Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ



Ο Δ, ο οποίος ούτε παιδιά είχε, ούτε γονείς, ούτε σύζυγο, όρισε με τη διαθήκη του ότι συνιστά μετά το θάνατό του ίδρυμα, με σκοπό την παροχή αρωγής σε άπορους γέροντες του τόπου καταγωγής του και ότι αφήνει στο ίδρυμα αυτό όλη του την περιουσία.
Ερωτάται:
α) Αν υποτεθεί ότι η διαθήκη του Α ήταν ιδιόγραφη (κατά την έννοια του άρθρου 1721, 1 ΑΚ) είναι έγκυρη η σύσταση του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 109 ΑΚ ή υφίσταται ακυρότητα λόγω μη τηρήσεως του κατά νόμον απαιτούμενου για το ίδρυμα τύπου;
β) Με την υπόθεση ότι δεν συντρέχει από την ως άνω (υπό α) αιτία περίπτωση ακυρότητας λόγω μη τηρήσεως του απαιτούμενου κατά νόμον τύπου, επάγεται η διαθήκη τη σύσταση του ιδρύματος αμέσως μετά το θάνατο του διαθέτη (κατά τη χρονική στιγμή του θανάτου του Δ) ή όχι; Διευκρινίστε με την απάντησή σας στο εν λόγω ερώτημα και το νόημα του κανόνα του άρθρου 114 ΑΚ και ειδικότερα τι θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή.
γ) Η εμπεριεχόμενη στη διαθήκη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη είναι απευθυντέα ή μη απευθυντέα; Έχει σημασία ο χαρακτηρισμός αυτός για την ερμηνεία  - γενικότερα - των διαθηκών, ως μονομερών δικαιοπραξιών;


Απάντηση:
(α) Ίδρυμα είναι σύνολο περιουσίας αφιερωμένο σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη στην εξυπηρέτηση ορισμένου διαρκούς σκοπού, το οποίο έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα (ΑΚ 61, 108). Για τη σύσταση του ιδρύματος απαιτούνται, πρώτον, ιδρυτική πράξη και δεύτερον, πράξη της Πολιτείας με τη μορφή εγκριτικού προεδρικού διατάγματος. Η ιδρυτική πράξη είναι μονομερής, μη απευθυντέα δικαιοπραξία, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του ιδρυτή για τη σύσταση ορισμένου ιδρύματος (ΑΚ 109 εδ α) και η οποία τελεί υπό τη νομική αίρεση της έκδοσης του εγκριτικού διατάγματος. Η ιδρυτική πράξη ως δικαιοπραξία πρέπει να μην άκυρη ή ακυρώσιμη καθώς η ακυρότητά της δεν μπορεί να θεραπευθεί με εγκριτικό διάταγμα.
 Αν η ιδρυτική πράξη είναι δικαιοπραξία εν ζωή, πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο (ΑΚ 109 εδ β). Αν η ιδρυτική πράξη είναι με διάταξη τελευταίας βούλησης μπορεί να γίνει με ιδιόγραφη, δημόσια, μυστική και έκτακτη διαθήκη.  
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν και δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο.
Τα ιδρύματα που επιδιώκουν κοινωφελή σκοπό (όπως στην προκειμένη περίπτωση: «παροχή αρωγής σε άπορους γέροντες του τόπου καταγωγής του Δ») διέπονται από τον α.ν. 2039/1939 ο οποίος αντικαθιστά πολλές από τις διατάξεις του ΑΚ για τα ιδρύματα. Ο α.ν. 2039/1939 ρυθμίζει θέματα, όπως την αποδοχή, εκκαθάριση και διαχείριση κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών προς το Δημόσιο, την εκκαθάριση και διαχείριση περιουσιών υπέρ κοινωφελών σκοπών, την εποπτεία των κοινωφελών ιδρυμάτων κλπ.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε σύσταση ιδρύματος με δικαιοπραξία αιτία θανάτου, συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος ακυρότητας μη τηρήσεως απαιτούμενου κατά νόμον τύπου. Η διαθήκη είναι έγκυρη και μόλις πεθάνει ο διαθέτης, το διάταγμα που εγκρίνει το ίδρυμα προκαλείται αυτεπάγγελτα από την αρμόδια αρχή δηλαδή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του αρμοδίου υπουργού.
(β)  Αν η ιδρυτική πράξη είναι διαθήκη, τότε το εγκριτικό διάταγμα εκδίδεται μετά τον θάνατο του ιδρυτή και εφαρμόζονται οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Η ΑΚ 114 καθιερώνει πλάσμα δικαίου, σύμφωνα με το οποίο το ίδρυμα θεωρείται ότι υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου του ιδρυτή και κατά συνέπεια ότι υπήρχε κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς (ΑΚ 1711). Επομένως, αν το ίδρυμα έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, αποκτά την περιουσία αυτοδικαίως (ΑΚ 1846) ενώ αν έχει εγκατασταθεί ως κληροδόχος, έχει ενοχική αξίωση έναντι του βεβαρημένου τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της κληροδοσίας (ΑΚ 1995). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η ιδρυτική πράξη γίνεται με διαθήκη αλλά και όταν η ιδρυτική πράξη αποτελεί δικαιοπραξία εν ζωή και ο ιδρυτής πέθανε πριν την δημοσίευση του εγκριτικού διατάγματος.
Αν το ίδρυμα ιδρύθηκε με δικαιοπραξία εν ζωή και εγκρίθηκε πριν από τον θάνατο του ιδρυτή, τότε αυτός έχει από τον χρόνο εκδόσεως του διατάγματος να μεταβιβάσει την αφιερωθείσα περιουσία (ΑΚ 113 παρ. 1). Στην περίπτωση αυτή η ιδρυτική πράξη είναι υποσχετική δικαιοπραξία και άρα η μεταβίβαση του κάθε περιουσιακού στοιχείου θα πρέπει να γίνει με ξεχωριστή εκποιητική δικαιοπραξία.
(γ) Μονομερείς είναι οι δικαιοπραξίες στων οποίων το (ειδικό) πραγματικό περιέχεται η δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου. Μη απευθυντέες μονομερείς είναι οι δικαιοπραξίες οι οποίες για να παράξουν αποτελέσματα δεν απαιτείται η δήλωση βουλήσεως να περιέλθει σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Η ιδρυτική πράξη είναι μονομερής, μη απευθυντέα δικαιοπραξία, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του ιδρυτή για τη σύσταση ορισμένου ιδρύματος (ΑΚ 109 εδ α) και η οποία τελεί υπό την νομική αίρεση της έγκρισης του ιδρυτικού διατάγματος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
Από τις ανωτέρω διατάξεις η μεν πρώτη επιτάσσει την, κατά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας, λήψη υπόψη υποκειμενικών κριτηρίων («αληθινή βούληση»), και η δεύτερη η οποία παρά τη διατύπωσή της («οι συμβάσεις») εφαρμόζεται καταρχήν και επί μονομερών δικαιοπραξιών, επιτάσσει τη λήψη υπόψη βασικών αντικειμενικών κριτηρίων («καλή πίστη» - «συναλλακτικά ήθη»), ως συναλλακτικά δε ήθη νοούνται οι στις συναλλαγές συνηθισμένοι τρόποι ενέργειας.

Πηγή: Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Α.Σ.Γεωργιάδης, 4η Έκδοση, Σάκκουλας:2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου