ή φτωχός.
    (γ) Το κούρεμα. Το κόψιμο των μαλλιών αποτελούσε για τους βυζαντινούς ηθική μείωση, για αυτό συχνά χαρακτηρίζεται στις πηγές ως ατιμωτικό. Η ποινή αυτή εμφανίζεται σχεδόν πάντα ως ποινή παρεπόμενη.  Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις αποτελούσε αυτοτελή ποινή.
  • Ποινές στερητικές της ελευθερίας. Ποινές αυτής της μορφής δεν γνώριζε καταρχήν το βυζαντινό δίκαιο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν φυλακές, αλλά αυτές αποσκοπούσαν στη φύλαξη των παραβατών του νόμου και όχι στον κολασμό τους, δηλαδή χρησίμευαν για τον εγκλεισμό των υποδίκων και όχι καταδίκων. Αυτό τονίζει με πολλή σαφήνεια ο σχολιαστής των Βασιλικών «Οι άρχοντες συνηθίζουν να καταδικάζουν κάποιον σε διηνεκή φυλάκιση ή και να είναι δέσμιος. Αλλά αυτό δεν πρέπει να το κάνουν γιατί οι ποινές αυτές απαγορεύονται. Οι φυλακές υπάρχουν για να φυλάσσονται οι άνθρωποι  και όχι για να τιμωρούνται».  Την απαγόρευση είχε εξειδικεύσει και ο Ιουστινιανός αποκλείοντας τον εγκλεισμό των εξόριστων σε φυλακές σε τόπους εξορίας. Το ότι γίνονταν όμως καταχρήσεις προκύπτει όχι μόνο από μαρτυρίες ιστορικών αλλά και από τον σχολιαστή των Βασιλικών.  Άλλωστε, η κράτηση ενός ατόμου για αόριστο χρονικό διάστημα χωρίς δίκη με εντολή τοπικού διοικητή ή και αυτοκράτορα μπορούσε μεν να είναι παράνομη, ελάχιστα όμως θα διέφερε από μια καταδίκη σημερινή σε κάθειρξη ή φυλάκιση. Για τον περιορισμό αυτών των αυθαιρεσιών γινόταν προσπάθεια για πιο γρήγορες δίκες. Πάντως κατά την ύστερη περίοδο, κάμπτεται η παραπάνω αρχή και κάνουν την εμφάνισή τους διατάξεις που προβλέπουν φυλάκιση, πιθανότατα λόγω της συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας και των συχνών εχθρικών επιδρομών.  Ήδη από την πρώιμη περίοδο εμφανίζεται ως υποκατάστατο της φυλάκισης ο εγκλεισμός των δραστών ορισμένων εγκλημάτων σε μοναστήρια. Δύο λόγοι ώθησαν τον Ιουστινιανό στη θέσπιση σχετικών διατάξεων (α) η κράτηση γυναικών σε κοινές φυλακές με κίνδυνο να υποστούν κακοποίηση και (β) εγκλήματα σχετικά με το γάμο και τη γενετήσια ζωή διευκόλυνε ο τόπος του μοναστηρίου ως τόπος μετάνοιας. Η ρύθμιση αυτή είχε ως περαιτέρω συνέπεια, ότι ενισχύθηκε η περιουσία των μοναστηριών καθώς οι περιουσίες των δραστών περιέχονταν στις μονές. Επίσης, τα μοναστήρια αποτελούσαν τον φυσικό τόπο απλής κράτησης.  Πρέπει να σημειωθεί, ότι  δεν αποτελούσε έκτιση ποινής ο εγκλεισμός προσώπων στη μονή, στον οποίο κατέφευγαν οι ηγεμόνες για να εξουδετερώσουν διεκδικητές του θρόνου, συχνά και μέσα στην ίδια την οικογένειά τους. Και μάλιστα ο εγκλεισμένος με το μέτρο της υποχρεωτικής μοναχικής κουράς, δεν κατόρθωνε ποτέ να επανέλθει στον κοσμικό βίο.
  • Οι περιουσιακές ποινές. Στον κατάλογο των περιουσιακών ποινών  από άποψη βαρύτητας πρώτη έρχεται η δήμευση που εφόσον είναι γενική συνεπάγεται με την αφαίρεση και περιέλευση στο δημόσιο ολόκληρης της περιουσίας του κατάδικου. Έτσι όμως τιμωρείται και ολόκληρη η οικόγενειά του. Για το λόγο αυτό από την εποχή του Ιουστινιανού  περιορίζεται σταδιακά το πεδίο της εφαρμογής της, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις. Πάντως κατά την ύστερη περίοδο οι ποινές υπέρ του δημοσίου μπαίνουν στο περιθώριο. Εκτός από τις χρηματικές ποινές που κατέληγαν στα δημόσια ταμεία στα νομοθετήματα των Ισαύρων και των Μακεδόνων αυτοκρατόρων προβλεπόταν σε πολλές περιπτώσεις ο δράστης να υποχρεώνεται να καταβάλει στο θύμα ένα χρηματικό ποσό, ανεξάρτητα από την αποζημίωση που του οφείλει για την αποκατάσταση της ζημιάς που προήλθε από την αξιόποινη πράξη. Αν όμως η ζημιά δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, τότε ποινή και αποζημίωση ενοποιούνται σε ένα ποσό. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα γενετήσια εγκλήματα πχ αποπλάνηση ελεύθερης άγαμης γυναίκας ή κακοποίηση ανήλικου κοριτσιού.
  • Ηθικές μειώσεις εξαιτίας της καταδίκης. Στο ρωμαϊκό δίκαιο η εποβολή ορισμένων ποινών προκαλούσε μία σειρά από ηθικές μειώσεις που εν μέρει διατήρησε το βυζαντινό δίκαιο. μία από τις συνέπειες ήταν η απαγόρευση της ταφής των καταδικασμένων σε θάνατο, που με την επικράτηση του Χριστιανισμού καταργήθηκε. Σε περίπτωση αυτοκτονίας η εκκλησία μπορούσε να αρνηθεί την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας. Μερικές από τις ηθικές μειώσεις επέρχονταν μετά θάνατο. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καταδίκη της μνήμης που αρχικά αφορούσε αυτοκράτορες και συνίστατο στην εξαφάνιση από τους δημόσιους τόπους κάθε σημείου που τους θύμιζε πχ μνημεία. Εκτός από τις περιπτώσεις που η ηθική μείωση αποτελούσε την ουσία της ποινής όπως πχ κούρεμα σε άλλες η μείωση ήταν συνέπεια του τρόπου εκτέλεσης της ποινής. Έτσι κυρίως στις διάφορες σωματικές ποινές υποβάλλονταν οι κατάδικοι σε δημόσιο εξευτελισμό με διαπόμπευση. 
  • Οι εκκλησιαστικές ποινές.  Για τη δίωξη των πράξεων ή των παραλείψεων που συνιστούσαν εκκλησιαστικά αδικήματα, δηλαδή μη τήρηση της συμπεριφοράς που το δίκαιο της Εκκλησίας επέβαλε στα μέλη της, γινόταν χρήση των κυρώσεων που είχαν καθιερωθεί από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους με τους ιερούς κανόνες.  Οι κυρώσεις αυτές μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: σε εκείνες που επιβάλλονται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και σε εκείνες που αφορούν μόνο στους λειτουργούς της. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει κατά βάση μόνο ο αφορισμός στις διάφορες διαβαθμίσεις του. Στη δεύτερη, η καθαίρεση, δηλαδή η απώλεια της ιδιότητας του κκληρικού και η αργία, δηλαδή η για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα απομάκρυνση από την ενεργό υπηρεσία, χωρίς απώλεια της ιεροσύνης. Ενδιαμέσως διαμορφώθηκαν και ορισμένες άλλες ποινές με αντικείμενο τη διοιητική εξουσία πχ έκπτωση, απώλεια αξιώματος κλπ. Πέρα από τις ποινές αυτές υπήρχαν και τα επιτίμια. Τα επιτίμια απέβλεπαν στη βελτίωση όσων παρέβαιναν τις επιταγές ή απαγορεύσεις  των ιερών κανόνων και επομένως, με το καθαρώς πνευματικό τους περιεχόμενο (αυστηρές νηστείες, καταπόνηση σώματος με άσκηση κλπ) εξυπηρετούσαν θρησκευτικούς σκοπούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου