Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Α ΜΕΡΟΣ



ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΠΑΝΤΕΛΗ Α.




ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η εξουσία ως κοινωνικό φαινόμενο
Η εξουσία είναι η επιβολή της θελήσεως επί των άλλων.  Η εξουσία είναι φαινόμενο κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, ακόμη και της πλέον πρωτόγονης. Η εξουσία ανάγει ένα σύνολο ανθρώπων σε κοινωνία. Η ελευθερία είναι δυνατή μόνο μέσα στην κοινωνία, ενώ έξω από αυτή ισχύει η βαρβαρότητα, ο νόμος της ζούγκλας. Κάθε άνθρωπος ανήκει συγχρόνως σε περισσότερες κοινωνικές ομάδες και υπόκειται στην εξουσία καθεμίας από αυτές. Κάθε τέτοια εξουσία είναι μερική και όλες αυτές οι εξουσίες είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους πχ θρησκευτική, επαγγελματική εξουσία κλπ. Σε κάθε κοινωνική ομάδα ολίγοι άρχουν και οι περισσότεροι υπακούουν.
Η πολιτική εξουσία
Από τις επί μέρους εξουσίες μία ξεχωρίζει ριζικά, διότι επικρατεί πάνω σε όλες τις άλλες και μπορεί να επεμβαίνει σε κάθε πεδίο του κοινωνικού βίου. Αυτή η ανώτατη εξουσία λέγεται πολιτική εξουσία. Η εκάστοτε πολιτική εξουσία, επικρατεί επειδή είναι η αποτελεσματικότερη δηλαδή ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και οι άνθρωποι το αποδέχονται ευκολότερα και υπακούουν περισσότερο. Αν το σχέδιο ξεπερασθεί και δεν τροποποιηθεί, το σύστημα καταρρέει. Πολιτική εξουσία γίνεται μια άλλη ολιγαρχία. Έως, την Αναγέννηση η πολιτική εξουσία ανήκει σε συγκεκριμένους άνδρες, με εξαίρεση την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Πράγματι, κατά τον Μεσαίωνα η πολιτική εξουσία είναι συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του φεουδάρχη. Οι υποτακτικοί του προσφέρουν πίστη, υπηρεσίες και υλικές παροχές και εκείνος παρέχει προστασία. Επειδή οι πολεμικές συγκρούσεις απαιτούν ο αρχηγός να είναι ένας, η εξουσία του ανήκει ολόκληρη και εκείνος την ασκεί ως προσωπική.
Η θεσμοποίηση της εξουσίας
Περί το 1500, μια μακρά περίοδο ειρήνης αλλάζει τα αντικειμενικά δεδομένα. Η πολεμική αριστοκρατία χάνει την αξία της. Οι αστοί παίρνουν στα χέρια τους την οικονομία και υποστηρίζουν τους σημαντικούς ηγεμόνες, τους βασιλείς, εις βάρος του πλήθους των φεουδαρχών. Οι βασιλείς ευνοούν τις εμπορικές δραστηριότητες των αστών, και οι αστοί προτιμούν να συντηρούν μόνο έναν ηγεμόνα και όχι πολυάριθμους ηγεμονίσκους.  Οι βασιλείς εξουδετερώνουν πολιτικά τους φεουδάρχες και γεννώνται τα σύγχρονα κράτη. Πρόκειται για μηχανισμούς καταναγκασμού, που αφενός διατηρούν στρατό και έτσι εξασφαλίζουν την ειρήνη και αφετέρου λύνουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη της ολιγαρχίας. Το κράτος αποκτά την εξουσία να εκδίδει κανόνες δικαίου, ενώ αυτούς μέχρι τότε τους παρήγαγε το έθιμο. Για να επιβάλει το κράτος τους νέους αυτούς κανόνες δικαίου αναπτύσσει ένα σύστημα δικαστηρίων και εξαλείφει κάθε άλλη ένοπλη δύναμη στο έδαφος που ελέγχει. Αποκτά το μονοπώλιο του καταναγκασμού. Η επιβολή όμως είναι ουσιαστικότερη όταν γίνεται αποδεκτή χωρίς καταναγκασμό. Αυτό συμβαίνει όταν η εξουσία δεν ανήκει σε πρόσωπα αλλά σε ιδεατή οντότητα. Αυτή είναι το κράτος.  Άρα κράτος υπάρχει όταν φορέας της πολιτικής εξουσίας δεν είναι πρόσωπο αλλά αφηρημένη έννοια. Τη μεταβίβαση της εξουσίας από συγκεκριμένους ανθρώπους στο κράτος την ονομάζουμε θεσμοποίηση της εξουσίας. Το κράτος δεν το έχει δει κανείς ποτέ. Οι πραγματικοί φορείς της πολιτικής εξουσίας εμφανίζονται ως απλοί υπηρέτες του κράτους. Έρχονται και παρέρχονται ενώ το κράτος προορίζεται να διαρκέσει.  Ενώ αρχικώς το κράτος ήταν απλός καταναγκαστικός μηχανισμός για να επιβάλλει τη βούληση της ολιγαρχίας που δεσπόζει, σιγά – σιγά οικειοποιείται την πολιτική εξουσία. Αυτό συμβαίνει όταν το κράτος αποκτά την εξουσία να παράγει κανόνες δικαίου.  Καμία κοινωνική ομάδα, που εξ ορισμού πλέον είναι άοπλη, δεν μπορεί να αντισταθεί στην κρατική εξουσία, διότι μόνον αυτή στηρίζεται σε ένοπλη δύναμη. Πάντως, το κράτος καταρχήν δεν καταργεί τα άλλα κέντρα κοινωνικής εξουσίας, διότι δεν έχει σχετικό συμφέρον. Τον όρο κράτος τον χρησιμοποιεί πρώτος ο Μακιαβέλλι στον Ηγεμόνα (1915). Στα αρχαία ελληνικά κράτος σημαίνει τη δύναμη αλλά και τη θεσμοποιημένη εξουσία. Στην ελληνική μυθολογία το κράτος αποτελεί μαζί με τη βία ζεύγος θεοτήτων. Συνώνυμες με το κράτος είναι οι λέξεις επικράτεια πχ Συμβούλιο της Επικρατείας που σημαίνει και την εδαφική έκταση του κράτους και πολιτεία πχ Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που σημαίνει και το δημοκρατικό ή το αβασίλευτο πολίτευμα. Πριν από την Αναγέννηση τα χαρακτηριστικά του κράτους τα συγκεντρώνουν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις – οι πόλεις κράτη – και η Ρώμη. Η εξουσία του κράτους δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική και η κύρωση για παράβαση των κανόνων δικαίου που παράγει το κράτος είναι ποινική και όχι οικονομική. Έτσι η κρατική εξουσία είναι εξουσία πάνω σε ελεύθερους ανθρώπους.  Σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σε κράτη. Τα παλαιά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και τα νέα του τρίτου κόσμου δεν διαφέρουν κατά την ουσία τους. Η ολοκλήρωση του κράτους γίνεται πρωτίστως με αντικατάσταση του στρατού των ιπποτών από μισθοφορικό και αργότερα από διαρκή, αλλά και με οργάνωση γραφειοκρατίας, όπου οι υπάλληλοι έχουν κάποια νομική κατάρτιση. Συγχρόνως τη φυσική οικονομία της ανταλλαγής εκτοπίζει η εγχρήματη, την  οποία ρυθμίζει το κράτος. Έτσι η φορολόγηση γίνεται ευκολότερη καθώς και η πίστη. Το κράτος παρέχει δικαιοσύνη υψηλής ποιότητας, κατασκευάζει οδικό δίκτυο, ευνοεί τη γεωργία, αναπτύσσει την παιδεία, εξασφαλίζει πρόνοια κλπ. Και από τη δημιουργία κρατών νομικώς ισοδύναμα μεταξύ τους εμφανίζονται οι πρώτοι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, δηλαδή το διεθνές δίκαιο. Τα ικανά στοιχεία λοιπόν του κράτους είναι πάνω σε ένα σύνολο ανθρώπων εγκατεστημένων σε ορισμένη χώρα, μία οργάνωση που υλοποιεί μία αφηρημένη έννοια ασκεί εξουσία την οποία έχει επειδή έτσι συνέβη.

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο ορισμός
Κράτος είναι το νομικό πρόσωπο με αυτοδύναμη εξουσία, στο οποίο έχει οργανωθεί λαός μόνιμα εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα.  Για να υπάρχει κράτος πρέπει να συρρέουν και τα τέσσερα στοιχεία του ορισμού. Από αυτά μόνο η οργάνωση σε νομικό πρόσωπο είναι νομικό. Τα άλλα τρία είναι πραγματικά. Όταν ένα στοιχείο λείψει, εξαφανίζεται το κράτος. Το στοιχείο που χάνει κατά κανόνα ένα κράτος είναι η αυτοδύναμη εξουσία. Κάθε κράτος έχει ορισμένο σκοπό που είναι συνέπεια της νομικής του προσωπικότητας.  Κατά τη θεωρία του φυσικού δικαίου και ιδίως κατά τον Λοκ, σκοπός του κράτους είναι η προστασία της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των πολιτών. Κατά τους μαρξιστές σκοπός του κράτους είναι η εκμετάλλευση των ασθενέστερων τάξεων από εκείνη που έχει επιβληθεί κλπ.  Οι θεωρίες αυτές δείχνουν ότι το κράτος υπάρχει για τα άτομα και όχι τα άτομα για το κράτος, επίσης είναι υπερβολικά αφηρημένες. Για αυτό είναι ορθότερο να μιλάμε για καθήκοντα του κράτους δηλαδή για στοιχεία της κρατικής πολιτικής. Αυτά τα καθορίζουν τα αρμόδια όργανα του κράτους με κριτήριο πολιτικό.  Στον σκοπό του κράτους είτε ιδεολογικά φορτισμένο είτε όχι, ανάγεται η έννοια του δημόσιου συμφέροντος, που αποτελεί τον ένα πόλο του εσωτερικού δημοσίου δικαίου. Ο άλλος είναι τα ατομικά δικαιώματα. Ούτε η διεθνής αναγνώριση είναι στοιχείο του κράτους, διότι προϋποθέτει τον σχηματισμό του. Αν ένα κράτος χάσει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά του στοιχεία, η διεθνής κοινωνία μπορεί να συνεχίσει να αναγνωρίζει αυτό το κράτος κατά πλάσμα δικαίου.





Ο ΛΑΟΣ
Το ανθρώπινο στοιχείο
Ο λαός έχει δύο έννοιες, ευρεία και στενή. Υπό την ευρεία, ο λαός είναι το σύνολο των ατόμων που εκάστοτε έχουν την ιθαγένεια του κράτους δηλαδή των πολιτών. Ο λαός υπό στενή έννοια ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα. Προφανώς στη μελέτη του κράτους ενδιαφέρει μόνο ο λαός υπό ευρεία έννοια. Εκτός από την ιθαγένεια, δεν χρειάζεται άλλη προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στον λαό υπό ευρεία έννοια. Το φύλο, η φυλή, η ηλικία, το θρήσκευμα, η γλώσσα, η εθνότητα κλπ είναι στοιχεία αδιάφορα.
Η μόνιμη εγκατάσταση
Ο πληθυσμός για να γίνει λαός πρέπει να είναι εγκατεστημένος κατά τρόπο μόνιμο. Έτσι συνδέεται ο λαός με τη χώρα.
Η ιθαγένεια
Είναι ο νομικός δεσμός ανάμεσα στο άτομο και το κράτος, με τον οποίο το άτομο γίνεται μέλος του λαού. Η ιθαγένεια είναι έννοια αποκλειστικώς και μόνο νομική, δηλαδή τη ρυθμίζουν κανόνες δικαίου. Κάθε κράτος ορίζει κυριαρχικώς πως αποκτά και χάνει κάποιος την ιθαγένειά του.  Ιθαγένεια διακρίνεται σε αρχική και επίκτητη. Η αρχική ιθαγένεια καταλαμβάνει το άτομο από τη γέννησή του, ενώ την επίκτητη την αποκτά το άτομο μεταγενέστερα.  Συνήθως, τα συντάγματα των διαφόρων κρατών δεν ρυθμίζουν την ιθαγένεια. Αναθέτουν την σχετική αρμοδιότητα στον κοινό νομοθέτη, ώστε η ιθαγένεια να γίνεται ευκολότερα αντικείμενο της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι ορισμένα θέματα ιθαγένειας ρυθμίζουν ενίοτε διεθνείς συμβάσεις.  Η ιθαγένεια ισοδυναμεί με σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πρόκειται για δικαιώματα και υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου και όχι ιδιωτικού διότι το κράτος είναι φορέας δημόσιας εξουσίας και έχει θέληση ανώτερη από τη θέληση των ατόμων, που υπόκεινται στην εξουσία του. Θεωρητικώς, τίποτα δεν εμποδίζει το κράτος να αναγνωρίζει δικαιώματα και να επιβάλλει υποχρεώσεις σε αλλοδαπούς. Ιθαγένεια χωρίς δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν είναι νοητή. Όσο δημοκρατικότερο είναι το κράτος τόσα περισσότερα δικαιώματα αναγνωρίζει στους πολίτες του. Ένα απολύτως τυραννικό κράτος θα μπορούσε να μην αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στους πολίτες του. Η ιθαγένεια συνεπάγεται για τον πολίτη τα εξής δικαιώματα: (α) το δικαίωμα διαμονής στη χώρα του κράτους, δεν μπορεί το κράτος να απελάσει πολίτη του ούτε να τον εκδώσει (παραδώσει) σε άλλο κράτος ούτε να εμποδίσει την είσοδο και έξοδό του στην επικράτεια (β) το δικαίωμα να τον προστατεύει το κράτος του από τη δράση των άλλων κρατών, η προστασία αυτή είναι κυρίως δημοκρατική (γ) όλα τα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο μέτρο που το κράτος αναγνωρίζει τέτοια δικαιώματα. Κατά την παραδοσιακή διδασκαλία ο πολίτης έχει προς το κράτος τρεις υποχρεώσεις: (α) Η υποταγή. Οποιοσδήποτε καταλαμβάνεται από κανόνα δικαίου οφείλει να συμμορφώνεται (β) Η πίστη. Σημαίνει αποχή από πράξεις βλαβερές για το κράτος και έχει αρνητικό περιεχόμενο και (γ) Οι υλικές εισφορές είναι κατά κανόνα φορολογικές. Η μόνη υποχρέωση που είναι συνέπεια αποκλειστικά της ιθαγένειας είναι η στρατολογική. Αλλά αυτή μπορεί να θεωρηθεί και δικαίωμα.
Λαός και έθνος
Ιστορικά το έθνος εμφανίζεται με τη γαλλική επανάσταση δηλαδή αργότερα από το σύγχρονο κράτος. Πρόκειται για πληθυσμό που απέκτησε αυτοσυνειδησία. Τον σχηματισμό έθνους ακολουθεί η επιδίωξη κρατικής ισότητας, ανεξαρτησίας και δημοκρατικού Συντάγματος. Το έθνος είναι σύνολο ανθρώπων με κοινή εθνική συνείδηση. Δηλαδή οι άνθρωποι που αποτελούν έθνος αισθάνονται ενωμένοι μεταξύ τους με δεσμούς κυρίως πνευματικούς, αλλά και υλικούς, και θεωρούν ότι είναι διαφορετικοί από τους ανθρώπους οι οποίοι αποτελούν τα άλλα έθνη. Στοιχεία για να δημιουργηθεί έθνος είναι κυρίως η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία και η μακροχρόνια διαβίωση στην ίδια χώρα. Ο σχηματισμός έθνους είναι κατά κανόνα συνυφασμένος με την ανάπτυξη της πολιτικής ελευθερίας και της ισότητας. Πράγματι, οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως ελεύθεροι, αν δεν μπορούν να αποτελέσουν σύνολο με άλλους ανθρώπους με τους οποίους θέλουν να συμβιώνουν πολιτικά. Αυτό το σύνολο αποτελεί κλειστή ομάδα δηλαδή αντίπαλη προς τα άλλα έθνη. Το νόμισμα έχει δύο όψεις διότι το συναίσθημα της κλειστής ομάδας οδηγεί σε φριχτά εγκλήματα σε βάρος αλλοεθνών πχ το παράδειγμα των ωμοτήτων κατά τη διάλυση της Γκιουγκοσκλαβίας. Οι έννοιες του λαού και  του έθνους είναι διάλληλες. Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη δεν είναι νοητή δυσμενής μεταχείριση των εθνικών και άλλων μειονοτήτων.

Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Το γεωγραφικό στοιχείο
Επικράτεια (ή χώρα) είναι η γεωγραφική έκταση μέσα στα όρια της οποίας το κράτος ασκεί την εξουσία του. Την ασκεί πάνω σε όλα τα πρόσωπα που τυχόν βρίσκονται εκεί. Με άλλα λόγια, επικράτεια είναι ο τόπος που ισχύει η έννομη τάξη ενός κράτους. Το κράτος ασκεί στην επικράτειά του την εξουσία του, η οποία νοείται μόνο πάνω σε πρόσωπα και όχι πάνω σε πράγματα. Συνεπώς, πρώτον, όταν η εξουσία ενός κράτους επεκτείνεται αυτοβούλως στην επικράτεια άλλου, δεν προσβάλλει δικαίωμα του κράτους, αλλά αυτό το ίδιο το κράτος. Δεύτερον, οι συνοριακές μεταβολές δεν αποτελούν μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος από το ένα κράτος στο άλλο. Όταν μία γεωγραφική έκταση αλλάζει επικράτεια, σε αυτή την έκταση το ένα κράτος παύει να ασκεί την εξουσία του και το άλλο επεκτείνει τη δική του. Τέλος, εν γένει, αλλά μόνο πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα, κινητά ή ακίνητα. Πχ η κατάληψη της βραχονησίδας Ίμια από τουρκική στρατιωτική δύναμη το 1996 προσέβαλε το ίδιο το ελληνικό κράτος και όχι εμπράγματο δικαίωμα, η παραχώρηση της Αλάσκας από τη Ρωσία στις ΗΠΑ το 1867 έναντι χρηματικού ανταλλάγματος δεν αποτελεί πώληση και μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος, όταν ένας φορολογούμενος αντί να καταβάλλει φόρο μεταβιβάζει στο δημόσιο ένα οικόπεδο, δεν μεγαλώνει η Ελληνική Επικράτεια αλλά η ακίνητη περιουσία του δημοσίου. Η επέκταση των ορίων μέσα στα οποία ασκείται η κρατική εξουσία ονομάζεται προσάρτηση και η συρρίκνωσή τους παραχώρηση. Στην επικράτειά της η κρατική εξουσία καταλαμβάνει όχι μόνο τους πολίτες αλλά όλα τα πρόσωπα που τυχόν βρεθούν εκεί δηλαδή όποιος βρίσκεται στην επικράτεια. Αντιστρόφως, όταν μια γεωγραφική έκταση αποτελεί επικράτεια του κράτους αποκλείει την άσκηση της εξουσίας από άλλα κράτη. Πρόκειται για μια θετική και αρνητική συνέπεια της επικράτειας από το κράτος.
Ο καθορισμός της επικράτειας
Ιστορικώς, τα σύγχρονα κράτη αρχίζουν να αναπτύσσονται από συγκεκριμένες εστίες. Όσο μια κρατική εξουσία δεν συγκρούεται με άλλη, μπορεί να επεκτείνει την επικράτειά της μονομερώς. Αν όμως συγκρούεται τα ζητήματα τα ρυθμίζει το διεθνές δίκαιο δηλαδή με έθιμο ή διεθνής σύμβαση. Η επικράτεια έχει τρεις διαστάσεις, δεν περιορίζεται στην επιφάνεια της γης, αλλά περιλαμβάνει το υπέδαφος και τον υπερκείμενο χώρο υπό τους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου. Ακόμη περιλαμβάνει τις υδάτινες επιφάνειες που βρίσκονται μέσα στα όριά της καθώς και την αιγιαλίτιδα ζώνη. Το κτίριο των πρεσβειών του κράτους στο εξωτερικό δεν αποτελούν στοιχείο της επικράτειάς του αν και είναι απαραβίαστα. Για τα πολεμικά  και τα εμπορικά πλοία και αεροσκάφη ισχύουν εξειδικευμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι ένα τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει την ξηρά και αποτελεί στοιχείο της επικράτειας. Και εδώ κριτήριο ήταν άλλοτε η αποτελεσματική άσκηση της κρατικής εξουσίας.  Στην επικράτεια άνηκε το τμήμα της θάλασσας το οποίο ελέγχουν τα όπλα από την ξηρά. Έτσι επικράτησε η αιγιαλίτιδα να έχει πλάτος τρία ναυτικά μίλια από την ακτή. Βέβαια τα νεότερα όπλα έχουν απεριόριστη ακτίνα δράσης και πολλά κράτη σήμερα έχουν επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη τους πέρα από τρία μίλια. Η διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας το 1982 προβλέπει έως δώδεκα μίλια. Στην Ελλάδα είναι έξι ναυτικά μίλια. Στον εναέριο χώρο είναι δέκα ναυτικά μίλια και έτσι από τα έξι έως τα δέκα ναυτικά μίλια δεν υπάρχει αιγιαλίτιδα ζώνη αλλά εναέριος χώρος.
Η κρατική εξουσία
Κρατική (ή πολιτική) εξουσία είναι η αυτοδύναμη ικανότητα του κράτους να επιτάσσει ελεύθερους ανθρώπους και να τους εξαναγκάζει να τηρούν τις επιταγές τους. Τέτοια εξουσία έχει μόνο το κράτος και κανένας άλλος. Η εξουσία του κράτους έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα με άλλα λόγια η βούληση του κράτους επιβάλλεται στους ανθρώπους. Τούτο γίνεται με κανόνες δικαίου. Η κρατική εξουσία είναι μία και αδιαίρετη και ανήκει σε ένα και μόνο πρόσωπο, το κράτος. Η άσκησή της όμως είναι διαιρετή. Δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από πολλά πρόσωπα τα οποία εκφράζουν την κρατική βούληση σε ορισμένο αντικείμενο το καθένα.

Η ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας
Από τη δημιουργία του κράτους προκύπτουν τρία απαραίτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξουσίας του. (α) Η κρατική εξουσίας είναι η ανώτατη  θέληση στην κοινωνία. Όλες οι άλλες εξουσίες είναι κατώτερες και υποχωρούν,  αν συγκρουσθούν με την κρατική. Αν άλλη εξουσία γίνει ανώτερη από την κρατική, τότε εκείνη γίνεται κρατική και η έως τώρα κρατική χάνει τον χαρακτήρα της κρατικής. Με άλλα λόγια, έχει γίνει επανάσταση. Πχ όταν η εξουσία των επαναστατημένων Ελλήνων γίνεται ανώτερη από της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1821 αποκτά τον χαρακτήρα της κρατικής.  (β) Η κρατική εξουσία είναι αυτοδύναμη διότι δεν απέκτησε την ιδιότητά της με παραχώρηση από άλλη εξουσία. Απέκτησε τη δύναμή της μόνη της.  Αντίθετα όλες οι άλλες εξουσίες μέσα στο κράτος είναι ή έχουν γίνει παράγωγες διότι τις δημιούργησε ή αναγνώρισε η κρατική εξουσία. Η κρατική εξουσία είναι αυτοδύναμη επειδή είναι η ανώτατη. Δεν νοείται μια εξουσία να παράγει μια άλλη ανώτερή της. Την κρατική εξουσία την περιορίζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Πχ με το λεγόμενο σχέδιο  Καποδίστριας ν. 2539/1997 η κρατική εξουσία συγχώνευσε πολλούς δήμους και κοινότητες που έχουν εξουσία δοτή αν και δημόσια.  Η κρατική εξουσία είναι έτσι οργανωμένη ώστε να διαρκεί. Με αυτόν τον τρόπο διαφοροποιείται από την απλή βία που μόνη της δεν είναι αρκετή να δημιουργήσει κράτος πχ ένα πειρατικό κράτος καταλαμβάνει ένα νησί, οι κάτοικοι υφίσταται την βία των πειρατών,  αν η εξουσία αποκτήσει οργάνωση προς διάρκεια τότε σχηματίζεται κράτος εφόσον συντρέξουν και άλλοι απαραίτητοι όροι. (γ) Η οργάνωση της εξουσίας δίνει στο κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στην επικράτεια, τον καταναγκασμό τον ασκεί μόνο το ίδιο το κράτος ή κάποιος άλλος με την άδεια του κράτος. Αν δεν ήταν έτσι, το κράτος θα έπαυε να είναι κράτος. Πχ όταν ιδιώτες φυλακίζουν ένα άνθρωπο παρανομούν, όταν όμως το κάνει η αστυνομία ύστερα από δικαστική απόφαση τότε πραγματώνεται η έννομη τάξη. Την παράνομη βία την κάνει νόμιμη μόνο η ρυθμιστική δύναμη των πραγματικών γεγονότων.  Για αυτό η νομιμότητα της καταγωγής δεν είναι γνώρισμα της κρατικής εξουσίας.  Η ρυθμιστική δύναμη σημαίνει ότι έτσι παράγεται κανόνας δικαίου και συγκεκριμένα ο θεμελιώδης κανόνας σε κάθε έννομη τάξη. Τον θεμελιώδη κανόνα δεν τον παράγει κανένα όργανο του κράτους, αλλά επιβάλλεται μόνος του σαν φυσικό γεγονός. Αυτό εκφράζει το αξίωμα ότι επανάσταση επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιο.
Περιορισμοί της κρατικής εξουσίας
Η κρατική εξουσία περιορίζεται τριττώς δηλαδή νομικώς, φυσικώς και κοινωνικώς. Η κρατική εξουσία περιορίζεται μόνη της με τους νομικούς κανόνες που παράγει η ίδια. Αν δεν υπήρχε αυτός ο αυτοπεριορισμός, δεν θα διέφερε από την απλή βία. Την κρατική εξουσία περιορίζει η φύση του αντικειμένου της, που είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Η κρατική εξουσία μπορεί να ρυθμίζει την συμπεριφορά τους μέχρι ενός σημείου. Τέλος, την κρατική εξουσία περιορίζουν οι άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Όταν η κρατική εξουσία τις αγνοεί, υπάρχει κίνδυνος να αντιδράσουν και να την ανατρέψουν. Πχ το άρθρο 110 Σ θέτει τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς για τν αναθεώρησή του. Η κρατική εξουσία υπόκεινται στους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου. Το κράτος που περιορίζεται νομικά από άλλο χάνει την ιδιότητα του κράτους, διότι η εξουσία του δεν είναι η ανώτατη. Εντούτοις η ιστορική πραγματικότητα παρουσιάζει κράτη που υπόκεινται σε νομικούς κανόνες άλλου κράτους όπως τα κράτη μέλη του ομοσπονδιακού κράτους όπου η επιστήμη διακρίνει τα κράτη σε κυρίαρχα και μη.
Η κυριαρχία
Κυριαρχία λέγεται η πλήρης και τέλεια κρατική εξουσία.  Το κράτος έχει πάντοτε το δικαίωμα να επιτάσσει ελεύθερους ανθρώπους και να τους εξαναγκάζει να τηρούν  τις επιταγές του. Όμως το κυρίαρχο κράτος περιορίζεται μόνο με τη θέλησή του. Το μη κυρίαρχο υπόκεινται και σε περιορισμούς που πηγάζουν από τη θέληση άλλου κράτους. Με άλλη διατύπωση κυριαρχία είναι η αρμοδιότητα να καθορίζει κανείς τη δική του αρμοδιότητα. Η κυριαρχία είναι έννοια απόλυτη και με περιεχόμενο αρνητικό. Από τη Γαλλική Επανάσταση διακρίνουμε εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία. Η εξωτερική αφορά το κράτος ως ενιαίο σύνολο, ενώ η εσωτερική την οργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Μέσα στο κράτος την κυριαρχία δεν μπορεί να την έχει παρά μόνον ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων, που λέγεται κυρίαρχο όργανο. Τον κανόνα δικαίου που δίνει την ιδιότητα του κυρίαρχου οργάνου δεν τον παράγει άλλος κανόνας δικαίου αλλά παράγεται σαν φυσικό γεγονός. Όποιος έχει την κυριαρχία μέσα στο κράτος δεν μπορεί να την ασκεί μόνος του. Για αυτό διακρίνουμε τον φορέα της κυριαρχίας από την άσκησή της. Πχ στην Ελλάδα κυρίαρχο όργανο είναι ο λαός. Η κρατική εξουσία εκδηλώνεται πρωτίστως θεσπίζοντας ουσιαστικό Σύνταγμα. Στις ημέρες μας την κυριαρχία την περιορίζουν και κανόνες δικαίου τους οποίους παράγουν και επιβάλλουν ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί μονομερώς. Οι διεθνείς οργανισμοί αποκτούν αυτή την ικανότητα με δύο τρόπους. Αφενός από το ίδιο το κράτος που παραχωρεί εκούσια την άσκηση συγκεκριμένων εξουσιών του και αφετέρου την ικανότητα τους τη δίνουν ορισμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι σχηματίζουν πλέον μορφώματα υπερκρατικών έννομων τάξεων και αφορούν ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της διεθνής ειρήνης.

Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Η χρησιμότητα της έννοιας
Η δράση ορισμένων προσώπων θεωρείται όχι δική τους, αλλά του κράτους το οποίο αυτοί εκφράζουν. Έτσι, το κράτος χαρακτηρίζεται νομικό πρόσωπο, δηλαδή υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επειδή το κράτος έχει νομική προσωπικότητα, δεν συγχέεται με τους ανθρώπους που εκφράζουν τη βούλησή του, ούτε η βούλησή του ταυτίζεται με την ατομική βούλησή τους. Το κράτος έχει αυτοτελή ικανότητα να αποκτά δικαιώματα και να αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Η νομική προσωπικότητα δεν είναι νομική φαντασίωση αλλά νομική οντότητα την οποία γεννά η ψυχολογική ενότητα του λαού. Το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ότι το κράτος είναι νομικό πρόσωπο.

ΑΛΛΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Η καθαρή θεωρία του δικαίου του Κέλσεν
Κατά τον Κέλσεν 1881-1973 αρχηγό της σχολής της Βιέννης, το κράτος ταυτίζεται με το σύνολο των κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα λαό δηλαδή με μια έννομη τάξη.
Η θετικιστική θεωρία του Ντυγκί
Κατά τον Ντυγκί 1859-1928, ιδρυτή της σχολής του Μπορντώ, το κράτος γεννάται όταν, σε μια κοινωνική ομάδα, οι ισχυρότεροι επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ασθενέστερους. Με αυτό τον τρόπο διαφοροποιείται σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους.

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ενιαία κράτη και ενώσεις κρατών
Ενιαίο είναι το κράτος που δεν σχηματίζει ένωση με άλλο.  Η συμμετοχή σε ένωση κρατών συνεπιφέρει για κάθε μέλος της κάποιον περιορισμό της κυριαρχίας του, διότι τώρα ορισμένες αρμοδιότητες των κρατών ασκούνται από κοινού.  Μέλος της διεθνούς κοινωνίας είναι πλέον μόνο το νέο κυρίαρχο κράτος, το ομοσπονδιακό, που είναι σύνθετο, διότι το απαρτίζουν κράτη, τα ομόσπονδα.
Η οργάνωση του ενιαίου κράτους
Στα ενιαία κράτη υπάρχει μόνο μία έννομη τάξη. Είναι όμως αδύνατο όλα τα όργανα του κράτους να ασκούν την αρμοδιότητά τους σε όλη την επικράτεια, εκτός αν το κράτος είναι εξαιρετικά μικροσκοπικό.  Έτσι τα όργανα του κράτους διακρίνονται σε κεντρικά που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια και σε περιφερειακά, που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα μόνο σε συγκεκριμένο τμήμα της επικράτειας. Αν το κράτος έχει μόνο κεντρικά όργανα, εφαρμόζει το συγκεντρωτικό σύστημα για την οργάνωσή του. Αν έχει και περιφερειακά, εφαρμόζει το αποκεντρωτικό . Σχεδόν όλα τα κράτη εφαρμόζουν το αποκεντρωτικό. Αλλά η αποκέντρωση δεν έχει αρκετή ευλυγισία και αποτελεσματικότητα. Για αυτό τα κράτη ιδρύουν δημόσια νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν την ικανοποίηση των κρατικών σκοπών. Αυτή η οργανωτική μέθοδος του κράτους ονομάζεται αυτοδιοίκηση. Το κράτος και τα δημόσια νομικά πρόσωπα μαζί αποτελούν το κράτος σε ευρεία έννοια. Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε τοπική και καθ΄ ύλην. Στην τοπική αυτοδιοίκηση τα νομικά πρόσωπα είναι αρμόδια για τις τοπικές υποθέσεις σε ορισμένη περιφέρεια της επικράτειας. Στην καθ΄ ύλην αυτοδιοίκηση τα νομικά πρόσωπα είναι αρμόδια για την επιδίωξη κάποιου ειδικού σκοπού. Η αυτοδιοίκηση δεν συνεπιφέρει κατ΄ ανάγκην αυτοκυβέρνηση δηλαδή ανάδειξη των ανώτερων οργάνων των νομικών προσώπων με εκλογή από όσους αφορά η δραστηριότητά τους.  Πχ στην Ελλάδα ο υπουργός εσωτερικών, δημόσιας διοίκησης και αποκέντρωσης είναι κεντρικό όργανο του κράτους, ενώ ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας Κρήτης περιφερειακό. Οι δήμοι και οι κοινότητες είναι Ν.Π στην τοπική αυτοδιοίκηση, το ΙΚΑ και οι δικηγορικοί σύλλογοι στην καθ΄ ύλην.
Ειδικώς οι περιφέρειες
Από τη δεκαετία του 1970 έχουν σημαντική ανάπτυξη στην Ευρώπη οι Περιφέρειες που είναι νομικά πρόσωπα του ανώτατου βαθμού στην τοπική αυτοδιοίκηση και έχουν εκτεταμένες αρμοδιότητες. Έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα διότι αντιστοιχούν σε σχετικώς μεγάλη γεωγραφική έκταση την οποία συνέχουν ψυχικοί δεσμοί (ιστορικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί ή ακόμη και φυλετικοί). Οι Περιφέρειες έχουν πάντα μια συνέλευση που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία. Οικονομικώς εξαρτώνται από το κράτος αλλά η διοικητική εποπτεία του είναι περιορισμένη. Οι Περιφέρειες αποτελούν ασφαλιστικές δικλίδες του κράτους που θέλει να παραμείνει ενιαίο. Στην Ελλάδα οι Περιφέρειες είναι ενιαίες αποκεντρωμένες μονάδες διοίκησης του κράτους δηλαδή δεν έχουν νομική προσωπικότητα και δεν ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά στην αποκέντρωση. Για αυτό δεν είναι γνήσιες Περιφέρειες.
Οι ενώσεις κρατών
Ένωση κρατών σχηματίζουν τα κράτη όταν αποκτούν μεταξύ τους διαρκείς νομικούς δεσμούς με πολιτική φύση. Έτσι, δεν υπάρχει ένωση κρατών, όταν οι δεσμοί δεν είναι διαρκείς ή δεν είναι νομικοί ή δεν έχουν πολιτική φύση. Πχ οι δεσμοί της Ελλάδας και Κύπρου δεν είναι νομικοί αλλά ψυχικοί ενώ των κρατών της ΕΕ έως τη συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν έχουν πολιτική φύση αλλά οικονομική.  Οι ενώσεις κρατών διακρίνονται σε απλές (ή ατελείς) που δεν σχηματίζουν νέο κράτος, και σε ομοσπονδιακά κράτη που φυσικά αποτελούν νέο κράτος. Σήμερα απλές ενώσεις κρατών δεν υπάρχουν. Ομοσπονδιακά κράτη είναι οι ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδάς, Ελβετία κλπ
Απλές ενώσεις κρατών
Τα κυριότερα είδη τους είναι τρία, η προσωπική, η πραγματική ένωση και η ομοσπονδία κρατών. Προσωπική ένωση σχηματίζουν τα κράτη όταν κατά τύχη ο ίδιος άνθρωπος είναι αρχηγός του καθενός από αυτά. Πραγματική ένωση σχηματίζουν τα κράτη όταν σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, έχουν κοινό τουλάχιστον τον αρχηγό του κράτους. Ενδέχεται να έχουν κοινά και ορισμένα άλλα όργανα συνήθως αρμόδια για τις εξωτερικές σχέσεις, την άμυνα και τα δημόσια οικονομικά. Κατά τα άλλα, παραμένουν χωριστά, το καθένα έχει τα δικά του νομοθετικά όργανα. Ομοσπονδία κρατών είναι ένωση κρατών την οποία ιδρύει διεθνής συνθήκη και η οποία έχει διακριτικά όργανα για την επιδίωξη κοινών σκοπών. Η ομοσπονδία κρατών δεν δημιουργεί υπερκείμενο κράτος. Μεταξύ των κρατών επικρατεί ισότητα και οι σχέσεις τους παραμένουν διπλωματικές. Από νομική άποψη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποχωρήσουν από την ομοσπονδία. Όργανο της ομοσπονδίας είναι κυρίως μια συνέλευση εκπροσώπων των κρατών, η οποία λαμβάνει αποφάσεις με παμψηφία και συχνά με την επιφύλαξη ότι θα τις εγκρίνουν οι κυβερνήσεις των κρατών. Η ομοσπονδία δεν δημιουργεί βούληση ανώτερη από τη βούληση των κρατών. Οι αποφάσεις των ομοσπονδιακών κρατών δεν ισχύουν από μόνες τους στα κράτη μέλη αλλά τα αρμόδια όργανα κάθε κράτους πρέπει να τις μετατρέψουν σε εσωτερικό δίκαιο. Πχ η Ελβετική Συνομοσπονδία γίνεται το 1848, ομοσπονδιακό κράτος αλλά δεν αλλάζει την επωνυμία της.

ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το ομοσπονδιακό πνεύμα.
 Όποιες ανθρώπινες ομάδες συνιστούν ομοσπονδία διατηρούν την οντότητά τους, αλλά συμφωνούν να αποτελέσουν από κοινού ένα ευρύτερο σύνολο και να του εκχωρήσουν μέρος της εξουσίας τους. Η εκχώρηση εξουσίας είναι το τίμημα για τη διατήρηση της ταυτότητας κάθε οντότητας, που μετέχει στην ομοσπονδία με την ελεύθερη θέλησή της. Η διατήρηση του κρατικού χαρακτήρα των πολιτειών προσφέρει κάθετο χωρισμό των εξουσιών και έτσι περιορίζει την παντοδυναμία της πλειοψηφίας. Απώτερος σκοπός είναι η πανανθρώπινη αλληλεγγύη και η παγκόσμια ομοσπονδιακή οργάνωση. Στο ομοσπονδιακό κράτος υπάρχει κίνδυνος ισχυρότερο κράτος μέλος να επιβληθεί στα άλλα διαμέσου του ομοσπονδιακού συστήματος, που χρησιμεύει τώρα για σκοπό εντελώς αντίθετο, δηλαδή όχι για συνεργασία ισότιμων κρατών, αλλά για συγκεκαλυμμένη επιβολή συστήματος συγκεντρωτικού, αν όχι ολοκληρωτικού.
Τι είναι ομοσπονδιακό κράτος
Ομοσπονδιακό είναι το κράτος που σχηματίζει η ένωση κρατών. Το ομοσπονδιακό κράτος είναι κυρίαρχο, ενώ τα ομόσπονδα κράτη, που το απαρτίζουν, δεν είναι.
Πως σχηματίζεται
Τα κράτη που προτιμούν την ομοσπονδιακή και όχι την ενιαία οργάνωση επιδιώκουν να συνδυάσουν τα πλεονεκτήματα του μεγαλύτερου μεγέθους, που έχει το ομοσπονδιακό κράτος, και του μικρότερου, που έχουν τα ομόσπονδα.  Στη σημερινή εποχή, πρωταγωνιστικό ρόλο μπορούν να έχουν μόνο κράτη με αξιόλογο μέγεθος πχ ΗΠΑ και Ελβετία. Για όλα τα ομόσπονδα κράτη η συμμετοχή συνεπάγεται περισσότερα οφέλη από απώλειες. Η ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους προϋποθέτει σεβασμό στους θεσμούς. Το ομοσπονδιακό σύστημα είναι κάθετος χωρισμός των εξουσιών. Η διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας οφείλεται κυρίως στο ότι την αποτελούσαν μόνο δύο ομόσπονδα κράτη. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσει και η Κύπρος, αν γίνει ομοσπονδιακή. Το ομοσπονδιακό κράτος ιδρύεται με Σύνταγμα, δηλαδή με τον ανώτατο κανόνα εσωτερικού δικαίου και όχι με διεθνή συνθήκη. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα το επεξεργάζεται μία συνέλευση. Είναι πάντοτε αυστηρό και ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ ομοσπονδιακού και ομόσπονδων κρατών. Το Σύνταγμα εξασφαλίζει τις αρμοδιότητες που το ομοσπονδιακό κράτος δεν μπορεί να τους αφαιρέσει, και τη συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στα όργανα του ομοσπονδιακού, ώστε να μη μπορεί να μεταβάλλει μόνο του τη νομική τους κατάσταση.
Η ομοσπονδιακή οργάνωση
Αυτή έχει πάντοτε τρία χαρακτηριστικά, την επαλληλία των έννομων τάξεων, την αυτονομία των ομόσπονδων κρατών και τη συμμετοχή τους στα ομοσπονδιακά όργανα. Το ομοσπονδιακό κράτος εμπεριέχει περισσότερα κράτη και περισσότερες έννομες τάξεις, που σχηματίζουν δύο επάλληλα επίπεδα. Στο κατώτερο βρίσκονται τα ομόσπονδα κράτη με τις αντίστοιχες έννομες τάξεις, τη μία δίπλα στην άλλη. Στο ανώτερο βρίσκεται το ομοσπονδιακό κράτος, το υπερκράτος, με την ομοσπονδιακή έννομη τάξη. Οι κανόνες του ομοσπονδιακού κράτους έχουν άμεση εφαρμογή στα ομόσπονδα κράτη, δηλαδή δεν χρειάζονται αποδοχή από τα όργανά τους. Κράτη είναι και το ομοσπονδιακό και τα ομόσπονδα, με τη μόνη διαφορά ότι τα ομόσπονδα δεν είναι κυρίαρχα. Κάθε ομόσπονδο κράτος ασκεί την εξουσία του πάνω σε λαό και σε επικράτεια που συγχρόνως είναι και στοιχεία του ομοσπονδιακού. Τόσο το ομοσπονδιακό κράτος όσο και τα ομόσπονδα έχουν πλήρη κρατική οργάνωση με όργανα και των τριών εξουσιών. Κάθε ομόσπονδο κράτος έχει δικό του Σύνταγμα και δική του νομοθεσία, δηλαδή δικές του αρμοδιότητες, τις οποίες του τις αναγνωρίζει το ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Έτσι τα ομόσπονδα κράτη απολαμβάνουν μεγαλύτερη ή μικρότερη νομική αυτονομία.
Είναι προφανές ότι τα ομόσπονδα κράτη δεν απολαμβάνουν την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Όμως το τεκμήριο της αρμοδιότητας το έχουν κατά κανόνα τα ομοσπονδιακά κράτη. Όλη αυτή η σχετικώς περίπλοκη νομική δομή των ομοσπονδιακών κρατών δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη για αυτό τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν απαραιτήτως ένα ανώτατο δικαστήριο, που επιβάλλει την τήρηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος. Από τέτοιο δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ξεκίνησε διεθνώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.
Η ομοσπονδιακή οργάνωση βασίζεται στη νομική ισότητα των ομόσπονδων κρατών, ασχέτως προς την έκταση, τον πληθυσμό ή την οικονομική τους δύναμη.  Την ισότητα την εξασφαλίζει η συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στα ομοσπονδιακά όργανα που παράγουν τους ανώτερους κανόνες δικαίου.
Το κατ΄ εξοχήν όργανο για τη συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στον σχηματισμό της βουλήσεως σε ομοσπονδιακό επίπεδο είναι η δεύτερη βουλή. Τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν πάντοτε κοινοβούλιο με δύο βουλές. Στην πρώτη αντιπροσωπεύεται ο λαός όλου του ομοσπονδιακού κράτους και κάθε ομόσπονδο κράτος δικαιούται αριθμό εδρών ανάλογο με τον πληθυσμό του. Στη δεύτερη αντιπροσωπεύονται τα ομόσπονδα κράτη κατ΄ αρχήν με ισότητα δηλαδή ανεξαρτήτως προς τον πληθυσμό τους. Τα μέλη της βουλής των κρατών μπορούν να μην εκλέγονται αμέσως αλλά εμμέσως ή ακόμη και να διορίζονται.
Δεν είναι απαραίτητο οι δύο βουλές να έχουν ακριβώς τις ίδιος αρμοδιότητες, αλλά είναι απαραίτητο η μία να μην μπορεί να δρα χωρίς την άλλη. Αν μια βουλή έχει μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες και όχι αποφασιστικές παύει να υπάρχει ομοσπονδιακό κράτος.
 Και το ομοσπονδιακό κράτος και τα ομόσπονδα έχουν το δικό τους Σύνταγμα. Τα ομόσπονδα είναι ελεύθερα να θέτουν και να μεταβάλλουν τα Συντάγματά τους, εφόσον τηρούν τους όρους του ομοσπονδιακού Συντάγματος. Για την τροποποίηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των ομόσπονδων κρατών.
Ομοσπονδιακό κράτος και ομοσπονδία κρατών
Η ομοσπονδία κρατών δεν αποτελεί κράτος. Από αυτή τη διαφορά πηγάζουν όλες οι διαφορές τους.
Στο ομοσπονδιακό κράτος έχουμε Σύνταγμα ενώ στην ομοσπονδία κρατών διεθνής συνθήκη.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει μία ιθαγένεια ενώ στην ομοσπονδία κρατών δεν υπάρχει κοινή ιθαγένεια.
Διεθνή προσωπικότητα έχει μόνο το ομοσπονδιακό κράτος και όχι η ομοσπονδία κρατών.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει κοινά όργανα και των τριών εξουσιών τα οποία αποφασίζουν με πλειοψηφία ενώ στην ομοσπονδία κρατών έχει μία συνέλευση εκπροσώπων των κρατών μελών, η οποία αποφασίζει με ομοφωνία.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει πάντα δύο βουλές, η μια αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό του ως σύνολο και η άλλη τα κράτη μέλη, ενώ η ομοσπονδία κρατών έχει μόνο τη συνέλευση εκπροσώπων των κρατών μελών η οποία ουσιαστικά είναι διεθνής σύσκεψη.
Οι αποφάσεις των κοινών οργάνων έχουν τα ομοσπονδιακά κράτη άμεση εφαρμογή ενώ στις ομοσπονδίες κρατών πρέπει να μετατραπούν σε εσωτερικό δίκαιο από τα αρμόδια όργανα κάθε κράτους μέλους.
Οι σχέσεις των κρατών μελών στο ομοσπονδιακό κράτος είναι εσωτερικού δικαίου ενώ στην ομοσπονδία κρατών διεθνούς. Έτσι οι διαφορές στο ομοσπονδιακό λύνονται δικαστικώς ενώ στην ομοσπονδία μέσω της διπλωματικής οδού.
Τέλος, στα ομοσπονδιακά κράτη τα κράτη μέλη δεν έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν ενώ στις ομοσπονδίες κρατών έχουν.
Έχουν κοινή ιστορική προέλευση και διέπονται από κοινές αρχές απλά αλλού καταλήγουν.
Η ευρωπαϊκή ένωση
Πριν την Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993 υπήρχαν τρεις ευρωπαϊκές κοινότητες με χαρακτήρα οικονομικό και όχι πολιτικό. Δεν τις χαρακτήριζαν ούτε ομοσπονδία κρατών. Η συνθήκη ιδρύει την ΕΕ που έχει πολιτικό χαρακτήρα, διότι έχει πολλές αρμοδιότητες, ιδίως το κοινό νόμισμα, τη θεσμική συνεργασία και την ασφάλεια. Η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 προχωρεί ακόμα περισσότερο ορίζει ότι η ΕΕ εφαρμόζει ανεξάρτητα από τα κράτη μέλη την κοινή πολιτική για τις εξωτερικές σχέσεις και την ασφάλεια και προβλέπει ad hoc τον ύπατο εκπρόσωπο του Συμβουλίου υπουργών της ΕΕ.
Η ΕΕ ελέγχει την οικονομική και την εξωτερική πολιτική. Η συνθήκη της Νίκαιας το 2000 προσθέτει ένα άλλο πυλώνα, που αφορά αρμοδιότητες εσωτερικών υποθέσεων και δικαιοσύνης, και κυρίως τη διαχείριση μεταναστευτικών ρευμάτων και την ασφάλεια, θέματα με μεγάλη πολιτική σημασία εξαιτίας της διεθνούς τρομοκρατίας.
Η ΕΕ έχει συνεκτικά στοιχεία πολύ εντονότερα από την ομοσπονδία κρατών αλλά όπως συμβαίνει σε ομοσπονδίες η ΕΕ έχει ιδρυθεί με διεθνής συμβάσεις και όχι με Σύνταγμα και τα κράτη μέλη παραμένουν κυρίαρχα. Τις ιδρυτικές συνθήκες μπορούν τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν με ομοφωνία. Εντούτοις η ΕΕ έχει στοιχεία ομοσπονδιακού κράτους. Έχει κοινοβούλιο εκλεγμένο άμεσο και εκτελεστικό όργανο, την Επιτροπή που είναι υπεύθυνη ενώπιον του Κοινοβουλίου και όχι των κρατών. Επίσης το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που είναι αρμόδιο να εξασφαλίζει την τήρηση των ιδρυτικών συνθηκών κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία τους. Αλλά προπάντων τα ευρωπαϊκά όργανα παράγουν συχνά με πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία κανόνες δικαίου άμεσης ισχύος στα κράτη μέλη. Άρα και η πολιτική αποφασίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νομολογία του ΔΕΚ διακηρύσσει την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών. Η ΕΕ δεν έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας και όλες οι αρμοδιότητες της είναι δοτές.
Είναι κάτι περισσότερο από ομοσπονδία κρατών και κάτι λιγότερο από ομοσπονδιακό κράτος, ορισμένοι τη χαρακτηρίζουν μερικώς ομοσπονδιακό κράτος, άλλοι υπερεθνικό οργανισμό.
Η αλλοίωση του κράτους
Το κρατικό φαινόμενο αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται με τη μορφή του εθνικού κράτους. Το κλασικό συνταγματικό δίκαιο είναι προϊόν του εθνικού κράτους. Κατά τον 20ο αιώνα η εξέλιξη αλλοιώνει αρκετά χαρακτηριστικά του κράτους. Ήδη η αδυναμία των εθνικών κρατών να αποφύγουν δύο παγκόσμιους πολέμους κλονίζει ανεπανόρθωτα τη πίστη των λαών σε αυτά και δείχνει την αποτελεσματικότητά τους. Μετά τον 2ο παγκόσμιο το κράτος εξακολουθεί να έχει την ένοπλη δύναμη κατ΄ αποκλειστικότητα αλλά τέσσερα γεγονότα το επηρεάζουν σε βάθος.
Πρώτον, τα περισσότερα κράτη και ιδίως τα αναπτυγμένα της Ευρώπης και της Αμερικής, μετέχουν σε μόνιμες στρατιωτικές συμμαχίες, που μπορεί να έχουν ακόμη και ενιαία διοίκηση. Τούτο σημαίνει ότι μόνα τους αδυνατούν να υπερασπισθούν την ανεξαρτησία τους.
Δεύτερον τα γνήσια εθνικά κράτη είναι πλέον σπάνια. Τα πολυάριθμα κράτη που γίνονται ανεξάρτητα με τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών έχουν τεχνητά σύνορα και ανομοιογενείς πληθυσμούς με υποτυπώδη εθνική συνείδηση.
Τρίτον, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο εσωτερικό των κρατών είναι πλέον αντικείμενο και του διεθνούς δικαίου. Διεθνείς οργανισμοί επιβάλλουν τον έλεγχο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο εσωτερικό των κρατών, κάτι που αποτελεί περιορισμό της κυριαρχίας τους.
Τέλος, η οικονομία γίνεται παγκόσμια και το κράτος δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τις οικονομικές και νομισματικές ανταλλαγές. Η ελευθερία της αγοράς υποκαθιστά διεθνώς τον προστατευτισμό. Τα κράτη βρίσκονται σε δίλλημα. Είτε συμμετέχουν στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είτε τα καταλαμβάνει η εσωστρέφεια και πληρώνουν φοβερό τίμημα. Ακραίο παράδειγμα είναι η τύχη της Αλβανίας. Αντίθετα η παγκόσμια οικονομία επιβάλλει τους όρους της στα κράτη, τα οποία παύουν να είναι η ανώτερη εξουσία στην κοινωνία. Υπάρχουν πολυεθνικές εταιρείες πλουσιότερες ακόμη και από τα κράτη με ατομική βόμβα.
Από νομική άποψη η φθορά του κράτους οφείλεται στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και προς τα άνω προς τα κάτω δηλαδή αφενός με διεθνής οργανισμούς και υπερκρατικές ενώσεις και αφετέρου προς ομόσπονδα κράτη. Το κράτος επιβιώνει ως ομοσπονδιακό. Η ΕΕ είναι το τέλειο παράδειγμα της νέας πραγματικότητας. Με το ευρώ τα κράτη χάνουν το προνόμιο να κόβουν νόμισμα. Η ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και το Ευρωπαϊκό δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου παρέχουν, για τον έλεγχο των κρατών σε αυτά τα θέματα, το πλέον εξελιγμένο νομικό πλαίσιο. Συγχρόνως, στη νέα πραγματικότητα το κράτος συνυπάρχει πλέον με πολλές επί μέρους εξουσίες τις οποίες δεν μπορεί να αγνοεί πχ τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα εργοδοτών και εργαζομένων, οι μεγάλες πολυεθνικές, οι θρησκευτικές κλπ. Και όσο δημοκρατικότερο είναι το κράτος τόσο περισσότερο συμβαίνει αυτό.
Προς το παρόν όλη η εξέλιξη αυτή είναι ατελής. Το κράτος παραμένει ως το κατεξοχήν νομικό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και το κύριο μέσο για την πρόοδο του πολιτισμού.

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Τι είναι όργανο
Η δράση του κράτους γίνεται μέσω φυσικών προσώπων. Όπως το ανθρώπινο σώμα λειτουργεί με διάφορα όργανα έτσι και το νομικό πρόσωπο του κράτους υπάρχει και εκφράζεται με φυσικά πρόσωπα που λέγονται όργανα.
Όργανα του κράτους λέγονται τα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι πράξεις αποδίδονται στο κράτος εφόσον το προβλέπει το δίκαιο.
Το όργανο αντιστοιχεί σε μία δέσμη αρμοδιοτήτων που ασκεί άλλοτε ο ένας άνθρωπος και άλλοτε ο άλλος πχ ο ΠτΔ είναι ένα όργανο του κράτους και έχει ένα σύνολο αρμοδιοτήτων.
Η δράση του φυσικού προσώπου αποδίδεται στο νομικό πρόσωπο. Όταν το δίκαιο δεν προβλέπει ότι η πράξη του οργάνου είναι πράξη του κράτους τότε πρόκειται για ιδιωτική πράξη του φυσικού προσώπου.
Η αρμοδιότητα
Η έννοια του οργάνου είναι συνυφασμένη με την έννοια της αρμοδιότητας. Ούτε όργανο χωρίς αρμοδιότητα νοείται ούτε αρμοδιότητα χωρίς όργανο για να την ασκεί. Όμως οι άνθρωποι που έχουν περιβληθεί με την ιδιότητα του οργάνου μπορούν να προβαίνουν σε άπειρες πράξεις όπως οι άνθρωποι.
Ο κανόνας είναι ότι οι πράξεις του ανθρώπου είναι του προσώπου του και όχι του οργάνου. Κατ΄ εξαίρεση είναι του οργάνου δηλαδή του νομικού προσώπου εφόσον η έννομη τάξη ορίζει κάτι τέτοιο.
Λογικά η εκτός αρμοδιότητας πράξεις των οργάνων δεν είναι κρατικές πράξεις αλλά πράξεις ιδιώτη και συνεπώς δεν έχουν κύρος. Το ζήτημα είναι ποιος κρίνει αν η συγκεκριμένη πράξη ισχύει. Αυτό το κρίνουν άλλα όργανα. Αν το έκρινε άνθρωπος θα επικρατούσε αναρχία. Για αυτό υπάρχει το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ενώ τις δικαστικές αποφάσεις ελέγχουν ανώτερα δικαστήρια.
Έτσι, αρμοδιότητα είναι η νομική ικανότητα κάθε οργάνου να ενεργεί ορισμένες κρατικές πράξεις. Το ότι η ικανότητα αυτή είναι νομική σημαίνει ότι τη ρυθμίζει η έννομη τάξη. Η κρατική εξουσία είναι μία και αδιαίρετη αλλά την ασκούν όλα τα κρατικά όργανα το καθένα όσο του επιτρέπει η αρμοδιότητά του.
Οι κανόνες δικαίου κατανέμουν την αρμοδιότητα στα όργανα. Αυτά δρουν νομίμως εφόσον έχουν αρμοδιότητα. Οι κανόνες της αρμοδιότητας συνδέουν το όργανο με το κράτος και εξασφαλίζουν την ενότητα της βουλήσεως του κράτους δηλαδή τελικώς την επιβολή της βουλήσεως των κυβερνώντων.
Τα όργανα έχουν μόνο αρμοδιότητα. Δεν έχουν δικαιώματα ούτε εξουσία. Δικαιώματα ή εξουσία έχει μόνο το νομικό πρόσωπο του κράτους.
Πχ με την παράβαση καθήκοντος ΠΚ 259 κολάζει ο νομοθέτης την παράλειψη του οργάνου να ασκήσει την αρμοδιότητά του.
Η αρμοδιότητα αναλύεται σε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα που αφορά το περιεχόμενο των πράξεών του οργάνου και η κατά τόπον αρμοδιότητα αφορά τα εδαφικά όρια μέσα στα οποία το όργανο ασκεί την καθ΄ ύλην αρμοδιότητά του.
Με την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα το όργανο έχει είτε δέσμια αρμοδιότητα είτε διακριτική ευχέρεια που κατά περίπτωση μπορεί να είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες, διότι είναι έννοιες σχετικές πχ ο ΠτΔ έχει δέσμια αρμοδιότητα να διορίσει και να παύσει όποιον υπουργό του προτείνει ο πρωθυπουργός, αλλά ο πρωθυπουργός έχει διακριτική ευχέρεια να του προτείνει σχεδόν όποιον θέλει.
Πχ άλλη η κατά τόπον αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών Πατρών και άλλη του εισαγγελέα εφετών Ναυπλίου.
Η δράση των οργάνων
Τα όργανα του κράτους διαφέρουν από τους ιδιώτες, δηλαδή από τα πρόσωπα που δεν είναι όργανα του κράτους, κατά το ότι μπορούν να δρουν μονομερώς, ενώ οι ιδιώτες δρουν μόνο συνάπτοντας συμφωνίες με άλλα πρόσωπα με βάση την ισοτιμία των βουλήσεων και την ελευθερία των συμβάσεων. Τα όργανα του κράτους δρουν μονομερώς με δύο τρόπους, είτε θεσπίζοντας κανόνες δικαίου είτε προβαίνοντας σε υλικές πράξεις με βάση κανόνες δικαίου. Πχ όταν ένας τροχονόμος ελέγχει την κυκλοφορία παράγει κανόνες δικαίου ενώ όταν ένας αστυνομικός διαλύει με βία μια παράνομη διαδήλωση προβαίνει σε υλικές πράξεις.
Το σύνολο των κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος ονομάζεται έννομη τάξη.
Δεν νοείται κανόνας δικαίου που δεν παράγεται σύμφωνα με την έννομη τάξη. Εξαίρεση αποτελεί ο θεμελιώδης κανόνας  (Βλ. ανωτ. Άρθρο 22).
Η τυπολογία των οργάνων
Είναι αδύνατον όλα τα όργανα του κράτους να είναι όμοια. Η επιστήμη τα κατατάσσει ως εξής:
·            Άμεσα και έμμεσα. Άμεσα είναι τα όργανα που ιδρύει το ίδιο το Σύνταγμα και που δεν εξαρτώνται νομικώς από άλλο όργανο. Όλα τα άλλα είναι έμμεσα. Από τα άμεσα ξεχωρίζει ένα, το κυρίαρχο ή ανώτατο όργανο το οποίο έχει την αρμοδιότητα να θέτει τους ανώτατους κανόνες δικαίου. Το κυρίαρχο όργανο έχει την κυριαρχία μέσα στο κράτος. Ωθεί όλη την κρατική δράση που παραλύει αν αυτό αδρανεί.  Αν τα κυρίαρχα όργανα είναι περισσότερα από ένα η σύγκρουσή τους είναι αναπόφευκτη.  Το κυρίαρχο όργανο έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Αμέσως ή εμμέσως έχει τη συντακτική αρμοδιότητα και δεν το δεσμεύουν κανόνες δικαίου.
·            Απλά και σύνθετα. Όταν για να δηλωθεί η βούληση του κράτους χρειάζεται η σύμπραξη τουλάχιστον δύο οργάνων, τότε σχηματίζεται σύνθετο όργανο. Αυτό το αποτελούν τα όργανα που συμπράττουν. Όσα όργανα δεν είναι σύνθετα είναι απλά. Ένα όργανο μπορεί να δρα άλλοτε ως μέλος σύνθετου οργάνου και άλλοτε ως απλό. Πχ ο ΠτΔ δρα ως απλό στην έκδοση ορισμένων πράξεων που δεν απαιτούν προσυπογραφή και ως σύνθετο όταν προσυπογραφεί.
·            Αυτοτελή και μη αυτοτελή. Όλα τα απλά όργανα είναι και αυτοτελή, αλλά τα σύνθετα και τα μη αυτοτελή διαφέρουν. Τα μη αυτοτελή εκφράζουν τη βούλησή τους επίσης μόνα τους, αλλά αυτή δεν γίνεται βούληση του κράτους, δηλαδή κανόνας δικαίου, παρά μόνο σε συνδυασμό με τη βούληση άλλου οργάνου. Συνήθως οι δύο βουλήσεις συμπίπτουν.
·            Αναδεικνύοντα και αναδεικνυόμενα. Την ιδιότητα του οργάνου την αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα απευθείας από το Σύνταγμα είτε την απονέμουν σε άλλα όργανα. Το Σύνταγμα καθορίζει τους προσωπικούς φορείς μόνο ορισμένων άμεσων οργάνων και τουλάχιστον του κυρίαρχου οργάνου. Αυτά τα όργανα που λέγονται αναδεικνύοντα, πρέπει εν συνέχεια να καθορίσουν τους προσωπικούς φορείς άλλων άμεσων οργάνων, που λέγονται αναδεικνυόμενα. Πχ η βουλή αναδεικνύει τον ΠτΔ αλλά αυτός έχει την αρμοδιότητα να διαλύει τη βουλή.
·            Μονοπρόσωπα και συλλογικά. Η διάκριση είναι προφανής.  Στα συλλογικά όργανα, η κρατική βούληση σχηματίζεται μεταξύ των μελών τους με κανόνες συνήθως πλειοψηφίας και απαρτίας. Το ίδιο το φυσικό πρόσωπο  μπορεί όμως να δρα άλλοτε ως μονοπρόσωπο όργανο και άλλοτε ως μέλος συλλογικού.
·            Νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά.




































Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Η έννοια του πολιτεύματος περιλαμβάνει μόνο τα σημαντικότερα στοιχεία του ουσιαστικού Συντάγματος. Με άλλα λόγια το πολίτευμα αποτελεί τον σκελετό του ουσιαστικού Συντάγματος.  Ειδικότερα, το σύστημα σχηματισμού της κρατικής εξουσίας ονομάζεται μορφή του πολιτεύματος. Τα υπόλοιπα στοιχεία αποτελούν τις οργανωτικές βάσεις (ή θεμελιώδεις αρχές) του πολιτεύματος.
Για παράδειγμα, ολόκληρη η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 ή του 2001 δεν μεταβάλλει το πολίτευμα. Αντίθετα η κατάργηση της Γερουσίας, το 1935 αποτελεί ακόμη και μόνη της, μεταβολή του τότε πολιτεύματος.
Τη μορφή του πολιτεύματος την καθορίζει η φύση του κυρίαρχου οργάνου δηλ το ποιος αποτελεί το κυρίαρχο όργανο στο συγκεκριμένο κράτος.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Η αριστοτελική διάκριση
Η κλασική ταξινόμηση των μορφών του πολιτεύματος οφείλεται στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι καθοριστική σημασία για το κράτος έχει αυτό που σήμερα ονομάζουμε κυρίαρχο όργανο και ότι κατά ανάγκη όσοι πραγματικά έχουν την κυριαρχία μέσα στο κράτος είναι ή ένας ή ολίγοι ή πολλοί. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δηλ τυπικό κριτήριο την αριθμητική συγκρότηση του κυρίαρχου οργάνου.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι ένας η ορθή μορφή πολιτεύματος είναι βασιλεία ενώ με παρεκβάσεις, τυραννίδα.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι ολίγοι η ορθή μορφή είναι αριστοκρατία ενώ με παρεκβάσεις, ολιγαρχία.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι πολλοί η ορθή μορφή είναι πολιτεία ενώ με παρεκβάσεις, δημοκρατία.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Δημοκρατική και αυταρχική μορφή πολιτεύματος
Η μορφή πολιτεύματος καθορίζεται εδώ με κριτήριο νομικό, την ελευθερία. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι όταν υπόκεινται μόνο στη βούληση τη δική τους και όχι κάποιου άλλου.  Οι άνθρωποι υπόκεινται, όμως, στους κανόνες δικαίου. Όταν τους κανόνες τους παράγουν όλοι ακριβώς υπόκεινται σε αυτούς, τότε οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και επικρατεί σύστημα αυτονομίας. Όταν αντίθετα τους κανόνες δικαίου τους παράγουν άλλοι και δεν υπάρχει σύμπτωση βουλήσεως όσων τους παράγων και όσων υπόκεινται σε αυτούς, τότε όσοι υπόκεινται στους κανόνες δεν είναι ελεύθεροι και επικρατεί σύστημα ετερονομίας.
Φιλελεύθερη και ολοκληρωτική μορφή πολιτεύματος
Κριτήριο εδώ δεν είναι το ποιος παράγει τους κανόνες δικαίου αλλά η έκταση του ρυθμιστικού τους πεδίου δηλ το τι ρυθμίζουν και μέχρι ποιου σημείου. Όταν η έννομη τάξη ρυθμίζει μόνο ορισμένα θέματα και αυτά μόνο στις αδρές γραμμές τους, ώστε τα πλείστα να τα ρυθμίζει η ιδιωτική αυτονομία, τότε η μορφή του πολιτεύματος είναι φιλελεύθερη. Αντίθετα, όταν η πολιτική εξουσία τείνει να τα ρυθμίζει όλα, ή πάντως τα περισσότερα, και αφήνει στην ιδιωτική αυτονομία δηλ στην ελευθερία των ατόμων, πολύ στενό περιθώριο τότε η μορφή του πολιτεύματος είναι ολοκληρωτική.
Κοινωνία των πολιτών είναι το σύνολο των ανθρώπων, όταν το παρατηρούμε ανεξάρτητα από το κράτος. Όταν το κράτος και η κοινωνία των πολιτών παραμένουν διακριτά, η μορφή του πολιτεύματος είναι φιλελεύθερη. Αντίθετα, είναι ολοκληρωτική, όταν το κράτος τείνει να καταλάβει όλη τη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών.
Πολυαρχική και μη πολυαρχική μορφή πολιτεύματος
Κριτήριο εδώ είναι το αν ο αγώνας για την εξουσία έχει οργανωθεί νομικά. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μορφή του πολιτεύματος είναι πολυαρχική. Αντίθετα, όταν αυτός ο αγώνας απαγορεύεται νομικά, η μορφή του πολιτεύματος είναι μη πολυαρχική ή μονοαρχική ή μονιστική.
Μορφή πολιτεύματος μη συγκεντρωμένη και με χωρισμένη εξουσία
Κριτήριο εδώ είναι οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων. Άλλοτε όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια μόνο ενός ανθρώπου ή ενός συνόλου ανθρώπων και άλλοτε χωρίζεται στα χέρια περισσοτέρων ανθρώπων ή ομάδων, που μπορούν να αντιταχθούν ο ένας στον άλλο και βρίσκονται μεταξύ τους σε διαρκή διαπραγμάτευση.

Σήμερα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που δεν περιορίζεται στην Ευρώπη, αλλά και πέρα από αυτόν, προβάλλει, τουλάχιστον ως ιδεώδες, μορφή πολιτεύματος δημοκρατική, φιλελεύθερη, πολυαρχική και με χωρισμό των εξουσιών. Αυτή είναι η σύγχρονη δημοκρατία.

ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΟΙ ΤΥΠΟΙ
  • Οι ιστορικοί τύποι.
  • Οι de facto κυβερνήσεις. Όταν ιδρύεται ένα νέο κράτος πχ η Ελλάς το 1821 ή όταν καταλύεται ένα πολίτευμα, δημιουργείται ένα νέο πολίτευμα. Μοιραία, η προέλευσή του είναι παράνομη, αλλά εφόσον η νέα εν τοις πράγμασι κατάσταση σταθεροποιηθεί, σχηματίζει μία έννομη τάξη. Αν αποτύχει η κατάσταση που επικρατεί αποφασίζει κατά πόσον αναγνωρίζει τις πράξεις που εξέδωσε η de facto κυβέρνηση (εδώ ο όρος κυβέρνηση είναι πολύ ευρύτερος από το ομώνυμο όργανο του κοινοβουλευτικού συστήματος). Μολονότι η de facto κυβέρνηση θεωρείται παράνομη, το γεγονός ότι επί ορισμένο χρονικό διάστημα έχει αποκτήσει εξουσία δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί.
Η de facto  κυβέρνηση τείνει πάντοτε να γίνει de jure, να μονιμοποιηθεί. Αυτό γίνεται οπωσδήποτε με την πάροδο του χρόνου. Συχνά μιλάμε για de facto κυβερνήσεις μόνο όταν οδηγούν σε δημοκρατία.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η δημοκρατία στην αρχαιότητα και στους νεότερους χρόνους
Η δημοκρατία της αρχαιότητας και η δημοκρατία των νεότερων χρόνων είναι ουσιωδώς παρόμοιες. Εντούτοις έχουν ορισμένες χαρακτηριστικές διαφορές. Η αρχαία δημοκρατία είναι μειοψηφική δηλ οι μέτοικοι, οι δούλοι και οι γυναίκες δεν μετέχουν στους θεσμούς. Είναι άμεση πράγμα που οξύνει τον μειοψηφικό της χαρακτήρα. Αλλά πρωτίστως η δημοκρατία κατά την αρχαιότητα δεν είναι φιλελεύθερη.
Η επικράτηση της δημοκρατικής ιδεολογίας
Το περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας το διαμορφώνουν δύο παράγοντες, οι αγγλικοί θεσμοί και η πολιτική φιλοσοφία του 18ου αιώνα, που θεωρούνται μάλιστα έμμεσες πηγές του συνταγματικού δικαίου όλων των δημοκρατικών κρατών. Η Αγγλία  σφυρηλατεί εμπειρικά το νομικό περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας και λύνει πρώτη, με τους θεσμούς που επινοεί, το πρόβλημα της πολιτικής ελευθερίας. Το αγγλικό πολίτευμα είναι το υπόδειγμα όλων των δημοκρατικών κρατών. Η πολιτική φιλοσοφία του διαφωτισμού, όπως διατυπώνεται στα συνταγματικά κείμενα και τις διακηρύξεις των επαναστάσεων του 18ου αι αλλά και του 19ου αι προσφέρει το ουσιαστικό περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας.
Από το αγγλικό πολίτευμα προέρχεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα, αλλά και η κυβέρνηση και η υπουργική ευθύνη που όμως είναι χαρακτηριστικά μόνο του κοινοβουλευτικού συστήματος. Τα κείμενα των μεγάλων επαναστάσεων περιλαμβάνουν την εθνική ή λαϊκή κυριαρχία, τον χωρισμό των εξουσιών, την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και την υπεροχή του Συντάγματος έναντι των νόμων.
Το πολίτευμα στη Δυτική Ευρώπη γίνεται πρώτα αντιπροσωπευτικό, ύστερα φιλελεύθερο και τελικά δημοκρατικό.
Σήμερα η δημοκρατία ταυτίζεται με τη φιλελεύθερη δημοκρατία που είναι πολυαρχική και με χωρισμό των εξουσιών.
Προβλήματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Η δημοκρατία είναι εξαιρετικά ευπαθής εξαιτίας των ιδίων των αρχών της. Επειδή προστατεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου, επιτρέπει τη χρήση τους και για σκοπούς αντίθετους προς τις αρχές της. Έτσι κινδυνεύει ολόκληρο το σύστημα, δηλ και ο δημοκρατικός και ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του.
Τούτο συμβαίνει και με τα πολιτικά και με τα ατομικά δικαιώματα πχ ο Χίτλερ ανέ3βηκε στην εξουσία με νόμιμο τρόπο. Σε πολύ μικρότερο βαθμό, η οικονομική ελευθερία μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη συγκέντρωση του πλούτου που όχι μόνο η ισότητα να καταντά εντελώς θεωρητική, αλλά και να σχηματίζεται οικονομική ολιγαρχία και αυτή να ελέγχει όλο το πολιτικό προσωπικό.

ΟΙ ΜΟΝΟΚΡΑΤΙΕΣ
Τα είδη της μονοκρατίας
Διακρίνουμε αφενός τις κλασικές μονοκρατίες, που είναι η απόλυτη μοναρχία, η τυραννίδα και η προσωρινή δικτατορία και αφετέρου τις σύγχρονες, που είναι η λαϊκή μονοκρατία και η στρατιωτική δικτατορία. Σε όλες τις μορφές υπάρχει μόνο ένα άμεσο όργανο.
Η απόλυτη μοναρχία
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απόλυτης μοναρχίας είναι ότι η διαδοχή στον θρόνο υπόκειται σε δεδομένους κανόνες που ο μονάρχης δεν μπορεί να αλλάξει και ότι η εξουσία του ελέω θεού μονάρχη υπόκειται στους θεμελιώδεις νόμους του βασιλείου.
Η τυραννίδα
Σε αντίθεση με την απόλυτη μοναρχία, την τυραννίδα χαρακτηρίζει η αυθαιρεσία και στην προέλευση και στη μεταβίβαση και στην άσκηση της εξουσίας.
Η προσωρινή δικτατορία
Στη δικτατορία με τη ρωμαϊκή σημασία του όρου η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ενός, αλλά τούτο γίνεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, προκειμένου να αντιμετωπισθούν έκτακτες ανάγκες του κράτους και πάντοτε για περιορισμένο χρόνο. Η συγκέντρωση της εξουσίας συνεπιφέρει αναστολή ατομικών δικαιωμάτων. Όταν η κρίση τελειώνει, τα διάφορα όργανα του κράτους ανακτούν τις αρμοδιότητές τους και οι πολίτες τα δικαιώματά τους. Αυτή η δικτατορία, που προϋποθέτει εντονότατη κρίση, διαφέρει από την απόλυτη μοναρχία, που δεν περιορίζεται χρονικά, και από την τυραννίδα που έχει αυθαίρετη προέλευση.
Η λαϊκή μονοκρατία
Εδώ η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός έχει  χαρακτήρα μόνιμο. Ο οδηγητής προσωποποιεί την κρατική εξουσία και θεωρείται ότι εκφράζει τον λαό και δεν του επιβάλλεται. Στην πραγματικότητα όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λαός απλώς προσχωρεί ομοθύμως και εν ανάγκη δια της βίας. Η λαϊκή μονοκρατία διαφέρει από τις κλασικές όπου ο λαός απλώς  κυβερνάται εκ των άνω.
Η στρατιωτική δικτατορία
Όταν το υφιστάμενο πολίτευμα φαίνεται ότι δεν επιβάλλεται και δεν επιλύει τα προβλήματα του κράτους, τότε συχνά καταλαμβάνει την εξουσία ο στρατός που αποτελεί την πιο σύγχρονη πραγματική δύναμη σε κοινωνίες  ακόμη υποανάπτυκτες. Μέσα στον στρατό ξεχωρίζει ένας άνδρας και συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία, αν και δεν αποκλείονται ολιγαρχικά στοιχεία στο πολίτευμα. Άλλωστε η ισπανική λέξη χούντα σημαίνει επιτροπή.
Η στρατιωτική δικτατορία είναι συχνά υποκατάστατο της παραδοσιακής απόλυτης μοναρχίας, όταν αυτή θεωρείται πλέον ξεπερασμένη.

ΟΙ ΟΛΙΓΟΚΡΑΤΙΕΣ
Τα είδη της ολιγοκρατίας
Ο όρος ολιγοκρατία είναι προτιμότερος από τον αρχαίο ολιγαρχία διότι δεν εμπεριέχει αξιολόγηση.
Διακρίνουμε την αριστοκρατία και την τιμηματική ολιγοκρατία. Και στις δύο περιπτώσεις όλοιόσοι έχουν την ιθαγένεια δεν είναι αυτοδικαίως ενεργοί πολίτες.
Η αριστοκρατία
Η αριστοκρατική τάξη δημιουργείται συνήθως ύστερα από πολέμους και κατακτήσεις, που σχηματίζουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες. Η αριστοκρατία συνδέεται άμεσα με την ιδιοκτησία της γης.
Η τμηματική ολιγοκρατία
Εδώ οι νομικοί  κανόνες εξαρτούν από ένα τίμημα το εκλογικό δικαίωμα, δηλ την ιδιότητα του μέλους του κυρίαρχου οργάνου.

ΤΑ ΜΕΙΚΤΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ
Τα είδη του μεικτού πολιτεύματος
Διακρίνονται ανάλογα με την προέλευση του χαρακτήρα τους. Αλλά είναι μεικτά σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη συστηματική τους οργάνωση και άλλα έγιναν από τις περιστάσεις κατά την ιστορική εξέλιξη.  Άλλα είναι μεικτά σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη συστηματική τους οργάνωση και άλλα έγιναν από τις περιστάσεις κατά την ιστορική εξέλιξη.
Η περιορισμένη (ή συνταγματική) μοναρχία
Η εξουσία παραμένει στα χέρια ενός, αλλά η άσκησή της την περιορίζουν άλλα δύο όργανα, η άνω βουλή με την οποία συμμετέχει στην εξουσία η αριστοκρατία της καταγωγής και η κάτω βουλή την οποία αναδεικνύουν συνήθως μόνο όσοι καλύπτουν το εκλογικό τίμημα.
Ο δυαδικός (ή ορλεανικός) κοινοβουλευτισμός
Αυτή η μεικτή μορφή πολιτεύματος αποτελεί την εξέλιξη της περιορισμένης μοναρχίας και έχει τα ίδια στοιχεία με αυτή, αλλά σε δημοκρατικότερο συσχετισμό. Η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη όχι μόνο του μονάρχη αλλά και του κοινοβουλίου. Αν χάσει τη μία, πέφτει. Το κοινοβούλιο πάντως δεν είναι στην πράξη ισχυρό. Η κάτω βουλή έχει ακόμη αμφίβολη νομιμοποίηση και συχνά δεν έχει σχηματισμένη πλειοψηφία.
Ο δημοκρατικός καισαρισμός
Εδώ ο αρχηγός του κράτους ασκεί την εξουσία στο όνομα του λαού, που του την εμπιστεύεται με προσωπικό δημοψήφισμα και ενίοτε του την ανανεώνει με τον ίδιο τρόπο. Ο καίσαρας εμφανίζεται ως ο εκλεκτός του λαού, θεματοφύλακας της κυριαρχίας του και εντολοδόχος ου διεξάγει τις υποθέσεις του κατά την τεκμαιρόμενη θέλησή του. Στην πραγματικότητα, όμως, ένας άνδρας συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία ή σχεδόν όλη, διότι ο λαός εκφράζει την εμπιστοσύνη του με μία πράξη για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα.
Μεικτά πολιτεύματα με σημείο αναφοράς τη δημοκρατία
Εκτροπή από τη δημοκρατία αποτελεί ο νοτιοαμερικανικός προεδρισμός. Εκεί ο ΠτΔ συχνά κηρύσσει κατάσταση ανάγκης χωρίς χρονικό περιορισμό και ενίοτε χρησιμοποιεί νομικά μέσα του ομοσπονδιακού συστήματος, για να αλλοιώνει το πολίτευμα.


Μεικτά πολιτεύματα με μονοκρατική προέλευση
Τον αμιγή της χαρακτήρα τον χάνει η μορφή του πολιτεύματος στη Σοβιετική Ένωση και τις λαϊκές δημοκρατίες μετά τον θάνατο του Στάλιν.







































Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Τα σημαντικότερα στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος που δεν περιλαμβάνοντας στη μορφή του και αποτελούν τις οργανωτικές του βάσεις είναι τρία:
-          η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων
-          το αντιπροσωπευτικό σύστημα και
-          ο χωρισμός των εξουσιών.
Αν χάσουν μία από αυτές, παύουν να είναι δημοκρατικά τα πολιτεύματα.

Η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το κοινωνικό συμβόλαιο
Η κυριότερη φιλοσοφική θεμελίωση του κράτους γίνεται από τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, που έχει τις ρίζες της στο φυσικό δίκαιο. Την εκφράζουν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ιδίως ο Χόμπς και ο Ρουσσώ, του οποίου οι ιδέες έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση.
Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου αποτελεί νομική κατασκευή. Κοινωνικό συμβόλαιο δεν έχει γίνει ποτέ. Τονίζει ότι οι άνθρωποι επιβιώνουν μόνο όταν σχηματίζουν κοινωνία και ζουν μαζί, και προσφέρει νομική εξήγηση στο κράτος. Κατά τη θεωρία αυτή, η φύση πλάθει τους ανθρώπους ελεύθερους και ίσους. Σε αυτή τη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός δεσμός και τίποτε δεν εμποδίζει την ελευθερία των ανθρώπων. Για αυτό όμως οι ισχυρότεροι καταπιέζουν τους ασθενέστερους ώστε η φυσική κατάσταση διαστρέφεται πέρα για πέρα. Τότε, για να ανακτήσουν τα δικαιώματά τους, οι άνθρωποι συνάπτουν, με τη θέλησή τους, σύμβαση, το κοινωνικό συμβόλαιο, και σχηματίζουν μια ανώτερη εξουσία επιφορτισμένη να τους προστατεύει και να τους εξασφαλίζει ειρήνη και τάξη. Κατά τον Χόμπς, την αναθέτουν, μια για πάντα, στον απόλυτο μονάρχη. Κατά τον Λοκ, τα άτομα κρατούν τα δικαιώματά τους και μπορούν να αρνηθούν την υπακοή τους, αν οι αντιπρόσωποι του λαού υπερβούν τα όριά τους. Κατά τον Ρουσσώ, τέλος, με το κοινωνικό συμβόλαιο οι άνθρωποι υπάγονται στη γενική θέληση, που ενδέχεται να διαφέρει από την ατομική θέληση καθενός. Η γενική θέληση αποτελεί το θεωρητικό θεμέλιο του κράτους και της κυριαρχίας και εκφράζεται με τον νόμο. Με την υποταγή του στη γενική θέληση το άτομο ξαναγίνεται ελεύθερο και ίσο.
Τα ατομικά δικαιώματα, τελικό αίτιο για την οργάνωση της δημοκρατίας
Ιστορικά, οι λαοί πρώτα διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Οι μεγάλες επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα γίνονται για τα ατομικά δικαιώματα και προπάντων  για την ισότητα.
Οι λαοί δεν διεκδικούν αφηρημένως μια γενική ελευθερία αλλά συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα με ειδικό περιεχόμενο.
Η αναγνώριση και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί την πρώτιστη οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Χωρίς αυτή, το πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό και, ακριβέστερα, δεν είναι φιλελεύθερο.

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Η λαϊκή κυριαρχία
Η θεωρία της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί εφαρμογή των ιδεών του Ρουσσώ για το κοινωνικό συμβόλαιο. Αφού οι άνθρωποι γεννώνται ίσοι και ελεύθεροι, η κυριαρχία ανήκει σε όλους τους πολίτες στον λαό. Κάθε πολίτης έχει ένα κομματάκι της κυριαρχίας ίσο με το κομματάκι κάθε άλλου. Αφού οι πολίτες έχουν ένα κομματάκι κυριαρχίας, πρέπει να την ασκούν οι ίδιοι και να μετέχουν στη λήψη όλων των αποφάσεων.
Η λαϊκή κυριαρχία έχει συγκεκριμένες νομικές συνέπειες. Αφού είναι αναπαλλοτρίωτη και απαράγραπτη, κάθε πολίτης την ασκεί ο ίδιος για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Η εθνική κυριαρχία
Με τη θεωρία της εθνικής κυριαρχίας, το κράτος δεν ταυτίζεται πλέον με τον μονάρχη αλλά με το έθνος. Η κυριαρχία δεν ανήκει ακόμη σε άτομα.  Επειδή όμως το έθνος δεν μπορεί να την ασκεί μόνο του, την ασκεί με τους αντιπροσώπους του. Η ιδιότητα του αντιπροσώπου μπορεί  να αναγνωριστεί και στο πρόσωπο του βασιλέα.
Ο συμβιβασμός των δύο θεωριών
Οι Άγγλοι με το πρακτικό τους πνεύμα αποφεύγουν τη θεωρητική έριδα. Για αυτούς η κυριαρχία ανήκει στο κοινοβούλιο με τις δύο βουλές, μέρος του οποίου είναι και ο βασιλιάς δηλ ανήκει σε όλους τους παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού. Ακόμη και στη Γαλλία με την πάροδο του χρόνου, η διάσταση εθνική και λαϊκής κυριαρχίας έχει αμβλυνθεί.





























ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΑΡΧΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ
Διάκριση των εξουσιών
Από τη στιγμή που ο λαός έχει μέσα στο κράτος την ανώτατη εξουσία –ή την κυριαρχία, αν το κράτος είναι κυρίαρχο- προκύπτει το πρόβλημα ποιος την ασκεί. Την ασκεί ο ίδιος ο λαός, οπότε η δημοκρατία είναι άμεση ή ένα σώμα αντιπροσώπων του λαού, οπότε η δημοκρατία χαρακτηρίζεται αντιπροσωπευτική ή άλλοτε το αντιπροσωπευτικό σώμα και άλλοτε απευθείας ο λαός οπότε το σύστημα είναι ημιαντιπροσωπευτικό.
Η σύγχρονη δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική.
Η διαμόρφωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος ΘΕΜΑ 2005
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται και αναπτύσσεται στην Αγγλία. Πάντοτε δίπλα στους Άγγλους βασιλείς υπήρχε ένα συμβούλιο που τους βοηθούσε στην άσκηση της εξουσίας, αλλά συγχρόνως και την περιόριζε κάπως. Μετά τη νορμανδική κατάκτηση, περί τα μέσα του 12ου αι αυτό το όργανο ονομάζεται Magnun Concilium. Μετά τη Magna Charta, μετέχουν σε αυτό και αντιπρόσωποι των κοινοτήτων της χώρας.
Στην πράξη το κοινοβούλιο γίνεται απαραίτητος παράγων για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, διότι εγκρίνει τους φόρους και βαθμηδόν μετέχει στην παραγωγή των νόμων. Τον 17ο αι το κοινοβούλιο συγκρούεται με τον βασιλέα, νικά και τον υποχρεώνει να τηρεί όχι μόνο το κοινοδίκαιο, που είναι εθιμικό, αλλά και τους νόμους, δηλ τους ανώτερους κανόνες δικαίου, των οποίων το περιεχόμενο το ορίζει το ίδιο το κοινοβούλιο. Ο βασιλέας και η εκτελεστική εξουσία υπόκεινται στην κυριαρχία του νόμου (Rule of law) ενώ το κοινοβούλιο γίνεται κυρίαρχο όργανο.
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι αρχικά ολιγοκρατικό διότι μικρό ποσοστό του λαού έχει δικαίωμα να ψηφίζει.  Η ανάδειξη των αντιπροσώπων αποκτά δημοκρατική βάση σταδιακά από την εκλογική  μεταρρύθμιση του 1832, που αρχίζει να διευρύνει το δικαίωμα της ψήφου.
Η εκλογική ενηλικίωση κατεβαίνει και για τα δύο φύλα στο 18ο έτος το 1969.
Άλλοι παράγοντες επιτυχίες του αντιπροσωπευτικού συστήματος στην Αγγλία είναι η αντιπροσώπευση των κομητειών, δηλ των κατοίκων της υπαίθρου, στο κοινοβούλιο σχεδόν από την αρχή, η διαίρεση του κοινοβουλίου σε δύο βουλές –δηλ στη βουλή των Λόρδων, που περιλαμβάνει ευγενείς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, και στη βουλή των Κοινοτήτων, όπου αντιπροσωπεύονται οι κομητείες- αλλά και ο νησιωτικός χαρακτήρας του κράτους, που εξασφαλίζει αποτελεσματική άμυνα από επιδρομές ή η πολιτική ιδιοσυγκρασία του λαού, που αγαπά τον συμβιβασμό και έχει κοινό νου, έστω και παραβλέποντας λύσεις που συνεπάγεται η αυστηρή λογική.. Το παράδειγμα της σταδιακής παροχής του εκλογικού δικαιώματος σε όλους τους πολίτες είναι χαρακτηριστικό. Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις αφορούν ήδη το σύνολο των αγγλικών θεσμών.
Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι σε καμία χώρα δεν νοούνται στοιχειωδώς δημοκρατικοί θεσμοί, έστω και μειοψηφικοί, χωρίς τουλάχιστον μία συνέλευση άμεσα εκλεγμένη κατά το αγγλικό πρότυπο.
Υπεροχή του αντιπροσωπευτικού συστήματος
Πολιτικά, το αντιπροσωπευτικό σύστημα πλεονεκτεί, επειδή στα θέματα ουσίας οι αντιπρόσωποι λαμβάνουν αποφάσεις ποιοτικά καλύτερες από ότι θα λάμβανε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πάντως έχει εξαιρετική ικανότητα να εκλέγει τους καταλληλότερους για την άσκηση της εξουσίας. Συγχρόνως, το αντιπροσωπευτικό σύστημα προστατεύει αποτελεσματικά την εκάστοτε μειοψηφία από την πλειοψηφία του λαού.



Νομικός ορισμός
Αντιπροσωπευτικό λέγεται το σύστημα στο οποίο τους ανώτερους κανόνες δικαίου τους θέτει μία εκλεγμένη συνέλευση αντιπροσώπων του εν στενή έννοια λαού.
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται και ολοκληρώνεται πολύ πριν το πολίτευμα γίνει δημοκρατικό, δηλ δεν αρκεί για να κάνει το πολίτευμα δημοκρατικό.
Πότε το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι γνήσιο
Οι προϋποθέσεις για τη γνησιότητα του αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι οι εξής πέντε:
-          το σύνολο των ενεργών πολιτών πρέπει να αναδεικνύει μία συνέλευση, η οποία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο πολιτική μικρογραφία του
-          η συνέλευση αυτή πρέπει να αναδεικνύεται με εκλογή, που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα σχετικώς σύντομα
-          η εκλογή πρέπει να έχει πολιτικό χαρακτήρα
-          το αντιπροσωπευτικό σώμα πρέπει να λειτουργεί δημόσια
-          το αντιπροσωπευτικό σώμα πρέπει να έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, δηλ αρμοδιότητα να παράγει κανόνες δικαίου.
Κοινοβούλιο με μία ή με δύο βουλές;
Ευθύς εξ αρχής το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται στην Αγγλία με δύο βουλές. Οι ευγενείς και οι αρχιερείς ενώνονται και σχηματίζουν τη βουλή των Λόρδων και οι αντιπρόσωποι των κομητειών και των πόλεων τη βουλή των Κοινοτήτων. Πρόκειται για χωριστή αντιπροσώπευση κοινωνικών τάξεων. Η μία βουλή αντιπροσωπεύει την αριστοκρατία και η άλλη τους πολίτες με δικαίωμα ψήφου εξου και οι ονομασίες άνω βουλή και κάτω βουλή. Ανέκαθεν η κάτω βουλή υπερέχει γιατί αντιπροσωπεύει όσους πληρώνουν τους φόρους δηλ κυρίως τους αστούς και αποκτά ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες, καθώς με την επέκταση του δικαιώματος ψήφου, αντιπροσωπεύει ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του λαού.
Το σύστημα των δύο βουλών για παρόμοιους λόγους, το υιοθετούν τα περισσότερα κράτη που ακολουθούν την Αγγλία και αποκτούν συνταγματικού θεσμούς. Εξάλλου η δεύτερη βουλή είναι απαραίτητη στα ομοσπονδιακά κράτη.
Η δεύτερη βουλή δικαιολογείται ως άλλη μία μορφή κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ οργάνων του κράτους, ως χωρισμός εξουσιών μέσα στη νομοθετική εξουσία.
Η δεύτερη βουλή βελτιώνει ριζικά την ποιότητα των νόμων.
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο βουλών
Και οι δύο βουλές ελέγχουν με τα συνηθισμένα μέσα, την εκτελεστική εξουσία. Όταν, όμως, το πολίτευμα είναι κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό, η υπεροχή της κάτω βουλής επιτυγχάνεται εφόσον η κυβέρνηση υποχρεούται να αναλαμβάνει την εμπιστοσύνη μόνο της κάτω βουλής. Τότε, με άλλα λόγια μόνο η κάτω βουλή έχεις τα χέρια της την κύρωση του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Τη σύμπραξη των δύο βουλών για την κατάρτιση των νόμων διέπει καθεστώς άλλοτε ισοδυναμίας τους και άλλοτε υπεροχής της κάτω βουλής. Η ισοδυναμία επιτυγχάνεται, όταν κάθε νομοσχέδιο πρέπει να εγκριθεί με όμοιο κείμενο από τις δύο βουλές για να γίνει νόμος. Αν αυτό δεν συμβεί, το νομοσχέδιο είτε απορρίπτεται είτε παραπέμπεται από τη μία βουλή στην άλλη, εις το διηνεκές, μέχρι να συμπέσουν πλήρως τα κείμενα που ψηφίζει η μία και η άλλη.




ΤΟ ΗΜΙΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η διαμόρφωση του συστήματος
Κύριο χαρακτηριστικό του ημιαντιπροσωπευτιτικού συστήματος είναι η συμμετοχή του λαού στην παραγωγή κανόνων δικαίου παραλλήλως προς τα αντιπροσωπευτικά σώματα.
Οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος είναι τέσσερις, το κυρίως δημοψήφισμα, η λαϊκή αρνησικυρία, η λαϊκή πρωτοβουλία και η λαϊκή ανάκληση. Με τους θεσμούς αυτούς ο λαός μπορεί να αποδείξει ότι οι αντιπρόσωποί του εκφράζουν βούληση που δεν συμπίπτει με τη δική του.
Το κυρίως δημοψήφισμα
Αυτό είναι ο θεσμός με τον οποίο ο λαός εκφράζει τη βούλησή του σε ένα ερώτημα που του θέτει άλλο όργανο.
Υπάρχουν πολλοί τύποι δημοψηφίσματος, με βάση τις εξής διακρίσεις :
-          αποφασιστικό ή συμβουλευτικό ανάλογα με το αν παράγει κανόνες δικαίου ή όχι, το συμβουλευτικό είναι προγενέστερο από την οριστικό κατάρτιση του κειμένου που προορίζεται να αποκτήσει ρυθμιστικό περιεχόμενο ενώ το αποφασιστικό μεταγενέστερο
-          συνταγματικό ή νομοθετικό ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο θα ενταχθούν στην πυραμίδα των κανόνων δικαίου οι κανόνες που πρόκειται να παραχθούν
-          υποχρεωτικό ή προαιρετικό, ανάλογα με το αν η διενέργειά του προβλέπεται ως δέσμια αρμοδιότητα ή ως διακριτική ευχέρεια.
Γνήσιο και προσωπικό δημοψήφισμα
Το δημοψήφισμα αποτελεί εξαίρεση από το αντιπροσωπευτικό σύστημα και αποβλέπει  στην παραγωγή κανόνων δικαίου. Μπορεί όμως στην πράξη να το χρησιμοποιούν για να προσλαμβάνει κάποιος λαϊκό χρίσμα, για να γίνεται αντιπρόσωπος του λαού. Τότε το δημοψήφισμα παύει να είναι γνήσιο και χαρακτηρίζεται προσωπικό.
Για παράδειγμα στην ελληνική συνταγματική ιστορία, όλα τα δημοψηφίσματα είναι προσωπικά κάτι που προσδίδει και η εξωπραγματική επιτυχία του Ναι.
Η λαϊκή αρνησικυρία
Είναι ο θεσμός με τον οποίο ορισμένο τμήμα του λαού μπορεί να προκαλέσει δημοψήφισμα για την κατάργηση ορισμένου νόμου. Η λαϊκή αρνησικυρία έχει δύο φάσεις. Πρώτα ο απαραίτητος αριθμός πολιτών παρουσιάζει γραπτή πρόταση που ζητεί τη διενέργεια δημοψηφίσματος με τέτοιο αντικείμενο. Ύστερα όλος ο εν στενή έννοια λαός καλείται και αποφασίζει σε σχετικό δημοψήφισμα. Έτσι, ο λαϊκός έλεγχος στα αντιπροσωπευτικά σώματα είναι αποτελεσματικότατος.
Η λαϊκή ανάκληση Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν υπάρχει νομικός δεσμός εκλογέων και αντιπροσώπων μετά την εκλογή. Με τη λαϊκή ανάκληση που έχει και αυτή δύο φάσεις, ορισμένος αριθμός εκλογέων μπορεί να προκαλέσει δημοψήφισμα με αντικείμενο την πρόωρη λήξη της θητείας συγκεκριμένου αντιπροσώπου ή και ολόκληρης της βουλής, πράγμα που ισοδυναμεί με διάλυσή της. Η ανάκληση λειτουργεί ως κύρωση στην επιτακτική εντολή.
Προβλήματα της αντιπροσωπευτικής και της ημιαντιπροσωπευτικής δημοκρατίας
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα στηρίζεται σε πλάσμα δικαίου δηλ στο ότι η βούληση των αντιπροσώπων συμπίπτει με τη βούληση του λαού ή του έθνους. Ειδάλλως, το πολίτευμα χάνει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα.
Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία από το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι η αποκοπή του αντιπροσωπευτικού σώματος από τη λαϊκή βούληση. Η αποξένωση αυτή συντελείται, όταν η βουλευτική περίοδος είναι μακρά και ο λαός δεν εκφράζεται στο διάστημα μεταξύ δύο γενικών εκλογών. Τα αντίδοτα είναι κυρίως τρία. Είναι η διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών, όταν κενούται βουλευτική έδρα, αλλά τη δυνατότητα αυτή την αποκλείει συνήθως το αναλογικό εκλογικό σύστημα. Είναι η διενέργεια εκλογών σε κατώτερο επίπεδο. Προπάντων όμως είναι η διάλυση της βουλής, η οποία ανανεώνει προώρως τη λαϊκή εντολή προς όλους τους αντιρποσώπους και έτσι αίρει κάθε αμφιβολία για το αν αντιπροσωπεύουν πιστά τους εντολείς τους.
Επίσης, το αντιπροσωπευτικό σύστημα συχνά παραμορφώνεται, όταν υπάρχει μία μόνο βουλή ή δεν ισχύει ο χωρισμός των εξουσιών. Τότε η εκτελεστική εξουσία δεν έχει αυτοτέλεια.
Η αλλοίωση του πολιτεύματος φθάνει στο έσχατο σημείο όταν η μονήρης βουλή έχει επί πλέον περιπέσει στον αποκλειστικό έλεγχο των κομμάτων.
Αλλά και το ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα είναι ευπαθές. Το δημοψήφισμα εύκολα γίνεται προσωπικό ιδίως όταν τη διεξαγωγή του την αποφασίζει η εκτελεστική εξουσία. Τότε η μορφή του πολιτεύματος γίνεται καισαρική.
Οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος οδηγούν άραγε σε καλύτερους κανόνες δικαίου: Αναντίρρητα η λαϊκή αρνησικυρία και η λαϊκή πρωτοβουλία, ιδίως όταν αυτή καταλήγει σε δημοψήφισμα, εμπλουτίζουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Πράγματι, το δημοψήφισμα το χρησιμοποιούν μη δημοκρατικά πολιτεύματα για να αποκτήσουν δημοκρατική επίφαση. Το δημοψήφισμα, ως άμεση έκφραση του λαού αποτελεί απόλυτο πολιτικό όπλο. Το προσωπικό δημοψήφισμα το χρησιμοποιούν για να καταστρέφουν τη δημοκρατία.
Όταν, πάντως, τηρούνται τα δημοκρατικά εχέγγυα, το δημοψήφισμα παραμένει όπλο φοβερό, αλλά γίνεται δίκοπο. Τα Όχι αθροίζονται. Είναι πολύ ευκολότερο να σχηματισθεί αρνητική λαϊκή πλειοψηφία από ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις παρά πλειοψηφία των Ναι, η οποία προϋποθέτει πολιτική σύμπνοια. Η αρνητική απάντηση του λαού υποχρεώνει σε παραίτηση τον προσωπικό φορέα του οργάνου ο οποίος αποφάσισε το δημοψήφισμα, χωρίς να χρειάζεται κάτι τέτοιο να αποτελεί γραπτό κανόνα δικαίου.
Από την άλλη μεριά, οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος και ιδίως το δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία, φανερώνουν τις βαθύτερες τάσεις του λαού.
Ο λαός δεν μπορεί να κυβερνάται μόνος του. Για αυτό το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι η αναζήτηση της χρυσής τομής ανάμεσα στη συνεχή προσφυγή στις κάλπες, που μοιραίως προξενεί κόπωση και αδιαφορία, και στην ανάδειξη, κατά αραιά χρονικά διαστήματα, μίας παντοδύναμης βουλής που δεν συναντά αντίλογο. Η ισορροπία επιτυγχάνεται με αδιάκοπο διάλογο όχι μόνο μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, αλλά και μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας, μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και κοινοβουλίου, μεταξύ των δύο βουλών.














Η ΨΗΦΟΣ

ΓΕΝΙΚΑ
Ο λαός είναι κυρίαρχο όργανο αλλά υπόκειται σε λεπτομερείς νομικούς κανόνες που αφορούν και τη συγκρότηση και την έκφρασή του. Ο λαός εκφράζει τη βούλησή του με την ψήφο κάθε μέλους και έτσι είτε εκλέγει τους αντιπροσώπους του είτε μετέχει σε ημιαντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Ψήφος είναι η έκφραση της βουλήσεως του εκλογέα ως μέλους του εκλογικού σώματος.
Για να είναι η ψήφος δημοκρατική, πρέπει να έχει πέντε χαρακτηριστικά, δηλ να είναι καθολική, ίση, ατομική, άμεση και μυστική.
Η καθολικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι καθολική και όχι περιορισμένη όταν μπορούν να ψηφίζουν όλοι οι ώριμοι πολίτες. Δηλαδή δεν είναι ανεκτός αποκλεισμός για λόγους κοινωνικούς, οικονομικούς ή μορφωτικούς.
Η πολιτική ενηλικίωση για σήμερα αρκεί το 18ο έτος και για τις δύο. Τούτο θεσπίζεται ιδίως ύστερα από τα γεγονότα του Μαΐου 1968.
Αφού η ωριμότητα των πολιτών είναι το μοναδικό κριτήριο για να είναι το εκλογικό δικαίωμα καθολικό, μόνοη έλλειψή της δικαιολογεί στέρηση του εκλογικού δικαιώματος από ορισμένες ομάδες πολιτών.
Η ισότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι ίση όταν κάθε εκλογέας έχει μόνο μία. Ισχύει το αγγλοσαξωνικό αξίωμα, ένας άνθρωπος μία ψήφος. Κάθε ψήφος έχει την ίδια νομική δύναμη για τη διαμόρφωση του νομικού αποτελέσματος με το οποίο το εκλογικό σώμα εκφράζει τη βούλησή του. Οι ψήφοι μετρούνται και δεν ζυγίζονται.
Η ισότητα της ψήφου είναι αναγκαία συνέπεια της καθολικότητας.
Η ατομικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι ατομική όταν ο εκλογέας εκφράζεται νομικώς ως άτομο. Η θέληση του λαού, που είναι όργανο συλλογικό, είναι η συνισταμένη των ατομικών θελήσεων κατά τον κανόνα της πλειοψηφίας.
Η αμεσότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι άμεση όταν ο ίδιος ο εκλογέας εκλέγει απευθείας τον αντιπρόσωπό του, δηλ χωρίς την παρεμβολή άλλου. Αντίθετα η ψήφος είναι έμμεση όταν ο εκλογέας αναδεικνύει εκλέκτορες, οι οποίοι είναι αρμόδιοι να εκλέξουν τους αντιπροσώπους, δηλ εκφράζουν δική τους βούληση. Η έμμεση εκλογή είναι η άλλη όψη της έμμεσης ψήφου και έχει δύο ή περισσότερους βαθμούς.
Η μυστικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι μυστική όταν δεν επιτρέπεται να γνωρίζει το περιεχόμενό της κανένας εκτός από εκείνον που ψηφίζει.
Ψήφος υποχρεωτική ή προαιρετική και προσωπική ή μη
Η ψήφος είναι υποχρεωτική όταν ο εκλογέας έχει νομική υποχρέωση να ψηφίσει δηλ δεν επιτρέπεται να απέχει από την ψηφοφορία. Ειδεμή, η ψήφος είναι προαιρετική.
Η ψήφος είναι προσωπική όταν ο εκλογέας πρέπει να ψηφίζει αυτοπροσώπως. Δεν είναι προσωπική η ψήφος με αντιπρόσωπο. Η προσωπική ψήφος αποτελεί εξασφάλιση της ελευθερίας των εκλογέων, αλλά αποκλείει  από την ψηφοφορία όσους δεν μπορούν να προσέλθουν αυτοπροσώπως δηλ αυξάνει την αποχή.
Η επιστολική ψήφος όμως είναι προσωπική.


Η ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
Τα κόμματα
Πολιτικό κόμμα είναι η εκούσια ένωση πολιτών η οποία έχει οργάνωση και πρόγραμμα και επιδιώκει να κάνει το δικό της πρόγραμμα πρόγραμμα του κράτους, ιδίως επιτυγχάνοντας την εκλογή δικών της υποψηφίων στις εκλογές. Η σύγχρονη δημοκρατία έχει γίνει κομματική. Η δημοκρατία είναι πολίτευμα των κομμάτων και εναλλακτική λύση είναι το πολίτευμα των ολίγων ή του ενός, σήμερα δηλαδή συνήθως η δικτατορία.

ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες
Εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος υπολογισμού με την οποία οι ψήφοι μετατρέπονται σε έδρες. Με άλλα λόγια είναι η μέθοδος η οποία δίνει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Μέρος του εκλογικού συστήματος αποτελεί  ουσιαστικά και η διαίρεση της επικράτειας σε εκλογικές περιφέρειες. Εκλογική περιφέρεια είναι το τμήμα της επικράτειας στο οποίο αντίστοιχο τμήμα του λαού εκλέγει τους αντιπροσώπους του, επειδή έτσι ορίζει το δίκαιο.
Τα πλειοψηφικά συστήματα
-          Το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας (με ένα γύρο). Το αρχαιότερο και απλούστερο εκλογικό σύστημα το οποίο εξακολουθεί να επικρατεί στον αγλλοσαξωνικό κόσμο είναι το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας. Εκλέγεται όποιος υποψήφιος πάρει τις περισσότερες ψήφους  (όποιος έρθει πρώτος). Κανονικά το σύστημα αυτό προϋποθέτει τη διαίρεση της επικράτειας σε μονοεδρικές περιφέρειες.
Όταν το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας εφαρμόζεται σε πολυεδρικές περιφέρειες, είναι πολύ συζητήσιμο αν ανταποκρίνεται στις δημοκρατικές απαιτήσεις.
Το πλειοψηφικό σύστημα αγγλικού τύπου συγκεντρώνει πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα. Θέτει τον εκλογέα ενώπιον των ευθυνών του. Τον υποχρεώνει να εκφράζεται μια κι έξω. Ο ψηφοφόρος  δεν μπορεί να διορθώσει την ψήφο του.
Η ψυχολογία των ψηφοφόρων επιδρά στα κόμματα.
-          Το σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας (με δύο γύρους). Πρόκειται για προσαρμογή του προηγούμενου συστήματος στις απαιτήσεις ιδίως της γαλλικής πολιτικής ζωής όπου στις εκλογές αντιπαρατάσσονται περισσότερα από δύο αξιόλογα κόμματα. Οι περιφέρειες είναι μονοεδρικές και εκλέγεται όποιος υποψήφιος συγκεντρώνει ψήφους περισσότερες από το άθροισμα των ψήφων όλων των άλλων (πρώτος γύρος) δηλ την απόλυτη πλειοψηφία.
Όταν κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται (δεύτερος γύρος) οπότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Κάθε υποψήφιος μπορεί να αποχωρήσει από τον αγώνα μεταξύ δύο γύρων, αλλά για να συμμετάσχει στον δεύτερο απαιτείται συνήθως να έχει συγκεντρώσει ορισμένο ποσοστό στον πρώτο.
Στο  σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας υφέρπει η ιδέα ότι ο αντιπρόσωπος έχει μεγαλύτερο κύρος, όταν τον αναδεικνύει επαρκής αριθμός ψήφων.
Το πλειοψηφικό σύστημα με δύο γύρους ευνοεί τα κεντρώα κόμματα, που μπορούν ευκολότερα να συνάπτουν συμμαχίες, δεν οδηγεί σε δικομματισμό και δεν σχηματίζει κατά ανάγκη συμπαγείς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.

Τα αναλογικά συστήματα
Το ιδεώδες των αναλογικών συστημάτων είναι το πηλίκο της διαιρέσεως του ποσοστού επί τοις εκατό σε κοινοβουλευτικές έδρες τις οποίες κερδίζει σε όλη την επικράτεια ένα κόμμα δια του ποσοστού επί τοις εκατό σε ψήφους τις οποίες λαμβάνει σε όλη την επικράτεια το ίδιο κόμμα να ισούται με τη μονάδα.
Αυτό το πηλίκο ονομάζεται δείκτης αντιπροσωπευτικότητας. Προφανώς είναι στη πράξη αδύνατο να ισούται το πηλίκο με την ακέραιη μονάδα. Άρα αρκεί να την προσεγγίζει. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον μία έδρα να κατατμηθεί και να μοιρασθεί σε περισσότερα κόμματα.
Το ιδεώδες επιδιώκεται καλύτερα, όπου όλη η επικράτεια αποτελεί ενιαία εκλογική περιφέρεια. Κάτι τέτοιο όμως συμβαίνει σπανιότατα.
Η αναλογική δεν προσφέρει κυβερνητική πλειοψηφία και οι εκλογές δεν λειτουργούν ως κύρωση προς την κυβερνητική πλειοψηφία που αποτυγχάνει να λύσει τα προβλήματα.
Την πολιτική ζωή τη ρυθμίζουν τα μικρά κόμματα. Με άλλα λόγια, η αναλογική φαλκιδεύει τον έλεγχο της πραγματικής εξουσίας από τον λαό.
Όταν η κατανομή των εδρών στα κόμματα γίνεται στο επίπεδο της επικράτειας και όχι των εκλογικών περιφερειών, υπάρχουν δύο συστήματα, το σύστημα του εθνικού εκλογικού μέτρου και το σύστημα του σταθερού εκλογικού μέτρου.
Το εθνικό εκλογικό μέτρο είναι το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των εγκύρων ψήφων δια του αριθμού των εδρών της βουλής. Εν συνεχεία, διαιρούμε το σύνολο των ψήφων κάθε κόμματος για να βρούμε τον αριθμό των εδρών του.
Η κατανομή των εδρών στα κόμματα γίνεται σε εκλογικές περιφέρειες.
Αυτό το σύστημα παρουσιάζει ένα σημαντικό πρόβλημα. Η απαραίτητη ακεραιοποίηση των πηλίκων με τους αριθμούς των εδρών δημιουργεί αχρησιμοποίητα υπόλοιπα ψήφων και αδιάθετες έδρες.
Η μέθοδος του ισχυρότερου μέσου όρου είναι πολυπλοκότερη και ευνοεί συνήθως τα κόμματα που έχουν μεγάλο αριθμό ψήφων.
-          Το κυρίως σύστημα Χάρκενμπαχ Μπίσοπ. Για να μη μένουν πολλές αδιάθετες έδρες ο Ελβετός καθητής Χάρκενμπαχ Μπίσοπ επινοεί μία παραλλαγή της μεθόδου του εκλογικού μέτρου στο επίπεδο των εκλογικών περιφερειών. Στη διαίρεση για τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου προσθέτει αυθαίρετα μία μονάδα στον διαιρέτη, που είναι ο αριθμός των εδρών της περιφέρειας. Η ρήτρα του συν 1 μικραίνει το εκλογικό μέτρο και για αυτό ευνοεί συνήθως τα μικρότερα κόμματα. Έχει τόσο μεγάλη διάδοση ώστε όλο το σύστημα έχει πάρει το όνομα του Μπίσοπ δηλαδή ακόμη και χωρίς προσθήκη του διαιρέτη.
-          Το σύστημα Ντ΄Οντ. Στηρίζεται στην εξής θεωρητική σκέψη, αν η περιφέρεια έχει μία έδρα είναι λογικό να την πάρει το πρώτο σε ψήφους κόμμα, αν η περιφέρεια έχει δύο έδρες, τη δεύτερη πρέπει να την πάρει το δεύτερο σε ψήφους κόμμα εκτός αν το πρώτο κόμμα έχει υπερδιπλάσιες ψήφους από το δεύτερο, οπότε το πρώτο κερδίζει και τη δεύτερη έδρα και ούτω καθ εξής.
-          Το σύστημα Σαιντ Λάνγκ. Το σύστημα Ντ΄Οντ είναι δυσμενές για τα μικρά κόμματα εκτός αν οι εκλογικές περιφέρειες έχουν πολλές έδρες. Για να αντιμετωπίσει την υποαντιπροσώπευση των μικρών κομμάτων ο Γάλλος Σαιντ Λάνγκ τροποποιεί το προηγούμενο σύστημα. Το σύστημα αυτό είναι όμοιο με το προηγούμενο μόνο που ως διαιρέτες χρησιμοποιεί αποκλειστικά τους περιττούς αριθμούς ώστε να είναι αναλογικότερο.
-          Το σύστημα Χέαρ. Οι εκλογικές περιφέρειες έχουν συνήθως τρεις ως πέντε έδρες.  Σε κάθε περιφέρεια υπάρχει μόνο ένα ψηφοδέλτιο με τα ονόματα όλων των υποψηφίων από όλα τα κόμματα. Ο εκλογέας ψηφίζει μόνο υπέρ ενός υποψηφίου, αλλά μπορεί να κατατάξει κατά σειρά φθίνουσα στο ψηφοδέλτιό του και άλλους υποψήφιους από οποιοδήποτε κόμμα. Εκλέγεται όποιος καλύπτει το εκλογικό μέτρο που υπολογίζεται με τη ρήτρα του συν 1. Όταν ο πρώτος υποψήφιος συγκεντρώνει το εκλογικό μέτρο και εκλέγεται όσες ψήφοι του δεν δικαιολογούν εκλογή μεταβιβάζονται και ισχύουν υπέρ του δεύτερου υποψηφίου κατά τη σειρά που όρισαν οι εκλογείς και ούτω κάθε εξής.


Τα μεικτά συστήματα
Η διαπίστωση ότι καμία πλειοψηφία δεν χρειάζεται ποσοστό εδρών μεγαλύτερο από 60% για να κάνει καλά τη δουλειά της οδηγεί σε μεικτά εκλογικά συστήματα, που συνδυάζουν στοιχεία αναλογικά και πλειοψηφικά και επιδιώκουν σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς να συνθλίβουν τα μειοψηφικά πολιτικά ρεύματα. Οι δυνατότητες συνδυασμού είναι άπειρες, αλλά κάθε μεικτό σύστημα έχει έναν κορμό πλειοψηφικό ή αναλογικό και πρόσθετες ρήτρες από το άλλο σύστημα.
-          Η ελληνική ενισχυμένη αναλογική. Πρόκειται για σύστημα κατά βάση αναλογικό στο οποίο όμως ενισχύεται δραστικά το πρώτο κόμμα. Η ενίσχυση επιτυγχάνεται κυρίως με δύο τρόπους αφενός με υψηλά ποσοστά )συνήθως 17% των ψήφων σε όλη τη χώρα) για τη συμμετοχή των κομμάτων στη δεύτερη και Τρίτη κατανομή των εδρών (ως το 1981) και αφετέρου με τον υπολογισμό στη δεύτερη και Τρίτη κατανομή όχι των αχρησιμοποίητων ψήφων από την πρώτη κατανομή αλλά του συνόλου των ψήφων των κομμάτων της δεύτερης κατανομής.
-          Το γερμανικό σύστημα των δύο ψήφων. Οι μισές βουλευτικές έδρες αντιστοιχούν σε μονοεδρικές περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται όλη η επικράτεια. Οι άλλες μισές κατανέμονται στα ομόσπονδα κρατίδια που αποτελούν πολυεδρικές περιφέρειες. Κάθε εκλογέας έχει δύο ψήφους την πρώτη για τη μονοεδρική του περιφέρεια και τη δεύτερη για την περιφέρεια του κρατιδίου του. Αποφασιστική σημασία για την κομματική σύνθεση της ομοσπονδιακής βουλής δεν έχει η πρώτη ψήφος αλλά μόνο η δεύτερη.
-          Το ιταλικό σύστημα των δύο ψήφων. Κάθε εκλογέας διαθέτει δύο ψηφοδέλτια. Με το πρώτο ψηφίζει σε μονοεδρική περιφέρεια με σύστημα σχετικής πλειοψηφίας. Με το δεύτερο ψηφίζει σε πολυεδρική περιφέρεια με αναλογικό σύστημα και δεσμευμένους συνδυασμούς. Η αναλογική κατανομή των εδρών γίνεται σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των κομμάτων που συγκεντρώνουν τουλάχιστον 4% των έγκυρων ψήφων. Για κάθε επιτυγχόντα υποψήφιο μονοεδρικής περιφέρειας αφαιρούνται από τις ψήφους του κόμματός του στην αντίστοιχη πολυεδρική τόσες ψήφοι όσες έλαβε στη μονοεδρική ο αμέσως επόμενος υποψήφιος συν μία.


















O ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ

ΓΙΑΤΙ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Για να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του ανθρώπου, είναι απαραίτητος και ο χωρισμός των εξουσιών.
Ο χωρισμός των εξουσιών είναι συνταγή ελευθερίας.
Το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι διόλου η ουσιαστική διάκριση των διαφόρων αρμοδιοτήτων. Είναι η κατανομή τους σε διαφορετικά όργανα. Το κριτήριο του χωρισμού είναι οργανικό και όχι ουσιαστικό.
Παραδοσιακά η κρατική εξουσία χωρίζεται σε τρεις  ομάδες οργάνων, που αποτελούν την νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Οι τρεις αυτές κατευθύνσεις ονομάζεται λειτουργίες του κράτους.
Αυτή είναι η διάκριση των λειτουργιών, η οποία δεν λείπει από κανένα κράτος ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.
Όταν κάθε λειτουργία την ασκεί ιδιαίτερη ομάδα οργάνων, τότε ισχύει και ο χωρισμός των εξουσιών, που είναι οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ
Το ουσιώδες δεν είναι η διάκριση των πράξεων σύμφωνα με κριτήρια αυστηρής λογικής, αλλά, πολύ πρακτικότερα, η κατανομή των διαφόρων αρμοδιοτήτων μεταξύ τριών ομάδων οργάνων. Αυτές  οι τρεις ομάδες λέγονται εξουσίες. Η κατανομή δεν αποκλείει διόλου την ιεράρχηση μεταξύ των εξουσιών ώστε την  τελευταία λέξη να την έχει η νομοθετική, την οποία νομιμοποιεί άμεσα ο λαός.
Όμως η ιεράρχηση δεν πρέπει να αναιρεί τον χωρισμό.
Τα όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σχηματίζουν πυραμίδα. Στα κατώτερα επίπεδά της, τα πολυάριθμα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας βρίσκονται επίσης σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους. Αντίστοιχη πυραμίδα σχηματίζουν και οι  κανόνες δικαίου, τους οποίους παράγουν τα διάφορα όργανα.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ  (ΘΕΜΑ 2005)
Είδαμε ότι το κριτήριο του χωρισμού των εξουσιών είναι οργανικό και ότι ο χωρισμός διαμορφώνει την πυραμίδα των κανόνων δικαίου. Αυτά όμως τα στοιχεία είναι τυπικά και δεν αφορούν την ουσία των ρυθμίσεων. Πως και πότε το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου συνάδει προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία;
Και αυτό το ζήτημα το αντιμετωπίζουν πρώτα στην Αγγλία. Το λύνουν με τη διδασκαλία της κυριαρχίας του νόμου (Rule of law).
Το αγγλικό κοινοδίκαιο (common law), που έχει εθιμική προέλευση, αποτελεί την ορατή μορφή του φυσικού δικαίου, διότι τις αρχές του φυσικού δικαίου τις συνάγει ο άνθρωπος με το λογικό του. Πριν την Αγγλική Επανάσταση, οι πολέμιοι του βασιλέα  υποστηρίζουν ότι το κοινοδίκαιο είναι υπεράνω του μονάρχη και της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή των υπουργών του. Η επανάσταση όμως με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων (Bill of Rights 1689) καθιερώνει την κυριαρχία του Κοινοβουλίου. Το κοινοβούλιο νικά αλλά ο βασιλέας θεωρείται συνιστώσα του Κοινοβουλίου. Τώρα το ανώτατο επίπεδο αποτελείται από το ενιαίο σύνολο που απαρτίζουν το κοινοδίκαιο και οι νόμοι. Το κοινοδίκαιο υπόκειται σε τροποποιήσεις από νόμους, ου ψηφίζει το Κοινοβούλι8ο. Συνεπώς, ο μονάρχης και οι υπουργοί του δεν μπορούν να δρουν αυθαίρετα. Υπόκεινται στο σύνολο των κανόνων του αγγλικού δικαίου όπως όλος ο κόσμος.
Η παραδοσιακή εκδοχή της κυριαρχίας του νόμου σημαίνει ότι η εκτελεστική εξουσία δρα μόνο σύμφωνα με τους νόμους δηλαδή ισχύει η αρχή της νομιμότητα και ότι δεν υπάρχει αυθαίρετη εξουσία. Με άλλα λόγια, ισχύει η υπεροχή του νόμου. Έτσι, ένας άνθρωπος τιμωρείται για παράβαση του νόμου και για τίποτε άλλο. Η κυριαρχία του νόμου σημαίνει επίσης, ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή ότι όλοι, ακόμη και ο βασιλιάς και η εκτελεστική εξουσία,  υπόκεινται εξίσου στον νόμο, αν και όχι αναγκαστικά στον ίδιο. Υπόκεινται όμως πάντοτε στη δικαιοδοσία των ίδιων τακτικών δικαστηρίων.
Ενώ σε άλλα κράτη οι γραπτοί συνταγματικοί κανόνες αποτελούν την πηγή των ατομικών δικαιωμάτων, στην Αγγλία οι αρχές του ιδιωτικού δικαίου έχουν τόσο επεκταθεί από τα δικαστήρια και το Κοινοβούλιο, ώστε καταρχήν ρυθμίζουν και τη δράση του μονάρχη και της εκτελεστικής εξουσίας ακριβώς όπως ρυθμίζουν και τη δράση των απλών πολιτών.
Βέβαια το Κοινοβούλιο μπορεί να θεσπίζει ότι κανόνα θέλει. Τούτο όμως μόνο θεωρητικά. Στην πράξη, η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας καθιστά περιττή ακόμη και την υπόνοια ότι αυτή κινδυνεύει.
Είναι φανερό ότι η κυριαρχία του νόμου καλύπτει όχι μόνο τα τυπικά στοιχεία αλλά και το ουσιαστικό περιεχόμενο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δηλαδή οι κανόνες δικαίου πρέπει να συνάδουν προς ορισμένα εχέγγυα δημοκρατίας και δικαιοσύνης, ουσιαστικά και διαδικαστικά.
Η κυριαρχία του νόμου είναι ένα από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του αγγλικού Συντάγματος. Τα άλλα δύο είναι η κυριαρχία του Κοινοβουλίου και οι συνθήκες του πολιτεύματος.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η έννοια του κράτους δικαίου είναι αρχικώς γερμανική επινόηση του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνα.Η χρονικώς προηγούμενη μορφή λέγεται αστυνομικό κράτος. Σε αυτό οι κυβερνώντες μπορούν, χωρίς νομικούς περιορισμούς, να εφαρμόζουν κάθε, κατά την κρίση τους, σκόπιμη ρύθμιση στους ανθρώπους που καταλαμβάνει η κρατική εξουσία. Τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι σεβαστά, ούτε υπάρχει χωρισμός εξουσιών. Βρισκόμαστε στην απόλυτη μοναρχία.
Αρχικώς το κράτος δικαίου εκφράζει την αντίθεση προς το αστυνομικό κράτος και είναι πολιτικό σύνθημα. Αργότερα παίρνει νομικό περιεχόμενο και είναι η μοναδική αρχή του γερμανικού συνταγματικού δικαίου η οποία δεν είναι προϊόν εισαγωγής.
Κατά την περιορισμένη μοναρχία επικρατεί συμβιβασμός του μονάρχη με τους αστούς. Ο μονάρχης ρυθμίζει μόνος του τις σχέσεις στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού δηλ στην εκτελεστική εξουσία. Για να επεμβαίνει όμως στην ελευθερία και την ιδιοκτησία των πολιτών, χρειάζεται τη συγκατάθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας. Αυτή δίνει τη συγκατάθεσή της ψηφίζοντας τον νόμο, τον οποίο δεν παράγει μόνος του ο μονάρχης. Εξ ορισμού, οι κανόνες δικαίου θεσπίζονται με νόμο ή με βάση νόμο, δηλαδή με νομοθετική εξουσιοδότηση, και ρυθμίζουν σχέσεις μέσα στην κοινωνία, δηλαδή την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Σε αντιδιαστολή με ότι συμβαίνει στην κοινωνία, τις σχέσεις μέσα στο κράτος τις ρυθμίζουν όχι κανόνες δικαίου, αλλά κανόνες διοικητικοί. Το κράτος είναι πεδίο μη δικαίου.
Όταν το κοινοβούλιο επικρατεί, το πολίτευμα δεν είναι πλέον μοναρχικό και ο νόμος ρυθμίζει και τον κρατικό μηχανισμό. Τότε υπάρχει κράτος δικαίου. Σε αυτό και η νομοθετική εξουσία δεσμεύεται από τα ατομικά δικαιώματα,  που κατοχυρώνονται συνταγματικώς.
Προφανώς, το κράτος δικαίου αφορά αρχικά τον τύπο των ρυθμίσεων αλλά επεκτείνεται και στην ουσία τους.
Το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της αρχής του κράτους δικαίου είναι η δέσμευση των κρατικών οργάνων από τα θεμελιώδη δικαιώματα.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Κατά την ψήφιση του θεμελιώδους νόμου της Βόννης εμφανίζεται η ανάγκη το κράτος να ρυθμίζει και την κοινωνία για να προστατεύει τους ασθενέστερους από την άσκηση της ελευθερίας των ισχυρότερων. Οι νόμοι πρέπει να ικανοποιούν ορισμένες ουσιαστικές απαιτήσεις, ώστε να είναι κοινωνικώς δίκαιοι και να μετριάζουν τις κοινωνικές ανισότητες.

ΤΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (τα τρία είδη αντιπροσωπευτικού συστήματος)
Η συστηματική σχέση μεταξύ αφενός των ανώτερων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας και αφετέρου της νομοθετικής εξουσίας αποτελεί το κυβερνητικό σύστημα κάθε κράτους.
Η επιστήμη όμως συνάγει τρεις τύπους, το κοινοβουλευτικό σύστημα, το προεδρικό σύστημα και το σύστημα κυβερνώσης βουλής.
Κριτήριο είναι ο βαθμός του χωρισμού των εξουσιών. Το κοινοβουλευτικό υιοθετεί ήπιο χωρισμό των εξουσιών, το προεδρικό αυστηρό και το σύστημα κυβερνώσης βουλής χαλαρότατο, αν όχι σύγχυση των εξουσιών.

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η διαμόρφωσή του στην Αγγλία
Το κοινοβουλευτικό σύστημα διαμορφώνεται κατά τον 18ο αιώνα και παγιώνεται στις αρχές του 19ου, αποτελεί δηλαδή μία φάση στην εξέλιξη του αγγλικού πολιτεύματος. Αυτό πρώτα γίνεται κοινοβουλευτικό με την κοινοβουλευτική σχέση και ύστερα δημοκρατικό με την καθολική ψήφο οπότε ξεφεύγει από τα χέρια των ευγενών ή των προκρίτων.
Ο μονάρχης που κατέχει την εκτελεστική εξουσία, είναι προσωπικά ανεύθυνος. Αυτός ο εθιμικός κανόνας αντικατοπτρίζει μία πραγματική αλήθεια. Μόνο μία επανάσταση μπορεί να θέσει ζήτημα ευθύνης του μονάρχη. Είναι αξίωμα του αγγλικού δικαίου ότι ο βασιλέας δεν μπορεί να κάνει κάτι κακό δηλαδή είναι ανεύθυνος. Συνάμα επικρατεί ο κανόνας ότι η βούληση του μονάρχη δεν δεσμεύει νομικά, αν δεν εκφράζεται με γραπτή πράξη που φέρει την προσυπογραφή υπουργού. Αυτός είναι ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής.
Με την επανάσταση του 1688 η νίκη του Κοινοβουλίου είναι τόσο μεγάλη, που ο βασιλέας δεν μπορεί να κυβερνήσει, αν δεν τον στηρίζει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που ψηφίζει κάθε έτος τους φόρους και τη συντήρηση στρατού. Η καλύτερη μέθοδος για να εξασφαλίζει ο βασιλιάς τη συνεργασία του κοινοβουλίου είναι να επιλέγει τους υπουργούς και το κόμμα που πλειοψηφεί εκεί.
Τον 18ο αιώνα οι βασιλείς παύουν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου των υπουργών τους. Ένας υπουργός έχει προνομιακές σχέσεις με τον βασιλέα και χρησιμεύει ως ενδιάμεσος. Ανεπίσημα, τον επονομάζουν πρωθυπουργό. Το λειτούργημα του πρωθυπουργού εμφανίζεται με τον Walpole. Μέχρι τότε οι υπουργοί εξαρτώνται καταρχήν μόνο από τον βασιλέα. Υπάρχει, όμως η διαδικασία της ποινικής τους ευθύνης κατά την οποία η βουλή των κοινοτήτων μπορεί να τους απαγγέλλει κατηγορία ενώπιον της βουλής των λόρδων. Οι υπουργοί ευθύνονται για τις παράνομες πράξεις τους, αλλά και για τις πράξεις τους που θεωρούνται επιζήμιες για τη χώρα  κατά την ελεύθερη εκτίμηση των βουλών. Η βουλή των λόρδων αποφασίζει ελεύθερα και για την ποινή, που μπορεί να είναι ακόμη και θανατική.
Η έννοια της ευθύνης συνδέεται άρρηκτα με την κύρωση. Γενικά, η ευθύνη σημαίνει ότι για μία πράξη προβλέπονται κυρώσεις και ότι ένα πρόσωπο υπόκεινται σε αυτές.
Όταν την κύρωση την προβλέπει το αστικό δίκαιο, η ευθύνη είναι αστική, όταν η κύρωση είναι ποινή η ευθύνη είναι ποινική.  Όταν η κύρωση είναι πειθαρχική η ευθύνη είναι πειθαρχική.
Όταν ο Walpole αντιλαμβάνεται ότι η βουλή των κοινοτήτων πρόκειται να ξεκινήσει ποινική διαδικασία εναντίον του, σπεύδει να παραιτηθεί . Χάνει την εξουσία, αλλά δεν διακινδυνεύει τη ζωή του. Με αυτό το προηγούμενο, οι υπουργοί αποκτούν πολιτική ευθύνη. Αυτή είναι ακόμη ατομική και οι άλλοι υπουργοί δεν παραιτούνται μαζί. Η υπουργική αλληλεγγύη, όμως, είναι προδιαγεγραμμένη. Αφού ο βασιλιάς επιλέγει τους υπουργούς συνήθως με πρόταση του πρωθυπουργού είναι φυσικό όλοι τους να ενστερνίζονται τη γενική πολιτική. Και η βουλή των κοινοτήτων και η κοινή γνώμη τους θεωρούν αλληλεγγύως υπεύθυνους για αυτήν. Όταν ο πρωθυπουργός Λόρδος Νόρθ παραιτείται επειδή η αποτυχία της πολιτικής του για την Αμερική προκαλεί την εχθρότητα της βουλής των Κοινοτήτων, παραιτούνται μαζί του όλοι οι υπουργοί. Η πολιτική ευθύνη γίνεται πλέον συλλογική. Το σύνολο των υπουργών αποτελεί την κυβέρνηση. Παραλλήλως η διαδικασία της ποινικής ευθύνης των υπουργών περιπίπτει σε αχρησία, διότι για τη βουλή σημασία έχει προ παντός η απομάκρυνση των ανεπιθύμητων υπουργών από την εξουσία. Επειδή η Βουλή δεν μπορεί να ζητήσει ευθύνες από τον ανεύθυνο βασιλέα, τις ζητεί από τους υπεύθυνους υπουργούς. Αυτοί προσυπουγράφουν μόνο βασιλικές πράξεις οπυ δεν προκαλούν την αντίδραση της βουλής  και έτσι η βουλή διοχετεύει την πολιτική της στην εκτελεστική εξουσία.
Η εξέλιξη αυτή ολοκληρώνεται, όταν ο πρωθυπουργός Πιττ ο νεότερος βρίσκεται σε μειοψηφία στη βουή των κοινοτήτων. Αντί να παραιτηθεί εισηγείται στον βασιλέα τη διάλυσή της. Στις εκλογές που ακολουθούν (1784) νικά κατά κράτος. Έτσι η διάλυση της βουλής γίνεται όπλο της εκτελεστικής εξουσίας. Με τη διάλυση οι εκλογείς λύνουν τη διαφορά που φέρνει αντιμέτωπες κυβέρνηση και βουλή.
Το αγγλικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι προϊόν συνθηκών του πολιτεύματος, που παγιώνονται σταδιακά. Η νέα μορφή κοινοβουλευτισμού είναι λογική εξέλιξη της προηγούμενης. Τώρα όλη η εξουσία πηγάζει από τον λαό, που την ασκεί με τους αντιπροσώπους του. Ο αρχηγός του κράτους είναι πλέον υπεράνω κομμάτων, αλλά και της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Γίνεται ρυθμιστής ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση δηλ ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Τα χαρακτηριστικά του
Κοινοβουλευτικό σύστημα έχουμε όταν υπάρχει η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση ανάμεσα σε τρία ανώτερα όργανα του κράτους, τον αρχηγό του κράτους τη βουλή και την κυβέρνηση. Τη βάση του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί η υπουργική ευθύνη. Προϋποτίθενται, όμως και άλλα δύο στοιχεία, οι αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους αφενός να διορίζει και να παύει τους υπουργούς και αφετέρου να διαλύει τη βουλή. Αυτές άλλωστε τον καθιστούν ρυθμιστή του πολιτεύματος.
Η Κυβέρνηση (ή υπουργικό συμβούλιο) είναι όργανο συλλογικό και για αυτό ο αρχηγός της, ο πρωθυπουργός  από νομική άποψη δεν επικρατεί απολύτως. Την κυβέρνηση χαρακτηρίζει κατά κανόνα κομματική ομοιογένεια που της δίνει πολιτική ενότητα. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική του κράτους. Την κυβέρνηση κατά κανόνα αποτελούν ηγετικά κομματικά στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Κάθε νέα κυβέρνηση πρέπει να παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή. Όταν η βουλή αποδοκιμάζει την κυβέρνηση, αυτή πρέπει να αποχωρεί από την εξουσία εκτός αν προκαλέσει διάλυση της βουλής από τον αρχηγό του κράτους. Με τη διάλυση της κυβέρνησης αντιστέκεται στη  βουλή από την οποία εξαρτάται. Τελικώς, η λαϊκή ετυμηγορία επιβάλλει την ισορροπία.
Ο εξορθολογισμός του κοινοβουλευτισμού
Η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος προϋποθέτει ότι ένα κόμμα ‘ ή έστω, ένας σταθερός συνασπισμός κομμάτων’ διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή. Τούτο, καταρχήν, το εξασφαλίζει το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα αγγλικού τύπου ή κάποιο άλλο κατά αποτέλεσμα παρόμοιο. Όταν τέτοιο σύστημα απουσιάζει, η κυβερνητική αστάθεια είναι σύνηθες φαινόμενο. Για να την αποφύγουν, πολλά Συντάγματα μετά τον πρώτο αλλά και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο περιέχουν ειδικές διατάξεις, που ενισχύουν την ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας.
Το ημιπροεδρικό σύστημα
Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είναι δραστικότερη, όταν το κοινοβουλευτικό σύστημα δανείζεται ένα τουλάχιστον στοιχείο του προεδρικού, την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Επιπλέον, ορισμένες προεδρικές πράξεις συνήθως εξαιρούνται από τον κανόνα της υπουργικής προσυπογραφής. Τέτοιες πράξεις μπορεί να είναι η διάλυση της βουλής, ο διορισμός πρωθυπουργού, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η κήρυξη καταστάσεως ανάγκης ή πολιορκίας, η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή η παραπομπή του σε συνταγματικό δικαστήριο κλπ. Έτσι δημιουργείται ημιπροεδρικό σύστημα, στο οποίο η τριγωνική κοινοβουλευτικό σύστημα, στο οποίο η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση παραμένει άθικτη. Κανονικά, το ημιπροεδρικό σύστημα είναι είδος του κοινοβουλευτικού παρά τα προεδρικά του στοιχεία.

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η γέννησή του στης ΗΠΑ
Το προεδρικό σύστημα (ή σύστημα της ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας ή αμερικάνικο) είναι γέννημα και θρέμμα του αμερικανικού λαού, ακόμη και αν οι βρετανικοί θεσμοί χρησιμεύουν ως υπόδειγμα. Οι Ιδρυτές Πατέρες, που συντάσσουν και ψηφίζουν στη Φιλαδέλφεια, το 1787, το πρώτο Σύνταγμα στον κόσμο, θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους Άγγλων αποίκων. Θέλουν να δανεισθούν το αγγλικό πολίτευμα. Για  αυτό επινοούν τον πρώτο αιρετό ανώτατο άρχοντα, τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης είναι οπαδοί του Μοντεσκιέ, έχουν βαθύτατη πίστη στα ατομικά δικαιώματα και εκπροσωπούν επί μέρους πρωην αποικίες, που θέλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν στο πανανθρώπινο δημοκρατικό κίνημα το γραπτό Σύνταγμα και την υπεροχή του έναντι του κοινού νόμου, την αβασίλευτη δημοκρατία, την ομοσπονδιακή οργάνωση και το προεδρικό σύστημα. Δεν είναι και λίγα. Το πρώτο σύνταγμα του κόσμου είναι και το μακροβιότερο. Με σχετικά λίγες τροποποιήσεις, ισχύει και σήμερα, κυρίως χάρη στη δημιουργική ερμηνεία του από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το ίδιο Σύνταγμα διέπει αρχικά ένα κράτος με τριάμισι εκατομμύρια πληθυσμό και αγροτική οικονομία και ύστερα από δύο αιώνες, τη μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη και μάλιστα βοήθησε σε αυτή τη μεταμόρφωση. Εντούτοις το προεδρικό σύστημα δεν επιτυγχάνει σε καμμία άλλη χώρα. Σε όσες το μιμούνται ιδίως στη Λατινική Αμερική, η δημοκρατία είναι πρόσκαιρη και καχεκτική.
Τα χαρακτηριστικά του αμερικάνικου συστήματος
Η εκτελεστική εξουσία ανήκει σε μονοπρόσωπο όργανο, τον πρόεδρο των ηνωμένων πολιτειών και η νομοθετική στο κογκρέσο που απαρτίζουν η βουλή των αντιπροσώπων και η γερουσία. Η βουλή αντιπροσωπεύει τον λαό του ομοσπονδιακού κράτους και η γερουσία τις  πολιτείες.
Τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών επιτυγχάνουν δύο στοιχεία, η εκλογή του αρχηγού του κράτους από τον λαό και η απουσία πολιτικής ευθύνης της εκτελεστικής εξουσίας ενώπιον του κογκρέσου.
Η εκλογή του προέδρου είναι έμμεση. Αυτό είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ μεγάλων και μικρών πολιτειών δηλ συνέπεια του ομοσπονδιακού συστήματος. Τον πρόεδρο εκλέγει σώμα εκλεκτόρων. Κάθε πολιτεία έχει αριθμό εκλεκτόρων ίσο με τον αριθμό των αντιπροσώπων της στο κογκρέσο (ν + 2).
Όσο μικρότερο πληθυσμό έχει η πολιτεία τόσο μεγαλύτερο ειδικό βάρος έχει η ψήφος του εκλογέα. Στην πράξη, η εκλογή είναι οιονεί άμεση και οι εκλογείς χρησιμοποιούν ψηφοδέλτια με τα ονόματα των υποψηφίων προέδρων και όχι των εκλεκτόρων, τους οποίους δεν γνωρίζουν. Βέβαια, ισχύει πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και όλοι οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας ψηφίζουν τον ίδιο υποψήφιο. Σπανιότατα, μπορεί ο δεύτερος σε λαϊκές ψήφους υποψήφιος να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων και να εκλεγεί πρόεδρος. Το πλειοψηφικό σύστημα διαθλά την έκφραση του λαού, αλλά κάτι τέτοιο είναι απολύτως αποδεκτό στο ομοσπονδιακό σύστημα. Ο Πρόεδρος εκλέγεται για τετραετή θητεία. Μαζί του εκλέγεται και ένας αντιπρόεδρος, που έχει κύρια αποστολή να διαδεχθεί τον πρόεδρο αν διακοπεί η θητεία του. Επίσης, προεδρεύει στη γερουσία όπου ψηφίζει όμως μόνο σε ισοψηφία. Η λαϊκή εκλογή καθιστά τον Πρόεδρο ισότιμο με το κογκρέσο. Στο ίδιο συντελεί και το ότι ούτε η προεδρική εκλογή ούτε οι εκλογές για το κογκρέσο μπορούν να γίνουν πρόωρα.
Ούτε ο Πρόεδρος ούτε οι υπουργοί έχουν πολιτική ευθύνη ενώπιον του κογκρέσου, που δεν μπορεί να τους υποχρεώσει σε παραίτηση. Δεν υπάρχει διαδικασία δυσπιστίας. Οι υπουργοί, γραμματείας ακριβέστερα, δεν είναι μέλη συλλογικού οργάνου. Είναι απλοί βοηθεί του Προέδρου, που τους διορίζει και τους παύει κατά το δοκούν.
Τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών επιτυγχάνει η απουσία των κλασικών κοινοβουλευτικών θεσμών. Οι υπουργοί δεν είναι μέλη του κογκρέσου ούτε μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του. Ο πρόεδρος δεν μπορεί να κηρύξει τη λήξη των συνόδων του κογκρέσου, ούτε να διαλύσει τη μία ή την άλλη βουλή. Μπορεί να καλεί το κογκρέσο σε έκτακτη σύνοδο, αλλά όχι να το εμποδίζει να συνέρχεται. Με όλα αυτά, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία όχι μόνο της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και της νομοθετικής που ειδεμή θα έπεφτε στα χέρια του προέδρου.
Σε αυτό τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών το σύνταγμα προβλέπει δύο αξιόλογες εξαιρέσεις τη μία υπέρ της εκτελεστικής και την άλλη υπέρ της νομοθετικής. Ο πρόεδρος μπορεί να ασκήσει αρνησικυρία (βέτο)  σε ψηφισμένο νομοσχέδιο, οπότε αυτό δεν γίνεται νόμος παρά μόνο αν το ξαναψηφίσουν στη βουλή των αντιπροσώπων και η γερουσία με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών τους. Από την άλλη μεριά, η γερουσία πρέπει να δώσει την έγκρισή της στον διορισμό των ανώτερων ομοσπονδιακών λειτουργών. Επίσης, οι διεθνείς συνθήκες, που συνάπτει ο πρόεδρος, χρειάζονται την έγκριση της γερουσίας με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων. Επειδή το κογκρέσο δεν μπορεί να εκφράσει τη δυσπιστία του στον πρόεδρο και τους υπουργούς και να τους επιβάλλει πολιτική κύρωση, ελέγχει την εκτελεστική εξουσία με άλλα μέσα. Ελέγχει εξονυχιστικά και διαπραγματεύεται τις πιστώσεις, που ο πρόεδρος του ζητεί να εγκρίνει.
Οι μόνιμες επιτροπές του κογκρέσου, που συνεδριάζουν δημόσια, έχουν μεγάλη δύναμη.
Ο πρόεδρος  είναι ο εκλεκτός ενός κόμματος και εκλέγεται από τον λαό για να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα. Ο πρόεδρος μπορεί καταρχήν να συνεργάζεται εύκολα με τη βουλή των αντιπροσώπων ή τη γερουσία όπου την πλειοψηφία την έχει  το δικό του κόμμα αν και στις Ηνωμένες Πολιτείες η κομματική πειθαρχία είναι πολύ σχετική. Ακριβέστερα, υπάρχουν τόσα δημοκρατικά και τόσα ρεπουμπλικανικά κόμματα όσα και οι πολιτείες.
Η μίμηση του αμερικανικού πολιτεύματος αποτυγχάνει όπου την επιχειρούν. Ο αυστηρός χαρακτήρας των εξουσιών στερεί τη μία εξουσία από τα νομικά μέσα να επικρατεί ι πάνω στην άλλη. Ο πρόεδρος και το κογκρέσο είναι καταδικασμένοι να συμβιώνουν έως το τέλος της θητείας τους. Γενικώς οι θητείες είναι σύντομες.
Ο λαός ελέγχει τα πάντα και τα ομοσπονδιακά όργανα πρέπει να λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τους την πολιτική πραγματικότητα στο ομόσπονδο επίπεδο. Σε τέτοιο πλαίσιο ο πρόεδρος και το κογκρέσο βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση. Η πράξη αποδεικνύει ότι συνεργάζονται λαμπρά. Το προεδρικό σύστημα το αλλοιώνει ο λεγόμενος κρυφός κοινοβουλευτισμός, που αποτελεί το τίμημα της επιτυχίας του.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΩΣΗΣ ΒΟΥΛΗΣ        
Η εμφάνιση του συστήματος
Το σύστημα κυβερνώσης βουλής λέγεται και συμβατικό διότι τέτοιο κυβερνητικό σύστημα ισχύει από τη Συμβατική Συνέλευση στη Γαλλική Επανάσταση. Το ίδιο το όνομα του συστήματος δηλώνει ότι η βουλή απορροφά την εκτελεστική εξουσία ή με άλλα λόγια ότι η εκτελεστική είναι πλήρως υποταγμένη στη βουλή.
Το σύστημα της κυβερνώσης βουλής το εφαρμόζουν με επιτυχία μόνο στην Ελβετία αλλά και εκεί χωρίς δογματική ακαμψία δηλ μετριασμένο. Δεν έχουν διεθνείς υποχρεώσεις ή έχουν περιορισμένες.
Το σύστημα στην Ελβετία
Το σύστημα της κυβερνώσης βουλής το προσλαμβάνει το ομοσπονδιακό κράτος από τα καντόνια. Το κυβερνητικό σύστημα γίνεται κατανοητό μόνο σε συνδυασμό με την ομοσπονδιακή οργάνωση και τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.
Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του λαού και των καντονίων, το ανώτατο όργανο του κράτους είναι η Ομοσπονδιακή Συνέλευση. Το αποτελούν δύο βουλές, το Εθνικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των κρατών που έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες. Το εθνικό συμβούλιο συγκροτούν 200 βουλευτές. Οι έδρες κατανέμονται στα καντόνια ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Οι βουλευτές εκλέγονται άμεσα με το αναλογικό σύστημα. Κάθε καντόνια αποτελεί εκλογική περιφέρεια και για αυτό στα καντόνια με μία έδρα ισχύει σύστημα σχετικής πλειοψηφίας. Το εθνικό συμβούλιο ανανεώνεται κάθε τέσσερα έτη.
Το συμβούλιο των κρατών έχει 46 μέλη, δηλ κάθε καντόνι έχει δύο έδρες. Εκεί κάθε καντόνι ρυθμίζει την εκλογή των αντιπροσώπων του. Σήμερα, όλα τα κανόνια προβλέπουν άμεση εκλογή και σχεδόν όλα πλειοψηφικό σύστημα ενός ή δύο γύρων. Στα περισσότερα, οι εκλογές για τις δύο βουλές γίνονται ταυτόχρονα και η θητεία στο Συμβούλιο των Κρατών είναι ίση με τη θητεία στο Εθνικό Συμβούλιο. Ούτε στη μία ούτε στην άλλη βουλή υπάρχει επιτακτική εντολή.
Ανώτατο εκτελεστικό όργανο είναι το επταμελές ομοσπονδιακό συμβούλιο. Τα μέλη τα εκλέγει ένα ένα και όχι με δεσμευμένους συνδυασμούς η Ομοσπονδιακή Συνέλευση ύστερα από κάθε εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο δηλαδή κάθε τέσσερα έτη, και δεν ανακαλούνται. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο δεν μπορεί να έχει περισσότερα μέλη από το ίδιο καντόνι. Η ιδιότητα του ομοσπονδιακού συμβούλου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους των δύο βουλών. Η ομοσπονδιακή συνέλευση εκλέγει για ένα έτος τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του ομοσπονδιακού συμβουλίου μεταξύ των μελών του. Επανεκλογή προέδρου και αντιπροέδρου για το επόμενο έτος δεν επιτρέπεται, ενώ ο απερχόμενος πρόεδρος δεν μπορεί να εκλεγεί αντιπρόεδρος.
Το ομοσπονδιακό συμβούλιο δρα συλλογικά αν και κάθε μέλος του προΐστανται σε ένα διοικητικό τομέα. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο έχει νομοθετική πρωτοβουλία δεν μπορεί όμως να παραιτηθεί συλλογικά και η υπουργική αλληλεγγύη είναι άγνωστη. Η Ομοσπονδιακή συνέλευση μπορεί να δίνει εντολές στο ομοσπονδιακό συμβούλιο που οφείλει να τις εκτελεί. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο δεν είναι υπουργείο. Ούτε δικό του πρόγραμμα έχει ούτε κοινοβουλευτική ευθύνη. Κάθε μέλος του είναι ένα είδος εκτελεστικού υπαλλήλου που εφαρμόζει ότι επιθυμίες έχει η ομοσπονδιακή συνέλευση και τελικά ο λαός στο σύνολό του.


























ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η ιστορική εξέλιξη εξηγεί γιατί ο όρος σύνταγμα έχει περισσότερες έννοιες. Κυριότερες είναι η ιδανική, η ουσιαστική και η τυπική.
Αυτή η ιδανική έννοια του όρου σημαίνει ότι το πολίτευμα πρέπει να εξασφαλίζει την πολιτική και ατομική ελευθερία. Την ιδανική έννοια του Σ υποκαθιστά βαθμηδόν η έννοια του κράτους δικαίου ή της κυριαρχίας του νόμου.
Το γεγονός ότι το Σύνταγμα είναι αγγλική επινόηση που εξελίσσεται με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση εξηγεί τον σχηματισμό της ουσιαστικής και της τυπικής έννοιας του όρου.
Το υπό ουσιαστική έννοια Σύνταγμα κάθε κράτους ταυτίζεται με το συνταγματικό του δίκαιο. Το υπό τυπική έννοια Σύνταγμα είναι ο γραπτός θεμελιώδης νόμος του, που προέρχεται από τον συντακτικό νομοθέτη και συνήθως έχει αυξημένη τυπική ισχύ.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
Τα ουσιαστικά Συντάγματα είναι είτε γραπτά είτε άγραφα, τα τυπικά όμως είναι πάντοτε γραπτά.
Σύνταγμα που ένα μέρος του να μην είναι γραπτό δεν υπάρχει. Ακόμη και στην Αγγλία που θεωρείται παράδειγμα χώρας με άγραφο Σύνταγμα, νόμοι ψηφισμένοι από το Κοινοβούλιο, προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα και ρυθμίζουν ορισμένα οργανωτικά θέματα.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
Τα τυπικά Συντάγματα είναι είτε αυστηρά είτε ήπια Τα αυστηρά μεταβάλλονται με δυσκολότερο τρόπο από ότι οι κοινοί νόμοι, ενώ τα ήπια ακριβώς όπως οι κοινοί νόμοι. Απολύτως αυστηρό χαρακτηρίζεται ένα Σύνταγμα όταν δεν υπάρχει νομικός τρόπος να τροποποιηθεί. Ένα τέτοιο  Σύνταγμα μεταβάλλεται μόνο με θραύση του πλαισίου του. Ορισμένες διατάξεις ενός Συντάγματος ενδέχεται να έχουν αυστηρότερο χαρακτήρα από τις άλλες ή και απολύτως αυστηρό.
Στον αυστηρό χαρακτήρα έγκειται η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος έναντι των κοινών νόμων. Η αυξημένη τυπική ισχύς εξασφαλίζεται με την ειδική διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος και με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Σήμερα η τάξη είναι να διαδίδεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας, αλλά να μειώνεται η αυστηρότητα των Συνταγμάτων χωρίς πάντως να καταργείται.  Ίσως διότι η δημοκρατία κατασταλάζει διεθνώς.
Το ουσιαστικό σύνταγμα μπορεί να είναι και τυπικό. Επίσης μπορεί να είναι γραπτό ή άγραφο, αυστηρό ή ήπιο. Το τυπικό είναι πάντοτε γραπτό αλλά μπορεί να μπορεί να είναι αυστηρό ή ήπιο.
Τα συντάγματα αποκτούν αυστηρό χαρακτήρα με ποικίλους τρόπους. Μπορεί να απαγορεύουν κάθε αναθεώρηση ή την αναθεώρηση μόνον ορισμένων διατάξεών τους ή να απαγορεύουν την αναθεώρηση πριν εκπνεύσει ορισμένη προθεσμία ή να αναθέτουν τη σχετική αρμοδιότητα σε ειδικό όργανο ή να την αναθέτουν στο νομοθετικό όργανο αλλά με ειδική διαδικασία, περισσότερο βραδυκίνητη από τη συνηθισμένη διαδικασία για την ψήφιση των νόμων.
Για παράδειγμα το Σύνταγμα του 1975 απαγορεύει την αναθεώρηση μόνο των διατάξεων του που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και ορισμένων διατάξεων που αναφέρει με τον αριθμό του αντίστοιχου αριθμού.



ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ
Όταν ένα Σύνταγμα είναι γραπτό μπορεί άραγε ορισμένα θέματα να τα ρυθμίζει έθιμο;  Αν το ίδιο το Σύνταγμα το ανέχεται δεν υπάρχει πρόβλημα. ΑΝ όχι, τότε μπορούμε να δεχθούμε μόνο συμπληρωτικό έθιμο  και ποτέ καταργητικό. Πράγματι καταργητικό έθιμο ισοδυναμεί με αναθεωρητική διαδικασία που δεν προβλέπει το Σύνταγμα.

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Συντακτική εξουσία λέγεται η βούληση η οποία θέτει το Σύνταγμα. Η συντακτική εξουσία είναι πρωτογενής. Δηλ ασκείται πάντοτε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου που ισχύουν μέχρι τότε. Η συντακτική εξουσία καταλύει μία έννομη τάξη και ιδρύει μία άλλη. Αυτή είναι η θραύση του συνταγματικού πλαισίου. Η συντακτική εξουσία ασκείται όταν ιδρύεται νέο κράτος ή όταν παραβιάζονται οι κανόνες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οπότε το κράτος ανασυντάσσεται.
Τουλάχιστον στις δημοκρατίες, η συντακτική εξουσία συνδυάζεται ανέκαθεν με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Την ασκεί ειδική συνέλευση αντιπροσώπων του λαού. Αυτή η συντακτική συνέλευση είναι επαναστατική και θεωρείται κυρίαρχη. Αντίθετα η συνέλευση με αναθεωρητική αρμοδιότητα υπόκειται στους ουσιαστικούς και διαδικαστικής περιορισμούς για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ-ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΑ
Τα συντάγματα που στηρίζονται στη μοναρχική αρχή χαρακτηρίζονται παραχωρημένα, διότι με αυτά ο μονάρχης παραχωρεί στον λαό ορισμένες αρμοδιότητες, μολονότι διατηρεί το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Θεωρητικώς, μπορεί να ανακαλέσει ένα τέτοιο σύνταγμα.
Στην ιστορική εξέλιξη μεταξύ παραχωρημένων και δημοκρατικών συνταγμάτων εμφανίζονται ενίοτε τα λεγόμενα συντάγματα – συναλλάγματα. Στην κατάρτισή τους ο μονάρχης και ο λαός συντρέχουν, κατά κάποιο τρόπο, ισοδυνάμως, διότι τότε η πολιτική δύναμη του μονάρχη μειώνεται και του λαού αυξάνει και σχηματίζεται μία συγκυριακή ισορροπία. Έτσι ο μονάρχης και ο λαός συνάπτουν σύμβαση – συνάλλαγμα.
Για παράδειγμα είναι και το ελληνικό σύνταγμα του 1844, διότι αποτελεί συνθήκη μεταξύ μονάρχη, του Όθωνα και λαού.

ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι ομοσπονδιακό  κράτος έστω και αν έχει ορισμένα στοιχεία του. Το ευρωπαϊκό σύνταγμα δίνει στην ευρωπαϊκή ένωση τη νομική προσωπικότητα, αναγνωρίζει ευρωπαϊκή ιθαγένεια ιδιαίτερο οργανωτικό σύστημα, το κράτος δικαίου, και κατάλογο θεμελειωδών δικαιωμάτων. Η ευρωπαϊκή ένωση έχει ήδη ορισμένες αρμοδιότητες που χαρακτηρίζουν το κράτος όπως πχ την αρμοδιότητα να κόβει νόμισμα.
Εντούτοις το ευρωπαϊκό σύνταγμα δεν θα είναι ο κανόνας δικαίου που δίνει την ισχύ του στους άλλους κανόνες δικαίου. Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν αναθεωρείται μόνη της αλλά με συμφωνία όλων των κρατών μελών της, δηλ με διεθνή συνθήκη. Ευρωπαϊκός λαός δεν προβλέπεται ως όργανο, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από την ευρωπαϊκή ένωση  δηλ διατηρούν τελικώς την κυριαρχία τους.
Η οργάνωσή τους, με ή χωρίς τυπικό σύνταγμα,  είναι τέτοια που καλύπτει μεγάλο μέρος του ουσιαστικού Συντάγματος, έστω και χωρίς το στοιχείο της κυριαρχίας ή της αυτοδύναμης εξουσίας. Έχει θεσμούς όπως ο χωρισμός των εξουσιών, η κατανομή αρμοδιοτήτων κατά το υπόδειγμα του κράτους, η ομοσπονδιακή διάρθρωση, η αρχή της επικουρικότητας κλπ. Για αυτό το συνταγματικό δίκαιο δεν μπορεί πλέον να αγνοεί το ευρωπαϊκό, κάθε άλλο. Τα αντικείμενά τους συχνά επικαλύπτονται.


ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Τα συντάγματα δεν προβλέπουν έννομες συνέπειες για παράβαση των διατάξεών τους όλων ή ορισμένων.
Οι νομικές εγγυήσεις για την τήρηση  του Συντάγματος είναι προληπτικές ή κατασταλτικές. Υπάρχουν, βέβαια, και πολιτικές εγγυήσεις, από τις οποίες οι κυριότερες είναι το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα για αντίσταση.
Σε προληπτικές εγγυήσεις στηρίζεται όλο το κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ η σπουδαιότερη κατασταλτική εγγύηση είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η εφαρμογή του γραπτού συντάγματος σημαίνει την υποχρεωτική υποταγή των εκάστοτε περιπτώσεων στο ρυθμιστικό του περιεχόμενο. Ενίοτε όμως συμβαίνει το αντίθετο. Αντί να υποτάσσεται η πράξη στο Σύνταγμα, προσαρμόζεται το Σύνταγμα στην πράξη. Το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων παραμένει άθικτο αλλά κατά την εφαρμογή τους το αρχικό τους νόημα μεταβάλλεται σιωπηρά. Το φαινόμενο αυτό λέγεται αλλοίωση ή καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Η αλλοίωση επιφέρει μεταβολή των συνταγματικών διατάξεων χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος ή πρωτογενή άσκηση συντακτικής εξουσίας. Η αλλοίωση προϋποθέτει επανάληψη διότι χωρίς επανάληψη το Σύνταγμα δεν αλλοιώνεται αλλά απλώς παραβιάζεται. Η αλλοίωση του Συντάγματος είναι έννοια που χρησιμεύει για να καλύπτουμε κατά νομική κυριολεξία παραβάσεις του. Η αλλοίωση μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες του πολιτεύματος ή έθιμα ή να προλειάνει το έδαφος για αναθεώρηση του Συντάγματος.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Όπως όλοι οι κανόνες δικαίου, έτσι και οι κανόνες του γραπτού Συντάγματος χρειάζονται ερμηνεία, που είναι η διαδικασία για να συλλάβουμε το ακριβές νόημά τους. Το Σύνταγμα δεν ερμηνεύεται διαφορετικά από τους άλλους κανόνες δικαίου ακριβώς διότι και αυτό το αποτελούν κανόνες δικαίου. Πάντως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς την αυξημένη τυπική ισχύ.
Ειδικότερα η η λεγόμενη προερμηνευτική συνταγματική θεωρία σημαίνει ότι, στα δύσκολα συνταγματικά ζητήματα, ο ερμηνευτής πρέπει να ξεκινήσει από μια θεωρία. Αυτή όμως δεν μπορεί να είναι δική του. Δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος διότι όλες οι διατάξεις του έχουν την ίδια τυπική ισχύ και τυχόν αντινομίες μεταξύ τους επιλύονται με το αξίωμα lex specialis derogate legi generali ή με συρρίκνωση του ρυθμιστικού πεδίου των σχετικών διατάξεων. Έπειτα στην ερμηνεία των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων, η αρχή (εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας) αποτελεί απλή εφαρμογή της γενικότερης αρχής ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, διότι η συνταγματική προστασία  των δικαιωμάτων αποτελεί  τον κανόνα και οι νόμιμοι περιορισμοί τους την εξαίρεση.
Από την άλλη μεριά, κατά τη λεγόμενη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου, όταν υπάρχουν περισσότερες εξίσου υποστηρίξιμες εκδοχές για το νόημα ενός νόμου, ο ερμηνευτής πρέπει να επιλέξει εκείνη σύμφωνα με την οποία ο νόμος βρίσκεται σε αρμονία με το Σύνταγμα.
Τέλος, το λεγόμενο τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων δεν αποτελεί μεθοδολογικό ερμηνευτικό  κανόνα, αλλά απλή πολιτική προτροπή να μη γίνεται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια ή έστω να γίνεται έλεγχος της συνταγματικότητας  των νόμων από τα δικαστήρια ή έστω να γίνεται μόνο για τις κραυγαλέες περιπτώσεις, όταν δηλαδή δεν ενοχλεί την πολιτική εξουσία. Σύμφωνα με παλαιό νομικό αξίωμα –τον νόμο τον ερμηνεύει όποιος τον θέτει-. Η ερμηνεία αυτή λέγεται αυθεντική.



Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ
Η υπεροχή του Συντάγματος έναντι των άλλων κανόνων δικαίου παραμένει χωρίς περιεχόμενο, αν τις συνταγματικές διατάξεις τις παραβιάζουν διατάξεις κατώτερου επιπέδου χωρίς αυτό να επισύρει κύρωση. Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγματικός των νόμων πχ με καταργητικό δημοψήφισμα ή από τη βουλή πριν ψηφίσει τον νόμο είναι ανεπαρκής. Αποτελεσματικός είναι μόνο ο δικαστικός έλεγχος, διότι ο δικαστής είναι τρίτος απέναντι στον συντακτικό και τον κοινό νομοθέτη. Ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί εγγύηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας,  διότι προστατεύει τις ελευθερίες των πολιτών από την καταπίεση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Από την άλλη μεριά δεν αναιρεί την δημοκρατία.
Το αμερικανικό σύστημα
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν προβλέπει έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια. Αυτά αποκτούν την σχετική αρμοδιότητα νομολογιακώς, με την περίφημη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Marbury κατά Madison (1803).
Κατά το αμερικάνικο σύστημα ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος, διότι τον ασκούν όλα τα δικαστήρια, παρεμπίπτων, διότι ασκείται επ΄ ευκαιρία συγκεκριμένης δίκης δεν είναι η συνταγματικότητα. Ο έλεγχος ασκείται a posteriori,  δηλ. για νόμο που ισχύει. Επιπλέον , όλα τα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν τη συνταγματικότητα κάθε νόμου που εφαρμόζουν. Όταν τον βρίσκουν αντισυνταγματικό δεν τον ακυρώνουν, αλλά δεν τον εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το δεδικασμένο ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων.
Το ευρωπαϊκό σύστημα
Το αμερικάνικο σύστημα το γεννά η πράξη. Αντίθετα, το ευρωπαϊκό σύστημα το προβλέπουν συνταγματικά κείμενα.
Κατά το ευρωπαϊκό σύστημα, ο έλεγχος γενικώς είναι συγκεντρωμένος, διότι τον ασκεί μόνο ένα δικαστήριο που λέγεται συνήθως συνταγματικό. Πρόκειται για δικαστήριο ειδικό, διότι δεν είναι επικεφαλής κλάδου της δικαιοσύνης. Οι δικαστές διορίζονται κατευθείαν στο συνταγματικό δικαστήριο. Τους επιλέγουν άλλα όργανα του κράτους από ευρύτατο κύκλο προσώπων και όχι μόνον από τους τακτικούς δικαστές. Άρα το κριτήριο επιλογής  είναι πολιτικό, αλλά από τη στιγμή του διορισμού τους οι συνταγματικοί δικαστές απολαμβάνουν απόλυτη ανεξαρτησία σε όλη τη θητεία τους. Άλλοτε ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι αφηρημένος, διότι αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης, με άλλα λόγια γίνεται με αγωγή και αφορά όχι συγκεκριμένη υπόθεση αλλά την ίδια την αντίθεση του νόμου προς το Σύνταγμα. Άλλοτε ο έλεγχος είναι παρεμπίπτων, οπότε το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας  στο συνταγματικό δικαστήριο. Αυτό ακυρώνει τις αντισυνταγματικές διατάξεις ή κα ολόκληρο νόμο. Εδώ εντοπίζεται η σημαντικότερη διαφορά του ευρωπαϊκού συστήματος από το αμερικανικό. Εξάλλου, σε ορισμένα κράτη πχ Γερμανία οι ιδιώτες προσφεύγουν κατευθείαν στο συνταγματικό δικαστήριο, όταν προσβάλλονται τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Οι αποφάσεις των συνταγματικών δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Οι πηγές του δικαίου διακρίνονται σε ουσιαστικές και τυπικές.
Για να υπάρχει ένας κανόνας, πρέπει να ξέρουμε που τον βρίσκουμε και ποιος και πως τον παράγει ή τον διατυπώνει. Πρέπει δηλ ο κανόνας να βρίσκεται σε μία τυπική πηγή του δικαίου. Οι κανόνες δικαίου διακρίνονται μεταξύ τους κατά το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται στην έννομη τάξη. Έτσι, διακρίνουμε το Σύνταγμα, τον νόμο, τις διοικητικές πράξεις κλπ. Περαιτέρω, διακρίνουμε τα διάφορα είδη διοικητικών πράξεων πχ προεδρικά διατάγματα κλπ. Την ιεραρχία μεταξύ των κανόνων δικαίου την ορίζει κάθε έννομη τάξη.
Πηγές του συνταγματικού δικαίου είναι οι κάθε είδους πηγές που προβλέπει η έννομη τάξη, αρκεί να περιέχουν κανόνες δικαίου που εμπίπτουν στον ορισμό του.
Οι συνθήκες του πολιτεύματος
Κατά την εφαρμογή του, το ουσιαστικό Σύνταγμα προσαρμόζεται στην ισορροπία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι δημιουργείται σε πολλά θέματα πρακτική. Αυτή έχει μόνο πολιτική και όχι νομική αξία. Η ύπαρξη πρακτικής αποτελεί απλή διαπίστωση.
Μεταξύ απλής πρακτικής και εθίμου υπάρχει μία ενδιάμεση κατηγορία κανόνων, οι συνθήκες του πολιτεύματος. Και οι συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν αγγλική επινόηση, που καλύπτει πραγματικές ανάγκες, εμφανίζονται όμως λίγο ή πολύ σε όλες τις δημοκρατικές έννομες τάξεις. Οι συνθήκες του πολιτεύματος διαφέρουν από τα έθιμα, διότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να διαπιστώσουν την παραβίασή τους και να επιβάλουν κυρώσεις. Τούτο συμβαίνει, επειδή το αντικείμενό τους είναι τέτοιο που δεν υπόκειται  σε δικαστικό έλεγχο. Από την άλλη μεριά, οι συνθήκες του πολιτεύματος διαφέρουν από την απλή πρακτική, επειδή έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Πράγματι, οι κυρώσεις που τις συνοδεύουν είναι πολιτικές και όχι νομικές, αλλά αυτό δεν αίρει τον υποχρεωτικό τους χαρακτήρα. Υπάρχουν ακόμη και νομικοί κανόνες χωρίς κύρωση, ιδίως το τυπικό Σύνταγμα όταν δεν υπάρχει έλεγχος συνταγματικότητας.
Άλλωστε συνθήκη σημαίνει συμφωνία.
Για να δημιουργηθεί συνθήκη του πολιτεύματος πρέπει να συντρέχουν τρεις όροι. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπάρχουν προηγούμενα, να πίστευε ο κύκλος των ενδιαφερομένων ότι στα προηγούμενα δεσμευόταν από κανόνα και να υπάρχει λόγος για τον κανόνα. Δεν χρειάζεται συνείδηση δικαίου.
Το ζήτημα των έμμεσων πηγών του συνταγματικού δικαίου
Οι έμμεσες πηγές όπως τις ονομάζουν, είναι αφενός το αγγλικό πολίτευμα και αφετέρου οι βασικές αρχές των διακηρύξεων των δικαιωμάτων και των Συνταγμάτων που ψηφίζονται κατά την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση και απηχούν την πολιτική φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Οι έμμεσες πηγές δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά διευκολύνουν να προσδιορίσει κανείς το περιεχόμενο και την ακριβή έννοια πολλών και σημαντικών συνταγματικών διατάξεων. Είναι απαραίτητο βοήθημα για την ερμηνεία τους.
Το φαινόμενο του άτονου δικαίου
Με τον όρο άτονο δίκαιο νοούμε διατάξεις προθήκης, ασαφείς, χωρίς ρυθμιστικό περιεχόμενο. Πρόκειται ίσως για απλά διαφημιστικά μέσα των κυβερνώντων. Ενίοτε δεν εφαρμόζονται, επειδή η εκτελεστική εξουσία αμελεί να εκδώσεις τις αναγκαίες πράξεις.












Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1821-1827

Από το 1821 έως 1974 πέρασαν 26 πολιτεύματα. Ο αριθμός αυτός δείχνει πόσο ταραχώδης είναι ο πολιτικός μας βίος. Από το 1974 όμως το ισχύον και 27ο πολίτευμα, η Τρίτη Δημοκρατία, λειτουργεί ομαλά.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Πρώτο ενδιαφέρον κείμενο είναι το σχέδιο συντάγματος με τίτλο – Ρήγα του φιλοπάτριδος Νέα Πολιτική Διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας - . Υπέρ των νόμων ελευθερία, ισοτιμία, αδελφότης και της πατρίδος. Γενικώς πρόκειται για παράφραση του γαλλικού ορεινού Συντάγματος 1793. Το κράτος ονομάζεται Ελληνική Δημοκρατία αλλά περιλαμβάνει όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής.

ΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ
Η επανάσταση του 1821 δημιουργεί νέα αυτοδύναμη εξουσία. Αυτή πάλι διαμορφώνει μια de facto κατάσταση. Οι πρόκριτοι, που έχουν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία, τη νομιμοποιούν σε τοπικό επίπεδο, ώστε να διατηρήσουν ανεξαρτησία, αν η μέλλουσα κεντρική εξουσία δεν τους είναι αρεστή. Τα τοπικά πολιτεύματα αποβλέπουν στην πολιτική εξουδετέρωση του Δημητρίου Υψηλάντη που θα μπορούσε να συγκεντρώσει την εξουσία. Τα κυριότερα τοπικά θέματα είναι ο Οργανισμός της Προσωρινής διοικήσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που προβλέπει Γερουσία, η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, της οποία η συνέλευση ονομάζεται Άρειος Πάγος και ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Πρόκειται για Συντάγματα προσωρινά και ατελή, που υπό δημοκρατική επίφαση καλύπτουν ολιγαρχικό χαρακτήρα.
Με το Σύνταγμα της Σάμου καθιερώνεται το λεγόμενο στρατοπολιτικό σύστημα, είδος δημοκρατικού καισαρισμού.  Τέλος η Κρήτη έχει βραχύβιο πολίτευμα παρόμοιο με της Επιδαύρου.

Η Α ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς η Επανάσταση επικρατεί. Ο Δημήτριος Υψηλάντης  που γενικώς θεωρείται αρχηγός συγκαλεί Εθνοσυνέλευση. Εκεί θριαμβεύουν οι πρόκριτοι.
Η Α Εθνική Συνέλευση συνέρχεται στην Πιάδα, κοντά στην Αρχαία Επίδαυρο στις 20/12/1821 σε έξαλλο ενθουσιασμό. Από αυτό το χρονικό σημείο αρχίζει η οργάνωση σε νομικό πρόσωπο δηλ η de facto κατάσταση γίνεται κράτος.
Οι πληρεξούσιοι στην Εθνοσυνέλευση  δεν αναδεικνύονται με εκλογές, αλλά από τοπικές συνελεύσεις ή προκρίτους ή με άγνωστο τρόπο.
Η Εθνοσυνέλευση εκλέγει πρόεδρό της τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και ψηφίζει το Σύνταγμα την 01/01/1822.
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου έχει πρότυπο τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και ιδίως του 1795 το οποίο προβλέπει επί κεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας συλλογικό όργανο, το διευθυντήριο. Άμεσα όργανα είναι ο λαός, το βουλευτικό, το εκτελεστικό και το δικαστικό. Το βουλευτικό και το Εκτελεστικό αποτελούν μαζί τη διοίκηση.
Όσον αφορά τον λαό, το σύνταγμα της  Επιδαύρου  αναγνωρίζει σε όλους τους Έλληνες όλα τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο πρώτος εκλογικός νόμος προβλέπει έμμεση ψήφο και μάλιστα με τρεις βαθμούς όλων των αρχηγών οικογένειας και πλειοψηφικό σύστημα.
Το βουλευτικό και το εκτελεστικό συμπράττουν στην παραγωγή των νόμων με απόλυτη ισοτιμία. Εξάλλου το βουλευτικό μπορεί να κατηγορεί μέλη του Εκτελεστικού και να τα κηρύσσει έκπτωτα ενώ το Εκτελεστικό δεν μπορεί να διαλύει το Βουλευτικό.
Θεωρητικώς το Σύνταγμα της Επιδαύρου υιοθετεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα και τον χωρισμό των εξουσιών.
Μέσα στην επαναστατική θύελλα, το προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος εφαρμόζεται μόνο εν μέρει, δίνει όμως το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα της Παλιγγενεσίας.
Η Β ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥΣ
Το βουλευτικό εκλέγεται και συνέρχεται στο Άστρος στις 29/3/1823. Εκεί αποφασίζει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα της Επιδαύρου, δηλ αυτοανακηρύσσεται σε Β Εθνοσυνέλευση. Αυτή καταρχάς καταργεί τις τοπικές διοικήσεις.
Ύστερα η Β Εθνοσυνέλευση καταρτίζει νέο Σύνταγμα και του αναγνωρίζει μάλιστα αυξημένη τυπική ισχύ. Το Σύνταγμα του Άστρους αποτελεί απλή αναθεώρηση του Συντάγματος της Επιδαύρου και για αυτό η Εθνοσυνέλευση του δίνει το όνομα Νόμος της Επιδαύρου.
Το Σύνταγμα του Άστρους περιέχει δύο αξιόλογα νέα στοιχεία. Αφενός βελτιώνει την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Αφετέρου το Σύνταγμα του Άστρους μετατρέπει σε αναβλητικό το απόλυτο δικαίωμα αρνησικυρίας του Εκτελεστικού στην παραγωγή των νόμων. Συγχρόνως με ψήφισμα μάλιστα μυστικό, ορίζεται ότι για τον διορισμό και την παύση των επάρχων χρειάζεται κοινή απόφαση Εκτελεστικού και Βουλευτικού. Με αυτές τις ρυθμίσεις εξασθενεί  ακόμη περισσότερο η εκτελεστική εξουσία.
Η συνταγματική αυτή διάρθρωση αν δεν οδηγεί στους δύο εμφύλιους πολέμους 1824-1825 τουλάχιστον δεν τους αποτρέπει.

Η Γ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ – ΕΚΛΟΓΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ – ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΖΗΝΑΣ
Η Εθνική Συνέλευση αποφασίζει 18/04/1823 να προσδιορισθεί Εθνική Συνέλευσης για ανάκριση του πολιτεύματος μετά διετίας. Την Γ Εθνική Συνέλευση τη συγκαλεί το Εκτελεστικό.
Όταν η Εθνοσυνέλευση επαναλαμβάνει τις εργασίες της 19/03/1827 τα κυριότερα έργα της είναι δύο, η εκλογή του Καποδίστρια και η ψήφιση Συντάγματος.
Από την αρχή η Εθνοσυνέλευση αποφασίζει ομόφωνα ότι η νομοτελεστική δύναμη να παραδοθεί σε ένα και μόνο διότι τα κακά που συνέβησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οφείλονταν στην πολυμέλεια της νομοτελιστικής δύναμης.
Το μονοπρόσωπο αυτό όργανο ονομάζεται Κυβερνήτης της Ελλάδος. Ύστερα από συστηματική εκστρατεία του Κολοκοτρώνη, η Εθνοσυνέλευση εκλέγει ομόφωνα για Κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια με επταετή θητεία.
Την 01/05/1827 η Εθνοσυνέλευση ψηφίζει το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος που δεν χαρακτηρίζεται πλέον προσωρινό. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας είναι πολύ αρτιότερο από τα προηγούμενα, το δημοκρατικότερο της εποχής του. Η επίδραση του αμερικανικού Συντάγματος είναι εμφανής.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας διακηρύσσει για πρώτη φορά τη λαϊκή κυριαρχία, αν και αναφέρεται στο Έθνος.
Επίσης διατυπώνει ρητά τον χωρισμό των εξουσιών. Η νομοθετική λειτουργία ανήκει στη βουλή. Το Σύνταγμα δεν ορίζει τον τρόπο εκλογής του Κυβερνήτη αλλά προβλέπει σχετικά ιδιαίτερο νόμο που δεν ψηφίζεται. Η θητεία του είναι επταετής. Ο Κυβερνήτης είναι απαραβίαστος,








Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΣΜΟΣ (1828-1832)

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Ο Ι. Καποδίστριας παραλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία από την αντικυβερνητική επιτροπή στην Αίγινα στις 11/01/1828. Πρώτο μέλημά του είναι να συγκεντρώσει στα χέρια του όλη την εξουσία. Για αυτό είναι απαραίτητη η αλλαγή του πολιτεύματος ώστε ο Κυβερνήτης να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του πολέμου, να απαλλαγεί  από την αντίδραση των προκρίτων και των οπλαρχηγών δηλ από την ολιγαρχία, και να εμφανίσει συντηρητικό πολίτευμα στη διεθνή σκηνή.
Η αλλαγή του πολιτεύματος γίνεται με ψήφισμα της Βουλής η οποία αποδέχεται το σχέδιο μεταβολής προσωρινής διοικήσεως του κυβερνήτη. Από νομική άποψη πρόκειται για πραξικόπημα. Και ο κυβερνήτης και η βουλή είναι όργανα που προβλέπει στο Σύνταγμα και δεν έχουν αρμοδιότητα να το καταργήσουν, ούτε καν να αναστείλουν την εφαρμογή του. Και όμως το Σύνταγμα σιωπηρά καταργείται.
Τα κύρια σημεία του νέου πολιτεύματος είναι τρία (α) η βουλή αυτοκαταργείται (β) οργανώνεται η προσωρινή διοίκησης της επικράτειας και (γ) διακηρύσσεται ότι ο κυβερνήτης μετά της βουλής συγκαλεί τον ελληνικό λαό προς εθνική συνέλευση. Ο Καποδίστριας δηλώνει ότι δέχεται προσωρινή κυβέρνηση στηριζόμενη πάνω στα συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας.

Η Δ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΣΜΟΣ
Ο Καποδίστριας επικαλείται την αταξία που δεν του επιτρέπει να ετοιμάσει τις αναφορές και τα σχέδια νόμων για τα οποία θα αποφασίσει η Εθνοσυνέλευση και αναβάλλει τη σύγκλησή της.
Τελικά η Δ Εθνοσυνέλευση συνέρχεται στο Άργος στις 11/06/1829 και αποφασίζει τη συνέχιση του προσωρινού συστήματος και επικυρώνει το ψήφισμα της Βουλής της 18/01/1828 δηλ το πραξικόπημα, και έτσι το πολίτευμα και τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια. Συγχρόνως, αντικαθιστά το Πανελλήνιο με Γερουσία, παρόμοιο συμβουλευτικό σώμα από 27 μέλη, που διορίζει το Κυβερνήτης. Τέλος αναθέτει στην κυβέρνηση δηλ στον κυβερνήτη μαζί με το υπουργικό συμβούλιο κλπ να καταρτίσει με γνώμη της Γερουσίας και να της υποβάλει εν καιρώ σχέδιο Συντάγματος σύμφωνο με τις αρχές των τριών πρώτων Εθνοσυνελεύσεων.
Το πολίτευμα του Καποδίστρια είναι δημοκρατικός καισαρισμός. Συνδυάζει τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια του Κυβερνήτη με λαϊκό χρίσμα που αυτός λαμβάνει και ανανεώνει με αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ,  Η Ε ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΗΓΕΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Σε περίπτωση θανάτου του Καποδίστρια ποιος θα κάλυπτε το κενό; Ο Καποδίστριας δεν αφήνει διαθήκη. Αυθημερόν η Γερουσία διορίζει πρόεδρό της τον Αυγουστίνο Καποδίστρια αδελφό του Κυβερνήτη και μέλη της τους Θ. Κολοκοτρώνη και Ι. Κωλέττη.
Το πρόβλημα ήταν ποιος θα αναπλήρωνε τον Καποδίστρια μέχρι να συνέλθει Εθνοσυνέλευση. Ο άμεσος διορισμός της Διοικητικής Επιτροπής εξασφαλίζει την τάξη. Διοργανώνει εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Αυτή συνέρχεται στο Άργος 05/12/1831 και αποφασίζει ότι ονομάζεται Ε Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων.
Επικυρώνει το ψήφισμα εκλογής της Διοικητικής Επιτροπής και αναθέτει την εκτελεστική εξουσία στον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Μέχρι να ψηφισθεί Σύνταγμα.
Η ανάθεση της εκτελεστικής εξουσίας σε μονοπρόσωπο όργανο δίνει στην αφορμή στον Ι Κωλέττη να προσχωρήσει ανοικτά στους συνταγματικούς που ήδη συνεδριάζουν χωριστά σε άλλο οίκημα ως κατά επανάληψη ή κατά συνέχεια Δ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση και δεν αναγνωρίζουν ως νόμιμη την Ε Εθνοσυνέλευση.
Για ασφάλεια η Ε Εθνοσυνέλευση μεταφέρει την έδρα της στο Ναύπλιο. Εκεί ψηφίζει νέο Σύνταγμα και διορίζει τον Αυγουστίνο Καποδίστρια Κυβερνήτη μέχρι της ελεύσεως του κυρίαρχου ηγεμόνα δηλ προσωρινά και τερματίζει τις εργασίες της.
Το διεξοδικό αυτό Σύνταγμα είναι γνωστό ως ηγεμονικό διότι προβλέπει κληρονομικό αρχηγό του κράτους τον ηγεμόνα. Συνεπώς, δεν είναι Σύνταγμα αλλά σχέδιο διότι το εγκρίνει μόνο το ένα από τα δύο όργανα που συμπράττουν μη αυτοτελώς στην άσκηση της συντακτικ΄ςη αρμοδιότητας. Το ηγεμονικό Σύνταγμα δεν ίσχυσε ποτέ.

Η Δ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ
Λίγο μετά την ψήφιση του ηγεμονικού Συντάγματος οι συνταγματικοί με ρουμελιώτικα στρατεύματα προευλάνουν προς νότο, συγκρούονται με τους κυβερνητικούς στον Ισθμό και τους νικούν 28/03/1832. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας παραιτείται και φεύγει από την Ελλάδα. Μόνο νόμιμο όργανο είναι πλέον η Γερουσία, όπου επικρατούν οι καποδιστριακοί. Αυτή διορίζει  πενταμελή Διοικητική Επιτροπή όπου αντιπροσωπεύονται και οι δύο αντίπαλες παρατάξεις, και ύστερα την κάνει επταμελή ώστε κανένα από τα τρία κόμματα να μην έχει πλειοψηφία. Η Επιτροπή δεν έχει σχεδόν καμμία πραγματική εξουσία ούτε χρήματα και τα μέλη της ερίζουν. Η αναρχία  γενικεύεται.
Μόλις διορίζεται η διοικητική επιτροπή καλεί τις επαρχίες να στείλουν πληρεξούσιους για να συγκροτήσουν την Δ κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση. Αυτή αρχίζει τις εργασίες της στις 11/07/1832 στο Άργος και τις συνεχίζει στο Ναύπλιο και την Πρόνοια.
Στις 10/08/1832 απελπισμένοι ρουμελιώτες στρατιώτες που διεκδικούν τους μισθούς τους διαλύουν βίαια την Εθνοσυνέλευση που δεν επαναλαμβάνει ποτέ τις εργασίες της.




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου