Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ






ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στη βουλή και στην κυβέρνηση (αρ. 73 παρ. 1 Σ).
Νομοσχέδιο: νομοθετική πρωτοβουλία από τον/τους αρμόδιο/διους υπουργό/ούς.
Πρόταση νόμου: νομοθετική πρωτοβουλία από έναν (ή περισσότερους) βουλευτές.

Τόσο το νομοσχέδιο όσο και η πρόταση νόμου, με την κατάθεσή τους, θα πρέπει να συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση που θα αναφέρει τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Με την παρ. 3 του άρ. 73Σ απαγορεύεται η νομοθετική πρωτοβουλία (τροποποίηση ή προσθήκη) εκ μέρους της κυβέρνησης ή της βουλής όταν πρόκειται για επωφελή ατομικό νόμο.

Νομοθετική πρωτοβουλία, σχετική με συνταξιοδοτικά θέματα πρέπει να συνοδεύεται από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (73 παρ. 2 Σ).
Νομοθετική πρωτοβουλία, που συνεπάγεται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (75 παρ. 1 Σ).
Νομοθετική πρωτοβουλία που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων πρέπει να συνοδεύεται από ειδική υπουργική έκθεση (75 παρ. 3 Σ).

Η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται στη "μεγάλη" και στη "μικρή":
"μεγάλη": η οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή επεξεργάζεται το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και υποβάλλει σχετική έκθεση, ακολουθεί η συζήτηση και ψήφιση του στην ολομέλεια της βουλής πρώτα επί της αρχής, στη συνέχεια ξεχωριστά για κάθε άρθρο και για τυχόν τροπολογίες, και τέλος επί του συνόλου. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται για τα θέματα του άρ. 72 παρ. 1 Σ.
"μικρή": η αρμόδια διαρκής κοινοβουλευτική επιτροπή, συζητάει και ψηφίζει το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και στη συνέχεια η ολομέλεια της βουλής σε μία μόνο συνεδρίαση ψηφίζει ενιαία επί της αρχής, των άρθρων και στο σύνολο.

ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Υποχρεωτική διάλυση της βουλής:
Το σύνταγμα υποχρεώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) να διαλύσει τη βουλή όταν αυτή:
(α) αδυνατεί να αναδείξει ΠτΔ (32 παρ. 3 εδ α Σ)
(β) αδυνατεί να αναδείξει βιώσιμη κυβέρνηση (37 παρ. 3 εδ γ Σ)

Η διάλυση της βουλής σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται προκειμένου να κληθεί το εκλογικό σώμα να λύσει το πολιτικό αδιέξοδο. Στο άρθρο 32 του Συντάγματος καθορίζεται η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ.

Διάλυση βουλής με προεδρική πρωτοβουλία
Ο ΠτΔ έχει τη διακριτική ευχέρεια (και όχι την αρμοδιότητα) διάλυσης της βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 Σ αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο κυβερνήσεις.
Προσοχή! (α) Ως παραίτηση νοείται μόνο η παραίτηση της κυβέρνησης και όχι η ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού (β) Ως καταψήφιση νοείται τόσο η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης όσο και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας (γ) Αν όμως σχηματιστεί μετά από δύο παραιτήσεις ή δύο καταψηφίσεις ή μία παραίτηση και μία καταψήφιση, βιώσιμη κυβέρνηση, ο ΠτΔ έχει την διακριτική ευχέρεια να μην οδηγήσει τη χώρα ξανά σε εκλογές.

Διάλυση της βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία
Η διάλυση της βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία γίνεται με δύο τρόπους:
(α) Αιτιώδης διάλυση της βουλής: Σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 2 Σ ο ΠτΔ διαλύει τη βουλή με πρόταση της κυβέρνησης για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Στην περίπτωση αυτή οι εκλογές διεξάγονται από την κυβέρνηση που απολάμβανε την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης βουλής.
(β) Αναιτιώδης διάλυση της βουλής: Η κυβέρνηση παραιτείται προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, προφανώς επειδή πιστεύει ότι είναι ευνοϊκή η πολιτική συγκυρία για να τις κερδίσει. Σύμφωνα με το αρ. 38 παρ.1 εδ γ όταν η κυβέρνηση παραιτηθεί διεξάγονται εκλογές σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 εδ γ δηλ με το σχηματισμό "οικουμενικής" ή "υπηρεσιακής' κυβέρνησης και κατόπιν διαλύεται η βουλή για τη διεξαγωγή εκλογών.

ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗ

Για να διορίσει ο ΠτΔ πρωθυπουργό θα πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής ήδη κατά τη στιγμή σχηματισμού κυβέρνησης (δηλ διορισμού του πρωθυποργού και των υπουργών). Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (84 παρ. 1 και 6) μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού έχει μόνο επιβεβαιωτική σημασία. Αν όμως, η κυβέρνηση δεν ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης εντός 15 ημερών από την ορκομωσία του πρωθυπουργού, τότε θεωρείται ότι η κυβέρνηση καταψηφίστηκε από τη βουλή και ο ΠτΔ υποχρεούται να την απαλλάξει άμεσα από τα καθήκοντά της.
Κατά πρακτική συνθήκη του πολιτεύματος όμως ο πρωθυπουργός ζητά ψήφο εμπιστοσύνης κατά την πρώτη μέρα από τη βουλή.

Η διαπίστωση της πολιτικώς "δεδηλωμένης" εμπιστοσύνης της βουλής προκύπτει από τις δημόσιες δηλώσεις (κοινοβουλευτικών) κομμάτων και μεμομονωμένων βουλευτών ή έστω και απ ευθείας από μέρους τους με ενημέρωση του ΠτΔ.

Σύμφωνα με το άρ. 84 παρ. 6 του Σ πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι 120). Συνεπώς, μια στάση έμμεσης στήριξης (ανοχής) προς την κυβέρνηση μπορεί να εκφραστεί με την απουσία του βουλευτή από την ψηφοφορία. 
Αντίθετα, η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι 151). 

Αρχή της δεδηλωμένης: Ο ΠτΔ δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει στη βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (37 παρ. 2 εδ α Σ).
Αν το κόμμα αυτό δεν έχει αρχηγό (ή εκπρόσωπο) ή ο αρχηγός δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, τότε ο ΠτΔ δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε αυτόν που θα προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Η κοινοβουλευτική ομάδα δύναται να προτείνει για πρωθυπουργό και κάποιον ο οποίος δεν έχει εκλεγεί βουλευτής. Η μόνη δέσμευση προκύπτει από το άρθρο 81 παρ. 2 Σ το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 55 που αναφέρεται στα προσόντα εκλογιμότητας.

Πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της βουλής και μόνο. Αντίθετα στα "ορλεανικού" τύπου κοινοβουλευτικά καθεστώτα η εξάρτηση της κυβέρνησης ήταν διπλή,τόσο από την εμπιστοσύνη της βουλής όσο και του αρχηγού του κράτους.

Η αρχή της δεδηλωμένης δεν έχει εφαρμογή μόνο μετά την διεξαγωγή των εκλογών αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση πχ αν το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, εκλέξει στην κορυφαία  ηγετική θέση του κόμματοςνέο πρόσωπο αντί για τον έως τότε αρχηγό του και ο τελευταίος παραιτηθεί από την πρωθυπουργία. 

Από συνταγματική άποψη (84 παρ. 1 εδ β) νέα κυβέρνηση έχουμε όταν έχουμε νέο διορισμό πρωθυπουργού και όχι όταν αλλάξουν τα πρόσωπα ή τα χαρτοφυλάκια έστω και όλων των υπουργών και υφυπουργών.

Υποχρέωση να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή έχει κάθε νέα κυβέρνηση. Συνεπώς, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση της κυβέρνησης να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης σε περίπτωση απλού (ή ολικού) ανασχηματισμού της, αν δεν υπάρχει νέος διορισμός πρωθυπουργού.

Η διερευνητική εντολή διαφοροποιείται ουσιαστικά από την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφού, αντίθετα προς εκείνη, δεν συνεπάγεται το διορισμό του εντολοδόχου ως πρωθυπουργού και για αυτό παραμένει άτυπη, χωρίς να χρειάζεται δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Είναι, δηλαδή, απλή ανάληψη -εκ μέρους του εντολοδόχου- πολιτικής πρωτοβουλίας της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Είναι, δηλαδή απλή ανάληψη -εκ μέρους του εντολοδόχου- πολιτικής πρωτοβουλίας για διεξαγωγή συνεννοήσεων μεταξύ των κομμάτων. Άλλωστε, πρωθυπουργός μπορεί να διοριστεί είτε ο φορέας της διερευνητικής εντολής είτε άλλο πρόσωπο το οποίο θα υποδείξει ο τελευταίος με τη συναίνεση των κομμάτων που θα στηρίξουν την κυβέρνηση.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ι. Ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού.
ιι.Παραίτηση της κυβέρνησης συνολικά.

Το αποτέλεσμα είναι ταυτόσημο, δηλ απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αλλά και κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές αναδύονται διαδικαστικές διαφοροποιήσεις και ενδεχόμενες δυνατότητες. 

ι. Ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού: (α) αν η παραίτηση του πρωθυπουργού είναι επακόλουθο της αλλαγής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος, ο ΠτΔ οφείλει να διορίσει τον νέο αρχηγό του κόμματος πρωθυπουργό (β) αν παραιτηθεί από πρωθυπουργός αλλά παραμείνει αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, τότε η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος προτείνει (δεσμευτικά) στον ΠτΔ το διορισμό νέου Πρωθυπουργού (38 παρ. 2 εδ α Σ).
ιι. Παραίτηση της κυβέρνησης συνολικά: (α) αν η απερχόμενη κυβέρνηση ήταν κυβέρνηση συνασπισμού περισσότερων κομμάτων και κανένα δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπάρχει η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας νέος συνασπισμός με την ίδια ή διαφορετική κομματική σύνθεση. Η δυνατότητα αυτή διερευνάται μέσω της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών. (β) αν η απαερχόμενη κυβέρνηση ήταν μονοκομματική και διέθετε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τότε ο ΠτΔ συγκαλεί όλους τους πολιτικούς αρχηγούς για την επιδίωξη σχηματισμού "οικουμενικής" εκλογικής κυβέρνησης, αν αυτό δεν επιτευχθεί  τότε αναθέτει σε έναν από τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων (37 παρ. 3 εδ δ Σ) τον σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για τη διενέργεια εκλογών και διαλύει τη βουλή.

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ

Για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής θα πρέπει:
(α) Να είναι έλληνας πολίτης.
(β) Να έχει νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
(γ) Να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του.

Τα προσόντα εκλογιμότητας δεν χρειάζεται να συντρέχουν κατά την υποβολή υποψηφιότητας αλλά κατά την ημέρα των εκλογών (55 παρ. 1 Σ) όμως θα πρέπει να διατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.
Η κρίση για την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα (100 παρ. 1 εδ γ Σ) συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ).

Εκτός από τα προσόντα εκλογιμότητας του άρθρου 55 παρ. 1 υπάρχουν και τα κωλύματα εκλογής (άρθρο 56 Σ) και τα ασυμβίβαστα (άρθρο 57).

Τα κωλύματα εκλογής κατά μία άποψη αποτρέπουν την άνιση διεκδίκηση του βουλευτικού αξιώματος μεταξύ των υποψηφίων και διακρίνονται σε απόλυτα και σχετικά:
Σχετικά κωλύματα: είναι τα κωλύματα εκλογής του 56 παρ. 1 Σ τα οποία αίρονται με την υποβολή παραίτησης του κωλυόμενου προσώπου από τη θέση του, την προηγούμενη της ανκήρυξής του ως υποψηφίου. Η επάνοδος στην υπηρεσία μετά τις εκλογές απαγορεύεται μόνο για τους στρατιωτικούς που παραιτήθηκαν, για τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς εξ' αντιδιαστολής συνάγεται ότι επιτρέπεται. Ο κοινός νομοθέτης πάντως είναι ελεύθερος να προβλέψει ή να μην προβλέψει τη δυνατότητα επανόδου και να ορίσει τις προϋποθέσεις. 
Απόλυτα κωλύματα: είναι τα κωλύματα τα οποία, σε αντίθεση με τα σχετικά, δεν αίρονται ούτε με υποβολή παραίτησης από την κατεχόμενη θέση. Έτσι ο περιφερειάρχης και οι αντιπεριφερειάρχες δεν επιτρέπεται να θέσουν υποψηφιότητα, ούτε να εκλεγούν βουλευτές καθόλη τη διάρκεια της θητείας τους έστω και αν παραιτηθούν. Ο έλεγχος εκλογής των βουλευτών από το ΑΕΔ δεν διενεργειται αυτεπάγγελτα αλλά μόνο ύστερα από την υποβολή του σχετικού αιτήματος από όποιον έχει έννομο συμφέρον και μέσα σε σύντομη προθεσμία.
Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα υποβολής ένστασης έχει καθένας που ανακηρύχθηκε υποψήφιος, αλλά όχι βουλευτής στην ίδια εκλογική περιφέρεια.
Λόγοι ένστασης αποτελούν:
(α) Έλλειψη των προσόντων εκλογιμότητας.
(β) Συνδρομή κωλύματος.
(γ) Παράβαση του νόμου ή του συντάγματος κατά τη διεξαγωγή της εκλογής.
(δ) Λανθασμένη αρίθμηση ψήφων.

Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα ένστασης έχει και κάθε εκλογέας γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της ίδιας εκλογικής περιφέρειας αλλά αυτός δεν του επιτρέπεται να επικαλεστεί λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ

Η απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας επέρχεται μόνο σε 4 περιπτώσεις:
(α) Με το θάνατο του βουλευτή.
(β) Με την παραίτηση του βουλευτή (60 παρ. 2 Σ).
(γ) Με τη διάλυση της βουλής ή τη λήξη της βουλευτικής περιόδου.
(δ) Με τη δημοσίευση απόφασης του ΑΕΔ η οποία ακυρώνει (κατ' αποδοχή σχετικής ένστασης) την εκλογή του βουλευτή εξαιτίας:
                 (ι) προγενέστερης έλλειψης προόντων εκλογιμότητας 
              (ιι) συνδρομής κωλύματος 
              (ιιι) παραβίασης διάταξης σχετικής με τη διενέργεια των εκλογών
 ή διαπιστώνει (κατ' αποδοχή σχετικής αίτησης) την έκπτωσή του λόγω
              (ιν) μεταγενέστερης στέρησης προσόντος εκλογιμότητας
              (ν) ασυμβίβαστου
              (νι) υπέρβασης του ορίου των προεκλογικών δαπανών.

Τόσο το ανεύθυνο όσο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή, για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (61 παρ. 1 Σ), συνιστούν κλασικά παραδείγματα θεσμικών εγγυήσεων οχι υπέρ του βουλευτή ως ατόμου αλλά με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματοςμέσω της ανεμπόδιστης άσκησης των αρμοδιοτήτων του βουλευτή.

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
 
Κατά το άρθρο 82 παρ. 1 η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του συντάγματος και των νόμων.
Κατά το άρθρο 81 παρ. 1 η κυβέρνηση αποτελεί το υπουργικό συμβούλιο που απαρτίζεται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Έτσι οι όροι "κυβέρνηση" και "υπουργικό συμβούλιο" ταυτίζονται κατά περεχόμενο και χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, υπονοώντας το άμεσο συλλογικό όργανο το οποίο συγκροτείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Η κυβέρνηση δεν είναι διοικητικό όργανο. Είναι ιδιαίτερο όργανο επιφορτισμένο με ειδική, συνταγματικά καθορισμένη αποστολή.

Όπως προαναφέρθηκε, μέλη της κυβέρνησης ειναι ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί. Στην έννοια του "υπουργού" συμπεριλαμβάνονται και οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί.
Οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί, εκ του συντάγματος, είναι μέλη της κυβέρνησης (ομοίως, του υπουργικού συμβουλίου) όμως, το αν υπάρχουν ή όχι αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωθυπουργού.

Αντίθετα, ο πρωθυπουργός υποχρεούται να προτείνει στον ΠτΔ υπουργούς (με χαρτοφυλάκιο = πολιτικούς προϊστάμενους υπουργείων με καθορισμένες αρμοδιότητες), προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα της κυβέρνησης.

Κατά το Σύνταγμα, οι υφυπουργοί μπορούν (δύναται) να αποτελούν μέλη της κυβέρνησης. Η επιλογή αφήνεται στον κοινό νομοθέτη. Αυτός με το ν 1558/85 (νόμος περί υπουργικού συμβουλίου) ορίζει ότι οι υφυπουργοί ΔΕΝ αποτελούν μέλη του υπουργικού συμβουλίου, με συνέπεια να μην μετέχουν στις συνεδριάσεις του, εκτός αν ο πρωθυπουργός τους καλέσει να μετέχουν σε συγκεκριμένη συνεδρίαση χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Κατά το άρθρο 73 παρ. 1 οι υφυπουργοί στερούνται της δυνατότητας υποβολής νομοσχεδίων στη βουλή, αφού η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην κυβέρνηση.


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Η αρχή της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης εξαγγέλεται στο άρθρο 85 Σ και εξειδικεύεται με δύο κυρίως τρόπους:
(α) Η κυβέρνηση και τα μέλη της οφείλουν να λογοδοτούν ενώπιον της βουλής για τον τρόπο άσκησης (ή παράλειψης άσκησης) των αρμοδιοτήτων τους (υπόκεινται δηλ σε κοινοβουλευτικό έλεγχο).
(β) Η βουλή μπορεί να εκφράσει τη δυσπιστία της προς την κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της (άρθρο 84 παρ. 2).

Προϋποθέσεις για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας:
(α) Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να φέρει τις υπογραφές του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών. 
(β) Η πρόταση πρέπει να ορίζει σαφώς τα προς συζήτηση θέματα.
(γ) Για να μπορεί να κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας, θα πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον 6μηνο από την απόρριψη της προηγούμενης πρότασης.

Συνέπεια της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης είναι η υποχρεωτική για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας έκδοση ρυθμιστικού διατάγματος για την απαλλαγή της από τα καθήκοντά της (38 παρ. 1 εδ α Σ).
Αντίθετα, δεν υπάρχει ρητή συνταγματική ρύθμιση για τις συνέπειες της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου μέλους της κυβέρνησης.
Σημειώνεται, ότι όταν ο κοινός νομοθέτης ορίζει ότι οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της κυβέρνησης τότε δεν νοείται πρόταση δυσπιστίας κατά αυτών.


ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1. Ρυθμιστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστής του πολιτεύματος άρθρο 30 παρ. 1 Σ).
1.1. Διορισμός πρωθυπουργού.
1.2. Διορισμός και παύση λοιπών μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών.
1.3. Απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της.
1.4. Διάλυση της βουλής (ή διαπίστωση της λήξης της βουλευτικής περιόδου).
1.5. Προκήρυξη εκλογών.
1.6. Σύγκληση της βουλής σε σύνοδο και αναστολή εργασιών της.
1.7. Προκήρυξη δημοψηφίσματος.

Οι αρμοδιότητες αυτές μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, τα οποία ΔΕΝ υπόκεινται σε  ακυρωτικό έλεγχο επειδή ο ΠτΔ στις περιπτώσεις αυτές, δρα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως διοικητική αρχή.

Άλλες ρυθμιστικές αρμοδιότητες οι οποίες όμως δεν μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων είναι:
  • η παροχή διερευνητικών εντολων
  • η δυνατότητά του να απευθύνει διαγγέλματα προς τον λαό
Στις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του ΠτΔ συγκαταλέγεται και η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία γίνετια είτε με τη δημοσίευση (από τον ΠτΔ) της  απόφασης της βουλής είτε με την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος (48 παρ. 1 και 2 αντίστοιχα).

2. Νομοθετικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητα του ως παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας -άρθρο 26 παρ. 1-). 
2.1. Αρμοδιότητα του ΠτΔ είναι η έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από τη βουλή νόμων (42 παρ. 1 εδ α Σ).
Έκδοση δεν σημαίνει κύρωση των νόμων (όπως ίσχυε προ της αναθεώρησης του 1986) αλλά εννοιολογικά σημαίνει τη βεβαίωση του αρχηγού του κράτους ότι ακολουθήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την ψήφιση του νόμου από τη βουλή. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι η έκδοση συνεπάγεται τη δυνατότητα του ΠτΔ να ελέγξει τη σκοπιμότητα του νόμου.
2.2. Ο Πρόεδρος μπορεί να εκδόσει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Η διατύπωση ("μπορεί") δεν συνεπάγεται συναπόφαση αλλά αντίθετα υποχρέωση του ΠτΔ να υπογράψει εφόσον η κυβέρνηση (υπουργικό συμβουλιο) του προτείνει την έκδοση της πράξης αυτής.
2.3. Στις νομοθετικές αρμοδιότητες του ΠτΔ συγκαταλέγεται και η απονομή χάριτος. Η απονομή χάριτος μπορεί να έχει πολιτική διάσταση ή μπορεί απλώς με τον τρόπο αυτό να εκδηλώνεται η επιείκεια της Πολιτείας σε ορισμένο πρόσωπο.

3. Εκτελεστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της εκτελεστικής λειτουργίας αρ. 26 παρ. 2 Σ).
3.1. Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων (άρθρο 43 Σ)
3.2. Διορισμός και παύση δημοσίων υπαλλήλων, εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος (46 παρ. 1 Σ).
3.3. Διορισμός δικαστικών λειτουργών.
3.4. Η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων και η απονομή βαθμών σε όσους υπηρετούν σε αυτές.
3.5. Οι αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους ως διεθνούς παραστάτη (στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τον ΠτΔ υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος.


ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι διάχυτος και παρεμπίπτων.
Διάχυτος: Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν συνταγματικά δικαστήρια και ως εκ τούτου αρμόδια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλα τα δικαστήρια. (93 παρ. 4 Σ).
Παρεμπίπτων: Το κάθε δικαστήριο στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, με την ευκαιρία της κρίσης της κύριας υπόθεσης, ελέγχει τη συνταγματικότητα του νόμου. Αν η κρίσιμη διάταξη κριθεί αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται (ως τέτοια) για κάθε ενδιαφερόμενο αλλά δεν εφαρμόζεται κατά την κρίση της υπόθεσης που αφορά τους συγκεκριμένους διάδικους (93 παρ. 3 Σ).

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πάντα συγκεκριμένος. Αφορά, δηλαδή τη συγκεκριμένη διάταξη νόμου που είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκάστοτε ένδικης διαφοράς.
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι προληπτικός αλλά κατασταλτικός. Διεξάγεται μετά τη θέσπιση του νόμου και συχνά μετά και την έναρξη της εφαρμογής του στην πράξη.
Το ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) έχει την αρμοδιότητα άρσης της αμφισβήτησης κατά τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής διάταξης. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας άρσης της αμφισβήτησης είναι η έκδοση, για το ζήτημα αυτό, αντίθετων αποφάσεων από δύο ανώτατα δικαστήρια(άρθρο 100 παρ. 1 εδ ε Σ).
Σε περίπτωση που κριθεί αντισυνταγματική μια διάταξη νόμου τότε αυτή ακυρώνεται έναντι όλων για κάθε ενδιαφερόμενο και η απόφαση δημοσιεύεται στο ΦΕΚ αφού συνιστά άσκηση αρνητικής νομοθετικής λειτουργίας.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει αρμοδιότητες, πρωτίστως στο ΣτΕ και δευτερευόντως στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον έλεγχο της νομιμότητας (άρα και της συνταγματικότητας) της δράσης της δημόσιας διοίκησης. Το ΣτΕ έχει καταστεί ο κατ' εξοχήν ελεγκτής της συνταγματικότητας των διοικητικών πράξεων ιδίων όταν έχουμε ακυρωτικό έλεγχο διοικητικών και μάλιστα κανονιστικών πράξεων (95 παρ. 1 εδ δ Σ).

Προλητπικός έλεγχος για ορισμένες κατηγορίες νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων: Το ΣτΕ επεξεργάζεται όλα τα διατάγματα κανονιστικού χαρακτήρα (95 παρ. 1 περ δ Σ) πριν την υπογραφή τους από τον ΠτΔ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα σχετικά με συνταξιοδοτικά νομοσχέδια (73 παρ 2, 98 παρ.1  περ δ). Βέβαια η γνώμη του ΕΕ είναι απλή και όχι σύμφωνη δηλαδή η γνώμη δεν είναι δεσμευτική ούτε για τη βουλή ούτε για τον ΠτΔ.
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διενεργείται και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την προβολή ή μη σχετικού ισχυρισμού από διάδικο.

Αντικείμενο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλοι οι επί της ουσίας νόμοι:
(α) Νόμοι του νομοθετικού οργάνου.
(β) Διοικητικές πράξεις (κανονιστικές, ατομικές).
(γ) Αναγκαστικοί νόμοι και νομοθετικά διατάγματα.
Αντίθετα δεν μπορούν σύμφωνα με τη ρητή επιταγή του άρθρου 111 παρ. 2 του Σ να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου συνταγματικότητας οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της περιόδου 1974-1975.
Ομοίως, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν ελέγχονται δικαστικά καθώς επίσης, και η εκ του Συντάγματος (74 παρ. 5 εδ β, γ Σ) επιταγή περί της μη ύπαρξης σε νομοσχέδιο άσχετων διατάξεων ή άσχετων τροπολογιών με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο.

Όρια ελέγχου: Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια οριοθετείται με βάση τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αρμοδιότητα των δικαστηρίων.Αρα τα δικαστήρια μόνο μέσα στα πλαίσια των νομοθετικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων τους μπορούν να ασκήσουν έλεγχο συνταγματικότητας.
Τα δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα ελέγχου της σκοπιμότητας της εκάστοτε κρινόμενης διάταξης νόμου.

Τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων: (α) "εν αμφιβολία, μη αποδεικνυομένης της προς το Σύνταγμα αντιφάσεως, ο νόμος δέον να κριθεί συνταγματικός και εάν ακόμη δεν αποδεικνύεται η αρμονία τους προς το Σύνταγμα" 
(β) Επίσης το τεκμήριο συνταγματικότηας σημαίνει ότι ο νόμος ισχύει και εφαρμόζεται από την έκδοση και δημοσίευσή του, χωρίς να απαιτείται προληπτική διάγνωση της συνταγματικότητας του. Μάλιστα, στα πλαίσια του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και κατασταλτικού ελέγχου, η τυχόν δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένης διάταξης επιφέρει μόνο τη μη εφαρμογή της στην κρινόμενη υπόθεση χωρίς κατά τα άλλα να θίγεται η ισχύς της.

Όπως αναφέρθηκε η συνέπεια της διαπίστωσης της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης νόμου είναι η μη εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τότε, όμως με βάση ποιους νόμους θα εκδικαστεί η υπόθεση των διαδίκων; 
Θα εκδικαστεί:
(α) με προϊσχύοντα νόμο, ο οποίος ρύθμιζε το ίδιο αντικείμενο.
(β) με εφαρμογή υφιστάμενης γενικής διάταξης
(γ) με αναλογική εφαρμογή ρυθμίσεων σχετικών με παρεμφερή θέματα


ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ 

(α)  Από τον ΠτΔ :Η συμμετοχή του ΠτΔ στον έλεγχο της συνταγματικότητας έχει περιοριστεί στην άρνησή του να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα, όταν ο αρμόδιος υπουργός δεν έχει συμμορφωθεί με τις παρατηρήσεις που έγιναν για το σχέδιο διατάγματος από το ΣτΕ.

(β)  Από τη βουλή: Η βουλή σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού της, είναι αρμόδια να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων πριν την ψήφισή τους.

(γ)  Από διοικητικά όργανα: Στην πράξη έλεγχος συνταγματικότητας από διοικητικά όργανα ασκείτια, ενίοτε, σε υπουργικό επίπεδο με την αποστολή σχετικών ερωτημάτων προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και την υποβολή των σχτικών γνωμοδοτήσεων από αυτό. Επίσης, έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να γίνει από τις Ανεξάρτητες Αρχές.

Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος: προϋποθέτει ότι η άμεσα εφαρμοστέα εκάστοτε διάταξη είναι επαρκώς ορισμένη ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί, έστω και κατά ενα μέρος, χωρίς νομοθετική εξειδίκυση.
Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από τη Δημόσια Διοίκηση μπορεί να πάρει μορφή υλικών ενεργειών ή έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι όμως και εκείνη της έκδοσης κανονιστικών πράξεων, αφού η διοίκηση δεν διαθέτει πρωτεύουσα κανονιστική αρμοδιότητα. Εκεί όμως όπου ο κοινοβουλευτικος νομοθέτης εξουσιοδότησε τη διοίκηση να ρυθμίσει ορισμένο θέμα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, η τελευταία όχι μόνο μπρεί αλλά και πρέπει να λάβει υπόη της και να σεβαστεί τις τυχόν σχετικές συνταγματικές επιταγές, έστω και αν δεν γίνεται καμία μνεία αυτού στον εξουσιοδοτικό νόμο.



Πηγή: Από το προσωπικό μου αρχείο
 


 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου