Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΡΩΜΑΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ (αν και ο βυζαντινός αν πέσει μπορεί να πέσει μόνος του)



Ο γάμος στους κλασικούς χρόνους:
  • Ο γάμος αποτελεί θεσμό παλαιό όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Παρόλα αυτά υποβάλλεται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις. 
  • Μετά το ψήφισμα του Περικλή κώλυμα γάμου ήταν η συγγένεια. Απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ συγγενών κατ΄ ευθεία γραμμή απεριορίστως, μεταξύ εκ πλαγίου συγγενών, μεταξύ αμφιθαλών αδελφών και μεταξύ ετεροθαλών ομομήτριων αδελφών (στη Σπάρτη μεταξύ ομοπάτριων).
  • Αντίθετα, είναι δυνατός ο γάμος μεταξύ ετεροθαλών ομοπάτριων αδελφών (στη Σπάρτη μεταξύ ομομήτριων), εξ υιοθεσίας αδελφών, καθώς και συγγενών που συνδέονται με συγγένεια τρίτου βαθμού (θείος και ανηψιά) και πέρα.
  • Η αρχαιότερη μορφή έγγαμης σχέσης δημιουργιόταν με την αρπαγή της γυναίκας. κατά τους κλασικούς χρόνους, τη συναντάμε και στη Σπάρτη ως τελετουργική όχι ως συστατική πράξη γάμου.
  • Κατά τους ιστορικούς χρόνους, τη θέση της αρπαγής παίρνει η σύμβαση αγοραπωλησίας. Αντικείμενο της σύμβασης η γυναίκα ενώ ο σύζυγος - αγοραστής έδινε το τίμημα που λεγόταν έδνα.
  • Κατά τους κλασικούς χρόνους στο αττικό δίκαιο η σύναψη έγκυρου γάμου προϋποθέτει τη διενέργεια δύο τυπικών πράξεων: την εγγύην και την έκδοσιν. 
  • Η έννοια της εγγύης δεν είναι γνωστή αλλά πρέπει να σημαίνει την ανταλλαγή αμοιβαίων υποσχέσεων μεταξύ του κυρίου της γυναίκας και του μέλλοντος συζύγου της. Η ανταλλαγή όμως υποσχέσεων δεν αρκεί για τη σύναψη έγκυρου γάμου. Απαιτείται μια δεύτερη δικαιοπραξία με εμπράγματο χαρακτήρα δηλαδή τη παράδοση της γυναίκας για να αρχίσει η συμβίωση (έκδοση).
  • Η συμβίωση δεν αρκεί για τη νομιμότητα του γάμου, απαιτείται να έχει προηγηθεί η εγγύη, χωρίς την οποία η όποια σχέση θεωραίται ως παλλακεία.
  •  Ο γάμος λύεται για τους αρχαίους αυτοδικαίως με το θάνατο ενός από τους συζύγους ή με διαζύγιο. Επίσης, μπορεί να λυθεί και με το δικαίωμα αφαιρέσεως της συζύγου από τον πατέρα της εφόσον δεν έχουν γεννηθεί από το γάμο τέκνα.
 Ο ελληνιστικός γάμος:
  • Η εγγύη και η έκδοση διατηρούνται στο αττικό δίκαιο των ελληνιστικών χρόνων ως ο συγκερασμός των δύο πράξεων αυτών.
  • Στο δίκαιο της ελληνιστικής Αιγύπτου η μεν εγγύη εξαφανίζεται και η δε έκδοση διατηρείται μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ. αλλά αλλοιωμένη.
  • Σε έκδοση της μελλόνυμφης δεν προβαίνει μόνο ο εξουσιαστής της αλλά και οι δύο γονείς ή άλλα πρόσωπα ή μόνο η μητέρα ή ακόμα και η ενδιαφερόμενη (αυτοέκδοση). Η μεταβολή αυτή είναι απόρροια των πολιτειακών συνθηκών.
  • Ο γάμος παύει να αποτελεί σχέση που καταρτίζεται μεταξύ δύο οίκων για το συμφέρον της πόλεως (για τη δημιουργία νέων πολιτών) και γίνεται υπόθεση μεταξύ δύο προσώπων. Η ιδιότητα του πολίτη της πόλεως κτάται ευκολότερα και η καθαρότητα του σώματος παύει να αποτελεί το κύριο μέλημα των πόλεων.
  • Απαιτείται ακόμα η κοινή προέλευση των συζύγων ενώ αυξάνουν οι περιπτώσεις που παντρεύονται και ξένοι μεταξύ τους με αποτέλεσμα η κοινή καταγωγή  να χάνει τη σημασία που είχε ως τότε. Είναι αδιάφορο αν οι σύζυγοι προέρχονται από διαφορετική περιοχή ή ακόμα και κράτος. Οι μικτοί γάμοι αυτοί έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και δεν επιδρούν στο κύρος της έγγαμης σχέσης.
  • Η συγγένεια σε ευθεία γραμμή μεταξύ δύο προσώπων εξακολουθεί να αποτελεί κώλυμα γάμου. Αντίθετα εκ πλαγίου δεν αποτελεί ακόμα και προκειμένου περί αμφιθαλών αδελφών.
Ο ρωμαϊκός γάμος:
  • Όπως για τους Έλληνες έτσι και για τους Ρωμαίους η συμβίωση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του γάμου. Χαρακτηριστικό της έγγαμης συμβίωσης είναι η διάρκεια, η οποία διαφοροποιεί το γάμο από τις άλλες σχέσεις. Από τη διαρκή συμβίωση συνάγεται η βούληση των συμβιούντων να είναι σύζυγοι.
  • Προϋποθέσεις για τη σύναψη νόμιμου γάμου είναι η ιδιότητα του πολίτη, η συμπλήρωση νόμιμης ηλικίας, η συγκατάθεση του εξουσιαστή αν οι μελλόνυμφοι είναι υπεξούσιοι καθώς και η συναίνεσή τους.
  • Τα κωλύματα του γάμου στους Ρωμαίους είναι περισσότερα: α) Η συγγένεια κατ΄ ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου μέχρι δεύτερου βαθμού (αδέλφια), ο γάμος μεταξύ συγγενών τρίτου βαθμού εκ πλαγίου β) Η ύπαρξη προηγούμενου γάμου αν αυτός δεν έχει λυθεί με θάνατο ή με διαζύγιο.  Η  διγαμία επιφέρει την ποινή της ατιμίας γ) Η καταδίκη της γυναίκας σε μοιχεία δ) οι άνδρες να μην νυμφεύονται κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας.
  • Στον ρωμαϊκό γάμο, η σύζυγος συνεχίζει να βρίσκεται υπό την εξουσία του ως τότε φορέα της και αν ήταν αυτεξούσια διατηρεί την ιδιότητά της αυτή και μετά τον γάμο. Για τη μεταβίβαση της εξουσίας αυτής έπρεπε είτε να γίνει η μεταβίβαση της εξουσίας από τον φορέα της είτε ο σύζυγος να ασκήσει την εξουσία αυτή επί ένα συνεχές έτος χωρίς η σύζυγος να απουσιάσει από τη συζυγική εστία περισσότερο από τρεις συνεχείς νύχτες.
  • Εάν ο γάμος δεν συνοδεύεται από την κτήση της εξουσίας του συζύγου πάνω στη σύζυγο τότε η περιουσιακή τους κατάσταση δεν μεταβάλλεται και οι σύζυγοι κληρονομούνται από τους εξ αίματος συγγενείς τους ενώ δεν γεννιέται υποχρέωση διατροφής της συζύγου σε βάρος του συζύγου. 
  • Αν όμως μεσολάβησε μεταβίβαση της εξουσίας τότε η σύζυγος περιέρχεται στην εξουσία του συζύγου και καλείται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στην τάξη των θυγατέρων.  Ως εξουσιαστής ο σύζυγος έχει υποχρέωση διατροφής.
  • Στο ρωμαϊκό δίκαιο απαγορεύονταν οι δωρεές μεταξύ συζύγων. Η απαγόρευση αυτή ίσχυσε μέχρι το 206 μ.Χ. όπου και σταμάτησε με την προϋπόθεση ότι  ο δωρητής σύζυγος δεν την ανακάλεσε όσο ζούσε.
  • Η λύση του γάμου επέρχετο με το θάνατο ενός από τους δύο συζύγους, την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη και με διαζύγιο. Από τους χρόνους του Αυγούστου ο σύζυγος υποχρεούται να χωρίσει τη γυναίκα του σε περίπτωση μοιχείας όχι όμως και το αντίστροφο.
Ο βυζαντινός γάμος:
  •  Η εξέλιξη του θεσμού του γάμου στις διαδοχικές περιόδους της ιστορίας του Βυζαντίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιδίωξη της Εκκλησίας να επιβάλει την κυριαρχία της στο χώρο αυτό.
  • Στα κεφάλαια του Πρόχειρου Νόμου, ο βυζαντινός νομοθέτης έθεσε τις προϋποθέσεις: α) η νόμιμη ηλικία δηλαδή η συμπλήρωση του 12ου έτους για τα κορίτσια και του 14ου έτους για τα αγόρια β) η συναίνεση των μελλονύμφων γ) η συναίνεση του εξουσιαστή τους (πατέρας) αν αυτοί ήταν υπεξούσιοι και δ) η τήρηση του νόμιμου τύπου.
  • Οι ίδιες προϋποθέσεις ίσχυαν και για την έγκυρη σύναψη μνηστείας ακόμα και η ηλικία. Ο Λέων ο Σοφός με δύο νεαρές, απαίτησε για τη σύναψη έγκυρης μνηστείας την ίδια μόνιμη  ηλικία που απαιτούσε ο νόμος και για τη σύναψη γάμου. Δεν απέκλεισε όμως ο Λέων τη δυνατότητα της μνηστείας με συμπληρωμένα τα 7 έτη.
  • Από σχετικές δικαστικές αποφάσεις της εποχής προκύπτει ότι την προϋπόθεση της ηλικίας δεν την τηρούσαν (παιδικοί γάμοι λόγω οικονομικών λόγων) με αποτέλεσμα την ακύρωση των γάμων αυτών αν οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν στα δικαστήρια.
  • Μέχρι το τέλος του 10ου αιώνα με την ιουστινιάνεια κωδικοποίηση κωλύοταν ο γάμος συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και προς τα πλάγια σε ισοσκελή μεν γραμμή και μέχρι και τον δεύτερο (δηλαδή ο γάμος δύο αδελφών),  ενώ σε ανισοσκελή γραμμή μέχρι και τον τέταρτο (δηλαδή ο γάμος θείου με την ανηψιά ή με την κόρη της). Άρα επιτρεπόταν ο γάμος πρώτων εξαδέλφων. Στην αγχιστεία δηλαδή τη σχέση καθενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου, τα κωλύματα περιορίζονταν σε συγκεκριμένες ενώσεις όπως ο γάμος πατριού/μητριάς με προγονή/προγονό ή πεθερού/πεθεράς με νύφη/γαμπρό. Οι κανόνες της Εκκλησίας με τους κανόνες του Μ. Βασιλείου προχώρησαν στο χώρο της "οιονεί αγχειστείας" και απέκλεισαν πχ το γάμο δύο αδελφών με δύο αδελφές. Επίσης απέκλεισαν το γάμο ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος μέχρι το δεύτερο βαθμό του ενός συζύγου με τους συγγενείς του άλλου.
  • Η Εκλογή των Ισαύρων μετέτρεψε το κανονικό δίκαιο σε πολιτειακό και ενώ επανέλαβε τα παραπάνω κωλύματα, πρόσθεσε το κώλυμα στη συγγένεια εξ αίματος και στον έκτο βαθμό (γάμος δεύτερων εξαδέλφων).  Οι πιο πάνω περιορισμοί ενισχύθηκαν και με το ποινικό μέρος της Εκλογής όπου στο πλαίσιο των διατάξεων περί αιμομιξίας καθιερώθηκε το αξιόποινο και ορισμένων "τριγωνικών σχέσεων" (δηλαδή του ίδιου άνδρα με μητέρα και θυγατέρα ή με δύο αδελφές). Τα κωλύματα της Εκλογής επαναλήφθηκαν και στη νομοθεσία των Μακεδόνων (Εισαγωγή, Πρόχειρο Νόμο, Βασιλικά) όχι με την ίδια διατύπωση.
  • Σταθμός στην εξέλιξη του δικαίου των γαμικών κωλυμάτων αποτέλεσε το έτος 997 ο λεγόμενος τόμος του πατριάρχη Σισσίνιου Β' ο οποίος αναφερόταν μόνο στο κώλυμα της "οιωνής" αγχιστείας που επεκτείνεται από τον τέταρτο βαθμό στον έκτο (δηλαδή δύο αδέλφια να μην παντρεύονται δύο ξαδέλφες). Δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες που εκδόθηκε ο τόμος αυτός. Ο πατριάρχης Σισσίνιος προσπαθεί να πείσει ότι ο τόμος δεν περιέχει νέες ρυθμίσεις αλλά απλώς συνιστά πιστή εφαρμογή παλιών. Επικαλείται διάταξη των Βασιλικών που έλεγε για την ευπρέπεια του γάμου και ένα επιχείρημα του Μ. Βασιλείου όπου ο χήρος/χήρα δεν μπορεί να παντρευτεί την αδελφή/αδελφό του αποβιώσαντα συζύγου. Σε προσπάθειά του να θέσει φραγμούς ο γνωστός νομικός του 11ου αιώνα Ευστάθιος ο Ρωμαίος οδήγησε σε απρόβλεπτες συνέπειες δηλαδή στην επέκταση από τον έκτο στον έβδομο βαθμό της "οινής" αγχιστείας. Δεν επεκτάθηκε στον όγδοο βαθμό γιατί υπήρχε μια διάταξη στα Βασιλικά όπου χαρακτήριζε το γάμο μεταξύ τρίτα εξαδέλφια ακώλυτο. Ο τόμος του Σισσίνιου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε διάφορους νομικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους.  Οι επικριτές έθεταν θέματα νομιμότητας. Έγινε προσπάθεια αντίκρουσης με το επιχείρημα ότι ο Σισσίνιος ενεργούσε με εντολή αυτοκράτορα. Στα μέσα του 12ου αιώνα επικρατούσαν οι επικριτές όπου ο Μανουήλ Κομνηνός επιδίωξε με μία νεαρά όχι να καταργήσει τον τόμο αλλά να τον υποβαθμίσει.  Πολύ γρήγορα όμως επειδή ο τόμος είχε βαθιές ρίζες στο νομικό βίο, η νεαρά του Μανουήλ περιέπεσε σε αχρησία και ο τόμος εμφανίζεται στα δικαστήρια ως "ισχύον δίκαιο".
  • Άλλο κώλυμα στο ιουστινιάνειο δίκαιο ήταν εκείνο της πνευματικής συγγένειας δηλαδή απαγορευόταν ο γάμος του νονού/νονάς(ανάδοχος) με το βαπτιστήρι του. Αυτό το κώλυμα επεκτάθηκε με κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου, μετά με την Εκλογή αλλά και με τη Νομοθεσία των Μακεδόνων.
  • Γαμικά κωλύματα παρήγαγε και η τεχνητή συγγένεια (υιοθεσία) αλλά αυτά περιορίζονταν μεταξύ θετών γονέων και θετών παιδιών και των στενών συγγενών τους εξ αίματος. Το ίδιο συνέβαινε και με την επιτροπεία και με άλλα ορισμένα αξιώματα.
  • Κώλυμα μπορούσε να αποτελέσει και μια αξιόποινη πράξη. Έτσι η καταδίκη για μοιχεία απέκλειε το γάμο των μοιχών μεταξύ τους. Την ίδια συνέπεια είχε και η αρπαγή μιας γυναίκας, ακόμη και αν ο πατέρας συναινούσε στο γάμο. 
  • Υπήρχαν κι άλλα κωλύματα τα λεγόμενα ανατρεπτικά που εμπόδιζαν το γάμο ενός προσώπου με οποιδήποτε άλλο. Τέτοια ήταν η περίπτωση των ευνούχων,  το κώλυμα του προϋφιστάμενου έγκυρου γάμου (όποιος ήταν έγγαμος δεν μπορούσε να συνάψει νέο γάμο) και όλοι οι κληρικοί και μοναχοί της Εκκλησίας.
  • Τέλος, απόλυτο χαρακτήρα είχε και ένα άλλο κώλυμα με περιορισμένη χρονική διάρκεια, ήταν δηλαδή ένα κώλυμα αναβλητικό: η χήρα δεν μπορούσε να συνάψει νέο γάμο αν δεν πέρναγε ένας χρόνος από το θάνατο του συζύγου της για να μην συμβεί κανένα θέμα αν εγκυμονούσε ποιανού ήταν το παιδί.
  • Κατά το ιουστινιάνειο δίκαιο συστατικό στοιχείο του γάμου ήταν η "γαμική διάθεση" δηλαδή η βούληση δύο προσώπων να συνάψουν γάμο. Για την απόδειξη της σύναψης του γάμου προβλεπόταν η κατάρτιση προικοσυμβολαίων ή η δήλωση της βούλησης ενώπιον Εκκλησίας και μαρτύρων.  
  • Με μία διάταξη της Εκλογής υπήρχε ζήτημα κατάργησης της διάκρισης ανάμεσα γάμου και παλλακείας αφού όποιος συνοικούσε με ελεύθερη γυναίκα, της ανέθετε την διαχείριση του νοικοκυριού και διατηρούσε γενετήσιες σχέσεις μαζί της (κοινώς σεξ) τότε είχε συνάψει μαζί της άγραφο γάμο. Βέβαια ο Λέων ο Σοφός μετά από απαίτηση της Εκκλησίας καταργεί την παλλακεία με νεαρά και καθιερώνει ως συστατικό τύπο του γάμου την ιερολογία (γάμος στην Εκκλησία) οπότε δεν υπήρχε θέμα σύγχυσης του γάμου με άλλες συμβιώσεις.
  • Η Εκκλησία ήδη από τον 4ο αιώνα αποδοκίμαζε τους διαδοχικούς γάμους. Ανεχόταν τον δεύτερο γάμο και μετά βίας αναγνώριζε τον τρίτο.  Η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας βρήκε ανταπόκριση στους Μακεδόνες όπου με μια νεαρά απαγορευόταν ο τρίτος γάμος. Μετά την ένταση όμως που προκλήθηκε με τον τέταρτο γάμο του Λέοντος του Σοφού που ήθελε να νομιμοποιήσει τον εξώγαμο γιο του, εκδόθηκε το 920 ο "Τόμος της Ενώσεως"  όπου επιτρεπόταν και το τρίτος γάμος μετά από προϋποθέσεις  αλλά όχι ο τέταρτος και έτσι έκλεινε το θέμα με τους πολλαπλούς γάμους.
  • Ο γάμος στο βυζαντινό δίκαιο λύεται όπως και στο ρωμαϊκο με το θάνατο του ενός συζύγου καθώς και με την οριστική απώλεια της ελευθερίας (λόγω καταδίκης).
  • Ειδικές διατάξεις ίσχυαν για τις γυναίκες στρατιωτικών όπου αν είχαν πολύ καιρό να λάβουν ειδήσεις όφειλαν να τον αναζητήσουν στους διοικητές τους ώστε να βεβαιώσουν αυτοί ενόρκως ότι δεν ζούσε. Μετά την παρέλευση ενός έτους μπορούσαν να συνάψουν νέο γάμο. Όμως αν ο άνδρας τους γυρνούσε τότε η γυναίκα γύρναγε πίσω και ο νέος γάμος ακυρωνόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου