Από τη στιγμή που
οι ανθρώπινες κοινωνίες οργανώθηκαν σε πρότυπα οιονεί (σαν) πολιτειακά,
υιοθέτησαν ορισμένους τυπικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μελών
τους.
Ο αρχηγός της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι ή κάποιο άλλο μέλος της καλείται να επιλύσει τη διαφορά και να επαναφέρει την ειρήνη στο εσωτερικό της ομάδας. Ο «φυσικός» αυτός δικαστής περιβάλλεται από δικαιοδοτικές εξουσίες, οι οποίες του έχουν αναγνωριστεί λόγω του προσωπικού του κύρους, ενώ η απόφαση του είναι εκτελεστή χάρη στην πίεση της κοινωνικής ομάδας (βλέπε ιδιωτική διαιτησία).
Από τα αρχικά αυτά
στάδια αλλά και σε μεταγενέστερα, η διαιτησία δεν συνιστά αντίδραση απέναντι
στην κρατική δικαιοδοτική εξουσία. Η επίλυση της διαφοράς από ένα ή περισσότερα
πρόσωπα της επιλογής των διαδίκων αποτελούσε ανέκαθεν μια πρακτική αυτόνομη,
παράλληλη και εναλλακτική της κρατικής ή οιονεί κρατικής δικαιοδοσίας τόσο στην
αρχαϊκή όσο και στην κλασική Ελλάδα.
Η ανάγκη αποκατάστασης
της κοινωνικής ειρήνης και ο ερμητισμός των ελληνικών πόλεων στο πεδίο της απονομής
της δικαιοσύνης (δηλαδή στις πόλεις της Αιγύπτου υπερίσχυε το αττικό δίκαιο),
κατέστησαν την διαιτησία, εσωτερική και διεθνή, σε πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη
και εκτιμούμενη. Η καταφυγή σε διαιτητική
παρέμβαση δεν ανταγωνίζεται την εξουσία των πολιτειακών δικαιοδοτικών οργάνων,
αλλά την άσκηση αντιποίνων και την αυτοδύναμη ικανοποίηση αξιώσεων κάθε είδους.
Το ερώτημα εάν η
διαιτησία προηγήθηκε, ακολούθησε ή γεννήθηκε ταυτόχρονα με την πολιτειακή
δικαιοδοτική εξουσία απασχολεί τους ιστορικούς του αρχαίου ελληνικού δικαίου.
Στους κλασικούς χρόνους
παρά τη λειτουργία συντεταγμένων δικαιοδοτικών οργάνων, και παρά την αναγωγή
του νόμου σε αποκλειστικό ρυθμιστή της εξαναγκαστικής ανθρώπινης συμπεριφοράς,
η διαιτητική επίλυση των διαφορών εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.
Η εξωδικαστική επίλυση
μιας διαφοράς δεν επιβάλλεται ευθέως μεν από τον νόμο, υπαγορεύεται όμως από τα
κοινωνικά ήθη όπου θέλουν να έχει προηγηθεί η προσπάθεια επίλυσης διαιτητικώς
μιας υπόθεσης προτού αυτή έλθει ενώπιον των δικαστηρίων. Η προσπάθεια διαιτητικής
επίλυσης πρέπει να είναι από πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης ("φίλοι")των μερών.
Γενικοί όροι
χρησιμοποιούνται όπως: δίαιτα, διαλλαγή, επιτροπή, διάλυσις και τα αντίστοιχα ρήματα
όπως διατάν, επιτρέπειν, διαλύειν, διαλλάσσειν.
Χαρακτηριστικό είναι ότι για τον Ισοκράτη η προτίμηση της διαιτητικής οδού αντί
της δικαστηριακής, συγκαταλέγεται μεταξύ των γνωρισμάτων του καλού πολίτη.
Στο αττικό δίκαιο
αναγνωρίζονται δύο είδη διαιτησίας: η δημόσια και η ιδιωτική.
Οι δημόσιοι ή
αιρετοί διαιτητές αναφέρονται από τον Αριστοτέλη μεταξύ των κληρωτών αρχών της πόλεως.
Δημόσιοι διαιτητές κληρούνται οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 60ο
έτος, η δε άρνηση στην ανάληψη των καθηκόντων του διαιτητή επισύρει την ποινή της
ατιμίας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρμοδιότητες των αιρετών διαιτητών είναι
ιδιαίτερα εκτεταμένες. Κάθε υπόθεση με αντικείμενο άνω των δέκα δραχμών περιέρχεται
στους διαιτητές, οι οποίοι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα μέρη. Εάν δεν το επιτύχουν,
δικάζουν και εκδίδουν απόφαση η οποία όμως για να είναι δεσμευτική πρέπει να γίνει
δεκτή και από τα δύο μέρη.
Σε ορισμένες υποθέσεις
η προσφυγή στους αιρετούς διαιτητές δεν είναι αποτέλεσμα ιδιωτικής συμφωνίας
αλλά είναι υποχρεωτική και οι δημόσιοι διαιτητές δεν επιλέγονται από τα μέρη
αλλά ορίζονται από το κράτος. Επιπλέον, η απόφαση των δημοσίων διαιτητών είναι
δεσμευτική μόνο εφόσον την αποδέχονται και τα δύο μέρη, αν όχι, η υπόθεση εισάγεται
στο δικαστήριο, το οποίο και αποφασίζει επί τη βάσει του αποδεικτικού υλικού
που προσκομίστηκε ενώπιον των αιρετών διαιτητών.
Ο θεσμός της δημόσιας
διαιτησίας συναντάται και σε άλλες πόλεις της Αθήνας. Σε μια επιγραφή προερχόμενη
από τον Αμοργό, σύγχρονη του Αριστοτέλη, αναφέρονται επίσης οι διαιτητές ως «διαλλάκται».
Οι «διαλλάκται»
αποτελούν πολιτειακό δικαιοδοτικό όργανο με ιδιαίτερα εκτεταμένες αρμοδιότητες.
Όλες οι υποθέσεις εισάγονται ενώπιον των διαλλακτών, οι οποίοι είτε τάσσουν,
καταδικάζουν σε καταβολή χρηματικού ποσού, είτε πείθουν τους διαδίκους ή επιβάλλουν
στον οφειλέτη να προβεί σε έγγραφη αναγνώριση χρέους, ενώπιον των χρεοφυλάκων.
Η μη συμμόρφωση προς
τη διαιτητική απόφαση επισύρει την δίωξη του μη συμμορφούμενου. Σε περίπτωση
που η διαιτησία δεν οδηγεί σε έκδοση σχετικής απόφασης, οι διαλλάκται της Αμοργού
κρίνουν κατ΄ αποκλειστικότητα αν η υπόθεση θα πρέπει να εισαχθεί σε δικαστήριο ή
όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου