Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

IV. ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΑΥΡΙΑ

Από την ύλη των κατατακτηρίων παίρνω ένα ένα τα θέματα και σας το δίνω για διάβασμα:

IV. Άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας: Το δικαίωμα πολιτικής ψήφου, το εκλογικό σώμα, τα πολιτικά κόμματα. 

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΨΗΦΟΥ
Προσόντα του εκλογέα
(α) Ιθαγένεια
Ο κοινός νομοθέτης αισθάνθηκε την ανάγκη να προσδιορίσει ότι τους πολίτες αποτελούν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες  (ωθούμενος σε αυτό το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα οι γυναίκες και όχι μόνο στην Ελλάδα δεν διέθεταν το δικαίωμα του εκλέγειν και έτσι να αναδείξει την αρχή της ισότητας των φύλων).
(β) Ενηλικότητα
Κατά το άρθρο 4 του ΠΔ 55/99 που κωδικοποιεί σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών ορίζει ότι το δικαίωμα του εκλέγειν έχουν έλληνες και ελληνίδες συμπληρωμένα τα 18 χρόνια.

Ποιοι στερούνται το δικαίωμα του εκλέγειν
(α) Ανίκανοι για δικαιοπραξία
Και συγκεκριμένα όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος, όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και όσοι έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για ορισμένα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό κώδικα και τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος ως συνέπεια της ποινικής καταδίκης.
(β) Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος
(γ) Όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση
(δ) Όσοι έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για ορισμένα εκγλήματα
Αν έχουν καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται και διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου, η δε καταδίκη αόριστης διάρκειας συνεπάγεται αυτοδίκαια με δεκαετή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 59), στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση από 2 έως 10 έτη (άρθρο 60), σε καταδίκες με φυλάκιση έχουμε αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων από 1-5 έτη (άρθρο 61).
Αν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα έχουμε αν η πράξη είναι κακούργημα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60 και αν είναι πλημμέλλημα έχουμε εφαρμογή των διατάξεων 61 και 64 με μερική αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Αποτέλεσμα της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων είναι ο καταδικασθείς να χάνει τα αιρετά δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στον στρατό,λ την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς επίσης επίτιμες θέσεις ή παράσημα, δεν μπορεί να αποκτήσει τα ανωτέρω κατά τον χρόνο που ορίζει ο νόμος, όταν πρόκειτα για κάθειρξη αόριστης διάρκειας, για καταδίκη σε πρόσκαιρη κάθειρξη, για καταδίκη σε φυλάκιση και γαι καταδίκη σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημακ και τέλος δεν μπορεί να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές, να αποτελεί μέρος των ορκωτών δικαστηρίων και να διορίζεται πραγματογνώμνοας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.
Το άρθρο 66 ΠΚ ρυθμίζει τα της αποκατάστασης του αποστερηθέντος τα πολιτικά του δικαιώματα συνεπεία ποινικής καταδίκης.

ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
Άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν
(α) Οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους
Την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους ορίζει ο νόμος ως υποχρεωτική. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας συντάσσει αυτεπάγγελτα, κάθε έτος από 1ης μέχρι τέλος Φεβρουαρίου ονομαστικές καταστάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν όσους είναι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια του δήμου ή της κοινότητας. Οι νέοι εκλογείς υποβάλλουν εντός του Ιανουαρίου του ίδιου έτους  δήλωση για το εκλογικό διαμέρισμα της προτίμησής τους. Οι εκλογείς αυτοί δεν ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα αν οι εκλογές γίνουν από 1/1 έως 30/6 του έτους εγγραφής τους.
Κατ΄ εξαίρεση της αρχής, ότι ο εκλογέας ψηφίζει στον δήμο ή την κοινότητα στον οποίο είναι εγγεγραμμένος, το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος και οι στρατιωτικοί που υπηγρετούν υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στις ένοπλες δυνάμεις ή στο Λιμενικό Σώμα και είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους δήμου ή κοινότητας του κράτους αλλά υπηρετούν την ημέρα της προκήρυξης των εκλογών σε άλλο δήμο ή κοινότητα, δύναται να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, κατά τις βουλευτικές εκλογές, στον δήμο ή την κοινότητα όπου υπηρετούν, εγγράφονται δε σε ειδικούς καταλόγους.
(β) Εκτός επικρατείας εκλογείας
Για τους εκτός επικρατείας εκλογείς το Σύνταγμα προβλέπει με το άρθρο 51 παρ. 4 εδ.β. Στη διάταξη αυτή του Σ προσδόθηκε δυνητικός χαρακτήρας παρά τις προσπάθειες της Αντιπολίτευσης στην Ε Αναθεωρητική Βουλή να καταστεί η ψήφος των εκτός επικρατείας υποχρεωτική. Δυνητικός χαρακτήρας που δεν μεταβλήθηκε με την αναθεώρηση του 2001.
Με την αναθεώρηση του άρθρου 51 κατέστη σαφές ότι η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής των εκλογών δεν εμποδίζει την άσκηση με επιτολική ψήφο του εκλογικού δικαιώματος των πολιτών που βρίσκονται εντός επικρατείας.
(γ) Κρατούμενοι
Κενό υφίστατο μέχρι πρόσφατα στη νομοθεσία ως προς τους κρατούμενους οι οποίοι δεν έχουν στερηθεί του δικαιώματος της ψήφου και οι οποίοι, για αντικειμενικούς λόγους, κωλύονταν να το ασκήσουν, υποκείμενοι εκ των πραγμάτων σε προσωρινή αναστολή της άσκησής του. Προκειμένου να διευκολύνεται η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους κρατούμενους και να αποτρέπεται η φαλκίδευση της αρχής της καθολικότητας της ψηφοφορίας προστέθηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίο για την ανάδειξη των Ελλήνων οργανώνονται εκλογικά τμήματα σε κάθε φυλακή. Οι κρατούμενοι με δικαίωμα του εκλέγειν είναι εγγεγραμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψηφίζουν με βάση αυτούς.
(δ) Ετεροδημότες
Το πρόβλημα των κατοικούντων σε τόπο άλλο από αυτόν στον οποίο ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα επέλυε μερικώς ο εκλογικός νόμος. Ο νόμος 3146/2003 ρύθμισε το ζήτημα προβλέποντας ότι οι εκλογείς που διαμένουν σε δήμο ή κοινότητα εκλογικής περιφέρειας άλλης από εκείνη στους εκλογικούς καταλόγους της οποίας είναι εγγεγραμμένοι, αποκαλούνται εφεξής ετεροδημότες και μπορούν να ασκούν στον τόπο της διαμονής τους το εκλογικό τους δικαίωμα κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές, τις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα δημοψηφίσματα. Προϋπόθεση της άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος ως ετεροδημοτών είναι η εγγραφή τους στον ειδικό κατάλογο ετεροδημοτών, ψηφίζουν δε τους συνδυασμούς της δικής τους περιφέρειας που είναι εγγεγραμμένοι.

Αρχές που διέπουν την ψηφοφορία
(α) Αρχή της καθολικής ψηφοφορίας
Η ψήφος κατέστη καθολική και υπό αυτή την έννοια αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο των άρθρων 1 παρ 1 και 2 Σ όπου θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία και ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ ατυού και του Έθνους.
 (β) Αρχή της ισότητας της ψήφου
Η αρχή της ισότητας της ψήφου είτε διακηρύσσεται ρητά είτε συνάγεται ερμηνευτικά έχει σημασία στον βαθμό που αποκλείει την πολλαπλή ψήφο. Δεν σημαίνει όμως ότι επιβάλλει οπωσδήποτε και την ισοδυναμία της ψήφου. Ισότητα και ισοδυναμία της ψήφου συμπίπτουν μόνο στα δημοψηφίσματα με το αποτέλεσμα της πλειοψηφίας.
(γ)Αρχή της άμεσης ψηφοφορίας
Άμεση είναι η ψήφος όταν δεν μεσολαβεί  άλλη βούληση μεταξύ του εκλογέα και του αποτελέσματος της σκοπούμενης εκλογής ή απόφασης σε περίπτωση δημοψηφίσματος.
Την άμεση ψηφοφορία θεσπίζει ρητά το Σ μόνο για την εκλογή των βουλευτών και εννοείται και για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος όχι όμως για την ανάδειξη της διοίκησης των ΟΤΑ, για τις αρχές των οποίων προβλέπεται μόνο ότι εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ερωτάται αν είναι δυνατή η έμμεση ψηφοφορία συλλογικών και μονοπρόσωπων οργάνων ΟΤΑ και η απάντηση είναι καταφατική.
(δ) Αρχή της μυστικότητας της ψήφου
Η μυστικότητα της ψήφου η οποία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα για την εκλογή των βουλευτών και για την εκλογή των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης σκοπεί να διασφαλίσει το απόρρητο του περιεχομένου της ψήφου, στην προστασία του εκλογέα ώστε αυτός να ασκεί το εκλογικό του δικαιώμα με ελεύθερο φρόνημα.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η μυστικότητα της ψήφου ο νόμος επιβάλλει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις όπως η παράδοση στον εκλογέα όλων των εντύπων ψηφοδελτίων, φάκελο με ειδικό γνώρισμα μονογραφημένο από αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής και σφραγισμένο με σφραγίδα της επιτροπής, απόσυρση του εκλογέα σε ειδικό χώρο, κόλληση του φακέλου, επιστροφή του εκλογέα και επίδειξη του φακέλου στον πρόεδρο της επιτροπής και ρήψη στην κάλπη μόνο αν είναι στον ειδικό φάκελο.
Κάμψη της αρχής της μυστικότητας της ψήφου είναι κατά τον νόμο ανεκτή για εκλογείς οι οποίοι λόγω σωματικής αδυναμίας δεν μπορούν να πράξουν τα ανωτέρω. Προκειμένω να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στρέφονται σε αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής ή μέλος της εφορευτικής επιτροπής για να τον βοηθήσουν.
Η αρνητική ή λευτική ψήφος δύναται να εκφρασθεί μόνο μέσω του λευκού ψηφοδελτίου που δεν συνυπολογίζονται όπως και οι άκυρες ψήφοι μεταξύ των έγκυρων ψήφων για την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
(ε) Αρχή της υποχρεωτικής ψήφου
Στην ελληνική έννομη τάξη την υποχρεωτική ψηφοφορία ανήγαγε σε συνταγματική αρχή ο συντακτικός νομοθέτης του 1975.
Κατ΄ εφαρμογή του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ψήφου ο νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις και κατά την κρίση του δικαστηρίου παρεπόμενες ποινές για τον εκλογέα που αδικαιολόγητα δεν ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα. Ο κοινός νομοθέτης δείχνει κατανόηση για ορισμένες καταστάσεις που δυσχαιρένουν την ενάσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εξαιρεί τις ποινικές κυρώσεις από αυτές όπως σε υπερήλικες άνω των 70 ετών, σε εκλογείς που διαμένουν άνω των 200 χλμ από το εκλογικό τμήμα που όφειλαν να ψηφίσουν. 
Η θέσπιση ως υποχρεωτικής  της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος καταλαμβάνει όλες τις εκδηλώσεις της λαϊκής θέλησης ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας.
(στ) Αρχή της αυτοπρόσωπης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος
Το Σ δεν κατοχυρώνει ρητά την αρχή της αυτοπρόσωπης παρουσίας του ψηφοφόρου η οποία προκύπτει από διατύπωση του άρθρου 75 του πδ 55/99 ως προς την προσέλευση των ψηφοφόρων και την αναγνώριση της ταυτότητάς τους.
(ζ) Αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των βουλευτικών εκλογών και η ψήφος τωνε κτός επικρατείας πολιτών
Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την επικράτεια. Μέχρι την τελευταία αναθέώρηση έχουμε επιστολική ψήφο για τους εκτός επικρατείας εκλογείας. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των βουλευτικών εκλογών έχει δε ως προϋπόθεση εγκυρότηταςα την ταυτόχρονη καταμέτρηση και ανακοίνωση των αποτελεσμάτων σε όλη την Επικράτεια όπως αυτά διαμορφώνονται με την ψήφο των εκλογέων οι οποίοι ασκούν αυτοπροσώπως το εκλογικό τους δικαίωμα.
Άμεσες αρμοδιότητες εκλογικού σώματος
(α) Διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα
Άρθρο 115 ΚανΒ, η πρόταση του υπουργικού συμβουλίου κατατίθεται στη Βουλή, τυπώνεται και διανέμεται στους βουλευτές και εγγράφεται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη, αναφέρει δε το εθνικό θέμα για το οποίο ζητείται διεξαγωγή δημοψηφίσματος καθώς και την προθεσμία διενέργειάς του και πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια το ερώτημα ή τα ερωτήματα στα οποία θα απαντήσει ο λαός.
Η ψηφοφορία για την αποδοχή με απόλυτη πλειοψηφία ή μη αποδοχή είναι ονομαστική και αφορά το κείμενο της πρότασης όωπς κατατέθηκε ή διαμορφώθηκε κατά τη συζήτηση στη Βουλή. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε 10 ημέρες.
(β) Διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα
Όπως και στην α περίπτωση με πρόταση του υπουργικό συμβουλίου ζητείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για σοβαρό εθνικό θέμα έτσι και εδώ η πρόταση που προέρχεται από τα 2/5 τουλάχιστον των βουλευτών ζητείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, κατατίθεται, τυπώνεται, διανέμεται και εγγράφεται και πρέπει να αναφέρει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Η ψηφοφορία για την αποδοχή ή μη της πρότασης γίνεται με τα 3/5 του συνόλου του βουλευτών και είναι ονομαστική.
(γ) Εκλογή των εθνικών αντικπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (νέα αρμοδιότητα)
Μια αρμοδιότητα του εκλογικού σώματος επιπλέον αυτών που προβλέπει το Σύνταγμα εισήγαγε ο νόμος 1180/1981 όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 2196/1994 σχετικά με τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με τον ν. 1180/81 δικαίωμα ψήφου έχουν οι έλληνες και ελληνίδες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων και κοινοτήτων του κράτους; και δεν έχουν στερηθεί του δικαιώματος του εκλεγειν για την ανάδειξη των μελών της βουλής. Τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ψήφου στις εκλογές αυτές έχουν επίσης σύμφωνα με Ν 1427/1984 και οι έλληνες και ελληνίδες που διαμένουν μόνιμα ή πρόκειται να ευρίσκονται κατά την ημέρα των εκλογών σε ένα από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ψηφοφόροι αυτοί για να ψηφίσουν πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι, να έχουν εκλογικό βιβλιάριο, να μην έχουν στερηθεί του δικαιώματος του εκλέγειν, να έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα σε κάποιο από τα λοιπά κράτη μέλη της ΕΕ και να έχουν περιληφθεί στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους που συντάσσονται από την ελληνική πρεσβευτική ή προξενική αρχή στην περιφέρεια της οποίας προτίθενται να ψηφίσουν.
Ισχύουν τα ίδια και για τους ετεροδημότες και οι ελλήνες ναυτικοί μπορούν να ψηφίσουν σε ένα από τα κράτη - μέλη της ΕΕ και ας μην έχουν περιληφθεί στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.


ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
 (α) Ορισμός
Ως ορισμός του πολιτικού κόμματος σήμερα είναι γενικά αποδεκτός ο εξής: μια ομάδα πολιτών που οργανώνονται προκειμένου να δράσουν από κοινού με στόχο την κατάληψη και άσκηση της κρατικής εξουσίας.
(β) Νομική προσωπικότητα
Πριν από την ρύθμιση που επέφερε ο νόμος 3023/2002 γινόταν δεκτό ότι τα κόμματα εφόσον δεν είχαν περιβληθεί τη μορφή του σωματείου δεν διέθεταν κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, νομική προσωπικότητα. Είχαν όμως ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την ικανότητα να είναι διάδικοι.
Φαινόταν προφανές ότι ο συνακτικός νομοθέτης απέφευγε να υπαγάγει την ίδρυση των πολιτικών κομμάτων σε τύπο που θα τους απέδιδε νομική προσωπικότητα ακριβώς για να τονίσει την απόλυτη ελευθερία που τα διέπει.
Θεσπίζοντας ο νόμος 3023/2002 ρύθμιση με την οποία αναγνωρίζεται νομική προσωπικότητα στα κόμματα από την ίδρυσή τους και γαι την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής τους, έθεσε τέλος σε ένα εκκρεμές νομικό ζήτημα.
(γ) Οικονομική τους ενίσχυση
Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 πριν την αναθεώρηση του 2001 η οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων ρυθμιζόταν με νόμο.
Ήδη η αναθεώρηση κατέστησε συνταγματικό δικαίωμα των κομμάτων εντός και εκτός βουλής την οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες. Ταυτόχρονα ανήγαγε, παρα;πέμπτοντας στον νόμο για τυ διατύπωση των σχετικών εγγυήσεων σε συνταγματική αρχη την υποχρέωση διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά τη διαχείριση των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών, συμπεριέλαβε δε στο πεδίο εφαρμογής του και τους υποψηφίου για το βουλευτικό αξίωμα αλλά και τους υποψηφίους όλων των βαθμών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ακόμη θέσπισε την υποχρέωση επιβολής με νόμο, ανώτατου ορίου εκλογικών δαπανών όπως και τη δυνατότητα να απογορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής.
Το έργο του ελέγχου των εκλογικών δαπανών διενεργείται από ειδικό όργανο στου οποίου τη συγκρότηση ορίζει ο νόμος ότι συμμετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί.
Η παράβαση των ανώτατων ορίων εκλογικών δαπανών ορίζει ο νόμος ότι μπορεί να είναι λόγος έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα.
(δ) Απαγορεύσεις και περιορισμοί
Η χρηματοδότηση των κομμάτων και κάθε είδους παροχή προς τα κόμματα, τους βουλευτές και τους υποψήφιους βουελυτές απαγορεύεται στους ακόλουθους φορείς:
  • φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια
  • νομικά πρόσωπα δημοσίού ή ιδιωτικού δικαίου
  • οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης κάθε βαθμού
  • φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ή εκδότες ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας ή είναι ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εν γένει σταθμών
Οι χρηματοδοτήσεις επιτρέπονται από ΝΠΙΔ που οι μετοχές τους είναι ονομαστικές και οι μέτοχοι ανήκουν στο κόμμα.
Η χρηματοδότηση των κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων από το ίδιο πρόσωπο κατά το αυτό έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ, τα τρεις χιλιάδες δε ευρώ για τους υποψήφιους βουλευτές κατά τη διάρκεια   της εκλογικής περιόδου. Εξάλλου, το ανώτατο όριο των εκλογικών δαπανών των κομμάτων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 20% της τελευταίας κάθε φορά καταβληθείσας σε3 όλα τα κόμματα τακτικής χρηματοδότησης.
(ε) Δημοσιότητα
Προϋπόθεση ουσιαστικής πολυφωνίας είναι η δημοσιότητα των οικονομικών των κομμάτων για την οποία ο νόμος προβέπει τήρηση εσόδων εξόδων, έκδοση αποδείξεων είσπραξης για τα ποσά της ενίσχυσης, δημοσίευση ισολογισμού, δημοσιότητα των εκλογικών δαπανών και των κομμάτων που δεν λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, υποχρέωση τήρηση κατάστασης εκλογικών εσόδων και δαπανών για τους υποψηφίους βουλευτές, έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών και βουλευτές, έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών και διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμα) σε βάρος πολιτικών κομμάτων και υποψήφιων βουλευτών.
(στ) Έλεγχος
Τον έλεγχο των κομμάτων, συνασπισμών κομμάτων και υποψήφιων βουλευτών ασκεί Επιτροπή Ελέγχου που ενεργεί ως ειδικό όργανο κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 29Σ.
(ζ) Κυρώσεις
Νόμος ρυθμίζει τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε κόμματα, συνασπισμούς κομμάτων και υποψηφίους βουλευτές για την παράβαση των σχετικών διατάξεων του όπως και τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις σε βάρος τρίτων. Οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου της Βουλής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου