Το
πολίτευμα της Ελλάδος (άρθρο 1 Σ):
1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι
Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Ορισμός πολιτεύματος
Ο όρος
«πολίτευμα» αναφέρεται στον συνταγματικό, κατά βάση, τρόπο «συγκρότησης» της
κυριαρχίας, ως κρατικής εξουσίας, καθώς και στον τρόπο «κατανομής» των εξουσιών
στα άμεσα όργανα του κράτους ή σε άλλους συνταγματικούς θεσμούς και άσκησης της
από αυτά.
Τα πολιτεύματα
ενός κράτους μπορούν να αλλάζουν, ενώ το κράτος να παραμένει το ίδιο. Ένα
φιλελεύθερο κράτος, μπορεί να έχει πολίτευμα δημοκρατικό, μοναρχικό ή και
ολιγαρχικό και μορφή διακυβέρνησης, αντιπροσωπευτική, ημιαντιπροσωπευτική,
αυταρχική ή δικαιοπρακτική. Συνεπώς, κράτος και πολίτευμα αποτελούν δύο
αυτοτελείς και αυθύπαρκτες λογικά κατηγορίες του συνταγματικού δικαίου και της
πολιτικής επιστήμης. Το κράτος προηγείται λογικά του πολιτεύματος και άρα της
δημοκρατίας. Η (αντιπροσωπευτική) δημοκρατία προϋποθέτει λογικά την ύπαρξη
κράτους.
Κριτήριο της
διάκρισης των πολιτευμάτων εκλαμβάνεται η κυριαρχία, και συγκεκριμένα ο αριθμός
των προσώπων που αναγνωρίζονται φορείς της κυριαρχίας. Έτσι, το πολίτευμα
αποκαλείται μοναρχία όταν «άρχει» «ένα πρόσωπο», ολιγαρχία όταν «άρχουν» οι
«ολίγοι» και δημοκρατία όταν «κυριαρχούν» οι «πολλοί». Η ιστορία της έννοιας
πολίτευμα αρχίζει με τη μοναρχία και ολοκληρώνεται με τη δημοκρατία.
Έτσι έχουμε τις εξής διακρίσεις πολιτευμάτων:
Κύριοι
της εξουσίας
|
Κοινό
συμφέρον
|
Ίδιον
συμφέρον
|
Ο Ένας
|
Βασιλεία
|
Τυραννία
|
Οι Ολίγοι
|
Αριστοκρατία
|
Ολιγαρχία
|
Το Πλήθος
|
Πολιτεία
|
Δημοκρατία
|
Μοναρχικό
πολίτευμα
Χαρακτηριστικό
γνώρισμα του μοναρχικού πολιτεύματος έχει ως πηγή και φορέα της κυριαρχίας ένα
και μόνο φυσικό πρόσωπο, τον μονάρχη ή τον βασιλέα. Από τον μονάρχη
εκπορεύονται όλες οι εξουσίες και σε αυτόν ανάγονται όταν ασκούνται.
Το
απολυταρχικό πολίτευμα αποτέλεσε ιστορικά μια μεταβατική μορφή κρατικής
εξουσίας σηματοδοτώντας την μετάβαση από το απολυταρχικό κράτος ή απόλυτη
μοναρχία στην συνταγματική μοναρχία για να καταλήξει στο συνταγματικό
πολίτευμα, που ενσαρκώνει την άρνηση της απολυταρχίας.
1. Το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας
Ο μονάρχης στο
απολυταρχικό κράτος είναι κύριος του κράτους και της κοινωνίας και ιδιοκτήτης
της χώρας που κυβερνά. Η προσωπική του θέληση είναι υπέρτατη εντός του κράτους
θέληση και καμία άλλη θέληση δεν μπορεί να του αντισταθεί. Είναι η ίδια από
μόνη της, νόμος και προσταγή. Δεν δεσμεύεται
από νόμους ούτε υπόκειται σε θετούς κανόνες υπέρτερης ισχύος όπως είναι το
σύνταγμα, ασκείται ωστόσο με απρόσωπες και γενικές προσταγές, με διατάγματα. Αν
και δεν υπόκειται στο νόμο, ο απόλυτος μονάρχης κυβερνά, εντούτοις με νόμους,
εκδηλώνοντας τη βούλησή του per leges,
μέσα από γενικούς και απρόσωπους κανόνες
δικαίου. Η εξουσία του είναι απόλυτη, διότι δεν γνωρίζει περιορισμούς ούτε
συναντά απέναντί της άλλη εξουσία, εκτός από τη θεία εξουσία ή τους θείους
νόμους της φύσης, από τους οποίους και αντλεί τη νομιμοποίησή της. Καθορίζει μόνη
της τα του κράτους, την υπόσταση και την συγκρότηση του, την μεταβολή των
συνόρων και τη δομή και άσκηση της κρατικής εξουσίας.
2. Το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας
Με την απόλυτη
μοναρχία ήρθαν σε σύγκρουση, η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι με
τον απόλυτο μονάρχη. Προτάσσοντας λοιπόν την ιδέα του Συντάγματος,
εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας όπου η κρατική εξουσία
υποτάσσεται σε πάγιους και σταθερούς κανόνες.
Από την
απόλυτη μοναρχία προήλθε, συνεπώς, η περιορισμένη ή συνταγματική μοναρχία η οποία χαρακτηρίζεται από τον περιορισμό και
τη δέσμευση της μοναρχικής εξουσίας από κανόνες συνταγματικούς. Ο μονάρχης
παραμένει φορέας της κυριαρχίας, παύει όμως να την ασκεί αποκλειστικά και
απεριόριστα. Εξαναγκάζεται να την μοιράζεται με άλλη εξουσία και κυρίως με τους
εκπροσώπους του λαού. Δέχεται έτσι να κυβερνά, με σύνταγμα, που αναγκάζεται να
«παραχωρήσει» στο λαό. Το σύνταγμα αυτό αυτής της μορφής θεωρείται παραχωρημένο
σύνταγμα και αποκαλείται σύνταγμα – συνάλλαγμα.
3.
Το
πολίτευμα της κοινοβουλευτικής μοναρχίας
Ζωντανό
κατάλοιπό της ιστορικής αυτής εξέλιξης αποτελεί σήμερα η κοινοβουλευτική
μοναρχία που ισχύει στη Μ. Βρετανία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στη Δανία,
Σουηδία και Ισπανία. Στην ελληνική συνταγματική ιστορία η περίοδος της απόλυτης
μοναρχίας υπήρξε εξαιρετικά σύντομη, από το 1833 μέχρι το 1843.
Στην
κοινοβουλευτική μοναρχία, χωρίς να αλλάξει ο συνταγματικός τύπος
πραγματοποιείται, βαθμιαία, η μετατόπιση της έδρας της κυριαρχίας από τον
μοναρχικό θεσμό στον λαό και του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας από τον
μονάρχη στο κοινοβούλιο. Ακολουθώντας την ίδια φορά των πραγμάτων, το
δημοκρατικό πολίτευμα συναντιέται και συμπορεύεται με το κοινοβουλευτικό
σύστημα «κατά το οποίο οι υπουργοί ναι μεν διορίζονται και παύονται τυπικά από
τον βασιλιά, πρέπει όμως να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου,
ιδίως για να παραμείνουν στην εξουσία». Η δημοκρατική αρχή αρθρώνεται και
συνυπάρχει αρμονικά με τη κοινοβουλευτική. Η πολιτική εξουσία μετατοπίζεται
οριστικά από τα, ανεύθυνα πολιτικά, χέρια του μονάρχη στους ώμους της πολιτικά
υπεύθυνης ενώπιον του κοινοβουλίου κυβέρνησης.
Στην ελληνική
συνταγματική ιστορία η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας υπήρξε εξαιρετικά
σύντομη, από το 1833 μέχρι το 1843, το ίδιο σχετικά σύντομα διήρκεσε και το
πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας (σύνταγμα – συνάλλαγμα 1844) που ίσχυσε
μέχρι το 1862. Με το Σύνταγμα του 1864 και την ρητή καθιέρωση της δημοκρατικής
αρχής, με βάση την οποία όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, το πολίτευμα
μετασχηματίζεται σε κοινοβουλευτική μοναρχία και αρχίζει να αποκαλείται
βασιλευόμενη δημοκρατία, αφού: «ανώτατο ή κυρίαρχο όργανο του κράτους ήταν ο
λαός, ανώτατος δε άρχων ο βασιλεύς». Τη βασιλευόμενη δημοκρατία ως πολίτευμα
διατηρούσαν και καθιέρωναν και τα συντάγματα του 1911 και του 1952. Το
πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας καταργήθηκε οριστικά και τελεσίδικα με
το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 και τη θέσπιση του
Συντάγματος του 1975.
Ολιγαρχικό
πολίτευμα
Ολιγαρχικό
καλείται το πολίτευμα στο οποίο η κυριαρχία ανήκει σε ολίγα άτομα, σε μια
ολιγομελή ομάδα φυσικών προσώπων. Το κριτήριο προσδιορισμού του πολιτεύματος
είναι μεν τυπικό και μάλιστα αριθμητικό, αφού βασίζεται στον αριθμό των
προσώπων που είναι φορείς της κυριαρχίας ή κύριοι της εξουσίας.
Ανεξάρτητα από
την χρηστικότητα του τυπικού κριτηρίου και την κριτική που μπορεί να ασκήσει
κανείς, το ολιγαρχικό πολίτευμα, μόνο μεταφορικά θα μπορούσε να βρει αντίκρισμα
στην σημερινή εποχή. Απαντάται σε ορισμένα αραβικά, ασιατικά ή μουσουλμανικά
κράτη.
Δημοκρατικό
πολίτευμα
Ξεκινώντας από
την ετυμολογία της λέξης θα ορίζαμε ως δημοκρατικό το πολίτευμα εκείνο στο οποίο
ο Δήμος κρατεί ή άρχει και «κύριος» της Πολιτείας είναι ο «δήμος». Η λέξη
«δήμος» από την εποχή του Περικλή, δηλώνει το οργανωμένο σε σώμα πλήθος που
απαρτίζεται από τα μέλη του ίδιου Δήμου και συγκροτεί μια πολιτική ενότητα
πολιτών με ίδια δικαιώματα συμμετοχής στα κοινά. Τόσο ο όρος «λαός» όσο και ο
όρος «δήμος» έχουν ως κοινό τους γνώρισμα το ότι προέρχονται από το πλήθος, το
οποίο προϋποθέτουν και στο οποίο ανήκει πραγματικά η κυριαρχία.
1. Αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Με την
σύγχρονη έννοια, δημοκρατία είναι το πολίτευμα της εξουσίας του λαού και
αναλυτικότερα εκείνο στο οποίο ο λαός αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα κυρίαρχος
και ασκεί την κυριαρχία του δια των αντιπροσώπων του, τους οποίους ο ίδιος
επιλέγει με τη ψήφο του. Οι αντιπρόσωποι
του λαού εκλέγονται περιοδικά μέσα από ανταγωνιστικές εκλογές, για αυτό και
αποκαλείται αντιπροσωπευτική η μορφή της σημερινής δημοκρατίας. Η αντιπροσώπευση
του λαού συνυφαίνεται άρα με την εκλογή και όχι με τον διορισμό ή με τον
κληρονομικό ή αριστοκρατικό τρόπο επιλογής εκπροσώπων των διαφόρων τάξεων, όπως
συνέβαινε στα μοναρχικά ή ολιγαρχικά πολιτεύματα.
2. Συνταγματική δημοκρατία
Η κυριαρχία
του λαού δεν ασκείται μόνο με τη διαμεσολάβηση αντιπροσώπων, ασκείται
οριοθετημένη από κανόνες. Η άσκησή της πραγματοποιείται με βάση γενικούς,
πάγιους και προκαθορισμένους κανόνες, τους συνταγματικούς. Το Σύνταγμα, ως
έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας στην πρωτογενή ή πρωταρχική της μορφή, που είναι
η συντακτική εξουσία, υποτάσσει τόσο την καθημερινή εκδήλωση της θέλησης του
λαού όσο και της αντιπροσωπείας του σε πάγιες και υπέρτατες αρχές, κοινά
αποδεκτές και οικουμενικού κύρους, όπως είναι η πολιτική και τυπική ισότητα, η
διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου, το κοινωνικό κράτος δικαίου κλπ. Ως συνταγματική,
συνεπώς, η δημοκρατία είναι περιορισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου