Χαρίλαος Τρικούπης |
Το Σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα τη βασιλευόμενη αντιπροσωπευτική (μη κοινοβουλευτική) δημοκρατία και παρόλο που παρέμεινε τυπικά αμετάβλητο μέχρι το 1911 στην πράξη υπέστη μεταβολή το 1875 με την εισαγωγή και καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος η οποία δεν επέφερε και μεταβολή κάποιας συνταγματικής διάταξης ή ακόμα, αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων από μέρους του βασιλιά Γεωργίου Α και οι προσωπικές κυβερνήσεις μειοψηφίας που λάμβαναν την εξουσία από το 1868, επειδή απολάμβαναν την εύνοια του βασιλιά, προκαλούσαν δυσφορία στον τότε πολιτικό κόσμο. Επίσης η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστικό είναι πως μέσα σε τρία χρόνια και πέντε μήνες διεξήχθησαν τέσσερις φορές εκλογές, την περίοδο 1872-1875.
Οι εκλογές του 1874 δεν έδωσαν πλειοψηφία σε κανένα κόμμα με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προσπάθειες παραβίασης του αδιάβλητου των εκλογών, να συνεχίζονται οι εκβιασμοί και η άσκηση βίας εις βάρος των ψηφοφόρων να πολλαπλασιάζεται. Η κατάσταση αυτή της διαφθοράς έκανε επιτακτική την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού σκηνικού.
Άρθρο Χ. Τρικούπη (29-6-1874), εφημερίδα "Καιροί" |
Ένας πρωτοεμφανιζόμενος πολιτικός άνθρωπος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Συνειδητοποίησε πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδό της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές τουπεποιθήσεις. Πίστευε πως η λύση για την πολιτική αστάθεια της χώρας ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Με το άρθρο του "Τις πταίει" που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου του 1874 στην εφημερίδα "Καιροί", κατέκρινε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας που έλαβαν εξουσία από 1868 και μετά ενώ δεν συγκέντρωναν την αποδοχή του λαού ούτε την εμπιστοσύνη της βουλής, τύγχαναν όμως βασιλικής εύνοιας. Χαρακτήριζε τις εκλογές νόθες και στιγμάτιζε τη πολιτική του βασιλιά. Παρόλο το άρθρο, η κρίση συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες.
Τον Απρίλιο του 1875, ο βασιλιάς θέλησε να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Α. Κουντουριώτη που αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και πρότεινε στον βασιλιά τον Τρικούπη για πρωθυπουργό αν και δεν ήταν ούτε υπουργός. Αυτός δέχτηκε την πρωθυπουργία του Τρικούπη δίνοντας τη δυνατότητα διεξαγωγής αδιάβλητων εκλογών ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Ο Τρικούπης οδήγησε τη χώρα σε εκλογές 18-21 Ιουλίου 1875 και αφού τερματίστηκαν, η νέα βουλή συνεδρίασε για πρώτη φορά 11/8/1875 οπότε εκφωνήθηκε ο βασιλικός λόγος τον οποίο είχε γράψει ο Τρικούπης. Με το λόγο αυτό ο Τρικούπης ανέδειξε το πρότυπο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο τις ενέργειες των βουλευτών ακολουθεί η πολιτική ευθύνη και η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τους βουλευτές μέσω των παρατάξεων πλειοψηφίας στις οποίες υπάγονται. Ο βασιλιάς παραιτείται από ορισμένες εξουσίες του, όπως το δικαίωμα διάλυσης της βουλής και ανάδειξης υπουργών και πρωθυπουργού.
Από το 1875, χρονολογία σταθμό για τη μετέπειτα πολιτική ζωή, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μεταβάλλεται. Με τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης και τις μετατροπές που επέφερε στο κυβερνητικό σύστημα αρχίζει μια νέα περίοδος κοινοβουλευτισμού. Η περίοδος αυτή διακρίνεται σε δύο φάσεις, η πρώτη φάση καλύπτει το διάστημα από 1875 έως 1927 ενώ η δεύτερη φάση από 1972 ως το 1986.
Η δεδηλωμένη είναι συνταγματικοπολιτκή κατάσταση που αφορά τη στάση του κοινοβουλίου απέναντι στη νέα κυβέρνηση που πρόκειται να σχηματιστεί. Συγκεκριμένα, πρόκειται για εμπιστοσύνη που δείχνει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία προς τη νέα κυβέρνηση πριν ακόμη γίνει αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης.
Η αρχή της δεδηλωμένης σε αντίθεση με τη δεδηλωμένη αποτελεί συνταγματικό κανόνα, κανόνα δικαίου απο τον οποίο προκύπτει ότι επιβάλλεται ο διορισμος κυβέρνησης πλειοψηφίας αυτής δηλαδή που συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών και απαγορεύεται ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Απαρτίζεται από δύο διαστάσεις με κριτήριο την θετική της και την αρνητικής έννοια. Πρόκειται για τη δεδηλωμένη πλειοψηφία και τη δεδηλωμένη μειοψηφία. Αν και ο όρος δεδηλωμένη αναφέρεται στη δεδηλωμένη πλειοψηφία, ουσιαστικά περικλείει και τη δεδηλωμένη μειοψηφία. Η αρχή της δεδηλωμένης υπαγορεύει την ανάδειξη κυβέρνησης πλειοψηφίας ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει κατηγορηματικά τον διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Συνεπώς, η μία όψη της αρχής απαγορεύει την άλλη αλλά και η θετική διάσταση υπερισχύει της αρνητικής. Για να διοριστεί η κυβέρνηση πρέπει να κερδίσει τη δεδηλωμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη διαφορετικά όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία, δεν υπάρχει και δεδηλωμένη εμπιστοσύνη, υπάρχει η βούληση της βουλής ως δεδηλωμένη δυσπιστία με αποτέλεσμα να μη διορίζεται η κυβέρνηση.
Η έννοια του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν είναι ενιαία. Το κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελείται από τρεις μερικότερες διαστάσεις. Η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη βουλή έχει αρχικά τη μορφή της ανάδειξης της κυβέρνησης, τη μορφή του ελέγχου και τη μορφή της διατήρησης. Επομένως όταν μιλάμε για κοινοβουλευτική αρχή εννοούμε:
(α) Την ανάδειξη της κυβέρνησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (εδώ ανήκουν και οι διερευνητικές εντολές).
(β) Τον κοινοβουλευτικό έλεγχο από τη βουλή με τη μορφή της πολιτικής ευθύνης των υπουργών και τέλος,
(γ) Τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία, μέσω της ψήφου εμπιστοσύνης.
Η αρχή της δεδηλωμένης δεν ταυτίζεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα αλλά αποτελεί μερικότερη διάσταση αυτού. Το κοινοβουλευτικό σύστημα με τη καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και τελειοποιείται. Η αρχή της δεδηλωμένης οδήγησε στην μεταβολή και εξέλιξη του πολιτεύματος ενώ συνέβαλε στην ενδυνάμωση της θέσης της πλειοψηφίας στην πολιτική ζωή και στην ενίσχυση της κομματικής Δημοκρατίας.
Η σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωμένης είναι η πρώτη μορφή δεδηλωμένης που εμφανίστηκε στα ελληνικά συντάγματα από 1875 και έπειτα. Σύμφωνα με αυτή όταν πριν από το διορισμό της κυβέρνησης υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία και βούληση στο κοινοβούλιο, τότε επιβάλλεται ο διορισμός της κυβέρνησης πλειοψηφίας αυτής δηλαδή που υποδεικνύει η πλειοψηφία και απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, όταν όμως δεν σχηματιστεί πλειοψηφία στο κοινοβούλιο τότε είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Πρόκειται για αρχική μορφή δεδηλωμένης με ατελές περιεχόμενο και στενότερη έννοια.
Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμενης θεμελιώνεται για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1986 όπου είναι αυτή που ρυθμίζει πως ως κυβέρνηση διορίζεται αυτή που υποδεικνύεται από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, όταν αυτή υπάρχει. Όταν όμως δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία τότε απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και προκηρύσσονται εκλογές. Σε αντίθεση με την ατελή αρχή της δεδηλωμένης, η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης απαγορεύει σε κάθε περίπτωση το διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας και επιτάσσει την απόπειρα σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης μεσω των διερευνητικών εντολών. Αν αποτύχει η διαδικασία αυτή, το Σύνταγμα ορίζει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και ως επόμενο στάδιο, επειδή δεν βρέθηκε λύση, την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την κυβέρνηση μειοψηφίας ούτε ως τακτικής ούτε ως προεκλογικής. Έτσι η αρχή της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και αποκτά καθολικό περιεχόμενο.
Η οιονεί δεδηλωμένη είναι η κατάσταση στο κοινοβούλιο κατά την οποία υπάρχει μεν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απουσιάζει όμως η αναγκαία θέληση της συγκεκριμένης πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση. Δύο είναι οι συνθήκες που πρέπει να συντρέχουν για την ύπαρξη οιονεί δεδηλωμένης.Πρόκειται για την ανάδειξη κατά τη λήξη των εκλογών δεδηλωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ικανής να σχηματίσει κυβέρνηση και την απουσία δεδηλωμένης εμπιστοσύνης. Η οιονεί δεδηλωμένη είναι όπως και δεδηλωμένη, πραγματική κατάσταση. Στην πραγματικότητα όμως η οιονεί δεδηλωμένη δεν είναι δεδηλωμένη, εφόσον δεν συνδυάζει το οντοτολογικό με το βουλητικό στοιχείο. Στις περιπτώσεις οιονεί δεδηλωμένης όπου η πλειοψηφία παραιτείται από το σχηματισμό κυβέρνησης, το Σύνταγμα προβλέπει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και μόνο εφόσον δεν βρεθεί λύση, διαλύεται η βουλή.
Συμπερασματικά, η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την κορυφαία αρχή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Εισάγεται στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα στο Σύνταγμα του 1986. Μέχρι τότε ενσωματωνόταν στις αρχές του πολιτεύματος χωρίς να κατοχυρώνεται συνταγματικά. Ρυθμίζει τον τρόπο ανάδειξης της κυβέρνησης και η εφαρμογή της προϋποθέτει την ύπαρξη πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο που να υποστηρίζει συγκεκριμένο κυβερνητικό σχηματισμό. Με την καθιέρωσή της, το κοινοβουλευτικό σύστημα ολοκληρώνεται και προσλαμβάνει την πιο σύγχρονη μορφή του.
Βιβλιογραφία:
Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, 1981
Γεωργοπουλος, Επίτομο Συνταγματικό δίκαιο, 2001
Δημητρόπουλος, Η αρχή της δεδηλωμένης, 1991
Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική θεωρία, 2004
Μαυριάς, Συνταγματικό δίκαιο, 2004
Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο, 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου