Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ Β ΜΕΡΟΣ


ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ


Το αστικό δίκαιο γενικά
Είναι το δίκαιο που ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις του βίου του κοινού ανθρώπου, άρα ρυθμίζει την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, την κατάρτιση των δικαιοπραξιών, τις σχέσεις του προσώπου με τα άλλα πρόσωπα και τα πράγματα, τις οικογενειακές σχέσεις και την τύχη της περιουσίας του (φυσικού ) προσώπου μετά το θάνατό του.

Η διαίρεση του αστικού κώδικα
(α) Το πενταμερές σύστημα
Το αστικό δίκαιο διαιρείται σε 5 βιβλία / μέρη, τις Γενικές Αρχές, το Ενοχικό Δίκαιο, το Εμπράγματο Δίκαιο, το Οικογενειακό Δίκαιο και το Κληρονομικό Δίκαιο.
(β) Το διμερές σύστημα
Οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται ολόκληρο το σύστημα του αστικού δικαίου είναι το πρόσωπο και η περιουσία.

Κύρια χαρακτηριστικά του ΑΚ
(α) Βασικό χαρακτηριστικό του ΑΚ είναι η αναγνώριση και προστασία της ανθρώπινης προσωπικότητας
(β) Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και οι ειδικότερες εκδηλώσεις της (ελευθερία των συμβάσεων, του συνεταιρίζεσθαι, σύνταξης διαθήκης) αποτελούν θεμέλιο του ΑΚ και όλου του ελληνικού δικαίου και του οικονομικού συστήματος.
(γ) Εκδήλωση της αρχής της αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως αποτελεί επίσης η αρχή της υποχρέωσης τηρήσεως των συμφωνημένων.
(δ) Θεμελιώδες στοιχείο του ΑΚ αποτελεί η αναγνώριση εμπράγματων δικαιωμάτων και η πρόσδοση απόλυτου χαρακτήρα στα δικαιώματα αυτά με  πρώτο το δικαίωμα κυριότητας.
(ε) Όλες οι παραπάνω αρχές αποτελούν κατά βάση εκδήλωση φιλελεύθερων αντιλήψεων
Κύριο αντιστάθμισμα στην αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως αποτελεί η αρχή της υπεροχής των κανόνων δημόσιας τάξης έναντι της ιδιωτικής βούλησης.
(στ) Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η αναγνώριση της αρχής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
(ζ) Χαρακτηριστική είναι επίσης η ευρεία χρήση στον ΑΚ γενικών ρητρών, το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζεται ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις και τις ανάγκες κάθε εποχής.
(η) Ιδιαίτερα σημαντική στην κατεύθυνση της κοινωνικής λειτουργίας του ΑΚ είναι η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σε εναρμόνιση και προς την αντίστοιχη συνταγματική επιταγή.
(θ) Τέλος, χαρακτηριστικό του ΑΚ αποτελεί η ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων με γνώμονα την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων.


ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Νέα έννομη τάξη
(α) Ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
  • Οι ιδρυτικές συνθήκες. Με τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου που κατέληξε με τη συμμετοχή της Ιταλίας και των χωρών της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία κα Λουξεμβούργο) στη δημιουργία της ΕΚΑΧ το 1951. Η συνθήκη αυτή ήταν σημαντική για την ίδρυση της ΕΟΚ και της ΕΝΑΕ το 1957 με εννέα μέλη. Το 1981 έγινε η Ελλάδα το 10ο μέλος.
  • Σκοπός ΕΟΚ. Είναι η γενική οικονομική ανάπτυξη όλων των κρατών – μελών μέσα από τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς και η προσπάθεια σύγκλισης των οικονομιών τους.
  • Νομική προσωπικότητα. Οι ευρωπαϊκές κοινότητες έχουν νομική προσωπικότητα ως υποκείμενα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά και ως υποκείμενα του εθνικού δικαίου κάθε κράτους – μέλους.
  • Όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα κυριότερα όργανα είναι το Συμβούλιο, η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Την 1/7/1987 άρχισε να ισχύει η ενιαία ευρωπαϊκή πράξη που ενσωματώθηκε στις Ιδρυτικές Συνθήκες (πρόκειται για την ενιαία εσωτερική αγορά).

Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ)
Το 1992 υπογράφηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας, η συνθήκη για την ΕΕ με προοπτική δημιουργίας μιας ομοσπονδίας κρατών.
Για τη νομική της προσωπικότητα υπάρχουν δύο απόψεις μία ότι έχει αφού αποτελεί αυτοτελή υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό και μία ότι δεν έχει αφού αποτελεί μόνο διακυβερνητική συνεργασία ανεξάρτητων κρατών.

Συνθήκη του Άμστερνταμ
Υπογράφηκε στις 2/10/1997 που τροποποίησε και συμπλήρωσε τις προηγούμενες συνθήκες της ΕΕ. Ιδίως της Ρώμης, του Μάαστριχτ και της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης.

Οικονομική και Νομισματική Ένωση
Η επίτευξη της ΟΝΕ άρχισε 1/7/1990 και ακολούθησε 3 στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο τα περισσότερα κράτη – μέλη εισήλθαν στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτίμων – η Ελλάδα εισήλθε τον Μάη του 1998. Κατά το δεύτερο στάδιο που άρχισε 1/1/1994 ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και εντάθηκαν οι προσπάθειες συμμόρφωσης των κρατών μελών με τα κριτήρια σύγκλισης.
Το τρίτο στάδιο ήταν η αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος με το ευρω.

Σχέση κοινοτικού και ελληνικού δικαίου
(α) Διακρίσεις του κοινοτικού δικαίου και η ένταξή του στην ελληνική έννομη τάξη
Το κοινοτικό δίκαιο διακρίνεται σε πρωτογενές, παράγωγο, διεθνείς συνθήκες και άγραφο δίκαιο.
  • Στο πρωτογενές περιλαμβάνονται όλοι οι κανόνες που θεσπίζονται με τις συνθήκες που ίδρυσαν την ΕΚΑΧ, την ΕΟΚ, την ΕΚΑΕ και τις τροποποιήσεις τους, την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, τη Συνθήκη τους Μάαστριχτ και της ΕΕ.
  • Στο παράγωγο δίκαιο περιλαμβάνονται οι κανόνες δικαίου που θεσπίζονται με πράξεις των οργάνων σε εκτέλεση των κανόνων του πρωτογενή δικαίου.
Στο παράγωγο ανήκουν:
(α) Οι  κανονισμοί, που δεσμεύουν τα κράτη μέλη για άμεση εφαρμογή τους.
(β) Οι οδηγίες, που δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν το πώς στον εθνικό νομοθέτη.
(γ) Οι αποφάσεις, δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δεσμεύουν μόνο τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνονται.
  • Οι διεθνείς συνθήκες είναι συμβάσεις που συνάπτουν οι κοινότητες με τρίτες χώρες ή διεθνούς οργανισμούς.
  • Το άγραφο δίκαιο είναι οι δικαιικές αρχές που αναγνωρίζονται από το ΔΕΚ και οι οποίες διακρίνονται σε :
(α) Γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
(β) Αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
(γ) Γενικές αρχές που είναι κοινές στα κράτη – μέλη.
(β) Αρχή της υπεροχής του κοινοτικού έναντι του ελληνικού δικαίου
(γ) Αρχή της άμεσης εφαρμογής των κανόνων δικαίου
Οι κανονισμοί έχουν άμεση ισχύ, οι οδηγίες πρέπει να ενσωματωθούν στις εθνικές έννομες τάξεις με πολιτειακές πράξεις εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τότε γίνεται λόγος για  άμεση εφαρμογή των διατάξεων μιας Οδηγίας. Οι συνθήκες είναι πολλές φορές άμεσης εφαρμογής όσον αφορά δασμούς και φορολογικές ελαφρύνσεις. Άμεση εφαρμογή ενδέχεται να έχουν και οι αποφάσεις οι οποίες υποχρεώνουν το κράτος – μέλος σε ορισμένη συμπεριφορά από την οποία απορρέουν δικαιώματα ιδιωτών.


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ικανότητα δικαίου
(α) Έννοια
Υποκείμενα δικαίου δηλ. φορείς έννομων σχέσεων είναι ο άνθρωπος και τα νομικά πρόσωπα. Ο άνθρωπος καλείται και φυσικό πρόσωπο.
Πχ Αν η Α αφήσει διαθήκη με την οποία εγκαθιστά ως γενική κληρονόμο της την αγαπημένη της σκυλίτσα Βίλμα η διαθήκη θα είναι ανίσχυρη γιατί φορείς εννόμων σχέσεων είναι μόνο τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Ο άνθρωπο εκτός από φορέας έννομων σχέσεων και καταστάσεων είναι και φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και φορέας αναγνωριζόμενων στο δίκαιο ελευθεριών.
Ικανότητα δικαίου έχει κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, χρώμα, ηλικία και θρησκεία.
Ειδικά ως προς τον άνθρωπο η ικανότητα δικαίου ή προσωπικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία.
(β) Περιορισμός ή παραίτηση
Περιορισμός της ικανότητας δικαίου με νόμο ή σύμβαση ή παραίτηση δεν επιτρέπεται γιατί αντίκειται στο Σύνταγμα (με διατάξεις ανεπίδεκτες αναθεωρήσεως).
(γ) Γενική και ειδική ικανότητα δικαίου
Η ικανότητα δικαίου η οποία περιγράφεται στην ΑΚ 34 είναι γενική. Υπάρχουν και ειδικές ικανότητες δικαίου πχ γάμου, υιοθεσίας κλπ.
Παραδείγματα
  1. Το σωματείο Χ μπορεί να μισθώσει κτίριο για τη στέγαση των γραφείων του, να αγοράσει για την αναψυχή των μελών του (ικανότητα δικαίου). Δεν μπορεί όμως να συντάξει διαθήκη, γιατί η ικανότητα για σύνταξη διαθήκης ανήκει μόνο στο φυσικό πρόσωπο.
  2. Ο Α επέτρεψε με σύμβαση στον Γ να ασκεί ο τελευταίος όλα τα δικαιώματα του πρώτου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Η σύμβαση είναι άκυρη, γιατί αποτελεί παραίτηση του Α από τη γενική ικανότητα δικαίου.
  3. Ο Β εκχώρησε στον Γ όλα τα δικαιώματά του από μια σύμβαση πώλησής που είχε συνομολογήσει προηγουμένως με τον Π. Πρόκειται για επιτρεπτό περιορισμό της συναλλακτικής ελευθερίας του Β, που δεν θίγει την ικανότητα δικαίου αυτού.

Αρχή και τέλος του φυσικού προσώπου
(α) Γενικά
Η ανθρώπινη υπόσταση συνδέεται με δύο βιολογικά στοιχεία, το σώμα και τη ζωή.
Ο άνθρωπος υπάρχει για μια χρονική διάρκεια που προσδιορίζεται από δύο βιολογικά περιστατικά, τη γέννηση και το θάνατο.
Παράδειγμα
Κατά τη διάρκεια του τοκετού πεθαίνουν η μητέρα και το παιδί. Αν αυτό συνέβει συγχρόνως ο θάνατος του παιδιού είναι από άποψη κληρονομικού δικαίου χωρίς σημασία. Αν όμως το παιδί έζησε έστω και για μικρό χρονικό διάστημα μετά το θάνατο της μητέρας, τότε την κληρονομεί και αφού πεθάνει κληρονομείται και το ίδιο. Στην τελευταία περίπτωση η περιουσίας της μητέρας επάγεται σε διαφορετικά πρόσωπα από ότι στην πρώτη περίπτωση.
(β) Αρχή του φυσικού προσώπου
  • Η γέννηση. Σύμφωνα με την ΑΚ 35 το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει: (α) να υπάρχει τοκετός (β) το νεογέννητο να γεννήθηκε ζωντανό (γ) το νεογέννητο να έχει ανθρώπινη μορφή και όχι έκτρωμα. Είναι αδιάφορο εάν το πρόσωπο είναι ή όχι βιώσιμο.
  • Ο κυοφορούμενος. Επειδή τα κυοφορούμενα τώρα πια γεννιούνται  ζωντανά σε μεγάλο ποσοστό η ΑΚ 36 προβλέπει για την προστασία του κυοφορούμενου ότι θεωρείται γεννημένο αν γεννηθεί ζωντανό (ως πλάσμα δικαίου) Προϋποθέσεις εφαρμογής του πλάσματος: (α) να υπάρχει κυοφορούμενος και (β) να γεννηθεί ζωντανό.
  • Μήπω συνειλημμένος. Περιορισμένη προστασία παρέχει ο νόμος επίσης και στο πρόσωπο που δεν έχει ακόμη συλληφθεί (μήπω συνειλημμένος)  υπό την αυτονόητη  βέβαια προϋπόθεση ότι θα συλληφθεί και θα γεννηθεί ζωντανό.
  • Εξωσωματική γονιμοποίηση. Νοείται η τεχνική με την οποία εξάγεται από τις σάλπιγγες με λαπαροσκόπηση ωάριο, το οποίο γονιμοποιείται με σπέρμα εκτός του σώματος της γυναίκας, στον δοκιμαστικό σωλήνα, μετά το γονιμοποιημένο ωάριο εισάγεται τεχνητά στη μήτρα της γυναίκας, όπου εμφυτεύεται και κυοφορείται φυσιολογικώς.
Τα εξωσωματικά γονιμοποιημένο ωάριο έχει όλα κανονικά τα δικαιώματα του κυοφορούμενο από τον δοκιμαστικό σωλήνα. Βέβαια, δημιουργούνται πολλά νομικά προβλήματα.
(γ) Τέλος του φυσικού προσώπου
  • Θάνατος. Σύμφωνα με την ΑΚ 35 το πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του. Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι ο θάνατος επέρχεται με την παύση των εγκεφαλικών λειτορυγιών.
  • Απόδειξη και τεκμήριο θανάτου. Ο θάνατος και η ακριβής  ώρα καθώς και η χρονική του σχέση με τον θάνατο άλλων προσώπων έχουν σημασία κυρίως στο κληρονομικό δίκαιο. Σε σχέση με τη γέννηση και το θάνατο τα κύρια αποδεικτικά στοιχεία είναι οι ληξιαρχικές πράξεις.
  • Τεκμήρια θανάτου (για τον χρόνο του θανάτου). (α) ΑΚ 39, ο θάνατος προσώπου που το σώμα δεν βρέθηκε αν εξαφανίστηκε υπό συνθήκες που κάνουν τον θάνατό του βέβαιο πχ έκρηξη αεροπλάνου. (β) ΑΚ 38, το ταυτόχρονο θάνατο πχ αεροπορικό δυστύχημα που δεν ξέρουμε ποιος πέθανε πρώτος, τεκμαίρεται ότι πέθαναν την ίδια στιγμή.
Παραδείγματα
    1. Ο Α πεθαίνει σε αυτοκινητικό ατύχημα. Πριν τον θάνατό του η σύζυγός του Β είχε συλλάβει το τέκνο τους Γ, το οποίο γεννήθηκε επτά μήνες μετά τον θάνατο  του Α. Ο Γ έχει κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας του Α σαν να ζούσε ήδη κατά το χρόνο του θανάτου του. Επίσης έχει δικαίωμα αποζημίωσης από το αυτοκινητικό ατύχημα.
    2. Ο Α μετά από βαρύτατο τραυματισμό σε αυτοκινητικό περιέχεται σε κώμα και χάνει την επαφή με το περιβάλλον χωρίς όμως η κατάστασή του να θεωρείται ανεπανόρθωτη σύμφωνα με τις ιατρικές απόψεις. Λειτουργούν ακόμα η καρδιά και το αναπνευστικό του σύστημα υποβοηθούμενα από ειδικές συσκευές. Σύμφωνα με ιατρικές απόψεις ο Α εξακολουθεί να θεωρείται ζωντανός και να έχει ικανότητα δικαίου. Επομένως, αν πεθάνει ο πατέρας του, τον κληρονομεί και στη συνέχεια όταν πεθάνει και ο ίδιος λόγω ανεπανόρθωτης βλάβης  τους εγκεφαλικού στελέχους, κληρονομείται από τους κληρονόμους του.
    3. Σε ναυάγιο επιβατηγού πλοίου πεθαίνουν από πνιγμό οι σύζυγοι και τα δύο παιδιά τους. Όσον αφορά στον υπολογισμό των κληρονομικών μερίδων των εγγονών τους λογίζεται ότι όλοι πέθαναν συγχρόνως, εφόσον δεν μπορεί να αποδειχτεί ποιος πέθανε έστω και για λίγα λεπτά της ώρας αργότερα από τον άλλο.
(δ) Αφάνεια
·         Έννοια. Σε περίπτωση που ο θάνατος ενός προσώπου δεν είναι βέβαιος, για να εφαρμοσθεί η ΑΚ 39, αλλά πολύ πιθανός, μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η κήρυξη του προσώπου αυτού σε αφάνεια, η οποία δημιουργεί τεκμήριο θανάτου, ούτως ώστε να μην παρατείνεται η αβεβαιότητα ως προς τις νομικές του σχέσεις. Αφάνεια λοιπόν είναι η αστική κατάσταση στην οποία ορισμένο πρόσωπο κηρύσσεται δικαστικώς έτσι ώστε να θεωρείται νεκρό.
·         Προϋποθέσεις. (α) Είτε να εξαφανίστηκε κάποιος ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής πχ ναυάγιο (β) είτε να απουσιάζει χωρίς ειδήσεις πολύ καιρό. Για να ζητηθεί κήρυξη της αφάνειας θα πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από τον κίνδυνο ή πέντε τουλάχιστον χρόνια από την τελευταία είδηση. Δεν ανασυστάται ο γάμος με την επανεμφάνιση.
·         Αίτηση – διαδικασία. Μπορεί να υποβάλλει οποιοσδήποτε εξαρτά δικαιώματα από τον θάνατο του προσώπου ΑΚ 40, όπως πχ οι κληρονόμοι του, δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα οι δανειστές, αρμόδιο όργανο της αίτησης  είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της τελευταίας διαμονής του εξαφανισθέντος και αν δεν υπάρχει, της πρωτεύουσας του Κράτους.
·         Συνέπειες κήρυξης αφάνειας. Με την έναρξη της αφάνειας δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο θανάτου του εξαφανισθέντος.
·         Επανεμφάνιση αφάντου. Μπορεί να απαιτήσει επιστροφή της περιουσίας του από αυτούς που την κατέχουν. Απαιτείται έκδοση απόφασης που να αίρει την κατάσταση αφάνειας.
Παράδειγμα
Ο ιστιοπλόος Α χάθηκε ενώ έπλεε με το σκάφος του το 1985. Το 1991 και αφού δεν υπήρχε καμία είδησή του η σύζυγός του Β που εκλαμβάνει τον Α σε νεκρό, ζητά την κήρυξή του σε αφάνεια. Μετά παίρνει το μερίδιο που της ανήκει εκδίδει διαζύγιο και παντρεύεται εκ νέου. Το 1992 ο Α επιστρέφει και ζητά από τη Β να γυρίσει κοντά του και να του επιστρέψει την περιουσία του. Ο Α θα δικαιωθεί κατά το δεύτερο όχι όμως και για το πρώτο.


Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Έννοια
Κάθε φυσικό πρόσωπο έχει ορισμένες ιδιότητες για να διακριθεί από τους υπολοίπους. Αυτές είναι το όνομα, το φύλο, η συγγένεια, η κατοικία, η ιθαγένεια, η ηλικία.

Ιδιότητες του προσώπου
(α) Το όνομα
Κάθε φυσικό πρόσωπο είναι υποχρεωμένο να έχει όνομα για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Αποτελείται από τουλάχιστον ένα κύριο όνομα και επίθετο. Αν δύο πρόσωπα είχαν ίδιο κύριο όνομα και επώνυμο χρησιμοποιείται ως διακριτικό το πατρώνυμο.
(β) Το φύλο
 Η διάκριση σε άνδρα και γυναίκα γίνεται με βάση τα εξωτερικά όργανα. Αν ένα πρόσωπο είναι ερμαφρόδιτο κατατάσσεται  στο φύλο του οποίου τα χαρακτηριστικά υπερισχύουν. Είναι δυνατή η μεταβολή του φύλου.
(γ) Η συγγένεια
Είναι η έννομη σχέση που απορρέει από κοινή καταγωγή ή από γάμο και η οπο9ία προσδιορίζει νομικά το πρόσωπο σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα. Η συγγένεια διακρίνεται σε συγγένεια εξ αίματος και εξ αγχιστείας. Συγγένεια μπορεί να ιδρυθεί και με υιοθεσία. Εξ αίματος θεμελιώνεται με τη γέννηση είτε σε ευθεία γραμμή πχ πατέρας – γιος είτε εκ πλαγίου πχ αδέλφια.
Εξ αγχιστείας είναι η σχέση του ενός συζύγου προς τους συγγενείς του άλλου.

(δ) Η κατοικία
Είναι ο σταθερός νομικός δεσμός του προσώπου με τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του ΑΚ 51. Ο τόπος αυτός είναι το κέντρο των βιοτικών, επαγγελματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του. Ως κατοικία εκτός από τύπο νοείται και το οίκημα. Διακρίνεται σε εκούσια (επιλέγεται με τη βούληση του προσώπου)  και σε νόμιμη ή αναγκαία (αποκτάται με βάση τις διατάξεις του νόμου). Νόμιμη κατοικία έχουν οι ισόβιοι ΔΥ  δηλ. οι δικαστικοί λειτουργοί, οι ανήλικοι την κατοικία των γονέων.
Παραδείγματα
  1. Ο Π, κάτοικος Πάτρας,  πωλεί μέσω αγγελίας το αντίκα αυτοκίνητό του, στον Α, κάτοικο Βόλου, χωρίς να προβλέψουν στο συμφωνητικό για τη μεταφορά. Τόπος παροχής  είναι κατά του ΑΚ η κατοικία του Π, άρα ο Α πάει στην Πάτρα να παραλάβει το αμάξι.
  2. Εάν ο Α δεν πληρώνει, ο Π πρέπει να τον εναγάγει στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Τοπικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο του Βόλου γιατί εκεί είναι η κατοικία του Α αλλά και της Πάτρας αφού εκεί έπρεπε να εκπληρωθεί η παροχή.
(ε) Η ιθαγένεια
Είναι ο νομικός θεσμός ενός προσώπου με ορισμένη Πολιτεία και αποτελεί σημαντικό στοιχείο εξατομίκευσης του πρόσωπο. Με βάση την ιθαγένεια τα πρόσωπα διακρίνονται σε ημεδαπά και αλλοδαπά. Η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται με αναγνώριση, με πολιτογράφηση κλπ
(στ) Η ηλικία
Είναι το χρονικό διάστημα που έχει περάσει από τη γέννηση του προσώπου. Με βάση την ηλικία τα πρόσωπα διακρίνονται σε ενήλικα και ανήλικα. Τα ανήλικα διακρίνονται σε νήπια (ως 10 ετών) και ανήλικα (από 10 έως 18 ετών).


Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

Έννοια της ικανότητας για δικαιοπραξία
Ικανότητα για δικαιοπραξία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να μετέχει ο ίδιος στη δημιουργία και αλλοίωση έννομων σχέσεων και συγκεκριμένα να καταρτίζει αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες.
Με βάση την ηλικία τα πρόσωπα διακρίνονται σε ικανά και σε περιορισμένως ικανά για δικαιοπραξία.
Με βάση την υγεία τους ο νόμος τα πρόσωπα που πάσχουν από σωματική ή πνευματική ασθένεια, ανάλογα με τη σοβαρότητά της, στο ανίκανα και στα περιορισμένως ικανά για δικαιοπραξία.





Η μεταρρύθμιση του ν. 2447/1996
(α) Ο ν. 2447/1996
Με τον νόμο αυτό τροποποιήθηκαν βασικές διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου πχ υιοθεσία και εισήχθησαν νέοι θεσμοί. Οι τροποποιήσεις επέφεραν αλλαγές και στις διατάξεις  της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Καταργήθηκαν η δικαστική αντίληψη και απαγόρευση και αντικαταστάθηκαν από την δικαστική συμπαράσταση.
(β) Δικαστική συμπαράσταση
Έχει δύο μορφές:
  • Στερητική. Είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο  πρόσωπο και κατά τη διάρκεια τη οποίας το πρόσωπο αυτό είναι ανίκανο  για μερικές ή όλες τις δικαιοπραξίες.
  • Επικουρική. Είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο πρόσωπο και κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό δε μπορεί να επιχειρήσει ορισμένες (μερική) ή οποιαδήποτε (πλήρης) δικαιοπραξία χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη.

Ικανοί για δικαιοπραξία
Ικανός για δικαιοπραξία είναι καταρχήν ο ενήλικος (18ο έτος συμπληρωμένο). Εξαιρούνται τα πρόσωπα που λόγω υγείας είναι ανίκανα. Πχ κουφός και αγράμματος δεν μπορεί να καταρτίσει συμβολαιογραφική  πώληση χωρίς διερμηνέα.

Ανίκανοι για δικαιοπραξία
(α) ΑΚ 128
Απολύτως ανίκανος για δικαιοπραξία έχει το νήπιο (ως 10 ετών) και αυτός που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.
(β) ΑΚ 131
Ανίκανος για δικαιοπραξία είναι αυτός που κατά τον χρόνο που γίνεται η δήλωση βουλήσεως δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή  διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
(γ) Συνέπειες ανικανότητας
Η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Υπό απολύτως ανίκανο πρόσωπο. Άκυρη είναι επίσης και η δήλωση βουλήσεως που απευθύνεται σε ανίκανο πρόσωπο.
Παραδείγματα
  1. Ο εργάτης Α εμφανίζεται μια μέρα στον τόπο της δουλειάς εν πλήρη μέθη και προκαλεί επεισόδια. Στην παρατήρηση του εργοδότη Ε ότι η κατάσταση είναι απαράδεκτη ο Α απαντά ότι καταγγέλει τη σύμβαση εργασίας. Ο Ε καταγγέλει και αυτός προφορικά. Παρόλα αυτά η σύμβαση δεν καταγγέλθηκε γιατί η δήλωση του Α κατά τον ΑΚ 131 είναι άκυρη και η δήλωση του Ε επίσης αφού γίνεται σε πρόσωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του.
  2. Ο Γ επιστρέφοντας το βράδυ σπίτι του πλήρως μεθυσμένος, χάρισε στον ταξιτζή Τα το ρολόι του αξίας 5000 ευρω. Δικαιούται την επόμενη να το αναζητήσει κατά τον ΑΚ 131;
Ναι, γιατί η δήλωση βουλήσεως του Γ είναι άκυρη.

 Περιορισμένως ικανοί για δικαιοπραξία
(α) Εισαγωγικά
Περιορισμένως ικανός για δικαιοπραξία σύμφωνα με ΑΚ 129 είναι ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του, όποιος βρίσκεται σε μερική στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
(β) Στάδια ικανότητας του ανήλικου
  • Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 10ο έτος. Είναι ικανός για δικαιοπραξίες από τις οποίες αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος (δηλ. είτε να του προσπορίζει δικαίωμα είτε να τον απαλλάσσει από υποχρέωση) πχ άφεση χρέους του ανήλικου, η αποδοχή δωρεάς κλπ.
  • Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 14ο έτος. Είναι επιπλέον ικανός  σύμφωνα με την ΑΚ 135 να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή να το διαθέτει ελεύθερα.
  • Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15ο έτος. Σύμφωνα με την ΑΚ 136 είναι επιπλέον ικανός, να συνάπτει, με την γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος.
  • Ο έγγαμος ανήλικος. Σύμφωνα με την ΑΚ 137 είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση ή βελτίωση της περιουσίας του ή για την αντιμετώπιση των αναγκών της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του.
Παραδείγματα
1.       Ο 17χρονος  Α δανείζεται από τον Χ μια σκηνή να πάει διακοπές. Με τη σύμβαση του χρησιδανείου δεν αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος αλλά αν δεν την ξαναδώσει πρέπει να αποζημιώσει τον Χ.
2.       Ο Π πουλάει στον 16χρονο Β ένα ποδήλατο προς 100 ευρω που ο Β δανείζεται από τη γιαγιά του Γ. Από την πώληση  ο Β δεν αναλαμβάνει απλώς και μόνο έννομο όφελος αφού πληρώνει το τίμημα, το ίδιο και με το δάνειο.
3.       Ο Χ δωρίζει νομότυπα στον 15χρονο Α εγγονό του ένα ακίνητο. Μπορεί ο Α να υπογράψει αυτοπροσώπως το συμβόλαιο; Για την ενοχική σύμβαση της δωρεάς δεν υπάρχει πρόβλημα αοφύ αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος. Η εμπράγματη όμως σύμβαση μεταβίβασης της κυριότητας μπορεί να συνεπάγεται με βάρη για τον Α πχ υποθήκη, δημόσια βάρη (φόροι, ΤΑΠ κλπ) Υποστηρίζεται όμως ότι οι υποχρεώσεις δεν προκύπτουν αμέσως με τη σύμβαση.



Συσχετισμός δικαιοπρακτικής ικανότητες με άλλες ικανότητες
(α) Ικανότητα δικαίου και ικανότητα να είναι κάποιος διάδικος
Αν ένα πρόσωπο έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο έννομων σχέσεων έχει και την ικανότητα να καθίσταται διάδικος (ενάγων, εναγόμενος κλπ) στη δίκη που τον αφορά.
(β) Ικανότητα για δικαιοπραξία και για αυτοπροσωποδικαστική παράσταση
Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα.
(γ) Ικανότητα για δικαιοπραξία και ικανότητα προς αδικαιοπραξία
Ικανότητα προς αδικαιοπραξία είναι η ικανότητα του προσώπου να του καταλογίσει ευθύνη για τις αστικές πράξεις του αλλά και για ποινικές πράξεις.


Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Προσωπικότητα
Ο ΑΚ περιέλαβε διάταξη ΑΚ 57 με την οποία προστατεύει την προσωπικότητα του προσώπου από κάθε παράνομη προσβολή και με συνταγματική κατοχύρωση με αρ. 2 παρ 2 Σ για σεβασμό και προστασία της. Δεν υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της προσωπικότητας. Το δικαίωμα στην προσωπικότητα είναι δικαίωμα (α) Προσωπικό και όχι περιουσιακό (β) Προσωποπαγές δηλ. συνδέεται στενά με το πρόσωπο του δικαιούχου, δεν μπορεί να μεταβιβασθεί ή κληρονομηθεί και (γ) απόλυτο δηλ. στρέφεται κατά πάντων και απαιτεί τον σεβασμό του από κάθε πρόσωπο και κάθε πιθανή προσβολή.

Εκδηλώσεις του δικαιώματος της προσωπικότητας
(α) Φυσική υπόσταση
Περιλαμβάνονται η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και η υγεία, αποτελεί τη βασικότερη έκφανση της προσωπικότητας και προστατεύεται τόσο από ειδικότερες διατάξεις του ΑΚ.
(β) Ψυχική υπόσταση
Δηλ. ο ψυχικός και συναισθηματικός του κόσμος πχ διατήρηση ψυχικής ηρεμίας.
(γ) Ηθική υπόσταση
Περιλαμβάνει την τιμή, την υπόληψη και την αξιοπρέπεια (και την αξιοπιστία).
(δ) Ανάπτυξη της προσωπικότητας
Περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα να διαθέτει κανείς τον εαυτό του κατά βούληση, να απολαμβάνει προσωπική ασφάλεια και ελευθερία κίνησης, εγκατάστασης και επικοινωνίας καθώς και να αναπτύσσει απόλυτα κοινωνική, οικονομική και γενικά κάθε είδους νόμιμη δραστηριότητα.

(ε) Μέσα προσδιορισμού του προσώπου
Περιλαμβάνουν το όνομα, την εικόνα, τη φωνή και κάθε άλλο στοιχείο που εξατομικεύει το πρόσωπο. Ειδικά το όνομα προστατεύεται από τον ΑΚ 58.
(στ) Προϊόντα της διάνοιας
Πρόκειται για τα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα ή οι εφευρέσεις, πάνω στα οποία αναγνωρίζονται βάσει της ΑΚ 60 και ειδικών νόμων αποκλειστικά δικαιώματα των δημιουργούν τους που περιέχουν ηθικές και
(ζ) Σφαίρα του απορρήτου
Δηλαδή όλα τα γεγονότα της ζωής του προσώπου, τα οποία δεν είναι γνωστά και το ίδιο επιθυμεί να παραμείνουν κρυφά. Καλύπτει ιδίως όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν την ιδιωτική ζωή του προσώπου δηλ. τον ιδιωτικό χώρο που αυτοπροσδιορίζει το κάθε πρόσωπο, προκειμένου να ασκεί εκτός αυτού  τις προσωπικές και οικογενειακές του δραστηριότητες απερίσπαστο από κάθε είδους παρεμβάσεις και παρενοχλήσεις τρίτων.
(η) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα
Εννοούνται οι πληροφορίες που αφορούν διάφορες πλευρές της υπόστασης του προσώπου, όπως τη φυσική, βιολογική,  ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική κλπ.
Οι προσωπικές αυτές πληροφορίες αποτελούν προστατευόμενο στοιχείο της προσωπικότητας  με την έννοια ότι το πρόσωπο έχει το απόλυτο δικαίωμα να τις διαχειρίζεται και να τις κοινοποιεί μόνο σε αυτούς που  το ίδιο επιθυμεί και για τους σκοπούς που το ίδιο κρίνει ότι το εξυπηρετούν.
(θ) Κοινόχρηστα πράγματα
Περιλαμβάνονται ιδίως τα πράγματα που απαριθμούνται στην ΑΚ 967 (πχ τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, δρόμοι, πλατείες) και αυτά που θεωρούνται ως εκτός συναλλαγής κατά την ΑΚ 966 (πχ θάλασσα, αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία) καθώς και τα ακίνητα που ανήκουν μεν σε ιδιώτες αλλά εντάσσονται σε ιδιαίτερα καθεστώτα προστασίας λόγω του κάλλους ή της πολιτιστικής του αξίας (πχ διατηρητέα κτίσματα κλπ).
(ι) Επαγγελματική απασχόληση και ανέλιξη
Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου ο υποβιβασμός χωρίς σπουδαίο λόγο, η άρνηση αποδοχής υπηρεσιών κλπ.
(ια) Νομικά πρόσωπα
Δικαίωμα στην προσωπικότητα έχουν και τα νομικά πρόσωπα στον βαθμό που αυτό συμβαδίζει με τη φύση τους (πχ καλή φήμη, πίστη). Αμφισβητείται αυτό το δικαίωμα στις ενώσεις ΝΠ που δεν έχουν ΝΠ.

Προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας
(α) Εσωτερική προσβολή
Δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ, αλλά καταρχήν απαγορεύεται λόγω του αναπαλλοτρίωτου χαρακτήρα του δικαιώματος της προσωπικότητας.

(β) Εξωτερική προσβολή
Ενδιαφέρει το δίκαιο μόνο στην περίπτωση που είναι παράνομη.

Παραδείγματα
  1. Ο θεατρικός συγγραφέας Α συνάπτει σύμβαση με το Β, με την οποία παραιτείται  υπέρ του τελευταίου από κάθε δικαίωμα που έχει ή θα αποκτήσει στο μέλλον σχετικά με οποιοδήποτε έργο που έχει συγγράψει ή θα συγγράψει προσεχώς. Πρόκειται για εσωτερική προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, στην ειδικότερη μορφή του ως δικαιώματος στα προϊόντα της διάνο9ιας, η οποία δεν είναι επιτρεπτή λόγω του γενικού και απόλυτου χαρακτήρα της. Άρα η σύμβαση είναι άκυρη.
  2. Ο Α (στο προηγούμενο παράδειγμα) μεταβιβάζει στον Β έναντι ανταλλάγματος τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ενός συγκεκριμένου έργου του. Η σύμβαση είναι έγκυρη.
  3. Ο Α που είναι άτεκνος και πάσχει από βαριά μορφή καρκίνου των όρχεων, φοβάται ότι σύντομα δεν θα είναι σε θέση να τεκνοποιήσει και έτσι, προκειμένου να αποκτήσει απογόνους, παραδίδει στην τράπεζα σπέρματος Τα προς φύλαξη, όταν όμως πήγε να αναλάβει το σπέρμα από αμέλεια της τράπεζας Τα το σπέρμα καταστράφηκε. Η καταστροφή του σπέρματος είναι προσβολή της προσωπικότητας και ως τέτοια θα αξιολογηθεί προκειμένου να καθοριστούν οι αξιώσεις του Α κατά της Τ.
  4. Αν το σπέρμα ο Π το πωλήσει στην τράπεζα Τα προκειμένου αυτή να  το χρησιμοποιήσει με συναίνεσή του σε άτεκνα ζευγάρια. Η καταστροφή του σπέρματος δεν επισύρει συνέπειες εις βάρος της Τα, διότι το σπέρμα αποτελεί πράγμα που ανήκει κατά κυριότητα σε αυτή και όχι στοιχείο της προσωπικότητάς του Α, καθώς έχει αποχωριστεί οριστικώς από το σώμα του και δεν τελεί πλέον σε κανένα λειτουργικό σύνδεσμο με αυτό.
  5. Ο Α δημοσιογράφος σε σκανδαλοθηρικό  περιοδικό, δημοσιεύει φωτογραφίες του Β, διάσημου ηθοποιού με την ερωμένη του Γ. Το δικαίωμα της προσωπικότητας των Β και Γ προσβάλλεται από το σχετικό δημοσίευμα, αφού υπάρχει δημοσιοποίηση της ιδιωτικής τους ζωής χωρίς τη θέλησή τους. Το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση και η ελευθερία του τύπου πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να περιοριστούν διότι το Σύνταγμα προστατεύει απολύτως έναν απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής που καθορίζεται από την ίδια την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και προηγείται του δικαιώματος του κοινού για πληροφόρηση.
  6. Ο Α, ιδιοκτήτης εργοστασίου διοχετεύει με αγωγό στη θάλασσα τα λύματα του εργοστασίου και προκαλεί σοβαρή ρύπανση. Ο Β, κάτοικος μιας παραθαλάσσιας περιοχής κοντά στο εργοστάσιο του Α, εμποδίζεται λόγω της ρύπανσης να χρησιμοποιεί ελεύθερα τη θάλασσα. Ως εκ τούτου, προσβάλλεται η προσωπικότητα του Β.



Προστασία της προσωπικότητας
(α) Αξιώσεις από την προσβολή της προσωπικότητας ΑΚ 57,59
  • Αξίωση για άρση της προσβολής
  • Αξίωση για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον
  • Αξίωση προς αποζημίωση
  • Αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης
Ηθική βλάβη είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από τη διατάραξη μη περιουσιακών στοιχείων
  • Άλλες δυνατότητες
Ο προσβληθείς μπορεί να εγείρει επίσης αναγνωριστική αγωγή ή να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
(β) Προστασία του ονόματος ΑΚ 58
Το όνομα, ως εκδήλωση της προσωπικότητας, προστατεύεται με την γενική διάταξη του άρθρου ΑΚ 57. Παρέχεται και ειδική προστασία από τον ΑΚ 58 σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις. Πρώτον, όταν σε αυτόν που δικαιούται να φέρει ένα όνομα αμφισβητείται (ρητώς ή σιωπηρώς) από κάποιον άλλο το δικαίωμα αυτό και δεύτερον, όταν κάποιος χρησιμοποιεί παράνομα το όνομα αυτό. Παρανομίαδεν υπάρχει σε συνωνυμία και έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει.
Παράδειγμα
Ο εργοδότης Β αν και η Α του έχει δώσει απόφαση του νομάρχη ότι έχει τω επώνυμο του συζύγου, την φωνάζει με το πατρικό (σιωπηρή ή έμμεση αμφισβήτηση). Η Α έχει την προστασία της ΑΚ 58.
(γ) Προστασία των προϊόντων της διάνοιας ΑΚ 60
Προϋπόθεση της εφαρμογής ΑΚ 60 είναι να αναγνωρίζεται από άλλη διάταξη το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού επί των προϊόντων της διάνοιάς του.
(δ) Προστασία μνήμης νεκρού ΑΚ 57
Παρόλο που με το θάνατο λήγει η προσωπικότητα και αποσβήνονται τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, ο αναγκαίος σεβασμός στη μνήμη του και η ύπαρξη ενός κύκλου προσώπων που τρέφουν αισθήματα αγάπης προς αυτήν επέβαλαν τη ρύθμιση της ΑΚ 57 παρ 1 εδ.β. Η ύπαρξη συγγένειας ή δικαιώματος κληρονομικού δικαίου είναι αδιάφορη πχ προσβολή μνήμης, ονόματος, εικόνας του νεκρού.








ΕΝΝΟΙΑ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Έννοια και σκοπός
(α) Έννοια
Υποκείμενο δικαίου εκτός από τον άνθρωπο είναι και ενώσεις προσώπων ή συγκεντρώσεις περιουσιών που συνιστώνται για ορισμένο σκοπό και αποκτούν αυτοτελή ικανότητα δικαίου (προσωπικότητα). Τα πρόσωπα αυτά ονομάζονται νομικά και έχουν συσταθεί για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού.
(β) Σκοπός
Ο σκοπός μπορεί να είναι κοινωνικός ή και ιδιωτικός, ακόμη και κερδοσκοπικός.

Φύση του νομικού προσώπου
Τα νομικά πρόσωπα δεν υπάρχουν στη φύση άρα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις ανθρώπινες αισθήσεις αλλά είναι οντότητες κοινωνικής πραγματικότητας που ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή.
(α) Η θεωρία του πλάσματος δικαίου
Τα ΝΠ δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά είναι πλάσματα  δικαίου δηλ. τεχνητά δημιουργήματα του δικαίου.
(β) Η οργανική θεωρία
Σύμφωνα με αυτή, το ΝΠ αποτελεί μια ζωντανή προσωπικότητα, έναν σύνθετο οργανισμό με δική του ξεχωριστή βούληση, την οποία εκφράζουν τα όργανά του.
(γ) Η θέση του Αστικού Κώδικα
Ο ΑΚ δέχεται ότι το ΝΠ έχει δική του βούληση, αυτή που σχηματίζουν με ορισμένη διαδικασία, μέσα στα όρια τη εξουσίας τους, τα όργανά του και ότι το ΝΠ ευθύνεται για τις άδικες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του.

Διακρίσεις των νομικών προσώπων
Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου
Ιδρύονται κατά κανόνα με πράξη της πολιτείας για την επίτευξη δημόσιων σκοπών. Είναι φορείς δημόσιας εξουσίας. Καλούνται ως οργανισμός. Το σπουδαιότερο ΝΠΔΔ είναι το ίδιο το κράτος δηλ. το Δημόσιο. Αλλά είναι οι Δήμοι, οι κοινότητες, τα ΑΕΙ, οι δικηγορικοί σύλλογοι, η εκκλησία της Ελλάδος, οι ενορίες, το ΙΚΑ κ.α.
Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου
Ιδρύονται από ιδιώτες, επιδιώκου ιδιωτικούς σκοπούς και διέπονται από το Ιδιωτικό Δίκαιο. Διακρίνονται σε ΝΠ αστικού και σε εμπορικού δικαίου. Του αστικού διακρίνεται το σωματείο, το ίδρυμα, η επιτροπή εράνων και η αστική εταιρεία με νομική προσωπικότητα. Του εμπορικού δικαίου είναι οι εμπορικές εταιρείες (ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΕΕ κατά μετοχές και συμπλοιοκτησία) και οι συνεταιρισμοί.

Νομικά πρόσωπα μεικτής φύσης
Είναι ΝΠ που έχουν τη μορφή ΝΠΙΔ (κατά κανόνα ΑΕ) δεν έχουν ιδρυθεί με ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά με πράξη του Κράτους, και ασκούν δραστηριότητα που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο (πχ ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΡΤ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ , ΕΥΔΑΠ). Διέπονται από τους σχετικούς κανόνες της ΑΕ. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η ΑΤΕ ΑΕ που λειτουργεί ως ιδιωτική τράπεζα και συγχρόνως ασκεί την εποπτεία και τον έλεγχο επί των γεωργικών συνεταιρισμών.


Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΤΟΝ ΑΚ

Ικανότητα, σύσταση, έδρα, επωνυμία και προσωπικότητα
(α) Ικανότητα δικαίου
Τα ΝΠ (ΑΚ  61) έχουν προσωπικότητα, δηλ. ικανότητα δικαίου. Η ικανότητα δικαίου του ΝΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ειδική ικανότητα. Έτσι ενώ μπορεί να αποκτήσει περιουσιακά δικαιώματα δεν μπορεί να καταστεί εξ αδιαθέτου κληρονόμος ούτε να κληρονομηθεί.
Προστατεύεται η επωνυμία του, η φήμη του κλπ
Κατά το στάδιο εκκαθάρισης έχουν περιορισμένη ικανότητα δικαίου.
(β) Σύσταση
Προϋπόθεση για να έχει το ΝΠ ικανότητα δικαίου είναι η ύπαρξη του, και αρχίζει να υπάρχει με τη σύστασή του.
Για τη σύσταση απαιτούνται δύο πράξεις, η συστατική δηλ. η δικαιοπραξία με την οποία δημιουργείται το ΝΠ και η καταστατική δηλ. το καταστατικό (για το σωματείο) ή ο οργανισμός (για το ίδρυμα και την επιτροπή εράνων). Οι δύο πράξεις μπορούν να ενωθούν  σε μια ενιαία πράξη, πρέπει να συνταχθούν εγγράφως. Εξαιρετικά στο ίδρυμα ο τύπος είναι συμβολαιογραφικός.
(γ) Έδρα
Η έδρα των ΝΠ είναι ότι και η κατοικία στο ΦΠ.
Ως έδρα καθορίζονται ο τόπος δραστηριότητάς τους και ορίζεται από το καταστατικό ή τον οργανισμό αν όχι, ως έδρα ορίζεται ο τόπος που λειτουργεί το ΝΠ (πραγματική έδρα). Στο σωματείο είναι υποχρεωτικό να καθορίζεται στο καταστατικό ή τον οργανισμό.
Αμφισβήτηση υπάρχει αν το ΝΠ έχει πολλές έδρες (πολλαπλή έδρα) αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί ποτέ για την ασφάλεια των συναλλαγών. Αν το ΝΠ αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα μπορεί να ζητήσει ειδική έδρα. Σε περίπτωση σύγκρουσης καταστατικής και πραγματικής έδρας επικρατεί η καταστατική.
(δ) Επωνυμία
Είναι έννοια αντίστοιχη με το όνομα του ΦΠ. Ο προσδιορισμός της γίνεται με τη συστατική πράξη ή τον οργανισμό του. Κάθε ΝΠ πρέπει να  έχει μία επωνυμία (αρχή της αναγκαιότητας).
(ε) Η προσωπικότητα των νομικών προσώπων
Το ΝΠ αναλαμβάνει το γενικό δικαίωμα της προσωπικότητας όχι την ίδια των ΦΠΑ καθώς οριοθετείται από τη φύση των ΝΠ. Στοιχεία της προσωπικότητας των ΝΠ είναι η επωνυμία, η φήμη, η πίστη, η ελεύθερη ανάπτυξη της δραστηριότητάς τους σε συνθήκες υγειούς ανταγωνισμού, η σφαίρα του απορρήτου.

Διοίκηση
(α) Καταστατικό όργανο
Η διοίκηση αποτελεί το καταστατικό όργανο του ΝΠ, η οποία αποτελείται από ένα ή περισσότερα άτομα τα οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι μέλη του και τα οποία μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.
(β) Τρόποι άσκησης
Η διοίκηση ασκείται καταρχήν αυτοπροσώπως. Αν το όργανο διοίκησης είναι πολυμελές η διοίκηση ασκείται από κοινού. Επίσης, μπορεί να ασκείται και από ένα ορισμένο άτομο ακόμα και μη μέλος.
(γ) Απαρτία – πλειοψηφία
Κανονικά με απόλυτη πλειοψηφία λαμβάνονται οι αποφάσεις εκτός και αν το καταστατικό ή ο οργανισμός λέει αλλιώς.
(δ) Σύγκρουση συμφερόντων
Μέλος τη διοικήσεως δεν δικαιούται να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του ΝΠ και του μέλους ή συζύγου του ή συγγενή του εξ αίματος μέχρι τρίτου βαθμού (κώλυμα ψήφου).
(ε) Διορισμός προσωρινής διοίκησης
  • Έλλειψη προσώπων διοίκησης. Η έλλειψη μπορεί να οφείλεται σε πραγματικούς ή νομικούς λόγους για διαρκή ή μερική αδυναμία.
  • Σύγκρουση συμφερόντων.
(στ) Περιεχόμενο – πράξεις έναντι τρίτων
Η διοίκηση εκτός από τις εσωτερικές υποθέσεις του ΝΠ ασχολείται και με την δικαστική και εξώδικη εκπροσώπησή του. Η έκταση της εξουσίας προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη και ο προσδιορισμός ισχύει και έναντι τρίτων.
(ζ) Αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων

Δικαιοπραξίες του νομικού προσώπου
Το ΝΠ έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα για τις έννομες σχέσεις για τις οποίες έχει ικανότητα δικαίου.



Ευθύνη του νομικού προσώπου
Το ΝΠ ευθύνεται για τις ζημιογόνες πράξεις ή παράνομες των οργάνων του έναντι του ζημιωθέντος τρίτου σαν να ήταν δικές του πράξεις. Δεν ευθύνεται όμως για πράξεις τις οποίες από τη φύση του δεν μπορεί να επιχειρήσει.
Η ύπαρξη ευθύνης προϋποθέτει:
  • Πράξη ή παράλειψη που παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση.
  • Πράξη ή παράλειψη των αντιπροσωπευτικών οργάνων. Γίνεται και δεκτό για ευθύνη από πράξη ή παράλειψη προσώπων με εξουσίες και ας μην είναι αντιπρόσωποι του ΝΠ πχ διευθυντής.
  • Πράξη ή παράλειψη των οργάνων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους.
  • Νόμιμος λόγος ευθύνης.
  • Ευθύνη του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.

Τέλος του νομικού προσώπου
Το τέλος του ΝΠ επέρχεται σε δύο στάδια, τη διάλυση και εκκαθάριση. Μετά παύει να υφίσταται δηλ. χάνει την νομική προσωπικότητα του και την ικανότητα δικαίου.
Διάλυση
Οι λόγοι και οι τρόποι διάλυσης του ΝΠ ρυθμίζονται από τις ειδικές διατάξεις.
Εκκαθάριση
Μετά τη διάλυση ακολουθεί αυτοδικαίως το στάδιο της εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση διενεργείται από τους εκκαθαριστές.
Τύχη της περιουσίας μετά την εκκαθάριση
Ορίζεται, για ότι απέμεινε, είτε στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό ή στο νόμο με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ΝΠ. Αν δεν προβλέφθηκε δικαιούχος, δικαιούχος καθίσταται το Δημόσιο. Με τη μεταβίβαση στον δικαιούχο της περιουσίας που απέμεινε παύει να υπάρχει οριστικά το ΝΠ.
Μετατροπή της μορφής του ΝΠ είναι δυνατή
Η περιουσία του παλαιού ΝΠ μετά την εκκαθάριση μεταβιβάζεται στο νέο.


ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ

Έννοια και σύσταση
(α) Έννοια
Σωματείο καλείται ένωση είκοσι τουλάχιστον προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και έχει αποχτήσει νομική προσωπικότητα κατά τους όρους του νόμου ΑΚ 78.
(β) Σύσταση
Για τη σύσταση απαιτούνται είκοσι τουλάχιστον άτομα με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα τα οποία θα υπογράψουν τη συστατική πράξη και το καταστατικό.
Δεν θίγεται η εγκυρότητα της συστατικής πράξης αν υπογράψει και δικαιοπρακτικά ανίκανος φτάνει να υπάρχουν είκοσι τουλάχιστον υπογραφές από δικαιοπρακτικά ικανούς. Με την κατάρτιση της συστατικής πράξης, πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου για την εγγραφή του στο Βιβλίο Σωματείων. Την αίτηση υποβάλουν οι ιδρυτές ή η διοίκηση που ορίστηκε. Το δικαστήριο κάνει έλεγχο νομιμότητας του σκοπού κυρίως, ελέγχεται επίσης αν το δικαίωμα ιδρύσεως σωματείου ασκείται καταχρηστικός.

Η ιδιότητα του μέλους
(α) Μέλη του σωματείου
Μπορούν να είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα. Το μέλος συνδέεται με το σωματείο με έννομη σχέση από την οποία πηγάζουν αμοιβαίως δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δεν επιτρέπεται αντιπροσώπευση του μέλους, δεν μεταβιβάζεται η ιδιότητα ούτε κληρονομείται. Επίσης, το μέλος έχει υποχρέωση πίστης.
(β) Είσοδος νέου μέλους
Φτάνει να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα. Αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε. Το σωματείο με το καταστατικό του μπορεί να ορίζει προϋποθέσεις εισόδου.
(γ) Δικαιώματα – υποχρεώσεις μελών
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών είναι είτε προσωπικής είτε περιουσιακής φύσης.
(δ) Απώλεια ιδιότητας  μέλους
Η ιδιότητα του μέλους παύει με την απώλειά της. Οι λόγοι απώλειας μπορεί να είναι γενικοί πχ θάνατος του μέλους και ειδικοί που προβλέπονται από τον ΑΚ. Αυτοί είναι η αποχώρηση και η αποβολή.
  • Αποχώρηση μέλους. Είναι ελεύθερη (ως αρνητική εκδήλωση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι).
  • Αποβολή μέλους. Είτε για λόγους που προβλέπονται από το καταστατικό είτε για σπουδαίο λόγο πχ σοβαρή παράβαση σωματειακών υποχρεώσεων.
Παραδείγματα
1.       Το σωματείο Χ το οποίο έχει ως σκοπό την προστασία του καταναλωτή στη Ναύπακτο και είναι το μοναδικό στην περιοχή απέρριψε στον δικηγόρο Α να εγγραφεί στο σωματείο. Ο Α μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς την εγγραφή του ως μέλους, διότι το Χ κατέχει μονοπωλιακή θέση στην περιοχή.
2.       Το σωματείο Χ έχει ως σκοπό την προστασία των συμφερόντων των νοσοκομειακών γιατρών. Ο Β γιατρός του Γενικού κρατικού ζητά την εγγραφή του η οποία απορρίπτεται χωρίς αποχτώντα λόγο. Ο Β μπορεί να ζητήσει δικαστικώς την εγγραφή του.
3.       Νόμος επιβάλλει την εγγραφή όλων των φοιτητών σε φοιτητικό σωματείο. Ο νόμος είναι αντισυνταγματικός γιατί προσβάλλει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.
4.       Μέλος σωματείου προστασίας του περιβάλλοντος, είναι ιδιοκτήτης βιοτεχνίας στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο για μόλυνση θάλασσας. Η συμπεριφορά του μέλους, αποτελεί  σπουδαίο λόγο για την αποβολή του.
5.       Απόφαση αθλητικού σωματείου Χ ορίζει ότι μόνο τα μέλη Α και Β δικαιούνται να χρησιμοποιούν  κάποιες αθλητικές εγκαταστάσεις του σωματείου. Η απόφαση είναι άκυρη διότι δεν στηρίχθηκε σε αντικειμενικά κριτήρια.

Όργανα του σωματείου
Είναι η διοίκηση, η συνέλευση των μελών και τυχόν άλλα όργανα που προβλέπονται από το καταστατικό πχ πειθαρχικό συμβούλιο.
(α) Η διοίκηση
Εκπροσωπεί το σωματείο στις σχέσεις του με τους τρίτους και αφετέρου εκτελεί τις αποφάσεις της συνέλευσης των μελών και γενικά επιμελείται των υποθέσεων του σωματείου.
Αποτελείται από μέλη του σωματείου εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
(β) Η συνέλευση
Είναι το σύνολο των μελών του σωματείου οργανωμένων σε σώμα.
  • Αρμοδιότητα.
Αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου να αποφασίζει για κάθε απόφασή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Έχει δηλ. το τεκμήριο αρμοδιότητας.
Ειδικότερα, εκλέγει τα μέλη της διοίκησης, αποφασίζει την είσοδο ή αποβολή μέλους, εγκρίνει τον ισολογισμό, αποφασίζει για τη μεταβολή του σκοπού, του σωματείου, τροποποίηση καταστατικού και διάλυση του σωματείου.
  • Σύγκληση – συγκρότηση.
Για να συγκροτηθεί η συνέλευση σε σώμα, την συγκλίνει η διοίκηση ή αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
  • Λήψη αποφάσεων.
Λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών εκτός  αν ο νόμος ή το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
  • Ελαττωματικές αποφάσεις.
Η παροχή ψήφου αποτελεί δήλωση βουλήσεως και μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή. Αν ακυρωθεί ψήφος, μπορεί να ακυρωθεί και η απόφαση. Αν η ελαττωματική ψήφος ήταν αποφασιστική για απαρτία τότε η απόφαση είναι άκυρη.

Διάλυση του σωματείου
Μπορεί να επέλθει με τρεις τρόπους:
  • Απόφαση συνέλευσης. Λαμβάνεται με την απαρτία και πλειοψηφία της. Ο τρόπος αυτός καλείται αυτοδιάλυση.
  • Αυτοδίκαιη λύση. Όταν προβλέπεται από το καταστατικό πχ λήξη διάρκειας κλπ ή όταν τα μέλη μείνουν λιγότερα από δέκα.
  • Δικαστική απόφαση. Με τελεσίδικη απόφαση του Μονομελές Πρωτοδικείου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας μετά από αίτηση της διοίκησης του σωματείου ή του 1/5 των  μελών του ή της εποπτεύουσας αρχής για τους λόγους που προβλέπει περιοριστικώς ο νόμος. Άλλο πρόσωπο δε νομιμοποιείται να υποβάλει αίτηση.
  • Συνέπειες διάλυσης. Παύει η ιδιότητα των μελών του, καταργούνται τα όργανά του, στάδιο εκκαθάρισης και διάθεση απομείνουσας περιουσίας στους δικαιούχους.


ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΩΜΑΤΕΙΟ


Έννοια και σύσταση
(α) Έννοια
Προβλέπονται από την ΑΚ 107, πρόκειται για ενώσεις που έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη ορισμένης κοινής δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
Τέτοιες ενώσεις μπορούν να είναι αυτές που έχουν κερδοσκοπικό σκοπό, αυτές που έχουν λιγότερα από είκοσι μέλη ή και αυτές που πληρούν μεν τις προϋποθέσεις του νόμου για τη σύσταση σωματείου, αλλά τα μέλη τους για διάφορους λόγους δεν επιθυμούν να λάβει η ένωσή τους τη μορφή του σωματείου.
Αυτές οι ενώσεις διέπονται από τις διατάξεις για την εταιρεία.
(β) Σύσταση
Η ένωση προσώπων συνιστάται με άτυπη δικαιοπραξία των μελών.

Απόκτηση νομικής προσωπικότητας
Αποκτά νομική προσωπικότητα με τις εξής προϋποθέσεις:
(α) Αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό  και τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που ο νόμος τάσσει για τις ΟΕ.
(β) Αν ο σκοπός εκτός από οικονομικός είναι και εμπορικές πρέπει να τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας για τις προσωπικές εταιρείες.
(γ) Αν ο σκοπός είναι απλώς οικονομικός ή δεν είναι οικονομικός πρέπει να τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας του σωματείου΄.



Διοίκηση και διάλυση
(α) Διοίκηση
Ασκείται από όλα τα μέλη τα οποία αποφασίζουν κατά πλειοψηφία εκτός αν ορισθεί διαφορετικά πχ διαχειριστές.
Η ένωση δεν έχει δική τους περιουσία αλλά ανήκει σε όλα τα μέλη κατά την συμμετοχή τους.
Η ένωση προσώπων δεν έχει νομική προσωπικότητα παρόλα αυτά έχει ικανότητα να είναι διάδικος και ικανότητα δικαστικής παράστασης.
(β) Διάλυση
Διαλύεται με τους τρόπους που διαλύεται ένα σωματείο. Δηλ. με τη λήψη απόφασης από όλα τα μέλη της ή αυτοδίκαια.

ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ

Έννοια και σύσταση
(α) Έννοια
Ίδρυμα είναι σύνολο περιουσίας αφιερωμένο σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, το οποίο έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Δεν έχει μέλη.
(β) Σύσταση
Απαιτούνται ιδρυτική πράξη και πράξη της Πολιτείας με τη μορφή εγκριτικού προεδρικού διατάγματος. Η ιδρυτική πράξη είναι μονομερής, μη απευθυντέα δικαιοπραξία, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου (διαθήκη) με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του ιδρυτή για τη σύσταση  ορισμένου ιδρύματος και η οποία τελεί υπό τη νομική αίρεση της έκδοσης του εγκριτικού διατάγματος. Αν η ιδρυτική πράξη είναι δικαιοπραξία εν ζωή απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα του ιδρυτή.
(γ) Κοινωφελές ίδρυμα
Τα ιδρύματα που επιδιώκουν κοινωφελή σκοπό πχ θρησκευτικό, φιλανθρωπικό κλπ λέγονται κοινωφελή. Απολαμβάνουν και συνταγματική προστασία αφού η Σ 109 απαγορεύει τη μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης ή δωρεάς υπέρ κοινωφελούς σκοπού.
Αν επιδιώκει κέρδος δεν αλλοιώνεται ο κοινωφελής χαρακτήρας αν προορίζονται για τις ανάγκες του ιδρύματος.

 Κτήση περιουσίας
(α) Ίδρυση με δικαιοπραξία εν ζωή
(και μετά πεθάνει ο ιδρυτής). Η ιδρυτική πράξη είναι υποσχετική δικαιοπραξία και άρα η μεταβίβαση του κάθε περιουσιακού στοιχείου θα πρέπει να γίνει με ξεχωριστή εκποιητική δικαιοπραξία. Ειδικά τα δικαιώματα που μεταβιβάζονται με απλή εκχώρηση πχ καταθέσεις και εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη βούληση του ιδρυτή περιέρχονται αυτοδικαίως στο ίδρυμα αφού όμως γίνει σχετική αναγγελία. Εδώ η ιδρυτική πράξη είναι και εκποιητική δικαιοπραξία.
(β) Ίδρυση με διαθήκη
Αν η ιδρυτική πράξη είναι διαθήκη τότε το εγκριτικό διάταγμα εκδίδεται μετά το θάνατο του ιδρυτή και εφαρμόζονται οι διατάξεις κληρονομικού δικαίου.
Διοίκηση, ωφελούμενοι, διάλυση
Διοίκηση
Τα σχετικά με τη διοίκηση ρυθμίζουν οι σχετικές διατάξεις για τα ΝΠ.
Μεταβολή σκοπού
Γίνεται για τα μη κοινωφελή ιδρύματα με διάταγμα από αρμόδια αρχή υπό την προϋπόθεση ότι ο σκοπός κατέστη ανέφικτος. Αν είναι κοινωφελές η μεταβολή καταρχήν απαγορεύεται, επιτρέπεται αν ο σκοπός κατέστη απόλυτα απραγματοποίητος και τηρηθούν οι όροι του ειδικού νόμου.
Ωφελούμενα πρόσωπα
Τα πρόσωπα που ωφελούνται από την πραγματοποίηση του σκοπού έχουν ενοχικό δικαίωμα να αξιώσουν την ωφέλεια να δικαιούνται. Αν δεν ορίζονται από την ιδρυτική πράξη ορίζονται από τη διοίκηση.
Διάλυση του Ιδρύματος
Διαλύεται αυτοδικαίως όπου ορίζει η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του. Επίσης διαλύεται με διάταγμα για τους λόγους της ΑΚ 118. Μετά τη διάλυση περνά αυτοδκαίως στο στάδιο της εκκαθάρισης.


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΑΝΩΝ, ΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ

Επιτροπή εράνων
(α) Έννοια
Επιτροπή εράνου είναι ένωση πέντε τουλάχιστον φυσικών ή νομικών προσώπων που αποσκοπεί στη συλλογή χρημάτων ή άλλων αντικειμένων με εράνους, λαχειοφόρους, αγορές, γιορτές κλπ για την εξυπηρέτηση ορισμένου δημόσιου ή κοινωφελούς σκοπού και η οποία έχει αποχτήσει νομική προσωπικότητα.
Σε αντίθεση με το ίδρυμα είναι ένωση προσώπων και έχει παροδικό σκοπό. Διαφέρει από το σωματείο ως προς το σκοπό (καθορίζεται ειδικά από το νόμο), από τα απαιτούμενα μέλη, τρόπο σύστασης κοκ.
(β) Σύσταση
Απαιτείται συστατική πράξη και εγκριτικό (συστατικό) προεδρικό διάταγμα Περιέχει τουλάχιστον πέντε δηλώσεις βουλήσεως κα είναι έγγραφη. Με τη δημοσίευση του συστατικού διατάγματος στο ΦΕΚ η επιτροπή αποκτά νομική προσωπικότητα. Το μόνο αναγκαίο όργανο της επιτροπής είναι η διοίκησή της.


(γ) Παροχές προς την ερανική επιτροπή
Οι παροχές προς την επιτροπή εράνου αποτελούν εντολή προς το συμφέρον τρίτου προσώπου συνοδευόμενη από τα μέσα εκτέλεσής της. Η εντολή αυτή δεν ανακαλείται. Αν ο έρανος γίνεται υπέρ προσώπου πχ Αγιογράφηση Ιερού Ναού ο υπέρ ου ο έρανος έχει αξίωση κατά της επιτροπής, για τα εισπραχθέντα με βάση τις διατάξεις για τη σύμβαση υπέρ τρίτου.
(δ) Διάλυση
Είτε αυτοδικαίως είτε με διάταγμα.
(ε) Τύχη περιουσίας
Αν ο οργανισμός προβλέπει ότι η περιουσία που συγκεντρώθηκε από την επιτροπή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση κάποιου διαρκούς σκοπού τότε η διοίκηση πρέπει να προβεί στη σύσταση Ιδρύματος εκδίδοντας το αναγκαίο διάταγμα. Δεν απαιτείται διάλυση και εκκαθάριση  της επιτροπής.

Εταιρεία
(α) Έννοια
Εταιρεία είναι η δικαιοπρακτική ένωση προσώπων για την επιδίωξη, με κοινές εισφορές, ορισμένου κοινού σκοπού, ιδίου οικονομικού.
Εταιρεία καλείται και η δικαιοπραξία με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν την παραπάνω υποχρέωση επιδιώξεως κοινού σκοπού.
Διακρίνονται σε εμπορικές και αστικές.
(β) Αστική εταιρεία
Επιδιώκει οικονομικό ή μη σκοπό, μετέχουν φυσικά ή  νομικά πρόσωπα, δεν έχει νομική προσωπικότητα, δεν έχει εταιρική αλλά κοινή περιουσία με κοινές εισφορές.

Κοινοπραξία
(α) Έννοια
Νοείται συνήθως η ένωση δύο ή περισσοτέρων προσώπων (κυρίως εταιρειών) για επιδίωξη κοινού κερδοσκοπικού σκοπού, δεν έχει μεγάλη διάρκεια ή εξαντλείται σε ορισμένο αντικείμενο.
(β) Νομική φύση
Εξαρτάται από την εκάστοτε έννομη σχέση των συμβαλλομένων.
Ανάλογα με την εταιρική μορφή έχει ή δεν έχει νομική προσωπικότητα πχ αστική εταιρεία με ΝΠ, χωρίς ΝΠ, αφανείς εταιρεία κλπ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου