Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Α ΜΕΡΟΣ (ΕΓΚΛΗΜΑ-ΠΟΙΝΗ-ΑΔΙΚΟ) ΑΠΟ ΣΠΙΝΕΛΛΗ









ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥ

(σημειώσεις από Δ. ΣΠΙΝΕΛΛΗ)




 (κατατακτήριες νομικής Κομοτηνής 2013-2014)





1834:
«Ποινικός Νόμος» του Maurer, μέλους της Αντιβασιλείας κατά την περίοδο ανηλικότητας του Όθωνα.

Νόμος 1492/1950:
«Ποινικός Κώδικας», άρχισε να ισχύει την 01/01/1951 εν συντομία ΠΚ, στο γενικό μέρος περιέχει διατάξεις που έχουν εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα ή σε κατηγορίες από αυτά. Την τελική του διαμόρφωση έδωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χωραφάς (1896-1974).
Πολλές ποινικές διατάξεις περιέχονται και έξω από τον Ποινικό Κώδικα, στους λεγόμενους ειδικούς ποινικούς νόμους όπως ο αγορανομικός κώδικας, ο δασικός κώδικας, ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας κλπ.

Οι κανόνες του ποινικού δικαίου:
Δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων που θεσπίζει ή αναγνωρίζει η πολιτεία για να ρυθμίζουν εξαναγκαστικά την κοινωνική ζωή στο πνεύμα της δικαιοσύνης.
Η ρυθμιστική λειτουργία των κανόνων αυτών ασκείται σε τρεις φάσεις, στις οποίες αντιστοιχούν τρία είδη κανόνων.
- Πρώτα, υπάρχουν κανόνες δικαίου οι οποίοι καθορίζουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται τα μέλη της κοινωνίας μεταξύ τους. Άλλοι απ΄ αυτούς καθορίζουν τι πρέπει να πράττουν οι κοινωνοί (επιτακτικοί  κανόνες) πχ «να σώζεις όποιον βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής», και άλλοι τι πρέπει να μην πράττουν (απαγορευτικοί κανόνες) πχ «μην κλέβεις». Όλοι αυτοί οι κανόνες λέγονται πρωταρχικοί  ή πρωτεύοντες ή βασικοί κανόνες δικαίου.
- Επειδή οι κοινωνοί συχνά δε συμμορφώνονται με τους πρωταρχικούς κανόνες, η πολιτεία θεσπίζει και άλλου είδους κανόνες οι οποίοι προβλέπουν κυρώσεις για την περίπτωση παραβάσεων των πρωταρχικών κανόνων. Αυτές οι κυρώσεις είναι διαφόρων ειδών, σημαντική θέση όμως κατέχουν ανάμεσα σε αυτές οι ποινικές κυρώσεις. Οι κανόνες αυτοί ονομάζονται δευτερεύοντες ή κυρωτικοί πχ «όποιος σκοτώνει άλλων με πρόθεση, τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη».
- Και οι κυρωτικοί όμως κανόνες δεν μπορούν να επηρεάσουν τους παραβάτες των κανόνων δικαίου, αν δεν υπάρχουν τρόποι για να εφαρμοστούν οι κανόνες αυτοί. Για αυτό το δίκαιο περιλαμβάνει και τρίτο είδος κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τα όργανα και τη διαδικασία με την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις και έτσι εξαναγκάζονται (άμεσα ή έμμεσα) οι κοινωνοί να συμμορφώνονται με τους πρωταρχικούς κανόνες. Οι κανόνες του τρίτου αυτού είδους λέγονται δικονομικοί κανόνες δικαίου.
- Οι κανόνες του ποινικού δικαίου με την ευρεία του έννοια είναι κυρωτικοί και δικονομικοί. Ειδικότερα οι κυρωτικοί κανόνες του ποινικού δικαίου καθορίζουν ποιες άδικες πράξεις  (δηλαδή παραβάσεις πρωταρχικών κανόνων) είναι ποινικά ενδιαφέρουσες και σε ποια ποινική κύρωση πρέπει να υποβληθεί ο δράστης τους. Το σύνολο των κανόνων αυτών αποτελεί το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.
- Οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες εξάλλου καθορίζουν ειδικότερα ποια κρατικά όργανα (κυρίως δικαστικά και εισαγγελικά) και με ποια διαδικασία πρέπει να δράσουν για να κριθεί α) αν ένας  άνθρωπος (ο κατηγορούμενος) είναι ένοχος για ορισμένο έγκλημα και β) σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, ποια ποινική κύρωση πρέπει να του επιβληθεί. Το σύνολο των τελευταίων αυτών κανόνων αποτελεί το δικονομικό ποινικό δίκαιο ή ποινική δικονομία.
- Τέλος, η κρίση ότι πρέπει να  επιβληθούν ορισμένες ποινικές κυρώσεις (δικαστική απόφαση) πρέπει να υλοποιηθεί. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό καθορίζουν οι κανόνες που ρυθμίζουν την εκτέλεση των ποινών. Το σύνολο αυτών των κανόνων αποτελεί το δίκαιο εκτέλεσης των ποινών.
Το ποινικό δίκαιο ανήκει στο δημόσιο δίκαιο γιατί σε αυτή η Πολιτεία εμφανίζεται απέναντι στα μέλη της κοινωνίας ως εξουσία που υπερέχει και διατάζει (Μαγκάκης).

Ποινή:
Ποινή είναι ένα κακό που το απειλεί ο νόμος και το επιβάλλει ο δικαστής στο δράστη μιας άδικης πράξης ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη (Χωραφάς).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι:
α) Είναι κακό δηλαδή συνίσταται σε προσβολή των έννομων αγαθών του δράστη όπως η περιουσία του (πχ χρηματικές ποινές, πρόστιμα), η ελευθερία του (πχ φυλάκιση), ακόμη και η ζωή του (παλιά υπήρχε θανατική ποινή). Η ποινή διαφέρει από την αποζημίωση που βλάπτει μεν την περιουσία του δράστη  αλλά σκοπό έχει μόνο να αντικαταστήσει τη ζημιά του θύματος.
β) Το επιβάλλει η Πολιτεία ως προστάτης της έννομης τάξης σε δύο στάδια. Στο πρώτο ο νομοθέτης θεσπίζει μια ποινική διάταξη και απειλεί ποινή κατά των δραστών ορισμένων πράξεων και στο δεύτερο στάδιο ο δικαστής επιβάλλει στο συγκεκριμένο δράστη την ποινή που απειλείται στο νόμο.
γ) Η ποινή επιβάλλεται στο δράστη ορισμένης πράξης.  Είναι «προσωποπαγής», δηλαδή συνδέεται άρρηκτα με ορισμένο πρόσωπο. Αν ο δράστης πεθάνει, παύει οριστικά και η ποινική του δίωξη.
Η επιβολή της ποινής δεν προϋποθέτει πράξη. Δεν μπορεί επομένως να επιβληθεί μόνο επειδή λ.χ. ένα άτομο είναι επικίνδυνο ή επειδή κάνει κακές σκέψεις (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης)

Γιατί τιμωρεί η Πολιτεία; (σκοποί της ποινής):
α) Η Γενική Πρόληψη. Το κυριότερο σημείο της θεωρίας του Anselm v. Feuerbach   για την ποινή είναι ότι η αποτροπή των κοινωνών από την τέλεση εγκλημάτων επιτυγχάνεται όχι με την εκτέλεσή  της, αλλά κυρίως με την απειλή της ποινής στο νόμο που ισοφαρίζει την αναμενόμενη ευχαρίστηση από το έγκλημα.
β) Η Ειδική Πρόληψη. Η ποινή αποτελεί απομόνωση του εγκληματία, προσωρινή ή διαρκή  αχρήστευση, αποβολή του από την κοινωνία ή εγκλεισμό του σε φυλακή οπότε οι θετικές σχολές ποινικού δικαίου θεωρούσαν ότι με την ποινή επερχόταν:
- Βελτίωση για τους εγκληματίες που είναι βελτιώσιμοι και χρειάζονται βελτίωση.
- Εκφοβισμό των εγκληματιών που δεν χρειάζονται βελτίωση.
- Αχρήστευση των εγκληματιών που δεν είναι βελτιώσιμοι.
Στο στάδιο της ποινής αποτελεί η σύνθεση της γενικής και της ειδικής πρόληψης.
Στο στάδιο της θέσπισης μιας ποινικής διάταξης από το νομοθέτη ο μόνος σκοπός που μπορεί από τα πράγματα να υπάρχει είναι η γενική πρόληψη.
Στο στάδιο της επιβολής της ποινής από το δικαστή και οι δύο σκοποί λαμβάνονται υπόψη αλλά το προβάδισμα έχει η ειδική πρόληψη.
Στο στάδιο της εκτέλεσης της ποινής μόνο η ειδική πρόληψη ενδιαφέρει.
Οι αρχές της ποινής είναι:
-          Ο προσωποπαγής χαρακτήρας της ποινής και ο συσχετισμός της μόνο με πράξη του τιμωρούμενου.
-          Η αρχή της αναλογίας ανάμεσα στο κακό της ποινής και στο κακό που συνιστά το έγκλημα.
-          Τέλος, η αρχή της νομιμότητας κατά την οποία κάθε έγκλημα πρέπει κατά κανόνα να αντιμετωπίζεται με ποινική δίωξη και με τιμωρία.

Κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο (αρχή της νομιμότητας):
Στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008 λέει «Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».
Η αρχή της νομιμότητας nullum crimen, nulla poena sine lege αναλύεται σε ειδικότερες αρχές που είναι:
- Ο νόμος πρέπει να είναι γραπτός.  Ως γραπτός θεωρείται ο κανόνας που έχει εκδοθεί από τη νομοθετική εξουσία (νόμος με τυπική έννοια) όσο και αυτός που εκδόθηκε από την εκτελεστική εξουσία με νομοθετική εξουσιοδότηση (νόμος με ουσιαστική μόνο έννοια). Συνέπεια της αρχής είναι το έθιμο που δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα δικαίου, μπορεί όμως να αποτελέσει κανόνα που μειώνει ή καταλύει το αξιόποινο.
- Ο νόμος πρέπει να είναι ρητός. Τούτο σημαίνει ότι απαγορεύεται η αναλογία ή ανάλογη εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου για να πληρωθεί ένα κενό στον ποινικό νόμο.
- Ο νόμος πρέπει να είναι προηγούμενος. Επομένως, απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο.  Ενώ η αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου που καταλύει ή μειώνει το αξιόποινο (ηπιότερου νόμου) όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και προβλέπεται ρητά στο άρθρο 2 του ΠΚ.
- Τέλος ο νόμος πρέπει να είναι ορισμένος. Πρέπει να περιγράφεται με σαφή, ορισμένα στοιχεία. Δεν επιτρέπεται να καθορίζεται με αόριστες και γενικές εκφράσεις. Οπότε απαγορεύεται η πρόβλεψη εντελώς αόριστων ποινών πχ ποινής στερητικής της ελευθερίας από 10 ημέρες έως 20 χρόνια (Ανδρουλάκης).

Έγκλημα:
Έγκλημα είναι ότι προβλέπεται και απειλείται με ποινή στο νόμο.
Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος:
Το έγκλημα πρέπει να είναι ακριβώς το γεγονός που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με ποινή.
Ειδικότερα:
α) Η ποινή πρέπει να γίνει αισθητή από έναν άνθρωπο ως κακό. Άρα το έγκλημα πρέπει να είναι εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Η ποινή είναι κακό, δηλαδή προσβάλλει τα έννομα αγαθά του δράστη. Επομένως, πρέπει και το έγκλημα να στρέφεται κατά έννομων αγαθών του ατόμου ή της ολότητας.
γ) Η ποινή έχει την έννοια της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας της πράξης. Άρα, για να απειληθεί με ποινή μια πράξη που προσβάλλει έννομα αγαθά πρέπει να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά ώστε να αξίζει την ιδιαίτερη αποδοκιμασία. Τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα που αναλύεται στην ιδιαίτερη επικινδυνότητα και τη μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία (Ανδρουλάκης).
δ) Η ιδιαίτερη αποδοκιμασία όμως αφορά το δράστη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία απευθύνεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, τον μέμφεται και αξιώνει από αυτόν να μην ξαναεγκληματίσει.  Για να γίνει αυτό πρέπει να μπορεί η πράξη να καταλογισθεί στο δράστη της.
Από τη στιγμή κατά την οποία μια εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά προβλεφθεί στο νόμο και απειληθεί για αυτήν ποινή με απόφαση του νομοθέτη, η συμπεριφορά αυτή είναι έγκλημα, το οποίο έχει και όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένα έγκλημα.
Δογματικός ορισμός του εγκλήματος
Κατά το άρθρο 14 ΠΚ έγκλημα είναι μια πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της που τιμωρείται από το νόμο.
Ειδικότερα:
α) Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Το στοιχείο του αδίκου μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
γ) Το στοιχείο του καταλογιστού ταυτίζεται στους δύο ορισμούς.
δ) Τέλος, και το στοιχείο του τιμωρητού από το νόμο είναι επίσης το ίδιο και στους δύο ορισμούς.
Ο ορισμός του εγκλήματος στο άρθρο 14 ΠΚ δεν έχει απλώς θεωρητική αξία αλλά έχει και έννομες συνέπειες. Πρώτα, δεν επιτρέπει στο δικαστή να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως έγκλημα αν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διάταξης αυτής. Δεύτερον ούτε ο νομοθέτης κατά την ορθότερη γνώμη (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης) επιτρέπεται να θεσπίσει ποινική διάταξη που να απειλεί ποινή αν δεν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Επομένως, δεν μπορεί να τιμωρηθεί ένας παραβάτης πρωταρχικού κανόνα δικαίου αν η συμπεριφορά του είναι κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη (όχι άδικη), δεν μπορεί να τιμωρηθεί ούτε και να απειληθεί με ποινή δράστης μη καταλογιστός και επιβολή ποινής όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδίκου και του καταλογιστού θα υποβίβαζε τον άνθρωπο σε αντικείμενο και θα πρόσβαλε την ανθρώπινη αξία.
Τα εγκλήματα διακρίνονται σε:
α) Κοινά και ιδιαίτερα.
β) Απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά).
γ) Ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια).
δ) Βλάβης και διακινδύνευσης.
ε) Στιγμιαία (ή καταστάσεως) και διαρκή.
στ) Απλά και σύνθετα.

Τα γενικά στοιχεία του εγκλήματος:
α) Η πράξη.
β) Το άδικο.
γ) Ο καταλογισμός.
δ) Το τιμωρητό.

Η πράξη:
Ως πράξη νοείται:
-          Εκούσια (π.χ. όχι οι κινήσεις που κάνει ένας επιληπτικός  που βρίσκεται  σε κρίση, ούτε η ζημία που προξενήθηκε λ.χ. από άνθρωπο που τον έσπρωξαν πάνω σε ένα ράφι  με γυαλικά).
-          Εξωτερική (όχι σκέψεις).
-          Συμπεριφορά (όχι μονόλογος, ούτε εγγραφές  σε ιδιαίτερο ημερολόγιο).
-          Ανθρώπου (όχι ζώου, ούτε νομικού προσώπου).
Όταν ο νόμος μιλάει για πράξεις εννοεί και τις παραλείψεις (άρθρο 14 παρ. 2) π.χ. παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 ΚΠ), ή θάνατος αρρώστου επειδή ο θεράπων γιατρός του παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.


Το άδικο:
Άδικη είναι η πράξη που αντικειμενικά και απρόσωπα, ως κοινωνικό γεγονός, βρίσκεται σε αντίθεση προς το δίκαιο ως μια ενότητα κανόνων και για αυτό αποδοκιμάζεται από αυτό (Μαγκάκης).
Όμως:
-          Ως άδικη χαρακτηρίζεται η πράξη ανεξάρτητα από το πώς θα κρίνουμε το δράστη της.  Άρα μπορεί η πράξη να είναι άδικη αλλά ο δράστης να μην τιμωρείται γιατί δεν είναι καταλογιστός ή τιμωρητός.
-          Η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης προηγείται πάντα από την κρίση για τον καταλογισμό. Πρώτα εξετάζεται αν η πράξη ως συμβάν αντιφάσκει προς ορισμένο πρωταρχικό κανόνα δικαίου και συνιστά την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος (α.υ.ε.). Σε καταφατική περίπτωση κρίνουμε ότι η πράξη είναι καταρχήν άδικη. Μετά εξετάζεται αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιος λόγος που αποκλείει το άδικο χαρακτήρα της πράξης. Αν δεν συντρέχει τέτοιος λόγος η πράξη είναι και τελειωτικά άδικη (Ανδρουλάκης).
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (α.υ.ε.)
Κάθε ποινικός κανόνας δικαίου αποτελείται από δύο μέρη:
α) από το πραγματικό το οποίο περιέχει το σύνολο των προϋποθέσεων που τάσσει ο κανόνας αυτός ώστε με την πλήρωσή τους να ασκήσει την ενεργό ρυθμιστική του λειτουργία σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και
β) και από την έννομη συνέπεια η οποία περιέχει το σύνολο των νομικών αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η πλήρωση των προϋποθέσεων του πραγματικού.
Στο άρθρο 299 παρ.1 ΠΚ διακρίνουμε: Πραγματικό «Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον…» και έννομη συνέπεια : « .. τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη».
Το πραγματικό των ποινικών κανόνων δικαίου που αφορούν τα διάφορα εγκλήματα περιέχει κυρίως όλα τα αντικειμενικά στοιχεία και τα υποκειμενικά στοιχεία με τα οποία περιγράφεται ένα έγκλημα. Τα στοιχεία αυτά ονομάζουμε αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τα πρώτα και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος  τα δεύτερα.
Η α.υ.ε. περιλαμβάνει και περιγράφει πάντοτε το υποκείμενο του εγκλήματος και την εγκληματική συμπεριφορά καθώς και ορισμένες περιστάσεις (τόπου, χρόνου, τόπου κλπ) πχ 362 ΠΚ «όποιος (υποκείμενο) με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου (περιστάσεις) ισχυρίζεται ή διαδίδει (συμπεριφορά) για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του (αντικείμενο).
Αντικειμενική αιτιώδης συνάφεια
Όταν στην α.υ.ε. περιλαμβάνεται και ένα αποτέλεσμα, αποκτά μεγάλη σημασία το πρόβλημα της σύνδεσης του αποτελέσματος αυτού με την πράξη του δράστη. Πρόκειται για το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος.
Σύμφωνα με την κρατούσα στο ποινικό δίκαιο θεωρία «του ισοδύναμου των όρων» για να διαπιστώσουμε αν η πράξη του δράστη αποτελεί αίτιο του αποτελέσματος, χρησιμοποιούμε την εξής πρακτική μέθοδο: Υποθέτουμε ότι έλειπε η πράξη και εξετάζουμε αν στην περίπτωση αυτή θα επήρχετο ή όχι το αποτέλεσμα. Αν δεν θα επήρχετο χωρίς την πράξη του δράστη, τότε αυτή ήταν αίτιό του. Αν θα επήρχετο και χωρίς αυτήν, τότε η πράξη δεν ήταν αίτιο του αποτελέσματος (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης, Μανωλεδάκης).
Η α.υ.ε. και η ένδειξη του αδίκου
Όταν μια πράξη αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος έχουμε μια ένδειξη ότι η πράξη αυτή είναι άδικη. Μόνο ορισμένος από τις  παραβάσεις πρωταρχικών κανόνων δικαίου ανάγονται σε αξιόποινες: εκείνες που προσβάλλουν έννομα αγαθά και έχουν ιδιάζοντα αντικοινωνικό χαρακτήρα. Άρα, όταν μια συμπεριφορά συνιστά την α.υ. ενός εγκλήματος οπωσδήποτε αποτελεί και παράβαση ενός πρωταρχικού κανόνα. Για αυτό όταν αξιολογείται ποινικά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αμέσως μετά τη διαπίστωση ότι πρόκειται για πράξη, πρέπει να εξετασθεί αν η πράξη αυτή ανταποκρίνεται στην α.υ. ενός εγκλήματος. Σε καταφατική περίπτωση μπορούμε να διατυπώσουμε την κρίση ότι η πράξη αυτή είναι καταρχήν άδικη.

Διακρίσεις των εγκλημάτων:
Ανάλογα με το υποκείμενο ή με το είδος της συμπεριφοράς ή ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι αντικειμένου ή με τις περιστάσεις ή με την ποινή που επισύρουν, τα εγκλήματα διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.
Οι κυριότερες είναι οι εξής:
Α. Εγκλήματα κοινά και εγκλήματα ιδιαίτερα
Στα πρώτα το υποκείμενό τους ως αυτουργός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος  πχ ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, κλοπή 372 ΠΚ κλπ ενώ στα ιδιαίτερα εγκλήματα ως αυτουργός τους μπορεί να είναι μόνο πρόσωπο που ανήκει σε ορισμένο κύκλο ατόμων πχ στη δωροδοκία «υπάλληλος» 235 ΠΚ, στην παιδοκτονία «μητέρα» 303 ΠΚ, στην εκμετάλλευση πόρνης «άντρας» 350 ΠΚ, στα εγκλήματα τους στρατιωτικού ποινικού κώδικα «στρατιωτικός» κ.ο.κ.
Πρακτική σημασία έχει η διάκριση αυτή σε περιπτώσεις συμμετοχής.
Β. Εγκλήματα απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά)
Στα πρώτα είτε δεν υπάρχει καθόλου υλικό αντικείμενο πχ απόδραση κρατουμένου 173 ΠΚ, ψευδορκία 224 ΠΚ είτε υπάρχει τέτοιο αλλά η επενέργειά του δράστη σε αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά πχ πλαστογραφία 216 ΠΚ.
Στα δεύτερα πρέπει εκτός από συμπεριφορά του δράστη να υπάρξει και μια παραπέρα μεταβολή κατάστασης σε κάποιο υλικό αντικείμενο χωρισμένη από τη συμπεριφορά του δράστη, πράγμα που συμβαίνει στην ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, στη φθορά ξένης περιουσίας 381 ΠΚ, στην απάτη 386 ΠΚ κλπ.
Πρακτική σημασία έχει η διάκριση αυτή κυρίως γιατί στα εγκλήματα αποτελέσματος ανακύπτει το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιώδους συνάφειας, τα προβλήματα των εγκλημάτων τέλεσης που τελούνται με παράλειψη που θα εξετάσουμε του χρόνου και του τόπου τέλεσης του εγκλήματος.
Γ. Εγκλήματα ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και εγκλήματα παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια)
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε μια ενέργεια πχ αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος  372 ΠΚ, κατάρτιση πλαστού εγγράφου 224 ΠΚ.
Γνήσια εγκλήματα παράλειψης  είναι εκείνα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται στην παράλειψη ορισμένης ενέργειας η οποία επιβάλλεται από το Δίκαιο. Η συμπεριφορά αυτή προϋποθέτει ένα επιτακτικό πρωταρχικό κανόνα δικαίου  (ενώ στα εγκλήματα ενέργειας προϋποτίθεται ένας απαγορευτικός κανόνας). Τέτοια εγκλήματα είναι η παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής 307 ΠΚ, η παρασιώπηση εγκλημάτων 232 ΠΚ κλπ.
Τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εγκλήματα ενέργειας που κατ΄ εξαίρεση τελούνται (και) με παράλειψη. Πρόκειται για εγκλήματα αποτελέσματος των οποίων ο δράστης είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αποτέλεσμα αυτό, παρέλειψε να το πράξει 15ΠΚ. Η παράλειψη αυτή τιμωρείται όπως η πρόκληση του αποτελέσματος με ενέργεια του δράστη πχ η ανθρωποκτονία ενώ λ.χ. τελείται στη συνηθισμένη της μορφή με ενέργεια όπως ο Α πυροβολεί τον Β, μπορεί να τελεστεί και με παράλειψη όπως η μητέρα που αφήνει νηστικό το νεογέννητο βρέφος, η νοσοκόμα που δε δίνει τα φάρμακα στον ασθενή και πεθαίνει.
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του 15ΠΚ πηγάζει:
α) από ρητές διατάξεις νόμων πχ διατάξεις του δημοσίου ναυτικού δικαίου που προβλέπουν υποχρεώσεις του πλοιάρχου να σώζει σε περίπτωση ναυαγίου
β) από την έννομη θέση του υπόχρεου πχ των γονέων που έχουν υποχρέωση να φροντίζουν τα παιδιά τους
γ) από την εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας είτε με σύμβαση πχ από νοσοκόμο ή δάσκαλο είτε έμπρακτα πχ από αυτόν που χωρίς υποχρέωση περιμαζεύει ένα εγκαταλειμμένο παιδί
δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου που προκάλεσε ένα κίνδυνο πχ όποιος κλείδωσε κατά λάθος έναν άλλο σε ένα κτίριο έχει υποχρέωση, μόλις το αντιληφθεί, να σπεύσει να τον ελευθερώσει
ε) από ορισμένες σχέσεις εμπιστοσύνης που δημιουργούνται από καταστάσεις κοινότητας κινδύνου πχ ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ορειβατών που βρίσκονται στο βουνό.
Παράδειγμα:
Αν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής και ένας άλλος οποιοσδήποτε παραλείψει να τον σώσει, ενώ μπορεί να το πράξει χωρίς δικό του κίνδυνο, και ο πρώτος πεθάνει, ο δεύτερος είναι ένοχος του γνήσιου εγκλήματος παράλειψης του άρθρου 307 ΠΚ. Αν όμως ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το θάνατο  πχ ήταν ο πατέρας του κινδυνεύοντος και δεν το έκανε, η παράλειψή του τιμωρείται όπως η τέλεση ανθρωποκτονίας με ενέργεια κατά το άρθρο 299 ΠΚ.
Δ. Εγκλήματα βλάβης και εγκλήματα διακινδύνευσης
Στα πρώτα η εγκληματική συμπεριφορά επιφέρει και βλάβη του έννομου αγαθού που προστατεύει η ποινική διάταξη πχ ανθρωποκτονία, κλοπή, πλαστογραφία, βιασμός, διγαμία κλπ.
Στα εγκλήματα διακινδύνευσης η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται σε διακινδύνευση του έννομου αγαθού χωρίς να απαιτείται και βλάβη του.  Ο νομοθέτης εδώ καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά σε πιο πρώιμο στάδιο, ενώ βέβαια αν επέλθει και βλάβη αυτή τιμωρείται με άλλη συνήθως διάταξη, αυστηρότερα.
Τέτοια εγκλήματα είναι  η έκθεση 306 ΠΚ, η παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής 286 ΠΚ, η προσβολή της διεθνούς ειρήνης της χώρας 141 ΠΚ κλπ
Στα παραπάνω εγκλήματα ο κίνδυνος είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και πρέπει η ύπαρξή του να διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τα εγκλήματα αυτά καλούνται εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης..
Εκτός από αυτά υπάρχουν και άλλα εγκλήματα διακινδύνευσης όπου η επέλευση του κινδύνου δεν είναι στοιχείο της α.υ.ε. αλλά απλώς υπήρξε το κίνητρο του νομοθέτη για τη θέσπιση της αντίστοιχης ποινικής δίωξης. Ο νομοθέτης έκρινε ότι ορισμένη συμπεριφορά είναι γενικά επικίνδυνη και την κατέστησε αξιόποινη πχ ο καταρτισμός ένοπλης ομάδα 195 ΠΚ, η παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών 284 αρ. 1εδ αΠΚ. Αυτά ονομάζονται εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης.
Ε. Εγκλήματα στιγμιαία (ή καταστάσεως) και εγκλήματα διαρκή
Στα στιγμιαία η τέλεσή τους ολοκληρώνεται αφού συμπληρωθούν όλα τα στοιχεία της α.υ.ε. και παραχθεί με την προσβολή του έννομου αγαθού μια κατάσταση.  Τέτοια είναι η κλοπή 372 ΠΚ ή η ανθρωποκτονία 299 ΠΚ όπου με τη θεμελίωση της κατοχής του ξένου πράγματος από τον κλέφτη ή με το θάνατο του θύματος ολοκληρώνεται το έγκλημα.  Η κατακράτηση του ξένου πράγματος δε συνιστά συνέχιση τέλεσης της κλοπής και ασφαλώς είναι αδιανόητη παρόμοια σκέψη στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας.
Διαρκή είναι τα εγκλήματα όπου η ολοκλήρωση της α.υ.ε. δε συνιστά αναγκαία και αποπεράτωση του εγκλήματος, αλλά η προσβολή του έννομου αγαθού, με τον τρόπο που την προβλέπει η αντίστοιχη ποινική διάταξη, παρατείνεται όσο χρόνο διατηρείται η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ενέργεια του δράστη. Τέτοια εγκλήματα είναι η παράνομη κατακράτηση 325 ΠΚ ή η διατάραξη οικιακής ειρήνης 334 ΠΚ.  Η τέλεση της παράνομης κατακράτησης που κλειδώνει κάποιον σε ένα δωμάτιο δεν ολοκληρώνεται με το κλείδωμα της πόρτας αλλά παρατείνεται για όσο χρόνο ο δράστης παραλείπει να ελευθερώσει το θύμα.
Πρακτικές συνέπειες της πρακτικής αυτής:
α) στα διαρκή εγκλήματα συνεχίζεται η επίθεση κατά του έννομου αγαθού όσο διαρκεί η τέλεσή τους και επομένως είναι δυνατή η άμυνα όπως πχ  αν ο παράνομα κρατούμενος σπάσει την πόρτα του χώρου και ελευθερωθεί
β) στα στιγμιαία ο «επιγενόμενος δόλος» δεν αρκεί για να θεμελιώσει την ποινική τους ευθύνη, ενώ στα διαρκή, αν ο δόλος υπάρξει μετά το αρχικό τους στάδιο αλλά όσο διαρκεί η τέλεσή τους θεμελιώνει την ευθύνη τους πχ κάποιος κλείδωσε άλλον καταλάθος και ύστερα το αντιληφθεί αλλά παραλείψει να τον ελευθερώσει διαπράττει παράνομη παρακράτηση
γ) στα διαρκή εγκλήματα η παραγραφή αρχίζει μόνο όταν παύσει η διάρκεια του εγκλήματος λ..χ. όταν το θύμα ανακτήσει την ελευθερία του.
ΣΤ. Εγκλήματα απλά και εγκλήματα σύνθετα
Απλά είναι τα εγκλήματα για τα οποία η αντίστοιχη ποινική διάταξη δεν προβλέπει ειδικά ότι πρέπει να τελεστούν με ορισμένο αριθμό πράξεων. Επομένως μπορούν να τελεστούν και με μια μόνο πράξη πχ η ανθρωποκτονία τελείται και με ένα πυροβολισμό.
Σύνθετα είναι εκείνα τα οποία σύμφωνα με την ποινική διάταξη, η α.υ.ε. συγκροτείται από περισσότερες από μία πράξεις:
-          σύνθετα με τη στενή έννοια (όπου όλες οι μερικότερες πράξεις είναι και αυτοτελώς αξιόποινες πχ ληστεία 380 ΠΚ που αποτελείται από δύο πράξεις την παράνομη βία 330 ΠΚ και την κλοπή 372 ΠΚ που κάθε μια τους χωριστά είναι έγκλημα)
-          Πολύπρακτα (όπου από τις επιμέρους πράξεις που τα απαρτίζουν άλλες είναι αυτοτελώς αξιόποινες και άλλες όχι πχ ο βιασμός μία πράξη που τον συγκροτεί είναι η παράνομη βία 330 ΠΚ και η άλλη η εξώγαμη συνουσία που δεν είναι.
Ζ. Κακουργήματα – πλημμελήματα – πταίσματα
Εδώ διακρίνονται τα εγκλήματα με βάση την κύρια ποινή που απειλείται για αυτά τα εγκλήματα:
α) κάθε πράξη για την οποία απειλείται στο νόμο η ποινή της κάθειρξης είναι κακούργημα
β) κάθε πράξη για την οποία απειλείται φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημμα
γ) κάθε πράξη για την οποία απειλείται κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.
Οι κυριότερες πρακτικές συνέπειες της διάκρισης αυτής είναι:
-          τα κακουργήματα δεν τιμωρούνται όταν τελούνται από αμέλεια, τα πλημμελήματα μόνο κατ΄ εξαίρεση, όταν αυτό προβλέπεται ρητά, τα πταίσματα κατά κανόνα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια εκτός αν ρητά προβλέπεται ότι τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο 26 ΠΚ
-          μόνο των κακουργημάτων και πλημμελημάτων τιμωρείται η απόπειρα, όχι των πταισμάτων
-          ο χρόνος παραγραφής κάθε μιας κατηγορίας διαφέρει
-          σημαντικές διαφορές ρυθμίσεων υπάρχουν και στην ποινική δικονομία.

Τόπος και χρόνος τέλεσης της πράξης:
Γνωρίζοντας την έννοια της πράξης και της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος μπορούμε να καθορίσουμε τον τόπο όπου καθώς και το χρόνο κατά τον οποίο θεωρείται ότι τελέστηκε μια αξιόποινη πράξη.
Σύμφωνα με το 16ΠΚ  τόπος τέλεσης  της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη καθώς και ο τόπος που επήλθε ή σε περίπτωση απόπειρας έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του τόπου τέλεσης της πράξης ενόψει των τοπικών ορίων εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων, καθώς και για τον καθορισμό του τοπικά αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τον 17 ΠΚ χρόνος τέλεσης  της πράξης θεωρείται ο χρόνος  κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος.
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξης για τα θέματα των χρονικών ορίων εφαρμογής των ποινικών νόμων πχ μη αναδρομικότητα, για την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, για το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να υπάρχει υπαιτιότητα, ικανότητα για καταλογισμό ή συναίνεση του παθόντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου