Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2019-2020

ΕΚΠΑ – Νομική Σχολή
Κατατακτήριες εξετάσεις Δεκεμβρίου 2019
Εξεταζόμενο Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Θέμα: Ψηφίζεται από τη Βουλή και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος, ο οποίος:
1. Καθορίζει τον αριθμό των βουλευτών ανά εκλογική περιφέρεια.
2. Ορίζει ότι δεν μπορεί να ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
3. Ορίζει ότι προκειμένου ένα κόμμα να εισέλθει στη Βουλή, θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει το 8% των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά.
4. Tροποποιεί τις διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής που αφορούν τη συγκρότηση και λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων.
5. Ορίζει ότι βουλευτής που έχει εκλεγεί με ένα κόμμα, δεν μπορεί κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου να ενταχθεί στην κοινοβουλευτική ομάδα άλλου κόμματος.
6. Αναθέτει την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν τις βουλευτικές εκλογές στο ΣτΕ.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
  1.      Η διάταξη αυτή αντίκειται στο Σ. 54 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο «ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, με βάση το νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας που προκύπτει, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, από τους εγγεγραμμένους στα οικεία δημοτολόγια, όπως νόμος ορίζει.»
  2.      Σύμφωνα με το Σ. 51 παρ. 3 εδ. β’ «ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Ο συνταγματικός νομοθέτης απαιτεί αμετάκλητη και όχι τελεσίδικη δικαστική απόφαση, οπότε η σχολιαζόμενη διάταξη νόμου παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική διάταξη. Η σχετική πρόβλεψη αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καθολικότητας της ψήφου: εν όψει της αρχής αυτής, για τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος απαιτείται εξάντληση των ενδίκων μέσων.
  3.     Η εν λόγω διάταξη αντίκειται πρωτίστως στην αρχή της ισότητας της ψήφου και στην αντιπροσωπευτική αρχή, επικουρικώς δε και στο Σ. 29.  Η αρχή της ισότητας της ψήφου επιτάσσει κάθε ψήφος εκάστου εκλογέα να εκπροσωπείται επί της αρχής κοινοβουλευτικά. Και ναι μεν είναι ανεκτοί περιορισμοί εισόδου στη Βουλή πολιτικών κομμάτων που δεν αντιπροσωπεύουν  εν  ενεργεία  πολιτικές  δυνάμεις  και των  οποίων η παρουσία  στην  πολιτική  σκηνή  δεν είναι  έκδηλη (πρβλ. ΣτΕ 993/1989 Ολομ., 1862/1985, Ολομ., 1116/1990 7μ., 2285/1994, ΣτΕ 3869/2011 Ολομ.), δεν είναι όμως συνταγματικά ανεκτό να μην εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά η ψήφος προς υπαρκτές, ενεργές πολιτικές δυνάμεις που καταγράφουν τόσο υψηλό ποσοστό. Όριο εισόδου πολιτικών κομμάτων στη Βουλή ύψους 8% νοθεύει και αλλοιώνει την αντιπροσωπευτική αρχή και παραβιάζει την ισότητα της ψήφου. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη της θεωρίας η αρχή ισότητας της ψήφου θεμελιώνεται σε καθεαυτή τη δημοκρατική αρχή και όχι στο Σ. 4 παρ. 1 (contra νμλγ. ΣτΕ).
  4.     Ο Κανονισμός της Βουλής δεν ψηφίζεται κατά την συνήθη νομοπαραγωγική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας (έκδοση και δημοσίευση των νόμων κατά το Σ. 42 παρ. 1), αλλά σύμφωνα με την ειδική διαδικασία του Σ. 65 παρ. 1. Έτσι, η παραγγελία δημοσίευσης του ΚτΒ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής και όχι από τον ΠτΔ. Τούτο αποτελεί εκδήλωση της αρχής της εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής: η εθνική αντιπροσωπεία ρυθμίζει τα της λειτουργίας της μόνη της, χωρίς την σύμπραξη ή την εμπλοκή άλλου άμεσου κρατικού οργάνου.  Βάσει του Σ. 65 παρ. 1 διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής δεν τροποποιούνται με τυπικό νόμο, παρά μόνο με νέο Κανονισμό της Βουλής. Δεν δύναται δηλαδή διατάξεις του ΚτΒ να σωρευτούν σε άλλο νομοθέτημα.
  5.     Η σχετική διάταξη αντίκειται τόσο στον θεσμό της ελεύθερης εντολής, όσο και στο πολιτικό δικαίωμα συμμετοχής εκάστου στο κόμμα της επιλογής του. Έτσι, κατά το Σ. 60 παρ. 1 «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» και δεν εξαρτώνται ούτε από το πρόγραμμα του κόμματος με το οποίο εξελέγησαν, ούτε από την (εικαζόμενη) βούληση των εκλογέων που τους ανέδειξαν, ούτε από κάποια αλλότρια βούληση, ενώ το Σ. 29 κατοχυρώνει το δικαίωμα εκάστου (άρα και του με άλλο κόμμα εκλεγμένου βουλευτή) να συμμετάσχει στο πολιτικό κόμμα της αρεσκείας του.
  6.     Η σχετική διάταξη αντίκειται στο Σ. 100 παρ. 1 εδ. α’ και γ’, σύμφωνα με το οποίο η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των εκλογών καθώς και η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.



.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου