Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΝΕΑ



Ιστορία και πολιτισμός της Ελλάδας



Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)

1924. Ο Νικόλαος Πλαστήρας καταθέτει την «εξουσίαν της Επαναστάσεως» στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία κηρύττει έκπτωτη τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και εγκαθιδρύει πολίτευμα Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας (επικυρώνεται με το δημοψήφισμα της 13/4/1924). 1925. Με στρατιωτικό κίνημα ο Θ. Πάγκαλος (βενιζελικός στρατηγός και βουλευτής) εξαναγκάζει την κυβέρνηση σε παραίτηση, σχηματίζει κυβέρνηση που λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης, τροποποιεί αυθαίρετα το Σύνταγμα και κηρύσσει δικτατορία στις 4 Ιανουαρίου 1926.

1926. Ο βενιζελικός στρατηγός Γ. Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο και αποκαθιστά τη Δημοκρατία. 1928-1932. Η τελευταία κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου. Δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» ο Ν. 4229/1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», περισσότερο γνωστός ως «Ιδιώνυμον».

1933. Στις εκλογές πλειοψηφεί η αντιβενιζελική παράταξη. Ο Νικόλαος Πλαστήρας οργανώνει την επομένη στρατιωτικό κίνημα που αποτυγχάνει, όπως και το στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.

1935. Η κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη (αντιβενιζελικοί) με σειρά Συντακτικών Πράξεων αναστέλλει, καταργεί ή τροποποιεί διατάξεις του Συντάγματος. Οι βενιζελικοί απέχουν από τις εκλογές.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1935-1936)

1935. Έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα του Γ. Κονδύλη (που έχει περάσει στην αντιβενιζελική παράταξη) ο Τσαλδάρης υποχρεώνεται να καταργήσει το Σύνταγμα του 1927, να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1864/1911 και να προκηρύξει δημοψήφισμα για την επαναφορά της Βασιλείας. Με άλλο ένα νόθο δημοψήφισμα η Βασιλεία επιστρέφει (με 97,88%). Ο Γεώργιος Β΄ επιστρέφει στην Ελλάδα.

1936. Οι εκλογές διεξάγονται με απλή αναλογική, τα δύο κόμματα (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) δεν μπορούν να σχηματίσουν πλειοψηφία και το ΚΚΕ καθίσταται ρυθμιστής. Λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης (ως προσωρινή λύση) από τη Βουλή ο Ιωάννης Μεταξάς (αντιβενιζελικός πολιτικός, πρώην στρατιωτικός).

1936. Ο στρατός και η χωροφυλακή διαλύουν βίαια συγκέντρωση απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Δώδεκα νεκροί και δεκάδες τραυματίες είναι ο τραγικός απολογισμός των φονικών συγκρούσεων.

Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

1936. Ο Μεταξάς με τη συναίνεση του Γεώργιου εγκαθιστά δικτατορία.

1940. Στις 28 Οκτωβρίου, μετά το «όχι» του ελληνικού λαού, η Ελλάδα εμπλέκεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η πρώτη προκλητική ενέργεια της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας έγινε στις 15 Αυγούστου 1940, με τον τορπιλισμό του ελληνικού πολεμικού πλοίου «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο. Στις 28 Οκτω βρίου 1940 έγινε η πρώτη ιταλική επίθεση στην Πίνδο, ύστερα από το ιστορικό τελεσίγραφο και την αρνητική απάντηση της Ελλάδας. Στην αρχή οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν, αλλά από τις 14 Νοεμβρίου 1940 και μετά εξαπέλυσαν αντεπίθεση και ανακατέλαβαν τα ελληνικά εδάφη. Οι Ιταλοί υποχώρησαν στο εσωτερικό της Αλβανίας, αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες αιχμάλωτους. Στις 9 Μαρτίου 1941 ο Ιταλοί ανασυνταγμένοι εξαπέλυσαν καινούρια επίθεση, η οποία συνάντησε σθεναρή αντίσταση και απέτυχε.

Η ΚΑΤΟΧΗ (1941-1944)

1941. Απρίλιος. Η Ελλάδα καταλαμβάνεται από τις Δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία). Ο Γεώργιος Β΄ και η κυβέρνηση (ο Μεταξάς έχει πεθάνει) εγκαταλείπουν την Ελλάδα.

30 Απριλίου. Ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου αυτοανακηρύσσεται με την υποστήριξη των Γερμανών πρωθυπουργός. Ορκίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση (παραίτηση στις 2 Δεκεμβρίου 1942).

20 Μαΐου. Στις 06.30 το πρωί αρχίζει η γερμανική επίθεση εναντίον της Κρήτης, η οποία θα οδηγήσει στην πλήρη κατάληψη του νησιού από τους εισβολείς στις 30 Μαΐου (Μάχη της Κρήτης).

30 Μαΐου. Τη νύχτα ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατεβάζουν από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών τη ναζιστική σημαία, προκαλώντας ενθουσιασμό στους κατοίκους της κατεχόμενης πόλης.

10 Ιουνίου. Η Ελλάδα, έπειτα από απόφαση της Ανώτερης Γερμανικής Διοίκησης, χωρίζεται σε ζώνες κατοχής: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική.

27 Σεπτεμβρίου. Ιδρύεται έπειτα από συμφωνία των αντιπροσώπων του ΚΚΕ (Λευτέρης Αποστόλου), του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος (Χρήστος Χωμενίδης), της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (Ηλίας Τσιριμώκος) και του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (Απόστολος Βογιατζής) το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο).

1942. Στις 16 Φεβρουαρίου ιδρύεται ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) ανατινάζει τα γραφεία της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνικο-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) και αποτρέπει τη στρατολόγηση Ελλήνων από τους Γερμανούς κατακτητές. Αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ανατινάζουν τη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοπόταμου αποκόπτοντας τη στρατηγικής σημασίας οδό Θεσσαλονίκης- Αθηνών- Πειραιώς, την οποία οι Γερμανοί χρησιμοποιούν για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του Ρόμελ στη Β. Αφρική.

1944. Στις 29 Φεβρουαρίου υπογράφεται στην Πλάκα της Ηπείρου η ομώνυμη συμφωνία ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΚΚΑ, ΕΔΕΣ. Με τη συμφωνία αυτή οι οργανώσεις αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην πολεμούν μεταξύ τους, να περιορίζονται στις περιοχές που κατέχει η καθεμιά και να πολεμούν τον εχθρό από κοινού και χωριστά.

Στις 26 Μαρτίου αναγγέλλεται η δημιουργία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθερώσεως- ΠΕΕΑ. Προσωρινός πρόεδρός της είναι ο συνταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής, παλαιότερα εκπρόσωπος της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ, και μέλη της οι Μάντακας (ΕΛΑΣ), Σιάντος (ΚΚΕ), Τσιριμώκος (ΕΛΔ), Γαβριηλίδης (Αγροτικό Κόμμα) και ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Α. Σβώλος, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα αναλαμβάνει πρόεδρος της ΠΕΕΑ.

Την 1η Μαΐου οι Γερμανοί εκτελούν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες πατριώτες, οι οποίοι κρατούνταν στις φυλακές του Χαϊδαρίου, στην πτέρυγα μελλοθανάτων 15.

Στις 17 Μαΐου αρχίζει στον Λίβανο, υπό την προεδρεία του πρωθυπουργού της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η ομώνυμη διάσκεψη των αντιπροσώπων των ελληνικών πολιτικών και αντιστασιακών δυνάμεων. Κύρια θέματα η διαμόρφωση εθνικής πολιτικής και η συγκρότηση εθνικού στρατού. Στις 20 Μαΐου οι εκπρόσωποι των διαφόρων κομμάτων και οργανώσεων καταλήγουν σε συμφωνία για τη δημιουργία Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.

Στις 2 Σεπτεμβρίου διορίζονται υπουργοί στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, Α. Σβώλος, Ι. Ζέβγος, Α. Αγγελόπουλος, Η. Τσιριμώκος, Ν. Ασκούτσης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης.

Στις 26 Σεπτεμβρίου, στην Καζέρτα της Ιταλίας, οι εκπρόσωποι των μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων της χώρας (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ) συμφωνούν να θέσουν τις δυνάμεις τους υπό τις διαταγές του Βρετανού υποστρατήγου Ρόναλντ Σκόμπι, τα τάγματα ασφαλείας να θεωρηθούν εχθρικοί σχηματισμοί και ο ΕΛΑΣ να μη μετακινήσει τις δυνάμεις του προς τα μεγάλα αστικά κέντρα (Συμφωνία της Καζέρτας).

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Στις 12 Οκτωβρίου τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής εγκαταλείπουν την Αθήνα. Την ίδια ημέρα καταφτάνουν στο λιμάνι του Πειραιά τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα.

Στις 18 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Παπανδρέου επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Στις 3 Δεκεμβρίου αρχίζουν τα Δεκεμβριανά.

Στις 12 Φεβρουαρίου στη Βάρκιζα υπογράφεται από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης και του ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ η ομώνυμη συμφωνία, η οποία προβλέπει τον αφοπλισμό των ανταρτικών και παραστρατιωτικών ομάδων μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 1945. Επίσης, καθορίζονται ο τρόπος ανασυγκρότησης του εθνικού στρατού, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και η διενέργεια εκλογών.

1946. Στις εκλογές απέχει η Αριστερά. Κερδίζει το Λαϊκό Κόμμα του Π. Τσαλδάρη (πρώην αντιβενιζελικοί)- δημοψήφισμα που αποβαίνει υπέρ της επανόδου του Γεωργίου Β΄.

1947. Υπογράφεται ανάμεσα στην Ιταλία και τις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Συνθήκη των Παρισίων. Με τη συνθήκη αυτή τα Δωδεκάνησα περιέρχονται στην Ελλάδα. Πεθαίνει ο Γεώργιος Β΄ και τον διαδέχεται ο Παύλος.

1949. Τερματίζεται ο Εμφύλιος Πόλεμος. Ο ραδιοφωνικός σταθμός των ανταρτών «Ελεύθερη Ελλάδα» αναγγέλλει την κατάπαυση του πυρός από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού.  

Η ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1949-1967)

5 Μαρτίου 1950. Διεξάγονται οι πρώτες εκλογές μετά τον Εμφύλιο.

1950-1952. Πολιτική κυριαρχία του κέντρου.

1952. Τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 (η συνέχεια του Συντάγματος 1864/1911). Καταδίκη σε θάνατο, για κατασκοπεία, του Ν. Μπελογιάννη και άλλων επτά ατόμων. Στις εκλογές (ψηφίζουν για πρώτη φορά οι Ελληνίδες) κυριαρχεί απόλυτα το νέο κόμμα της δεξιάς Ελληνικός Συναγερμός με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπάγο.

1955. Ο Παπάγος πεθαίνει. Πριν το κόμμα του εκλέξει τον διάδοχο, ο Παύλος θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον υπουργό Δημοσίων Έργων του Παπάγου και νέο πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Καραμανλής διαλύει τον Εθνικό Συναγερμό και ιδρύει την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς αντιβενιζελικής παράταξης αλλά και πολλούς πρώην βενιζελικούς και κεντρώους (Κανελλόπουλος, Αβέρωφ κ.ά.).

1956-1963. Οκταετία Καραμανλή.

1958. Το αριστερό κόμμα της ΕΔΑ αναδεικνύεται στις εκλογές αξιωματική αντιπολίτευση.

29 Οκτωβρίου 1961. Οι εκλογές χαρακτηρίζονται νόθες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ξεκινά ο «ανένδοτος αγών». 1963. Δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρ. Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Στις εκλογές πλειοψηφεί η Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.) αλλά με μικρή διαφορά από την ΕΡΕ. Ο Καραμανλής αποχωρεί από την ενεργό πολιτική.

1964. Μεγάλη εκλογική νίκη της Ε.Κ. που της δίνει απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου. Πεθαίνει ο Παύλος και τον διαδέχεται ο Κωνσταντίνος Β΄.

1965.

15 Ιουλίου αρχίζει η μεγάλη πολιτική και συνταγματική κρίση. Ο Κωνσταντίνος εξαναγκάζει τον Παπανδρέου σε παραίτηση και διορίζει διαδοχικά τρεις κυβερνήσεις «αποστατών» από την Ένωση Κέντρου. Η τρίτη κυβέρνηση των αποστατών με πρωθυπουργό τον Στ. Στεφανόπουλο κατορθώνει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.

Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1974- ΣΗΜΕΡΑ)

1974. Στις 24 Ιουλίου επιστρέφει ο Καραμανλής από το Παρίσι και αναλαμβάνει να σχηματίσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή μελών της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. Χορη γείται αμνηστία. Νομιμοποιείται το ΚΚΕ. Τίθεται σε ισχύ προσωρινά το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις για το πολίτευμα. Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου κερδίζει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Καραμανλής (δεύτερο κόμμα η Ένωση Κέντρου). Στο τελευταίο (και μόνο γνήσιο) δημοψήφισμα στην ελληνική πολιτική ιστορία ο ελληνικός λαός με 70% επιλέγει την αβασίλευτη δημοκρατία.

1975. Τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα του 1975 (το οποίο ισχύει αναθεωρημένο μέχρι σήμερα).

19 Ιουνίου 1975. Εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Βουλή ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.

1977. Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει ξανά τις εκλογές (δεύτερο κόμμα το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου).

1980. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στις 10 Μαΐου ο Γεώργιος Ράλλης τον αντικαθιστά στην πρωθυπουργία και στην αρχηγία της Ν.Δ.

1981. Η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ. Τις εκλογές κερδίζει με μεγάλη διαφορά το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ορκίζεται Πρωθυπουργός.

1985. Ο Κ. Καραμανλής παραιτείται. Εκλέγεται νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Χρ. Σαρτζετάκης. Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές. 1986. Τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975/86 (μεταφρασμένο ολόκληρο στη Δημοτική).

1989. Στις 18 Ιουνίου γίνονται βουλευτικές εκλογές στις οποίες κυριαρχεί το αίτημα για «κάθαρση». Πρώτο κόμμα αναδεικνύεται η Ν.Δ. με ποσοστό 44,25%, δεύτερο το ΠΑΣΟΚ με 39,15% και τρίτο ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου με 13,12%. Λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου, το πρώτο κόμμα αδυνατεί να σχηματίσει κυβέρνηση.

Την 1η Ιουλίου σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ. και Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου με Πρωθυπουργό τον προερχόμενο από τη Ν.Δ. Τζαννή Τζαννετάκη.

Στις 2 Ιουλίου ορκίζεται η κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη (παραίτηση στις 12 Οκτωβρίου 1989).

Στις 5 Νοεμβρίου, παρά τη νίκη της με 46,2% στις εκλογές, η Ν.Δ. λόγω του ισχύοντος εκλογικού συστήματος αδυνατεί να σχηματίσει κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ 40,70%, Συνασπισμός 11%). Στις 23 Νοεμβρίου, το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ. και ο Συνασπισμός συμφωνούν να στηρίξουν οικουμενική κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα.

1990. Η Ν.Δ. υπό τον Κ. Μητσοτάκη με ποσοστό 46,88% και με 150 έδρες σχηματίζει κυβέρνηση με τη στήριξη του ενός βουλευτή που εκλέγει η ΔΗΑΝΑ. Το ΠΑΣΟΚ με 38,61% εκλέγει 123 βουλευτές.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκλέγεται δεύτερη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας- διαδέχεται τον Χρήστο Σαρτζετάκη. 1993. Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και σχηματίζει κυβέρνηση ο Ανδρέας Παπανδρέου.

1995. Εκλέγεται νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωστής Στεφανόπουλος.

1996. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αδυνατεί (λόγω προβλημάτων υγείας) να ασκήσει καθήκοντα Πρωθυπουργού. Ο Κώστας Σημίτης τον αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία και στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ.- Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και σχηματίζει κυβέρνηση ο Κώστας Σημίτης.

2000. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος εκλέγεται για δεύτερη θητεία Προέδρου της Δημοκρατίας. Στις εκλογές το ΠΑΣΟΚ επικρατεί και πάλι.

2001.Τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975/1986/2001.

2004. Στις εκλογές επικρατεί η Νέα Δημοκρατία και σχηματίζεται κυβέρνηση από τον Κώστα Καραμανλή (ανιψιό του Κωνσταντίνου Καραμανλή).

2005. Η Βουλή εκλέγει Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια.

2006. Η Νέα Δημοκρατία καταθέτει στη Βουλή την πρότασή της για αναθεώρηση του Συντάγματος 1975/1986/2001.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Οι καταβολές του Ελληνικού Συντάγματος (1797- 1827). Η «Ελληνική Πολιτεία» (1828- 1831)

Σημείο εκκίνησης του ελληνικού συνταγματισμού μπορούν να θεωρηθούν οι πολιτειακές απόψεις του Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798), ο οποίος τόνιζε ότι προέχει η κοινή πολιτική ταυτότητα όλων των πολιτών που απαρτίζουν το σώμα του λαού της «Ελληνικής Δημοκρατίας», πέρα από επιμέρους εθνοπολιτισμικά, γλωσσικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά που παραμένουν σεβαστά, χωρίς όμως να νοθεύουν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Απόπειρες εισαγωγής συνταγματικού πολιτεύματος σε ελληνικό έδαφος, στα Επτάνησα, αντιπροσωπεύουν τα τρία συνταγματικά σχεδιάσματα (1800, 1803 και 1806), που ενώ χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό δεν τέθηκαν σε εφαρμογή. Το καθεστώς της βρετανικής προστασίας εισήγαγε το Σύνταγμα του 1817, προκαλώντας έντονα αισθήματα απογοήτευσης.

Ήδη από το πρώτο έτος του Αγώνα (1821) συστάθηκαν αυτοσχέδια αντιπροσωπευτικά όργανα που συνήλθαν σε πολλά σημεία του ελληνικού χώρου: τις Καλτεζές, τα Βέρβενα, τη Ζαράκοβα και το Άργος στην Πελοπόννησο, στο Μεσολόγγι με αντιπροσώπους από την Αιτωλία και την Ήπειρο, στα Σάλωνα (Άμφισσα) με αντιπροσώπους από την Ανατολική Ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία. Συνταγματικά σχέδια ψηφίστη καν ακόμη στη Σάμο και την Κρήτη.

Το ουσιώδες κεκτημένο του ελληνικού συνταγματισμού δημιουργήθηκε από τα τρία εθνικά συντάγματα που ψήφισαν: η Α΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο την 1η Ιανουαρίου 1822, η Β΄ Συνέλευση στο Άστρος τη 13η Απριλίου 1823 και η Γ΄ Συνέλευση στην Τροιζήνα την 1η Μαΐου 1827. Τα πρώιμα συντάγματα διακρίνονταν για τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα και τον εντόνως φιλελεύθερο προσανατολισμό τους.

Το «Πολιτικόν Σύνταγμα» του 1827, ενώ επιβεβαίωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, περιέβαλε τον Κυβερνήτη με αρμοδιότητες που τον αναδείκνυαν στον πιο σημαντικό παράγοντα του πολιτεύματος.

Μόλις ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε τα καθήκοντα του Κυβερνήτη εισηγήθηκε την αναστολή του δημοκρατικού πολιτεύματος της Τροιζήνας. Η Βουλή αντικαταστάθηκε από το «Πανελλήνιον» και αργότερα από τη «Γερουσία», θεσμό που απομάκρυνε σημαντικές προσωπικότητες του πολιτικού βίου. Η αντιπολίτευση, που κατηγορούσε τον Καποδίστρια για αυταρχικότητα, εκδηλώθηκε με εξεγέρσεις σε πολλά μέρη. Η γενική δυσαρέσκεια είχε ως τραγικό αποτέλεσμα τη δολοφονία του κυβερνήτη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.

Απόλυτη Μοναρχί α (1833-1843) και Συνταγματική Μοναρχί α (1844-1863)

Έπειτα από 10 χρόνια διακυβέρνησης Απόλυτης Μοναρχίας του Όθωνα, εκδηλώθηκε το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με αίτημα την κατάρτιση Συντάγματος. Η συνέλευση που συγκλήθηκε μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου ψήφισε, σε συμφωνία με τον Όθωνα, το Σύνταγμα του 1844, βάσει του οποίου εγκαθιδρύθηκε το καθεστώς της Συνταγματικής Μοναρχίας και ίσχυσε η «μοναρχική αρχή». Ο βασιλιάς, μοναδικός φορέας κυριαρχίας, διόριζε τους υπουργούς και χαρακτηριζόταν ως πηγή της δικαστικής εξουσίας. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε η αιρετή Βουλή και η διορισμένη Γερουσία, με τη συμμετοχή του βασιλιά, ο οποίος κύρωνε τους νόμους. Η προστασία των δικαιωμάτων ενισχυόταν με το απόρρητο των επιστολών, την αρχή του «φυσικού δικαστή» και την εγγύηση του ορκωτού συστήματος. Ο εκλογικός νόμος του 1844 κατοχύρωνε, στην πράξη, την καθολική ψηφοφορία του άρρενος ενήλικου πληθυσμού. Αντίθετα, η συνέλευση απέκλειε τη δυνατότητα κατάληψης δημοσίων αξιωμάτων από τους γεννηθέντες εκτός της χώρας, τους ετερόχθονες. Ακολούθησε μία περίοδος ελλιπούς εφαρμογής του Συντάγματος έως την έξωση του Όθωνα το 1862.

Βασιλευομένη Δημοκρατία (1864- 1923)

Η συνέλευση που συγκλήθηκε μετά την έξωση του Όθωνα, εξέλεξε βασιλιά τον Γεώργιο Α΄ και ψήφισε, χωρίς τη σύμπραξή του, το Σύνταγμα του 1864. Σύμφωνα με αυτό ιδρυόταν Βασιλευομένη Δημοκρατία και βασιζόταν στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η Γερουσία καταργήθηκε, ενώ η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ βασιλιά, υπουργικού συμβουλίου και Βουλής οργανώθηκε με τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η προστασία των δικαιωμάτων ενισχύθηκε με τις ελευθερίες συνάθροισης και συνένωσης, ενώ παρέχονταν πληρέστερες εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας και ελευθερίας του Τύπου. Η αναδιοργάνωση της εκλογικής διαδικασίας κατέστησε τη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές πυρήνα της πολιτικής συνείδησης του λαού. Από το 1875 καθιερώθηκε η «δεδηλωμένη» πλειοψηφία της Βουλής ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον διορισμό κυβέρνησης, πρωτοβουλία που ανήκε στον Χαρίλαο Τρικούπη.

Μετά το κίνημα του 1909, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου επέλεξε τη συγκρότηση Αναθεωρητικής και όχι Συντακτικής Συνέλευσης, αλλά με σαφή πρόθεση ριζικών συνταγματικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των θεσμών. Στις σπουδαιότερες ρυθμίσεις της αναθεώρησης του 1911 συγκαταλέγονταν η αναβάθμιση της Βουλής, η καθιέρωση νέων βουλευτικών ασυμβίβαστων, η ίδρυση ειδικού δικαστηρίου για τον έλεγχο του κύρους των εκλογών, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η ενίσχυση των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, η απλούστευση της νομοθετικής και της αναθεωρητικής διαδικασίας, η διευκόλυνση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αλλά με προσδιορισμό της αποζημίωσης από τη Δικαιοσύνη, η καθολική στρατιωτική υποχρέωση, η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η αναγνώριση επίσημης γλώσσας του κράτους.

Ελληνική Δημοκρατία (1924- 1935). Παλινόρθωση και δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936- 1941)

Το Σύνταγμα του 1927 εγκαθίδρυσε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και τον θεσμό του αιρετού Αρχηγού του Κράτους (Πρόεδρος της Δημοκρατίας). Καθιέρωνε ρητά τη δημοκρατική αρχή και το κοινοβουλευτικό σύστημα, προβλέποντας εκτός από τη Βουλή και ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα: τη Γερουσία, τα μέλη της οποίας εκλέγονταν κατά τα 9/12 από τον λαό.

Ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στη συνταγματική ιστορία μας, αν και δεν άντεξε στις «θύελλες» των καιρών (διχασμός, κρίση των κοινοβουλευτικών θεσμών στην Ευρώπη κ.λπ.), έχει ιδιαίτερη πολιτική και θεσμική αξία, όχι μόνο για το περιεχόμενο των 127 άρθρων του που είναι διαποτισμένα από τη δημοκρατική ιδέα, αλλά και γιατί είναι συνδεδεμένα με το ιστορικά βαρυσήμαντο εγχείρημα της κατάλυσης του βασιλικού θεσμού.

Παρά τις περιπέτειες της κατάρτισης και της ψήφισής του από το 1924 έως το 1927 και τις παραβιάσεις του, το «Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας της 3ης Ιουνίου 1927» στα οκτώ χρόνια της εφαρμογής του (1927-1935) επιβεβαίωσε τον παιδαγωγικό του ρόλο και τη νομική, πολιτική και συμβολική σημασία του, φέρνοντας το δημοκρατικό πολίτευμα πιο κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού.

Η Ελληνική Δημοκρατία καταλύθηκε ύστερα από αποτυχημένο κίνημα βενιζελικών αξιωματικών, τον Απρίλιο του 1935. Η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη κατήργησε τη Γερουσία και προκήρυξε εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Η Συνέλευση αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Ο Γ. Κονδύλης, όμως, κατέλαβε την εξουσία στις 10 Οκτωβρίου 1935. Με δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στις 3 Νοεμβρίου, επανήλθε ο Γεώργιος Β΄ και ακολούθησαν εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή, στις 26 Ιανουαρίου 1936. Η νέα Βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Ιω. Μεταξά ο οποίος, όμως, την 4η Αυγούστου 1936 επέβαλε δικτατορία.

Η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση από τα στρατεύματα του Μουσολίνι τον Οκτώβριο του 1940 και μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Στις 27 Απριλίου τμήματα του γερμανικού στρατού έφτασαν στην Αθήνα.

Βασιλευομένη Δημοκρατία (1944- 1967)

Κατά την περίοδο της Κατοχής υπήρχαν τρία διαφορετικά καθεστώτα. Οι κατοχικές κυβερνήσεις, που αντλούσαν τη δύναμή τους από τον κατακτητή, οι ελεύθερες κυβερνήσεις του εξωτερικού, όπου είχε καταφύγει ο Γεώργιος Β΄ και μέρος της πολιτικής ηγεσίας της χώρας και η Πανελλήνια Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), κυβερνητικό μόρφωμα αντιστασιακών οργανώσεων.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας άρχισε μία μακρά και επίπονη διαδικασία για την κατάρτιση νέου Συντάγματος, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1952. Επρόκειτο για ένα Σύνταγμα συντηρητικό, χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία σε σχέση με εκείνο του 1911, σαφώς επηρεασμένο από τον εμφύλιο πόλεμο που είχε προηγηθεί. Ως πολίτευμα οριζόταν Βασιλευομένη Δημοκρατία, με διάκριση των εξουσιών και κοινοβουλευτικό σύστημα. Προβλεπόταν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές. Υπήρχε κατάλογος των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με περιοριστικές όμως αιχμές. Το Σύνταγμα αυτό ίσχυσε έως το 1967, χωρίς να αναθεωρηθεί ενδιάμεσα.

Κατά την περίοδο αυτή διενεργήθηκαν εννέα εκλογικές αναμετρήσεις. Η πολιτική ζωή διήλθε και ορισμένες κρίσεις, με μεγαλύτερη εκείνη του θέρους του 1965 (Ιουλιανά). Η Βασιλευομένη Δημοκρατία καταλύθηκε με το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Απριλίου 1967.

Η μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 δεν κατέλυσε μόνο τη δημοκρατία και τις ελευθερίες του ελληνικού λαού, αλλά παραβιάζοντας εγκληματικά θεμελιώδεις αρχές της εθνικής πολιτικής, έπληξε βαρύτατα, με την ξενοκίνητη πολιτική της, τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων. Ο αυταρχισμός της και οι πολιτικές συνέπειες της επιβολής της άσκησαν βαθιά επίδραση στη διάπλαση της πολιτικής βούλησης του ελληνικού λαού για τη μετάβαση στη δημοκρατία και τη θέσπιση του νέου Συντάγματος.

Το δικτατορικό καθεστώς κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου 1974. Η κατάρρευση προήλθε από την πολλαπλή αντίσταση του ελληνικού λαού, από τη διεθνή αντίδραση και από το βάρος των ευθυνών του για τα γεγονότα της Κύπρου.

Με την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, η εξουσία διακυβέρνησης της χώρας παραδόθηκε το βράδυ της 23ης Ιουλίου 1974 στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος την επομένη το πρωί, στις 24 Ιουλίου 1974, συγκρότησε την Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος.

Η Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος, με δημοκρατική νομιμοποίηση της πραγματικής αποδοχής και αναγνώρισης από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, κατέστη φορέας νομοθετικής, εκτελεστικής και πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Αποκατέστησε πλήρως όλες τις πολιτικές ελευθερίες των Ελλήνων, προγραμμάτισε και προετοίμασε την προσφυγή στον λαό και καθόρισε τη διαδικασία επιλογής της μορφής του πολιτεύματος και της σύνταξης νέου Καταστατικού Χάρτη.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1821-1864)

1. Τα Συντάγματα της Επανάστασης (η πρώτη Ελληνική Δημοκρατία). Η έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας έφερε και τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Τα κείμενα αυτά ψηφίστηκαν από τοπικές Συνελεύσεις και είχαν σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του Έθνους μέχρι τη μελλοντική σύσταση της «Βουλής του Έθνους».

Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, η οποία ψήφισε την 1η Ιανουαρίου 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Η Συνέλευση απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και ορισμένων νήσων. Το κείμενο του Συντάγματος του 1822 αποτελείται από 110 σύντομες παραγράφους, χωρισμένες σε «τίτλους» και «τμήματα» κατά το γαλλικό πρότυπο. Ονομάστηκε «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», γιατί οι συντάκτες του φοβήθηκαν μήπως προκαλέσουν την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας. Το Σύνταγμα αυτό περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι, η «Διοίκησις» απετελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το «Δικαστικόν», όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη Δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια», δηλαδή τα δικαστήρια.

Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Απριλίου 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο Άστρος Κυνουρίας. Το νέο Σύνταγμα, ο «Νόμος της Επιδαύρου» όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μιαν ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα αρ νησικυρίας της τελευταίας (veto) από απόλυτο μετατράπηκε σε αναβλητικό, ενώ βελτίωνε και την προστασία των ατομικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύονται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του Τύπου, καταργήθηκε η δουλεία). Ακόμη, κατήργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα της ενιαύσιας θητείας των οργάνων της «Διοικήσεως» παρέμεινε άθικτο, απόρροια της διαρκώς αυξανόμενης δυσπιστίας μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών. Η ίδια Συνέλευση του Άστρους ψήφισε και νέο εκλογικό νόμο, όπου το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του «ανδρός» και όχι του «γέροντος», ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.

Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων» δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή. Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα το 1825 και εν συνεχεία στην Τροιζήνα το 182 και αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επταετή θητεία, ψήφισε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και για τον λόγο αυτό διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα Ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.

Το Σύνταγμα αυτό απετελείτο από 150 άρθρα. Καθιέρωνε μιαν αυστηρή διάκριση των εξουσιών αναθέτοντας στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, ονομαζόμενο Βουλή, τη νομοθετική. Ο Κυβερνήτης είχε απλώς το δικαίωμα αναβλητικού veto στα νομοσχέδια, ενώ δεν είχε και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ο ίδιος ήταν «απαραβίαστος», ενώ οι «Γραμματείς της Επικράτειας», δηλαδή οι Υπουργοί, αναλάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (και έτσι ενυπήρχαν στο Σύνταγμα του 1827 τα πρώτα ψήγματα της κοινοβουλευτικής αρχής).

Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής.

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828. 2.Η περίοδος της Απόλυτης Μοναρχίας. Εν μέσω πολιτικής αταξίας ο Όθων έφτασε στο Ναύπλιο το 1833 υποστηριζόμενος από τις «προστάτιδες» δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Είχε ανακηρυχθεί «ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος» και το ελληνικό κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο «Βασίλειον της Ελλάδος». Στο διάγγελμα του Όθωνα για την ανάληψη των καθηκόντων του δεν υπήρχε καμία νύξη περί Συντάγματος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νέου Βασιλέως και μέχρι την ενηλικίωσή του, οι εξουσίες του ασκήθηκαν από την Αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της δεκαετούς απολυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα έγιναν τα πρώτα βήματα για τη διοικητική οργάνωση της χώρας, οργανώθηκε η δικαιοσύνη, θεσπίστηκαν ορισμένα βασικά νομοθετήματα όπως ο Εμπορικός Νόμος, ο Ποινικός Νόμος, οι Νόμοι για την Πολιτική και την Ποινική Δικονομία, ιδρύθηκε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τέλος, το 1834, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του βασιλείου από το Ναύπλιο στην Αθήνα.

Τα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία.

3.Η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών και με τη συμμετοχή πολιτών ζήτησε από τον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος.

Το Σύνταγμα που προέκυψε τον Μάρτιο του 1844 από τις εργασίες «της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» υπήρξε ένα Σύνταγμα-συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του Έθνους. Το Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε τη Συνταγματική Μοναρχία και συντάχθηκε ως επί το πλείστον με βάση το Γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το Βελγικό του 1831.

Οι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής: Καθιερώνει τη μοναρχική αρχή, αφού ο μονάρχης είναι το κυρίαρχο όργανο του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιλέα, ο οποίος έχει και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων από τη Βουλή και τη Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής δεν μπορεί να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονται για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονται ισόβια από τον βασιλιά και ο αριθμός τους ορίστηκε στους 27, αριθμός ο οποίος όμως μπορούσε να αυξηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες και κατά τη βούληση του μονάρχη μέχρι του του όλου αριθμού των βουλευτών. Καθιερώνεται η ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του βασιλιά, ο οποίος διορίζει και παύει αυτούς. Η δικαιοσύνη πηγάζει από τον βασιλιά και απονέμεται εν ονόματί του από τους δικαστές που ο ίδιος διορίζει.

Τέλος, η Συνέλευση αυτή ψήφισε και τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, ο οποίος είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός εκλογικός νόμος που καθιερώνει ουσιαστικά την καθολική ψηφοφορία (μόνον των αρρένων, βεβαίως).

Ο Όθων, παρ΄ ότι δέχθηκε την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και παραβιάζοντας το πνεύμα- αλλά και το γράμμα- του Συντάγματος, προσπάθησε να συγκεντρώσει όση περισσότερη δύναμη γίνεται. Το αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1864-1922)

1.Το Σύνταγμα του 1864. Η Β΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων συγκλήθηκε στην Αθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου ηγεμόνα όσο και με τη σύνταξη νέου Συντάγματος, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της Βασιλευόμενης δημοκρατίας. Μετά την άρνηση του πρίγκιπα Αλφρέδου της Αγγλίας (η επιλογή του οποίου έγινε με το πρώτο δημοψήφισμα της χώρας τον Νοέμβριο του 1862 και με συντριπτική πλειοψηφία) να δεχθεί το στέμμα του ελληνικού βασιλείου, η κυβέρνηση προσέφερε το στέμμα στον πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Χριστιανό Γουλιέλμο του οίκου Χόλσταϊν- Σόντερμπουργκ- Γκλύξμπουργκ, ο οποίος ορκίστηκε συνταγματικός βασιλιάς της Ελλάδας με το όνομα «Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων».

Το Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Συντάγματος του Βελγίου του 1831 και της Δανίας του 1849 και καθιέρωνε σαφώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνο αρμόδιο όργανο για την αναθεωρητική λειτουργία ήταν πλέον η Βουλή. Ακόμη, το άρθρο 31 επαναλάμβανε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος και ενεργούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, ενώ το άρθρο 44 καθιέρωνε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού, προβλέποντας ότι ο βασιλιάς έχει μόνο τις εξουσίες που του απονέμουν ρητώς το Σύνταγμα και οι σχετικοί με αυτό νόμοι.

Η Συνέλευση προέκρινε το σύστημα της μιας Βουλής (μονήρους Βουλής) τετραετούς θητείας και έτσι η Γερουσία καταργήθηκε, αφού πολλοί την κατέκριναν ως όργανο της μοναρχίας. Για την εκλογή των βουλευτών καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, η οποία διεξάγεται και ενεργείται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 71, καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο του βουλευτή με τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου, αλλά όχι και με εκείνα του εν ενεργεία αξιωματικού.

Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αρκετές διατάξεις του Συντάγματος του 1844, όπως ότι ο βασιλιάς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού και ότι οι τελευταίοι είναι υπεύθυνοι για το πρόσωπο του μονάρχη, προέβλεπε όμως επιπλέον τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικά και έκτακτα τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.

2.Η εισαγωγή της Κοινοβουλευτικής Αρχής. Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, κατά την οποία «Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού». Η διατύπωση αυτή άφηνε να εννοηθεί ότι οι υπουργοί ήσαν οιονεί υφιστάμενοι του μονάρχη, συνεπώς υπεύθυνοι και έναντι αυτού, και όχι μόνον έναντι της Βουλής. Εξάλλου, πουθενά δεν όριζε το Σύνταγμα ότι ο βασιλεύς υπεχρεούτο να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Αυτήν ωστόσο την ερμηνεία υποστήριζαν οι εκσυγχρονιστικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου, επικαλούμενες την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Κατόρθωσαν τελικά να την επιβάλουν με τη μορφή της αρχής της «δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της Βουλής, που διατυπώθηκε το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη και την οποία δεσμεύθηκε με τον Λόγο του θρόνου, του ιδίου έτους, να τηρεί ο Γεώργιος ο Α΄: «Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ΄ εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους, αποδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος».

Η καθιέρωση της αρχής της «δεδηλωμένης» στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλευομένης δημοκρατίας συνέτεινε στην εξάλειψη μιας συνταγματικής πρακτικής, η οποία σε πολλά σημεία είχε επαναλάβει τις αρνητικές εμπειρίες της οθωνικής περιόδου. Πράγματι, κατά το διάστημα 1864-1875 δεν έλειψαν ούτε οι εκλογές με αμφισβητούμενο κύρος ούτε, προ πάντων, η ενεργός ανάμειξη του Θρόνου στα πολιτικά πράγματα μέσω του διορισμού κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση κυβερνήσεων πλειοψηφίας, όταν η πολιτική τους δεν συνέπιπτε με εκείνη του Στέμματος. 3.Οι καινοτομίες του Συντάγματος του 1911. Το Σύνταγμα του 1864 παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 1911. Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ού, όμως, σηματοδοτούν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Η άνοδος της αστικής τάξης, η αλλαγή του ρόλου του στρατού, η σταδιακή εξαφάνιση ή αποδυνάμωση των παλαιών πολιτικών κομμάτων και πρακτικών και οι νέες οικονομικές συνθήκες δημιουργούν έντονες πιέσεις σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που έχει διαμορφωθεί για να ανταποκρίνεται σε άλλα δεδομένα. Απόρροια των αλλαγών αυτών σε πολιτικό, διοικητικό και κοινωνικό επίπεδο υπήρξε το «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909). Συνέπεια του κινήματος αυτού ήταν η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 από τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Οι άξονες της αναθεώρησης του 1911 (η οποία όμως, κατά νομική ακριβολογία, δεν ήταν αναθεώρηση αλλά άσκηση συντακτικής εξουσίας) ήσαν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής), η ενίσχυση του κράτους δικαίου και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.

Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήσαν η λυσιτελέστερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, της φορολογικής ισότητας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβίαστου της κατοικίας. Επιπλέον, διευκολύνθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, με ταυτόχρονη δικαστική προστασία της ιδιοκτησίας.

Άλλες σημαντικές αλλαγές ήσαν η ίδρυση του Εκλογοδικείου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών από τις βουλευτικές εκλογές, η επέκταση των ασυμβιβάστων, η επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου πια (το οποίο όμως συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό το κράτος του Συντάγματος του 1927), η βελτίωση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας και η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, προβλέφθηκε για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και η καθαρεύουσα ως «επίσημη γλώσσα του Κράτους».

4.Τα χρόνια της κρίσης. Η μεγάλη διάσταση απόψεων η οποία προέκυψε το 1915 μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου ως προς τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε τη χώρα σε βαθιά κρίση και πήρε προεκτάσεις εθνικού διχασμού, με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να αποσταθεροποιηθεί. Οι διαφωνίες, σε συνταγματικό επίπεδο, αφορούσαν την έκταση των αρμοδιοτήτων του βασιλέα σε σχέση με τον διορισμό της Κυβέρνησης, την παύση των υπουργών και τη διάλυση της Βουλής. Η περίοδος 1915-1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (με παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα) αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα σημαντική, αφού αυξήθηκε κατά πολύ ο εθνικός χώρος. Τον Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Επανήλθε στον θρόνο με δημοψήφισμα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ συνεκλήθη και η Γ΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που δεν τελεσφόρησε όμως (ενώ είχαν κατατεθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές προτάσεις) λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία εξερράγη στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στρατιωτική επανάσταση υπό τον Ν. Πλαστήρα, η οποία διέλυσε τη Συντακτική Συνέλευση και ανάγκασε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί εκ νέου.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)

1.Το Σύνταγμα του 1927. Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ΄ Εθνική Συνέλευση και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας, αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).

Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη στις 30 Ιουνίου 1925 το πραξικόπημα του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εξελέγη η «Βουλή της Α΄ Περιόδου» το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.

Το Σύνταγμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Στο κεφάλαιο του «δημοσίου δικαίου των Ελλήνων» το Σύνταγμα του 1927 βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (πχ. ελευθερία του Τύπου) και καθιερώνει, πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα (προστασία της εργασίας, της οικογένειας κ.λπ.). Κύριο όμως χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνον έπειτα από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.

Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζεται από 200-250 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Η Γερουσία απαρτίζεται από 120 μέλη, η θητεία των οποίων έχει διάρκεια εννέα ετών, αλλά η σύνθεσή της ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια κατά το 1/3. Τουλάχιστον τα 9/12 από τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται από τον λαό, το 1/12 εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 εκλέγονται με βάση τον θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπείας.

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο σωμάτων κατά την ψήφιση ενός νόμου, το Σύνταγμα καθιέρωνε την υπεροχή της γνώμης της Βουλής.

Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιελάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει «να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής».

2.Η επαναφορά της βασιλείας. Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε έως το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο «βενιζελικό» πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Τον Αύγουστο του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.

3.Τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης. Μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της Απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, έπειτα από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1952-1967)

1.Το Σύνταγμα του 1952. Το Σύνταγμα του 1952 λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την εκπόνησή του, υπήρξε συντηρητικό και έμεινε σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864/1911 και του 1927.

Η βασική καινοτομία του υπήρξε η ρητή κατοχύρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Οι αρμοδιότητες του βασιλιά παρέμειναν οι ίδιες όπως προέβλεπε το προηγούμενο Σύνταγμα του 1911.

Ελάχιστες υπήρξαν οι καινοτομίες στα άρθρα περί Βουλής. Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας προσδιοριζόταν αναλόγως του πληθυσμού της, ποτέ όμως ο αριθμός όλων των βουλευτών δεν μπορούσε να είναι κατώτερος των 150 και ανώτερος των 300.

Με δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, υπό τα άρθρα 66 και 70, προβλεπόταν ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν δυνατόν να καταστεί διά νόμου υποχρεωτική και ότι επιτρεπόταν η διά νόμου καθιέρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές.

Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, κατά τον χρόνο της απουσίας της Βουλής ή της διακοπής των εργασιών της ο βασιλιάς είχε τη δυνατότητα να προβαίνει σε έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση εξαιρετικά επειγόντων θεμάτων έπειτα από σύμφωνη γνώμη ειδικής επιτροπής από βουλευτές, η οποία οριζόταν στην αρχή κάθε συνόδου και ήταν σε ισχύ μέχρι την έναρξη της επόμενης.

2.Η πολιτική ζωή και η στρατιωτική δικτατορία. Την 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, η λεγόμενη «βαθειά τομή». Η αναθεώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τελικά λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ενώ λίγους μήνες αργότερα διαλύθηκε και η Βουλή.

Η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 υπήρξε μία από τις πιο βαθιές κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Τέθηκαν και πάλι ζητήματα λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που έφεραν σε αντιπαράθεση τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, αρχηγό του πλειοψηφούντος στη Βουλή κόμματος της Ένωσης Κέντρου, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις κυβερνήσεις που ο τελευταίος προσπαθούσε να επιβάλει. Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που είχε διάρκεια επτά ετών, ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, το τελευταίο μάλιστα προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν ορισμένα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικά συντηρητικής νοοτροπίας και, σε κάθε περίπτωση, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στο σύνολό τους.

Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

1.Το Σύνταγμα του 1975. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό την ηγεσία του Κων. Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο την εδραίωση της δημοκρατίας και την εξάλειψη των τραυματικών εμπειριών του εμφυλίου, ενώ επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις διατάξεις του που αφορούν τον βασιλιά. Οι πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1974, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Το εκλογικό σώμα, με ποσοστό 69,18% εξέφρασε την εναντίον της βασιλευομένης δημοκρατίας βούλησή του, γεγονός που έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα. Το Σύνταγμα του 1975 εκπονήθηκε με βάση τα Συντάγματα του 1952 και του 1927, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Πολλές διατάξεις του είχαν επίσης ως βάση το Σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας του 1949 και της Γαλλίας του 1958. Παρά τις έντονες αντιθέσεις που προκάλεσε το αρχικό σχέδιο Συντάγματος (το οποίο είχε συντάξει η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) το τελικό κείμενο συγκέντρωσε σταδιακά την ευρύτερη δυνατή αποδοχή και συναίνεση εκ μέρους των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Το Σύνταγμα του 1975 περιέχει έναν ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Εισάγει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως ο αρχηγός του κράτους διατηρεί την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή. Το κράτος δικαίου προστατεύεται αποτελεσματικά, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και - εμμέσως- στην τότε ΕΟΚ.

2.Οι αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001. Παρά το γεγονός ότι οι «αυξημένες» αρμοδιότητες του Προέδρου της Δη μοκρατίας δεν ασκήθηκαν ποτέ μέχρι το 1986, υπήρχαν εν τούτοις ως υφιστάμενες δυνατότητες και επηρέασαν την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων την περίοδο 1980-1985, δηλαδή κατά την πρώτη συνύπαρξη του Κ. Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν και ο στόχος της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1985-1986.

Στις 6 Μαρτίου του 1986, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και μερικές άλλες διατάξεις, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη Δημοτική γλώσσα.

Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, που εισήγαγε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, έγινε απολύτως αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.

Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μία νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτήν τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος, και μάλιστα μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά το γεγονός ότι εβδομήντα εννέα συνολικά άρθρα του Συντάγματος τροποποιήθηκαν, η αναθεώρηση έγινε στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων αποδεκτή από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, έτσι ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα (όπως πχ. την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), εισάγει νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής επικοινωνίας με το κράτος κ.ά.), αναδιοργανώνει τη λειτουργία της Βουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Πάντως, η αναθεώρηση αυτή δεν ασχολήθηκε με κανένα μείζον θέμα λειτουργίας του πολιτεύματος, και αυτό τη διαφοροποιεί χαρακτηριστικά από εκείνη του 1986.

Σήμερα η Ελλάδα έχει ένα Σύνταγμα που διαθέτει και πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και, παρά τις τυχόν επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε επί μέρους ζητήματα, παρέχει ένα ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου