Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΠΑΛΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1998 Α ΣΕΙΡΑ

1. α) Παράγωγοι τρόποι κτήσης κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η διάκριση ανάμεσα σε πρωτότυπους και παράγωγους τρόπους κτήσης της κυριότητας υπήρξε άγνωστη στο αρχαιϊκό και το προκλασικό δίκαιο των πολιτών. Στο κλασικό δίκαιο όμως φαίνεται δυνατό ότι αναγνωρίζεται η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος της κυριότητας, η κτήση δηλαδή με παράγωγο τρόπο.
Η τυπικότητα που χαρακτηρίζει το δίκαιο των πολιτών (ius civile) επιβάλλει για τη μεταβίβαση της κυριότητας την τήρηση ορισμένου τύπου. Ο τύπος αυτός συνίσταται στην κατάρτιση μιας αφηρημένης δικαιοπραξίας, που μπορεί να έχει είτε τη μορφή εικονικής πώλησης είτε τη μορφή εικονικής δίκης.
Εκτός όμως από τους δύο τρόπους  του αυστηρού δικαίου γίνεται δεκτή δυνατότητα μεταβίβασης της κυριότητας με μόνη την παράδοση της νομής πράγματος με τις εξής προϋποθέσεις:
(α) ο μεταβιβάζων να είναι κύριος του πράγματος
(β) το πράγμα που μεταβιβάζεται να μην περιλαμβάνεται στο νόμο για τήρηση τύπου
(γ) η παράδοση της νομής πρέπει να έχει νόμιμη αιτία πχ αγοραπωλησία, δωρεά, προίκα, εξόφληση χρέους, πίστωση.
Στο μετακλασικό δίκαιο η αγοραπωλησία και η δωρεά αντιμετωπίζονται ως παραδοτικές δικαιοπραξίες, οι οποίες συνεπάγονται τη μεταβίβαση της κυριότητας. Επίσης, γίνεται δεκτό για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος να απαιτείται η καταβολή του τιμήματος.
1. β) Το συναινετικό διαζύγιο στο βυζαντινό δίκαιο.
Στο προϊουστινιάνειο δίκαιο ίσχυε η γνωστή αρχή ότι ο γάμος ήταν ελεύθερα διαλυτός με την κοινή συναίνεση των συζύγων. Λίγο αργότερα, το 541, μάλλον υπό την πίεση της Εκκλησίας ο Ιουστινιανός με τη «νεαρά 117» απαγόρευσε τη συναινετική λύση του γάμου με μόνη εξαίρεση  την περίπτωση της επιλογής του μοναχικού βίου. Τους παραβάτες έπλητταν μεν σοβαρές περιουσιακές κυρώσεις, αλλά η διάλυση του γάμου ήταν ισχυρή για το λόγο που είδαμε λόγω έλλειψης γαμικής διάθεσης (μοναχός) και επομένως μπορούσαν οι τέως σύζυγοι να συνάψουν νέο γάμο. Η ατέλεια αυτή οδήγησε τον αυτοκράτορα 15 χρόνια αργότερα να βάλει την προσθήκη ότι οι παραβάτες εγκλείονταν σε μοναστήρι και αποκτούσαν την μοναχική ιδιότητα. Η αυστηρή αυτή ρύθμιση δεν διάρκεσε πολύ.
Με τη «νεαρά 566» μπορούσαν οι σύζυγοι να λύσουν το γάμο τους σε περίπτωση αμοιβαίου μίσους λόγω κάποιου δαίμονα. Η νεαρά αυτή πρέπει να ίσχυσε όλο τον 7ο αιώνα. Περί τα τέλη του αιώνα όμως εκδηλώθηκε αντίδραση τη Εκκλησίας με τον κανόνα 87 της Πενθέκτης Συνόδου, που απείλησε βαριές ποινές εναντίον όσων έλυναν τον γάμο τους χωρίς νόμιμο λόγο. Έτσι συναντάμε την κατάργηση της «νεαράς» του Ιουστίνου στην «Εκλογή». Η κατάργηση όμως ήταν έμμεση. Προβλέφθηκαν δηλαδή ελάχιστοι λόγοι διαζυγίου και ορίσθηκε ότι πέρα από αυτούς δεν ίσχυε κανένας άλλος.
Φαίνεται ότι μετά την έκδοση της «Εκλογής» κάθε προσπάθεια συναινετικής λύσης του γάμου ήταν μάταιη. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι επινόησαν ένα τέχνασμα για να καταστρατηγήσουν το νόμο, άρχισαν οι σύζυγοι να γίνονται ανάδοχοι των παιδιών τους ώστε να δημιουργείται μεταξύ τους ανατρεπτικό κώλυμα γάμου εκ των υστέρων που λειτουργούσε ως λόγος διαζυγίου.
Προς το τέλος του ίδιου αιώνα η «Εισαγωγή» του αυτοκράτορα Βασιλείου Α περιέλαβε διάταξη που επέτρεπε το συναινετικό διαζύγιο. Εκτός από αυτόν τον νόμο πιθανότερο είναι να μην υπήρξε ιδιαίτερος νόμος.
Την «Εισαγωγή» ακολούθησε ο «Πρόχειρος Νόμος» που προσκολλήθηκε στη «νεαρά 117» του Ιουστινιανού επιτρέποντας το συναινετικό διαζύγιο μόνο για να γίνουν και οι δύο σύζυγοι μοναχοί. Η ίδια αρχή επικράτησε και στα «Βασιλικά» όπου εξαφανίζεται από το νομικό βίο του Βυζαντίου μετά το 10 αιώνα.
2. α) Οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στο κληρονομικό δίκαιο.
Αγχιστεία
Πριν από τις σολώνειες μεταρρυθμίσεις, στην κληρονομική διαδοχή καλούνταν μόνο οι αρρένες και οι εξ αρρενογονίας συγγενείς του αποβιώσαντος. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν άρρενες κατιόντες ή εξ αρρενογονίας συγγενείς, καλούνται οι θήλεις μέχρι 5ου βαθμού.
Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή
Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίου δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Εάν δεν υπάρχουν γνήσιοι αρρένες κατιόντες, μέσω της σύνταξης διαθήκης, παρακάμπτονται οι εξ αγχιστείας και καλείται ο υιοθετημένος υιός.
Ως λόγους ακυρότητας της διαθήκης η σολώνεια νομοθεσία εισάγει  την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη.

2. β) Ο αυτοκράτορας ως φορέας εξουσίας στο βυζαντινό πολίτευμα.
Φορέας κάθε εξουσίας μέσα στο βυζαντινό κράτος ήταν ο αυτοκράτορας. Νομοθετούσε κατά σχεδόν ανεξέλεγκτο τρόπο, ήταν ο ανώτατος δικαστής και βρισκόταν στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, πολιτικής και στρατιωτικής.
Αν χήρευε ο θρόνος, γινόταν εκλογή – ουσιαστική, κατά την πρώιμη περίοδο – με κύριους συντελεστές το στρατό και τη σύγκλητο. Το επόμενο στάδιο ήταν η αναγόρευση δηλαδή η ανακήρυξη σε Αύγουστο, ενέργεια που αποτελούσε την προϋπόθεση για την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τελευταίο στάδιο ήταν η στέψη.
Ήδη από την πρώιμη περίοδο εμφανίζεται στην πράξη η προσπάθεια για την καθιέρωση μιας μορφής κληρονομικής διαδοχής. Στις περιπτώσεις αυτές ο αυτοκράτορας υποδείκνυε ως διάδοχό του στενό του συγγενή εξ αίματος (συνήθως τον πρωτότοκο υιό του)  ή εξ αγχιστείας πχ τη σύζυγό του, το γαμπρό του κλπ.
Η ιδέα της κληρονομικής διαδοχής κέρδιζε συνέχεια έδαφος στη μέση περίοδο χωρίς να νομοθετηθεί ποτέ. Καθιερώθηκε σταδιακά η συνήθεια να προσλαμβάνει ο αυτοκράτορας έναν ή περισσότερους συναυτοκράτορες  που οδήγησε στον θεσμό της συμβασιλείας (συνήθως ο γιος του αυτοκράτορα από νηπιακή ηλικία) με τη διαδικασία της στέψης. Εξυπακούεται ότι στην άσκηση της εξουσίας είχε προτεραιότητα ο αυτοκράτορας.
Μετά τον 10ο αιώνα καθιερώθηκε το κληρονομητό της βασιλείας.

ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1998 Β ΣΕΙΡΑ

1. α) Δοκιμασία αρχόντων.
Ο πολίτης που μετά από κλήρωση ή εκλογή πρόκειται να ασκήσει δημόσιο αξίωμα, υποβάλλεται πριν αναλάβει καθήκοντα σε δοκιμασία προκειμένου να αποδειχθεί αν ο κληρωθείς ή εκλεγείς πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος και αν γενικότερα είναι άξιος για να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα (ο θεσμός της δοκιμασίας αποδίδεται στον Σόλωνα).
Η υποχρέωση αυτή των αθηναίων αρχόντων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την απόδειξη των δημοκρατικών φρονημάτων, τη φροντίδα των γονέων και την απόδοση μεταθανάτιων τιμών, την εκπλήρωση των στρατιωτικών και οικονομικών υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και, για ορισμένα αξιώματα, την κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας εντός των ορίων της Αττικής. Οι 9 αθηναϊκοί άρχοντες υποβάλλονται σε διπλή δοκιμασία, πρώτα από τη βουλή των Πεντακοσίων και στη συνέχεια από το λαϊκό δικαστήριο. Η δοκιμασία έδινε συχνά αφορμή για μακρές συζητήσεις, λόγους και καταθέσεις μαρτύρων. Η αρνητική κρίση ενός υποψήφιου άρχοντα από τα αρμόδια όργανα συνεπάγεται την αποδοκιμασία και πιθανόν τον αποκλεισμό του αποδοκιμασθέντος από ορισμένες πολιτικές δραστηριότητες. Μετά τη λήξη της αρχής, οι άρχοντες λογοδοτούν ενώπιον της επιτροπής λογιστών η οποία συντάσσει έκθεση επί της διαχείρισης και είχε ποινικές κυρώσεις.
1. β) Το νομοθετικό έργο των δύο πρώτων βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Εισηγήσεις: Μια αναμόρφωση των εισηγήσεων του Γάιου, του 2ου αι.
Πανδέκτης: Οι απόψεις περίπου 39 δικηγόρων, οι οποίοι έζησαν στη χρονική περίοδο που καλύπτει η μετάβαση από τον Αύγουστο ως τον Ιουστινιανό. Μερικοί ξαναγράφτηκαν για να συμφωνούν με το σύγχρονο νόμο, ενώ περικόπηκαν οι αντιφάσεις και οι διαφοροποιημένες απόψεις. Το τελικό αποτέλεσμα υποτίθεται ότι αντιπροσώπευσε το νόμο με τον οποίο κυβέρνησε ο Ιουστινιανός
Κώδικας: Όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και ήταν ακόμα σε ισχύ.
Νεαραί : Νέοι νόμοι. Η πρόθεση του Ιουστινιανού ήταν να κρατήσουν στην αιωνιότητα, αλλά όπως φαίνεται το όνειρο δε διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Ιουστινιανό. Από τον 16ο αι. το έργο αποκαλείται Cοrpus Juris Civilis.
2. α) Οι διακρίσεις των ενοχών στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Κατά τους κλασικούς χρόνους ο Γάϊος θεωρεί ότι «όλες οι ενοχές πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από αδικαιοπραξία».
Οι συμβάσεις του ρωμαϊκού δικαίου διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:
(α) στις συμβάσεις που καταρτίζονται με παράδοση του πράγματος re όπως το δάνειο, η εμπράγματη ασφάλεια, το ενέχυρο, η παρακαταθήκη και το χρησιδάνειο
(β) σε αυτές που καταρτίζονται προφορικά μέσω της ανταλλαγής ορισμένων φράσεων όπως η επερώτηση
(γ) στις συμβάσεις που καταρτίζονται μέσω της σύνταξης εγγράφου, εδώ η αναγνώριση χρέους σημειώνεται με τη συγκατάθεση του οφειλέτη στα λογιστικά βιβλία του δανειστή
(δ) σε αυτές που καταρτίζονται με μόνη τη συναίνεση των μερών. Γύρω στον 2ο αιώνα οι Ρωμαίοι δέχθηκαν ότι ορισμένες συναλλακτικές σχέσεις παράγουν έννομα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται να περιβληθούν ορισμένο τύπο, την έλλειψη τύπου αναπληρώνει η έννοια της καλής πίστης πχ η αγοραπωλησία, η εντολή, η μίσθωση και η εταιρία.
Οι αδικοπραξίες αποτελούν τη δεύτερη πηγή ενοχών. Τα σημαντικότερα νομοθετήματα είναι ο Δωδεκάδελτος και ο Ακουίλιος νόμος.
2. β) Ο τόμος του Πατριάρχη Σισινίου.
Σταθμό στη εξέλιξη του δικαίου των γαμικών κωλυμάτων αποτέλεσε το έτος 997 ο τόμος του Πατριάρχη Σισινίου που αναφερόταν στο κώλυμα της οιονεί αγχιστείας που επεκτείνεται από τον 4ο βαθμό, στον οποίο έφθανε μέχρι τότε στον 6ο. Δε γνωρίζουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε ο τόμος και επομένως μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν.
Ο Πατριάρχης Σισινίος προσπάθησε να πείσει ότι ο τόμος δεν περιέχει νέες ρυθμίσεις αλλά απλώς πιστή εφαρμογή γενικών αρχών που ίσχυαν από αιώνες στο πολιτειακό και στο κανονικό δίκαιο. Επικαλείται δύο στοιχεία πρώτον, μια διάταξη των Βασιλικών κατά την οποία από το γάμο μόνο το ευπρεπές ζητούμε και δεύτερον, ένα επιχείρημα του Μ. Βασιλείου από τον κανόνα 87 με το οποίο αποκρούεται ο γάμος ενός χήρου ή μιας χήρας με την αδελφή ή αδελφό του αποβιώσαντος συζύγου λόγω ότι ένας τέτοιος γάμος προκαλεί σύγχυση των ονομάτων καθώς τι σχέση θα είχαν τα παιδιά αυτών, αδέλφια ή ξαδέλφια. Η σκέψη του Μ. Βασιλείου δεν ξεπερνούσε τα όρια της ρητορικής ερώτησης και μέσα από τον τόμο του Πατριάρχη Σισινίου, της αποδόθηκε ο χαρακτήρας του κανόνα δικαίου.


ΘΕΜΑΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1998

1. α) Περιορισμοί της κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Οι περιορισμοί της κυριότητας δεν αποτελούν στο ρωμαϊκό δίκαιο την εξαίρεση, αλλά είναι συνυφασμένες με την έννοια του δικαιώματος αυτού. Ήδη από τους χρόνους του Δωδεκαδέλτου, εισάγονται περιορισμοί των εξουσίων του κυρίου, τόσο προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον πχ για λόγους θρησκευτικούς, υγιεινής όσο και σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, κυρίως προς εξυπηρέτηση των γειτονικών ακινήτων.
Οι περιορισμοί αυξήθηκαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, και κυρίως κατά τους χρόνους της Δεσποτείας που αν το επιθυμούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποτελέσουν αντικείμενο πραγματικής δουλείας πχ δουλεία διόδου μέσα από το γειτονικό ακίνητο και να αντιμετωπίζονται ως δουλείες πλέον από τον νόμο.
1. α) Η σύγκλητος.
Η λέξη  «σύγκλητος» προέρχεται από τη λατινική λέξη senex που σημαίνει «ηλικιωμένο». Επομένως, η Σύγκλητος κυριολεκτικά σημαίνει  «την επιτροπή των ηλικιωμένων».  Ως ανώτατο πολιτικό όργανο της αρχαίας Ρώμης άσκησε μεγάλη επίδραση στη δημόσια ζωή του ρωμαϊκού κράτους. Αρχικά, την αποτελούσαν οι εκπρόσωποι των οικογενειών των πατρικίων, οι "πάτρες". Σύμφωνα με την παράδοση, η σύγκλητος περιλάμβανε τριακόσια μέλη, εκατό από κάθε φυλή. Ο ρόλος τους, στην εποχή της μοναρχίας, ήταν κυρίως συμβουλευτικός. Σε περίπτωση χηρείας της εξουσίας (αντιβασιλεία), η σύγκλητος αναπλήρωνε το βασιλιά. Μετά την κατάργηση της βασιλείας απέκτησε ουσιαστικότερη δύναμη. Οι συγκλητικοί εκλέγονταν αρχικά από τους υπάτους και κατόπιν, με το νόμο του Οβίνιου (4ος αιώνας π.Χ.), από τους τιμητές. Οι τιμητές διέγραφαν μερικούς συγκλητικούς και διόριζαν άλλους στη θέση τους, διαλέγοντάς τους από τους πρώην άρχοντες. Άλλα προσόντα των συγκλητικών ήταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, η λιτότητα και ένα ελάχιστο όριο ηλικίας. Η είσοδος των πληβείων στη σύγκλητο πραγματοποιήθηκε σε άγνωστη χρονολογία. Οι συγκλητικοί κατατάσσονταν στον κατάλογο ανάλογα με τα προηγούμενα αξιώματά τους. Οι ανώτεροι άρχοντες και όσοι πρώην άρχοντες, δεν υπήρχαν στον κατάλογο είχαν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στις συνεδριάσεις και στην ψηφοφορία. Οι συγκλητικοί απολάμβαναν διάφορα προνόμια. Φορούσαν τήβεννο σε χρώμα πορφύρας, υποδήματα κόκκινα ή μαύρα και στον ιππόδρομο και στα θέατρα είχαν πάντοτε τιμητική θέση. Ήταν υποχρεωμένοι να ζουν στη Ρώμη, να μην εγκαταλείπουν την Ιταλία χωρίς άδεια και να μην έχουν καμιά εμπορική δραστηριότητα. Οι συγκλητικοί και οι οικογένειές τους αποτελούσαν κλειστή αριστοκρατική τάξη, παρά την παρουσία πολλών πληβείων, την τάξη που επιζητούσε να μονοπωλήσει την πολιτική δραστηριότητα. Τη σύγκλητο συγκαλούσαν οι ύπατοι οι πραίτορες και οι δήμαρχοι. Οι συνεδριάσεις τους γίνονταν στην λεγόμενη "κουρία" ή σε κάποιο ναό. Η συζήτηση δεν ήταν δημόσια, αλλά οι πόρτες έμεναν ανοικτές. Οι συγκλητικοί ψήφιζαν σε δύο ομάδες: την ομάδα των "υπέρ" και την ομάδα των "κατά". Η σύγκλητος υποστήριζε τις λαϊκές αποφάσεις και με το συμβουλευτικό ρόλο της επηρέαζε τους άρχοντες οι οποίοι της εξέθεταν τα προβλήματα της κυβέρνησης. Σε περίπτωση άμεσου κινδύνου, έπαιρναν όλα τα αναγκαία μέτρα, με το "έσχατο συγκλητικό διάταγμα". Ελέγχανε επίσης τα οικονομικά και τις εξωτερικές υποθέσεις. Η σχετική μονιμότητα της συγκλήτου, σε αντίθεση με την ετήσια εξουσία των αρχόντων, αύξανε περισσότερο τη δύναμή της. Η πτώση της βασιλείας της έδωσε την ευκαιρία να γίνει ουσιαστικά η εξουσία της Ρώμης και η βάση του ολιγαρχικού καθεστώτος της.
Η σύγκλητος κατέρρευσε στο τέλος της δημοκρατίας μετά από σφοδρή πολεμική του Καίσαρα. Αν και ο πρώτος αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε από τη σύγκλητο, εκείνος περιόρισε τα δικαιώματά της. Διατήρησε, όμως, τα δικαιώματά της να διορίζει δικαστές και να δικάζει τις μεγάλες δίκες. Τα δικαιώματα που της απέμειναν της έδωσαν τη δυνατότητα να έρχεται κάποτε σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα και έτσι εξηγούνται οι κατά καιρούς εκδηλώσεις δημοκρατικού πνεύματος στις τάξεις της. Η σύγκλητος παράκμασε οριστικά στα χρόνια του Διοκλητιανού και τελικά περιορίστηκε σε εντελώς ασήμαντο ρόλο.
2. α) Σχέσεις γονέων και τέκνων στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο.
Ο αρχηγός του οίκου ασκεί την πατρική εξουσία επάνω στα τέκνα που γεννήθηκαν από έγκυρο γάμο, σε όσα υιοθετήθηκαν καθώς και σε αυτά που γεννήθηκαν μεν εκτός γάμου (από μητέρα αστή) αλλά νομιμοποιήθηκαν. Δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στον υπεξούσιο ο οποίος εφόσον συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει δικό του οίκο. Ήδη από τους σολώνειους χρόνους είχε απαγορευτεί η πώληση των τέκνων από τον πατέρα παρόλο που συναντάμε ακόμα και στους χριστιανικούς χρόνους περιπτώσεις πώλησης και ενεχύρασης τέκνων. Στον πατέρα αναγνωρίζεται το δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή η δυνατότητα του ανεπιθύμητου παιδιού. Ο πατέρας αποφασίζει για τον γάμο των θυγατέρων ενώ για τους γιους δεν απαιτείται έγκριση. Σε περίπτωση παραπτώματος του υπεξουσίου ο πατέρας έχει δικαίωμα αποκληρώσεως του.
Ο πατέρας έχει υποχρέωση όμως ανατροφής και εκπαίδευσης των τέκνων, διαχείρισης της περιουσίας των ανήλικων τέκνων του. Ανάλογες υποχρεώσεις έχουν και τα τέκνα. Που όταν κληθούν να ασκήσουν δημόσιο αξίωμα ο υποψήφιος οφείλει να αποδείξει ότι συνέδραμε στους γονείς του εν ζωή και τους τίμησε μετά το θάνατό τους. Η κακοποίηση γονέα διώκεται αυτεπαγγέλτως και επισύρει για το τέκνο την ποινή της ατιμίας.
2. β) Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης κατά την μέση βυζαντινή περίοδο.
Τα όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης επαναλαμβάνονται σχεδόν στο σύνολό τους από την κωδικοποίηση του 9ου αιώνα που καταρτίστηκε επί Λέοντος του Σοφού.
Στις διατάξεις της Εισαγωγής παρέχονται πολλές πληροφορίες για τα δικαστήρια και τα πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά. Δύο αχρονολόγητες Νεαρές διατάξεις του Κωνσταντίνου Ζ΄ αφορούν κυρίως στις δικαστικές δαπάνες.
Για τον 11ο αιώνα παρέχει πολλές πληροφορίες η Εκλογή των Βασιλικών, ο συντάκτης της οποία ήταν ασφαλώς δικαστής γιατί επιμένει σε πολλές λεπτομέρειες δικαστηριακού περιεχομένου.
Τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια ήταν του Μεγάλου Δρουγγαρίου, του Πρωτοασηκρτις, του Δικαιοδότου και του προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων.

ΘΕΜΑΤΑ ΙΟΥΛΙΟΥ 1999 Α ΣΕΙΡΑ

1. α) Η σύναψη του γάμου στο βυζαντινό δίκαιο.
Κατά το ιουστινιάνειο δίκαιο συστατικό στοιχείο του γάμου ήταν η γαμική διάθεση δηλαδή η βούληση δύο προσώπων αν συνάψουν γάμο. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να διαγνωσθεί αν συνέτρεχε αυτή η βούληση γιατί υπήρχε ο κίνδυνος σύγχυσης με την παλλακεία. Έτσι η διάκριση γάμου και παλλακείας κατέληγε συχνά μετά την αχρησία των παλαιών τύπων του ρωμαϊκού δικαίου για τη σύναψη του γάμου, να είναι ζήτημα πραγματικό.
Για την απόδειξη της σύναψης του γάμου προέβλεπε το ιουστινιάνειο δίκαιο την κατάρτιση προικώων συμβολαίων ή τη δήλωση της βούλησης ενώπιον του ενδίκου της Εκκλησίας και μαρτύρων.
Ζήτημα αν καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο γάμο και την παλλακεία, δημιούργησε η διάταξη της Εκλογής κατά την οποία όποιος συνοικεί με ελεύθερη γυναίκα, της αναθέτει τη διαχείριση του νοικοκυριού και διατηρεί γενετήσιες σχέσεις μαζί της έχει συνάψει με τη γυναίκα αυτή άγραφο νόμο.
Στα τέλη του 9ου αιώνα ο Λέων ΣΤ ο Σοφός αφενός μεν προφανώς μετά από απαίτηση της Εκκλησίας καταργεί την παλλακεία με τη νεαρά 91 αφετέρου δε καθιερώνει ως συστατικό τύπο του γάμου την ιερολογία με τη νεαρά 89.
1. β) Η πατρική εξουσία στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας επάνω στα υπεξούσια μέλη της δε διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου επάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή εγκατάλειψης νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει μέχρι τη θανάτωσή τους, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων.
Ο πάτερ φαμίλιας έχει επίσης την εξουσία να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος. Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος περιέχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή.
2. α) Νομικός πλουραλισμός στις ελληνιστικές μοναρχίες.
Στις μοναρχίες όπου προϋπήρχαν ελληνικές πόλεις, τα ελληνικά δικαστήρια δεν καταργήθηκαν αμέσως, αλλά εξακολούθησαν να λειτουργούν για ένα διάστημα.  Στο διάστημα αυτό όμως είχαν να ανταγωνιστούν τις δικαιοδοτικές εξουσίες των μοναρχών, στην ανοχή των οποίων επαφίεται η λειτουργία λαϊκών δικαστηρίων.
Οι ελληνιστικές μοναρχίες χαρακτηρίζονται από πληθυσμική πολυμορφία στην οποία αντιστοιχεί μια πλειονότητα δικαίων. Το πρόβλημα της σχέσης των διαφόρων δικαίων μεταξύ τους γίνεται ιδιαίτερα οξύ στις ελληνιστικές μοναρχίες που έχουν να παρουσιάσουν νομική παράδοση προγενέστερη της μακεδονικής κατάκτησης.
2. β) Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης κατά την μέση βυζαντινή περίοδο.
Τα όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης επαναλαμβάνονται σχεδόν στο σύνολό τους από την κωδικοποίηση του 9ου αιώνα που καταρτίστηκε επί Λέοντος του Σοφού.
Στις διατάξεις της Εισαγωγής παρέχονται πολλές πληροφορίες για τα δικαστήρια και τα πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά. Δύο αχρονολόγητες Νεαρές διατάξεις του Κωνσταντίνου Ζ΄ αφορούν κυρίως στις δικαστικές δαπάνες.
Για τον 11ο αιώνα παρέχει πολλές πληροφορίες η Εκλογή των Βασιλικών, ο συντάκτης της οποία ήταν ασφαλώς δικαστής γιατί επιμένει σε πολλές λεπτομέρειες δικαστηριακού περιεχομένου.
Τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια ήταν του Μεγάλου Δρουγγαρίου, του Πρωτοασηκρτις, του Δικαιοδότου και του προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων.

ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000

1. α) Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή στο αττικό δίκαιο.
Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίους δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Εάν δεν υπάρχουν γνήσιοι άρρενες κατιόντες, μέσω της σύνταξης διαθήκης, παρέχεται στο διαθέτη δυνατότητα να παρακάμψει τους αγχιστείας, αναθέτοντας τη συνέχιση του οίκου στο εξ υιοθεσίας γιό.
 Ο αττικός νόμος δεν απαιτεί για το κύρος των διαθηκών ιδιαίτερο συστατικό τύπο. Έγκυρες θεωρούνται τόσο οι έγγραφες όσο και οι προφορικές διατάξεις τελευταίας βούλησης αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει στο νόμο και υπό την προϋπόθεση ότι ο διαθέτης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις νόμιμες προϋποθέσεις (ιδιότητα πολίτη και νόμιμη ηλικία).
Ως λόγους ακυρότητας η σολώνεια νομοθεσία εισάγει την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη. Κατά τους κλασικούς χρόνους λόγους ακυρότητας συνιστούν εκτός από την φρενοβλάβεια, το γήρας, η σύνταξη διαθήκης υπό την επίρρεια ψυχοφαρμάκου, η επήρεια κάποιας γυναίκας καθώς και η άσκηση σε βάρος του διαθέτη ψυχολογικής ή φυσικής βίας.


1. β) Μνηστεία στο βυζαντινό δίκαιο.
Η προσπάθεια της Εκκλησίας να θέσει υπό τον απόλυτο της έλεγχο την οικογένεια και μέσω αυτής να ενισχύσει την πολιτική της επιρροή υπήρξε συνεπής και είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία ήδη στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας. Η εξέλιξη του θεσμού του γάμου στις διαδοχικές περιόδους της ιστορίας του Βυζαντίου, όπως αυτή διαπιστώνεται μέσα από τις επίσημες νομοθετικές και τις ανεπίσημες νομικές συλλογές είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιδίωξη της Εκκλησίας να επιβάλει την κυριαρχία της στο χώρο αυτό.
Οι προϋποθέσεις για γάμο ήταν α) η νόμιμη ηλικία 12 έτους για κορίτσια και 14 έτους για αγόρια β) η συναίνεση των μελλονύμφων γ) η συναίνεση του εξουσιαστή τους αν ήταν υπεξούσιοι και δ) η τήρηση του νόμιμου τύπου.
Οι ίδιες προϋποθέσεις ίσχυαν και για την έγκυρη σύναψη μνηστείας ακόμη και ως προς την ηλικία.
Πολλές οι περιπτώσεις που οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρούνταν πράγμα που συνεπάγονταν την ακύρωση του γάμου. Αν το κορίτσι δεν είχε κλείσει τα 12 έτη, γινόταν παράταση της συμβίωσης μέχρι την συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για να ισχυροποιηθεί ο γάμος.
2. α) Υποκείμενα δικαίου στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες. Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια, μόνο ο αρχηγός τους, ο πάτερ φαμίλιας έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της είτε έχει μεν χειραφετηθεί έχει όμως έναν επίτροπο.
Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις πχ γάμος δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με πρόσωπα ελεύθερα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου.
Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους παρεχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι.
2. β) Δίκαιο εκλογής Ισαύρων: γενικά χαρακτηριστικά, ποινικό δίκαιο, γλώσσα.
Η στροφή στον προσανατολισμό των νομικών σπουδών επηρέασε αποφασιστικά τη διάδοση των κειμένων της ιουστινιάνειας περιόδου. Όχι μόνο το αυθεντικό κείμενο της κωδικοποίησης εξαφανίζεται από το προσκήνιο αλλά και τα έργα των αντικηνσόρων γίνονται δυσεύρετα. Επίσης, τα ούτως ή άλλως δυσεύρετα νομοθετικά ή ερμηνευτικά κείμενα είναι δυσνόητα. Ο μόνος τρόπος ήταν η γρήγορη αντιγραφή τους σε απλή γραφή και διάδοσή τους. Τις προϋποθέσεις πληρούσε η Εκλογή.
Το νομοθέτημα του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου και του γιού του Κωνσταντίνου Ε υπήρξε το αποτέλεσμα της προσπάθειας να συγκεντρωθούν οι βασικοί για την καθημερινοί ζωή κανόνες δικαίου σε σύντομες φράσεις, γραμμένες σε κατανοητή γλώσσα για το μέσο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Η Εκλογή περιέχει καινοτομίες κυρίως στο οικογενειακό δίκαιο και πολύ περισσότερο στο ποινικό δίκαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου