Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ (ΟΡΙΣΜΟΣ-ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ-ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ)

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ – ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ – ΑΤΕΛΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
 
Πράξη είναι η συνειδητή ανθρώπινη ενέργεια, η οποία επιφέρει μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Όλες οι πράξεις του ανθρώπου δεν ενδιαφέρουν το δίκαιο (π.χ. ο περίπατος είναι νομικά αδιάφορος). Άλλες πράξεις όμως επιφέρουν, είτε μόνες είτε σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα, έννομες συνέπειες. Τις πράξεις αυτές τις ονομάζουμε νομικές πράξεις. Νομική πράξη ή πράξη δικαίου είναι η πράξη που ρυθμίζεται από το δίκαιο και επιφέρει έννομες συνέπειες.
Από τις δίκαιες πράξεις το δίκαιο ρυθμίζει ιδιαίτερα τις δικαιοπραξίες. Ένας απλοϊκός ορισμός της δικαιοπραξίας είναι ο εξής: Δικαιοπραξία είναι – κατ’ αρχή – η δήλωση (ή οι δηλώσεις) βουλήσεως που κατευθύνεται ενσυνείδητα στην παραγωγή κάποιας έννομης συνέπειας.
Παραδείγματα: Ο Α δηλώνει τη βούλησή του να πωλήσει κάποιο αντικείμενο και ο Β τη βούλησή του να αγοράσει το αντικείμενο. Οι δηλώσεις βουλήσεως του Α και του Β κατευθύνονται ηθελημένα στην παραγωγή της έννομης συνέπειας, που είναι η σύναψη της σύμβασης αγοραπωλησίας.
Ο Α δηλώνει τη βούλησή του να νυμφευθεί τη Β και η Β τη βούλησή της να νυμφευθεί τον Α. Οι δηλώσεις βουλήσεως του Α και της Β κατευθύνονται ηθελημένα στην παραγωγή της έννομης συνέπειας, που είναι η σύναψη της σύμβασης γάμου.

Προϋποθέσεις κατάρτισης της δικαιοπραξίας
Για να καταρτισθεί έγκυρα και για να είναι ισχυρή μία δικαιοπραξία θα πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν σχέση με:
  • με το πρόσωπο του δικαιοπρακτούντα (αν είναι ικανός για δικαιοπραξία),
  • με τη δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντα και το σχηματισμό αυτής (αν η δήλωση συμφωνεί με τη βούληση, αν είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής),
  • με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας (αν το περιεχόμενο είναι σύμφωνο με το νόμο και τα χρηστά ήθη) και
  • με τον τύπο (αν η δήλωση βουλήσεως περιβλήθηκε τον απαιτούμενο τύπο)

Ικανότητα για δικαιοπραξία

Κάθε άνθρωπος έχει την ικανότητα δικαίου (δηλ. ικανότητα να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις, που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το δίκαιο). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει την ικανότητα να επιφέρει με τις πράξεις του έννομα αποτελέσματα, να συμμετέχει δηλαδή στη δημιουργία και αλλοίωση έννομων σχέσεων, να διαθέτει και να προστατεύει τα δικαιώματά του.
Ικανότητα για δικαιοπραξία εννοούμε την ικανότητα για αυτοπρόσωπη επιχείρηση δικαιοπραξίας, που σημαίνει ικανότητα του προσώπου για δήλωση βουλήσεως, η οποία κατευθύνεται σε συγκεκριμένη έννομη συνέπεια, δηλ. στη δημιουργία, αλλοίωση ή κατάργηση δικαιωμάτων. Η ικανότητα για δικαιοπραξία προϋποθέτει ένα όριο πνευματικής ωριμότητας. Κανονικά, η πνευματική ωριμότητα θα έπρεπε να ελέγχεται κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος της δικαιοπραξίας. Ο νόμος όμως κατέφυγε σε σταθερά σε όλους κριτήρια, προκειμένου να προστατεύσει τις συναλλαγές.
Τα δικαιώματα των ανίκανων για δικαιοπραξία ασκούν οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους. Η δήλωση βουλήσεως[1] του νόμιμου αντιπροσώπου δεσμεύει τον ανίκανο, εφ’ όσον γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος.
Αναφορικά με την δικαιοπρακτική ικανότητα, ο νόμος διακρίνει τα πρόσωπα σε:
  • απολύτως ικανά
  • απολύτως ανίκανα και
  • περιορισμένως ικανά
Ικανός για κάθε δικαιοπραξία είναι ο ενήλικος (127 ΑΚ). Ο ενήλικος όμως που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128) είναι ανίκανος για δικαιοπραξία.
Ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι όσοι:
  • δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος
  • βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση[2] (ΑΚ 128)
Ανίκανος είναι και ο ενήλικος, αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας δεν είχε συνείδηση των πράξεών του (ναρκωτικά, βαθύς ύπνος, αλκοόλ κλπ) ή δεν είχε τη χρήση του λογικού, επειδή πάσχει από πνευματική ασθένεια (131 ΑΚ). Η δήλωση βουλήσεως του ενηλίκου που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση είναι άκυρη.
Συνέπεια της ανικανότητας για δικαιοπραξία είναι η ακυρότητα της δηλώσεως βουλήσεως και συνακόλουθα και της δικαιοπραξίας, αφού η δήλωση βουλήσεως είναι ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας. Σκοπός του νόμου είναι η προστασία των συμφερόντων των ανίκανων.

Περιορισμένα ικανοί

Περιορισμένα ικανά είναι τα πρόσωπα, τα οποία είναι ικανά να επιχειρήσουν δικαιοπραξίες μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο με τους όρους που τάσσει ο νόμος.
Περιορισμένα ικανοί είναι:
  • οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το δέκατο έτος
  • όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση[3]
  • όποιοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 129, 1676)
Ο νόμος δεν αντιμετωπίζει ενιαία τους ανηλίκους, αλλά καθιερώνει βαθμίδες ανάλογα με την ηλικία (10-14, 14-18) και αντίστοιχα προσδιορίζει τις δικαιοπραξίες που τους επιτρέπει να επιχειρήσουν.
Ο ΑΚ ορίζει το 15ο έτος της ηλικίας ως όριο, από το οποίο μπορεί να συνάψει σύμβαση εργασίας ως μισθωτός.
Ορίζει επίσης τις δικαιοπραξίες που μπορεί να επιχειρεί ανήλικος, ο οποίος κατ’ εξαίρεση σύνηψε γάμο.

Τύπος των δικαιοπραξιών

Τύπος είναι το μέσο, με το οποίο διατυπώνονται οι δηλώσεις βουλήσεως. Ο ΑΚ καθιερώνει το άτυπο των δικαιοπραξιών (158 ΑΚ). Έτσι η τήρηση τύπου απαιτείται μόνο, όπου ο νόμος ορίζει τούτο.
Με την καθιέρωση του τύπου ο νομοθέτης θέλει να αποτρέψει αυτόν που δικαιοπρακτεί από απερίσκεπτες και επιπόλαιες αποφάσεις ή να προστατεύσει τους τρίτους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση τη νομική κατάσταση των συναλλασσομένων που τυχόν επηρεάζει και τα δικά τους συμφέροντα ή να δημιουργήσει πλήρη και εύκολη απόδειξη της δικαιοπραξίας. Πολλές φορές ο τύπος επιβάλλεται, προκειμένου να επιβληθεί κάποιος φόρος σε ορισμένες συναλλαγές.
Ο τύπος της δικαιοπραξίας διακρίνεται σε συστατικό και σε αποδεικτικό. Ο συστατικός πανηγυρικός) τύπος αποτελεί το μέσο, με το οποίο απαιτείται, είτε από το νόμο είτε από συμφωνία των συμβαλλομένων, να διατυπωθούν οι δηλώσεις βουλήσεως, δηλ. τον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να εξωτερικεύονται, τη μορφή, με την οποία πρέπει να εμφανίζονται στις συναλλαγές. Στις περιπτώσεις που τον τύπο επιβάλλει ο νόμος, αν δεν τηρήθηκε ο τύπος και όσο δεν ορίζεται άλλη συνέπεια, η δικαιοπραξία είναι άκυρη.
Υπάρχουν περιπτώσεις αυστηρής τυπικότητας, στις οποίες χωρίς την τήρηση συγκεκριμένου τύπου η δικαιοπραξία δεν είναι άκυρη, αλλά ανυπόστατη (π.χ. συναλλαγματική, γάμος).
Ο αποδεικτικός τύπος δεν έχει σχέση με το κύρος της δικαιοπραξίας, αλλά χρησιμεύει για την απόδειξή της.
Ο απλούστερος τύπος είναι το ιδιωτικό έγγραφο. Η τυπικότητά του περιορίζεται στην ιδιόχειρη υπογραφή (160 § 1 ΑΚ). Η υπογραφή πρέπει να περιλαμβάνει, έστω και χωρίς ιδιαίτερα ευανάγνωστα, το επώνυμο και τουλάχιστον το αρχικό του κυρίου ονόματος. Αρκεί η τυποποιημένη μορφή, με την οποία υπογράφει ο εκδότης στις συναλλαγές του. Έγγραφα όμως που ο συντάκτης τους αποδίδει ιδιαίτερη σημασία, μπορούν να υπογράφονται με ευανάγνωστη αναγραφή του ονοματεπώνυμου. Η υπογραφή πρέπει να καλύπτει το περιεχόμενο του εγγράφου και επομένως πρέπει να τίθεται στο τέλος του κειμένου, ενώ σε πολύφυλλα κείμενα πρέπει να μονογράφεται κάθε φύλλο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος δεν αρκείται σε ιδιωτικό έγγραφο. Επιβάλλεται έτσι να τηρηθεί ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου (π.χ. 369, 1033 AK).
Σε άλλες περιπτώσεις ο νόμος απαιτεί η δήλωση να γίνεται σε δικαστική ή άλλη δημόσια αρχή, π.χ. 1848 (δήλωση αποποίησης της κληρονομίας), 1902 ΑΚ (αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής).
Αν δεν τηρήθηκε ο τύπος, τον οποίο προβλέπει ο νόμος, η δικαιοπραξία είναι άκυρη (159 ΑΚ). Στις περιπτώσεις που τον τύπο επιβάλλει ο νόμος, η θεραπεία της ακυρότητας είναι δυνατή, μόνο όπου ο νόμος το προβλέπει ρητά (π.χ. δωρεά κινητού 498 ΑΚ).

Διάκριση δικαιοπραξιών
Α. Μονομερείς και πολυμερείς Οι μονομερείς περιέχουν τη δήλωση βούλησης ενός μόνο προσώπου. Υποδιαιρούνται σε απευθυντέες και μη απευθυντέες.
-Στις απευθυντέες απαιτείται η περιέλευση της δήλωσης βούλησης σε κάποιο πρόσωπο (π.χ. δωρεά).
-Στις μη απευθυντέες δεν απαιτείται αυτή η περιέλευση (π.χ. διαθήκη).
Β) Οι πολυμερείς περιέχουν περισσότερες δηλώσεις βούλησης.
Υποδιαιρούνται σε:
-Συμβάσεις
-Συνδικαιοπραξίες
-Συλλογικές πράξεις
Β. Εν ζωή και αιτία θανάτου) Στις εν ζωή τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αναπτύσσονται όσο ζει ο δικαιοπρακτών.
Β) Στις αιτία θανάτου τα αποτελέσματα αναπτύσσονται μετά το θάνατο του δικαιοπρακτούντος.
Γ. Προσωπικού και περιουσιακού δικαίου
Δ. Ενοχικές και εμπράγματες) Στις ενοχικές μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, καταργείται ενοχικό δικαίωμα. 
Β) Στις εμπράγματες μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα Οι ενοχικές δικαιοπραξίες είναι ταυτόχρονα υποσχετικές, ενώ οι εμπράγματες εκποιητικές.
Ε. Επιδοτικές και μη επιδοτικές) Με τις επιδοτικές πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση. 
Β) Με τις μη επιδοτικές δεν πραγματοποιείται τέτοια μετακίνηση
ΣΤ. Επαχθείς και χαριστικές) Στις επαχθείς δικαιοπραξίες η επίδοση γίνεται με αντάλλαγμα (π.χ. πώληση).
Β) Στις χαριστικές γίνεται χωρίς αντάλλαγμα (π.χ. δωρεά).
Ζ. Αιτιώδεις και αναιτιώδεις
Α) Αιτιώδεις είναι οι δικαιοπραξίες που εξαρτώνται από έναν άλλο νομικό όρο, που ονομάζεται αιτία Π.χ. η μεταβίβαση κυριότητας εξαρτάται από την πώληση του πράγματος, οπότε είναι αιτιώδης δικαιοπραξία) Αντίθετα οι αναιτιώδεις δεν εξαρτώνται από κάποιον όρο- αιτία.
Η. Τυπικές και άτυπες
Α) Τυπικές δικαιοπραξίες είναι εκείνες για τις οποίες απαιτείται τύπος.
Β) Στις άτυπες ο τύπος δεν είναι αναγκαιός.
Θ. Συναινετικές και παραδοτικές
 Στις παραδοτικές απαιτείται η παράδοση πράγματος ενώ στις συναινετικές όχι.
Ι. Αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς
 Α) Στις αμφοτεροβαρείς δημιουργείται υποχρέωση και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη. 
Β) Στις ετεροβαρείς δημιουργείται υποχρέωση μόνο στο ένα μέρος.
ΙΑ. Ελεύθερης και αναγκαστικής κατάρτισης


Η σύμβαση
Η πιό σημαντική δικαιοπραξία είναι η σύμβαση. Η ρύθμιση των συμβάσεων κατανέμεται στο Βιβλίο των Γενικών Αρχών (κατάρτιση, προσυμβατική ευθύνη) και στο Βιβλίο του Ενοχικού Δικαίου (λειτουργία, ρύθμιση των κατ’ ιδίαν συμβάσεων) του Αστικού Κώδικα.
Ο ΑΚ διακρίνει το χρόνο, στον οποίο καταρτίζεται η σύμβαση σε δύο στάδια: στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και στη συμφωνία των συμβαλλομένων.
Για να καταρτιστεί μία σύμβαση απαιτούνται δύο δηλώσεις βουλήσεως: η πρόταση και η αποδοχή. Οι δηλώσεις αυτές βουλήσεως καταλήγουν στην κατάρτιση της σύμβασης, όταν συμπέσουν στο έννομο αποτέλεσμα που επιδιώκουν να επιφέρουν, άσχετα από το αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ή όχι αντίθετα συμφέροντα.
Η κατάρτιση των συμβάσεων διέπεται από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.

Άκυρες δικαιοπραξίες
Απαγορευμένη: όταν η δικαιοπραξία αντίκεται σε διάταξη νόμου θεωρείται άκυρη (ΑΚ 174).
Ανήθικη: όταν η δικαιοπραξία αντίκεται στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178-9). Στις ανήθικες εντάσσονται και οι αισχροκερδείς (ΑΚ 179 εδ. Β΄).
Εικονική: όταν η δήλωση βούλησης δεν γίνεται στα σοβαρά (ΑΚ 138). Εδώ εντάσσονται η κρυψιβουλία και ο αστεϊσμός.
Οι άκυρες δικαιοπραξίες δεν παράγουν κανένα αποτέλεσμα και θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες (ΑΚ 180).
Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες
Είναι οι δικαιοπραξίες που λόγω ελαττώματος (πλάνη, απάτη, απειλή) μπορούν να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση (άρα όχι αυτοδικαίως).
Α) Πλάνη (ΑΚ 140 επ.) -> Διάσταση Βούλησης- Δήλωσης 
Έχουμε πλάνη όταν ένας δικαιοπρακτών έχει εσφαλμένη γνώση ή άγνοια για το αποτέλεσμα ή το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας. Υπάρχει λοιπόν διάσταση ανάμεσα στη βούληση και τη δήλωση.
Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, να αφορά δηλαδή πολύ σημαντικό σημείο της δικαιοπραξίας (ΑΚ 147).
 Σύμφωνα με την ΑΚ 143, πλάνη που αναφέρεται σε παραγωγικά αίτια της βούλησης (π.χ. προσδοκίες, μελλοντικά γεγονότα) δεν είναι ουσιώδης και δεν επιτρέπεται η ακύρωση της δικαιοπραξίας. Εξαίρεση της διάταξης αυτής αποτελεί η ΑΚ 142 που αφορά την πλάνη ως προς τις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος (π.χ. φύλο, ηλικία κλπ).
 Στην ΑΚ 144 προβλέπεται πότε αποκλείεται η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης.
Σύμφωνα με την ΑΚ 145 ο πλανηθείς μετά την ακύρωση οφείλει να αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενο.
Β) Απάτη (ΑΚ 147 επ.)
 Προϋποθέσεις της απάτης: α) να είναι δόλια και β) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βούληση ς. απάτη αρκεί να είναι επουσιώδης, όχι ουσιώδης όπως η πλάνη. Στην ΑΚ 148 αναφέρεται πότε αποκλείεται η ακύρωση λόγω πλάνης. Αντίθετα με την πλάνη, ο απατηθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση (ΑΚ 149).
Γ) Απειλή (ΑΚ 150 επ.)Ισχύει όταν ο ένας αντισυμβαλλόμενος παρασύρεται σε κατάρτιση δικαιοπραξίας παρά τη θέληση του λόγω εξαγγελίας κάποιου κακού Στην ΑΚ 151 αναφέρονται ποια μπορεί να είναι τα απειλούμενα αγαθά καθώς και η προϋπόθεση της πρόκλησης φόβου σε γνωστικό άνθρωπο. Ο απειληθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση (ΑΚ 152).Οι συνέπειες από την ακύρωση μιας δικαιοπραξίας προβλέπονται στην ΑΚ 184. Ουσιαστικά η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ (ΑΚ 180).

Ατελής δικαιοπραξία

Είναι η δικαιοπραξία εκείνη που δεν έχει ολοκληρωθεί ως υπόσταση και είναι αβέβαιο αν θα ολοκληρωθεί ή έχει μεν ολοκληρωθεί ως υπόσταση, αλλά δεν έχει αρχίσει να ενεργεί και είναι αβέβαιο αν θα ενεργήσει. Διακρίνεται σε α) ατέλεστη, βρίσκεται στο στάδιο πριν την ολοκλήρωσή της π.χ. δάνειο πριν την παράδοση του πράγματος και β) ανενεργός, στο στάδιο προς την ενέργεια της π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου μέχρι την μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο.


[1] Δήλωση βουλήσεως είναι η έκφραση ιδιωτικής βούλησης, προς την οποία το δίκαιο συνδέει κάποια έννομη συνέπεια.

[2] Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται:
Ο ενήλικος όταν:
- λόγω ψυχικής ή διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας αδυνατεί να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του
- λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγο, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του
Ο ανήλικος μπορεί να υποβληθεί κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητάς του
Όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών
(ΑΚ 1666, 1688)
[3] Τα είδη της δικαστικής συμπαράστασης είναι:
-Στερητική, πλήρης ή μερική, το δικαστήριο τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες
- Επικουρική, πλήρης ή μερική, το δικαστήριο ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών απαιτείται η έγγραφη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη
(ΑΚ 1676, 1683)



Πηγή: http://dimitriosmoridis.wordpress.com/5%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου