ΑΡΘΡΟ 87
ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΜΕΛΩΝ
Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το σωματείο. Η αποχώρηση πρέπει να γνωστοποιείται τρείς τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και ισχύει για το τέλος του.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη της ΑΚ 787 αναγνωρίζεται στα μέλη του σωματείου, κατ΄ αντιστοιχία προς την ελευθερία εισόδου στο σωματείο, το δικαίωμα της ελεύθερης εξόδου από αυτό. Με την αποχώρηση τερματίζεται η έννομη σχέση που υπάρχει μεταξύ του μέλους και του σωματείου.
Η διάταξη αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο και έχει ως δικαιολογία την εξασφάλιση της εξόδου από το σωματείο.
Η αποχώρηση του μέλους συντελείται με μονομερή δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται προς το σωματείο και έχει νομική ενέργεια από τη στιγμή που θα περιέλθει στο σωματείο και δεν απαιτείται αποδοχή από το τελευταίο. Δεν ρυθμίζεται ο τύπος, οπότε μπορεί να είναι ρητώς ή σιωπηρώς, εγγράφως ή προφορικώς και η απόδειξη βαρύνει το μέλος.
Αντίθετα, το καταστατικό μπορεί να ορίσει ορισμένο τύπο για την αποχώρηση και να αξιώνει έγγραφο, δεν μπορεί όμως να αξιώνει συμβολαιογραφικό έγγραφο ή κατάθεση της δηλώσεως σε κάποια αρχή γιατί αυτό δυσχεραίνει την άσκηση του δικαιώματος αποχώρησης. Συγχωρούνται όροι που ευνοούν την άσκηση του αδικαιώματος αυτού.
Η μόνη υποχρέωση του μέλους είναι η γνωστοποίηση της δηλώσεως τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήψη του λογιστικού έτους.
Η αποχώρηση του μέλους συντελείται με μονομερή δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται προς το σωματείο και έχει νομική ενέργεια από τη στιγμή που θα περιέλθει στο σωματείο και δεν απαιτείται αποδοχή από το τελευταίο. Δεν ρυθμίζεται ο τύπος, οπότε μπορεί να είναι ρητώς ή σιωπηρώς, εγγράφως ή προφορικώς και η απόδειξη βαρύνει το μέλος.
Αντίθετα, το καταστατικό μπορεί να ορίσει ορισμένο τύπο για την αποχώρηση και να αξιώνει έγγραφο, δεν μπορεί όμως να αξιώνει συμβολαιογραφικό έγγραφο ή κατάθεση της δηλώσεως σε κάποια αρχή γιατί αυτό δυσχεραίνει την άσκηση του δικαιώματος αποχώρησης. Συγχωρούνται όροι που ευνοούν την άσκηση του αδικαιώματος αυτού.
Η μόνη υποχρέωση του μέλους είναι η γνωστοποίηση της δηλώσεως τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήψη του λογιστικού έτους.
Με την αποχώρηση το μέλος αποβάλλει την ιδιότητά του και αποσβήνονται για το μέλλον α δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή.
Δεν αποσβήνονται όμως αξιώσεις αυτού κατά του σωματείου για τυχόν παροχές τούτου προς τα μέλη που έχουν γεννηθεί πριν από την αποχώρησή του. Επίσης, μετά την αποχώρηση το μέλος δεν έχει κανένα δικαίωμα στην περιουσία του σωματείου και δεν μπορεί να αξιώσει ούτε μερίδα από την περιουσία ούτε να απαιτήσει να πάρει τις εισφορές που έχει καταβάλλει για όσο χρόνο ήταν μέλος του σωματείου.
ΑΡΘΡΟ 88
ΑΠΟΒΟΛΗ ΜΕΛΩΝ
Αποβολή μέλους επιτρέπεται: 1. στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό 2. αν υπάρχει σπουδαίος λόγος και το αποφασίσει η γενική συνέλευση.
Το μέλος που έχει αποβληθεί έχει το δικαίωμα να προσφύγει στον πρόεδρο των πρωτοδικών μέσα σε δύο μήνες αφότου του γνωστοποιήθηκε η απόφαση, αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η εξουσία στο σωματείο να αποβάλλει τα ακατάλληλα και επιζήμια μέλη του. Η αποβολή του μέλους μπορεί να έχει χαρακτήρα πειθαρχικής ποινής ή να προβλέπεται για άλλους λόγους στο καταστατικό πχ καθυστέρηση καταβολής συνδρομής κλπ.
Στις περιπτώσεις που το προβλέπει το καταστατικό πρέπει να καθορίζει και τους λόγους αποβολής του μέλους. Ο καθορισμός αυτός είναι περιοριστικός και αποκλειστικός δηλαδή δεν μπορεί να γίνει αποβολή μέλους για άλλο λόγο εκτός από αυτούς που ορίζει το καταστατικό.
Το σωματείο μπορεί να καθορίσει απεριόριστα τις περιπτώσεις αποβολής του μέλους όπως μπορεί να καθορίσει και ειδική διαδικασία αποβολής του μέλους. Αν ένας λόγος δεν ορίζεται ακριβώς, αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό του είναι η συνέλευση των μελών.
Η συνέλευση των μελών του σωματείου έχει πάντοτε το δικαίωμα να προβαίνει με απόφασή της σε αποβολή του μέλους για σπουδαίο λόγο, δηλαδή και σε περιπτώσεις που δε προβλέπονται στο καταστατικό.
Η αποβολή του μέλους συντελείται με την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής αποφάσεως του σωματείου. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ώστε να μπορεί να ελεγθεί δικαστικά. Ουσιώδης προϋπόθεση είναι η προηγούμενη κλήση του μέλους σε απολογία, τυχόν αντίθετη ρήτρα είναι άκυρη (ΑΚ 281, 288, Σ20) ενώ είναι έγκυρη η ρήτρα που απαιτεί εξάντληση των ενδίκων μέσων κατά της πειθαρχικής απόφασης.
Το μέλος που αποβλήθηκε έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως, αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
ΆΡΘΡΟ 89
ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΜΕΛΩΝ
Όλα τα μέλη του σωματείου έχουν ίσα δικαιώματα. Ιδιαίτερα δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται με τη συναίνεση όλων των μελών.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη του εδ. 1 καθιερώνεται η αρχή της ισότητας στις σχέσεις των μελών και επικυρώνεται το δικαίωμα κάθε μέλους για ίση μεταχείριση. Ο κανόνας της διατάξεως εφαρμόζεται αναλογικά και για τις υποχρεώσεις των μελών.
Μεταξύ μέλους και σωματείου υφίσταται έννομη σχέση από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η έννομη σχέση ρυθμίζεται από το νόμο, το καταστατικό και τις αποφάσεις των οργάνων. Η σχέση είναι προσωπικού δικαίου, προσωποπαγής, αμεταβίβαστη και ανεπίδεκτη αντιπροσωπεύσεως.
Η αρχή της ισότητας αναφέρεται στα γενικά δικαιώματα των μελών και όχι στα ιδιαίτερα που απονέμονται σε ορισμένα μέλη με το καταστατικό ή με τη συναίνεση όλων των μελών εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση προς τα χρηστά ήθη και το πνεύμα της έννομης τάξης και εξυπηρετούται οι πραγματικές ανάγκες του σωματείου πχ δικαίωμα αυξημένης ψήφου.
Οι υποχρεώσεις των μελών είναι δυνατόν είτε να αναφέρονται στην εσωτερική ζωή του σωματείου είτε να είναι περιουσιακής φύσεως. Στις υποχρεώσεις των μελών περιλαμβάνονται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς, η υποχρέωση συμμορφώσεως στις αποφάσεις του σωματείου, η υποχρέωση συνεισφοράς, η υποχρέωση πίστεως προς το σωματείο κλπ.
Απόκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ισοτιμίας των μελών καθιερώνει η αναγκαστικού δικαίου διάταξη του εδ. β' σύμφωνα με την οποία δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται με τη συναίνεση όλων των μελών. Τα ιδιαίτερα δικαιώματα καθορίζονται είτε στο αρχικό καταστατικό είτε με απόφαση της γενικής συνέλευσης η οποία λαμβάνεται με τη συναίνεση όλων των μελών.
Η απόφαση της γενικής συνελεύσεως που προσβάλλει δικαίωμα μέλους και έχει ληφθεί κατά παράβαση της αρχής της ισότητας είναι άκυρη (ΑΚ 101). Δεν αποκλείεται και δικαίωμα αποζημιώσεως του μέλους που προσβλήθηκε, εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (ΑΚ 914 επ.).
ΆΡΘΡΟ 90
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΗ
Όσοι έπαψαν να είναι μέλη του σωματείου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του.
Οφείλουν να καταβάλουν την εισφορά τους ανάλογα με το χρόνο που παρέμειναν μέλη.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τα μέλη για οποιοδήποτε λόγο και αν εξέλθουν από το σωματείο παύουν να έχουν δικαιώματα, που απορρέουν από την ιδιότητά τους, πάνω στην περιουσία του σωματείου το οποίο διατηρεί τη νομική προσωπικότητά του, μετά την έξοδό τους. Δεν αποσβήνονται όμως τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την έξοδό τους, όπως επίσης και τα δικαιώματα που έχουν πάνω στην περιουσία του σωματείου, τα οποία στηρίζονται σε αιτία άσχετη με την ιδιότητα του μέλους.
Σύμφωνα με την παρ. 2 της διατάξεως τα μέλη οφείλουν να καταβάλλουν εισφορά μόνο για όσο χρόνο έφεραν την ιδιότητα του μέλους. Στην περίπτωση που το μέλος αποβλήθηκε από το σωματείο και κατόπιν επανήλθε κατόπιν προσφυγής του, δεν οφείλει εισφορές για το διάστημα που απείχε από το σωματείο.
Η αξίωση του σωματείου για καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς υπόκειται στην πεντατετή παραγραφή της ΑΚ 250 αρ. 17.
Αρμόδιο δικαστήριο για οφειλόμενες εισφορές είναι το ειρηνοδικείο ανεξαρτήτου ποσού.
ΆΡΘΡΟ 91
ΑΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΟ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ
Η ιδιότητα του μέλους, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σύμφωνα με τη διάταξη η ιδιότητα του μέλους είναι καταρχήν προσωποπαγής και δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση, εκτός αν το μέλος είναι σωματείο ή εταιρεία, και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. Η διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου.
Η απαγόρευση της αντιπροσωπεύσεως αφορά και την εκούσια και τη νόμιμη αντιπροσώπευση. Αν το καταστατικό επιτρέπει την αντιπροσώπευση ο αντιπρόσωπος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη λειτουργία του σωματείου όχι όμως και στα ωφελήματα που παρέχονται στα μέλη.
Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει με διάταξή του την μεταβίβαση της ιδιότητας του μέλους υπό όρους, εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η μεταβίβαση θα γίνει σύμφωνα με την ΑΚ 470 με σύμβαση προς τον αποκτώντα, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του σωματείου ούτε και κάποιος τύπος, εκτός αν υπάρχει τέτοιος όρος στο καταστατικό. Το ακληρονόμητο της ιδιότητας αφορά την εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης διαδοχή.
ΑΡΘΡΟ 92
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Η διοίκηση του σωματείου, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, αποτελείται από μέλη του σωματείου.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διοίκηση είναι το διαρκές εκτελεστικό όργανο του σωματείου, που έχει την επιμέλεια των υποθέσεών του και εκπροσωπεί το σωματείο δικαστικά και εξώδικα.
Σύμφωνα με τη διάταξη, το καταστατικό μπορεί να ορίζει την εν όλω ή εν μέρει ανάθεση της διοικήσεως και σε πρόσωπα μη μέλη του σωματείου.
Δεν αποκλείεται επίσης το καταστατικό να απαιτεί και ιδιαίτερα προσόντα πχ ορισμένη ηλικία, μόρφωση κλπ.
Όταν η διοίκηση αποτελείται από μέλη του σωματείου, η έξοδος κάποιου μέλους της διοικήσεως από το σωματείο έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο και από τη διοίκηση.
Η εξουσία της διοικήσεως εκτείνεται σε κάθε υπόθεση εκτός από εκείνες που ανήκουν στην συνέλευση του σωματείου.
Στην περίπτωση πολυμελούς διοικήσεως συνεπάγεται και επιμερισμός εξουσιών.
Η διοίκηση του σωματείου ευθύνεται έναντι του τελευταίου για κάθε ζημία από τη διαχείριση, που οφείλεται σε υπαιτιότητά της. Τα μέλη που δεν συνέπραξαν στις περιπτώσεις πολυμελούς διοικήσεως δεν ευθύνονται.
ΆΡΘΡΟ 93
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευση, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, ιδίως εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή την αποβολή μέλους, εγκρίνει τον ισολογισμό, αποφασίζει για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου, για την τροποποίηση του καταστατικό και για τη διάλυση του σωματείου.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η συνέλευση είναι το ανώτατο εσωτερικό όργανο του σωματείου και ως όρο αναφέρεται στο σύνολο των μελών του σωματείου, που είναι οργανωμένα σε σώμα.
Είναι βουλευόμενο όργανο και έχει εσωτερική διαχείριση, εκπροσωπεί το σύνολο των μελών και είναι όργανο περιοδικό λόγω της συχνότητας συγκροτήσεώς της.
Δεν εκπροσωπεί το σωματείο απέναντι στους τρίτους εκτός αν υπάρχει καταστατική ρύθμιση.
Αποτελεί απαραίτητο όργανο όπως και η διοίκηση και δεν μπορεί να τεθεί εκτός σωματείου.
Συγκροτείται περιοδικά σε αντίθεση με τη διοίκηση που αποτελεί όργανο διαρκές.
Η απόφαση της συνελεύσεως εκράζει τη βούληση του νομικού προσώπου, αλλά στερείται αντιπροσωπευτικής εξουσίας προς τα έξω. Οι αποφάσεις της δεσμεύουν τα μέλη και τη διοίκηση του σωματείου και εκτελούνται από άλλα όργανα κατά κανόνα, συνήθως τη διοίκηση.
Αν οι αποφάσεις είναι αντίθετες στο νόμο, τα χρηστά ήθη, τη δημόσια τάξη και το καταστατικό είναι άκυρες.
Η ακυρότητά τους κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΑΚ 101).
Στο εδ. β' της διατάξεως αναφέρονται ενδεικτικά τα θέματα για τα οποία αρμοδιότητα έχει η γενική συνέλευση , αν το καταστατικο δεν ορίζει διαφορετικά. Υπάρχουν όμως θέματα που αποκλειστικά αρμόδια είναι η γενική συνέλευση και δεν μπορεί με διάταξη να ανατεθούν σε άλλο όργανο όπως η τροποποίηση του καταστατικού (ΑΚ 99), η διάλυση του σωματείου (ΑΚ 99), η αποβολή μέλους του σωματείου για σπουδαίο λόγο (ΑΚ 88), η εποπτεία και ο έλεγχος των οργάνων της διοίκησης και η παύση αυτών (ΑΚ 94), η μετονομασία του σωματείου και η μεταβολή του σκοπού του σωματείου (ΑΚ 100), η αποδοχή νέων μελών και η έγκριση του ισολογισμού.
ΆΡΘΡΑ 94
ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ
Η συνέλευση έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοίκησης και έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να τα παύει, χωρίς να θίγεται το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την αμοιβή που έχει συμφωνηθεί. Το καταστατικό δεν μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της συνέλευσης να παύει τα όργανα της διοίκησης για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων τους ή για ανικανότητα να ασκήσουν την τακτική διαχείριση.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η εποπτεία της συνελεύσεως συνίσταται στην παροχή οδηγιών, που έχει πάρει με αποφάσεις της, προς τη διοίκηση, η οποία έχει υποχρέωση όχι μόνο να τις ακολουθήσει αλλά και να λογοδοτήσει προς τη συνέλευση.
Ο έλεγχος της συνέλευσης αναφέρεται στα όσα τα όργανα της διοικήσεως έπραξαν παράνομα ή αντίθετα προς το καταστατικό ή τις οδηγίες της, η δε διοίκηση έχει στην προκειμένη περίπτωση την υποχρέωση να παρέχει στη συνέλευση πληροφορίες και εξηγήσεις. Για την άσκηση του ελέγχου αυτού απαιτείται προηγουμένως να έχει συγκληθεί νόμιμα η γενική συνέλευση.
Η συνέλευση εκτός από την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοικήσεως έχει και το δικαίωμα να τα παύει οποτεήποτε χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος ή αιτιολογία. Ελλείψει αντίθετης ρύθμισης η απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Αν η διοίκηση είναι πολυμελής, η παύση μπορεί να αφορά όλα ή ορισμένα μέλη της. Η δυνατότητα αυτή της συνέλευσης δεν εκτείνεται και στηνδ κατ΄ άρθρο 69 ΑΚ προσωρινή διοίκηση. Το δικαίωμα αυτό της συνέλευσης μπορεί να περιοριστεί από το καταστατικό.
Δεν μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα αυτό με διάταξη του καταστατικού αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι όπως βαριά παράβαση καθηκόντων ή ανικανότητα να ασκήσουν την διαχείριση. Οι λόγοι κρίνονται σπουδαίοι σε κάθε περίπτωση πχ ασθένεια, παραμονή στο εξωτερικό, στράτευση κλπ.
Η απόφαση για την παύση δεν χρειάζεται γνωστοποίηση. Η παύση του μέλους της διοίκησης δεν έχει ως αποτέλεσμα και την αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητας του μέλους. Για να συμβεί αυτό απαιτείται απόφαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΚ 88.
ΆΡΘΡΟ 95
ΣΥΓΚΛΗΣΗ
Η διοίκηση συγκαλεί τη συνέλευση στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή κάθε φορά που επιβάλλεται από το συμφέρον του σωματείου.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σύγκληση της συνελεύσεως ανήκει στην αρμοδιότητα της διοικήσεως. Η τελευταία συγκαλεί υποχρεωτικά τη συνέλευση στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή κάθε φορά που επιβάλλεται για το συμφέρον του σωματείου.
Αν η διοίκηση δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση ευθύνεται σε αποζημίωση του σωματείου, αν από την παράλειψη της να συγκαλέσει τη συνέλευση, προέκυψε ζημία στο τελευταίο. Επίσης υπόκεινται στον έλεγχο της συνελεύσεως για παράβαση καθήκοντος.
Η διοίκηση οφείλει να συγκαλέσει τα μέλη της γενικής συνέλευσης κατά τον τρόπο που ορίζει το καταστατικό. Σε περίπτωση που το καταστατικό ορίζει τύπο, αλλά για πολλά χρόνια γίνεται αλλιώς, ισχύει αυτό που έχει καθιερωθεί στην πράξη. Αν δεν ορίζει τρόπο σύγκλησης τότε επιβάλλεται ότι ισχύει από την καλή πίστη και τις επιτόπιες συνήθειες.
Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις και ο τύπος που προβλέπονται από νόμο και καταστατικό τότε η απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη.
ΆΡΘΡΟ 96
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΣΕ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Η συνέλευση συγκαλείται, αν το ζητήσει ο αριθμός μελών που προβλέπει το καταστατικό. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, τη σύγκληση μπορεί να ζητήσει το ένα πέμπτο των μελών με αίτηση όπου αναγράφονται τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν.
Αν η διοίκηση δεν εισακούσει την αίτηση, ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να εξουσιοδοτήσει τους αιτούντες να συγκαλέσουν τη συνέλευση και να ρυθμίσει τα σχετικά με την προεδρία της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με την ΑΚ 96 παρέχεται το δικαίωμα σε ορισμένη μειοψηφία, να επιδιώξει τη σύγκληση της συνελεύσεως. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η μειοψηφία απέναντι στην βασιζόμενη στην πλειοψηφία διοίκηση, και παρέχεται σε αυτήν το δικαίωμα να συγκαλέσει τη συνέλευση όταν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του σωματείου. Αν η διοίκηση αρνηθεί παρέχεται η δυνατότητα στη μειοψηφία να καταφύγει σε σύγκληση με δικαστική απόφαση. Το δικαίωμα αυτό της μειοψηφίας δεν μπορεί να περιοριστεί με το καταστατικό.
Αν δεν υπάρχει διοίκηση δεν μπορεί να ζητηθεί σύγκληση της συνέλευσης.
Η αίτηση γίνεται με έγγραφο (άρθρο 97 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚ) που υπογράφεται από όλα τα μέλη και η οποία πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης διαφορετικά δεν γεννιέται υποχρέωση της διοίκησης για σύγκληση της συνέλευσης.
Η διοίκηση δεν έχει δικαίωμα να εξετάσει τη σπουδαιότητα των θεμάτων ή τη σκοπιμότητα της σύγκλησης αλλά μόνο τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων.
Ο αριθμός των μελών που μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση μπορεί να ορίζεται στο καταστατικό και να συνίσταται σε ορισμένο αριθμό μελών ή ποσοστό αυτών. Αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1/2 των μελών.
Αν η διοίκηση αποκρούσει ρητώς ή σιωπηρώς την αίτηση της μειοψηφίας, η τελευταία και όχι καθένας ατομικά έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου αυτό να την εξουσιοδοτήσει για τη σύγκληση της συνελεύσεως του σωματείου. Το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ανήκει η έδρα του σωματείου.
ΆΡΘΡΟ 97
ΠΩΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Η συνέλευση αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Απόφαση για θέμα που δεν αναγράφεται στην πρόσκληση είναι άκυρη.
Αν όλα τα μέλη συναινέσουν εγγράφως σε ορισμένη πρόταση, μπορεί να ληφθεί απόφαση και χωρίς συνέλευση των μελών.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με αυτή τη διάταξη τίθεται η αρχή της πλειοψηφίας των παρόντων μελών στις συνελεύσεις. Δεν προβλέπει ορισμένη απαρτία, δυναμένη να προβλεφθεί στο καταστατικό.
Η ρύθμιση της ΑΚ 97 παρ. 1 εδ. α κατά την κρατούσα άποψη αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου.
Για τη λήψη της αποφάσεως σύμφωνα με την αναγκαστικού δικαίου διάταξη απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Κατ΄ εξαίρεση ο νόμος απαιτεί εξαιρετική πλειοψηφία (ΑΚ 99) ή παμψηφία (ΑΚ 100). Αν το καταστατικό δεν προβλέπει απαρτία, τότε αρκεί για τη λήψη της αποφάσεως η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
Ο νόμος δεν ορίζει τρόπο ψηφοφορίας. Αυτή μπορεί να είναι μυστική ή φανερή το οποίο το ορίζει το καταστατικό. Η παροχή ψήφου αποτελεί δικαιοπραξία και μπορεί να ακυρωθεί λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής.
Για να είναι έγκυρη η απόφαση της γενικής συνέλευσης απαιτείται το θέμα για το οποίο λήφθηκε η απόφαση να αναγράφεται στην πρόσκληση με σαφήνεια και ακρίβεια αλλιώς η απόφαση είναι άκυρη.
Με την παρ. 2 της διατάξεως παρέχεται η δυνατότητα να ληφθεί απόφαση χωρίς συνέλευση των μελών, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να συγκεντρωθούν αυτά στον αυτό τόπο και χρόνο για τη λήψη της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται ούτε πρόσκληση των μελών για συνέλευση και αναγραφή του προς συζήτηση θέματος. Για να είναι έγκυρη η απόφαση πρέπει να συναινέσουν εγγράφως όλα τα μέλη. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να αφορά οποιοδήποτε θέμα.
Η απόφαση της συνέλευσης που λαμβάνεται κατά παράβαση της ΑΚ 97 είναι ακυρώσιμη κατά την έννοια της ΑΚ 101 και δεν έχει την έννοια της απολύτως ακύρου αποφάσεως, αντίθετης σε απαγορευτικό ή επιτακτικό νόμο. Όπως ακυρώσιμη είναι και η απόφαση αν δεν τηρήθηκε η σχετική απαρτία για τη λήψη της απόφασης.
ΆΡΘΡΟ 98
ΣΤΕΡΗΣΗ ΨΗΦΟΥ ΑΠΟ ΜΕΛΟΣ
Το μέλος δεν έχει δικαίωμα να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη του άρθρου 98 ΑΚ στερεί το μέλος από το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση, όταν η τελευταία πρόκειται να λάβει απόφαση που αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους αυτού ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.
Η στέρηση του δικαιώματος ψήφου αφορά μόνο τις παραπάνω περιπτώσεις γιατί υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με το σωματείο.
Αντίθετα με τη στέρηση της ψήφου, το μέλος μπορεί να συμμετέχει στη συνέλευση χωρίς όμως να καταλογισθεί ως παρών.
Η διάταξη αφορά δικαιοπραξία μονομερή ή σύμβαση, αμφοτεροβαρή ή ετεροβαρή που επιχειρείται μεταξύ του μέλους ή συγγενών του και σωματείου. Δεν ενδιαφέρει αν η δικαιοπραξία είναι επωφελής για το σωματείο.
Ως δίκη νοείται οποιαδήποτε συζήτηση, με οποιαδήποτε διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
Αν η γενική συνέλευση λάβει απόφαση κατά παράβαση της ΑΚ 98, η απόφαση είναι άκυρη.
ΆΡΘΡΟ 99
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΜΕΛΩΝ
Για να αποφασιστεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η διάλυση του σωματείου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη αυτή ορίζει ειδική απαρτία και εξαιρετική πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης για τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου (αυτοδιάλυση).
Κατά την κρατούσα άποψη πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου με την έννοια ότι το καταστατικό δεν μπορεί να την περιορίσει, μπορεί να ορίσει όμως μεταλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από τα οριζόμενα στη διάταξη.
Η ίδια απαρτία και πλειοψηφία απαιτείται και για τη διάλυση του σωματείου από οποιοδήποτε λόγο.
Αν η απόφαση της συνέλευσης για τροποποίηση καταστατικού ή για διάλυση του σωματείου λήφθηκε κατά παράβαση της ΑΚ 99 είναι άκυρη με την έννοια της ΑΚ 101 και όχι ανυπόστατη.
ΆΡΘΡΟ 100
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Για να μεταβληθεί ο σκοπός του σωματείου πρέπει να συναινέσουν όλα τα μέλη. Οι απόντες συναινούν εγγράφως.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη αξιώνει για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου τη συναίνεση όλων των μελών. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου με την έννοια ότι δεν μπορεί να καθοριστεί μικρότερο ποσοστό από το καταστατικό. Η διάταξη καθιερώνει την αρχή της ομοφωνίας.
Στα μέλη που απουσιάζουν παρέχεται η δυνατότητα να συναινέσουν εγγράφως, το δε σχετικό έγγραφο παραδίδεται στη διοίκηση του σωματείου. Η συναίνεση των απόντων δεν σημαίνει έγκριση αποφάσεως που έχει ληφθεί από τους παρόντες.
Για τη μεταβολή του σκοπού για την οποία απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών, πρόκειται για νέο σκοπό ξένο ή αντίθετο από αυτόν που έχει τώρα το σωματείο. Δεν αποτελεί μεταβολή σκοπού η διεύρυνση του κύκλου ενεργειών και δραστηριοτήτων του σωματείου για την καλύτερη επίτευξη του καθορισμένου σκοπού.
Η μεταβολή του σκοπού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση του σωματείου αλλά τη συνέχεια αυτού υπό νέο σκοπό.
ΆΡΘΡΟ 101
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιυδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
H AK 101 στην ουσία καθιερώνει ακυρωσία αφού για την κήρυξη της ακυρότητας πρέπει να ασκηθεί αγωγή. Επίσης με τη διάταξη καθορίζονται τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να προσβάλλουν την ακυρώσιμη απόφαση της συνελεύσεως και σε ποια προθεσμία.
Με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 101 μπορούν να ακυρωθούν και αποφάσεις άλλων οργάνων του σωματείου όπως του διοικητικού συμβουλίου και της εφορευτικής επιτροπής.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 101: α) Να υπάρχει τυπικά απόφαση της γενικής συνελεύσεως ήτοι έκφραση της βουλήσεως αυτής ως οργάνου του σωματείου που φέρει εξωτερικά γνωρίσματα αποφάσεως και να αντιτίθεται αυτή στο νόμο ή το καταστατικό. β) Για την ακυρότητα της αποφάσεως απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσβολής του νόμου ή του καταστατικού και της απόφασης που φέρεται ότι λήφθηκε κατά παράβαση τούτων. Το βάρος απόδειξης φέρει αυτός που αξιώνει την ακύρωση.
Η προσβολή της άκυρης απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι δυνατή μόνο με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή του μέλους ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον. Αυτή παράγει όλα τα αποτελέσματά της μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που θα την κηρύσσει άκυρη. Η αγωγή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προβληθεί με ένσταση ούτε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά και ούτε να καταστεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής.
Η ακυρωτική αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα στην αποκλειστική εξάμηνη προθεσμία, η οποία αρχίζει από τη λήψη της αποφάσεως και όχι από τη στιγμή που έλαβε γνώση ο ενάγων. Ένσταση ή παρεμπίπτουσα κρίση δεν αρκεί. Εντός της αποκλειστικής αυτής προθεσμίας πρέπει να προταθούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως. Η έναρξη και η λήξη της προθεσμίας υπολογίζεται κατά τις ΑΚ 241-243. Η μη εμπρόθεσμη άσκηση της ακυρωτικής αγωγής έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεστη του δικαιώματος για ακύρωση και τη θεραπεία της ακυρότητας της αποφάσεως της γενικής συνέλευσης.
Για την ακύρωση της ελαττωματικής αποφάσεως νομιμοποιείται τοσ μέλος που δεν συναίνεσε στη λήψη της απόφασης και ο τρίτος που έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως. Η συναίνεση του μέλους πρέπει να είναι σαφής και θετική, ενώ το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει το σωματείο. Δεν αρκεί ότι το μέλος που ήταν παρόν κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως σιώπησε ή δεν διατύπωσε οποιαδήποτε ένσταση ή αντίρρηση. Κάθε μέλος του σωματείου είναι φορέας του ουσιαστικού διαπλαστικού δικαιώματος για ακύρωση της αποφάσεως της συνέλευσης για δε το μέλος που δεν συναίνεσε το έννομο συφέρον είναι δεδομένο και δεν απαιτείται η επαγωγή βλάβης σε αυτό. Σε αντίθεση με το μέλος, ο τρίτος πρέπει να αποδείξει το έννομο συμφέρον που έχει από την ακυρότητα της απόφασης.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής για την ακύρωση της απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου, το οποίο δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η ακυρωσία που εισάγει η ΑΚ 101 αφορά μόνο αποφάσεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού σχετικά με τη διαδικασία λήψης απόφασης (ΑΚ 97-100).
Αν όμως η απόφαση πάσχει από ακυρότητα αναγόμενη σε λόγους ακυρότητας όλων των δικαιοπραξιών πχ αντίθεση στα χρηστά ήθη ή σε απαγορευτικό νόμο, η απόφαση είναι αυτοδικαίως άκυρη (ΑΚ 180).
Αν λείπει στοιχείο απαραίτητο για την ίδια την ύπαρξη της απόφασης τότε αυτή είναι ανυπόστατη.
ΆΡΘΡΟ 102
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΚΥΡΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μιας άκυρης απόφασης, αν το ζητήσει η διοίκηση του σωματείου ή μέλος του ή ο εισαγγελέας.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στα πρόσωπα που καθορίζονται σε αυτήν, να ζητήσουν την αναστολή της άκυρης απόφασης της γενικής συνέλευσης.
Αναστολή εκτέλεσης διατάσσεται και γαι τις άκυρες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και της εφορευτικής επιτροπής.
Προϋποθέσεις χορηγήσεως της αναστολής: α) να πιθανολογείται η ακυρότητα της αποφάσεως της γενικής συνέλευσης β) να συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος γ) κατά την υποβολή της αιτήσεως να μην έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής, χωρίς να απαιτείται να έχει εγερθεί αυτή.
Η αίτηση αναστολής μπορεί να ασκηθεί πριν ή μετά την άσκηση της αγωγής ακυρώσεως.
Δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση για αναστολή εκτελέσεως της άκυρης αποφάσεως έχουν α) η διοίκηση β) οποιοδήποτε μέλος του σωματείου γ) ο τρίτος που έχει έννομο συμφέρον δ) ο εισαγγελέας γιατί μπορεί η εκτέλεση της απόφασης να ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη.
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το μονομελές της έδρας του σωματείου.
Η δικαστική απόφαση που δέχεται την αίτηση αναστολής, η οποία ασκήθηκε πριν από την άσκηση της ακυρωτικής αγωγής, μπορεί να ορίσει προθεσμία για την άσκηση της τελευταίας όχι όμως μικρότερη από τριάντα μέρες. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, το ασφαλιστικό μέτρο της αναστολής αίρεται αυτοδικαίως.
ΆΡΘΡΟ 103
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Το σωματείο διαλύεται οποτεδήποτε με απόφαση της συνέλευσης των μελών.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάλυση του σωματείου επέρχεται μόνο με τους τρόπους που ορίζονται στην ΑΚ 103, 104 και 105. Οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου και δε μπορούν να αποκλεισθούν με αντίθετη διάταξη του καταστατικού.
Δεν μπορεί να επέλθει διάλυση σωματείου με νόμο εκτός από την περίπτωση της κατάστασης πολιορκίας.
Μετά τη διάλυση το σωματείο τελεί αυτοδικαίως υπό εκκαθάριση και η νομική προσωπικότητά του διατηρείται μέχρι το τέλος αυτής.
Η απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών για τη διάλυση του σωματείου μπορεί να ληφθεί οποτεδήποτε και γαι οποιοδήποτε λόγο και δεν απαιτείται να περιέχεται σε αυτήν κάποια αιτιολογία.
Η διάλυση του σωματείου ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης των μελών. Για τη λήψη της απόφασης αν το καταστατικό δεν έχει ορίσει μεγαλύτερα ποσοστά, απαιτείται η παρουσία των μισών τουλάχιστων μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων (ΑΚ 99).
Η απόφαση για τη διάλυση μπορεί να ληφθεί και με την έγγραφη συναίνεση όλων των μελών (ΑΚ 97 παρ. 1).
Για την επέλευση των αποτελεσμάτων της διαλύσεως δεν απαιτείται δικαστική απόφαση. Μετά τη διάλυση ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης.
ΆΡΘΡΟ 104
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ
Το σωματείο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό. Το σωματείο διαλύεται μόλις τα μέλη μείνουν λιγότερα από δέκα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το καταστατικό μπορεί να ορίζει διάφορες περιπτώσεις, με την επέλευση των οποίων θα διαλύεται το σωματείο. Αυτό μπορεί να προβλέπει ορισμένει χρονικό σημείο διαλύσεώς του, οπότε με την επέλευση αυτού θα επέρχεται αυτοδικαίως η διάλυσή του ή η διάλυσή του να εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένης διαλυτικής αιρέσεως. Πάντως και οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν εμποδίζουν την περίπτωση του ΑΚ 103 που τα μέλη οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να αποφασίσουν τη διάλυση του σωματείου.
Η διάλυση του σωματείου επέρχεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που ο αριθμός των μελών του μειώθηκε σε λιγότερο από δέκα. Ο λόγος μείωσης μπορεί να είναι θάνατος, αποχώρηση κλπ. Δεν ενδιαφέρει ο λόγος. Το καταστατικό πάντως δεν μπορεί να εμποδίσει τη διάλυση ούτε να ορίσει μικρότερο αριθμό μελών ενώ μπορεί να ορίσει μεγαλύτερο αριθμό του ελάχιστου ορίου των μελών. Με τη διάλυση παύει η ιδιότητά τους ως μέλη, ούτε συνιστούν ένωση προσώπων με την έννοια της ΑΚ 107.
ΆΡΘΡΟ 105
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή: 1. αν, επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο να αναδειχθεί διοίκηση ή γενικά να εξακολουθήσει να λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με το καταστατικό 2. αν ο σκοπός του σωματείου εκπληθώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί 3. αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι προς τη δημόσια τάξη.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη καθορίζει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η διάλυση του σωματείου όπως καθορίζει περιοριστικά και τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν από αυτή. Η διάλυση του σωματείου μόνο με δικαστική απόφαση επιβάλλεται και από το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια απαγορεύεται η διάλυση του σωματείου με πράξη της διοικήσεως ή με νόμο, με εξαίρεση την περίπτωση πολιορκίας (Ν 566/77).
Λόγοι διαλύσεως του σωματείου: α) αν από τη μείωση του αριθμού των μελών ή από άλλα αίτια είναι αδύνατο κατά τρόπο οριστικό η ανάδειξη της διοίκησης ή της εξακολούθησης της λειτουργίας του σύμφωνα με το καταστατικό. Άλλα αίτια είναι πχ η έλλειψη πόρων, η οριστική αδυναμία επιδιώξειως του σκοπού, η άρνηση των μελών να αναλάβουν τη διοίκηση και γενικά η αδιαφορία των μελών β) αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί. Ως σκοπός νοείται αυτός που ορίζεται στο καταστατικό. Αδράνεια υπάρχει όταν για πολλά το σωματείο δεν έχει λειτουργήσει, δεν εμφανίζει δραστηριότητες, δεν έχει βιβλία και σφραγίδες και δεν προκύπτουν συνεδριάσεις και λήψεις αποφάσεως της διοικήσεώς του. γ) αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικκό από εκείνον που ορίζει το καταστατικό.
Τη δικαστική διάλυση του σωματείου νομιμοποιούνται να ζητήσουν: α) η διοίκηση στο σύνολό της δηλαδή ως συλλογικό όργανο και όχι ατομικά β) το 1/5 του συνολικού αριθμού των μελών κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως γ) η εποπτεύσουσα αρχή.
Δεν νομιμοποιούνται: ο εισαγγελέας, μεμονωμένα μέλη του σωματείου ούτε τρίτου και ας έχουν έννομο συμφέρον.
Αρμόδιο δικαστήριο καθ΄ ύλην και κατά τόπο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία.
ΆΡΘΡΟ 106
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ
Η περιουσία σωματείου που διαλύθηκε δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για την τύχη της περιουσίας του σωματείου που διαλύεται, ορίζει καταρχήν, όπως για κάθε νομικό πρόσωπο η ΑΚ 77, σε αυτήν δε προστίθεται η ΑΚ 106 η οποία απαγορεύει τη διανομή της στα μέλη του σωματείου.
Σύμφωνα με την ΑΚ 106 αποκλείεται η περιουσία του σωματείου που διαλύθηκε να περιέλθει γενικά στα μέλη του δηλαδή όχι μόνο σε όλα τα μέλη του, αλλά και σε ορισμένα από αυτά. Απαγορεύεται η περιέλευση της περιουσίας σε οποιαδήποτε μορφή είτε υπό μορφή βοηθήματος είτε εισφορών.
Αν το καταστατικό ή η απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν ορίζει κάτι διαφορετικό για τη τύχη της περιουσίας του σωματείου μετά τη διάλυση, η τελευταία περιέρχεται στο δημόσιο το οποίο έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του σωματείου με την περιουσία αυτή (ΑΚ 77).
ΆΡΘΡΟ 107
ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΩΜΑΤΕΙΑ
Ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρεία. Μόλις η ένωση αυτή μετατραπεί σε σωματείο, η περιουσία της μεταβιβάζεται στο σωματείο σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη του ΑΚ 107 αναφέρεται στις ενώσεις προσώωπων που δεν αποτελούν σωματεία ή εταιρείες. Πρόκειται για ενώσεις που έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη κοινής δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Τέτοιες ενώσεις είναι εκείνες που έχουν συσταθεί με σκοπό να συστήσουν σωματείο κατά το στάδιο της διαδικασίας μέχρι την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο της δικαστικής αποφάσεως που εγκρίνει το καταστατικό ή αυτές που για διάφορους λόγους το δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την εγγραφή τους στο άνω βιβλίο, αυτές που έχουν λιγότερα από είκοσι μέλη, ή αυτές που τα μέλη τους δεν θέλουν η ένωσή τους να αποκτήσει τη μορφή του σωματείου. Μέλη των ενώσεων μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα.
Για τη σύσταση της επιτροπής απαιτείται άτυπη συμφωνία δύο ή περισσοτέρων για επιδίωξη κοινού σκοπού, χωρίς να απαιτείται και μονιμότητα αυτής. Η συμφωνία δεν πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη ή στο νόμο. Ο σκοπός της ενώσεως μπορεί να είναι κερδοσκοπικός, οικονομικός και γενικά ως προς αυτόν δεν τάσσονται περιορισμοί, αρκεί μόνο να μην είναι αντίθετος στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Έδρα των ενώσεων είναι η έδρα της διοίκησης. Τέτοιες ενώσεις είναι το πολιτικό κόμμα, ο υπό ίδρυση συνεταιρισμός, οι συνιδιοκτήτες πολυκατοικίας, η ΟΕ που δεν έχει υποβληθεί σε διατυπώσεις δημοσιότητας.
Η ένωση προσώπων, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη συστατική πράξη ή το νόμο διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Δεν έχουν συνεπώς εφαρμογή οι διατάξεις ΑΚ 766, 767, 773, 775 για τους λόγους λύσης της εταιρείας, ενώ εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις που διέπουν το σωματείο όπως η αρχή της ισότητας (ΑΚ 81), το ασυμβίβαστο και ακληρονόμητο της ιδιότητας του μέλους.
Τα μέλη της ενώσεως για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν απέναντι σε τρίτους, ευθύνονται κατά το λόγο της συμμετοχής τους. Αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον και με την προσωπική τους περιουσία αλλά μόνο μέχρι το ποσό της εισφοράς τους και όχι απεριορίστως. Επίσης ευθύνονται για τις παράνομες ή παραλείψεις των διοικούντων κατά τις ΑΚ 334, 922.
Η διοίκηση της ένωσης ασκείται από όλα τα μέλη και αποφασίζουν κατά πλειοψηφία (ΑΚ 748).
Η τυχόν σχηματισθείσα περιουσία ανήκει στα μέλη κοινώς και αδιαιρέτως. Η συμμετοή αν δεν έχει προβλεφθεί άλλως είναι ίση για όλα τα μέλη (ΑΚ 758). Σε αποχώρηση μέλους, το τελευτίο δεν μπορεί να αναλάβει το ιδανικό του μερίδιο, ούτε να το διαθέσει, ή να ζητήσει τη διανομή πριν περατωθεί η εκκαθάριση (ΑΚ 761).
Η περιουσία μετά τη διάλυση διανέμεται όπως ορίζει το καταστατικό, άλλως διανέμεται στα μέλη (ΑΚ 782).
Η ένωση διαλύεται με τους ίδιους τρόπους που διαλύεται ένα σωματείο α) με συμφωνία όλων των μελών (εκούσια διάλυση) β) αυτοδικαίως στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό γ) όταν απομείνει ένα μέλος δ) με την πάροδο του χρόνου, εφόσον έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο ε) με την πραγματοποίηση του σκιοπύ ή γιατί ο τελευταίος έγινε ανέφικτος στ) με δικαστική απόφαση λόγω παραβάσεως του νόμου η΄ουσιώδους διατάξεως του καταστατικού ή αν ο σκοπός έγινε ανήθικος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη.
Αρμόδιο δικαστήριο για τη διάλυση της ενώσεως είναι το μονομελές δικαστήριο της έρας της ένωσης το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Η ένωση που επιδιώκει οικονομικό ή εμπορικό σκοπό μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος για το σκοπό αυτό στις ομόρρυθμες εμπορικές εταιρείες (ΑΚ 784). Η μετατροπή της σε σωματείο γίνεται με την τήρηση τωνόρων για τη σύσταση σωματείου.
Δεν αποσβήνονται όμως αξιώσεις αυτού κατά του σωματείου για τυχόν παροχές τούτου προς τα μέλη που έχουν γεννηθεί πριν από την αποχώρησή του. Επίσης, μετά την αποχώρηση το μέλος δεν έχει κανένα δικαίωμα στην περιουσία του σωματείου και δεν μπορεί να αξιώσει ούτε μερίδα από την περιουσία ούτε να απαιτήσει να πάρει τις εισφορές που έχει καταβάλλει για όσο χρόνο ήταν μέλος του σωματείου.
ΑΡΘΡΟ 88
ΑΠΟΒΟΛΗ ΜΕΛΩΝ
Αποβολή μέλους επιτρέπεται: 1. στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό 2. αν υπάρχει σπουδαίος λόγος και το αποφασίσει η γενική συνέλευση.
Το μέλος που έχει αποβληθεί έχει το δικαίωμα να προσφύγει στον πρόεδρο των πρωτοδικών μέσα σε δύο μήνες αφότου του γνωστοποιήθηκε η απόφαση, αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η εξουσία στο σωματείο να αποβάλλει τα ακατάλληλα και επιζήμια μέλη του. Η αποβολή του μέλους μπορεί να έχει χαρακτήρα πειθαρχικής ποινής ή να προβλέπεται για άλλους λόγους στο καταστατικό πχ καθυστέρηση καταβολής συνδρομής κλπ.
Στις περιπτώσεις που το προβλέπει το καταστατικό πρέπει να καθορίζει και τους λόγους αποβολής του μέλους. Ο καθορισμός αυτός είναι περιοριστικός και αποκλειστικός δηλαδή δεν μπορεί να γίνει αποβολή μέλους για άλλο λόγο εκτός από αυτούς που ορίζει το καταστατικό.
Το σωματείο μπορεί να καθορίσει απεριόριστα τις περιπτώσεις αποβολής του μέλους όπως μπορεί να καθορίσει και ειδική διαδικασία αποβολής του μέλους. Αν ένας λόγος δεν ορίζεται ακριβώς, αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό του είναι η συνέλευση των μελών.
Η συνέλευση των μελών του σωματείου έχει πάντοτε το δικαίωμα να προβαίνει με απόφασή της σε αποβολή του μέλους για σπουδαίο λόγο, δηλαδή και σε περιπτώσεις που δε προβλέπονται στο καταστατικό.
Η αποβολή του μέλους συντελείται με την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής αποφάσεως του σωματείου. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ώστε να μπορεί να ελεγθεί δικαστικά. Ουσιώδης προϋπόθεση είναι η προηγούμενη κλήση του μέλους σε απολογία, τυχόν αντίθετη ρήτρα είναι άκυρη (ΑΚ 281, 288, Σ20) ενώ είναι έγκυρη η ρήτρα που απαιτεί εξάντληση των ενδίκων μέσων κατά της πειθαρχικής απόφασης.
Το μέλος που αποβλήθηκε έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως, αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
ΆΡΘΡΟ 89
ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΜΕΛΩΝ
Όλα τα μέλη του σωματείου έχουν ίσα δικαιώματα. Ιδιαίτερα δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται με τη συναίνεση όλων των μελών.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη του εδ. 1 καθιερώνεται η αρχή της ισότητας στις σχέσεις των μελών και επικυρώνεται το δικαίωμα κάθε μέλους για ίση μεταχείριση. Ο κανόνας της διατάξεως εφαρμόζεται αναλογικά και για τις υποχρεώσεις των μελών.
Μεταξύ μέλους και σωματείου υφίσταται έννομη σχέση από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η έννομη σχέση ρυθμίζεται από το νόμο, το καταστατικό και τις αποφάσεις των οργάνων. Η σχέση είναι προσωπικού δικαίου, προσωποπαγής, αμεταβίβαστη και ανεπίδεκτη αντιπροσωπεύσεως.
Η αρχή της ισότητας αναφέρεται στα γενικά δικαιώματα των μελών και όχι στα ιδιαίτερα που απονέμονται σε ορισμένα μέλη με το καταστατικό ή με τη συναίνεση όλων των μελών εφόσον δεν υπάρχει αντίθεση προς τα χρηστά ήθη και το πνεύμα της έννομης τάξης και εξυπηρετούται οι πραγματικές ανάγκες του σωματείου πχ δικαίωμα αυξημένης ψήφου.
Οι υποχρεώσεις των μελών είναι δυνατόν είτε να αναφέρονται στην εσωτερική ζωή του σωματείου είτε να είναι περιουσιακής φύσεως. Στις υποχρεώσεις των μελών περιλαμβάνονται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς, η υποχρέωση συμμορφώσεως στις αποφάσεις του σωματείου, η υποχρέωση συνεισφοράς, η υποχρέωση πίστεως προς το σωματείο κλπ.
Απόκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ισοτιμίας των μελών καθιερώνει η αναγκαστικού δικαίου διάταξη του εδ. β' σύμφωνα με την οποία δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται με τη συναίνεση όλων των μελών. Τα ιδιαίτερα δικαιώματα καθορίζονται είτε στο αρχικό καταστατικό είτε με απόφαση της γενικής συνέλευσης η οποία λαμβάνεται με τη συναίνεση όλων των μελών.
Η απόφαση της γενικής συνελεύσεως που προσβάλλει δικαίωμα μέλους και έχει ληφθεί κατά παράβαση της αρχής της ισότητας είναι άκυρη (ΑΚ 101). Δεν αποκλείεται και δικαίωμα αποζημιώσεως του μέλους που προσβλήθηκε, εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (ΑΚ 914 επ.).
ΆΡΘΡΟ 90
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΗ
Όσοι έπαψαν να είναι μέλη του σωματείου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του.
Οφείλουν να καταβάλουν την εισφορά τους ανάλογα με το χρόνο που παρέμειναν μέλη.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τα μέλη για οποιοδήποτε λόγο και αν εξέλθουν από το σωματείο παύουν να έχουν δικαιώματα, που απορρέουν από την ιδιότητά τους, πάνω στην περιουσία του σωματείου το οποίο διατηρεί τη νομική προσωπικότητά του, μετά την έξοδό τους. Δεν αποσβήνονται όμως τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την έξοδό τους, όπως επίσης και τα δικαιώματα που έχουν πάνω στην περιουσία του σωματείου, τα οποία στηρίζονται σε αιτία άσχετη με την ιδιότητα του μέλους.
Σύμφωνα με την παρ. 2 της διατάξεως τα μέλη οφείλουν να καταβάλλουν εισφορά μόνο για όσο χρόνο έφεραν την ιδιότητα του μέλους. Στην περίπτωση που το μέλος αποβλήθηκε από το σωματείο και κατόπιν επανήλθε κατόπιν προσφυγής του, δεν οφείλει εισφορές για το διάστημα που απείχε από το σωματείο.
Η αξίωση του σωματείου για καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς υπόκειται στην πεντατετή παραγραφή της ΑΚ 250 αρ. 17.
Αρμόδιο δικαστήριο για οφειλόμενες εισφορές είναι το ειρηνοδικείο ανεξαρτήτου ποσού.
ΆΡΘΡΟ 91
ΑΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΟ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ
Η ιδιότητα του μέλους, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σύμφωνα με τη διάταξη η ιδιότητα του μέλους είναι καταρχήν προσωποπαγής και δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση, εκτός αν το μέλος είναι σωματείο ή εταιρεία, και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. Η διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου.
Η απαγόρευση της αντιπροσωπεύσεως αφορά και την εκούσια και τη νόμιμη αντιπροσώπευση. Αν το καταστατικό επιτρέπει την αντιπροσώπευση ο αντιπρόσωπος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη λειτουργία του σωματείου όχι όμως και στα ωφελήματα που παρέχονται στα μέλη.
Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει με διάταξή του την μεταβίβαση της ιδιότητας του μέλους υπό όρους, εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η μεταβίβαση θα γίνει σύμφωνα με την ΑΚ 470 με σύμβαση προς τον αποκτώντα, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του σωματείου ούτε και κάποιος τύπος, εκτός αν υπάρχει τέτοιος όρος στο καταστατικό. Το ακληρονόμητο της ιδιότητας αφορά την εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης διαδοχή.
ΑΡΘΡΟ 92
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Η διοίκηση του σωματείου, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, αποτελείται από μέλη του σωματείου.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διοίκηση είναι το διαρκές εκτελεστικό όργανο του σωματείου, που έχει την επιμέλεια των υποθέσεών του και εκπροσωπεί το σωματείο δικαστικά και εξώδικα.
Σύμφωνα με τη διάταξη, το καταστατικό μπορεί να ορίζει την εν όλω ή εν μέρει ανάθεση της διοικήσεως και σε πρόσωπα μη μέλη του σωματείου.
Δεν αποκλείεται επίσης το καταστατικό να απαιτεί και ιδιαίτερα προσόντα πχ ορισμένη ηλικία, μόρφωση κλπ.
Όταν η διοίκηση αποτελείται από μέλη του σωματείου, η έξοδος κάποιου μέλους της διοικήσεως από το σωματείο έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο και από τη διοίκηση.
Η εξουσία της διοικήσεως εκτείνεται σε κάθε υπόθεση εκτός από εκείνες που ανήκουν στην συνέλευση του σωματείου.
Στην περίπτωση πολυμελούς διοικήσεως συνεπάγεται και επιμερισμός εξουσιών.
Η διοίκηση του σωματείου ευθύνεται έναντι του τελευταίου για κάθε ζημία από τη διαχείριση, που οφείλεται σε υπαιτιότητά της. Τα μέλη που δεν συνέπραξαν στις περιπτώσεις πολυμελούς διοικήσεως δεν ευθύνονται.
ΆΡΘΡΟ 93
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευση, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, ιδίως εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή την αποβολή μέλους, εγκρίνει τον ισολογισμό, αποφασίζει για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου, για την τροποποίηση του καταστατικό και για τη διάλυση του σωματείου.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η συνέλευση είναι το ανώτατο εσωτερικό όργανο του σωματείου και ως όρο αναφέρεται στο σύνολο των μελών του σωματείου, που είναι οργανωμένα σε σώμα.
Είναι βουλευόμενο όργανο και έχει εσωτερική διαχείριση, εκπροσωπεί το σύνολο των μελών και είναι όργανο περιοδικό λόγω της συχνότητας συγκροτήσεώς της.
Δεν εκπροσωπεί το σωματείο απέναντι στους τρίτους εκτός αν υπάρχει καταστατική ρύθμιση.
Αποτελεί απαραίτητο όργανο όπως και η διοίκηση και δεν μπορεί να τεθεί εκτός σωματείου.
Συγκροτείται περιοδικά σε αντίθεση με τη διοίκηση που αποτελεί όργανο διαρκές.
Η απόφαση της συνελεύσεως εκράζει τη βούληση του νομικού προσώπου, αλλά στερείται αντιπροσωπευτικής εξουσίας προς τα έξω. Οι αποφάσεις της δεσμεύουν τα μέλη και τη διοίκηση του σωματείου και εκτελούνται από άλλα όργανα κατά κανόνα, συνήθως τη διοίκηση.
Αν οι αποφάσεις είναι αντίθετες στο νόμο, τα χρηστά ήθη, τη δημόσια τάξη και το καταστατικό είναι άκυρες.
Η ακυρότητά τους κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΑΚ 101).
Στο εδ. β' της διατάξεως αναφέρονται ενδεικτικά τα θέματα για τα οποία αρμοδιότητα έχει η γενική συνέλευση , αν το καταστατικο δεν ορίζει διαφορετικά. Υπάρχουν όμως θέματα που αποκλειστικά αρμόδια είναι η γενική συνέλευση και δεν μπορεί με διάταξη να ανατεθούν σε άλλο όργανο όπως η τροποποίηση του καταστατικού (ΑΚ 99), η διάλυση του σωματείου (ΑΚ 99), η αποβολή μέλους του σωματείου για σπουδαίο λόγο (ΑΚ 88), η εποπτεία και ο έλεγχος των οργάνων της διοίκησης και η παύση αυτών (ΑΚ 94), η μετονομασία του σωματείου και η μεταβολή του σκοπού του σωματείου (ΑΚ 100), η αποδοχή νέων μελών και η έγκριση του ισολογισμού.
ΆΡΘΡΑ 94
ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ
Η συνέλευση έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοίκησης και έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να τα παύει, χωρίς να θίγεται το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την αμοιβή που έχει συμφωνηθεί. Το καταστατικό δεν μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της συνέλευσης να παύει τα όργανα της διοίκησης για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων τους ή για ανικανότητα να ασκήσουν την τακτική διαχείριση.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η εποπτεία της συνελεύσεως συνίσταται στην παροχή οδηγιών, που έχει πάρει με αποφάσεις της, προς τη διοίκηση, η οποία έχει υποχρέωση όχι μόνο να τις ακολουθήσει αλλά και να λογοδοτήσει προς τη συνέλευση.
Ο έλεγχος της συνέλευσης αναφέρεται στα όσα τα όργανα της διοικήσεως έπραξαν παράνομα ή αντίθετα προς το καταστατικό ή τις οδηγίες της, η δε διοίκηση έχει στην προκειμένη περίπτωση την υποχρέωση να παρέχει στη συνέλευση πληροφορίες και εξηγήσεις. Για την άσκηση του ελέγχου αυτού απαιτείται προηγουμένως να έχει συγκληθεί νόμιμα η γενική συνέλευση.
Η συνέλευση εκτός από την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοικήσεως έχει και το δικαίωμα να τα παύει οποτεήποτε χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος ή αιτιολογία. Ελλείψει αντίθετης ρύθμισης η απόφαση λαμβάνεται με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία. Αν η διοίκηση είναι πολυμελής, η παύση μπορεί να αφορά όλα ή ορισμένα μέλη της. Η δυνατότητα αυτή της συνέλευσης δεν εκτείνεται και στηνδ κατ΄ άρθρο 69 ΑΚ προσωρινή διοίκηση. Το δικαίωμα αυτό της συνέλευσης μπορεί να περιοριστεί από το καταστατικό.
Δεν μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα αυτό με διάταξη του καταστατικού αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι όπως βαριά παράβαση καθηκόντων ή ανικανότητα να ασκήσουν την διαχείριση. Οι λόγοι κρίνονται σπουδαίοι σε κάθε περίπτωση πχ ασθένεια, παραμονή στο εξωτερικό, στράτευση κλπ.
Η απόφαση για την παύση δεν χρειάζεται γνωστοποίηση. Η παύση του μέλους της διοίκησης δεν έχει ως αποτέλεσμα και την αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητας του μέλους. Για να συμβεί αυτό απαιτείται απόφαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΚ 88.
ΆΡΘΡΟ 95
ΣΥΓΚΛΗΣΗ
Η διοίκηση συγκαλεί τη συνέλευση στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή κάθε φορά που επιβάλλεται από το συμφέρον του σωματείου.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σύγκληση της συνελεύσεως ανήκει στην αρμοδιότητα της διοικήσεως. Η τελευταία συγκαλεί υποχρεωτικά τη συνέλευση στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή κάθε φορά που επιβάλλεται για το συμφέρον του σωματείου.
Αν η διοίκηση δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση ευθύνεται σε αποζημίωση του σωματείου, αν από την παράλειψη της να συγκαλέσει τη συνέλευση, προέκυψε ζημία στο τελευταίο. Επίσης υπόκεινται στον έλεγχο της συνελεύσεως για παράβαση καθήκοντος.
Η διοίκηση οφείλει να συγκαλέσει τα μέλη της γενικής συνέλευσης κατά τον τρόπο που ορίζει το καταστατικό. Σε περίπτωση που το καταστατικό ορίζει τύπο, αλλά για πολλά χρόνια γίνεται αλλιώς, ισχύει αυτό που έχει καθιερωθεί στην πράξη. Αν δεν ορίζει τρόπο σύγκλησης τότε επιβάλλεται ότι ισχύει από την καλή πίστη και τις επιτόπιες συνήθειες.
Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις και ο τύπος που προβλέπονται από νόμο και καταστατικό τότε η απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη.
ΆΡΘΡΟ 96
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΣΕ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
Η συνέλευση συγκαλείται, αν το ζητήσει ο αριθμός μελών που προβλέπει το καταστατικό. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, τη σύγκληση μπορεί να ζητήσει το ένα πέμπτο των μελών με αίτηση όπου αναγράφονται τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν.
Αν η διοίκηση δεν εισακούσει την αίτηση, ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να εξουσιοδοτήσει τους αιτούντες να συγκαλέσουν τη συνέλευση και να ρυθμίσει τα σχετικά με την προεδρία της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με την ΑΚ 96 παρέχεται το δικαίωμα σε ορισμένη μειοψηφία, να επιδιώξει τη σύγκληση της συνελεύσεως. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η μειοψηφία απέναντι στην βασιζόμενη στην πλειοψηφία διοίκηση, και παρέχεται σε αυτήν το δικαίωμα να συγκαλέσει τη συνέλευση όταν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του σωματείου. Αν η διοίκηση αρνηθεί παρέχεται η δυνατότητα στη μειοψηφία να καταφύγει σε σύγκληση με δικαστική απόφαση. Το δικαίωμα αυτό της μειοψηφίας δεν μπορεί να περιοριστεί με το καταστατικό.
Αν δεν υπάρχει διοίκηση δεν μπορεί να ζητηθεί σύγκληση της συνέλευσης.
Η αίτηση γίνεται με έγγραφο (άρθρο 97 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚ) που υπογράφεται από όλα τα μέλη και η οποία πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης διαφορετικά δεν γεννιέται υποχρέωση της διοίκησης για σύγκληση της συνέλευσης.
Η διοίκηση δεν έχει δικαίωμα να εξετάσει τη σπουδαιότητα των θεμάτων ή τη σκοπιμότητα της σύγκλησης αλλά μόνο τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων.
Ο αριθμός των μελών που μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση μπορεί να ορίζεται στο καταστατικό και να συνίσταται σε ορισμένο αριθμό μελών ή ποσοστό αυτών. Αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1/2 των μελών.
Αν η διοίκηση αποκρούσει ρητώς ή σιωπηρώς την αίτηση της μειοψηφίας, η τελευταία και όχι καθένας ατομικά έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου αυτό να την εξουσιοδοτήσει για τη σύγκληση της συνελεύσεως του σωματείου. Το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ανήκει η έδρα του σωματείου.
ΆΡΘΡΟ 97
ΠΩΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Η συνέλευση αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Απόφαση για θέμα που δεν αναγράφεται στην πρόσκληση είναι άκυρη.
Αν όλα τα μέλη συναινέσουν εγγράφως σε ορισμένη πρόταση, μπορεί να ληφθεί απόφαση και χωρίς συνέλευση των μελών.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με αυτή τη διάταξη τίθεται η αρχή της πλειοψηφίας των παρόντων μελών στις συνελεύσεις. Δεν προβλέπει ορισμένη απαρτία, δυναμένη να προβλεφθεί στο καταστατικό.
Η ρύθμιση της ΑΚ 97 παρ. 1 εδ. α κατά την κρατούσα άποψη αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου.
Για τη λήψη της αποφάσεως σύμφωνα με την αναγκαστικού δικαίου διάταξη απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Κατ΄ εξαίρεση ο νόμος απαιτεί εξαιρετική πλειοψηφία (ΑΚ 99) ή παμψηφία (ΑΚ 100). Αν το καταστατικό δεν προβλέπει απαρτία, τότε αρκεί για τη λήψη της αποφάσεως η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
Ο νόμος δεν ορίζει τρόπο ψηφοφορίας. Αυτή μπορεί να είναι μυστική ή φανερή το οποίο το ορίζει το καταστατικό. Η παροχή ψήφου αποτελεί δικαιοπραξία και μπορεί να ακυρωθεί λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής.
Για να είναι έγκυρη η απόφαση της γενικής συνέλευσης απαιτείται το θέμα για το οποίο λήφθηκε η απόφαση να αναγράφεται στην πρόσκληση με σαφήνεια και ακρίβεια αλλιώς η απόφαση είναι άκυρη.
Με την παρ. 2 της διατάξεως παρέχεται η δυνατότητα να ληφθεί απόφαση χωρίς συνέλευση των μελών, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να συγκεντρωθούν αυτά στον αυτό τόπο και χρόνο για τη λήψη της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται ούτε πρόσκληση των μελών για συνέλευση και αναγραφή του προς συζήτηση θέματος. Για να είναι έγκυρη η απόφαση πρέπει να συναινέσουν εγγράφως όλα τα μέλη. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να αφορά οποιοδήποτε θέμα.
Η απόφαση της συνέλευσης που λαμβάνεται κατά παράβαση της ΑΚ 97 είναι ακυρώσιμη κατά την έννοια της ΑΚ 101 και δεν έχει την έννοια της απολύτως ακύρου αποφάσεως, αντίθετης σε απαγορευτικό ή επιτακτικό νόμο. Όπως ακυρώσιμη είναι και η απόφαση αν δεν τηρήθηκε η σχετική απαρτία για τη λήψη της απόφασης.
ΆΡΘΡΟ 98
ΣΤΕΡΗΣΗ ΨΗΦΟΥ ΑΠΟ ΜΕΛΟΣ
Το μέλος δεν έχει δικαίωμα να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη του άρθρου 98 ΑΚ στερεί το μέλος από το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση, όταν η τελευταία πρόκειται να λάβει απόφαση που αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους αυτού ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.
Η στέρηση του δικαιώματος ψήφου αφορά μόνο τις παραπάνω περιπτώσεις γιατί υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με το σωματείο.
Αντίθετα με τη στέρηση της ψήφου, το μέλος μπορεί να συμμετέχει στη συνέλευση χωρίς όμως να καταλογισθεί ως παρών.
Η διάταξη αφορά δικαιοπραξία μονομερή ή σύμβαση, αμφοτεροβαρή ή ετεροβαρή που επιχειρείται μεταξύ του μέλους ή συγγενών του και σωματείου. Δεν ενδιαφέρει αν η δικαιοπραξία είναι επωφελής για το σωματείο.
Ως δίκη νοείται οποιαδήποτε συζήτηση, με οποιαδήποτε διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
Αν η γενική συνέλευση λάβει απόφαση κατά παράβαση της ΑΚ 98, η απόφαση είναι άκυρη.
ΆΡΘΡΟ 99
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΜΕΛΩΝ
Για να αποφασιστεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η διάλυση του σωματείου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη αυτή ορίζει ειδική απαρτία και εξαιρετική πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης για τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου (αυτοδιάλυση).
Κατά την κρατούσα άποψη πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου με την έννοια ότι το καταστατικό δεν μπορεί να την περιορίσει, μπορεί να ορίσει όμως μεταλύτερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από τα οριζόμενα στη διάταξη.
Η ίδια απαρτία και πλειοψηφία απαιτείται και για τη διάλυση του σωματείου από οποιοδήποτε λόγο.
Αν η απόφαση της συνέλευσης για τροποποίηση καταστατικού ή για διάλυση του σωματείου λήφθηκε κατά παράβαση της ΑΚ 99 είναι άκυρη με την έννοια της ΑΚ 101 και όχι ανυπόστατη.
ΆΡΘΡΟ 100
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Για να μεταβληθεί ο σκοπός του σωματείου πρέπει να συναινέσουν όλα τα μέλη. Οι απόντες συναινούν εγγράφως.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη αξιώνει για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου τη συναίνεση όλων των μελών. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου με την έννοια ότι δεν μπορεί να καθοριστεί μικρότερο ποσοστό από το καταστατικό. Η διάταξη καθιερώνει την αρχή της ομοφωνίας.
Στα μέλη που απουσιάζουν παρέχεται η δυνατότητα να συναινέσουν εγγράφως, το δε σχετικό έγγραφο παραδίδεται στη διοίκηση του σωματείου. Η συναίνεση των απόντων δεν σημαίνει έγκριση αποφάσεως που έχει ληφθεί από τους παρόντες.
Για τη μεταβολή του σκοπού για την οποία απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών, πρόκειται για νέο σκοπό ξένο ή αντίθετο από αυτόν που έχει τώρα το σωματείο. Δεν αποτελεί μεταβολή σκοπού η διεύρυνση του κύκλου ενεργειών και δραστηριοτήτων του σωματείου για την καλύτερη επίτευξη του καθορισμένου σκοπού.
Η μεταβολή του σκοπού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση του σωματείου αλλά τη συνέχεια αυτού υπό νέο σκοπό.
ΆΡΘΡΟ 101
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιυδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
H AK 101 στην ουσία καθιερώνει ακυρωσία αφού για την κήρυξη της ακυρότητας πρέπει να ασκηθεί αγωγή. Επίσης με τη διάταξη καθορίζονται τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να προσβάλλουν την ακυρώσιμη απόφαση της συνελεύσεως και σε ποια προθεσμία.
Με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 101 μπορούν να ακυρωθούν και αποφάσεις άλλων οργάνων του σωματείου όπως του διοικητικού συμβουλίου και της εφορευτικής επιτροπής.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 101: α) Να υπάρχει τυπικά απόφαση της γενικής συνελεύσεως ήτοι έκφραση της βουλήσεως αυτής ως οργάνου του σωματείου που φέρει εξωτερικά γνωρίσματα αποφάσεως και να αντιτίθεται αυτή στο νόμο ή το καταστατικό. β) Για την ακυρότητα της αποφάσεως απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσβολής του νόμου ή του καταστατικού και της απόφασης που φέρεται ότι λήφθηκε κατά παράβαση τούτων. Το βάρος απόδειξης φέρει αυτός που αξιώνει την ακύρωση.
Η προσβολή της άκυρης απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι δυνατή μόνο με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή του μέλους ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον. Αυτή παράγει όλα τα αποτελέσματά της μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που θα την κηρύσσει άκυρη. Η αγωγή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προβληθεί με ένσταση ούτε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά και ούτε να καταστεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής.
Η ακυρωτική αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα στην αποκλειστική εξάμηνη προθεσμία, η οποία αρχίζει από τη λήψη της αποφάσεως και όχι από τη στιγμή που έλαβε γνώση ο ενάγων. Ένσταση ή παρεμπίπτουσα κρίση δεν αρκεί. Εντός της αποκλειστικής αυτής προθεσμίας πρέπει να προταθούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως. Η έναρξη και η λήξη της προθεσμίας υπολογίζεται κατά τις ΑΚ 241-243. Η μη εμπρόθεσμη άσκηση της ακυρωτικής αγωγής έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεστη του δικαιώματος για ακύρωση και τη θεραπεία της ακυρότητας της αποφάσεως της γενικής συνέλευσης.
Για την ακύρωση της ελαττωματικής αποφάσεως νομιμοποιείται τοσ μέλος που δεν συναίνεσε στη λήψη της απόφασης και ο τρίτος που έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως. Η συναίνεση του μέλους πρέπει να είναι σαφής και θετική, ενώ το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει το σωματείο. Δεν αρκεί ότι το μέλος που ήταν παρόν κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως σιώπησε ή δεν διατύπωσε οποιαδήποτε ένσταση ή αντίρρηση. Κάθε μέλος του σωματείου είναι φορέας του ουσιαστικού διαπλαστικού δικαιώματος για ακύρωση της αποφάσεως της συνέλευσης για δε το μέλος που δεν συναίνεσε το έννομο συφέρον είναι δεδομένο και δεν απαιτείται η επαγωγή βλάβης σε αυτό. Σε αντίθεση με το μέλος, ο τρίτος πρέπει να αποδείξει το έννομο συμφέρον που έχει από την ακυρότητα της απόφασης.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής για την ακύρωση της απόφασης της γενικής συνέλευσης είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου, το οποίο δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η ακυρωσία που εισάγει η ΑΚ 101 αφορά μόνο αποφάσεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού σχετικά με τη διαδικασία λήψης απόφασης (ΑΚ 97-100).
Αν όμως η απόφαση πάσχει από ακυρότητα αναγόμενη σε λόγους ακυρότητας όλων των δικαιοπραξιών πχ αντίθεση στα χρηστά ήθη ή σε απαγορευτικό νόμο, η απόφαση είναι αυτοδικαίως άκυρη (ΑΚ 180).
Αν λείπει στοιχείο απαραίτητο για την ίδια την ύπαρξη της απόφασης τότε αυτή είναι ανυπόστατη.
ΆΡΘΡΟ 102
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΚΥΡΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μιας άκυρης απόφασης, αν το ζητήσει η διοίκηση του σωματείου ή μέλος του ή ο εισαγγελέας.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στα πρόσωπα που καθορίζονται σε αυτήν, να ζητήσουν την αναστολή της άκυρης απόφασης της γενικής συνέλευσης.
Αναστολή εκτέλεσης διατάσσεται και γαι τις άκυρες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και της εφορευτικής επιτροπής.
Προϋποθέσεις χορηγήσεως της αναστολής: α) να πιθανολογείται η ακυρότητα της αποφάσεως της γενικής συνέλευσης β) να συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος γ) κατά την υποβολή της αιτήσεως να μην έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής, χωρίς να απαιτείται να έχει εγερθεί αυτή.
Η αίτηση αναστολής μπορεί να ασκηθεί πριν ή μετά την άσκηση της αγωγής ακυρώσεως.
Δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση για αναστολή εκτελέσεως της άκυρης αποφάσεως έχουν α) η διοίκηση β) οποιοδήποτε μέλος του σωματείου γ) ο τρίτος που έχει έννομο συμφέρον δ) ο εισαγγελέας γιατί μπορεί η εκτέλεση της απόφασης να ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη.
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το μονομελές της έδρας του σωματείου.
Η δικαστική απόφαση που δέχεται την αίτηση αναστολής, η οποία ασκήθηκε πριν από την άσκηση της ακυρωτικής αγωγής, μπορεί να ορίσει προθεσμία για την άσκηση της τελευταίας όχι όμως μικρότερη από τριάντα μέρες. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, το ασφαλιστικό μέτρο της αναστολής αίρεται αυτοδικαίως.
ΆΡΘΡΟ 103
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Το σωματείο διαλύεται οποτεδήποτε με απόφαση της συνέλευσης των μελών.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάλυση του σωματείου επέρχεται μόνο με τους τρόπους που ορίζονται στην ΑΚ 103, 104 και 105. Οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου και δε μπορούν να αποκλεισθούν με αντίθετη διάταξη του καταστατικού.
Δεν μπορεί να επέλθει διάλυση σωματείου με νόμο εκτός από την περίπτωση της κατάστασης πολιορκίας.
Μετά τη διάλυση το σωματείο τελεί αυτοδικαίως υπό εκκαθάριση και η νομική προσωπικότητά του διατηρείται μέχρι το τέλος αυτής.
Η απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών για τη διάλυση του σωματείου μπορεί να ληφθεί οποτεδήποτε και γαι οποιοδήποτε λόγο και δεν απαιτείται να περιέχεται σε αυτήν κάποια αιτιολογία.
Η διάλυση του σωματείου ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης των μελών. Για τη λήψη της απόφασης αν το καταστατικό δεν έχει ορίσει μεγαλύτερα ποσοστά, απαιτείται η παρουσία των μισών τουλάχιστων μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων (ΑΚ 99).
Η απόφαση για τη διάλυση μπορεί να ληφθεί και με την έγγραφη συναίνεση όλων των μελών (ΑΚ 97 παρ. 1).
Για την επέλευση των αποτελεσμάτων της διαλύσεως δεν απαιτείται δικαστική απόφαση. Μετά τη διάλυση ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης.
ΆΡΘΡΟ 104
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ
Το σωματείο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό. Το σωματείο διαλύεται μόλις τα μέλη μείνουν λιγότερα από δέκα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το καταστατικό μπορεί να ορίζει διάφορες περιπτώσεις, με την επέλευση των οποίων θα διαλύεται το σωματείο. Αυτό μπορεί να προβλέπει ορισμένει χρονικό σημείο διαλύσεώς του, οπότε με την επέλευση αυτού θα επέρχεται αυτοδικαίως η διάλυσή του ή η διάλυσή του να εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένης διαλυτικής αιρέσεως. Πάντως και οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν εμποδίζουν την περίπτωση του ΑΚ 103 που τα μέλη οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να αποφασίσουν τη διάλυση του σωματείου.
Η διάλυση του σωματείου επέρχεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που ο αριθμός των μελών του μειώθηκε σε λιγότερο από δέκα. Ο λόγος μείωσης μπορεί να είναι θάνατος, αποχώρηση κλπ. Δεν ενδιαφέρει ο λόγος. Το καταστατικό πάντως δεν μπορεί να εμποδίσει τη διάλυση ούτε να ορίσει μικρότερο αριθμό μελών ενώ μπορεί να ορίσει μεγαλύτερο αριθμό του ελάχιστου ορίου των μελών. Με τη διάλυση παύει η ιδιότητά τους ως μέλη, ούτε συνιστούν ένωση προσώπων με την έννοια της ΑΚ 107.
ΆΡΘΡΟ 105
ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή: 1. αν, επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο να αναδειχθεί διοίκηση ή γενικά να εξακολουθήσει να λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με το καταστατικό 2. αν ο σκοπός του σωματείου εκπληθώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί 3. αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι προς τη δημόσια τάξη.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη καθορίζει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η διάλυση του σωματείου όπως καθορίζει περιοριστικά και τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν από αυτή. Η διάλυση του σωματείου μόνο με δικαστική απόφαση επιβάλλεται και από το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια απαγορεύεται η διάλυση του σωματείου με πράξη της διοικήσεως ή με νόμο, με εξαίρεση την περίπτωση πολιορκίας (Ν 566/77).
Λόγοι διαλύσεως του σωματείου: α) αν από τη μείωση του αριθμού των μελών ή από άλλα αίτια είναι αδύνατο κατά τρόπο οριστικό η ανάδειξη της διοίκησης ή της εξακολούθησης της λειτουργίας του σύμφωνα με το καταστατικό. Άλλα αίτια είναι πχ η έλλειψη πόρων, η οριστική αδυναμία επιδιώξειως του σκοπού, η άρνηση των μελών να αναλάβουν τη διοίκηση και γενικά η αδιαφορία των μελών β) αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί. Ως σκοπός νοείται αυτός που ορίζεται στο καταστατικό. Αδράνεια υπάρχει όταν για πολλά το σωματείο δεν έχει λειτουργήσει, δεν εμφανίζει δραστηριότητες, δεν έχει βιβλία και σφραγίδες και δεν προκύπτουν συνεδριάσεις και λήψεις αποφάσεως της διοικήσεώς του. γ) αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικκό από εκείνον που ορίζει το καταστατικό.
Τη δικαστική διάλυση του σωματείου νομιμοποιούνται να ζητήσουν: α) η διοίκηση στο σύνολό της δηλαδή ως συλλογικό όργανο και όχι ατομικά β) το 1/5 του συνολικού αριθμού των μελών κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως γ) η εποπτεύσουσα αρχή.
Δεν νομιμοποιούνται: ο εισαγγελέας, μεμονωμένα μέλη του σωματείου ούτε τρίτου και ας έχουν έννομο συμφέρον.
Αρμόδιο δικαστήριο καθ΄ ύλην και κατά τόπο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία.
ΆΡΘΡΟ 106
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ
Η περιουσία σωματείου που διαλύθηκε δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για την τύχη της περιουσίας του σωματείου που διαλύεται, ορίζει καταρχήν, όπως για κάθε νομικό πρόσωπο η ΑΚ 77, σε αυτήν δε προστίθεται η ΑΚ 106 η οποία απαγορεύει τη διανομή της στα μέλη του σωματείου.
Σύμφωνα με την ΑΚ 106 αποκλείεται η περιουσία του σωματείου που διαλύθηκε να περιέλθει γενικά στα μέλη του δηλαδή όχι μόνο σε όλα τα μέλη του, αλλά και σε ορισμένα από αυτά. Απαγορεύεται η περιέλευση της περιουσίας σε οποιαδήποτε μορφή είτε υπό μορφή βοηθήματος είτε εισφορών.
Αν το καταστατικό ή η απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν ορίζει κάτι διαφορετικό για τη τύχη της περιουσίας του σωματείου μετά τη διάλυση, η τελευταία περιέρχεται στο δημόσιο το οποίο έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του σωματείου με την περιουσία αυτή (ΑΚ 77).
ΆΡΘΡΟ 107
ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΩΜΑΤΕΙΑ
Ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρεία. Μόλις η ένωση αυτή μετατραπεί σε σωματείο, η περιουσία της μεταβιβάζεται στο σωματείο σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η διάταξη του ΑΚ 107 αναφέρεται στις ενώσεις προσώωπων που δεν αποτελούν σωματεία ή εταιρείες. Πρόκειται για ενώσεις που έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη κοινής δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Τέτοιες ενώσεις είναι εκείνες που έχουν συσταθεί με σκοπό να συστήσουν σωματείο κατά το στάδιο της διαδικασίας μέχρι την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο της δικαστικής αποφάσεως που εγκρίνει το καταστατικό ή αυτές που για διάφορους λόγους το δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την εγγραφή τους στο άνω βιβλίο, αυτές που έχουν λιγότερα από είκοσι μέλη, ή αυτές που τα μέλη τους δεν θέλουν η ένωσή τους να αποκτήσει τη μορφή του σωματείου. Μέλη των ενώσεων μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα.
Για τη σύσταση της επιτροπής απαιτείται άτυπη συμφωνία δύο ή περισσοτέρων για επιδίωξη κοινού σκοπού, χωρίς να απαιτείται και μονιμότητα αυτής. Η συμφωνία δεν πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη ή στο νόμο. Ο σκοπός της ενώσεως μπορεί να είναι κερδοσκοπικός, οικονομικός και γενικά ως προς αυτόν δεν τάσσονται περιορισμοί, αρκεί μόνο να μην είναι αντίθετος στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Έδρα των ενώσεων είναι η έδρα της διοίκησης. Τέτοιες ενώσεις είναι το πολιτικό κόμμα, ο υπό ίδρυση συνεταιρισμός, οι συνιδιοκτήτες πολυκατοικίας, η ΟΕ που δεν έχει υποβληθεί σε διατυπώσεις δημοσιότητας.
Η ένωση προσώπων, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη συστατική πράξη ή το νόμο διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Δεν έχουν συνεπώς εφαρμογή οι διατάξεις ΑΚ 766, 767, 773, 775 για τους λόγους λύσης της εταιρείας, ενώ εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις που διέπουν το σωματείο όπως η αρχή της ισότητας (ΑΚ 81), το ασυμβίβαστο και ακληρονόμητο της ιδιότητας του μέλους.
Τα μέλη της ενώσεως για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν απέναντι σε τρίτους, ευθύνονται κατά το λόγο της συμμετοχής τους. Αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον και με την προσωπική τους περιουσία αλλά μόνο μέχρι το ποσό της εισφοράς τους και όχι απεριορίστως. Επίσης ευθύνονται για τις παράνομες ή παραλείψεις των διοικούντων κατά τις ΑΚ 334, 922.
Η διοίκηση της ένωσης ασκείται από όλα τα μέλη και αποφασίζουν κατά πλειοψηφία (ΑΚ 748).
Η τυχόν σχηματισθείσα περιουσία ανήκει στα μέλη κοινώς και αδιαιρέτως. Η συμμετοή αν δεν έχει προβλεφθεί άλλως είναι ίση για όλα τα μέλη (ΑΚ 758). Σε αποχώρηση μέλους, το τελευτίο δεν μπορεί να αναλάβει το ιδανικό του μερίδιο, ούτε να το διαθέσει, ή να ζητήσει τη διανομή πριν περατωθεί η εκκαθάριση (ΑΚ 761).
Η περιουσία μετά τη διάλυση διανέμεται όπως ορίζει το καταστατικό, άλλως διανέμεται στα μέλη (ΑΚ 782).
Η ένωση διαλύεται με τους ίδιους τρόπους που διαλύεται ένα σωματείο α) με συμφωνία όλων των μελών (εκούσια διάλυση) β) αυτοδικαίως στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό γ) όταν απομείνει ένα μέλος δ) με την πάροδο του χρόνου, εφόσον έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο ε) με την πραγματοποίηση του σκιοπύ ή γιατί ο τελευταίος έγινε ανέφικτος στ) με δικαστική απόφαση λόγω παραβάσεως του νόμου η΄ουσιώδους διατάξεως του καταστατικού ή αν ο σκοπός έγινε ανήθικος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη.
Αρμόδιο δικαστήριο για τη διάλυση της ενώσεως είναι το μονομελές δικαστήριο της έρας της ένωσης το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Η ένωση που επιδιώκει οικονομικό ή εμπορικό σκοπό μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος για το σκοπό αυτό στις ομόρρυθμες εμπορικές εταιρείες (ΑΚ 784). Η μετατροπή της σε σωματείο γίνεται με την τήρηση τωνόρων για τη σύσταση σωματείου.
Εξαιρετική διατύπωση της καταχώρησης. Συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφή