Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΑΚΤΙΚΑ (ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ) ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Στα πρακτικά θέματα γίνεται εφαρμογή του κανόνα δικαίου ή πλέγματος κανόνων δικαίου. Εφαρμογή του κανόνα δικαίου είναι η διαδικασία, με την οποία βρίσκουμε τον κανόνα δικαίου, το πραγματικό του οποίου καλύπτει το συγκεκριμένο ιστορικό ώστε στο ιστορικό αυτό να δώσουμε την προσήκουσα έννομη συνέπεια.
Η διαδικασία είναι η εξής:
Þ    Διαπίστωση του ιστορικού δηλαδή των πραγματικών περιστατικών, τις έννομες συνέπειες των οποίων θέλουμε να βρούμε.
Þ    Αναζήτηση από το σύνολο των κανόνων δικαίου και ανεύρεση του κανόνα δικαίου το πραγματικό του οποίου καλύπτει το ιστορικό που διαπιστώσαμε.
Þ    Υπαγωγή του ιστορικού στον κανόνα δικαίου αυτόν. Η υπαγωγή μπορεί να είναι καταφατική, τα στοιχεία δηλαδή του ιστορικού να καταλαμβάνονται από το πραγματικό του κανόνα δικαίου είτε αποφατική, τα στοιχεία δηλαδή του ιστορικού να μη καταλαμβάνονται από τον κανόνα δικαίου διότι το ιστορικό δεν έχει όλα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου ή το διαφοροποιούν κλπ.
Þ    Συναγωγή της έννομης συνέπειας που προβλέπει ο εφαρμοζόμενος κανόνας δικαίου. Αν η υπαγωγή είναι καταφατική επέρχεται η προβλεπόμενη από τον κανόνα δικαίου συνέπεια, αν η υπαγωγή είναι αποφατική η έννομη συνέπεια δεν επέρχεται.
Παράδειγμα καταφατικής υπαγωγής:
Μείζων πρόταση: ΑΚ 1044
Ελάσσων πρόταση: Ο Α νέμεται  ακίνητο του Β εδώ και 25 χρόνια.
Συμπέρασμα: Ο Α έγινε κύριος του ακινήτου του Β με χρησικτησία έκτακτη.
Παράδειγμα αποφατικής υπαγωγής:
Μείζων πρόταση: ΑΚ 1044
Ελάσσων πρόταση: Ο Α νέμεται ακίνητο του Β εδώ και 15 χρόνια.
Συμπέρασμα: Ο Α δεν έγινε κύριος του ακινήτου του Β με έκτακτη χρησικτησία γιατί δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος νομής.
Υπάρχει συνήθως δυσκολία διατυπώσεως της μείζονος προτάσεως  όταν το συγκεκριμένο ιστορικό καταλαμβάνεται από πλέγμα κανόνων δικαίου.
Παράδειγμα:
Μείζων πρόταση: ΑΚ  1044, 1049,1050
Ελάσσων πρόταση: Ο Α νέμεται ακίνητο του Β εδώ και 25 χρόνια. Αναγνωριστική αγωγή του Β κατά του Α εκκρεμεί εδώ και 6 χρόνια. Έγινε ο Α κύριος με χρησικτησία;
Συμπέρασμα: Ο Α δεν έγινε κύριος του ακινήτου του Β γιατί η χρησικτησία διακόπηκε με την έγερση της αναγνωριστικής αγωγής και ο χρόνος χρησικτησίας δεν έχει συμπληρωθεί από τη λήξη της διακοπής ως σήμερα.
Για να είναι πλήρης η απάντηση στο πρακτικό θέμα, δεν είναι απαραίτητη η παραπάνω σχηματική κατάστρωση.  Πλήρης απάντηση για το Πανεπιστήμιο είναι η εξής: Ο Γ αγόρασε και πήρε στη νομή του ένα κινητό από τον Α. Το κινητό ήταν κλοπιμαίο. Παρά την καλή πίστη του Γ, ο Γ δεν αποκτά την κυριότητα του κινητού, γιατί το κινητό ήταν κλοπιμαίο και, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1038 ΑΚ, «η μεταβίβαση κινητού παρά μη κύριου» κλπ.
Σημαντικές παρατηρήσεις:
Κατά τη διαπραγμάτευση του πρακτικού θέματος πρέπει να χρησιμοποιούμε πάντα νομική ορολογία. Οι απαντήσεις να είναι σαφής και να αφορούν ερωτήματα χωρίς περιττές και ενδεχόμενα λαθεμένες παρεκβάσεις. Οι απαντήσεις να έχουν την πλήρη αιτιολογία της λύσεως. Αν σε ένα θέμα υποστηρίζονται περισσότερες γνώμες, να αναφερθούν όλες  και ο γράφων να πει ποια κατά τη γνώμη του και γιατί είναι η ορθότερη.

ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ικανότητα δικαίου κυοφορούμενου ΑΚ 36 και ΑΚ 928
Ο Α, οδηγός αυτοκινήτου, παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Β, σύζυγο της Γ, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του Β ήταν έγκυος. Όταν γεννήθηκε το παιδί των Β και Γ (ο Δ), η Γ άσκησε για λογαριασμό του παιδιού της Δ αγωγή κατά του Α ζητώντας την καταδίκη του Α σε καταβολή αποζημιώσεως κατά το άρθρο 928 ΑΚ.
Ο Α ισχυρίσθηκε ότι δεν έχει υποχρέωση αποζημιώσεως γιατί κατά το χρόνο του θανάσιμου τραυματισμού του Β ο Δ δεν είχε γεννηθεί.
Ερωτάται: Ποια  θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου και γιατί;  (ΑΚ 36)
ΑΚ 928 (ο υπαίτιος υποχρεούται σε αποζημίωση , ο κυοφορούμενος θεωρείται γεννηθείς δηλαδή πρόσωπο υποκείμενο του δικαιώματος αυτού)
ΑΚ 36 (ρυθμίζεται το πλάσμα δικαίου)
Τεκμήριο θανάτου και εξ αδιαθέτου διαδοχή ΑΚ 37-39
Οι σύζυγοι Α και Β ταξίδευαν με πλοίο, που ναυάγησε στον Ατλαντικό. Ελάχιστοι από τους επιβάτες διασώθηκαν. Ένας από τους διασωθέντες είπε, πως είδε τους Α και Β να πνίγονται. Οι Α και Β είχαν από το γάμο τους ένα παιδί, τον Γ, και η Β είχε από προηγούμενο γάμο της δύο παιδιά τους Δ και Ε.
Ερωτάται: 1) Μπορούν οι Γ, Δ και Ε να πάρουν την περιουσία των Α και Β, ως κληρονόμοι τους;
2) Μπορεί ο Γ να ισχυρισθεί και αποδείξει  ότι ο Α πέθανε μετά τη Β; Ποια συνέπεια θα έχει μια τέτοια απόδειξη;
3) Μπορούν οι Δ και Ε να ισχυρισθούν και αποδείξουν ότι η Β πέθανε μετά τον Α; Ποια συνέπεια θα έχει μια τέτοια απόδειξη;
ΑΚ 39 (τεκμήριο θανάτου)
ΑΚ 38 (τεκμήριο συναποβιώσεως)
Ο Α είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Β και αντίστροφα. Ο Γ είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος των Α και Β και οι Δ και Ε εξ αδιαθέτου κληρονόμοι  της Β.
1) Για να γίνουν οι Γ, Δ και Ε κληρονόμοι των Α και Β πρέπει οι Α και Β να έχουν πεθάνει. Σύμφωνα με ΑΚ 39 ο θάνατος των Α και Β θεωρείται αποδεδειγμένος.  Η απάντηση είναι καταφατική.  Ισχύει το τεκμήριο συναποβιώσεως ΑΚ 38 και ο Γ θα πάρει την περιουσία του Α ολόκληρη και 1/3 της περιουσίας του Β, ενώ οι Δ και Ε θα μοιραστούν τα 2/3.
2) Αν ο Γ αποδείξει ότι ο Α πέθανε πριν τη Β, ανατρέπεται το τεκμήριο του ΑΚ 38 και η Β θα κληρονομηθεί πρώτα από το σύζυγό της Α (κατά το ¼) και από τους Γ, Δ και Ε (από ¼ ο καθένας)  και από τους  Γ, Δ και Ε (καθένας ¼ της περιουσίας της Β). Επειδή πέθανε ο Α, ο Γ θα πάρει και την προσωπική περιουσία του Α και το ¼ της Β.
3) Η απάντηση είναι καταφατική για τον ίδιο λόγο με (2). Ο Α θα κληρονομηθεί από τη σύζυγό του Β (κατά το ¼) και από το Γ (κατά ¾). Η Β θα κληρονομηθεί από Δ και Ε συν το μερίδιο του Α κατά 1/4.

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Σωματείο ΑΚ 70, ΑΚ 71
Ο Α πρόεδρος του Δ.Σ. του σωματείου Σ, εξουσιοδοτήθηκε σύμφωνα με το καταστατικό να διαπραγματευθεί με τον Β την πώληση ακινήτου του σωματείου και να υπογράψει τη σχετική σύμβαση. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Α εξαπάτησε το Β και έτσι πέτυχε να πουλήσει το ακίνητο με τίμημα κατά πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό. Επίσης, βρήκε ευκαιρία και έκλεψε από το γραφείο του Β ένα πολύτιμο ρολόι.
Ερωτάται: Έχει δικαιώματα, ποια και γιατί ο Β κατά του Σ;
Το πρακτικό αναφέρεται στην ευθύνη του νομικού προσώπου για τις δικαιοπραξίες και αδικοπραξίες των οργάνων του.
ΑΚ 70,71 (οι δικαιοπραξίες ή αδικοπραξίες των οργάνων του ν.π. που επιχειρούνται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους ως οργάνων του ν.π. είναι δικαιοπραξίες και αδικοπραξίες του ίδιου του νομικού προσώπου)
ΑΚ 147 επ. (η εξαπάτηση του Β από τον Α καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη)
ΑΚ 71 (η κλοπή του ρολογιού από τον Α έγινε με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων οπότε θα κριθεί με τον ΑΚ 71)
Η εξαπάτηση του Β από τον Α αποτελεί απάτη κατά την έννοια ΑΚ 147 επ. Έτσι η πώληση που κατάρτησαν οι Α και Β είναι ακυρώσιμη λόγω απάτης. Ο Β έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης της πώλησης και να ζητήσει αποζημίωση από το σωματείο Σ για την αδικαιοπρακτική ευθύνη (ΑΚ 149).
Η κλοπή του ρολογιού από τον Α αποτελεί αδικοπραξία (ΑΚ 914) που έγινε με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων για την πώληση του ακινήτου. Κατά το ΑΚ 71 το σωματείο ευθύνεται για τις αδικοπραξίες των οργάνων του, εφόσον αυτές τελούν σε εσωτερική συνάφεια προς την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου οπότε ο Β έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του Σ για τη κλοπή του ρολογιού από τον Α.  Αμφισβητείται όμως αν υπάρχει εσωτερική συνάφεια σε περίπτωση που η αδικοπραξία έγινε «επ’  ευκαιρία» της εκτελέσεως των καθηκόντων του οργάνου οπότε ο Β δεν έχει τέτοια αξίωση.
Ίδρυμα ΑΚ 108, ΑΚ 113, ΑΚ 114
Ο Α αφιέρωσε με εν ζωή δικαιοπραξία μέρος της περιουσίας  του για την ίδρυση ιδρύματος. Ο Β, που πέθανε στις 08/01/1980, άφησε με τη διαθήκη του την περιουσία του στο ίδρυμα του Α. Ο Α, που άφησε με τη διαθήκη του  και άλλη περιουσία στο ίδρυμα, πέθανε στις 10/02/1980 και όρισε κληρονόμο του το Γ. Το εγκριτικό προεδρικό διάταγμα δημοσιεύτηκε στις 15/03/1980.
Ερωτάται: 1) Πότε απόκτησε το ίδρυμα νομική προσωπικότητα;
2) Πως θα αποκτήσει το ίδρυμα α) την περιουσία που αφιέρωσε ο Α β) την κληρονομιά του Β και γ) την κληρονομιά του Α.
1) ΑΚ 108 (ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα με τη δημοσίευση του εγκριτικού προεδρικού διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως άρα 15/03/1980 – εξαίρεση από τον κανόνα αποτελεί το νομικό πλάσμα της ΑΚ 114 όπου αν το εγκριτικό προεδρικό διάταγμα δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ιδρυτή, το ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα στις 10/02/1980 που πέθανε ο ιδρυτής)
2) ΑΚ 113 παρ. 1 (α) (ο Γ κληρονόμος του Α οφείλει να μεταβιβάσει στο ίδρυμα τα περιουσιακά στοιχεία, την υποχρέωση την έχει από την ημέρα του θανάτου του Α, αν υπήρχαν δικαιώματα μεταβιβαζόμενα απλώς δια εκχωρήσεως αυτά μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στην ημερομηνία θανάτου) (β) (ΑΚ 1924 παρ. 2 το ίδρυμα του Α αποκτά την κληρονομιά του Β ως καταπιστευματοδόχος στις 10/02/1980) (γ) (ΑΚ 114 το ίδρυμα έγινε άμεσα κληρονόμος του ιδρυτή στις 10/02/1980).







ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Αφηρημένη εκποιητική δικαιοπραξία ΑΚ 1034, ΑΚ 202
Ο Δ υποχρέωσε με τη διαθήκη του τον κληρονόμο του Κ να μεταβιβάσει στο Β ένα πολύτιμο κόσμημα. Η διαθήκη όμως ήταν άκυρη. Ο Κ, νομίζοντας πως η διαθήκη ήταν έγκυρη, μεταβίβασε το κόσμημα στο Β. Όταν μετά από καιρό ο Κ πληροφορήθηκε την ακυρότητα της διαθήκης, απευθύνθηκε στο δικηγόρο Δ και τον ρώτησε:
Α) Είναι έγκυρη η μεταβίβαση του κοσμήματος στο Β, ναι ή όχι και γιατί;
Β) Μπορεί να πάρει πίσω το κόσμημα και με ποια αγωγή;
Γ) Τι θα συνέβαινε, αν ο Κ – έχοντας αμφιβολίες για την εγκυρότητα της διαθήκης – συμφωνούσε με το Β ότι η μεταβίβαση του κοσμήματος γίνεται με την προϋπόθεση ότι η διαθήκη είναι έγκυρη;
Το πρακτικό αναφέρεται στη λειτουργία των αφηρημένων δικαιοπραξιών.  Η αφηρημένη ή αναιτιώδης εκποιητική δικαιοπραξία είναι ανεξάρτητη από το κύρος της αιτίας της. Αν η αιτία δεν υπάρχει ή είναι άκυρη ο εκποιήσας μπορεί να αναζητήσει το εκποιηθέν από το λήπτη κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.  Και στις αφηρημένες εκποιητικές δικαιοπραξίες τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι η ισχύς της εκποιήσεως εξαρτάται από την ύπαρξη ή το κύρος της αίτιας σαν διαλυτική αίρεση. Η μεταβίβαση κυριότητας κινητού πράγματος είναι αφηρημένη εκποιητική σύμβαση.
1) Άρα, επειδή η αφηρημένη εκποιητική δικαιοπραξία είναι ανεξάρτητη από το κύρος της αιτίας της, η μεταβίβαση του κοσμήματος από τον Κ στον Β δεν θίγεται από το ότι η διαθήκη ήταν άκυρη. Άρα η μεταβίβαση του κοσμήματος είναι έγκυρη.
2) Ο Κ μπορεί να αναζητήσει από τον Β το κόσμημα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ΑΚ 904 επ. Ο Κ θα πρέπει να αποδείξει την ακυρότητα της διαθήκης.
3) Με τη συμφωνία τους ότι η μεταβίβαση του κοσμήματος γίνεται με την προϋπόθεση ότι η διαθήκη είναι έγκυρη, οι Κ και Β συμφώνησαν ότι το κύρος της μεταβιβάσεως του κοσμήματος εξαρτάται από την αίρεση ότι η διαθήκη είναι έγκυρη. Η αίρεση είναι αίρεση διαλυτική της μεταβιβαστικής συμβάσεως. Επειδή η αίρεση αυτή έχει πληρωθεί, η μεταβίβαση του κοσμήματος ανατρέπεται και έτσι κυριότητα έχει ο Κ.
Αιτιώδεις Εκποιητική δικαιοπραξία ΑΚ 1033
Ο Δ υποχρέωσε με τη διαθήκη του τον κληρονόμο του Κ να μεταβιβάσει στο Β ένα ακίνητο. Η διαθήκη όμως ήταν άκυρη. Ο Κ, νομίζοντας πως η διαθήκη ήταν έγκυρη, μεταβίβασε το ακίνητο στο Β. Όταν μετά από καιρό ο Κ πληροφορήθηκε την ακυρότητα της διαθήκης, απευθύνθηκε στο δικηγόρο Δ και τον ρώτησε:
Α) Είναι έγκυρη η μεταβίβαση του ακινήτου στο Β ναι ή όχι και γιατί;
Β) Μπορεί να πάρει πίσω το ακίνητο και με ποια αγωγή;
Η μεταβίβαση του ακινήτου από τον Κ στον Β είναι εκποιητική δικαιοπραξία (ΑΚ 1033). Αιτία της συμβάσεως είναι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως που επέβαλε ο Δ στον Κ με τη διαθήκη του. Επειδή στις  αιτιώδεις δικαιοπραξίες η ισχύς τους εξαρτάται από το κύρος της αιτίας, η μεταβίβαση του ακινήτου είναι άκυρη αφού η διαθήκη είναι  άκυρη. Ο Β δεν απέκτησε την κυριότητα του πράγματος. Ο Κ μπορεί να ζητήσει από τον Β να του αποδώσει το ακίνητο με διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094).
Δικαιοπρακτική ικανότητα ανηλίκου ΑΚ 134,135,1034,1719 παρ. 1, 1723, 1748
Ο Α δώρισε στο Β, 17 ετών ένα διαμέρισμα ελεύθερων βαρών. Το σχετικό συμβόλαιο υπόγραψαν οι Α και Β. Ο Β πούλησε το διαμέρισμα στον Γ για 1500000 δραχμές. Το σχετικό συμβόλαιο υπόγραψαν οι Β και Γ. Με τα λεφτά που πήρε από την πώληση του διαμερίσματος ο Β αγόρασε από τον Δ ένα αυτοκίνητο τοις μετρητοίς, και από τον Ε ένα πλοιάριο με δόσεις, δίνοντας προκαταβολή 400000 δραχμές. Τα σχετικά συμβόλαια υπέγραψαν οι Β, Δ και Ε. Ο Β έκανε διαθήκη με την οποία άφηνε το αυτοκίνητό του στον Ζ.
Α) Είναι έγκυρη η δωρεά, ναι ή όχι και γιατί;
Β) Είναι έγκυρη η πώληση του διαμερίσματος ναι ή όχι και γιατί;
Γ) Είναι έγκυρη η αγορά του αυτοκινήτου ναι ή όχι και γιατί;
Δ) Είναι έγκυρη η αγορά του πλοιαρίου ναι ή όχι και γιατί;
Ε) Είναι έγκυρη η διαθήκη ναι ή όχι και γιατί;
Για το πρώτο ερώτημα ΑΚ 134 η δωρεά είναι έγκυρη γιατί ο Β έχει όφελος από τη δωρεά και μόνο.
Για το δεύτερο ερώτημα ΑΚ 135 το διαμέρισμα δόθηκε στον Β προς ελεύθερη χρήση συνεπώς ο Β έχει δικαιοπρακτική ικανότητα για την πώληση και είναι έγκυρη.  Αν γίνει δεκτό ότι δεν δόθηκε στον Β προς ελεύθερη χρήση τότε η πώληση είναι άκυρη.
Για το τρίτο ερώτημα ΑΚ 135 και το τίμημα ο Β μπορεί ελεύθερα να το χρησιμοποιήσει άρα η αγορά του αυτοκινήτου είναι έγκυρη.
Για το τέταρτο ερώτημα ΑΚ 134 επειδή ο Β δεν εξόφλησε το τίμημα του πλοιαρίου από τα λεφτά της πώλησης του διαμερίσματος, η αγορά δεν θα κριθεί με ΑΚ 135 αλλά με ΑΚ 134 γιατί ο Β αναλαμβάνει υποχρεώσεις άρα η αγορά του πλοιαρίου είναι άκυρη αφού ο Β δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα. Αν μεταβιβάστηκε στο Β η κυριότητα του πλοιαρίου, η μεταβίβαση είναι έγκυρη κατά το 134 ΑΚ.
Για το πέμπτο ερώτημα ΑΚ 135 ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να συντάξει διαθήκη.
Εικονικότητα ΑΚ 138, 159, 904
Ο Α αγόρασε από το Β ένα ακίνητο. Για φορολογικούς λόγους ανέγραψαν στο συμβόλαιο ως τίμημα 1000000 δραχμές, ενώ το συμφωνηθέν τίμημα (το οποίο και πράγματι κατέβαλε ο Α) ήταν 1500000 δραχμές. Η αγοραία αξία του ακινήτου ήταν 1200000 δραχμές.
Ερωτάται:
1)       Μπορεί ο Α (ή ο Β) να ζητήσει να αναγνωρισθεί άκυρη η σύμβαση, επειδή στο συμβόλαιο δεν αναγράφεται το συμφωνηθέν τίμημα;
2)       Μπορεί ο Α να ζητήσει από τον Β να επιστρέψει τις 500000 δραχμές (τη διαφορά);
3)       Αν ο Α είχε καταβάλει μόνο 1000000 δραχμές, μπορεί ο Β να του ζητήσει τις άλλες 500000 δραχμές;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στα προβλήματα που δημιουργούνται από την απόκρυψη τιμήματος αγοραπωλησίας ακινήτου, πρόκειται για εικονικότητα ως προς το τίμημα.
1)       Κατά τη γενικά κρατούσα άποψη η πώληση ακινήτου με αναγραφόμενο τίμημα μικρότερο από το συμφωνηθέν (εικονικό τίμημα) είναι έγκυρη. Συνεπώς ο Α ή ο Β δεν μπορεί να ζητήσει την ακυρότητα.
2)       Ο αγοραστής αν έχει καταβληθεί το συμφωνηθέν μεγαλύτερο τίμημα μπορεί να αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, μόνο τη διαφορά μεταξύ καταβληθέντος και αγοραίας αξίας του ακινήτου. Ο Α μπορεί να ζητήσει μόνο 300000 δραχμές από τον Β.
3)       Ο Β δεν μπορεί να ζητήσει από τον Α τις άλλες 500000 γιατί δεν υπάρχει νόμιμη οφειλή του Α για το ποσό αυτό.
Εικονικότητα ΑΚ 138 ΑΚ 1398
Ο Α, για να αποφύγει τους δανειστές του, μεταβίβασε το διαμέρισμά του στη γυναίκα του Β. Οι Α και Β συμφώνησαν, ότι η μεταβίβαση γίνεται αποκλειστικά και μόνο για να σωθεί το διαμέρισμα από τους δανειστές και ότι όταν θα περνούσε ο κίνδυνος η Β θα αναμεταβίβαζε το διαμέρισμα σε αυτόν.
Μετά  από καιρό οι Α και Β πήραν διαζύγιο. Ο Α ζήτησε από τη Β το διαμέρισμα, αλλά αυτή αρνήθηκε να του το επιστρέψει. Μάλιστα για καλό και για κακό το μεταβίβασε στον Γ αντί 1000000 δραχμών.
Ερωτάται: Έχει δικαιώματα και ποια ο Α α) κατά της Β και β) κατά του Γ;
Το πρακτικό αναφέρεται στην εικονικότητα της δικαιοπραξίας και την προστασία των τρίτων κατά της εικονικότητας. Σύμφωνα με ΑΚ 138 παρ. 1 η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη. Οι τρίτοι όμως που συναλλάχθηκαν εν αγνοία προστατεύονται ΑΚ 139. Η εικονικότητα αυτή είναι απόλυτη. Αυτό σημαίνει ότι ο Α μπορεί να διεκδικήσει το διαμέρισμα και αν η Β δεν είναι σε θέση να το αποδώσει έχει αξίωση αποζημιώσεως εναντίον της (το σχετικό αίτημα δεν εξετάζεται εδώ). Ο Γ που απόκτησε την κυριότητα του διαμερίσματος  αφού η μεταβίβαση στην Β ήταν εικονική είναι άκυρη. Για να προστατευθεί ο Γ για να γίνει κύριος πρέπει να αγνοούσε την εικονικότητα, αν δεν την αγνοούσε δεν προστατεύεται και ο Α μπορεί να διεκδικήσει από αυτόν το διαμέρισμα.
Ανεπίδεκτη εικονικότητα ΑΚ 138
Η Α, αλλοδαπή υπήκοος, για να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, παντρεύτηκε τον Έλληνα Β. Οι Α και Β συμφώνησαν με ιδιωτικό έγγραφο, ότι ο γάμος τους είναι εικονικός και ότι καμία σχέση δεν θα υπάρχει ανάμεσά τους.
Δύο χρόνια μετά την τέλεση του γάμου πέθανε ο Β. Μόλις η Α πληροφορήθηκε το θάνατο του Β ζήτησε το μερίδιό της από την κληρονομιά, αλλά τα αδέλφια του Β υποστήριξαν ότι ο γάμος ήταν εικονικός και συνεπώς άκυρος. Η διαφορά έφτασε στα δικαστήρια.
Ερωτάται: Πως θα κρίνει το δικαστήριο και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στις δικαιοπραξίες που δεν επιδέχονται εικονικότητα. Τέτοια δικαιοπραξία είναι και ο γάμος οπότε ο γάμος μεταξύ Α και Β είναι έγκυρος. Συνεπώς βάσιμα η Α ζητάει το κληρονομικό της μερίδιο.
Πλάνη & Απάτη ΑΚ 140 επ. ΑΚ 147 επ.
Η Α είχε δύο παιδιά, το Β και τη Γ, και ζούσε στο σπίτι της Γ. Η Γ, για να πάρει το διαμέρισμα που άνηκε στην Α, την έπεισε να υπογράψει συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο δήθεν θα πετύχαιναν φορολογικές απαλλαγές, στην πραγματικότητα όμως μεταβίβαζε την κυριότητα του διαμερίσματος στη Γ.
Όταν πέθανε η Α, ο Β πληροφορήθηκε τη μεταβίβαση του διαμερίσματος και ρώτησε το δικηγόρο Δ, αν μπορεί να πάρει το κληρονομικό του μερίδιο πάνω στο διαμέρισμα και πως.
Ερωτάται: Ποια θα είναι η απάντηση του Δ.
Το πρακτικό αναφέρεται στην ακυρωσία των δικαιοπραξιών λόγω πλάνης (και απάτης).
ΑΚ 140 (η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη όταν η δήλωση λόγω πλάνης δεν συμφωνεί προς τη  βούληση του δηλώντος).
ΑΚ 141 (ο πλανηθείς αν γνώριζε δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία).
Την πλάνη αυτή της Α την δημιούργησε η Γ με τις ενέργειές της. Οπότε η μεταβίβαση είναι ακυρώσιμη και ο Β ως κληρονόμος της Α μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της μεταβίβασης έχοντας διαπλαστικό δικαίωμα.  Όταν ακυρωθεί η μεταβίβαση εξομοιώνεται κατά το άρθρο 184 με εξαρχής άκυρη μεταβίβαση και έτσι το διαμέρισμα αποτελεί στοιχείο κληρονομίας της Α.
Ακύρωση εμπράγματης δικαιοπραξίας ΑΚ 184, 1036 επ.
Ο Α πούλησε στον Β ένα κόσμημα στις 10/01/1980. Στις 20/02/1980 ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β ζητώντας να ακυρωθεί η πώληση και μεταβίβαση του κοσμήματος λόγω πλάνης.  Στις 30/05/1980 ο Β πούλησε το κόσμημα στον Γ, που γνώριζε την έγερση της αγωγής. Η απόφαση που ακύρωσε την πώληση, εκδόθηκε στις 10/08/1981.
Ερωτάται: 1) Ποιος είναι ο κύριος του κοσμήματος και γιατί;
2) Μπορεί ο Α να διεκδικήσει το κόσμημα από το Γ ναι ή όχι και γιατί;
3) Ποια θα ήταν η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα αν ο Γ δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει την έγερση της αγωγής;
Το πρακτικό αναφέρεται στην ακύρωση εμπράγματης δικαιοπραξίας και στην τύχη των εμπράγματων δικαιωμάτων τρίτων που αποχτήθηκαν πάνω στο αντικείμενο της ακυρωθείσας δικαιοπραξίας.
1)       Όταν μια δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη, παράγει κανονικά τα έννομα αποτελέσματά της ώσπου να ακυρωθεί. Όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται με εξαρχής άκυρη δικαιοπραξίας ΑΚ 184, η ακύρωση δηλαδή ενεργεί αναδρομικά.  Ο Β πούλησε το κόσμημα πριν ακυρωθεί η σύμβαση μεταξύ Α και Β. Επειδή όμως η ακύρωση ενεργεί αναδρομικά ο Β έχασε την κυριότητα και έτσι τελικά κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν είχε την κυριότητα του κοσμήματος αλλά κύριος ήταν ο Α. Αυτό σημαίνει ότι ο Γ απέχτησε το κόσμημα από μη κύριο. Για να δούμε αν ο Γ έγινε κύριος πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 1036 επ.  Από το ιστορικό προκύπτει ότι ο Γ ήταν κακόπιστος άρα αποκλείεται η κτήση κυριότητας από τον Γ. Άρα κύριος είναι ο Α.
2)       Ο Α αφού είναι ο κύριος του κοσμήματος μπορεί να το διεκδικήσει κατά του Γ.
3)       Αν ο Γ δεν γνώριζε την έγερση της αγωγής και άρα ήταν καλόπιστος αποκτά την κυριότητα του κοσμήματος κατά το ΑΚ 1036 επ. Στην περίπτωση αυτή, κύριος είναι ο Γ και ο Α δεν μπορεί ως μη κύριος να διεκδικήσει το κόσμημα από τον Γ.
Προσοχή!! Σε περίπτωση που το αντικείμενο ήταν ακίνητο κανονικά ο Γ δεν θα έπρεπε να αποχτήσει την κυριότητα αφού ήταν κακόπιστος ή καλύτερα η κτήση θα έπρεπε να ανατραπεί με τη μεταγραφή της ακυρωτικής απόφασης αλλά σύμφωνα με ΑΚ 1204 το δικαίωμα της κυριότητας που απόχτησε ο Γ από τον Β προτού να μεταγραφεί η ακυρωτική απόφαση δεν θίγεται από την αναδρομική ενέργεια της ακυρώσεως της σύμβασης μεταξύ Α και Β. Οπότε κύριος του ακινήτου είναι ο Γ και ο Α δεν μπορεί να το διεκδικήσει.
Μερική ακυρότητα τυπικής δικαιοπραξίας ΑΚ 164, ΑΚ 181
Ο Α αγόρασε από το Β ένα διαμέρισμα. Η σύμβαση έγινε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και προέβλεπε, μεταξύ άλλων (α) η καταβολή του τιμήματος θα γίνεται με δόσεις (β) η καταβολή κάθε δόσεως θα αποδεικνύεται μόνο εγγράφως (γ) για τα οφειλόμενα ποσά ο Α θα καταβάλει τόκο 10%. Αργότερα, οι Α και Β συμφώνησαν τροποποίηση των όρων β και γ: Η καταβολή των δόσεων θα αποδεικνύεται και με μάρτυρες ο τόκος θα είναι 15%.  Η τροποποιητική αυτή συμφωνία έγινε με ιδιωτικό έγγραφο.
Ερωτάται: Είναι έγκυρη η τροποποιητική συμφωνία, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στις τροποποιήσεις τυπικής δικαιοπραξίας. Αν ακολουθηθεί η γραμματική ερμηνεία της διάταξης ΑΚ 164 θα πρέπει να δεχτούμε ότι οποιαδήποτε τροποποίηση ακόμα και ασήμαντη θα πρέπει να περικλείεται με τον τύπο της τροποποιούμενης τυπικής δικαιοπραξίας. Στη θεωρία και στη νομολογία των δικαστηρίων μας όμως κρατεί η γνώμη πως ο τύπος απαιτείται μόνο για τις τροποποιήσεις που αναφέρονται σε ουσιώδους όρους της δικαιοπραξίας ή για τις τροποποιήσεις που αυξάνουν τις υποχρεώσεις των μερών ενώ τήρηση του τύπου σε επουσιώδη σημεία της δικαιοπραξίας δεν απαιτείται. Η αγοραπωλησία ακινήτου είναι τυπική δικαιοπραξία που υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ΑΚ 369. Αν ακολουθηθεί η γραμματική ερμηνεία της ΑΚ 164 η τροποποιητική συμφωνία μεταξύ Α και Β είναι άκυρη γιατί έγινε με ιδιωτικό και όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν ακολουθηθεί η κρατούσα γνώμη θα πρέπει να ερευνηθεί αν οι τροποποιήσεις είναι ουσιώδεις ή επουσιώδεις. Ο β όρος από το ιστορικό είναι καταρχήν επουσιώδης. Ο γ όρος όμως που αναφέρεται στο επιτόκιο είναι ουσιώδης οπότε χρειάζεται συμβολαιογραφικός τύπος. Οπότε, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη η τροποποίηση του β όρου είναι έγκυρη αλλά η τροποποίηση του γ όρου είναι άκυρη. Η σύμβαση αυτή πάσχει μερική ακυρότητα, έτσι προκύπτει πρόβλημα εφαρμογής ΑΚ 181.
Προσύμφωνο ΑΚ 166
Ο Α έκανε διαπραγματεύσεις με τον εργολάβο Β για την αγορά διαμερίσματος σε ανεγειρόμενη πολυκατοικία. Συμφώνησαν ως προς το διαμέρισμα και το τίμημα και περιέλαβαν τη συμφωνία τους σε προσύμφωνο για το οποίο συντάχθηκε ιδιωτικό έγγραφο. Όταν ετοιμάστηκε το διαμέρισμα, ο Β το μεταβίβασε στον Α με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφησε. Μετά από λίγο όμως ο Β άσκησε αγωγή κατά του Α ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η μεταβίβαση, επειδή έγινε σε εκτέλεση ιδιωτικού συμφωνητικού.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται  στην επίδραση του άκυρου προσύμφωνου στο κύρος της οριστικής συμβάσεως. Σύμφωνα με το ΑΚ 166 το προσύμφωνο πρέπει να περιβληθεί τον τύπο της οριστικής συμβάσεως αλλιώς είναι άκυρο. Γενικά όμως γίνεται δεκτό πως αν η οριστική σύμβαση περιβληθεί τον απαιτούμενο τύπο (και είναι έγκυρη) η ακυρότητα του προσυμφώνου δεν επιδρά στο κύρος της. Αυτό ισχύει και αν ακόμα ο δεσμευόμενος από το προσύμφωνο νόμιζε προς το άκυρο προσύμφωνο είναι δεσμευτικό για αυτόν, η πλάνη του θεωρείται μόνο πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως.
Ανήθικη δικαιοπραξία ΑΚ 178 ΑΚ 208 παρ. 1
Ο Α και η γυναίκα του Β συμφώνησαν να πάρουν διαζύγιο. Κατά τη συμφωνία, αν η Β συνεργούσε ώστε το διαζύγιο να βγει κοινή υπαιτιότητα, ο Α θα επέστρεφε στη Β συναλλαγματικές αποδοχής της ποσού 3000000 δραχμών. Για μεγαλύτερη εξασφάλιση της Β, ο Α παρέδωσε τις συναλλαγματικές στον Γ, πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης. Όταν βγήκε η απόφαση διαζυγίου κατά τη συμφωνία, ο Α ειδοποίησε τον Γ να μην παραδώσει τις συναλλαγματικές στη Β και έκανε αγωγή κατά του Γ ζητώντας τις συναλλαγματικές, με τον ισχυρισμό ότι οι σχετικές συμφωνίες ήταν άκυρες.
Ερωτάται: Ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στο θέμα των ανήθικων δικαιοπραξιών και των ανήθικων αιρέσεων. Η ανήθικη δικαιοπραξία είναι άκυρη και η ανήθικη αίρεση καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία. Ανήθικη είναι η δικαιοπραξία που αντίκειται στα χρηστά ήθη ΑΚ 178. Η υποχρέωση του Α να επιστρέψει τις συναλλαγματικές στη Β τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ότι η Β θα συνεργήσει να βγει το διαζύγιο με κοινή υπαιτιότητα. Μια τέτοια συμφωνία όμως προσβάλλει την οικογενειακή τάξη και έρχεται αντίθετη με τα χρηστά ήθη – είναι ανήθικη. Συνεπώς ο Α δεν δεσμεύεται από τη συμφωνία και δεν οφείλει να επιστρέψει τις συναλλαγματικές στη Β. Η παράδοση των συναλλαγματικών στον Γ αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και εξυπηρετεί την εκτέλεση της κύριας – άκυρης δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα της κύριας δικαιοπραξίας παρασύρει και την παρεπόμενη σύμβαση. Συνεπώς ο Γ οφείλει να επιστρέψει τις συναλλαγματικές στον Α.
Αισχροκερδής δικαιοπραξία ΑΚ 179
Ο Α έμενε από πολλά χρόνια στην Αμερική και είχε πολύ λίγη επικοινωνία με την Ελλάδα. Τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων είχε αναθέσει στο συνταξιούχο Β, στον οποίο είχε δώσει και πληρεξούσιο να εκποιεί τα περιουσιακά στοιχεία αυτά. Η οικοδομική εταιρεία Γ που αναζητούσε οικόπεδο για την ανέγερση πολυκατοικίας, απευθύνθηκε στο Β και συμφώνησε με αυτόν την αγορά οικοπέδου του Α με τίμημα 500000 δραχμές. Ο Β ενημέρωσε σχετικά τον Α, ο οποίος συμφώνησε και έτσι υπογράφηκε το πωλητήριο συμβόλαιο. Όταν μετά από καιρό ο Α επισκέφτηκε την Ελλάδα, έμαθε ότι η αγοραία αξία του οικοπέδου κατά το χρόνο της πωλήσεώς του ήταν τουλάχιστο 1000000 δραχμές και ότι ο Β που ζούσε σχεδόν απομονωμένος αγνοούσε την κατάσταση αυτή. Ο Α απευθύνθηκε στο δικηγόρο Δ και ρώτησε, αν μπορεί να προσβάλει την πώληση του οικοπέδου του.
Ερωτάται: Ποια θα είναι η απάντηση του Δ;
Το πρακτικό αναφέρεται στις αισχροκερδείς δικαιοπραξίες ΑΚ 179. Άμεσα από το πρακτικό δεν προκύπτει, συνάγεται όμως ότι η εταιρεία Γ εκμεταλλεύτηκε την απειρία του Β. Έτσι το ιστορικό καλύπτεται από το πραγματικό της ΑΚ 179. Η πώληση είναι αισχροκερδής και για αυτό άκυρη.
Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις ΑΚ 197 ΑΚ 198
Ο Α διαπραγματευόταν με τον Β, εργολάβο οικοδομών, την αγορά διαμερίσματος 100 τμ. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε πλήρη συμφωνία ως προς τους όρους της πωλήσεως και ειδικότερα ως προς το τίμημα που συμφωνήθηκε 20000 δρχ το τμ. Τελικά όμως ο Β δεν κράτησε το λόγο του και πούλησε το διαμέρισμα στο Γ. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Α ξόδεψε για μετακινήσεις του 10000 δρχ και για τον έλεγχο των τίτλων από δικηγόρο 15000 δρχ. Επίσης, ο Α πιστεύοντας ότι θα αγοράσει το διαμέρισμα από τον Β, δεν αγόρασε διαμέρισμα 100 τμ που του πρόσφερε ο Δ με τίμημα πάλι 20000 δρχ το τμ. Στο μεταξύ, η αξία του διαμερίσματος του Β αυξήθηκε κατά 2000 δρχ το τμ και η αξία του διαμερίσματος του Δ κατά 3000 δρχ το τμ.
Ερωτάται: Έχει αξιώσεις, για ποια ποσά και γιατί ο Α κατά του Β;
Το πρακτικό αναφέρεται στην ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν υπάρχει μεταξύ των μερών συμβατικός δεσμός, δημιουργείται όμως μια σχέση εμπιστοσύνης, η οποία κυρίως εκδηλώνεται στην αμοιβαία υποχρέωση των μερών να τηρήσουν καλή πίστη. Η υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεων, που απορρέουν από την σχέση εμπιστοσύνης, μπορεί να προκαλέσει ζημιά σε ένα από τα διαπραγματευόμενα μέρη, οπότε ο προκαλέσας τη ζημία ευθύνεται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος. Η αποζημίωση καλύπτει το λεγόμενο «αρνητικό διαφέρον» ή «διαφέρον εμπιστοσύνης» δηλαδή τη ζημιά που θα αποφευγόταν αν ο ζημιωθείς δεν είχε πιστέψει ότι θα καταρτιζόταν έγκυρη σύμβαση. Το αρνητικό διαφέρον, περιλαμβάνει πλήρη αποκατάσταση της ζημιάς. Έτσι δεν αποκλείεται το αρνητικό διαφέρον να καλύπτει ζημία μεγαλύτερη από τη ζημία από τη μη εκτέλεση της συμβάσεως. Στο πρακτικό αυτό έχουμε περίπτωση προσυμβατικής ευθύνης του Β. Η ζημιά που υπέστη ήταν 10000 δρχ έξοδα μετακίνησης, 15000 δρχ έξοδα δικηγόρου, 300000 δρχ ( 100 τμ χ 3000 δρχ) αύξηση της τιμής του διαμερίσματος του Δ που δεν αγόρασε ο Α. Τις ζημιές αυτές θα τις απέφευγε ο Α αν δεν πίστευε ότι θα καταρτιζόταν η σύμβαση με τον Β.






ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Αναβλητική αίρεση ΑΚ 201 επ.
Ο Α ήταν αρραβωνιασμένος με τη Β. Ο πατέρας της Β, ο Γ, έδωσε με προικοσύμφωνο στον Α 500000 δραχμές, ως προίκα. Για καθαρά προσωπικούς λόγους η Β διέλυσε τους αρραβώνες και ο γάμος δεν  έγινε.
Μετά από αυτά, ο Γ ζήτησε από τον Α τις 500000 δραχμές, αλλά ο Α αρνήθηκε να τις επιστρέψει λέγοντας ότι για τη μη τέλεση του γάμου φταίει η Β. Ο Γ άσκησε αγωγή κατά του Α ζητώντας τα χρήματα. Στο δικαστήριο ο Α επανέλαβε τους παραπάνω ισχυρισμούς του.
Ερωτάται: Ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στις συνέπειες της ματαιώσεως της αναβλητικής αιρέσεως και σε ζητήματα σχετικά με την πλασματική πλήρωση αιρέσεως. Συνέπεια της ματαιώσεως της αναβλητικής αιρέσεως (που δεν ρυθμίζεται ειδικά στον ΑΚ) είναι η ματαίωση της παραγωγής των αποτελεσμάτων της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας γενικότερα. Ο λαβών υπό αναβλητική αίρεση οφείλει να αποδώσει τα ληφθέντα ΑΚ 904.
Αλλά η ΑΚ 207 μιλώντας για πλασματική αίρεση δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που κατά την έννομη τάξη δεν χωρεί εξαναγκασμός όπως η τέλεση γάμου. Κατά το ιστορικό οι 500000 δρχ. δόθηκαν στον Α ως προίκα, πριν από το γάμο του με τη Β. Η δικαιοπραξία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση του γάμου, αφού δεν έγινε, η αίρεση ματαιώθηκε και τα χρήματα πρέπει να επιστραφούν. Ο ισχυρισμός του Α ότι φταίει η Β ώστε η ματαίωση του γάμου να θεωρηθεί πλασματική πλήρωση της αιρέσεως ΑΚ 207 δεν ευσταθεί.
Διαλυτική αίρεση ΑΚ 202
Ο Α πούλησε με συμβολαιογραφικό έγγραφο στο Β ένα ακίνητο αντί 1000000 δραχμών. Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο Β κατέβαλε στον Α 400000 δραχμές και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε με δόσεις. Στο συμβόλαιο προστέθηκε ο όρος ότι αν δεν εξοφληθούν οι δόσεις μέχρι 31/12/1980  η κυριότητα του ακινήτου επιστρέφει στον Α. Παρά τις οχλήσεις του Α, ο Β δεν εξόφλησε το τίμημα.
Σε ποιον ανήκει η κυριότητα του ακινήτου και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στη διαλυτική αίρεση  και τις συνέπειες της πληρώσεώς της.  Κατά το ιστορικό στη μεταβιβαστική σύμβαση μεταξύ Α και Β προστέθηκε ο όρος του αναγοράστου δηλαδή διαλυτική αίρεση. Επειδή ο Β δεν εξόφλησε το τίμημα, πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση και έτσι σύμφωνα με το ΑΚ 202 παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας, της μεταβιβαστικής σύμβασης και επανέρχεται αυτοδικαίως δηλαδή χωρίς καμία ενέργεια του Α στην πρότερα κατάσταση δηλαδή στην κυριότητα του Α.
Διάθεση όσο εκκρεμεί η αίρεση ΑΚ 206
Ο Α πούλησε με δόσεις και παρέδωσε στον Β ένα ζωγραφικό πίνακα και συμφώνησαν ότι ο Α θα παρακρατούσε την κυριότητα του πίνακα μέχρι ο Β να εξοφλήσει το τίμημα. Μετά από λίγο καιρό και ενώ έμενε να εξοφληθεί η τελευταία δόση, ο Β άφησε στο κατάστημα του Α τον πίνακα για συντήρηση. Ο Γ, υπάλληλος του Α νομίζοντας ότι ο πίνακας ήταν για πούλημα, τον πούλησε τοις μετρητοίς και τον παρέδωσε στο Δ. Ο Β με τραπεζική επιταγή ξόφλησε και την τελευταία δόση του τιμήματος και όταν πληροφορήθηκε ότι ο πίνακας είχε πουληθεί στο Δ, απευθύνθηκε στο δικηγόρο του και ρώτησε:
1) Μπορεί να διεκδικήσει τον πίνακα από το Δ, ναι ή όχι και γιατί;
2) Έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα (1) ότι ο Δ δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να ξέρει ότι ο Β είχε αγοράσει τον πίνακα με δόσεις;
Το πρακτικό αναφέρεται αναφέρεται στη σχέση ΑΚ 206 και ΑΚ 1036. Η μεταβίβαση από τον Α στον Β τελεί υπό την αναβλητική αίρεση. Μετά την πώληση στον Γ, ο Γ έγινε κύριος του πίνακα. Αλλά επειδή υπάρχει η διάταξη ΑΚ 206 (ισχύει και για ακίνητα) κατά την οποία μόλις πληρωθεί η αίρεση θεωρείται αυτοδίκαια πάσα διάθεση του αντικειμένου τότε ο Β γίνεται κύριος του πίνακα με την καταβολή και της τελευταίας δόσης του τιμήματος.
Αμφισβητείται όμως αν η ΑΚ 206 υπερισχύει την ΑΚ 1036. Κατά μια γνώμη ναι. Και η διάθεση κινητού που έγινε από καλόπιστο τρίτο καθίσταται αυτοδίκαιως άκυρη  σύμφωνα με ΑΚ 206. Η ΑΚ 1036 καλύπτει τις περιπτώσεις  που ο εκποιών κινητό δεν έχει την κυριότητα,  όχι τις περιπτώσεις που έχει την κυριότητα αλλά όχι την εξουσία διαθέσεως.  Ο Α δεν έχει την εξουσία διάθεσης  και για αυτό ο Δ δεν μπορεί να επικαλεσθεί  την ΑΚ 1036.  Αν όμως ο Δ ήταν καλόπιστος διατηρεί την κυριότητα και μετά την πλήρωση της αιρέσεως διότι προστατεύεται κατά την ΑΚ 1036. Συνεπώς ο Β δεν μπορεί να διεκδικήσει  τον πίνακα από τον Δ.

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ
Άμεση αντιπροσώπευση ΑΚ 211
Ο Α εργαζόταν ως ναυτικός πράκτορας. Μεταξύ των πλοίων που πρακτόρευε ήταν και το πλοίο «Γεώργιος Θ», που ανήκει στην εταιρεία Β. Ο Α, ως πράκτορας της εταιρείας Β, συνήψε σύμβαση μεταφοράς με το Γ, ο οποίος σύμφωνα με τη σύμβαση φόρτωσε στο πλοίο δύο μηχανήματα παραδοτέα στη Ρόδο και πλήρωσε στον Α το ναύλο ύψους 50000 δραχμών. Τα μηχανήματα όμως δεν έφτασαν ποτέ στη Ρόδο γιατί χάθηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Ο Γ άσκησε αγωγή κατά του Α ζητώντας τις 50000 δραχμές του ναύλου και την αξία των μηχανημάτων.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στη διαπίστωση της σχέσης άμεσης αντιπροσώπευσης και στην ευθύνη του άμεσου αντιπροσώπου για τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως από τον αντιπροσωπεύομενο.  Στην άμεση αντιπροσώπευση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη δικαιοπραξία, που καταρτίζεται δια μέσου του αντιπροσώπου, επέρχονται άμεσα στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου.  Δικαιοπρακτών δηλαδή είναι ο αντιπροσωπεύομενος όχι ο άμεσος αντιπρόσωπος.  Έτσι μόνο ο αντιπροσωπευόμενος έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.
Κατά το ιστορικό ο Α κατάρτισε τη σύμβαση με το Γ ως ναυτικός πράκτορας της Β. Από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι ο Α είναι άμεσος αντιπρόσωπος της Β. Στη σύμβαση φορτώσεως συμβαλλόμενοι ήταν οι Β και Γ ενώ ο Α δεν μετέχει στη σύμβαση. Τις αξιώσεις του λοιπόν ο Γ για τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως έχει κατά του Β όχι κατά του Α. Συνεπώς η αγωγή δεν ευσταθεί.
Κατάχρηση εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ΑΚ 211, 214, 216, 219, 281
Ο Α, κάτοικος Αθηνών, είχε δώσει στο Β συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με το οποίο του έδινε την εξουσία να εκποιήσει κτήμα του στην περιοχή Π. Πράγματι ο Β πούλησε στο Γ το κτήμα του Α αντί 30000 δραχμών. Στο συμβόλαιο της πωλήσεως αναφερόταν ότι το κτήμα έχει έκταση 10 στρεμμάτων, από τα οποία μόνο τα 3 είναι καλλιεργήσιμα. Στην πραγματικότητα όμως το κτήμα είχε έκταση 40 στρεμμάτων και ήταν όλο καλλιεργήσιμο. Την κατάσταση αυτή γνώριζαν τόσο ο Β όσο και ο Γ, όχι όμως ο Α.
Μετά από καιρό, όταν ο Α έμαθε την πραγματική κατάσταση του κτήματός του, άσκησε αγωγή κατά του Γ, με την οποία ζητούσε: α) Να ακυρωθεί η πώληση λόγω πλάνης του Α ως προς την κατάσταση του πωληθέντος κτήματος β) Να θεωρηθεί άκυρη η πώληση, γιατί ο Β έκανε κατάχρηση της εξουσίας αντιπροσώπευσης.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στο θέμα της επιδράσεως των ελαττωμάτων της βουλήσεως του αντιπροσωπευομένου  στη δικαιοπραξία του αντιπρόσωπου και στο θέμα της καταχρήσεως της εξουσίας  αντιπροσωπεύσεως.  Για το πρώτο θέμα βλ. ΑΚ 214.  Η κατάχρηση εξουσίας αντιπροσωπεύσεως πρέπει να διακρίνεται από την αντιπροσώπευση εκτός των ορίων της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, πολλές φορές τα διακριτικά όρια συγχέονται. Κατάχρηση εξουσίας αντιπροσωπεύσεως έχουμε όταν η αντιπροσώπευση κινείται μέσα στα όρια της εξουσίας αυτής αλλά γίνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου. Σε περίπτωση καταχρήσεως της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται καταρχήν από τις δικαιοπραξίες του αντιπροσώπου. Αν όμως ο τρίτος με τον οποίο συναλλάχθηκε ο αντιπρόσωπος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση τότε εφαρμόζεται η ΑΚ 229. Η αγωγή ακυρώσεως δεν ευσταθεί αφού ο αντιπρόσωπος δεν επλανάτο ΑΚ 214. Η αγωγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας ευσταθεί γιατί συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 229.
Αυτοσύμβαση ΑΚ 235
Ο Α, πατέρας του ανήλικου Β, αποφάσισε να δωρίσει στο παιδί του ένα ακίνητο ελεύθερο βαρών. Το δωρητήριο συμβόλαιο υπόγραψε ο Α για λογαριασμό του και ως νόμιμος αντιπρόσωπος του ανήλικου παιδιού του. Μετά τη μεταγραφή του δωρητηρίου συμβολαίου, ο Γ, δανειστής του Α, άσκησε αγωγή ζητώντας να θεωρηθεί άκυρη η δουλειά, γιατί αποτελούσε αυτοσύμβαση απαγορευμένη.
Ερωτάται: Ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται σε θέμα επιτρεπόμενης αυτοσύμβασης. Η αυτοσύμβαση απαγορεύεται καταρχήν. Σκοπός της απαγορεύσεως αυτής είναι η προστασία των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου κατά του κινδύνου, ο αυτοσυμβαλλόμενος αντιπρόσωπος να μεροληπτήσει για τα δικά του συμφέρονται. Επιτρέπεται αν δεν δημιουργεί κίνδυνο στον αντιπροσωπευόμενο στην περίπτωση του ιστορικού μόνο έννομο όφελος πορίζεται από την αυτοσύμβαση. Η ΑΚ 235 εφαρμόζεται και στη νόμιμη αντιπροσώπευση. Συνεπώς η αυτοσύμβαση είναι έγκυρη. Το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή του Γ.

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ
Συναίνεση ΑΚ 236 επ
Ο Α μεταβίβασε νομότυπα στον Β ένα ακίνητο, το οποίο άνηκε κατά κυριότητα στο Γ. Όταν ο Β πληροφορήθηκε ότι το ακίνητο που αγόρασε δεν άνηκε στον πωλητή Α, απευθύνθηκε στο Γ και τον παρακάλεσε να εγκρίνει τη μεταβίβαση. Πράγματι ο Γ συμφώνησε και έδωσε στο Β επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι εγκρίνει τη μεταβίβαση του ακινήτου του και ότι θεωρεί κύριο του ακινήτου το Β. Μετά από λίγο καιρό όμως ο Γ μετάνιωσε και άσκησε αγωγή κατά του Β ζητώντας να αναγνωριστεί αυτός κύριος του ακινήτου.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή του Γ, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην έγκριση τυπικής εκποιητικής δικαιοπραξίας από τον πραγματικό δικαιούχο του διατεθέντος αντικειμένου.  Γενικά γίνεται δεκτό πως η συγκατάθεση σε ενοχική ΑΚ 369 ή εμπράγματη σύμβαση ΑΚ 1033 για εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ακίνητο πρέπει να δοθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο αλλιώς είναι άκυρη.  Ο πραγματικός κύριος του ακινήτου Γ έδωσε την έγκριση όχι με συμβολαιογραφικό αλλά με ιδιωτικό έγγραφο οπότε η έγκριση είναι άκυρη, δεν έχει ισχυροποιητικό αποτέλεσμα και το ακίνητο εξακολουθεί να ανήκει στον Γ. Η αγωγή του Γ ευσταθεί.  Η μεταβίβαση του ακινήτου από τον Α στον Β καθίσταται οριστικά άκυρη από τη στιγμή που ο Γ άσκησε την αγωγή και έτσι έγινε βέβαιο ότι δεν εγκρίνει τη διάθεση.
Διάθεση από μη δικαιούχο ΑΚ 239 ΑΚ 236
Ο Α πούλησε στο Β ένα κόσμημα και ένα διαμέρισμα (τα οποία ανήκαν στο Γ) λέγοντας στο Β ότι σύντομα ο Γ θα του στείλει επιστολή με την οποία εγκρίνει τις μεταβιβάσεις αυτές. Πράγματι, ο Γ έστειλε τη επιστολή αυτή στο Β. Μετά το θάνατο του Γ, ο κληρονόμος  του Κ άσκησε αγωγή διεκδικώντας το κόσμημα και το διαμέρισμα με τον ισχυρισμό ότι ο Β, παρά την εγκριτική επιστολή του Γ, δεν έγινε κύριος του κοσμήματος και του διαμερίσματος.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή του Κ, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην ισχυροποίηση διαθέσεως από μη δικαιούχο με έγκριση του πραγματικού δικαιούχου.  Η έγκριση της μεταβιβάσεως ακινήτου πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Κατά το ιστορικό ο πραγματικό κύριος του κοσμήματος και διαμερίσματος Γ ενέκρινε τη μεταβίβαση με επιστολή δηλαδή με ιδιωτικό έγγραφο. Συνεπώς η μεταβίβαση του κοσμήματος είναι έγκυρη αλλά η μεταβίβαση του ακινήτου άκυρη.  Δικαίωμα να εγκρίνει τη μεταβίβαση του διαμερίσματος έχει ο κληρονόμος Κ αλλά αφού αρνείται, η μετέωρης ισχύος μεταβίβαση του διαμερίσματος από τον Α στο Β γίνεται οριστικά άκυρη. Η αγωγή του Κ ευσταθεί ως προς το διαμέρισμα όχι όμως ως προς το κόσμημα.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Εικοσαετής παραγραφή ΑΚ 249, πενταετής παραγραφή ΑΚ 251
Μεταξύ Α και Β καταρτίστηκε σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης. Σύμφωνα με τη σύμβαση: (α) Ο Α παρέδωσε στο Β στις 10/11/1961 40 χρυσές λίρες προς φύλαξη (β) ο Β είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις λίρες (γ) οι λίρες έπρεπε να αποδοθούν στον Α στις 31/12/1961.
Ο Β δεν επέστρεψε τις λίρες στον Α και ο Α άσκησε εναντίον του αγωγή στις 18/12/1981. Στο δικαστήριο ο Β ισχυρίσθηκε ότι η αξίωση του Α παραγράφηκε.
Ερωτάται: Ευσταθεί η ένσταση του Β, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην έναρξη και συμπλήρωση της παραγραφής.  Ο Α δυνατότητα να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της αξίωσης του αυτής είχε από 31/12/1961. Συνεπώς αφετηρία της παραγραφής της αξιώσεως του Α κατά του Β είναι η 31/12/1961. Σύμφωνα με ΑΚ 241 παρ. 1, η παραγραφή αρχίζει την 1/1/1962. Αφού η αγωγή ασκήθηκε στις 18/12/1981 είναι πρόδηλο ότι δεν είχε συμπληρωθεί ως την ημερομηνία εκείνη η παραγραφή της αξιώσεως του Α (εικοσαετής, κατά το άρθρο 249 ΑΚ) και έτσι η ένσταση του Β δεν ευσταθεί.
Αναστολή της παραγραφής ΑΚ 255 εδ α, ΑΚ 258
Ο Α είχε αξίωση κατά του Β, η οποία υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Η παραγραφή της αξιώσεως αυτής άρχισε στις 10/01/1962. Από τις 10/01/1965 όπως πιστοποιείται ιατρικά, ο Α πάσχει από σοβαρή πνευματική ασθένεια και έχει εγκλεισθεί σε ψυχιατρείο. Από τις 10/01/1979 ο Α έχει τεθεί σε δικαστική απαγόρευση και έχει επίτροπο τον Ε. Στις 10/01/1980 ο Ε, επίτροπος του Α άσκησε αγωγή κατά του Β ζητώντας την ικανοποίηση της αξιώσεως του Α. Κατά της αγωγής αυτής ο Β αντέταξε την ένσταση της παραγραφής της αξιώσεως.
Ερωτάται: Ευσταθεί η ένσταση του Β, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αναφέρεται στο θέμα της αναστολής της παραγραφής. Ο δικαιούχος της αξιώσεως Α έπασχε από 10/1/1965 από σοβαρή πνευματική ασθένεια η οποία όπως προκύπτει από το ιστορικό διαρκούσε και κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής της αξιώσεως του ολόκληρο. Συνεπώς σύμφωνα με ΑΚ 255 εδ α χώρησε αναστολή της παραγραφής για ένα εξάμηνο. Η αναστολή δεν θα διακοπτόταν αν ο Α δεν κηρυσσόταν σε κατάσταση δικαστικής απαγορεύσεως και αποκτούσε επίτροπο. Με τον διορισμό του επιτρόπου έληξε η αναστολή και το όλο θέμα ρυθμίζεται από ΑΚ 258. Ο επίτροπος άσκησε αγωγή ένα χρόνο μετά τον διορισμό του που η παραγραφή της αξιώσεως του Α έχει συμπληρωθεί. Έτσι θα γίνει δεκτή η ένσταση του Β.






ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Κατάχρηση δικαιώματος ΑΚ 281 ΑΚ 174
Με ειδικό νόμο απαγορεύεται οι αλλοδαποί να αποκτούν ακίνητα σε παραμεθόριες περιοχές. Οι αλλοδαποί Α, Β και Γ, όταν έμαθαν την απαγόρευση αυτή, ίδρυσαν νομότυπα ελληνική εταιρία περιορισμένης ευθύνης, την Δ, που είχε σκοπό την κτήση και αξιοποίηση ακινήτου σε τουριστική παραμεθόρια περιοχή. Η Δ αγόρασε τρία ακίνητα στην παραμεθόρια αυτή περιοχή από τον Ε, έχτισε πάνω σε αυτά βίλες και τις νοίκιασε στους Α, Β και Γ, μόνους εταίρους της Δ. Ο Ε, επικαλούμενος την απαγόρευση κτήσεως ακινήτου σε παραμεθόριες περιοχές από αλλοδαπούς, άσκησε αγωγή κατά της Δ, διεκδικώντας τα τρία ακίνητα.
Ερωτάται: Ευσταθεί η αγωγή, ναι ή όχι και γιατί;
Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην κατάχρηση δικαιώματος που απορρέει από κανόνα δημοσίας τάξεως. Στο δίκαιό μας απαγορεύεται η κατάχρηση θεσμού ΑΚ 281. Η κατά κατάχρηση θεσμού επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι άκυρη.
Αν οι αλλοδαποί αγόραζαν οι ίδιοι τα ακίνητα η σχετική δικαιοπραξία θα ήταν άκυρη ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη νόμου (ΑΚ 174).  Για να πετύχουν το σκοπό τους ίδρυσαν ΕΠΕ που ως ελληνικό νομικό πρόσωπο δεν υπάγεται στην απαγόρευση και συνεπώς έγκυρα μπορεί να αποκτήσει ακίνητα σε παραμεθόρια περιοχή.  Η Δ είναι κυρία των ακινήτων ενώ ουσιαστικά χρησιμοποιούν και ουσιαστικά έχουν την κυριότητα οι Α, Β και Γ.
Όλη αυτή η συμπεριφορά των Α, Β και Γ αποτελεί κατάχρηση του θεσμού της ΕΠΕ. Η εταιρία Δ είναι έγκυρη. Η σύμβαση όμως με την οποία η Δ απόχτησε τα τρία ακίνητα στην παραμεθόρια περιοχή είναι άκυρη διότι έγινε κατά κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Τη σύμβαση δεν θα τη δούμε σαν σύμβαση με συμβαλλόμενη τη Δ αλλά με συμβαλλόμενους τους Α, Β και Γ. Συνεπώς η Δ δεν απόχτησε την κυριότητα των ακινήτων και ο Ε εξακολουθεί να είναι κύριος. Οπότε ευσταθεί η αγωγή του Ε κατά της Δ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου