Η έννοια του εγκλήματος
Τυπικός ορισμός του εγκλήματος
Έγκλημα είναι ότι προβλέπεται και απειλείται με ποινή από νόμο. Ο ορισμός αυτός είναι απλώς τυπικός και συνεπώς ατελής γιατί δεν παρέχει καμία πληροφορία για το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας του εγκλήματος. Έχει όμως πρακτική σημασία γιατί η πρώτη και βασική ενέργεια του νομικού, όταν ερωτάται αν μια συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα, είναι να εξακριβώσει αν αυτή προβλέπεται ρητά από το νόμο.
Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος
Το έγκλημα θα πρέπει να είναι ακριβώς το γεγονός που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με ποινή.
Ειδικότερα:
α) Η ποινή πρέπει να γίνει αισθητή από έναν άνθρωπο ως κακό. Άρα και το έγκλημα πρέπει να είναι εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Η ποινή είναι κακό, δηλαδή προσβάλλει τα έννομα αγαθά του δράστη. Επομένως, πρέπει και το έγκλημα να στρέφεται κατά έννομων αγαθών του ατόμου ή της ολότητας.
γ) Η ποινή έχει την έννοια της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας της πράξης. Άρα για να απειληθεί μια πράξη που προσβάλλει έννομα αγαθά πρέπει να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά ώστε να αξίζει αυτή την ιδιαίτερη αποδοκιμασία. Τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα που αναλύεται στην ιδιαίτερη επικινδυνότητα και τη μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία.
δ) Η ιδιαίτερη αποδοκιμασία όμως αφορά το δράστη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία απευθύνεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, τον μέμφεται και αξιώνει από αυτόν να μην ξαναεγκληματίσει. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει ο δράστης να είναι πρόσωπο που να μπορεί να το μεμφθεί η πολιτεία για την πράξη του. Πρέπει δηλαδή όπως λέγεται να μπορεί η πράξη α καταλογιστεί στον δράστη της.
Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν την ουσιαστική έννοια του γεγονότος, το οποίο μπορεί να αναχθεί από το νομοθέτη σε έγκλημα: είναι μια ανθρώπινη συμπεριφορά που προσβάλλει έννομα αγαθά, που χαρακτηρίζεται από ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα και που μπορεί να καταλογιστεί στον δράστη της.
Δογματικός ορισμός του εγκλήματος
Ο ΠΚ δίνει στο άρθρο 14 έναν πλήρη νομικό - δογματικό ορισμό του εγκλήματος, ο οποίος αντιστοιχεί σε όλα τα παραπάνω στοιχεία. Ο ορισμός αυτός αποτελεί συμμόρφωση του νομοθέτη με τη συνταγματική επιταγή ¨κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο΅ του άρθρου 7 παρ. 1 του Σ.
Κατά το άρθρο 14 ΠΚ έγκλημα είναι μια πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της που τιμωρείται από το νόμο.
α) Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Το στοιχείο του αδίκου μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
γ) Το στοιχείο του καταλογιστού ταυτίζεται στους δύο ορισμούς.
δ) Τέλος και το στοιχείο του τιμωρητού από το νόμο επίσης το ίδιο και στους δύο ορισμούς.
Ο ορισμός του εγκλήματος στο άρθρο 14ΠΚ δεν έχει απλώς θεωρητική αξία αλλά και σοβαρές έννομες συνέπειες:
Πρώτα, δεν επιτρέπει στο δικαστή να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως έγκλημα αν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διάταξης αυτής.
Δεύτερο ούτε ο νομοθέτης κατά την ορθότερη γνώμη (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης) επιτρέπεται να θεσπίσει ποινική διάταξη που να απειλεί ποινή αν δεν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Επομένως ο δικαστής δεν μπορεί να τιμωρήσει και ο νομοθέτης δεν μπορεί να απειλήσει με ποινή τα φρονήματα που δεν έχουν εκδηλωθεί με πράξεις ή την απλώς επικίνδυνη προσωπικότητα που δεν εκδηλώθηκε με αντίστοιχη συμπεριφορά. Επίσης δεν μπορεί να τιμωρηθεί ένας παραβάτης πρωταρχικού κανόνα δικαίου αν η συμπεριφορά του είναι κατά εξαίρεση δικαιολογημένη (όχι άδικη). Τέλος δεν μπορεί να τιμωρηθεί ούτε και να απειληθεί με ποινή ο δράστης μη καταλογιστός.
Τα γενικά στοιχεία του εγκλήματος
α) Η πράξη
β) Το άδικο
γ) Ο καταλογισμός
δ) Το τιμωρητό
Ανάλυση σε επόμενη ανάρτηση...
Τυπικός ορισμός του εγκλήματος
Έγκλημα είναι ότι προβλέπεται και απειλείται με ποινή από νόμο. Ο ορισμός αυτός είναι απλώς τυπικός και συνεπώς ατελής γιατί δεν παρέχει καμία πληροφορία για το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας του εγκλήματος. Έχει όμως πρακτική σημασία γιατί η πρώτη και βασική ενέργεια του νομικού, όταν ερωτάται αν μια συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα, είναι να εξακριβώσει αν αυτή προβλέπεται ρητά από το νόμο.
Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος
Το έγκλημα θα πρέπει να είναι ακριβώς το γεγονός που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με ποινή.
Ειδικότερα:
α) Η ποινή πρέπει να γίνει αισθητή από έναν άνθρωπο ως κακό. Άρα και το έγκλημα πρέπει να είναι εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Η ποινή είναι κακό, δηλαδή προσβάλλει τα έννομα αγαθά του δράστη. Επομένως, πρέπει και το έγκλημα να στρέφεται κατά έννομων αγαθών του ατόμου ή της ολότητας.
γ) Η ποινή έχει την έννοια της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας της πράξης. Άρα για να απειληθεί μια πράξη που προσβάλλει έννομα αγαθά πρέπει να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά ώστε να αξίζει αυτή την ιδιαίτερη αποδοκιμασία. Τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα που αναλύεται στην ιδιαίτερη επικινδυνότητα και τη μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία.
δ) Η ιδιαίτερη αποδοκιμασία όμως αφορά το δράστη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία απευθύνεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, τον μέμφεται και αξιώνει από αυτόν να μην ξαναεγκληματίσει. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει ο δράστης να είναι πρόσωπο που να μπορεί να το μεμφθεί η πολιτεία για την πράξη του. Πρέπει δηλαδή όπως λέγεται να μπορεί η πράξη α καταλογιστεί στον δράστη της.
Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν την ουσιαστική έννοια του γεγονότος, το οποίο μπορεί να αναχθεί από το νομοθέτη σε έγκλημα: είναι μια ανθρώπινη συμπεριφορά που προσβάλλει έννομα αγαθά, που χαρακτηρίζεται από ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα και που μπορεί να καταλογιστεί στον δράστη της.
Δογματικός ορισμός του εγκλήματος
Ο ΠΚ δίνει στο άρθρο 14 έναν πλήρη νομικό - δογματικό ορισμό του εγκλήματος, ο οποίος αντιστοιχεί σε όλα τα παραπάνω στοιχεία. Ο ορισμός αυτός αποτελεί συμμόρφωση του νομοθέτη με τη συνταγματική επιταγή ¨κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο΅ του άρθρου 7 παρ. 1 του Σ.
Κατά το άρθρο 14 ΠΚ έγκλημα είναι μια πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της που τιμωρείται από το νόμο.
α) Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Το στοιχείο του αδίκου μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
γ) Το στοιχείο του καταλογιστού ταυτίζεται στους δύο ορισμούς.
δ) Τέλος και το στοιχείο του τιμωρητού από το νόμο επίσης το ίδιο και στους δύο ορισμούς.
Ο ορισμός του εγκλήματος στο άρθρο 14ΠΚ δεν έχει απλώς θεωρητική αξία αλλά και σοβαρές έννομες συνέπειες:
Πρώτα, δεν επιτρέπει στο δικαστή να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως έγκλημα αν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διάταξης αυτής.
Δεύτερο ούτε ο νομοθέτης κατά την ορθότερη γνώμη (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης) επιτρέπεται να θεσπίσει ποινική διάταξη που να απειλεί ποινή αν δεν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Επομένως ο δικαστής δεν μπορεί να τιμωρήσει και ο νομοθέτης δεν μπορεί να απειλήσει με ποινή τα φρονήματα που δεν έχουν εκδηλωθεί με πράξεις ή την απλώς επικίνδυνη προσωπικότητα που δεν εκδηλώθηκε με αντίστοιχη συμπεριφορά. Επίσης δεν μπορεί να τιμωρηθεί ένας παραβάτης πρωταρχικού κανόνα δικαίου αν η συμπεριφορά του είναι κατά εξαίρεση δικαιολογημένη (όχι άδικη). Τέλος δεν μπορεί να τιμωρηθεί ούτε και να απειληθεί με ποινή ο δράστης μη καταλογιστός.
Τα γενικά στοιχεία του εγκλήματος
α) Η πράξη
β) Το άδικο
γ) Ο καταλογισμός
δ) Το τιμωρητό
Ανάλυση σε επόμενη ανάρτηση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου