Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ ΑΠΟ ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟ (ΤΟΜΟΣ ΙΙ) Α ΜΕΡΟΣ

Πηγή: Χ.Μυλωνόπουλος, Γενικό Ποινικό Δίκαιο Τόμος ΙΙ

ΕΝΝΟΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ

Σε γενικές γραμμές, το έγκλημα αναπτύσσεται με πρότυπο το ολοκληρωμένο (=τετελεσμένο) που διαπράχθηκε από ένα μόνο δράστη και που επισύρει πλήρη ποινή.
Όμως, στην πραγματικότητα το έγκλημα ΔΕΝ εμφανίζεται πάντοτε ως μεμονωμένη και ολοκληρωμένη πράξη ενός αυτουργού αλλά με διάφορες παραλλαγές. Σε μία από αυτές, αν ο δράστης επιχειρεί μεν να τελέσει ένα έγκλημα αλλά δεν καταφέρνει να το ολοκληρώσει, μιλάμε για απόπειρα του εγκλήματος. Οι άλλες παραλλαγές είναι η συμμετοχή (=όταν ένα έγκλημα ή απόπειρά του τελείται από πολλούς) και η συρροή εγκλημάτων (=όταν ένας δράστης σε μία πράξη τελεί πολλά εγκλήματα).
Παράδειγμα:
Αξιόποινο του Α:
Ο Α προσπαθεί να φονεύσει το θύμα του με πυροβολισμό αλλά αποτυγχάνει, διότι δεν σκόπευσε ακριβώς.
Ο Α έχει τελέσει απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση (42, 299 ΠΚ).

ΆΡΘΡΟ 42 ΠΑΡ. 1 ΠΚ_Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΩΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΜΑ ΤΟΥ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με το άρθ. 42 παρ. 1 ΠΚ «όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)».
Με τη διάταξη αυτή το αξιόποινο διευρύνεται ώστε το έγκλημα να μην τιμωρείται μόνο εφόσον είναι τετελεσμένο αλλά και όταν τελείται με απόπειρα. Συνεπώς, η απόπειρα ενός εγκλήματος μπορεί να τιμωρηθεί μόνο εφόσον δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή για τετελεσμένο έγκλημα. Για το λόγο αυτό η απόπειρα είναι επικουρική του τετελεσμένου εγκλήματος. Έτσι, αν ο δράστης αποτύχει να τελέσει το έγκλημα και μετά την αποτυχία του επιχειρήσει εκ νέου να το διαπράξει και το ολοκληρώσει δεν θα τιμωρηθεί σωρευτικά για απόπειρα και για τετελεσμένο έγκλημα αλλά μόνο για τετελεσμένο.
Παράδειγμα:
Αξιόποινο του Α:
Ο Α αποπειράται να φονεύσει τον Β με πυροβολισμό, μετά δε την αστοχία του πυροβολεί και πάλι επιτυχώς.
Ο Α δεν έχει διαπράξει δύο εγκλήματα δηλαδή ανθρωποκτονία τετελεσμένη και σε απόπειρα αλλά μόνο ένα, την τετελεσμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση (299 παρ. 1 ΠΚ).

Αν βέβαια, μετά ο δράστης δεν επαναλάβει την προσπάθεια αμέσως αλλά μετά την ειρήνευση του εννόμου αγαθού που προσπάθησε να βλάψει, επιχειρήσει εκ νέου την πράξη του και επιτύχει, τότε υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή έχουμε δηλαδή δύο εγκλήματα.
Παράδειγμα:
Αξιόποινο του Α:
Ο Α αποπειράται να βιάσει τη Β χρησιμοποιώντας τις σωματικές του δυνάμεις για να κάμψει την αντίστασή της, εγκαταλείπει όμως την προσπάθειά του λόγω των κραυγών και της σφοδρής μαχητικότητας της παθούσας. Την επόμενη μέρα επανέρχεται και ολοκληρώνει την πράξη του με την απειλή πιστολιού.
Ο Α θα τιμωρηθεί για απόπειρα βιασμού (42, 336 ΠΚ) σε αληθινή πραγματική συρροή με τετελεσμένο βιασμό (336 ΠΚ).

Από το άρθ. 42 παρ. 1 ΠΚ συνάγονται τα βασικά στοιχεία της απόπειρας, ήτοι:
1.    Η απόφαση του δράστη να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα.
2.    Η αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος.
3.    Η μη ολοκλήρωση του εγκλήματος.
Από το ίδιο άρθρο συνάγεται ότι δεν υπάρχει «έγκλημα απόπειρας» αλλά η απόπειρα εξαρτάται εννοιολογικά από το τετελεσμένο έγκλημα. Έτσι, υπάρχει μόνο απόπειρα συγκεκριμένου εγκλήματος πχ ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης, κλοπής κ.λπ. και το πότε συμβαίνει αυτή συνάγεται βάση των στοιχείων της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης, κλοπής κ.λπ. αντίστοιχα.
Όπως και κάθε έγκλημα, η απόπειρα ως μορφή εμφανίσεως του εγκλήματος περιέχει τουλάχιστον τα τρία απαραίτητα στοιχεία του: ειδική υπόσταση, άδικο και ενοχή.

 Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΩΣ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Τα στάδια του εγκλήματος (=φάσεις της εγκληματικής διαδρομής) είναι τα εξής:
1.    Η λήψη της απόφασης από το δράστη να τελέσει το έγκλημα. Αυτό το εντελώς εσωτερικό στάδιο δεν ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο  (=δεν ασχολείται με τις ιδέες και τις πεποιθήσεις των πολιτών).
2.    Οι προπαρασκευαστικές πράξεις (αλλιώς: προετοιμασία του εγκλήματος). Ο δράστης εδώ δημιουργεί τις συνθήκες ώστε να καταστήσει δυνατή την τέλεση του εγκλήματος πχ κατάστρωση σχεδίου, προμήθεια εργαλείων, παρακολούθηση του θύματος, εξασφάλιση διαφυγής κ.λπ. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις είναι κατά κανόνα ατιμώρητες διότι δεν διαταράσσουν κατά τρόπο ανυπόφορο την κοινωνική ζωή, έτσι ώστε να καθίσταται αναγκαίος ο ποινικός κολασμός τους.  Κατ’ εξαίρεση τιμωρούνται οι προπαρασκευαστικές πράξεις ιδιαίτερης επικινδυνότητας τις οποίες η έννομη τάξη δεν μπορεί να ανεχτεί πχ οι προπαρασκευαστικές πράξεις της εσχάτης προδοσίας (άρθ. 135 ΠΚ), της επιβουλής της ακεραιότητας της χώρας (άρθ. 138 παρ. 2 ΠΚ), της παραχάραξης και κιβδηλείας (άρθ. 211 ΠΚ), της πλαστογραφίας ενσήμων (άρθ. 218 παρ. 3 ΠΚ) κ.λπ.
3.    Η εκτέλεση του εγκλήματος που περιλαμβάνει την απόπειρα και την τελείωση του εγκλήματος.
4.    Η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Για ουσιαστική αποπεράτωση γίνεται λόγος όταν η προσβολή του εννόμου αγαθού, κατά του οποίου στρέφεται η εγκληματική πράξη, δεν μπορεί να συνεχιστεί, είτε επειδή έπαψε η προσβολή είτε επειδή εξέλιπε το έννομο αγαθό. Συνήθως, συμπίπτει με την τελείωση του εγκλήματος πχ στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό (=η ζωή του παθόντος) εκλείπει ήδη με την τελείωση της πράξης και δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί επιπλέον.  Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η ουσιαστική αποπεράτωση διακρίνεται χρονικά με την τελείωση του εγκλήματος, όταν ο δράστης μπορεί να προσβάλλει βαρύτερα το έννομο αγαθό (=εδώ η προσβολή «βαθαίνει»).
Πότε η ουσιαστική αποπεράτωση δεν συμπίπτει χρονικά με την τελείωση του εγκλήματος;
·         Στα διαρκή εγκλήματα, η αξιόποινη πράξη τελειώνεται μεν με την πλήρωση της ειδικής υπόστασης, η ουσιαστική αποπεράτωση όμως επέρχεται μεταγενέστερα, με την άρση της προσβολής του εννόμου αγαθού π.χ. στην παράνομη κατακράτηση του άρθ. 325 ΠΚ, όπου η τελείωση του εγκλήματος πραγματώνεται με την στέρηση της ελευθερίας του παθόντος, η ουσιαστική αποπεράτωση όμως επέρχεται όταν ο παθών απελευθερώνεται ή αποβιώνει ή συλλαμβάνεται νομίμως κλπ.
·         Στα εγκλήματα σκοπού, η ειδική υπόσταση πληρούται όταν ο δράστης πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος με σκοπό να προκαλέσει ένα ορισμένο περαιτέρω αποτέλεσμα (=υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου) π.χ. στην κλοπή του άρθ. 372 ΠΚ η ειδική υπόσταση πληρούται μόνο όταν ο δράστης αφαιρεί ξένο πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, στην πλαστογραφία του άρθ. 216 ΠΚ η ειδική υπόσταση πληρούται μόνο αν ο δράστης που καταρτίζει το πλαστό έγγραφο έχει σκοπό κάνοντας χρήση αυτού να παραπλανήσει άλλον για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, στην απάτη του άρθ. 386 ΠΚ η ειδική υπόσταση πληρούται μόνο αν ο δράστης που βλάπτει την ξένη περιουσία με πράξη παραπλάνησης, έχει σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος. Εδώ η πραγμάτωση του σκοπού ακολουθεί την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης και συνεπώς η ουσιαστική αποπεράτωση πραγματώνεται μετά την τελείωση του εγκλήματος.
·         Στα εγκλήματα επιχειρήσεως, η απόπειρα των οποίων τιμωρείται ως τετελεσμένο έγκλημα, η πλήρωση της ειδικής υπόστασης διαρκεί μέχρι τη φάση της ουσιαστικής αποπεράτωσης, εφόσον είναι από τη φύση του δυνατό π.χ. στην εσχάτη προδοσία (άρθ. 134 παρ. 1 εδ α ΠΚ) η αντικειμενική υπόσταση πληρούται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στερείται των συνταγματικών δικαιωμάτων του και όχι μόνον κατά το χρόνο της απόπειρας, στην στάση κρατουμένων (άρθ. 174 ΠΚ) η αντικειμενική υπόσταση πληρούται καθ’ όλο το διάστημα που οι υπάλληλοι της φυλακής τελούν υπό καθεστώς εξαναγκασμού και όχι μόνο για όσο διάστημα οι δράστες επιχειρούν να τους εξαναγκάσουν.
Η πρακτική σημασία της φάσης της ουσιαστικής αποπεράτωσης έγκειται στα ακόλουθα:
·         Συμμετοχή είναι δυνατή και μετά την τελείωση του εγκλήματος, μέχρι την ουσιαστική αποπεράτωση αυτού πχ ο Α εγκλείει τον Β σε αποθήκη, ο δε Γ παρέχει στο δράστη βοήθεια (να μην διαφύγει ο παθών), είναι λοιπόν δυνατή η συνέργεια και μετά την τελείωση της παράνομης κατακράτησης έως ότου ο Β απελευθερωθεί.
·         Η παραγραφή αρχίζει μετά την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος πχ μετά τη λήξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών.
·         Άμυνα είναι δυνατή καθ’ όσο χρόνο διαρκεί η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, μετά την τελείωση αυτού μέχρι την ουσιαστική αποπεράτωσή του π.χ. στην παράνομη κατακράτηση άμυνα είναι δυνατή καθ’ όλο το χρόνο που πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση, παύει δε να υφίσταται δικαίωμα άμυνας με την άρση της παράνομης κατάστασης δηλ με την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος.
·         Κατ’ ιδέα συρροή είναι δυνατή καθ’ όλη τη φάση της ουσιαστικής αποπεράτωσης, δηλαδή και μετά την τελείωση του εγκλήματος, εφόσον πληρούται όμως η αντικειμενική υπόσταση αυτού. Έτσι, η παράνομη κατακράτηση συρρέει αληθώς κατ’ ιδέα με σωματικές βλάβες που τελέστηκαν κατά τη διάρκειά της σε βάρος του παθόντος, μετά μην την τελείωση αλλά πριν από την ουσιαστική αποπεράτωση αυτής.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν μετά την τελείωση και κατά τη φάση της ουσιαστικής αποπεράτωσης και ενώ εξακολουθεί να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση. Συμβαίνει στα διαρκή εγκλήματα και στα εγκλήματα επιχειρήσεως, όχι όμως και στα εγκλήματα σκοπού π.χ. στην κλοπή του άρθ. 372 ΠΚ δεν είναι δυνατή συνέργεια μετά την τελείωση, κατά το στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης διότι η ειδική υπόσταση έχει ήδη παύσει να πληρούται με την ολοκλήρωση της  αφαίρεσης.

ΤΟ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Πότε υπάρχει τελείωση ενός εγκλήματος;
Η ορθή απάντηση είναι: όταν ο δράστης έχει πραγματώσει όλα τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης  (αντικειμενικά και υποκειμενικά).
Μια κλοπή δεν είναι τετελεσμένη αν έγινε η αφαίρεση του ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, χωρίς όμως να συνοδεύεται από το σκοπό παράνομης ιδιοποίησης (=υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου). Μία απάτη δεν είναι τετελεσμένη αν δεν συνοδεύεται από σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους κ.λπ.
Έτσι τα εγκλήματα συμπεριφοράς είναι τετελεσμένα όταν πραγματωθεί η συμπεριφορά που πληροί την ειδική υπόσταση αυτών πχ η ψευδορκία όταν ολοκληρωθεί η κατάθεση, τα εγκλήματα αποτελέσματος όταν επέλθει και το περιλαμβανόμενο στην οικεία αντικειμενική υπόσταση αποτέλεσμα π.χ. στην ανθρωποκτονία όταν επέλθει ο θάνατος.
Τι γίνεται όταν η πλήρωση της α.υ.ε. πραγματώνεται με πλείονες πράξεις;
Υπάρχει τετελεσμένο έγκλημα ήδη με την τέλεση της πρώτης από αυτές π.χ. ο Α καταφέρνει 20 χτυπήματα κατά του Β (απλή σωματική βλάβη), εδώ η αξιόποινη πράξη είναι τετελεσμένη ήδη με την πρώτη από τις επί μέρους ενέργειες του δράστη.
Όταν όμως οι πλείονες πράξεις  απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης τότε η τέλεση της μιας εξ αυτών δεν αρκεί για την τελείωση. Έτσι, η κλοπή που απαιτεί όχι μόνο κατάλυση της ξένης κατοχής αλλά και θεμελίωση νέας, είναι τετελεσμένη όταν ο δράστης αποκτήσει την κατοχή στο πράγμα π.χ. ο μάγειρας πλοίου που αφαίρεσε από το μεταφερόμενο στα αμπάρια του πλοίου φορτίο ορισμένα τεμάχια ανταλλακτικών αυτοκινήτων και τα έκρυψε στην αποθήκη του μαγειρείου όπου και ανευρέθηκαν από αλλοδαπούς τελωνειακούς, διέπραξε τετελεσμένη κλοπή, ΟΜΩΣ αν ο δράστης όταν πρόκειται για ογκώδη αντικείμενα δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την αφαίρεση του κινητού πράγματος, τελεί κλοπή σε απόπειρα.
Τελείωση και αιτιότητα
Όταν έχουμε να κάνουμε με ζητήματα αιτιότητας (πχ στην περίπτωση της υπερκερασμένης αιτιότητας) το έγκλημα ΔΕΝ έχει τελειώσει αν το σκοπούμενο αποτέλεσμα δεν τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο προς τη συμπεριφορά του δράστη ή δεν μπορεί να καταλογισθεί αντικειμενικά σε αυτήν π.χ. ο Α χορηγεί δηλητήριο στον Β προκειμένου να τον φονεύσει, πριν όμως αυτό ενεργήσει, το θύμα φονεύεται από πυροβολισμό του Γ (=υπερκέραση της αιτιότητας), ο Δ στην προσπάθειά του να φονεύσει τον Ε, του προκαλεί τραύμα με μαχαίρι, το θύμα όμως πεθαίνει στο νοσοκομείο από πυρκαγιά που εξερράγη εκεί (=αποκλεισμός του αντικειμενικού καταλογισμού).
Είναι όμως δυνατό να έχουμε ένα τυπικώς τετελεσμένο έγκλημα και αυτό να τιμωρείται μόνο για απόπειρα. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που συντρέχει ένας λόγος άρσης του αδίκου χωρίς ο δράστης να το γνωρίζει όταν δηλαδή ελλείπει ένα υποκειμενικό στοιχείο της δικαιολογήσεως.
Απόπειρα και in dubio pro reo
Εδώ ανακύπτει το ζήτημα να έχει επέλθει το αποτέλεσμα, να έχει δηλαδή πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, πλην όμως αυτό δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στον κατηγορούμενο κατ’ εφαρμογή του κανόνα in dubio pro reo. Στην περίπτωση αυτή μόνο για απόπειρα μπορούν να τιμωρηθούν οι δράστες.
Παράδειγμα:
Αξιόποινο του Β και Γ:
Κατά του Α πυροβολούν Β και Γ όμως δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ποιος εκ των δραστών προκάλεσε το θάνατο, διότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ποιο εκ των πλειόνων θανατηφόρων πληγμάτων (π.χ. στην κεφαλή, στην καρδιά) προκλήθηκε πρώτο.
Οι Β και Γ θα τιμωρηθούν για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (42, 299 παρ. 1 ΠΚ) κατ’ εφαρμογή του κανόνα in dubio pro reo.




ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘ. 42 ΠΚ

Από το άρθρο 42 ΠΚ συνάγουμε ότι:
1.    Η απόπειρα τιμωρείται ΜΟΝΟ όταν ο δράστης επιχειρεί να τελέσει «κακούργημα ή πλημμέλημα», ΔΕΝ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ η απόπειρα πταίσματος.
2.    Ο νόμος απαιτεί απόφαση («όποιος, έχοντας αποφασίσει») επομένως τιμώρηση για απόπειρα επιτρέπεται ΜΟΝΟ επί των εκ δόλου εγκλημάτων. Συνεπώς, η τιμώρηση της απόπειρας από αμέλεια αποκλείεται νομικώς όχι όμως και λογικώς όπως σε περιπτώσεις πραγματικής πλάνης, τροχαίων παραβάσεων, νομιζόμενης άμυνας κ.λπ.
Παράδειγμα απόπειρας από αμέλεια:
Τιμώρηση απόπειρας από αμέλεια:
Ο κυνηγός Α πυροβολεί κατά του κυνηγού του Β, που ελλοχεύει πίσω από θάμνο, νομίζοντας από αμέλειά του, ότι πρόκειται για αγριόχοιρο  και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσει.
Ο Α θα μείνει ατιμώρητος λόγω πραγματικής πλάνης στην οποία βρισκόταν (άρθ. 30 ΠΚ) και συνεπώς αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του.
Ο οδηγός Γ εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα και παρ’ ολίγο να σκοτώσει τον ανύποπτο πεζό Δ.
Περίπτωση τροχαίας παράβασης. Ο Γ θα μείνει ατιμώρητος καθώς η εξ αμελείας διακινδύνευσης εννόμου αγαθού (=στην προκειμένη περίπτωση η ζωή του Δ) θα οδηγούσε σε μια ανυπόφορη διεύρυνση του αξιοποίνου και σε υπέρμετρη επιβάρυνση της κοινωνικής ζωής, αφού η αθρόα ποινικοποίηση θα ήταν κοινωνικώς επιβλαβέστερη από την προστασία την οποία θα επιδίωκε.
Ο σωματοφύλακας του «μεγαλοδημοσιογράφου» Ε εκλαμβάνει τις έξαλλες κινήσεις του Ζ ως επίθεση κατά του εργοδότη του και πυροβολεί αλλά χωρίς επιτυχία (στην πραγματικότητα ο Ζ ήθελε να καταγγείλει κάποια αδικία της διοίκησης σε βάρος του).
Ο Ε θα μείνει ατιμώρητος εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν σε νομιζόμενη άμυνα και δεν μπορούσε να εκλάβει τα πραγματικά περιστατικά στην σωστή τους διάσταση.

Οι ρυθμίσεις για την ποινή της απόπειρας ισχύουν βάσει του άρθ. 12 ΠΚ και για τους ειδικούς ποινικούς νόμους εκτός αν σε αυτούς ορίζεται διαφορετικά όπως π.χ. ορισμένοι ειδικοί ποινικοί νόμοι προβλέπουν τιμώρηση της απόπειρας με την πλήρη ποινή του τετελεσμένου  εγκλήματος για την απόπειρα λαθρεμπορίας  όπου η πλήρης ποινή επιβάλλεται υποχρεωτικά μεν στον αυτουργό της απόπειρας, δυνητικά δε στους συνεργούς. Στις περιπτώσεις αυτές δύναται το δικαστήριο να επιβάλλει μειωμένη ποινή εφαρμόζοντας το άρθ. 42 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθ. 467 ΠΚ.

Η ΤΙΜΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ (ΆΡΘΡΑ 42 ΠΑΡ. 2, 3, 83 ΠΚ)

Σύμφωνα με τη βασική διάταξη του άρθ. 42 παρ. 1 ΠΚ η απόπειρα τιμωρείται κατά κανόνα με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83.
Έτσι η απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών δηλ. 10-20 χρόνια αφού η τετελεσμένη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη (άρθ. 299 παρ. 1 ΠΚ), η απόπειρα σε βρασμό ψυχικής ορμής με κάθειρξη έως 12 χρόνια ή φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών (2-12 χρόνια), αφού η τετελεσμένη ανθρωποκτονία εν βρασμώ τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη (άρθ. 299 παρ. 2 ΠΚ), η απόπειρα απλής σωματικής βλάβης με φυλάκιση τουλάχιστον10 ημερών, διότι η τετελεσμένη σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών (άρθ. 308 παρ. 1 ΠΚ).
 ΚΑΝΟΝΑΣ (άρθ. 42 παρ. 1) :
 Η απόπειρα κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθ. 83 ΠΚ.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ 1η : Όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις:
Η μείωση της ποινής πρέπει να υπολογιστεί με βάση την ποινή της απόπειρας και όχι του τετελεσμένου εγκλήματος. Δεν εφαρμόζεται το άρθ. 85 ΠΚ που λέει ότι όταν έχουμε συρροή λόγων μείωσης ποινής, η μείωση της ποινής εφαρμόζεται μόνο μία φορά. Διαφορετικά, θα θέταμε στην ίδια μοίρα το τετελεσμένο με το εν απόπειρα έγκλημα.
 ΕΞΑΙΡΕΣΗ 2η : Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ελαττωμένη ποινή δεν αρκεί (άρθ. 42 παρ. 2 ΠΚ):
 Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ελαττωμένη ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ποινή που προβλέπει ο νόμος για το τετελεσμένο έγκλημα (άρθ. 42 παρ. 2 ΠΚ). Όμως αυτός ο πιθανολογικός συλλογισμός του δικαστή που εδράζει σε μελλοντικά περιστατικά και όχι στο άδικο και ενοχή του δράστη, περιέχει προτιμωρητικό χαρακτήρα και δεν επιβάλλεται με βάση την πραγματωθείσα αξιόποινη πράξη, όπως απαιτεί το άρθ. 7 του Συντάγματος, έτσι, η συνταγματικότητα της περίπτωσης αυτής καθίσταται αμφίβολη.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ 3η : Δυνατότητα δικαστικής άφεσης του αξιοποίνου (άρθ. 42 παρ. 3 ΠΚ):
Σύμφωνα με αυτήν το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από τρεις μήνες λόγω της ελάχιστης απαξίας της πράξης π.χ. η παράλειψη βεβαιώσεως ταυτότητας (άρθ. 243 ΠΚ), η επαιτεία (άρθ. 407 ΠΚ) κ.λπ.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ 4η: Η απρόσφορη απόπειρα (άρθ. 43 ΠΚ):
Η απρόσφορη απόπειρα τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό. Αν μάλιστα τελέστηκε από ευήθεια, μένει ατιμώρητη.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ 5η : Τα εγκλήματα επιχειρήσεως:
Με την ποινή του τετελεσμένου εγκλήματος τιμωρείται η απόπειρα των εγκλημάτων επιχειρήσεως καθώς στα γνήσια εγκλήματα επιχειρήσεως η απόπειρα εξισώνεται με την τελείωση. Έτσι, η απόπειρα του εγκλήματος π.χ. της εσχάτης προδοσίας επισύρει ήδη την πλήρη ποινή. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν χωρεί ηπιότερη αντιμετώπιση του δράστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου