Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ - ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Αντιπροσώπευση – Πληρεξουσιότητα

Ι. Αντιπροσώπευση
Ορισμός: ο θεσμός με τον οποίο Κάποιο πρόσωπο (αντιπρόσωπος) καταρτίζει δικαιοπραξία για λογαριασμό άλλου πρόσωπου (αντιπροσωπευόμενου). -> επέκταση της δικαιοπρακτικής δραστηριότητας του πρόσωπου, επιτρέποντας την διενέργεια δικαιοπραξιών μέσω άλλου στι περιπτώσεις που για πραγματικούς ή νομικούς λόγους είναι αδύνατη ή δυσχερής η αυτοπρόσωπη ενέργεια.

ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ
Κατά το άρθρο 211 ΑΚ άμεση αντιπροσώπευση είναι η δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, η οποία ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνεται ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 212 Α.Κ., αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Σύμφωνα με το άρθρο 216 Α.Κ. η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται με τη σχετική δικαιοπραξία (πληρεξουσιότητα). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι:
α) για να ενεργήσει η δήλωση βουλήσεως αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, πρέπει ο αντιπρόσωπος να επιχειρήσει τη δικαιοπραξία στο όνομα εκείνου και να καταστήσει γνωστό σε αυτόν με τον οποίο συναλλάσσεται, ότι η ενέργεια από τη δικαιοπραξία θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, πράγμα το οποίο, σε περίπτωση έλλειψης ρητής δήλωσης του αντιπροσώπου ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις, και
β) αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα.
«…Από τις διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ συνάγεται ότι η άμεση αντιπροσώπευση διέπεται από την αρχή του εμφανούς, σύμφωνα προς την οποία, προκειμένου η δικαιοπραξία να επιφέρει τα αποτελέσματα αυτής στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου, απαιτείται ο αντιπρόσωπος κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας να καταστήσει εμφανές στον τρίτο με τον οποίο συναλλάχθηκε, ότι δεν ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά επ’ ονόματι, του αντιπροσωπευόμενου. Θα πρέπει δηλαδή να καθίσταται φανερό κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ότι το υποκείμενο της δι’ αυτής ιδρυόμενης  εννόμου σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος, στον οποίο αυτή αφορά. Η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (νόμιμη). Στην εκούσια αντιπροσώπευση η εσωτερική σχέση μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου συνίσταται συνήθως σε σύμβαση εντολής ή άλλη σύμβαση. Η γνώση πραγματικών περιστατικών που επιδρούν στη σύμβαση (ή γενικότερα στη δικαιοπραξία), καθώς και η επίδρασή τους στη σύμβαση (κλιπ) κρίνονται από το πρόσωπο όχι του αντιπροσωπευόμενου αλλά του αντιπροσώπου. ‘Έτσι, η από τον επί των διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβάσεως αντιπρόσωπο γνώση πραγματικού περιστατικού μέλλοντος να επιδράσει στη σύμβαση και βλαπτικού των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου αποτελεί, κατά πλάσμα του νόμου, ταυτόχρονη όμοια γνώση και του αντιπροσωπευόμενου, που ακολούθως τυχαίνει να συνάπτει αυτοπροσώπως τη σύμβαση. Συνέπεια τούτου είναι ότι αποκλείεται ανατροπή της υπό αυτές τις συνθήκες συναπτόμενης συμβάσεως εξαιτίας του ότι κατά τη σύναψη αυτής ο αντιπροσωπευόμενος στην πραγματικότητα αγνοούσε την ύπαρξη του ως άνω περιστατικού, ή ακόμη και λόγω σχετικής εξαπατήσεώς του από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, στην πραγματικότητα πίστευε στην ανυπαρξία τέτοιου περιστατικού.
Την κατάσταση δε αυτή δεν την αλλάζει το ότι ενδεχομένως είτε ο αντιπροσωπευόμενος, μη έχοντας ενημερωθεί σχετικά από τον αντιπρόσωπο, δικαιούται έναντι αυτού σε αποζημίωση για πλημμελή εκτέλεση της υφιστάμενης στη μεταξύ τους εσωτερική σχέση συμβάσεως εντολής (άρθρ. 714 και 718 ΑΚ) ή άλλης συμβάσεως (άρθρ. 288 ΑΚ), είτε ο αντιπροσωπευόμενος πάντοτε, εναγόμενος για την εκτέλεση της συμβάσεως, που συνήψε μετά την επί των διαπραγματεύσεων αντιπροσώπευσή του, από τον αντισυμβαλλόμενό του, που τυχόν υπήρξε συμμέτοχος με τον αντιπρόσωπο στη σχετική εξαπάτηση εκείνου, επιφέρει απόρριψη της αγωγής μέσω της ενστάσεώς του, ότι η άσκηση της εν λόγω αγωγής είναι καταχρηστική (άρθρ. 281 ΑΚ)…» «…προκειμένου περί συμβάσεως, η οποία καταρτίζεται με άμεσο αντιπρόσωπο, ο τελευταίος είναι ξένος προς τα αποτελέσματα αυτής, τα οποία επέρχονται αμέσως υπέρ και εις βάρος του αντιπροσωπευόμενου. Επομένως, οι συνέπειες της ανωμάλου εξελίξεως της κατά τον τρόπο αυτό συναφθείσας συμβάσεως δεν αφορούν τον αντιπρόσωπο αλλά τον αντιπροσωπευθέντα, επ’ ονόματι του οποίου επιχειρήθηκε η δικαιοπραξία. Ενόψει τούτων, ο αντισυμβληθείς στην παραπάνω σύμβαση νομιμοποιείται (παθητικώς) προς άσκηση της σχετικής αγωγής μόνο κατά του αντιπροσωπευθέντος, επ’ ονόματι του οποίου επιχειρήθηκε, μέσω αντιπροσώπου, η σύμβαση, όχι δε και έναντι του ξένου προς τα αποτελέσματα της συμβάσεως πληρεξουσίου. Επομένως, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 68 ΚΠολΔ, προκειμένου περί συμβάσεως πωλήσεως, η οποία καταρτίσθηκε με άμεσο αντιπρόσωπο, η εκ των άρθρων 534, 540, 543, 544 και 547 ΑΚ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το Ν. 3043/2002, περί αναστροφής της πώλησης ή μείωσης του τιμήματος του πωληθέντος, αγωγή του αγοραστή, λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογηθείσας ιδιότητας, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πληρεξουσίου του πωλητή, είναι προεχόντως παθητικώς ανομιμοποίητη και απορριπτέα …».
ΕΜΜΕΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ
«…Επί εμμέσου αντιπροσωπεύσεως, υποκείμενο της διά της ενέργειας του αντιπροσώπου ιδρυόμενης εννόμου σχέσεως είναι ο ίδιος ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, ο οποίος με βάση τη συνδέουσα αυτόν με τον κύριο της υποθέσεως εσωτερική σχέση (π.χ. σύμβαση εντολής, μίσθωση εργασίας κ.λ.π.), υποχρεούται να μεταφέρει τα στο πρόσωπό του επελθόντα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας με χωριστές μεταβιβαστικές πράξεις στον υπ’ αυτού εμμέσως αντιπροσωπευθέντα. Η έμμεση αντιπροσώπευση είναι αντιπροσώπευση συμφερόντων, ενέργεια για λογαριασμό απλώς άλλου και όχι αντιπροσωπεία της Α.Κ. 211. Οι επιχειρούμενες από τον έμμεσο αντιπρόσωπο ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό κάποιου άλλου πράξεις μόνο κατά το τελικό οικονομικό τους αποτέλεσμα και διά της πλοκής περισσοτέρων εσωτερικών σχέσεων μεταξύ αντιπροσώπου, τρίτου και αντιπροσωπευόμενου αφορούν τον τελευταίο. Η επίδρασή τους στην έννομη σφαίρα του κυρίου των υποθέσεων είναι έμμεση και όχι άμεση, όπως συμβαίνει στην άμεση αντιπροσώπευση της Α.Κ. 211.

ΙΙ. Πληρεξουσιότητα
Σύσταση
Πληρεξουσιότητα είναι η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται εξουσία αντιπροσώπευσης και δίνεται με δήλωση προς τον εξουσιοδοτούμενο ή προς τρίτο, με τον οποίο επιχειρείται η δικαιοπραξία. Η πληρεξουσιότητα, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, υποβάλλεται στον τύπο της σκοπούμενης δικαιοπραξίας.
Ο αντιπρόσωπος κρίνει για το αν υπάρχει ελάττωμα βούλησης, γνώση ή υπαίτια άγνοια περιστατικών και την επίδρασή τους στην δικαιοπραξία. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια του αντιπροσώπου του για περιστατικά που γνώριζε ο ίδιος, αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με τις οδηγίες του. (216, 217, 214, 215 ΑΚ)

Ανάκληση
Η πληρεξουσιότητα λύεται με ανάκληση που γίνεται με δήλωση προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο. Όταν η πληρεξουσιότητα συμφέρει αποκλειστικά τον αντιπροσωπευόμενο, η παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης είναι άκυρη. Η συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα ανακαλείται μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο, και η πληρεξουσιότητα με δήλωση προς τρίτο ανακαλείται με δήλωση μόνο προς αυτόν. (218, 219, 220, 221 ΑΚ)

Παύση
Αν δεν συνάγεται το αντίθετο, η πληρεξουσιότητα παύει
  1. από τη στιγμή που περατώθηκε η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται (π.χ. εντολή, εταιρία, εργασία)
  2. με το θάνατο αυτού που έδωσε ή έλαβε την πληρεξουσιότητα
  3. με την δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που έδωσε ή έλαβε την πληρεξουσιότητα
Όταν η πληρεξουσιότητα παύσει, ο πληρεξούσιος και κάθε άλλος κάτοχος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει το πληρεξούσιο έγγραφο ή να το καταθέσει σε δημόσια αρχή, χωρίς δικαίωμα επίσχεσης.
Αυτός που έδωσε έγγραφη πληρεξουσιότητα έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο να βεβαιώσει την παύση της πληρεξουσιότητας και να κηρύξει ανίσχυρο το πληρεξούσιο έγγραφο. Η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα δημοσιευτεί στον τύπο περίληψη της απόφασης. Το πληρεξούσιο χάνει την ισχύ του ένα μήνα μετά τη δημοσίευση αυτή. (222, 223, 227, 228 ΑΚ)

Εγκυρότητα δικαιοπραξίας χωρίς πληρεξουσιότητα
Σύμβαση χωρίς πληρεξουσιότητα καθίσταται έγκυρη με την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου.
Μονομερής δικαιοπραξία χωρίς πληρεξουσιότητα καθίσταται έγκυρη με την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου, εφόσον το άλλο μέρος δεν την απέκρουσε λόγω της έλλειψης πληρεξουσιότητας.
Μονομερής δικαιοπραξία είναι άκυρη αν επιχειρήθηκε χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου και ο άλλος την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. (226, 229 εδ 1, 233 εδ 1 ΑΚ)

Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου και άλλου μέρους μονομερούς δικαιοπραξίας επί έλλειψης πληρεξουσιότητας
Το άλλο μέρος της δικαιοπραξίας δικαιούται να απαιτήσει από τον αντιπρόσωπο την εκτέλεση της σύμβασης ή την απόδοση αποζημίωσης, όταν
  1. Ο αντιπρόσωπος δεν αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσώπευσης ή
  2. Περάσει άπρακτη η εύλογη προθεσμία που δικαιούται να θέσει το άλλο μέρος της δικαιοπραξίας στον αντιπροσωπευόμενο προς έγκριση της δικαιοπραξίας
Επί σύμβασης και κατά την διάρκεια της προθεσμίας, ο αντισυμβαλλόμενος έχει δικαίωμα υπαναχώρησης αν κατά τη συνομολόγηση δεν γνώριζε την έλλειψη. Η υπαναχώρηση μπορεί να δηλωθεί και στον αντιπρόσωπο.
Επί άγνοιας του αντιπροσώπου για την έλλειψη, η αποζημίωση που οφείλει ανέρχεται μέχρι το ύψος της διαφοράς έγκυρης και άκυρης σύμβασης.
Ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αν το άλλο μέρος της δικαιοπραξίας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία πληρεξουσιότητας.

Δικαιοπραξία μετά την παύση
Αν ο πληρεξούσιος αγνοούσε την παύση, η δικαιοπραξία είναι έγκυρη υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου και των καθολικών διαδόχων του, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας.
Αν ο πληρεξούσιος γνώριζε την παύση, ισχύουν οι διατάξεις περί δικαιοπραξίας χωρίς πληρεξουσιότητα, αλλά αν ο αντιπροσωπευόμενος επικαλεστεί την παύση, μπορεί να υποχρεωθεί σε εύλογη αποζημίωση του τρίτου, αν κατά τις περιστάσεις ήταν εύκολο να γνωστοποιήσει την παύση στον τρίτο.

Βιβλιογραφία:
Μαριάνος Δ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Άρχων του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996

Πηγή: http://dimitriosmoridis.wordpress.com/7%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου