Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ



Το Εκλογικό Σώμα έχει τις ακόλουθες τέσσερις αρμοδιότητες:
(α) Την εκλογή των βουλευτών: Η αρμοδιότητα αυτή είναι η σπουδαιότερη του εκλογικού σώματος. Την προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 51 παρ. 3. Η εκλογή των βουλευτών γίνεται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον ισχύοντα εκλογικό νόμο.
(β) Η απόφαση για ορισμένα σοβαρά  θέματα μετά από προκήρυξη δημοψηφίσματος: Την άμεση αυτή επέμβαση του λαού πρόβλεψε για πρώτη φορά το Σύνταγμα του 1975 όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε χωρίς υπουργική προσυπογραφή να προκηρύσσει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα. Οι διατάξεις αυτές αναθεωρήθηκαν το 1986 όπου σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 υποπαρ. 1 ο ΠτΔ προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών που λαμβάνεται με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον ΠτΔ και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των 2/5 του συνόλου όπως ο ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής και ο νόμος. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Με την αναθεώρηση διευρύνθηκε το αντικείμενο του δημοψηφίσματος  με την προσθήκη και ψηφισμένων νομοσχεδίων όπου η λήψη της απόφασης  για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ανατέθηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της βουλής και απαιτείται η προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού στην περίπτωση κρίσιμου εθνικού θέματος και από τον Πρόεδρο της βουλής στην περίπτωση ψηφισμένου νομοσχεδίου. Τα κρίσιμα εθνικά θέματα μπορεί να αφορούν τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική της χώρας. Η βουλή έχει την διακριτική ευχέρεια ενόψει της αοριστίας του όρου «κρίσιμα εθνικά θέματα». Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρίσιμο εθνικό θέμα η αναθεώρηση του συντάγματος που μπορεί να γίνεται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του 110 του Συντάγματος, και στην οποία ο λαός παίρνει έμμεσα θέση κατά την εκλογή της Αναθεωρητικής βουλής. Αντικείμενο δημοψηφίσματος για «ψηφισμένο νομοσχέδιο» που ρυθμίζει «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» δεν μπορεί να αποτελέσουν οι προτάσεις νόμων δηλαδή οι νομοθετικές προτάσεις των βουλευτών. Το νομοσχέδιο είναι ψηφισμένο δηλαδή έχει περατωθεί η διαδικασία της ψήφισης του στη βουλή δηλαδή όταν αυτό έχει ψηφιστεί και στο σύνολο του. Το νομοσχέδιο μπορεί να έχει ψηφιστεί τόσο από την Ολομέλεια όσο και από Τμήμα διακοπής των Εργασιών της βουλής.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα πρέπει: (α) να υποβληθεί σχετική πρόταση του υπουργικού συμβουλίου (β) να εγκριθεί η πρόταση αυτή με απόφαση της βουλής που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία (151/300) αυτής και (γ) να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα που προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό. Για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα και δεν έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα πρέπει (α) να υποβληθεί η πρόταση από τα 2/5 του συνόλου των βουλευτών (β) να εγκριθεί η πρόταση αυτή από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών και (γ) να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα που προσυπογράφεται από τον πρόεδρο της βουλής. Το Σύνταγμα καθιερώνει ένα περιορισμό σχετικά με τον αριθμό των προτάσεων δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα και συγκεκριμένα, απαγορεύει τη συζήτηση περισσοτέρων από δύο προτάσεων δημοψηφίσματος και συνεπώς τη διεξαγωγή περισσότερων από δύο δημοψηφισμάτων για τέτοιο νομοσχέδιο κατά την ίδια περίοδο της βουλής. Ο περιορισμός δεν ισχύει για το δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα.
Το δημοψήφισμα έχει αποφασιστικό χαρακτήρα ανεξάρτητα από το αντικείμενό του. Με άλλα λόγια ρυθμίζει το θέμα που τέθηκε στην κρίση του εκλογικού σώματος, οριστικά και δεσμευτικά για όλα τα άλλα όργανα του κράτους. Ειδικότερα, αν το αντικείμενο του δημοψηφίσματος είναι κρίσιμο εθνικό θέμα, το θέμα αυτό πρέπει να ρυθμιστεί αν δεν έχει ήδη ρυθμιστεί από τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας και αν το αντικείμενο του δημοψηφίσματος είναι ένα ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει ένα κρίσιμο εθνικό θέμα ή σοβαρό κοινωνικό ζήτημα μη δημοσιονομικού χαρακτήρα, το νομοσχέδιο γίνεται νόμος, μόνο στην περίπτωση της υπερψήφισής του. Έτσι το δημοψήφισμα είναι πάντοτε και στην περίπτωση του κρίσιμου εθνικού θέματος, νομοθετικό.
(γ) Η εκλογή των αρχών των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης: Την αρμοδιότητα αυτή καθιερώνει το Σύνταγμα στο άρθρο 102 παρ. 2 εδ β που ορίζει ότι οι αρχές των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία.
(δ) Η εκλογή των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Ο λαός εκλέγει τους Έλληνες αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ευρωβουλευτές). Την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής του Εκλογικού Σώματος προβλέπει η πράξη περί εκλογής των αντιπροσώπων στη Συνέλευση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) με άμεση και καθολική ψηφοφορία, η οποία είναι προσαρτημένη στην απόφαση του Συμβουλίου αυτών της 20ης Σεπτεμβρίου 1976.
Βιβλιογραφία: Αθ. Ράικος "Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Ι" σελ. 477-485

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου