Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΑΜΝΗΣΤΙΑ (ΣΟΣ ΣΟΣ ΣΟΣ ΓΙΑ ΦΕΤΙΝΕΣ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ)



Οι δύο θεσμοί της απονομής χάριτος και αμνηστίας αποτελούν τη χάρη υπό ευρεία έννοια που άλλοτε ασκούσε ο απόλυτος μονάρχης στην Ευρώπη.  Η χάρη υπό ευρεία έννοια διασπάται μετά την επανάσταση στη Γαλλία όπου επικρατεί η αρχή του χωρισμού των εξουσιών. Η χάρη παραμένει αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας ενώ την αμνηστία την αναλαμβάνει η νομοθετική. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο δεν γίνεται η ίδια διάσπαση. Στην Αγγλία η χάρη υπό ευρεία έννοια αποτελεί προνομία του στέμματος (με προσυπογραφή), αλλά στην πράξη απονέμονται μόνο χάριτες υπό στενή έννοια και όχι αμνηστίες. Και στην Ελλάδα από το 1975 και έπειτα δεν έχει δοθεί αμνηστία.
Τη χάρη τη δικαιολογεί η φιλανθρωπία και η επιείκεια. Το ανθρώπινο πεπρωμένο οδηγεί ενίοτε σε ακραίες καταστάσεις που μόνο με τη χάρη επιδέχονται κάθαρση. Η χάρη λειτουργεί πέρα από την απονομή δικαιοσύνης και δεν αποτελεί δικαστική αρμοδιότητα. Την αμνηστία τη δικαιολογεί η εκτόνωση των πολιτικών παθών και η λήθη του παρελθόντος. Η αμνηστία εμφανίζεται στην Αρχαία Αθήνα. Όταν ο Θρασύβουλος ανατρέπει τους Τριάκοντα Τυράννους (403 π.Χ.) η εκκλησία του δήμου δίνει αμνηστία και οι πολίτες ανταλλάσσουν όρκους "επί τω μη μνησικακείν προς αλλήλους".
Το Σύνταγμα αναθέτει την αρμοδιότητα για την παροχή χάριτος στον ΠτΔ και αμνηστίας στη βουλή. Ειδικότερα:
Χάρη είναι η ολική ή μερική άρση της εκτέλεσης ποινής που έχει καταγνωσθεί από δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 Σ ο ΠτΔ έχει το δικαίωμα ύστερα από πρόταση του υπουργού δικαιοσύνης και γνώμη  συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί.
Η απονομή χάριτος προϋποθέτει αμετάκλητη ποινική καταδίκη κάθε είδους και δίδεται για κάθε έγκλημα, κοινό ή πολιτικό. Χωρίς τη ρητή συνταγματική πρόβλεψη, θα ήταν αδύνατη, διότι αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα ότι ο ΠτΔ δεν μπορεί ποτέ να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεση (άρθρο 43 παρ. 1 Σ).
Η διαδικασία κινείται ως εξής:
1.    Απαιτείται αίτηση του καταδικασμένου άλλως σε κάθε περίπτωση μπορεί να προκαλέσει τη διαδικασία και ο υπουργός δικαιοσύνης.
2.    Ο φάκελος περιέχει τη γνώμη του διευθυντή της φυλακής, τα πρακτικά της δίκης, την απόφαση και γνωμοδότηση του κατηγορήσαντος εισαγγελέως, την γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων.
3.    Ο υπουργός δικαιοσύνης διατυπώνει τη πρότασή του στον ΠτΔ και του υποβάλει ολόκληρο τον φάκελο.
4.    Την απόφαση λαμβάνει ο ΠτΔ ο οποίος δέχεται ολικώς ή μερικώς την πρόταση του υπουργού δικαιοσύνης ή την απορρίπτει. Πάντως  χωρίς προσυπογραφή δεν μπορεί να δώσει χάρη.
Ο ΠτΔ σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 Σ μπορεί να απονέμει χάρη σε υπουργό  που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86 μόνο με τη συγκατάθεση της βουλής.
Ο ΠτΔ ασκεί την αρμοδιότητα της απονομής χάριτος με απόλυτη διακριτική ευχέρεια και αποκλειστικό γνώμονα τη συνείδησή του. Για αυτό η πράξη δεν αιτιολογείται. Ο ισχυρισμός ότι ο ΠτΔ πρέπει να χαρίζει τις ποινές σύμφωνα με το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα είναι αντιδημοκρατικός.
Με τη χάρη αίρεται μόνο η υλική έκτιση της ποινής και όχι μέτρα ασφαλείας. Η άρση είναι ολική ή μερική ή μεταβάλλεται το είδος της ποινής (π.χ. από κάθειρξη σε φυλάκιση). Εκτιθείσες ποινές είναι αδύνατο να χαρισθούν. Άρση των συνεπειών είναι δυνατή και παρέχεται μαζί με την άρση της κύριας ποινής ή μετά την έκτισή της. Επίσης αίρονται οι πειθαρχικές ποινές.
Η απονομή χάριτος είναι πράξη ατομική. Σε ερώτηση ποια η νομική φύση της απονομής χάριτος, η απάντηση είναι κυβερνητική πράξη. Για αυτό δεν μπορεί κανείς να την αποποιηθεί. Ανάκλησή της αποκλείεται διότι ισοδυναμεί με επιβολή ποινής από την εκτελεστική εξουσίας. Η χάρη δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση, που εγγράφεται στο ποινικό μητρώο, ακόμη και όταν δίδεται με άρση των συνεπειών της καταδίκης.
Αμνηστία είναι η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου για κάποια πράξη. Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 3 Σ η  αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα με νόμο που ψηφίζεται από την ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ο περιορισμός αυτός (μόνο για πολιτικά εγκλήματα) οφείλεται σε καταχρήσεις ιδίως της περιόδου 1920-1927. Η έννοια όμως του πολιτικού εγκλήματος δεν είναι σαφής, γενικά για να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα πολιτικό πρέπει οι πράξεις να στρέφονται κατά της πολιτικής οργάνωσης του κράτους και να τείνουν σε αλλοίωση ή ανατροπή του πολιτεύματος (πχ εσχάτη προδοσία) και επί πλέον ο δράστης να επιδιώκει τέτοιο πολιτικό σκοπό.
Επικρατεί επομένως η μεικτή θεωρία διότι απαιτείται και πολιτικό έννομο αγαθό που προσβάλλεται (αντικειμενική θεωρία) και πολιτικό κίνητρο του δράστη (υποκειμενική θεωρία). Η αμνηστία αποτελεί αντινομία στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και οι σχετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Μη πολιτικά εγκλήματα συναφή με το πολιτικό δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμνηστίας πχ ληστεία για χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, για αυτά υπάρχουν άλλοι θεσμοί επιείκειας ιδίως η χάρη και η παραγραφή.
Κατά το άρθρο 47 παρ. 4 Σ αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο. Η παράγραφος αυτή είχε νόημα πριν την αναθεώρηση του 1986 όταν η αμνηστία δινόταν με προεδρικό διάταγμα. Εκ παραδρομής η παράγραφος αυτή δεν έχει διαγραφεί ακόμα.
Για την παροχή αμνηστίας απαιτείται νόμος ψηφισμένο από την ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία 180/300, η αυξημένη αυτή πλειοψηφία σχηματίζεται κατά κανόνα μόνο αν βουλευτές της μειοψηφίας συμπράξουν με την κυβερνητική πλειοψηφία. Τη ρύθμιση την επιβάλει το ΠΑΣΟΚ το 1986 ώστε να καταστήσει αδύνατη την αμνήστευση των χουντικών.
Η αμνηστία είναι καταρχήν απρόσωπη και αφορά κολάσιμες πράξεις. Το έγκλημα θεωρείται ότι δεν υπήρξε ποτέ. Η αμνηστία εξαφανίζει το αξιόποινο για όλους τους συμμέτοχους δηλαδή αυτουργούς και συνεργούς. Μπορεί να δοθεί και σε κατηγορίες προσώπων πχ μη στρατιωτικοί που διέπραξαν το τάδε έγκλημα. Επίσης δεν αποκλείεται να εξαιρεθεί ρητώς από την αμνηστία ορισμένη κατηγορία ανθρώπων. Εκείνο που οπωσδήποτε δεν επιτρέπεται είναι να αμνηστευθούν ή να εξαιρεθούν από την αμνηστία πρόσωπα που να αναφέρονται με το όνομά τους, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας.
Ζήτημα γεννήθηκε αν ισοδυναμεί με αμνηστία η πρόωρη  παραγραφή όμως η ρύθμιση της παραγραφής είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αμνηστία που είναι οριστική αναστολή του αξιοποίνου και δεν ανακαλείται ενώ στην παραγραφή συνεχίζεται η ποινική δίωξη. Ακόμη, η αμνηστία επιφέρει αναδρομική εξαφάνιση του αξιοποίνου, ενώ η παραγραφή την εξάλειψή του μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου.
Η αμνηστία δίδεται οποτεδήποτε δηλαδή πριν ή μετά την καταδίκη, αλλά ποτέ για το μέλλον. Συνεπάγεται ματαίωση ή παύση της ποινικής δίωξης ή εξαφάνιση της καταδικαστικής απόφασης και των συνεπειών της. Άρα εξαλείφονται και οι παρεπόμενες ποινές ενώ η καταδικαστική απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη για την υποτροπή.
Πράξη αμνηστευμένη διαγράφεται από το ποινικό δίκαιο. Η αμνηστία καταλαμβάνει και τις ποινές που έχουν εκτιθεί. Εκτός αν ορίζεται ρητά, οι πειθαρχικές ποινές δεν αίρονται, διότι ο πειθαρχικός έλεγχος είναι ανεξάρτητος από τον ποινικό.
Η αμνηστία εξαφανίζει το αξιόποινο όχι όμως τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Έτσι δεν αίρει τις αστικές συνέπειες και ιδίως υποχρεώσεις όπως αποζημίωση  και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (914 και 932 ΑΚ). Από την άλλη μεριά δεν δημιουργεί τέτοια δικαιώματα του αμνηστευθέντος.
Την αμνηστία δεν μπορεί κανείς να την αποποιηθεί, διότι η απονομή της γίνεται για το δημόσιο συμφέρον. Τέλος η αμνηστία δεν ανακαλείται, διότι ανάκλησή της ισοδυναμεί με αναδρομική καθιέρωση αξιοποίνου.

 
Σύγκριση απονομής χάριτος και αμνηστίας
ΧΑΡΗ
ΑΜΝΗΣΤΙΑ
Αποτελεί ολική ή μερική άρση της εκτέλεσης ποινής.
Αποτελεί αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου.
Αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας.
Δίδεται για κάθε έγκλημα (κοινό ή πολιτικό).
Δίδεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα.
Διαδικασία: η αίτηση του καταδικασμένου και ο φάκελος του υποβάλλεται στον ΠτΔ ύστερα από πρόταση του Υπ.  Δικαιοσύνης.
Διαδικασία: ψηφισμένος νόμος από ολομέλεια της βουλής με αυξημένη πλειοψηφία 180/300 του όλου αριθμού των βουλευτών).
Είναι πράξη ατομική (αφορά συγκεκριμένο κατάδικο).
Είναι πράξη απρόσωπη (δεν αναφέρεται το όνομα των προσώπων που αφορά).
Εκτιθείσες ποινές είναι αδύνατο να χαρισθούν.
Καταλαμβάνει ποινές που έχουν εκτιθεί.
Δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση, που εγγράφεται στο ποινικό μητρώο.
Εξαφανίζει το αξιόποινο όχι όμως τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, δεν αίρει δηλ τις αστικές συνέπειες.
Αίρεται μόνο η υλική έκταση της ποινής και όχι μέτρα ασφαλείας (μεταβάλλεται το είδος της ποινής πχ από κάθειρξη σε φυλάκιση).
Συνεπάγεται ματαίωση ή παύση της ποινικής δίωξης ή εξαφάνιση της καταδικαστικής απόφασης και συνεπειών της.
Οι πειθαρχικές ποινές αίρονται.
Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, οι πειθαρχικές ποινές δεν αίρονται.
Ανάκλησή της αποκλείεται γιατί ισοδυναμεί με επιβολή ποινής από την εκτελεστική εξουσία.
Ανάκλησή της αποκλείεται διότι ισοδυναμεί με αναδρομική καθιέρωση αξιοποίνου.
Δεν εξαφανίζει το αξιόποινο για τους συμμετόχους γιατί είναι ατομική πράξη.
Εξαφανίζει το αξιόποινο και για τους συμμετόχους.

Βιβλιογραφία: Α.Παντελής "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου