ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ (σημειώσεις από Σπινέλλη)
|
Κατατακτήριες
Κομοτηνής 2013-2014
|
ΕΓΚΛΗΜΑ
- ΑΔΙΚΟ - ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ - ΠΟΙΝΗ
|
Νόμος
1492/1950:
|
«Ποινικός Κώδικας», άρχισε να ισχύει την
01/01/1951 εν συντομία ΠΚ, στο γενικό μέρος περιέχει διατάξεις που έχουν
εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα ή σε κατηγορίες από αυτά. Την τελική του
διαμόρφωση έδωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χωραφάς
(1896-1974).
Πολλές
ποινικές διατάξεις περιέχονται και έξω από τον Ποινικό Κώδικα, στους
λεγόμενους ειδικούς ποινικούς νόμους όπως ο αγορανομικός κώδικας, ο
δασικός κώδικας, ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας κλπ.
|
Οι κανόνες
του ποινικού δικαίου:
|
Δίκαιο
είναι ένα σύνολο κανόνων που θεσπίζει ή αναγνωρίζει η πολιτεία για να
ρυθμίζουν εξαναγκαστικά την κοινωνική ζωή στο πνεύμα της δικαιοσύνης.
Η
ρυθμιστική λειτουργία των κανόνων αυτών ασκείται σε τρεις φάσεις, στις οποίες
αντιστοιχούν τρία είδη κανόνων.
-
Πρώτα, υπάρχουν κανόνες δικαίου οι οποίοι καθορίζουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται
τα μέλη της κοινωνίας μεταξύ τους. Άλλοι απ΄ αυτούς καθορίζουν τι πρέπει να
πράττουν οι κοινωνοί (επιτακτικοί
κανόνες) πχ «να σώζεις όποιον βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής», και άλλοι τι
πρέπει να μην πράττουν (απαγορευτικοί κανόνες) πχ «μην κλέβεις». Όλοι αυτοί
οι κανόνες λέγονται πρωταρχικοί ή πρωτεύοντες ή βασικοί κανόνες
δικαίου.
-
Επειδή οι κοινωνοί συχνά δε συμμορφώνονται με τους πρωταρχικούς κανόνες, η
πολιτεία θεσπίζει και άλλου είδους κανόνες οι οποίοι προβλέπουν κυρώσεις για
την περίπτωση παραβάσεων των πρωταρχικών κανόνων. Αυτές οι κυρώσεις είναι
διαφόρων ειδών, σημαντική θέση όμως κατέχουν ανάμεσα σε αυτές οι ποινικές
κυρώσεις. Οι κανόνες αυτοί ονομάζονται δευτερεύοντες
ή κυρωτικοί πχ «όποιος σκοτώνει άλλων με πρόθεση, τιμωρείται με θάνατο ή
ισόβια κάθειρξη».
-
Και οι κυρωτικοί όμως κανόνες δεν μπορούν να επηρεάσουν τους παραβάτες των
κανόνων δικαίου, αν δεν υπάρχουν τρόποι για να εφαρμοστούν οι κανόνες αυτοί.
Για αυτό το δίκαιο περιλαμβάνει και τρίτο είδος κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν
τα όργανα και τη διαδικασία με την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις και έτσι
εξαναγκάζονται (άμεσα ή έμμεσα) οι κοινωνοί να συμμορφώνονται με τους
πρωταρχικούς κανόνες. Οι κανόνες του τρίτου αυτού είδους λέγονται δικονομικοί κανόνες δικαίου.
-
Οι κανόνες του ποινικού δικαίου με την ευρεία του έννοια είναι κυρωτικοί και
δικονομικοί. Ειδικότερα οι κυρωτικοί κανόνες του ποινικού δικαίου καθορίζουν
ποιες άδικες πράξεις (δηλαδή παραβάσεις
πρωταρχικών κανόνων) είναι ποινικά ενδιαφέρουσες και σε ποια ποινική κύρωση
πρέπει να υποβληθεί ο δράστης τους. Το σύνολο των κανόνων αυτών αποτελεί το
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.
-
Οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες εξάλλου καθορίζουν ειδικότερα ποια κρατικά
όργανα (κυρίως δικαστικά και εισαγγελικά) και με ποια διαδικασία πρέπει να
δράσουν για να κριθεί α) αν ένας
άνθρωπος (ο κατηγορούμενος) είναι ένοχος για ορισμένο έγκλημα και β)
σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, ποια ποινική κύρωση πρέπει να
του επιβληθεί. Το σύνολο των τελευταίων αυτών κανόνων αποτελεί το δικονομικό
ποινικό δίκαιο ή ποινική δικονομία.
-
Τέλος, η κρίση ότι πρέπει να
επιβληθούν ορισμένες ποινικές κυρώσεις (δικαστική απόφαση) πρέπει να
υλοποιηθεί. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό καθορίζουν οι κανόνες που ρυθμίζουν
την εκτέλεση των ποινών. Το σύνολο αυτών των κανόνων αποτελεί το δίκαιο
εκτέλεσης των ποινών.
Το
ποινικό δίκαιο ανήκει στο δημόσιο δίκαιο γιατί σε αυτή η Πολιτεία εμφανίζεται
απέναντι στα μέλη της κοινωνίας ως εξουσία που υπερέχει και διατάζει
(Μαγκάκης).
|
Ποινή:
|
Ποινή
είναι ένα κακό που το απειλεί ο νόμος και το επιβάλλει ο δικαστής στο δράστη
μιας άδικης πράξης ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη
τάξη (Χωραφάς).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι:
α)
Είναι κακό δηλαδή συνίσταται σε
προσβολή των έννομων αγαθών του δράστη όπως η περιουσία του (πχ χρηματικές
ποινές, πρόστιμα), η ελευθερία του (πχ φυλάκιση), ακόμη και η ζωή του (παλιά
υπήρχε θανατική ποινή). Η ποινή διαφέρει από την αποζημίωση που βλάπτει μεν
την περιουσία του δράστη αλλά σκοπό
έχει μόνο να αντικαταστήσει τη ζημιά του θύματος.
β)
Το επιβάλλει η Πολιτεία ως
προστάτης της έννομης τάξης σε δύο στάδια. Στο πρώτο ο νομοθέτης θεσπίζει μια
ποινική διάταξη και απειλεί ποινή κατά των δραστών ορισμένων πράξεων και στο
δεύτερο στάδιο ο δικαστής επιβάλλει στο συγκεκριμένο δράστη την ποινή που
απειλείται στο νόμο.
γ)
Η ποινή επιβάλλεται στο δράστη
ορισμένης πράξης. Είναι
«προσωποπαγής», δηλαδή συνδέεται άρρηκτα με ορισμένο πρόσωπο. Αν ο δράστης
πεθάνει, παύει οριστικά και η ποινική του δίωξη.
Η
επιβολή της ποινής δεν προϋποθέτει πράξη. Δεν μπορεί επομένως να επιβληθεί
μόνο επειδή λ.χ. ένα άτομο είναι επικίνδυνο ή επειδή κάνει κακές σκέψεις
(Ανδρουλάκης, Μαγκάκης)
|
Γιατί
τιμωρεί η Πολιτεία; (σκοποί της ποινής):
|
α)
Η Γενική Πρόληψη. Το κυριότερο σημείο της θεωρίας του Anselm
v.
Feuerbach για την ποινή είναι ότι η αποτροπή των
κοινωνών από την τέλεση εγκλημάτων επιτυγχάνεται όχι με την εκτέλεσή της, αλλά κυρίως με την απειλή της ποινής
στο νόμο που ισοφαρίζει την αναμενόμενη ευχαρίστηση από το έγκλημα.
β)
Η Ειδική Πρόληψη. Η ποινή αποτελεί απομόνωση του εγκληματία, προσωρινή
ή διαρκή αχρήστευση, αποβολή του από
την κοινωνία ή εγκλεισμό του σε φυλακή οπότε οι θετικές σχολές ποινικού
δικαίου θεωρούσαν ότι με την ποινή επερχόταν:
-
Βελτίωση για τους εγκληματίες που είναι βελτιώσιμοι και χρειάζονται βελτίωση.
-
Εκφοβισμό των εγκληματιών που δεν χρειάζονται βελτίωση.
-
Αχρήστευση των εγκληματιών που δεν είναι βελτιώσιμοι.
Στο
στάδιο της ποινής αποτελεί η σύνθεση της γενικής και της ειδικής πρόληψης.
Στο
στάδιο της θέσπισης μιας ποινικής διάταξης από το νομοθέτη ο μόνος σκοπός που
μπορεί από τα πράγματα να υπάρχει είναι η γενική πρόληψη.
Στο
στάδιο της επιβολής της ποινής από το δικαστή και οι δύο σκοποί λαμβάνονται
υπόψη αλλά το προβάδισμα έχει η ειδική πρόληψη.
Στο
στάδιο της εκτέλεσης της ποινής μόνο η ειδική πρόληψη ενδιαφέρει.
Οι αρχές της ποινής είναι:
-
Ο
προσωποπαγής χαρακτήρας της ποινής και ο συσχετισμός της μόνο με πράξη του
τιμωρούμενου.
-
Η
αρχή της αναλογίας ανάμεσα στο κακό της ποινής και στο κακό που συνιστά το
έγκλημα.
-
Τέλος,
η αρχή της νομιμότητας κατά την οποία κάθε έγκλημα πρέπει κατά κανόνα να
αντιμετωπίζεται με ποινική δίωξη και με τιμωρία.
|
Οι ποινικές
κυρώσεις του ΠΚ:
|
Κύριες Ποινές
Οι
κύριες ποινές διακρίνονται σε:
Παρεπόμενες
Ποινές
Αυτές
συνοδεύουν την κύρια ποινή :
Μέτρα Ασφαλείας
Διακρίνονται
σε:
|
Επιμέτρηση
της ποινής:
|
Στις
περισσότερες περιπτώσεις στους ποινικούς νόμους δεν απειλούνται απόλυτα
ορισμένες ποινές πχ φυλάκιση 6 μηνών αλλά προβλέπονται ορισμένα πλαίσια
ποινών πχ φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών (οπότε η ποινή είναι από 6 μήνες έως 5
χρόνια) ή ποινή φυλάκισης μέχρι 3 ετών (οπότε η ποινή κυμαίνεται από 10
ημέρες μέχρι 3 χρόνια).
Η
εργασία που κάνει το δικαστήριο για να καθορίσει σε κάθε περίπτωση την
αναγκαία και δίκαιη ποινή μέσα στα πλαίσια που προβλέπει ο νόμος καλείται
επιμέτρηση της ποινής.
Τα
κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιμέτρηση της ποινής είναι:
Ο
σκοπός που επιδιώκεται με το πρώτο κριτήριο είναι η έμμεση γενική
πρόληψη ενώ με το κριτήριο της
προσωπικότητας η ειδική πρόληψη.
Σε
διάφορες διατάξεις του Γενικού Μέρους του ΠΚ προβλέπεται εφόσον συντρέχουν
ορισμένες περιστάσεις πχ απόπειρα αντί για τελειωμένο έγκλημα η ποινή
μειωμένη του 83 ΠΚ.
Επίσης,
ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα (99 ΠΚ) να διατάξει την αναστολή μιας ποινής
στέρησης της ελευθερίας εφόσον ο καταδικαζόμενες δεν έχει ξαναδικαστεί
αμετάκλητα ως τώρα σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή
πλημμέλημα και αν η ποινή δεν ξεπερνά τους 18 μήνες. Οι ποινές αυτές από 6
μήνες έως 18 μήνες μετατρέπονται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο (82 ΠΚ). Μόνο 4% εγκλείονται στη
φυλακή ενώ του 96% μετατρέπεται σε χρήμα.
|
Η διπλή
λειτουργία του ΠΚ:
|
Οι
ποινικές κυρώσεις (ποινές και μέτρα ασφαλείας) θεωρούνται οι πιο δραστικές
κυρώσεις που διαθέτει το δίκαιο. Συνάμα είναι όμως και οι πιο οδυνηρές για
εκείνους που τις υφίστανται (Μαγκάκης).
Από
αυτές τις δύο περιπτώσεις προκύπτει η διπλή λειτουργία του ΠΚ:
|
Κανένα
έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο (αρχή της νομιμότητας):
|
Στο
άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008 λέει «Έγκλημα δεν υπάρχει,
ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της
πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από
εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».
Η
αρχή της νομιμότητας nullum crimen, nulla poena
sine
lege
αναλύεται σε ειδικότερες αρχές που είναι:
-
Ο νόμος πρέπει να είναι γραπτός. Ως γραπτός θεωρείται ο κανόνας που έχει
εκδοθεί από τη νομοθετική εξουσία (νόμος με τυπική έννοια) όσο και αυτός που
εκδόθηκε από την εκτελεστική εξουσία με νομοθετική εξουσιοδότηση (νόμος με
ουσιαστική μόνο έννοια). Συνέπεια της αρχής είναι το έθιμο που δεν μπορεί να
αποτελέσει κανόνα δικαίου, μπορεί όμως να αποτελέσει κανόνα που μειώνει ή
καταλύει το αξιόποινο.
-
Ο νόμος πρέπει να είναι ρητός. Τούτο σημαίνει ότι απαγορεύεται η
αναλογία ή ανάλογη εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου για να πληρωθεί ένα κενό στον
ποινικό νόμο.
-
Ο νόμος πρέπει να είναι προηγούμενος. Επομένως, απαγορεύεται η
αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το
αξιόποινο. Ενώ η αναδρομική εφαρμογή
ενός νόμου που καταλύει ή μειώνει το αξιόποινο (ηπιότερου νόμου) όχι μόνο
επιτρέπεται αλλά και προβλέπεται ρητά στο άρθρο 2 του ΠΚ.
-
Τέλος ο νόμος πρέπει να είναι ορισμένος. Πρέπει να περιγράφεται με
σαφή, ορισμένα στοιχεία. Δεν επιτρέπεται να καθορίζεται με αόριστες και
γενικές εκφράσεις. Οπότε απαγορεύεται η πρόβλεψη εντελώς αόριστων ποινών πχ
ποινής στερητικής της ελευθερίας από 10 ημέρες έως 20 χρόνια (Ανδρουλάκης).
|
Έγκλημα:
|
Έγκλημα
είναι ότι προβλέπεται και απειλείται με ποινή στο νόμο.
Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος:
Το
έγκλημα πρέπει να είναι ακριβώς το γεγονός που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται
με ποινή.
Ειδικότερα:
α)
Η ποινή πρέπει να γίνει αισθητή από έναν άνθρωπο ως κακό. Άρα το έγκλημα
πρέπει να είναι εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β)
Η ποινή είναι κακό, δηλαδή προσβάλλει τα έννομα αγαθά του δράστη. Επομένως,
πρέπει και το έγκλημα να στρέφεται κατά έννομων αγαθών του ατόμου ή της
ολότητας.
γ)
Η ποινή έχει την έννοια της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας της πράξης. Άρα, για να
απειληθεί με ποινή μια πράξη που προσβάλλει έννομα αγαθά πρέπει να έχει
ανάλογα χαρακτηριστικά ώστε να αξίζει την ιδιαίτερη αποδοκιμασία. Τέτοιο
χαρακτηριστικό είναι η ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα που αναλύεται στην
ιδιαίτερη επικινδυνότητα και τη μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία
(Ανδρουλάκης).
δ)
Η ιδιαίτερη αποδοκιμασία όμως αφορά το δράστη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία
απευθύνεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, τον μέμφεται και αξιώνει από αυτόν
να μην ξαναεγκληματίσει. Για να γίνει
αυτό πρέπει να μπορεί η πράξη να καταλογισθεί στο δράστη της.
Από
τη στιγμή κατά την οποία μια εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά που έχει τα
παραπάνω χαρακτηριστικά προβλεφθεί στο νόμο και απειληθεί για αυτήν ποινή με
απόφαση του νομοθέτη, η συμπεριφορά αυτή είναι έγκλημα, το οποίο έχει και όλα
τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένα έγκλημα.
Δογματικός ορισμός του εγκλήματος
Κατά
το άρθρο 14 ΠΚ έγκλημα είναι μια πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της
που τιμωρείται από το νόμο.
Ειδικότερα:
α)
Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β)
Το στοιχείο του αδίκου μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή
έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα
επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
γ)
Το στοιχείο του καταλογιστού ταυτίζεται στους δύο ορισμούς.
δ)
Τέλος, και το στοιχείο του τιμωρητού από το νόμο είναι επίσης το ίδιο και
στους δύο ορισμούς.
Ο
ορισμός του εγκλήματος στο άρθρο 14 ΠΚ δεν έχει απλώς θεωρητική αξία αλλά
έχει και έννομες συνέπειες. Πρώτα, δεν επιτρέπει στο δικαστή να χαρακτηρίσει
μια συμπεριφορά ως έγκλημα αν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διάταξης
αυτής. Δεύτερον ούτε ο νομοθέτης κατά την ορθότερη γνώμη (Ανδρουλάκης,
Μαγκάκης) επιτρέπεται να θεσπίσει ποινική διάταξη που να απειλεί ποινή αν δεν
συντρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Επομένως,
δεν μπορεί να τιμωρηθεί ένας παραβάτης πρωταρχικού κανόνα δικαίου αν η
συμπεριφορά του είναι κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη (όχι άδικη), δεν μπορεί να
τιμωρηθεί ούτε και να απειληθεί με ποινή δράστης μη καταλογιστός και επιβολή
ποινής όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδίκου και του καταλογιστού θα
υποβίβαζε τον άνθρωπο σε αντικείμενο και θα πρόσβαλε την ανθρώπινη αξία.
Τα εγκλήματα διακρίνονται σε:
α)
Κοινά και ιδιαίτερα.
β)
Απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά).
γ)
Ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια).
δ)
Βλάβης και διακινδύνευσης.
ε)
Στιγμιαία (ή καταστάσεως) και διαρκή.
στ)
Απλά και σύνθετα.
|
Τα γενικά
στοιχεία του εγκλήματος:
|
α)
Η πράξη.
β)
Το άδικο.
γ)
Ο καταλογισμός.
δ)
Το τιμωρητό.
|
Η πράξη:
|
Ως πράξη νοείται:
-
Εκούσια (π.χ. όχι οι κινήσεις που
κάνει ένας επιληπτικός που
βρίσκεται σε κρίση, ούτε η ζημία που
προξενήθηκε λ.χ. από άνθρωπο που τον έσπρωξαν πάνω σε ένα ράφι με γυαλικά).
-
Εξωτερική (όχι σκέψεις).
-
Συμπεριφορά (όχι μονόλογος, ούτε
εγγραφές σε ιδιαίτερο ημερολόγιο).
-
Ανθρώπου (όχι ζώου, ούτε νομικού
προσώπου).
Όταν
ο νόμος μιλάει για πράξεις εννοεί και τις παραλείψεις (άρθρο 14 παρ. 2) π.χ.
παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 ΚΠ), ή θάνατος αρρώστου
επειδή ο θεράπων γιατρός του παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.
|
Το άδικο:
|
Άδικη
είναι η πράξη που αντικειμενικά και απρόσωπα, ως κοινωνικό γεγονός, βρίσκεται
σε αντίθεση προς το δίκαιο ως μια ενότητα κανόνων και για αυτό αποδοκιμάζεται
από αυτό (Μαγκάκης).
Όμως:
-
Ως
άδικη χαρακτηρίζεται η πράξη ανεξάρτητα από το πώς θα κρίνουμε το δράστη
της. Άρα μπορεί η πράξη να είναι άδικη
αλλά ο δράστης να μην τιμωρείται γιατί δεν είναι καταλογιστός ή τιμωρητός.
-
Η
κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης προηγείται πάντα από την κρίση για
τον καταλογισμό. Πρώτα εξετάζεται αν η πράξη ως συμβάν αντιφάσκει προς
ορισμένο πρωταρχικό κανόνα δικαίου και συνιστά την αντικειμενική υπόσταση
ενός εγκλήματος (α.υ.ε.). Σε καταφατική περίπτωση κρίνουμε ότι η πράξη είναι καταρχήν
άδικη. Μετά εξετάζεται αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιος
λόγος που αποκλείει το άδικο χαρακτήρα της πράξης. Αν δεν συντρέχει τέτοιος
λόγος η πράξη είναι και τελειωτικά άδικη (Ανδρουλάκης).
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (α.υ.ε.)
Κάθε
ποινικός κανόνας δικαίου αποτελείται από δύο μέρη:
α)
από το πραγματικό το οποίο
περιέχει το σύνολο των προϋποθέσεων που τάσσει ο κανόνας αυτός ώστε με την
πλήρωσή τους να ασκήσει την ενεργό ρυθμιστική του λειτουργία σε μια
συγκεκριμένη περίπτωση και
β)
και από την έννομη συνέπεια η
οποία περιέχει το σύνολο των νομικών αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η πλήρωση
των προϋποθέσεων του πραγματικού.
Στο άρθρο 299
παρ.1 ΠΚ διακρίνουμε: Πραγματικό «Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον…» και
έννομη συνέπεια : « .. τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια
κάθειρξη».
Το
πραγματικό των ποινικών κανόνων δικαίου που αφορούν τα διάφορα εγκλήματα
περιέχει κυρίως όλα τα αντικειμενικά στοιχεία και τα υποκειμενικά στοιχεία με
τα οποία περιγράφεται ένα έγκλημα. Τα στοιχεία αυτά ονομάζουμε αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τα
πρώτα και υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος τα δεύτερα.
Η
α.υ.ε. περιλαμβάνει και περιγράφει πάντοτε το υποκείμενο του εγκλήματος και την εγκληματική συμπεριφορά καθώς και ορισμένες περιστάσεις (τόπου, χρόνου, τόπου κλπ) πχ 362 ΠΚ «όποιος (υποκείμενο) με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου
(περιστάσεις) ισχυρίζεται ή διαδίδει (συμπεριφορά) για κάποιον άλλο γεγονός
που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του (αντικείμενο).
Αντικειμενική αιτιώδης συνάφεια
Όταν
στην α.υ.ε. περιλαμβάνεται και ένα αποτέλεσμα, αποκτά μεγάλη σημασία το
πρόβλημα της σύνδεσης του αποτελέσματος αυτού με την πράξη του δράστη.
Πρόκειται για το πρόβλημα της αντικειμενικής
αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος.
Σύμφωνα
με την κρατούσα στο ποινικό δίκαιο θεωρία «του ισοδύναμου των όρων» για να
διαπιστώσουμε αν η πράξη του δράστη αποτελεί αίτιο του αποτελέσματος,
χρησιμοποιούμε την εξής πρακτική μέθοδο: Υποθέτουμε ότι έλειπε η πράξη και
εξετάζουμε αν στην περίπτωση αυτή θα επήρχετο ή όχι το αποτέλεσμα. Αν δεν θα
επήρχετο χωρίς την πράξη του δράστη, τότε αυτή ήταν αίτιό του. Αν θα επήρχετο
και χωρίς αυτήν, τότε η πράξη δεν ήταν αίτιο του αποτελέσματος (Ανδρουλάκης,
Μαγκάκης, Μανωλεδάκης).
Η α.υ.ε. και η ένδειξη του αδίκου
Όταν
μια πράξη αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος έχουμε μια
ένδειξη ότι η πράξη αυτή είναι άδικη. Μόνο ορισμένος από τις παραβάσεις πρωταρχικών κανόνων δικαίου
ανάγονται σε αξιόποινες: εκείνες που προσβάλλουν έννομα αγαθά και έχουν
ιδιάζοντα αντικοινωνικό χαρακτήρα. Άρα, όταν μια συμπεριφορά συνιστά την α.υ.
ενός εγκλήματος οπωσδήποτε αποτελεί
και παράβαση ενός πρωταρχικού κανόνα. Για αυτό όταν αξιολογείται ποινικά
ένα συγκεκριμένο συμβάν, αμέσως μετά τη διαπίστωση ότι πρόκειται για πράξη,
πρέπει να εξετασθεί αν η πράξη αυτή ανταποκρίνεται στην α.υ. ενός εγκλήματος.
Σε καταφατική περίπτωση μπορούμε να διατυπώσουμε την κρίση ότι η πράξη αυτή
είναι καταρχήν άδικη.
|
Διακρίσεις
των εγκλημάτων:
|
Ανάλογα
με το υποκείμενο ή με το είδος της συμπεριφοράς ή ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι
αντικειμένου ή με τις περιστάσεις ή με την ποινή που επισύρουν, τα εγκλήματα
διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.
Οι κυριότερες είναι οι εξής:
Α. Εγκλήματα
κοινά και εγκλήματα ιδιαίτερα
Στα
πρώτα το υποκείμενό τους ως αυτουργός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε
άνθρωπος πχ ανθρωποκτονία 299 ΠΚ,
κλοπή 372 ΠΚ κλπ ενώ στα ιδιαίτερα εγκλήματα ως αυτουργός τους μπορεί να
είναι μόνο πρόσωπο που ανήκει σε ορισμένο κύκλο ατόμων πχ στη
δωροδοκία «υπάλληλος» 235 ΠΚ, στην παιδοκτονία «μητέρα» 303 ΠΚ, στην
εκμετάλλευση πόρνης «άντρας» 350 ΠΚ, στα εγκλήματα τους στρατιωτικού ποινικού
κώδικα «στρατιωτικός» κ.ο.κ.
Πρακτική
σημασία έχει η διάκριση αυτή σε περιπτώσεις συμμετοχής.
Β. Εγκλήματα
απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά)
Στα
πρώτα είτε δεν υπάρχει καθόλου υλικό αντικείμενο πχ απόδραση κρατουμένου 173
ΠΚ, ψευδορκία 224 ΠΚ είτε υπάρχει τέτοιο αλλά η επενέργειά του δράστη σε αυτό
είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά πχ πλαστογραφία 216 ΠΚ.
Στα
δεύτερα πρέπει εκτός από συμπεριφορά του δράστη να υπάρξει και μια παραπέρα
μεταβολή κατάστασης σε κάποιο υλικό αντικείμενο χωρισμένη από τη συμπεριφορά
του δράστη, πράγμα που συμβαίνει στην ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, στη φθορά ξένης
περιουσίας 381 ΠΚ, στην απάτη 386 ΠΚ κλπ.
Πρακτική
σημασία έχει η διάκριση αυτή κυρίως γιατί στα εγκλήματα αποτελέσματος
ανακύπτει το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιώδους συνάφειας, τα προβλήματα
των εγκλημάτων τέλεσης που τελούνται με παράλειψη που θα εξετάσουμε του
χρόνου και του τόπου τέλεσης του εγκλήματος.
Γ. Εγκλήματα
ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και εγκλήματα παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια)
Η
πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση
συνίσταται σε μια ενέργεια πχ αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος 372 ΠΚ, κατάρτιση πλαστού εγγράφου 224 ΠΚ.
Γνήσια
εγκλήματα παράλειψης είναι
εκείνα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται στην παράλειψη
ορισμένης ενέργειας η οποία επιβάλλεται από το Δίκαιο. Η συμπεριφορά αυτή
προϋποθέτει ένα επιτακτικό πρωταρχικό κανόνα δικαίου (ενώ στα εγκλήματα ενέργειας προϋποτίθεται
ένας απαγορευτικός κανόνας). Τέτοια εγκλήματα είναι η παράλειψη λύτρωσης από
κίνδυνο ζωής 307 ΠΚ, η παρασιώπηση εγκλημάτων 232 ΠΚ κλπ.
Τα
μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εγκλήματα ενέργειας που κατ΄
εξαίρεση τελούνται (και) με παράλειψη. Πρόκειται για εγκλήματα αποτελέσματος
των οποίων ο δράστης είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει
το αποτέλεσμα αυτό, παρέλειψε να το πράξει 15ΠΚ. Η παράλειψη αυτή
τιμωρείται όπως η πρόκληση του αποτελέσματος με ενέργεια του δράστη πχ η
ανθρωποκτονία ενώ λ.χ. τελείται στη συνηθισμένη της μορφή με ενέργεια όπως ο
Α πυροβολεί τον Β, μπορεί να τελεστεί και με παράλειψη όπως η μητέρα που αφήνει
νηστικό το νεογέννητο βρέφος, η νοσοκόμα που δε δίνει τα φάρμακα στον ασθενή
και πεθαίνει.
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του 15ΠΚ πηγάζει:
α)
από ρητές διατάξεις νόμων πχ διατάξεις του δημοσίου ναυτικού δικαίου που
προβλέπουν υποχρεώσεις του πλοιάρχου να σώζει σε περίπτωση ναυαγίου
β)
από την έννομη θέση του υπόχρεου πχ των γονέων που έχουν υποχρέωση να
φροντίζουν τα παιδιά τους
γ)
από την εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας είτε με σύμβαση πχ
από νοσοκόμο ή δάσκαλο είτε έμπρακτα πχ από αυτόν που χωρίς υποχρέωση
περιμαζεύει ένα εγκαταλειμμένο παιδί
δ)
από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου που προκάλεσε ένα κίνδυνο πχ όποιος
κλείδωσε κατά λάθος έναν άλλο σε ένα κτίριο έχει υποχρέωση, μόλις το
αντιληφθεί, να σπεύσει να τον ελευθερώσει
ε)
από ορισμένες σχέσεις εμπιστοσύνης που δημιουργούνται από καταστάσεις
κοινότητας κινδύνου πχ ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ορειβατών που βρίσκονται
στο βουνό.
Παράδειγμα:
Αν
ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής και ένας άλλος οποιοσδήποτε
παραλείψει να τον σώσει, ενώ μπορεί να το πράξει χωρίς δικό του κίνδυνο, και
ο πρώτος πεθάνει, ο δεύτερος είναι ένοχος του γνήσιου εγκλήματος παράλειψης
του άρθρου 307 ΠΚ. Αν όμως ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να
αποτρέψει το θάνατο πχ ήταν ο πατέρας
του κινδυνεύοντος και δεν το έκανε, η παράλειψή του τιμωρείται όπως η τέλεση
ανθρωποκτονίας με ενέργεια κατά το άρθρο 299 ΠΚ.
Δ. Εγκλήματα
βλάβης και εγκλήματα διακινδύνευσης
Στα
πρώτα η εγκληματική συμπεριφορά επιφέρει και βλάβη του έννομου αγαθού που
προστατεύει η ποινική διάταξη πχ ανθρωποκτονία, κλοπή, πλαστογραφία, βιασμός,
διγαμία κλπ.
Στα
εγκλήματα διακινδύνευσης η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται σε
διακινδύνευση του έννομου αγαθού χωρίς να απαιτείται και βλάβη του. Ο νομοθέτης εδώ καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά
σε πιο πρώιμο στάδιο, ενώ βέβαια αν επέλθει και βλάβη αυτή τιμωρείται με άλλη
συνήθως διάταξη, αυστηρότερα.
Τέτοια
εγκλήματα είναι η έκθεση 306 ΠΚ, η
παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής 286 ΠΚ, η προσβολή της διεθνούς ειρήνης
της χώρας 141 ΠΚ κλπ
Στα
παραπάνω εγκλήματα ο κίνδυνος είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος και πρέπει η ύπαρξή του να διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση. Τα εγκλήματα αυτά καλούνται εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης..
Εκτός
από αυτά υπάρχουν και άλλα εγκλήματα διακινδύνευσης όπου η επέλευση του
κινδύνου δεν είναι στοιχείο της α.υ.ε. αλλά απλώς υπήρξε το κίνητρο του
νομοθέτη για τη θέσπιση της αντίστοιχης ποινικής δίωξης. Ο νομοθέτης έκρινε
ότι ορισμένη συμπεριφορά είναι γενικά επικίνδυνη και την κατέστησε αξιόποινη
πχ ο καταρτισμός ένοπλης ομάδα 195 ΠΚ, η παραβίαση μέτρων για την πρόληψη
ασθενειών 284 αρ. 1εδ αΠΚ. Αυτά ονομάζονται εγκλήματα αφηρημένης
διακινδύνευσης.
Ε. Εγκλήματα
στιγμιαία (ή καταστάσεως) και εγκλήματα διαρκή
Στα
στιγμιαία η τέλεσή τους ολοκληρώνεται αφού συμπληρωθούν όλα τα
στοιχεία της α.υ.ε. και παραχθεί με την προσβολή του έννομου αγαθού μια
κατάσταση. Τέτοια είναι η κλοπή 372 ΠΚ
ή η ανθρωποκτονία 299 ΠΚ όπου με τη θεμελίωση της κατοχής του ξένου πράγματος
από τον κλέφτη ή με το θάνατο του θύματος ολοκληρώνεται το έγκλημα. Η κατακράτηση του ξένου πράγματος δε
συνιστά συνέχιση τέλεσης της κλοπής και ασφαλώς είναι αδιανόητη παρόμοια
σκέψη στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας.
Διαρκή
είναι τα εγκλήματα όπου η ολοκλήρωση της α.υ.ε. δε συνιστά αναγκαία και
αποπεράτωση του εγκλήματος, αλλά η προσβολή του έννομου αγαθού, με τον τρόπο
που την προβλέπει η αντίστοιχη ποινική διάταξη, παρατείνεται όσο χρόνο
διατηρείται η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ενέργεια του δράστη. Τέτοια
εγκλήματα είναι η παράνομη κατακράτηση 325 ΠΚ ή η διατάραξη οικιακής ειρήνης
334 ΠΚ. Η τέλεση της παράνομης
κατακράτησης που κλειδώνει κάποιον σε ένα δωμάτιο δεν ολοκληρώνεται με το
κλείδωμα της πόρτας αλλά παρατείνεται για όσο χρόνο ο δράστης παραλείπει να
ελευθερώσει το θύμα.
Πρακτικές συνέπειες της πρακτικής αυτής:
α)
στα διαρκή εγκλήματα συνεχίζεται η επίθεση κατά του έννομου αγαθού όσο
διαρκεί η τέλεσή τους και επομένως είναι δυνατή η άμυνα όπως πχ αν ο παράνομα κρατούμενος σπάσει την πόρτα
του χώρου και ελευθερωθεί
β)
στα στιγμιαία ο «επιγενόμενος δόλος» δεν αρκεί για να θεμελιώσει την ποινική
τους ευθύνη, ενώ στα διαρκή, αν ο δόλος υπάρξει μετά το αρχικό τους στάδιο
αλλά όσο διαρκεί η τέλεσή τους θεμελιώνει την ευθύνη τους πχ κάποιος κλείδωσε
άλλον καταλάθος και ύστερα το αντιληφθεί αλλά παραλείψει να τον ελευθερώσει
διαπράττει παράνομη παρακράτηση
γ)
στα διαρκή εγκλήματα η παραγραφή αρχίζει μόνο όταν παύσει η διάρκεια του
εγκλήματος λ..χ. όταν το θύμα ανακτήσει την ελευθερία του.
ΣΤ. Εγκλήματα
απλά και εγκλήματα σύνθετα
Απλά
είναι τα εγκλήματα για τα οποία η αντίστοιχη ποινική διάταξη δεν προβλέπει
ειδικά ότι πρέπει να τελεστούν με ορισμένο αριθμό πράξεων. Επομένως μπορούν
να τελεστούν και με μια μόνο πράξη πχ η ανθρωποκτονία τελείται και με ένα πυροβολισμό.
Σύνθετα
είναι εκείνα τα οποία σύμφωνα με την ποινική διάταξη, η α.υ.ε. συγκροτείται
από περισσότερες από μία πράξεις:
-
σύνθετα
με τη στενή έννοια (όπου όλες οι μερικότερες πράξεις είναι και αυτοτελώς
αξιόποινες πχ ληστεία 380 ΠΚ που αποτελείται από δύο πράξεις την παράνομη βία
330 ΠΚ και την κλοπή 372 ΠΚ που κάθε μια τους χωριστά είναι έγκλημα)
-
Πολύπρακτα
(όπου από τις επιμέρους πράξεις που τα απαρτίζουν άλλες είναι αυτοτελώς
αξιόποινες και άλλες όχι πχ ο βιασμός μία πράξη που τον συγκροτεί είναι η
παράνομη βία 330 ΠΚ και η άλλη η εξώγαμη συνουσία που δεν είναι.
Ζ. Κακουργήματα
– πλημμελήματα – πταίσματα
Εδώ
διακρίνονται τα εγκλήματα με βάση την κύρια ποινή που απειλείται για αυτά τα
εγκλήματα:
α)
κάθε πράξη για την οποία απειλείται στο νόμο η ποινή της κάθειρξης είναι
κακούργημα
β)
κάθε πράξη για την οποία απειλείται φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή περιορισμό
σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημμα
γ)
κάθε πράξη για την οποία απειλείται κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.
Οι κυριότερες πρακτικές συνέπειες της διάκρισης
αυτής είναι:
-
τα
κακουργήματα δεν τιμωρούνται όταν τελούνται από αμέλεια, τα πλημμελήματα μόνο
κατ΄ εξαίρεση, όταν αυτό προβλέπεται ρητά, τα πταίσματα κατά κανόνα
τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια εκτός αν ρητά προβλέπεται ότι τιμωρούνται
μόνο όταν τελούνται με δόλο 26 ΠΚ
-
μόνο
των κακουργημάτων και πλημμελημάτων τιμωρείται η απόπειρα, όχι των πταισμάτων
-
ο
χρόνος παραγραφής κάθε μιας κατηγορίας διαφέρει
-
σημαντικές
διαφορές ρυθμίσεων υπάρχουν και στην ποινική δικονομία.
|
Τόπος και
χρόνος τέλεσης της πράξης:
|
Γνωρίζοντας
την έννοια της πράξης και της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος
μπορούμε να καθορίσουμε τον τόπο όπου καθώς και το χρόνο κατά τον οποίο
θεωρείται ότι τελέστηκε μια αξιόποινη πράξη.
Σύμφωνα
με το 16ΠΚ τόπος τέλεσης της πράξης
θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη
ενέργεια ή παράλειψη καθώς και ο τόπος που επήλθε ή σε περίπτωση απόπειρας
έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο
αποτέλεσμα.
Πρακτική
σημασία έχει ο καθορισμός του τόπου τέλεσης της πράξης ενόψει των τοπικών
ορίων εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων, καθώς και για τον καθορισμό του
τοπικά αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου.
Σύμφωνα
με τον 17 ΠΚ χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε
να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος.
Πρακτική
σημασία έχει ο καθορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξης για τα θέματα των
χρονικών ορίων εφαρμογής των ποινικών νόμων πχ μη αναδρομικότητα, για την
έναρξη του χρόνου της παραγραφής, για το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να
υπάρχει υπαιτιότητα, ικανότητα για καταλογισμό ή συναίνεση του παθόντος.
|
Οι λόγοι που
αίρουν το άδικο:
|
Οι
κανόνες του δικαίου υπόκεινται σε εξαιρέσεις. Έτσι μια παράβαση πρωταρχικού
κανόνα (που αντιστοιχεί στην α.υ.ε. ή όχι) η οποία είναι καταρχήν άδικη πράξη
μπορεί κατ΄ εξαίρεση να είναι δικαιολογημένη πχ ανθρωποκτονία 299 ΠΚ καταρχήν
άδικη, αν όμως τελεσθεί από στρατιώτη στη διάρκεια μάχης με θύμα στρατιώτη του
εχθρού γίνεται σε εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος και είναι δικαιολογημένη.
Οι λόγοι που
αίρουν τον καταρχήν άδικο χαρακτήρα μιας πράξης ή λόγοι δικαιολόγησης προβλέπονται σε διάφορους
επιτρεπτικούς κανόνες. Όταν συντρέχει ένας τέτοιος λόγος, πρέπει να καταλήξουμε
στην κρίση ότι η συμπεριφορά (πράξη) δεν είναι τελειωτικά άδικη.
Οι
κυριότεροι είναι (20-25 ΠΚ+ειδικό μέρος):
Α. Η ενάσκηση δικαιώματος ή εκτέλεση καθήκοντος
(άρθρο 20 ΠΚ)
Για παράδειγμα κατά το άρθρο
381 ΠΚ τιμωρείται όποιος βλάπτει ή καταστρέφει ξένο πράγμα. Αν όμως ένας
αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος διεξάγει κατ΄οίκον έρευνα, σύμφωνα με το νόμο,
μπορεί να εκβιάσει την κλεισμένη θύρα, προκαλώντας έτσι και σχετικές ζημιές.
Β. Η άμυνα (άρθρο 22 ΠΚ)
Η άμυνα προϋποθέτει επίθεση,
άδικη και παρούσα κατά του αμυνομένου ή άλλου. Όταν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις
επιτρέπεται η προσβολή του επιτιθέμενου η οποία ΄’όμως πρέπει να μην
ξεπερνάει το αναγκαίο μέτρο. Πχ αν ο Α επετέθη για να σκοτώσει τον Β, ο Β
επιτρέπεται να προσβάλει τα έννομα αγαθά του Α για να αποκρούσει την επίθεση.
Αν δεν έχει άλλο τρόπο να αμυνθεί παρά σκοτώνοντας τον Α τότε η ανθρωποκτονία
αυτή είναι δικαιολογημένη. Αν όμως είχε και άλλο τρόπο πχ τραυματίζοντας τον
Α τότε η πράξη της ανθρωποκτονίας δεν δικαιολογείται από την άμυνα.
Γ. Κατάσταση ανάγκης που
αίρει το άδικο (άρθρο 25 ΠΚ)
Στη περίπτωση αυτή σώζεται
ένα έννομο αγαθό που ανήκει στο δράστη ή σε ένα άλλο πρόσωπο με θυσία ενός
έννομου αγαθού που ανήκει στο θύμα της πράξης. Πρέπει όμως η βλάβη που έγινε
να είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη που απέφυγε ο δράστης. Πχ ο
ορειβάτης Γ καταλαμβάνεται από χιονοθύελλα στο βουνό και μπροστά στον κίνδυνο
να παγώσει, σπάει την κλειδωμένη πόρτα μιας καλύβας και μπαίνει μέσα. Η φθορά
ξένης ιδιοκτησίας (381 ΠΚ) και διατάραξη οικιακής ειρήνης (334 ΠΚ) που τελεί
δικαιολογούνται, γιατί είναι βλάβες σημαντικά κατώτερες από την απώλεια της
ζωής του Γ.
Δ. Σύγκρουση καθηκόντων (άρθρο
20 & 25 ΠΚ)
Για παράδειγμα ο Α
επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο όπου μένει με τη γυναίκα του Β, το βρίσκει
τυλιγμένο στις φλόγες. Σ΄ ένα παράθυρο η Β φωνάζει βοήθεια, ενώ σε άλλα
παράθυρα άλλοι δύο ένοικοι κάνουν το ίδιο. Ο Α αρπάζει μια ανεμόσκαλα,
ανεβαίνει και σώζει τη γυναίκα του, μόλις όμως έχουν κατεβεί, γκρεμίζεται η
στέγη του ξενοδοχείου σκοτώνοντας τους άλλους ενοίκους.
Εδώ δημιουργείται σύγκρουση
καθηκόντων. Ο Α έχει νομικό καθήκον να σώσει τη γυναίκα του και τους άλλους
ενοίκους (307 ΠΚ) όμως οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν παρά να σώσει μόνο ένα
άτομο. Άρα είναι αδύνατη η εκπλήρωση του ενός καθήκοντος χωρίς την παράβαση
του άλλου. Κάθε ζωή έχει ίση αξία με τις άλλες ζωές, όσες και αν είναι
αυτές. Στη περίπτωσή μας το
σημαντικότερο καθήκον του Α είναι καταρχήν εκείνο που αφορά έννομο αγαθό μεγαλύτερης αξίας πχ ζωή αντί υγείας. Αν τα
έννομα αγαθά είναι ίσης αξίας, η «ιδιαίτερη» νομική υποχρέωση (15 ΠΚ) (1386
ΑΚ) έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την απλή νομική υποχρέωση (307 ΠΚ). Τέλος,
αν τα αγαθά είναι ίσης αξίας, η εκλογή αφήνεται στον φορέα τους και έτσι η
σύγκρουση καθηκόντων αίρει το άδικο.
Ε. Προσταγή
Όταν σε μια δημόσια υπηρεσία,
ο ιεραρχικά προϊστάμενος δώσει μια προσταγή που είναι και ως προς τον τύπο
και ως προς το περιεχόμενό της νόμιμη, η συμμόρφωση προς αυτήν αποτελεί
εκπλήρωση καθήκοντος και δε συνιστά άδικη πράξη κατά το άρθρο 20 ΠΚ.
Η τυπικά παράνομη προσταγή
δεν είναι δεσμευτική και αν ο υφιστάμενος συμμορφώθηκε δεν μπορεί να
επικαλεσθεί την προσταγή και τιμωρείται.
Για αυτό επιβάλλεται στον
υφιστάμενο να εξετάζει πάντα αν η προσταγή είναι τυπικά νόμιμη δηλαδή αν
απευθύνεται από αρμόδιο να τη δώσει σε αρμόδιο να την εκτελέσει και αν έχει
δοθεί με τον απαιτούμενο τύπο και την απαιτούμενη διαδικασία.
Πρόβλημα δημιουργείται αν η
προσταγή είναι τυπικά νόμιμη αλλά ουσιαστικά παράνομη. Σε αυτή την περίπτωση
ο νόμος δεν επιτρέπει του υφιστάμενου να εξετάσει την ουσιαστική νομιμότητα
της προσταγής και η πράξη του δεν είναι άδικη. Τότε τιμωρείται ως έμμεσος
αυτουργός εκείνος που έδωσε την
προσταγή. Αυτό συμβαίνει όταν διοικητικά όργανα πχ διοικητικοί
επιμελητές, αστυνομικοί, εντέλλονται να εκτελέσουν δικαστικές αποφάσεις.
Αν όμως ο υπάλληλος
δικαιούται να εξετάσει και την ουσιαστική νομιμότητα της αξιόποινης πράξης
που του δόθηκε η εντολή να εκτελέσει και εκτέλεσε τότε η πράξη του είναι
άδικη.
ΣΤ. Συναίνεση
Ο
λόγος αυτός αίρει το άδικο σε περίπτωση έννομων αγαθών που το άτομο έχει την
εξουσία να διαθέσει. Τέτοια είναι
κυρίως τα περιουσιακά αγαθά και μερικά προσωπικά (308 παρ. 2 ΠΚ).
Δεν
μπορεί να διαθέσει το άτομο έννομα αγαθά της κοινωνικής ολότητας πχ το
πολίτευμα, έννομα αγαθά που είναι ατομικά αλλά ενδιαφέρουν το κοινωνικό
σύνολο πχ η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η επικίνδυνη βλάβη της. Για την
βλάβη αυτών των έννομων αγαθών δεν χωρεί συναίνεση.
Τέλος,
σε μερικά εγκλήματα είναι στοιχείο της α.υ.ε. να τελούνται χωρίς τη θέληση
του φορέα του εννόμου αγαθού και προστατεύεται πχ στο βιασμό 336 ΠΚ, στην
παράνομη κατακράτηση 325 ΠΚ, στη διατάραξη οικιακής ειρήνης 334 ΠΚ. Σε αυτά
τα εγκλήματα η σύμφωνη βούληση του φορέα (συγκατάθεση) αποκλείει ήδη την
α.υ.ε. και επομένως δεν υπάρχει καν ένδειξη του αδίκου.
Για
να είναι ισχυρή η συναίνεση πρέπει αυτός που τη δίνει να έχει ικανότητα να εκτιμήσει τις
συνέπειες της, να έχει γνώση της πραγματικότητας, να δίνει τη συναίνεση κατά
το χρόνο της πράξης και ακόμη να εξωτερικεύσει τη συναίνεσή τους και να έλαβε
γνώση ο δράστης.
Πχ
ο Α στοιχηματίζει με τον Β ότι θα παραμείνει ατάραχος, ενώ ο Β θα σβήνει το
τσιγάρο του επάνω στο μπράτσο του Α.
Ζ. Άλλοι λόγοι
Όπως
το «κοινωνικό πρόσφορο» της πράξης, η «επιτρεπτή διακινδύνευση», η επιτρεπτή
άμβλωση, ο επιτρεπτός σωφρονισμός ανηλίκων, κλπ.
|
Ο
καταλογισμός:
|
Ο
καταλογισμός είναι μια κρίση που
εκφέρει η πολιτεία για την προσωπικότητα του δράστη που εκδηλώθηκε στη
συγκεκριμένη άδικη πράξη. Με την κρίση αυτή ο δράστης χαρακτηρίζεται ως
πρόσωπο άξιο μομφής και για αυτό αποδοκιμάζεται και καθίσταται προσωπικά
υπεύθυνος για την πράξη του.
Ενοχή
εξάλλου καλείταικάθε περίσταση που ανάγεται στο πρόσωπο του δράστη και
δικαιολογεί την αποδοκιμασία (Ανδρουλάκης).
Σύμφωνα
με την αρχή του καταλογισμού ή της ενοχής, ποινή επιβάλλεται μόνο σε εκείνο τον
δράστη μιας ποινικά επιλεγμένης άδικης πράξης, τον οποίο μπορούμε να
μεμφθούμε για την τέλεσή της (άρθρο 2 παρ. 1 του Σ).
Στοιχεία του καταλογισμού (κριτήρια):
Η
κρίση αποδοκιμασίας που ενέχει ο καταλογισμός προϋποθέτει λογικά ότι ο
δράστης μπορούσε να συμπεριφερθεί
διαφορετικά από όπως συμπεριφέρθηκε.
Και
επειδή η διαπίστωση του αν μπορούσε ο δράστης να αποφύγει την πράξη είναι
ανέφικτη, η έννομη τάξη θεμελιώνει την κρίση αποδοκιμασίας της σε ορισμένες
τυποποιημένες καταστάσεις του «μέσου ή κανονικού προσώπου». Λέει
δηλαδή ότι ο μέσος ή κανονικός άνθρωπος υπό ορισμένες συνθήκες και
προϋποθέσεις είναι σε θέση να αποφύγει την τέλεση μιας ποινικά ενδιαφέρουσας
πράξης. Αν συντρέχουν οι συνθήκες,
τότε ο δράστης μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Αν δεν συντρέχουν τότε κατ΄
εξαίρεση κρίνεται ο δράστης ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά.
Τα κριτήρια της
διάγνωσης είναι δύο:
1) Η ικανότητα του δράστη να
αντιληφθεί το άδικο της πράξης του και
2) Η ικανότητά του να ενεργήσει
σύμφωνα με την αντίληψή του αυτή (άρθρο 34 ΠΚ).
Τα στοιχεία του
καταλογισμού είναι:
1) Η ικανότητα για
καταλογισμό. Ικανός είναι κάποιος
όταν δεν συντρέχει λόγος ανικανότητας στο πρόσωπό του όπως ποινική ανηλικότητα (παιδιά 7-12 ετών
είναι πάντα ακαταλόγιστα ΠΚ 126 παρ. 1, έφηβοι 12-17 κατά κανόνα ακαταλόγιστοι ΠΚ 126 παρ. 2
κατ΄ εξαίρεση όμως μπορούν να θεωρηθούν ικανοί προς καταλογισμό στους οποίους
επιβάλλεται η ποινή του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα ΠΚ 127 &
54. Στους ακαταλόγιστους ανηλίκους επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά μέτρα ασφαλείας
ΠΚ 126), νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών (ψυχικές νόσοι,
νευρώσεις κλπ, λόγω της νοσηρής διατάραξης η πράξη δεν καταλογίζεται, δεν
τιμωρείται ο δράστης όμως του επιβάλλεται μέτρο ασφαλείας αν είναι
επικίνδυνος ΠΚ 69), διατάραξη της
συνείδησης (νοείται η πρόσκαιρη διατάραξη που οφείλεται σε μέθη,
παραλήρημα πυρετού, κι εδώ διαπιστώνεται ανικανότητα ΠΚ 34), κωφαλαλία (ΠΚ 33). Το ΠΚ 36 προβλέπει την περίπτωση
όπου εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που προβλέπονται στο ΠΚ 34
δεν έχει εκλείψει εντελώς η ικανότητα για καταλογισμό αλλά μειώθηκε σημαντικά
τότε ο νόμος επιβάλλει στον δράστη μειωμένη ποινή κατά το ΠΚ 83 (ελαττωμένη
ικανότητα για καταλογισμό). Τέλος, κατά το ΠΚ 34 η πράξη δεν καταλογίζεται
στο δράστη, όταν οι καταστάσεις που αναφέρονται εκεί υφίστανται όταν τη διέπραξε που σημαίνει ότι αν
κάποιος προκαλέσει από υπαιτιότητά του
με συμπεριφορά του σε προγενέστερο χρόνο διατάραξη της συνείδησης τότε
μιλούμε για υπαίτια διατάραξη
συνείδησης και κατά το ΠΚ 35 η πράξη αυτή καταλογίζεται ως έγκλημα που
τέλεσε με δόλο ή αμέλεια πχ αποφάσισε σε νηφάλια κατάσταση να μεθύσει και
μέθυσε και σε αυτή τη κατάσταση σκότωσε ένα άνθρωπο, αυτό το έπραξε επειδή
ήθελε (δόλος) να πράξει ότι έπραξε ή επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει και δεν
πρόβλεψε (αμέλεια) ότι ήταν ενδεχόμενο να πράξει.
2) Η υπαιτιότητα – η
υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η υπαιτιότητα χαρακτηρίζεται ως η
ψυχική στάση του δράστη απέναντι στην πράξη του που τον εμφανίζει ως ψυχικό
αίτιό της (Χωραφάς). Η μορφή υπαιτιότητας που απαιτείται από κάθε έγκλημα
περιλαμβάνεται στην αντίστοιχη διάταξη που το περιγράφει πχ «με δόλο», «από πρόθεση», «με σκοπό» «εν
γνώσει» ή «από αμέλεια». Όταν λείπει μια τέτοια αναφορά τότε η α.υ.ε.
μπορεί να συναχθεί από την
κατηγορία του εγκλήματος (κακούργημα, πλημμέλημα, πταίσμα, ΠΚ 18) και από
το ΠΚ 26 παρ. 1 που ορίζει ότι τα
κακουργήματα και τα πλημμελήματα κατά κανόνα τιμωρούνται όταν τελούνται με
δόλο. Τα πλημμελήματα κατ΄ εξαίρεση τιμωρούνται και όταν τελούνται από
αμέλεια, όταν αυτό προβλέπεται ρητά στο νόμο. Τα πταίσματα τιμωρούνται είτε
τελούνται με δόλο είτε από αμέλεια,
εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο ΠΚ 26 παρ.
2. Η υ.υ.ε. κατά κανόνα αντιστοιχεί
και επικαλύπτει ακριβώς την α.υ.ε.
Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα στοιχεία
της υ.υ.ε. που δεν έχουν αντίστοιχά τους στην α.υ.ε., και καθιστούν
την υποκειμενική υπόσταση «υπερχειλή».
Τέτοια είναι ο σκοπός επίτευξης ενός αποτελέσματος πέρα από την
πραγματοποίηση της α.υ.ε. (πχ ιδιοποίηση στην κλοπή), ορισμένες υποκειμενικές
τάσεις (ακόλαστη πράξη ΠΚ 338) κ.α. Ο δόλος ή πρόθεση αποτελείται από α) τη γνώση των στοιχείων της α.υ.ε.
(γνώση, παρόντων, πρόβλεψη μελλοντικών) και β) τη θέληση να επέλθει το αποτέλεσμα και να πραγματοποιηθούν όσα
στοιχεία ανάγονται στο μέλλον. Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο του δόλου: Η
γνώση πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της α.υ.ε., απαιτείται πλήρης
αντιστοιχία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Όταν ο δράστης
δεν έχει γνώση ενός ή περισσοτέρων στοιχείων της α.υ.ε. τότε υπάρχει
πραγματική πλάνη ΠΚ 30 παρ.1 η οποία αποκλείει το δόλο. Πχ ο κυνηγός ο οποίος
πυροβολεί κάτι που κινείται μέσα στους θάμνους νομίζοντας ότι είναι ελάφι,
ενώ είναι άνθρωπος, πλανάται ως προς το υλικό αντικείμενο της πράξης του ΠΚ
299. Αφού αποκλείεται ο δόλος η πράξη δεν μπορεί να τιμωρηθεί από δόλο,
μπορεί να καταλογιστεί ως έγκλημα από αμέλεια. Και ο κυνηγός θα τιμωρηθεί για
ανθρωποκτονία από αμέλεια ΠΚ 302.Ενώ αν ο θαμώνας νυκτερινού κέντρου που
φεύγοντας παίρνει το παλτό του, αλλά και ένα ζευγάρι ξένα γάντια που κάποιος
είχε κατά λάθος βάλει στις τσέπες του παλτού, αγνοεί ότι αφαιρεί ξένο κινητό
πράγμα ΠΚ 372, όμως θα παραμείνει ατιμώρητος γιατί κλοπή από αμέλεια δεν
προβλέπεται στον ΠΚ. Πραγματική πλάνη ΠΚ 30 είναι εκείνη που αφορά στοιχεία της α.υ.ε. Επομένως δεν πρέπει να συγχέονται με την
πραγματική πλάνη: α) Η πλάνη ως προς τη συνδρομή των πραγματικών
προϋποθέσεων ενός λόγου που αίρει το άδικο πχ ο δράστης τραυματίζει το
θύμα γιατί πλανημένα νόμισε ότι έβγαλε περίστροφο από την τσέπη του για να
τον σκοτώσει, ενώ αυτός έβγαλε τη θήκη των γυαλιών του (νομιζόμενη άμυνα).
Πχ(2) ο δράστης είδε στο μισοσκότεινο δάσος ένα μεγάλο ζώο και το πέρασε για
αρκούδα και για αυτό έσπασε την πόρτα μιας έρημης καλύβας για να προφυλαχτεί
ενώ ήταν ειρηνική αγελάδα (νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης). Στην επιστήμη εδώ υπάρχει αμφισβήτηση αν
εδώ πρόκειται για πραγματική ή για
νομική πλάνη. β) Η πλάνη περί το αντικείμενο και η ειδικότερη περίπτωσή
της, η πλάνη περί το πρόσωπο. Πχ ο Α θέλοντας να σκοτώσει τον εχθρό του
Β, παραφυλάγει έξω από το σπίτι του ένα βράδυ, και όταν βλέπει κάποιον να
πλησιάζει, τον πυροβολεί νομίζοντας ότι είναι ο Β όμως ήταν ο Γ και ο οποίος
σκοτώνεται. Ο άνθρωπος πλανάται ως προς την ταυτότητα ή τις ιδιότητες
ορισμένου υλικού αντικειμένου που όμως δεν αποτελούν στοιχεία της α.υ.ε.
Άνθρωπο ήθελε να σκοτώσει και άνθρωπο σκότωσε ΠΚ 299 και αυτό το γνώριζε. Επομένως
η πλάνη του δεν αποκλείει το δόλο του και δεν έχει καμία νομική σημασία. γ) Ο
λεγόμενος γενικός δόλος. Πχ ο Α χτυπά στο κεφάλι το Β με ένα λοστό για να
τον σκοτώσει. Νομίζοντας πλανημένα ότι ο Β είναι ήδη νεκρός ρίχνει το πτώμα
στη θάλασσα για να το εξαφανίσει. Όμως ο Β ήταν ακόμη ζωντανός και πεθαίνει
από πνιγμό. Κατά μία άποψη (Χωραφάς) οι ενέργειες του δράστη πρέπει να
αξιολογηθούν ξεχωριστά δηλαδή απόπειρα ανθρωποκτονίας στη α φάση και
ανθρωποκτονία από αμέλεια στη β φάση. Όμως ορθότερη είναι η άποψη του
Ανδρουλάκη/Μαγκάκη που λένε ότι η πρώτη πράξη προκάλεσε το αποτέλεσμα, γιατί
αν δεν συνέβαινε, δε θα επακολουθούσε το αποτέλεσμα αυτό. δ) Το αστόχημα βολής. Πχ ο Α πυροβολεί για να σκοτώσει το Β, αλλά
αστοχεί και σκοτώνει αντί για αυτόν το Γ που στεκόταν κοντά του. Εδώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πλάνη
αφού ο Α κατευθύνει την ενέργειά του κατά του υλικού αντικειμένου που επιθυμεί
να προσβάλει. Λόγω του σφάλματος το
αποτέλεσμα δεν αποπερατώθηκε, έχουμε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο του δόλου:
Η θέληση μπορεί να εμφανιστεί με μία από τις εξής μορφές α) ως επιδίωξη
(δόλος σκοπού) πυροβολώ για να σκοτώσω τον Α, β) ως αναγκαίος δόλος (βάζω
βόμβα στο αεροπλάνο για να σκοτώσω τον Α επιβάτη, προβλέπω ότι αναγκαία
συνέπεια είναι να σκοτωθούν και οι άλλοι επιβαίνοντες και το αποδέχομαι
προκειμένου να επιτύχω το σκοπό μου και γ) ως ενδεχόμενος δόλος πχ τοποθετώ
ωρολογιακή βόμβα στο δρόμο μπροστά από το σπίτι του Α για να σκοτώσω αυτόν, εδώ αποδέχομαι τη
συνέπεια του τυχαίου θανάτου άλλων αλλά η συνέπεια δεν είναι αναγκαία αλλά
ενδεχόμενη. Τα ουσιαστικά στοιχεία
της αμέλειας είναι: α) έλλειψη προσοχής εξαιτίας της οποίας ο
δράστης β) είτε δεν προέβλεψε καθόλου το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από
την πράξη του (ανευ συνειδήσεως αμέλεια)
είτο το προέβλεψε αλλά πίστεψε ότι θεν θα επέλθει (ενσυνείδητη αμέλεια) γ) το εσωτερικό - υποκειμενικό λάθος να
υλοποιήθηκε σε ένα εξωτερικό αντικειμενικό σφάλμα ή μια πλημμέλεια συμπεριφοράς
που επέφερε το αποτέλεσμα. Η ενσυνείδητη
αμέλεια μοιάζει με τον ενδεχόμενο δόλο: και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης
προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο με τη διαφορά ότι στην ενσυνείδητη αμέλεια
ελπίζει ότι δεν θα επέλθει ενώ στον ενδεχόμενο δόλο το αποδέχεται. Για να
διαπιστωθεί ποια ήταν τα "η
προσοχή που δεν κατέβαλε" ο δράστης ο νόμος ΠΚ 28 θέτει δύο κριτήρια: α)
την προσοχή που όφειλε να καταβάλει ο δράστης σύμφωνα με τις περιστάσεις και
β) αυτήν που μπορούσε να καταβάλει. Αν
ο δράστης κατέβαλε την προσοχή που όφειλε
να καταβάλει τότε δεν τον βαρύνει αμέλεια και η έρευνα σταματάει εκεί.
Αν όμως δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε τότε εξετάζεται και αν μπορούσε
να την καταβάλει. Αν δεν μπορούσε δεν τον βαρύνει αμέλεια.
3) Η συνείδηση του αδίκου ή η
ασύγγνωστη άγνοιά του - νομική πλάνη. Ο δόλος προϋποθέτει τη γνώση όλων
των στοιχείων της α.υ.ε. Δεν περιλαμβάνει όμως αναγκαστικά και τη γνώση ότι η
πράξη είναι άδικη. Είναι δυνατό ο δράστης
να πλανάται ότι η πράξη δεν είναι άδικη. πχ ο
αλλοδαπός Χ καπνίζει μαριχουάνα στην Ελλάδα γνωρίζοντας πως είναι
ναρκωτικό αλλά μη ξέροντας ότι στην Ελλάδα τιμωρείται η χρήση ναρκωτικού γιατί
προέρχεται από ΗΠΑ όπου επιτρέπεται. Βέβαια, η νομική πλάνη αποκλείει τον καταλογισμό μόνο αν είναι συγγνωστή.
Δηλαδή ο δράστης κατέβαλε κάθε επιμέλεια να πληροφορηθεί αν η πράξη του είνα άδικη
πχ ρώτησε αρμόδιους υπαλλήλους, πήρε συμβουλή δικηγόρου κλπ.
4) Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση - λόγοι συγγνώμης. Ο
ικανός για καταλογισμό που γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, μπορεί
να διέπραξε μια αξιόποινη πράξη όχι επειδή δε σέβεται τα ξένα έννομα αγαθά
αλλά γιατί κατ΄ εξαίρεση βρισκόταν σε μια ασυνήθιστη ψυχική ή συγκινησιακή
κατάσταση, λόγω της οποίας δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις νομοθέτης "τεκμαίρει" την αδυναμία
συμμόρφωσης του δράστη και αποκλείει τον καταλογισμό. Οι κυριότεροι λόγοι συγγνώμης είναι: α) Η κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό. Μοιάζει
με ΠΚ 25 διαφέρει όμως στο ότι η αξία του αγαθού που θυσιάζεται δεν είναι ανάγκη
να είναι σημαντικά κατώτερη αρκεί να είναι ανάλογη με την αξία του αγαθού που
σώζεται και επίσης στο ΠΚ 25 η κατάσταση
ανάγκης αφορά αγαθά του δράστη και οποιουδήποτε τρίτου ενώ εδώ ο κίνδυνος πρέπει
να απειλεί τον ίδιο το δράση ή ορισμένους στενούς συγγενείς του. Πχ βυθίστηκε
μια θαλαμηγός και σώθηκαν σε μια βάρκα τρεις ενήλικοι και ένας ανήλικος μούτσος,
όταν έφτασαν στα έσχατα όρια της εξάντλησης, οι δυο από αυτούς σκότωσαν τον
μούτσο και τράφηκαν από το σώμα του μερικές μέρες μέχρι να σωθούν. Η πράξη των δραστών είναι άδικη αλλά η ψυχική
πίεση κάτω από την οποία βρίσκονταν συνιστά λόγο συγγνώμης τους κατά το άρθρο
32 ΠΚ. β) Η συγγνωστή υπέρβαση των
ορίων της άμυνας και της κατάστασης ανάγκης του ΠΚ 25. Κατά το άρθρο
22 ΠΚ η άμυνα δεν πρέπει να ξεπερνά το αναγκαίο μέτρο, αν όμως η υπέρβαση έγινε
λόγω του φόβου ή της ταραχής που προκάλεσε στο δράστη η επίθεση, μένει ατιμώρητος.
γ) Άλλοι λόγοι συγγνώμης είναι
η νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης του 32 ΠΚ, η ηθική αδυναμία καταβολής της προσήκουσας
προσοχής κλπ.
|
Το τιμωρητό:
|
Μια
πράξη άδικη και καταλογιστή που περιγράφεται και τιμωρείται από το νόμο κατά
κανόνα γεννά την αξίωση της πολιτείας να τιμωρηθεί ο δράστης της.
Υπάρχουν
όμως ορισμένες εξαιρέσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η επιβολή ποινής
δεν κρίνεται κοινωνικά αναγκαία, οπότε ο νόμος ορίζει ότι η πράξη δεν τιμωρείται.
Ο
Μαγκάκης, διαπιστώνοντας ότι όλες στην ουσία αποβλέπουν στην έλλειψη
κοινωνικής αναγκαιότητας για τιμώρηση, θεώρησε ως τέταρτο στοιχείο του
εγκλήματος το «τιμωρητό» που εκφράζει ακριβώς αυτήν την αναγκαιότητα.
Θετικά το τιμωρητό συνίσταται στην
περιγραφή της πράξης στο νόμο και την απειλή ποινής κατά του δράστη της.
Αρνητικά στην έλλειψη λόγων που
αποκλείουν το τιμωρητό. Τέτοιοι είναι:
1) Οι προσωπικοί λόγοι
απαλλαγής από την ποινή πχ υποχρεωτικοί λόγοι: το ακαταδίωκτο του ΠτΔ για
πράξεις που ενέργησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκτός από προδοσία
και παραβίαση του Σ από πρόθεση, το ακαταδίωκτο των βουλευτών , η τέλεση των
εγκλημάτων υπόθαλψης εγκληματία και παρασιώπησης εγκλημάτων όταν αφορούν
συγγενή του εγκληματία ενώ δυνητικοί για το δικαστήριο είναι: η τέλεση
ψευδορκίας 224 ΠΚ παρ. 2, η διάπραξη απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης όταν ο δράστης παρασύρθηκε στην πράξη του από
δικαιολογημένη αγανάκτηση ΠΚ 308 παρ 3 και ΠΚ 361 παρ 3, η τέλεση κλοπής,
υπεξαίρεσης ή απάτης με αντικείμενο ευτελούς αξίας και από ανάγκη η ανάλωσή
του ΠΚ 377 παρ 1 εδ 2 και ΠΚ 387.
2) Οι λόγοι δικαστικής άφεσης
του αξιοποίνου όπου ο νόμος επιτρέπει στο δικαστή να κρίνει αν η ίδια η πράξη έχει τόσο
ασήμαντη αντικοινωνική βαρύτητα ώστε η τιμώρισή της είναι άσκοπη πχ στην
απόπειρα πλημμελήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη των 3
μηνών, στην παραμέληση εποπτείας ανηλίκου ΠΚ 360 αν η πράξη που τέλεση ο
ανήλικος είναι πταίσμα παρ. 4.
3) Οι λόγοι εξάλειψης του
αξιοποίνου. Αυτοί συνίστανται σε ορισμένα περιστατικά που επακολουθούν
την τέλεση της πράξης και έχουν ως συνέπεια να καταργείται η ποινική αξίωση
της πολιτείας. Οι λόγοι είναι: α) η εκούσια υπαναχώρηση από ολοκληρωμένη
απόπειρα β) Η έμπρακτη μετάνοια σε ορισμένα εγκλήματα όπου ρητά
προβλέπεται όπως η εσχάτη προδοσία ΠΚ 137, η κλοπή και η υπεξαίρεση ΠΚ 379, η
απάτη και η απιστία ΠΚ 393, προϋπόθεση της έμπρακτης μετάνοιας είναι να
γίνεται από το δράστη με δική του θέληση και πριν εξετασθεί η πράξη του από
την αρχή γ) Η παραγραφή όπου διακρίνεται σε παραγραφή εγκλημάτων που
εξαλείφει την αξίωση της πολιτείας να δικαστεί ο δράστης ενός εγκλήματος να
καταδικαστεί και να εκτελεστεί η ποινή του, σε παραγραφή ποινών που αφορά
δράστες που έχουν ήδη καταδικαστεί και εξαλείφει ειδικά την αξίωση της
πολιτείας να εκτελεστεί η ποινή δ) Η παραίτηση από την έγκληση. Ο
παθών μπορεί μόνο να υποβάλει σε αυτούς μια αίτηση για δίωξη η οποία καλείται
έγκληση. Πρόκειται για κατά έγκληση
διωκόμενα εγκλήματα στα οποία ενδείκνυται ο ποινικός κολασμός μόνο όταν ο
παθών έχει προσβληθεί έντονα από αυτά πχ δυσφήμιση ΠΚ 362, εξύβριση ΠΚ 361
είτε όταν οι προσωπικές καταστάσεις του παθόντος μπορούν να διαταραχθούν από
την ποινική δίκη οπότε ο νόμος από
σεβασμό προς αυτόν τον αφήνει να αποφασίσει αν επιθυμεί τη δίωξη ή όχι πχ η
προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ΠΚ 337. ε) Η αμνηστία. Αυτή είναι
μια πράξη της πολιτείας που περιβάλλεται τον τύπο του προεδρικού διατάγματος,
η οποία εξαλείφει το αξιόποινο, μόνο πολιτικών εγκλημάτων και χορηγείται με
βάση γενικά κριτήρια αναφερόμενα στις αξιόποινες πράξεις και όχι ατομικά σε
συγκεκριμένο δράστη.
|
Αξιολόγηση
μιας ποινικής περίπτωσης (α’ μέρος):
|
Για
να υπάρχει έγκλημα που να επισύρει ποινή, πρέπει να συντρέξουν όλες οι
προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 14 ΠΚ.
|
Ειδικές
μορφές εμφάνισης του εγκλήματος:
|
Ως
τώρα εξετάσαμε το έγκλημα παίρνοντας ως δεδομένο ότι έχουμε ολοκληρωμένο σε
κάθε περίπτωση έγκλημα που τελείται από ένα μόνο δράστη και ότι έχει τελεσθεί
ένα μόνο έγκλημα. Στην πράξη όμως το έγκλημα εμφανίζεται συχνά με μορφές
διαφορετικές.
Οι
μορφές αυτές δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα που καθιστούν αναγκαίες ειδικές
ρυθμίσεις:
Α. Απόπειρα
Όταν
δεν έχει ολοκληρωθεί η πραγμάτωση της α.υ.ε. μιλάμε για απόπειρα.
Ειδικότερα
απόπειρα έχουμε όταν:
Για
παράδειγμα ο Δ θέλοντας να δολοφονήσει τον Ε πυροβολεί τρεις φορές εναντίον
του. Οι δύο πρώτες σφαίρες αστοχούν, η τρίτη τον τραυματίζει ελαφρά. Αν
εφαρμόζαμε μόνο το άρθρο 299 ΠΚ (ανθρωποκτονία) ο Δ θα έπρεπε να μείνει
ατιμώρητος, γιατί δε «σκότωσε» τον Ε. Επειδή όμως προβλέπει το αξιόποινο της
απόπειρας το άρθρο 42 ΠΚ, ο Δ θα τιμωρηθεί με βάση το συνδυασμό των δύο
διατάξεων αυτών (299 και 42 ΠΚ). Ας σημειωθεί, ότι ο τραυματισμός αυτός θα
τιμωρηθεί ως απόπειρα ανθρωποκτονίας
και όχι ως σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ γιατί έγινε με δόλο
ανθρωποκτονίας.
Στην απόπειρα μερικά βασικά προβλήματα είναι
τα ακόλουθα:
Α)
Η διάκριση ανάμεσα σε πρόσφορη και απρόσφορη απόπειρα. Κατά το άρθρο 43 ΠΚ η
τελευταία υπάρχει όταν ο δράστης επιχείρησε να εκτελέσει κακούργημα ή
πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης, ώστε να αποβαίνει
τελείως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών. Πχ απόπειρα να σκοτώσει κανείς
έναν άνθρωπο ήδη νεκρό.
Β)
Ο προσδιορισμός της πράξης που περιέχει αρχή τέλεσης του εγκλήματος και η
οριοθέτησή της από τις λεγόμενες προπαρασκευαστικές πράξεις.
Αρχή
εκτέλεσης του εγκλήματος συνιστά:
Β. Συμμετοχή
Όταν
το έγκλημα είναι προϊόν συντονισμένης ή συγκλίνουσας δράσης περισσοτέρων
ατόμων, μιλούμε για συμμετοχή.
Ο
ΠΚ αντιμετωπίζει τη συμμετοχή ξεκινώντας από μια στενή έννοια του αυτουργού
και επεκτείνοντας το αξιόποινο και στις άλλες μορφές συμμετοχής με ειδικές
διατάξεις.
Η
ηθική αυτουργία και η συνέργεια έχουν παρακολουθητικό χαρακτήρα , δηλαδή
προϋποθέτουν την ύπαρξη της πράξης του αυτουργού. Ως προς το βαθμό της
εξάρτησης ο ΠΚ ακολουθεί το σύστημα της περιορισμένης εξάρτησης, κατά το
οποίο ο αυτουργός αρκεί να τέλεσε πράξη άδικη (όχι αναγκαστικά καταλογιστή
και τιμωρητή) για να ευθύνονται όλοι οι συμμέτοχοι.
Οι
μορφές δράσης που συγκλίνουν σε ένα έγκλημα και προβλέπονται ρητά στο νόμο
είναι οι ακόλουθες:
Σε
όλες τις περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει διπλός δόλος του συμμετόχου με την έννοια
ότι θέλει και την τέλεση του εγκλήματος και την δική του συμμετοχή σε αυτό.
Οι μορφές αυτές δράσης προϋποθέτουν: την τέλεση ή την απόπειρα τέλεσης της
πράξης του αυτουργού και ότι η πράξη αυτή συνιστά τουλάχιστο μια ποινικά
επιλεγμένη άδικη πράξη χωρίς να απαιτείται να είναι καταλογιστή.
Όλοι
οι συμμέτοχοι απειλούνται από το νόμο με την ποινή του αυτουργό εκτός από τον
απλό συνεργό που τιμωρείται με ποινή μειωμένη και του προβοκάτορα ηθικού
αυτουργού που τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό.
Σημαντική
είναι επίσης η ρύθμιση του 49 ΠΚ των ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή άλλων περιστάσεων
που θεμελιώνουν ή που αποκλείουν, επιτείνουν ή μειώνουν την ποινή και οι
οποίες μπορεί να μη συντρέχουν για όλους τους συμμετόχους στο έγκλημα πχ
βιασμός ανηψιάς από τον θείο (ιδιαίτερη ιδιότητα)
Γ. Συρροή
Η
συρροή περισσοτέρων αξιοποίνων πράξεων δημιουργεί πρόβλημα κατά κανόνα όταν
πρόκειται να επιμετρηθεί η ποινή για όλες αυτές.΄
Διακρίνουμε
δύο είδη συρροής:
|
Αξιολόγηση
μιας ποινικής περίπτωσης (β΄μέρος):
|
Μετά
την εξέταση των ειδικών μορφών εμφάνισης του εγκλήματος πρέπει να προστεθούν
και τα εξής:
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου