Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Α ΜΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΠΑΝΤΕΛΗ Α.




ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η εξουσία ως κοινωνικό φαινόμενο
Η εξουσία είναι η επιβολή της θελήσεως επί των άλλων.  Η εξουσία είναι φαινόμενο κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, ακόμη και της πλέον πρωτόγονης. Η εξουσία ανάγει ένα σύνολο ανθρώπων σε κοινωνία. Η ελευθερία είναι δυνατή μόνο μέσα στην κοινωνία, ενώ έξω από αυτή ισχύει η βαρβαρότητα, ο νόμος της ζούγκλας. Κάθε άνθρωπος ανήκει συγχρόνως σε περισσότερες κοινωνικές ομάδες και υπόκειται στην εξουσία καθεμίας από αυτές. Κάθε τέτοια εξουσία είναι μερική και όλες αυτές οι εξουσίες είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους πχ θρησκευτική, επαγγελματική εξουσία κλπ. Σε κάθε κοινωνική ομάδα ολίγοι άρχουν και οι περισσότεροι υπακούουν.
Η πολιτική εξουσία
Από τις επί μέρους εξουσίες μία ξεχωρίζει ριζικά, διότι επικρατεί πάνω σε όλες τις άλλες και μπορεί να επεμβαίνει σε κάθε πεδίο του κοινωνικού βίου. Αυτή η ανώτατη εξουσία λέγεται πολιτική εξουσία. Η εκάστοτε πολιτική εξουσία, επικρατεί επειδή είναι η αποτελεσματικότερη δηλαδή ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και οι άνθρωποι το αποδέχονται ευκολότερα και υπακούουν περισσότερο. Αν το σχέδιο ξεπερασθεί και δεν τροποποιηθεί, το σύστημα καταρρέει. Πολιτική εξουσία γίνεται μια άλλη ολιγαρχία. Έως, την Αναγέννηση η πολιτική εξουσία ανήκει σε συγκεκριμένους άνδρες, με εξαίρεση την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Πράγματι, κατά τον Μεσαίωνα η πολιτική εξουσία είναι συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του φεουδάρχη. Οι υποτακτικοί του προσφέρουν πίστη, υπηρεσίες και υλικές παροχές και εκείνος παρέχει προστασία. Επειδή οι πολεμικές συγκρούσεις απαιτούν ο αρχηγός να είναι ένας, η εξουσία του ανήκει ολόκληρη και εκείνος την ασκεί ως προσωπική.
Η θεσμοποίηση της εξουσίας
Περί το 1500, μια μακρά περίοδο ειρήνης αλλάζει τα αντικειμενικά δεδομένα. Η πολεμική αριστοκρατία χάνει την αξία της. Οι αστοί παίρνουν στα χέρια τους την οικονομία και υποστηρίζουν τους σημαντικούς ηγεμόνες, τους βασιλείς, εις βάρος του πλήθους των φεουδαρχών. Οι βασιλείς ευνοούν τις εμπορικές δραστηριότητες των αστών, και οι αστοί προτιμούν να συντηρούν μόνο έναν ηγεμόνα και όχι πολυάριθμους ηγεμονίσκους.  Οι βασιλείς εξουδετερώνουν πολιτικά τους φεουδάρχες και γεννώνται τα σύγχρονα κράτη. Πρόκειται για μηχανισμούς καταναγκασμού, που αφενός διατηρούν στρατό και έτσι εξασφαλίζουν την ειρήνη και αφετέρου λύνουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη της ολιγαρχίας. Το κράτος αποκτά την εξουσία να εκδίδει κανόνες δικαίου, ενώ αυτούς μέχρι τότε τους παρήγαγε το έθιμο. Για να επιβάλει το κράτος τους νέους αυτούς κανόνες δικαίου αναπτύσσει ένα σύστημα δικαστηρίων και εξαλείφει κάθε άλλη ένοπλη δύναμη στο έδαφος που ελέγχει. Αποκτά το μονοπώλιο του καταναγκασμού. Η επιβολή όμως είναι ουσιαστικότερη όταν γίνεται αποδεκτή χωρίς καταναγκασμό. Αυτό συμβαίνει όταν η εξουσία δεν ανήκει σε πρόσωπα αλλά σε ιδεατή οντότητα. Αυτή είναι το κράτος.  Άρα κράτος υπάρχει όταν φορέας της πολιτικής εξουσίας δεν είναι πρόσωπο αλλά αφηρημένη έννοια. Τη μεταβίβαση της εξουσίας από συγκεκριμένους ανθρώπους στο κράτος την ονομάζουμε θεσμοποίηση της εξουσίας. Το κράτος δεν το έχει δει κανείς ποτέ. Οι πραγματικοί φορείς της πολιτικής εξουσίας εμφανίζονται ως απλοί υπηρέτες του κράτους. Έρχονται και παρέρχονται ενώ το κράτος προορίζεται να διαρκέσει.  Ενώ αρχικώς το κράτος ήταν απλός καταναγκαστικός μηχανισμός για να επιβάλλει τη βούληση της ολιγαρχίας που δεσπόζει, σιγά – σιγά οικειοποιείται την πολιτική εξουσία. Αυτό συμβαίνει όταν το κράτος αποκτά την εξουσία να παράγει κανόνες δικαίου.  Καμία κοινωνική ομάδα, που εξ ορισμού πλέον είναι άοπλη, δεν μπορεί να αντισταθεί στην κρατική εξουσία, διότι μόνον αυτή στηρίζεται σε ένοπλη δύναμη. Πάντως, το κράτος καταρχήν δεν καταργεί τα άλλα κέντρα κοινωνικής εξουσίας, διότι δεν έχει σχετικό συμφέρον. Τον όρο κράτος τον χρησιμοποιεί πρώτος ο Μακιαβέλλι στον Ηγεμόνα (1915). Στα αρχαία ελληνικά κράτος σημαίνει τη δύναμη αλλά και τη θεσμοποιημένη εξουσία. Στην ελληνική μυθολογία το κράτος αποτελεί μαζί με τη βία ζεύγος θεοτήτων. Συνώνυμες με το κράτος είναι οι λέξεις επικράτεια πχ Συμβούλιο της Επικρατείας που σημαίνει και την εδαφική έκταση του κράτους και πολιτεία πχ Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που σημαίνει και το δημοκρατικό ή το αβασίλευτο πολίτευμα. Πριν από την Αναγέννηση τα χαρακτηριστικά του κράτους τα συγκεντρώνουν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις – οι πόλεις κράτη – και η Ρώμη. Η εξουσία του κράτους δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική και η κύρωση για παράβαση των κανόνων δικαίου που παράγει το κράτος είναι ποινική και όχι οικονομική. Έτσι η κρατική εξουσία είναι εξουσία πάνω σε ελεύθερους ανθρώπους.  Σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σε κράτη. Τα παλαιά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και τα νέα του τρίτου κόσμου δεν διαφέρουν κατά την ουσία τους. Η ολοκλήρωση του κράτους γίνεται πρωτίστως με αντικατάσταση του στρατού των ιπποτών από μισθοφορικό και αργότερα από διαρκή, αλλά και με οργάνωση γραφειοκρατίας, όπου οι υπάλληλοι έχουν κάποια νομική κατάρτιση. Συγχρόνως τη φυσική οικονομία της ανταλλαγής εκτοπίζει η εγχρήματη, την  οποία ρυθμίζει το κράτος. Έτσι η φορολόγηση γίνεται ευκολότερη καθώς και η πίστη. Το κράτος παρέχει δικαιοσύνη υψηλής ποιότητας, κατασκευάζει οδικό δίκτυο, ευνοεί τη γεωργία, αναπτύσσει την παιδεία, εξασφαλίζει πρόνοια κλπ. Και από τη δημιουργία κρατών νομικώς ισοδύναμα μεταξύ τους εμφανίζονται οι πρώτοι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, δηλαδή το διεθνές δίκαιο. Τα ικανά στοιχεία λοιπόν του κράτους είναι πάνω σε ένα σύνολο ανθρώπων εγκατεστημένων σε ορισμένη χώρα, μία οργάνωση που υλοποιεί μία αφηρημένη έννοια ασκεί εξουσία την οποία έχει επειδή έτσι συνέβη.

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο ορισμός
Κράτος είναι το νομικό πρόσωπο με αυτοδύναμη εξουσία, στο οποίο έχει οργανωθεί λαός μόνιμα εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα.  Για να υπάρχει κράτος πρέπει να συρρέουν και τα τέσσερα στοιχεία του ορισμού. Από αυτά μόνο η οργάνωση σε νομικό πρόσωπο είναι νομικό. Τα άλλα τρία είναι πραγματικά. Όταν ένα στοιχείο λείψει, εξαφανίζεται το κράτος. Το στοιχείο που χάνει κατά κανόνα ένα κράτος είναι η αυτοδύναμη εξουσία. Κάθε κράτος έχει ορισμένο σκοπό που είναι συνέπεια της νομικής του προσωπικότητας.  Κατά τη θεωρία του φυσικού δικαίου και ιδίως κατά τον Λοκ, σκοπός του κράτους είναι η προστασία της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των πολιτών. Κατά τους μαρξιστές σκοπός του κράτους είναι η εκμετάλλευση των ασθενέστερων τάξεων από εκείνη που έχει επιβληθεί κλπ.  Οι θεωρίες αυτές δείχνουν ότι το κράτος υπάρχει για τα άτομα και όχι τα άτομα για το κράτος, επίσης είναι υπερβολικά αφηρημένες. Για αυτό είναι ορθότερο να μιλάμε για καθήκοντα του κράτους δηλαδή για στοιχεία της κρατικής πολιτικής. Αυτά τα καθορίζουν τα αρμόδια όργανα του κράτους με κριτήριο πολιτικό.  Στον σκοπό του κράτους είτε ιδεολογικά φορτισμένο είτε όχι, ανάγεται η έννοια του δημόσιου συμφέροντος, που αποτελεί τον ένα πόλο του εσωτερικού δημοσίου δικαίου. Ο άλλος είναι τα ατομικά δικαιώματα. Ούτε η διεθνής αναγνώριση είναι στοιχείο του κράτους, διότι προϋποθέτει τον σχηματισμό του. Αν ένα κράτος χάσει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά του στοιχεία, η διεθνής κοινωνία μπορεί να συνεχίσει να αναγνωρίζει αυτό το κράτος κατά πλάσμα δικαίου.





Ο ΛΑΟΣ
Το ανθρώπινο στοιχείο
Ο λαός έχει δύο έννοιες, ευρεία και στενή. Υπό την ευρεία, ο λαός είναι το σύνολο των ατόμων που εκάστοτε έχουν την ιθαγένεια του κράτους δηλαδή των πολιτών. Ο λαός υπό στενή έννοια ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα. Προφανώς στη μελέτη του κράτους ενδιαφέρει μόνο ο λαός υπό ευρεία έννοια. Εκτός από την ιθαγένεια, δεν χρειάζεται άλλη προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στον λαό υπό ευρεία έννοια. Το φύλο, η φυλή, η ηλικία, το θρήσκευμα, η γλώσσα, η εθνότητα κλπ είναι στοιχεία αδιάφορα.
Η μόνιμη εγκατάσταση
Ο πληθυσμός για να γίνει λαός πρέπει να είναι εγκατεστημένος κατά τρόπο μόνιμο. Έτσι συνδέεται ο λαός με τη χώρα.
Η ιθαγένεια
Είναι ο νομικός δεσμός ανάμεσα στο άτομο και το κράτος, με τον οποίο το άτομο γίνεται μέλος του λαού. Η ιθαγένεια είναι έννοια αποκλειστικώς και μόνο νομική, δηλαδή τη ρυθμίζουν κανόνες δικαίου. Κάθε κράτος ορίζει κυριαρχικώς πως αποκτά και χάνει κάποιος την ιθαγένειά του.  Ιθαγένεια διακρίνεται σε αρχική και επίκτητη. Η αρχική ιθαγένεια καταλαμβάνει το άτομο από τη γέννησή του, ενώ την επίκτητη την αποκτά το άτομο μεταγενέστερα.  Συνήθως, τα συντάγματα των διαφόρων κρατών δεν ρυθμίζουν την ιθαγένεια. Αναθέτουν την σχετική αρμοδιότητα στον κοινό νομοθέτη, ώστε η ιθαγένεια να γίνεται ευκολότερα αντικείμενο της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι ορισμένα θέματα ιθαγένειας ρυθμίζουν ενίοτε διεθνείς συμβάσεις.  Η ιθαγένεια ισοδυναμεί με σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πρόκειται για δικαιώματα και υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου και όχι ιδιωτικού διότι το κράτος είναι φορέας δημόσιας εξουσίας και έχει θέληση ανώτερη από τη θέληση των ατόμων, που υπόκεινται στην εξουσία του. Θεωρητικώς, τίποτα δεν εμποδίζει το κράτος να αναγνωρίζει δικαιώματα και να επιβάλλει υποχρεώσεις σε αλλοδαπούς. Ιθαγένεια χωρίς δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν είναι νοητή. Όσο δημοκρατικότερο είναι το κράτος τόσα περισσότερα δικαιώματα αναγνωρίζει στους πολίτες του. Ένα απολύτως τυραννικό κράτος θα μπορούσε να μην αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στους πολίτες του. Η ιθαγένεια συνεπάγεται για τον πολίτη τα εξής δικαιώματα: (α) το δικαίωμα διαμονής στη χώρα του κράτους, δεν μπορεί το κράτος να απελάσει πολίτη του ούτε να τον εκδώσει (παραδώσει) σε άλλο κράτος ούτε να εμποδίσει την είσοδο και έξοδό του στην επικράτεια (β) το δικαίωμα να τον προστατεύει το κράτος του από τη δράση των άλλων κρατών, η προστασία αυτή είναι κυρίως δημοκρατική (γ) όλα τα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο μέτρο που το κράτος αναγνωρίζει τέτοια δικαιώματα. Κατά την παραδοσιακή διδασκαλία ο πολίτης έχει προς το κράτος τρεις υποχρεώσεις: (α) Η υποταγή. Οποιοσδήποτε καταλαμβάνεται από κανόνα δικαίου οφείλει να συμμορφώνεται (β) Η πίστη. Σημαίνει αποχή από πράξεις βλαβερές για το κράτος και έχει αρνητικό περιεχόμενο και (γ) Οι υλικές εισφορές είναι κατά κανόνα φορολογικές. Η μόνη υποχρέωση που είναι συνέπεια αποκλειστικά της ιθαγένειας είναι η στρατολογική. Αλλά αυτή μπορεί να θεωρηθεί και δικαίωμα.
Λαός και έθνος
Ιστορικά το έθνος εμφανίζεται με τη γαλλική επανάσταση δηλαδή αργότερα από το σύγχρονο κράτος. Πρόκειται για πληθυσμό που απέκτησε αυτοσυνειδησία. Τον σχηματισμό έθνους ακολουθεί η επιδίωξη κρατικής ισότητας, ανεξαρτησίας και δημοκρατικού Συντάγματος. Το έθνος είναι σύνολο ανθρώπων με κοινή εθνική συνείδηση. Δηλαδή οι άνθρωποι που αποτελούν έθνος αισθάνονται ενωμένοι μεταξύ τους με δεσμούς κυρίως πνευματικούς, αλλά και υλικούς, και θεωρούν ότι είναι διαφορετικοί από τους ανθρώπους οι οποίοι αποτελούν τα άλλα έθνη. Στοιχεία για να δημιουργηθεί έθνος είναι κυρίως η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία και η μακροχρόνια διαβίωση στην ίδια χώρα. Ο σχηματισμός έθνους είναι κατά κανόνα συνυφασμένος με την ανάπτυξη της πολιτικής ελευθερίας και της ισότητας. Πράγματι, οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως ελεύθεροι, αν δεν μπορούν να αποτελέσουν σύνολο με άλλους ανθρώπους με τους οποίους θέλουν να συμβιώνουν πολιτικά. Αυτό το σύνολο αποτελεί κλειστή ομάδα δηλαδή αντίπαλη προς τα άλλα έθνη. Το νόμισμα έχει δύο όψεις διότι το συναίσθημα της κλειστής ομάδας οδηγεί σε φριχτά εγκλήματα σε βάρος αλλοεθνών πχ το παράδειγμα των ωμοτήτων κατά τη διάλυση της Γκιουγκοσκλαβίας. Οι έννοιες του λαού και  του έθνους είναι διάλληλες. Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη δεν είναι νοητή δυσμενής μεταχείριση των εθνικών και άλλων μειονοτήτων.

Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Το γεωγραφικό στοιχείο
Επικράτεια (ή χώρα) είναι η γεωγραφική έκταση μέσα στα όρια της οποίας το κράτος ασκεί την εξουσία του. Την ασκεί πάνω σε όλα τα πρόσωπα που τυχόν βρίσκονται εκεί. Με άλλα λόγια, επικράτεια είναι ο τόπος που ισχύει η έννομη τάξη ενός κράτους. Το κράτος ασκεί στην επικράτειά του την εξουσία του, η οποία νοείται μόνο πάνω σε πρόσωπα και όχι πάνω σε πράγματα. Συνεπώς, πρώτον, όταν η εξουσία ενός κράτους επεκτείνεται αυτοβούλως στην επικράτεια άλλου, δεν προσβάλλει δικαίωμα του κράτους, αλλά αυτό το ίδιο το κράτος. Δεύτερον, οι συνοριακές μεταβολές δεν αποτελούν μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος από το ένα κράτος στο άλλο. Όταν μία γεωγραφική έκταση αλλάζει επικράτεια, σε αυτή την έκταση το ένα κράτος παύει να ασκεί την εξουσία του και το άλλο επεκτείνει τη δική του. Τέλος, εν γένει, αλλά μόνο πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα, κινητά ή ακίνητα. Πχ η κατάληψη της βραχονησίδας Ίμια από τουρκική στρατιωτική δύναμη το 1996 προσέβαλε το ίδιο το ελληνικό κράτος και όχι εμπράγματο δικαίωμα, η παραχώρηση της Αλάσκας από τη Ρωσία στις ΗΠΑ το 1867 έναντι χρηματικού ανταλλάγματος δεν αποτελεί πώληση και μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος, όταν ένας φορολογούμενος αντί να καταβάλλει φόρο μεταβιβάζει στο δημόσιο ένα οικόπεδο, δεν μεγαλώνει η Ελληνική Επικράτεια αλλά η ακίνητη περιουσία του δημοσίου. Η επέκταση των ορίων μέσα στα οποία ασκείται η κρατική εξουσία ονομάζεται προσάρτηση και η συρρίκνωσή τους παραχώρηση. Στην επικράτειά της η κρατική εξουσία καταλαμβάνει όχι μόνο τους πολίτες αλλά όλα τα πρόσωπα που τυχόν βρεθούν εκεί δηλαδή όποιος βρίσκεται στην επικράτεια. Αντιστρόφως, όταν μια γεωγραφική έκταση αποτελεί επικράτεια του κράτους αποκλείει την άσκηση της εξουσίας από άλλα κράτη. Πρόκειται για μια θετική και αρνητική συνέπεια της επικράτειας από το κράτος.
Ο καθορισμός της επικράτειας
Ιστορικώς, τα σύγχρονα κράτη αρχίζουν να αναπτύσσονται από συγκεκριμένες εστίες. Όσο μια κρατική εξουσία δεν συγκρούεται με άλλη, μπορεί να επεκτείνει την επικράτειά της μονομερώς. Αν όμως συγκρούεται τα ζητήματα τα ρυθμίζει το διεθνές δίκαιο δηλαδή με έθιμο ή διεθνής σύμβαση. Η επικράτεια έχει τρεις διαστάσεις, δεν περιορίζεται στην επιφάνεια της γης, αλλά περιλαμβάνει το υπέδαφος και τον υπερκείμενο χώρο υπό τους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου. Ακόμη περιλαμβάνει τις υδάτινες επιφάνειες που βρίσκονται μέσα στα όριά της καθώς και την αιγιαλίτιδα ζώνη. Το κτίριο των πρεσβειών του κράτους στο εξωτερικό δεν αποτελούν στοιχείο της επικράτειάς του αν και είναι απαραβίαστα. Για τα πολεμικά  και τα εμπορικά πλοία και αεροσκάφη ισχύουν εξειδικευμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι ένα τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει την ξηρά και αποτελεί στοιχείο της επικράτειας. Και εδώ κριτήριο ήταν άλλοτε η αποτελεσματική άσκηση της κρατικής εξουσίας.  Στην επικράτεια άνηκε το τμήμα της θάλασσας το οποίο ελέγχουν τα όπλα από την ξηρά. Έτσι επικράτησε η αιγιαλίτιδα να έχει πλάτος τρία ναυτικά μίλια από την ακτή. Βέβαια τα νεότερα όπλα έχουν απεριόριστη ακτίνα δράσης και πολλά κράτη σήμερα έχουν επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη τους πέρα από τρία μίλια. Η διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας το 1982 προβλέπει έως δώδεκα μίλια. Στην Ελλάδα είναι έξι ναυτικά μίλια. Στον εναέριο χώρο είναι δέκα ναυτικά μίλια και έτσι από τα έξι έως τα δέκα ναυτικά μίλια δεν υπάρχει αιγιαλίτιδα ζώνη αλλά εναέριος χώρος.
Η κρατική εξουσία
Κρατική (ή πολιτική) εξουσία είναι η αυτοδύναμη ικανότητα του κράτους να επιτάσσει ελεύθερους ανθρώπους και να τους εξαναγκάζει να τηρούν τις επιταγές τους. Τέτοια εξουσία έχει μόνο το κράτος και κανένας άλλος. Η εξουσία του κράτους έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα με άλλα λόγια η βούληση του κράτους επιβάλλεται στους ανθρώπους. Τούτο γίνεται με κανόνες δικαίου. Η κρατική εξουσία είναι μία και αδιαίρετη και ανήκει σε ένα και μόνο πρόσωπο, το κράτος. Η άσκησή της όμως είναι διαιρετή. Δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από πολλά πρόσωπα τα οποία εκφράζουν την κρατική βούληση σε ορισμένο αντικείμενο το καθένα.

Η ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας
Από τη δημιουργία του κράτους προκύπτουν τρία απαραίτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξουσίας του. (α) Η κρατική εξουσίας είναι η ανώτατη  θέληση στην κοινωνία. Όλες οι άλλες εξουσίες είναι κατώτερες και υποχωρούν,  αν συγκρουσθούν με την κρατική. Αν άλλη εξουσία γίνει ανώτερη από την κρατική, τότε εκείνη γίνεται κρατική και η έως τώρα κρατική χάνει τον χαρακτήρα της κρατικής. Με άλλα λόγια, έχει γίνει επανάσταση. Πχ όταν η εξουσία των επαναστατημένων Ελλήνων γίνεται ανώτερη από της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1821 αποκτά τον χαρακτήρα της κρατικής.  (β) Η κρατική εξουσία είναι αυτοδύναμη διότι δεν απέκτησε την ιδιότητά της με παραχώρηση από άλλη εξουσία. Απέκτησε τη δύναμή της μόνη της.  Αντίθετα όλες οι άλλες εξουσίες μέσα στο κράτος είναι ή έχουν γίνει παράγωγες διότι τις δημιούργησε ή αναγνώρισε η κρατική εξουσία. Η κρατική εξουσία είναι αυτοδύναμη επειδή είναι η ανώτατη. Δεν νοείται μια εξουσία να παράγει μια άλλη ανώτερή της. Την κρατική εξουσία την περιορίζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Πχ με το λεγόμενο σχέδιο  Καποδίστριας ν. 2539/1997 η κρατική εξουσία συγχώνευσε πολλούς δήμους και κοινότητες που έχουν εξουσία δοτή αν και δημόσια.  Η κρατική εξουσία είναι έτσι οργανωμένη ώστε να διαρκεί. Με αυτόν τον τρόπο διαφοροποιείται από την απλή βία που μόνη της δεν είναι αρκετή να δημιουργήσει κράτος πχ ένα πειρατικό κράτος καταλαμβάνει ένα νησί, οι κάτοικοι υφίσταται την βία των πειρατών,  αν η εξουσία αποκτήσει οργάνωση προς διάρκεια τότε σχηματίζεται κράτος εφόσον συντρέξουν και άλλοι απαραίτητοι όροι. (γ) Η οργάνωση της εξουσίας δίνει στο κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στην επικράτεια, τον καταναγκασμό τον ασκεί μόνο το ίδιο το κράτος ή κάποιος άλλος με την άδεια του κράτος. Αν δεν ήταν έτσι, το κράτος θα έπαυε να είναι κράτος. Πχ όταν ιδιώτες φυλακίζουν ένα άνθρωπο παρανομούν, όταν όμως το κάνει η αστυνομία ύστερα από δικαστική απόφαση τότε πραγματώνεται η έννομη τάξη. Την παράνομη βία την κάνει νόμιμη μόνο η ρυθμιστική δύναμη των πραγματικών γεγονότων.  Για αυτό η νομιμότητα της καταγωγής δεν είναι γνώρισμα της κρατικής εξουσίας.  Η ρυθμιστική δύναμη σημαίνει ότι έτσι παράγεται κανόνας δικαίου και συγκεκριμένα ο θεμελιώδης κανόνας σε κάθε έννομη τάξη. Τον θεμελιώδη κανόνα δεν τον παράγει κανένα όργανο του κράτους, αλλά επιβάλλεται μόνος του σαν φυσικό γεγονός. Αυτό εκφράζει το αξίωμα ότι επανάσταση επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιο.
Περιορισμοί της κρατικής εξουσίας
Η κρατική εξουσία περιορίζεται τριττώς δηλαδή νομικώς, φυσικώς και κοινωνικώς. Η κρατική εξουσία περιορίζεται μόνη της με τους νομικούς κανόνες που παράγει η ίδια. Αν δεν υπήρχε αυτός ο αυτοπεριορισμός, δεν θα διέφερε από την απλή βία. Την κρατική εξουσία περιορίζει η φύση του αντικειμένου της, που είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Η κρατική εξουσία μπορεί να ρυθμίζει την συμπεριφορά τους μέχρι ενός σημείου. Τέλος, την κρατική εξουσία περιορίζουν οι άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Όταν η κρατική εξουσία τις αγνοεί, υπάρχει κίνδυνος να αντιδράσουν και να την ανατρέψουν. Πχ το άρθρο 110 Σ θέτει τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς για τν αναθεώρησή του. Η κρατική εξουσία υπόκεινται στους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου. Το κράτος που περιορίζεται νομικά από άλλο χάνει την ιδιότητα του κράτους, διότι η εξουσία του δεν είναι η ανώτατη. Εντούτοις η ιστορική πραγματικότητα παρουσιάζει κράτη που υπόκεινται σε νομικούς κανόνες άλλου κράτους όπως τα κράτη μέλη του ομοσπονδιακού κράτους όπου η επιστήμη διακρίνει τα κράτη σε κυρίαρχα και μη.
Η κυριαρχία
Κυριαρχία λέγεται η πλήρης και τέλεια κρατική εξουσία.  Το κράτος έχει πάντοτε το δικαίωμα να επιτάσσει ελεύθερους ανθρώπους και να τους εξαναγκάζει να τηρούν  τις επιταγές του. Όμως το κυρίαρχο κράτος περιορίζεται μόνο με τη θέλησή του. Το μη κυρίαρχο υπόκεινται και σε περιορισμούς που πηγάζουν από τη θέληση άλλου κράτους. Με άλλη διατύπωση κυριαρχία είναι η αρμοδιότητα να καθορίζει κανείς τη δική του αρμοδιότητα. Η κυριαρχία είναι έννοια απόλυτη και με περιεχόμενο αρνητικό. Από τη Γαλλική Επανάσταση διακρίνουμε εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία. Η εξωτερική αφορά το κράτος ως ενιαίο σύνολο, ενώ η εσωτερική την οργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Μέσα στο κράτος την κυριαρχία δεν μπορεί να την έχει παρά μόνον ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων, που λέγεται κυρίαρχο όργανο. Τον κανόνα δικαίου που δίνει την ιδιότητα του κυρίαρχου οργάνου δεν τον παράγει άλλος κανόνας δικαίου αλλά παράγεται σαν φυσικό γεγονός. Όποιος έχει την κυριαρχία μέσα στο κράτος δεν μπορεί να την ασκεί μόνος του. Για αυτό διακρίνουμε τον φορέα της κυριαρχίας από την άσκησή της. Πχ στην Ελλάδα κυρίαρχο όργανο είναι ο λαός. Η κρατική εξουσία εκδηλώνεται πρωτίστως θεσπίζοντας ουσιαστικό Σύνταγμα. Στις ημέρες μας την κυριαρχία την περιορίζουν και κανόνες δικαίου τους οποίους παράγουν και επιβάλλουν ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί μονομερώς. Οι διεθνείς οργανισμοί αποκτούν αυτή την ικανότητα με δύο τρόπους. Αφενός από το ίδιο το κράτος που παραχωρεί εκούσια την άσκηση συγκεκριμένων εξουσιών του και αφετέρου την ικανότητα τους τη δίνουν ορισμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι σχηματίζουν πλέον μορφώματα υπερκρατικών έννομων τάξεων και αφορούν ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της διεθνής ειρήνης.

Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Η χρησιμότητα της έννοιας
Η δράση ορισμένων προσώπων θεωρείται όχι δική τους, αλλά του κράτους το οποίο αυτοί εκφράζουν. Έτσι, το κράτος χαρακτηρίζεται νομικό πρόσωπο, δηλαδή υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επειδή το κράτος έχει νομική προσωπικότητα, δεν συγχέεται με τους ανθρώπους που εκφράζουν τη βούλησή του, ούτε η βούλησή του ταυτίζεται με την ατομική βούλησή τους. Το κράτος έχει αυτοτελή ικανότητα να αποκτά δικαιώματα και να αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Η νομική προσωπικότητα δεν είναι νομική φαντασίωση αλλά νομική οντότητα την οποία γεννά η ψυχολογική ενότητα του λαού. Το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ότι το κράτος είναι νομικό πρόσωπο.

ΑΛΛΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Η καθαρή θεωρία του δικαίου του Κέλσεν
Κατά τον Κέλσεν 1881-1973 αρχηγό της σχολής της Βιέννης, το κράτος ταυτίζεται με το σύνολο των κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα λαό δηλαδή με μια έννομη τάξη.
Η θετικιστική θεωρία του Ντυγκί
Κατά τον Ντυγκί 1859-1928, ιδρυτή της σχολής του Μπορντώ, το κράτος γεννάται όταν, σε μια κοινωνική ομάδα, οι ισχυρότεροι επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ασθενέστερους. Με αυτό τον τρόπο διαφοροποιείται σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους.

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ενιαία κράτη και ενώσεις κρατών
Ενιαίο είναι το κράτος που δεν σχηματίζει ένωση με άλλο.  Η συμμετοχή σε ένωση κρατών συνεπιφέρει για κάθε μέλος της κάποιον περιορισμό της κυριαρχίας του, διότι τώρα ορισμένες αρμοδιότητες των κρατών ασκούνται από κοινού.  Μέλος της διεθνούς κοινωνίας είναι πλέον μόνο το νέο κυρίαρχο κράτος, το ομοσπονδιακό, που είναι σύνθετο, διότι το απαρτίζουν κράτη, τα ομόσπονδα.
Η οργάνωση του ενιαίου κράτους
Στα ενιαία κράτη υπάρχει μόνο μία έννομη τάξη. Είναι όμως αδύνατο όλα τα όργανα του κράτους να ασκούν την αρμοδιότητά τους σε όλη την επικράτεια, εκτός αν το κράτος είναι εξαιρετικά μικροσκοπικό.  Έτσι τα όργανα του κράτους διακρίνονται σε κεντρικά που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια και σε περιφερειακά, που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα μόνο σε συγκεκριμένο τμήμα της επικράτειας. Αν το κράτος έχει μόνο κεντρικά όργανα, εφαρμόζει το συγκεντρωτικό σύστημα για την οργάνωσή του. Αν έχει και περιφερειακά, εφαρμόζει το αποκεντρωτικό . Σχεδόν όλα τα κράτη εφαρμόζουν το αποκεντρωτικό. Αλλά η αποκέντρωση δεν έχει αρκετή ευλυγισία και αποτελεσματικότητα. Για αυτό τα κράτη ιδρύουν δημόσια νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν την ικανοποίηση των κρατικών σκοπών. Αυτή η οργανωτική μέθοδος του κράτους ονομάζεται αυτοδιοίκηση. Το κράτος και τα δημόσια νομικά πρόσωπα μαζί αποτελούν το κράτος σε ευρεία έννοια. Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε τοπική και καθ΄ ύλην. Στην τοπική αυτοδιοίκηση τα νομικά πρόσωπα είναι αρμόδια για τις τοπικές υποθέσεις σε ορισμένη περιφέρεια της επικράτειας. Στην καθ΄ ύλην αυτοδιοίκηση τα νομικά πρόσωπα είναι αρμόδια για την επιδίωξη κάποιου ειδικού σκοπού. Η αυτοδιοίκηση δεν συνεπιφέρει κατ΄ ανάγκην αυτοκυβέρνηση δηλαδή ανάδειξη των ανώτερων οργάνων των νομικών προσώπων με εκλογή από όσους αφορά η δραστηριότητά τους.  Πχ στην Ελλάδα ο υπουργός εσωτερικών, δημόσιας διοίκησης και αποκέντρωσης είναι κεντρικό όργανο του κράτους, ενώ ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας Κρήτης περιφερειακό. Οι δήμοι και οι κοινότητες είναι Ν.Π στην τοπική αυτοδιοίκηση, το ΙΚΑ και οι δικηγορικοί σύλλογοι στην καθ΄ ύλην.
Ειδικώς οι περιφέρειες
Από τη δεκαετία του 1970 έχουν σημαντική ανάπτυξη στην Ευρώπη οι Περιφέρειες που είναι νομικά πρόσωπα του ανώτατου βαθμού στην τοπική αυτοδιοίκηση και έχουν εκτεταμένες αρμοδιότητες. Έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα διότι αντιστοιχούν σε σχετικώς μεγάλη γεωγραφική έκταση την οποία συνέχουν ψυχικοί δεσμοί (ιστορικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί ή ακόμη και φυλετικοί). Οι Περιφέρειες έχουν πάντα μια συνέλευση που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία. Οικονομικώς εξαρτώνται από το κράτος αλλά η διοικητική εποπτεία του είναι περιορισμένη. Οι Περιφέρειες αποτελούν ασφαλιστικές δικλίδες του κράτους που θέλει να παραμείνει ενιαίο. Στην Ελλάδα οι Περιφέρειες είναι ενιαίες αποκεντρωμένες μονάδες διοίκησης του κράτους δηλαδή δεν έχουν νομική προσωπικότητα και δεν ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά στην αποκέντρωση. Για αυτό δεν είναι γνήσιες Περιφέρειες.
Οι ενώσεις κρατών
Ένωση κρατών σχηματίζουν τα κράτη όταν αποκτούν μεταξύ τους διαρκείς νομικούς δεσμούς με πολιτική φύση. Έτσι, δεν υπάρχει ένωση κρατών, όταν οι δεσμοί δεν είναι διαρκείς ή δεν είναι νομικοί ή δεν έχουν πολιτική φύση. Πχ οι δεσμοί της Ελλάδας και Κύπρου δεν είναι νομικοί αλλά ψυχικοί ενώ των κρατών της ΕΕ έως τη συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν έχουν πολιτική φύση αλλά οικονομική.  Οι ενώσεις κρατών διακρίνονται σε απλές (ή ατελείς) που δεν σχηματίζουν νέο κράτος, και σε ομοσπονδιακά κράτη που φυσικά αποτελούν νέο κράτος. Σήμερα απλές ενώσεις κρατών δεν υπάρχουν. Ομοσπονδιακά κράτη είναι οι ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδάς, Ελβετία κλπ
Απλές ενώσεις κρατών
Τα κυριότερα είδη τους είναι τρία, η προσωπική, η πραγματική ένωση και η ομοσπονδία κρατών. Προσωπική ένωση σχηματίζουν τα κράτη όταν κατά τύχη ο ίδιος άνθρωπος είναι αρχηγός του καθενός από αυτά. Πραγματική ένωση σχηματίζουν τα κράτη όταν σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, έχουν κοινό τουλάχιστον τον αρχηγό του κράτους. Ενδέχεται να έχουν κοινά και ορισμένα άλλα όργανα συνήθως αρμόδια για τις εξωτερικές σχέσεις, την άμυνα και τα δημόσια οικονομικά. Κατά τα άλλα, παραμένουν χωριστά, το καθένα έχει τα δικά του νομοθετικά όργανα. Ομοσπονδία κρατών είναι ένωση κρατών την οποία ιδρύει διεθνής συνθήκη και η οποία έχει διακριτικά όργανα για την επιδίωξη κοινών σκοπών. Η ομοσπονδία κρατών δεν δημιουργεί υπερκείμενο κράτος. Μεταξύ των κρατών επικρατεί ισότητα και οι σχέσεις τους παραμένουν διπλωματικές. Από νομική άποψη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποχωρήσουν από την ομοσπονδία. Όργανο της ομοσπονδίας είναι κυρίως μια συνέλευση εκπροσώπων των κρατών, η οποία λαμβάνει αποφάσεις με παμψηφία και συχνά με την επιφύλαξη ότι θα τις εγκρίνουν οι κυβερνήσεις των κρατών. Η ομοσπονδία δεν δημιουργεί βούληση ανώτερη από τη βούληση των κρατών. Οι αποφάσεις των ομοσπονδιακών κρατών δεν ισχύουν από μόνες τους στα κράτη μέλη αλλά τα αρμόδια όργανα κάθε κράτους πρέπει να τις μετατρέψουν σε εσωτερικό δίκαιο. Πχ η Ελβετική Συνομοσπονδία γίνεται το 1848, ομοσπονδιακό κράτος αλλά δεν αλλάζει την επωνυμία της.

ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το ομοσπονδιακό πνεύμα.
 Όποιες ανθρώπινες ομάδες συνιστούν ομοσπονδία διατηρούν την οντότητά τους, αλλά συμφωνούν να αποτελέσουν από κοινού ένα ευρύτερο σύνολο και να του εκχωρήσουν μέρος της εξουσίας τους. Η εκχώρηση εξουσίας είναι το τίμημα για τη διατήρηση της ταυτότητας κάθε οντότητας, που μετέχει στην ομοσπονδία με την ελεύθερη θέλησή της. Η διατήρηση του κρατικού χαρακτήρα των πολιτειών προσφέρει κάθετο χωρισμό των εξουσιών και έτσι περιορίζει την παντοδυναμία της πλειοψηφίας. Απώτερος σκοπός είναι η πανανθρώπινη αλληλεγγύη και η παγκόσμια ομοσπονδιακή οργάνωση. Στο ομοσπονδιακό κράτος υπάρχει κίνδυνος ισχυρότερο κράτος μέλος να επιβληθεί στα άλλα διαμέσου του ομοσπονδιακού συστήματος, που χρησιμεύει τώρα για σκοπό εντελώς αντίθετο, δηλαδή όχι για συνεργασία ισότιμων κρατών, αλλά για συγκεκαλυμμένη επιβολή συστήματος συγκεντρωτικού, αν όχι ολοκληρωτικού.
Τι είναι ομοσπονδιακό κράτος
Ομοσπονδιακό είναι το κράτος που σχηματίζει η ένωση κρατών. Το ομοσπονδιακό κράτος είναι κυρίαρχο, ενώ τα ομόσπονδα κράτη, που το απαρτίζουν, δεν είναι.
Πως σχηματίζεται
Τα κράτη που προτιμούν την ομοσπονδιακή και όχι την ενιαία οργάνωση επιδιώκουν να συνδυάσουν τα πλεονεκτήματα του μεγαλύτερου μεγέθους, που έχει το ομοσπονδιακό κράτος, και του μικρότερου, που έχουν τα ομόσπονδα.  Στη σημερινή εποχή, πρωταγωνιστικό ρόλο μπορούν να έχουν μόνο κράτη με αξιόλογο μέγεθος πχ ΗΠΑ και Ελβετία. Για όλα τα ομόσπονδα κράτη η συμμετοχή συνεπάγεται περισσότερα οφέλη από απώλειες. Η ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους προϋποθέτει σεβασμό στους θεσμούς. Το ομοσπονδιακό σύστημα είναι κάθετος χωρισμός των εξουσιών. Η διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας οφείλεται κυρίως στο ότι την αποτελούσαν μόνο δύο ομόσπονδα κράτη. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσει και η Κύπρος, αν γίνει ομοσπονδιακή. Το ομοσπονδιακό κράτος ιδρύεται με Σύνταγμα, δηλαδή με τον ανώτατο κανόνα εσωτερικού δικαίου και όχι με διεθνή συνθήκη. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα το επεξεργάζεται μία συνέλευση. Είναι πάντοτε αυστηρό και ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ ομοσπονδιακού και ομόσπονδων κρατών. Το Σύνταγμα εξασφαλίζει τις αρμοδιότητες που το ομοσπονδιακό κράτος δεν μπορεί να τους αφαιρέσει, και τη συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στα όργανα του ομοσπονδιακού, ώστε να μη μπορεί να μεταβάλλει μόνο του τη νομική τους κατάσταση.
Η ομοσπονδιακή οργάνωση
Αυτή έχει πάντοτε τρία χαρακτηριστικά, την επαλληλία των έννομων τάξεων, την αυτονομία των ομόσπονδων κρατών και τη συμμετοχή τους στα ομοσπονδιακά όργανα. Το ομοσπονδιακό κράτος εμπεριέχει περισσότερα κράτη και περισσότερες έννομες τάξεις, που σχηματίζουν δύο επάλληλα επίπεδα. Στο κατώτερο βρίσκονται τα ομόσπονδα κράτη με τις αντίστοιχες έννομες τάξεις, τη μία δίπλα στην άλλη. Στο ανώτερο βρίσκεται το ομοσπονδιακό κράτος, το υπερκράτος, με την ομοσπονδιακή έννομη τάξη. Οι κανόνες του ομοσπονδιακού κράτους έχουν άμεση εφαρμογή στα ομόσπονδα κράτη, δηλαδή δεν χρειάζονται αποδοχή από τα όργανά τους. Κράτη είναι και το ομοσπονδιακό και τα ομόσπονδα, με τη μόνη διαφορά ότι τα ομόσπονδα δεν είναι κυρίαρχα. Κάθε ομόσπονδο κράτος ασκεί την εξουσία του πάνω σε λαό και σε επικράτεια που συγχρόνως είναι και στοιχεία του ομοσπονδιακού. Τόσο το ομοσπονδιακό κράτος όσο και τα ομόσπονδα έχουν πλήρη κρατική οργάνωση με όργανα και των τριών εξουσιών. Κάθε ομόσπονδο κράτος έχει δικό του Σύνταγμα και δική του νομοθεσία, δηλαδή δικές του αρμοδιότητες, τις οποίες του τις αναγνωρίζει το ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Έτσι τα ομόσπονδα κράτη απολαμβάνουν μεγαλύτερη ή μικρότερη νομική αυτονομία.
Είναι προφανές ότι τα ομόσπονδα κράτη δεν απολαμβάνουν την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Όμως το τεκμήριο της αρμοδιότητας το έχουν κατά κανόνα τα ομοσπονδιακά κράτη. Όλη αυτή η σχετικώς περίπλοκη νομική δομή των ομοσπονδιακών κρατών δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη για αυτό τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν απαραιτήτως ένα ανώτατο δικαστήριο, που επιβάλλει την τήρηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος. Από τέτοιο δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ξεκίνησε διεθνώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.
Η ομοσπονδιακή οργάνωση βασίζεται στη νομική ισότητα των ομόσπονδων κρατών, ασχέτως προς την έκταση, τον πληθυσμό ή την οικονομική τους δύναμη.  Την ισότητα την εξασφαλίζει η συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στα ομοσπονδιακά όργανα που παράγουν τους ανώτερους κανόνες δικαίου.
Το κατ΄ εξοχήν όργανο για τη συμμετοχή των ομόσπονδων κρατών στον σχηματισμό της βουλήσεως σε ομοσπονδιακό επίπεδο είναι η δεύτερη βουλή. Τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν πάντοτε κοινοβούλιο με δύο βουλές. Στην πρώτη αντιπροσωπεύεται ο λαός όλου του ομοσπονδιακού κράτους και κάθε ομόσπονδο κράτος δικαιούται αριθμό εδρών ανάλογο με τον πληθυσμό του. Στη δεύτερη αντιπροσωπεύονται τα ομόσπονδα κράτη κατ΄ αρχήν με ισότητα δηλαδή ανεξαρτήτως προς τον πληθυσμό τους. Τα μέλη της βουλής των κρατών μπορούν να μην εκλέγονται αμέσως αλλά εμμέσως ή ακόμη και να διορίζονται.
Δεν είναι απαραίτητο οι δύο βουλές να έχουν ακριβώς τις ίδιος αρμοδιότητες, αλλά είναι απαραίτητο η μία να μην μπορεί να δρα χωρίς την άλλη. Αν μια βουλή έχει μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες και όχι αποφασιστικές παύει να υπάρχει ομοσπονδιακό κράτος.
 Και το ομοσπονδιακό κράτος και τα ομόσπονδα έχουν το δικό τους Σύνταγμα. Τα ομόσπονδα είναι ελεύθερα να θέτουν και να μεταβάλλουν τα Συντάγματά τους, εφόσον τηρούν τους όρους του ομοσπονδιακού Συντάγματος. Για την τροποποίηση του ομοσπονδιακού Συντάγματος απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των ομόσπονδων κρατών.
Ομοσπονδιακό κράτος και ομοσπονδία κρατών
Η ομοσπονδία κρατών δεν αποτελεί κράτος. Από αυτή τη διαφορά πηγάζουν όλες οι διαφορές τους.
Στο ομοσπονδιακό κράτος έχουμε Σύνταγμα ενώ στην ομοσπονδία κρατών διεθνής συνθήκη.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει μία ιθαγένεια ενώ στην ομοσπονδία κρατών δεν υπάρχει κοινή ιθαγένεια.
Διεθνή προσωπικότητα έχει μόνο το ομοσπονδιακό κράτος και όχι η ομοσπονδία κρατών.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει κοινά όργανα και των τριών εξουσιών τα οποία αποφασίζουν με πλειοψηφία ενώ στην ομοσπονδία κρατών έχει μία συνέλευση εκπροσώπων των κρατών μελών, η οποία αποφασίζει με ομοφωνία.
Το ομοσπονδιακό κράτος έχει πάντα δύο βουλές, η μια αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό του ως σύνολο και η άλλη τα κράτη μέλη, ενώ η ομοσπονδία κρατών έχει μόνο τη συνέλευση εκπροσώπων των κρατών μελών η οποία ουσιαστικά είναι διεθνής σύσκεψη.
Οι αποφάσεις των κοινών οργάνων έχουν τα ομοσπονδιακά κράτη άμεση εφαρμογή ενώ στις ομοσπονδίες κρατών πρέπει να μετατραπούν σε εσωτερικό δίκαιο από τα αρμόδια όργανα κάθε κράτους μέλους.
Οι σχέσεις των κρατών μελών στο ομοσπονδιακό κράτος είναι εσωτερικού δικαίου ενώ στην ομοσπονδία κρατών διεθνούς. Έτσι οι διαφορές στο ομοσπονδιακό λύνονται δικαστικώς ενώ στην ομοσπονδία μέσω της διπλωματικής οδού.
Τέλος, στα ομοσπονδιακά κράτη τα κράτη μέλη δεν έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν ενώ στις ομοσπονδίες κρατών έχουν.
Έχουν κοινή ιστορική προέλευση και διέπονται από κοινές αρχές απλά αλλού καταλήγουν.
Η ευρωπαϊκή ένωση
Πριν την Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993 υπήρχαν τρεις ευρωπαϊκές κοινότητες με χαρακτήρα οικονομικό και όχι πολιτικό. Δεν τις χαρακτήριζαν ούτε ομοσπονδία κρατών. Η συνθήκη ιδρύει την ΕΕ που έχει πολιτικό χαρακτήρα, διότι έχει πολλές αρμοδιότητες, ιδίως το κοινό νόμισμα, τη θεσμική συνεργασία και την ασφάλεια. Η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 προχωρεί ακόμα περισσότερο ορίζει ότι η ΕΕ εφαρμόζει ανεξάρτητα από τα κράτη μέλη την κοινή πολιτική για τις εξωτερικές σχέσεις και την ασφάλεια και προβλέπει ad hoc τον ύπατο εκπρόσωπο του Συμβουλίου υπουργών της ΕΕ.
Η ΕΕ ελέγχει την οικονομική και την εξωτερική πολιτική. Η συνθήκη της Νίκαιας το 2000 προσθέτει ένα άλλο πυλώνα, που αφορά αρμοδιότητες εσωτερικών υποθέσεων και δικαιοσύνης, και κυρίως τη διαχείριση μεταναστευτικών ρευμάτων και την ασφάλεια, θέματα με μεγάλη πολιτική σημασία εξαιτίας της διεθνούς τρομοκρατίας.
Η ΕΕ έχει συνεκτικά στοιχεία πολύ εντονότερα από την ομοσπονδία κρατών αλλά όπως συμβαίνει σε ομοσπονδίες η ΕΕ έχει ιδρυθεί με διεθνής συμβάσεις και όχι με Σύνταγμα και τα κράτη μέλη παραμένουν κυρίαρχα. Τις ιδρυτικές συνθήκες μπορούν τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν με ομοφωνία. Εντούτοις η ΕΕ έχει στοιχεία ομοσπονδιακού κράτους. Έχει κοινοβούλιο εκλεγμένο άμεσο και εκτελεστικό όργανο, την Επιτροπή που είναι υπεύθυνη ενώπιον του Κοινοβουλίου και όχι των κρατών. Επίσης το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που είναι αρμόδιο να εξασφαλίζει την τήρηση των ιδρυτικών συνθηκών κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία τους. Αλλά προπάντων τα ευρωπαϊκά όργανα παράγουν συχνά με πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία κανόνες δικαίου άμεσης ισχύος στα κράτη μέλη. Άρα και η πολιτική αποφασίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νομολογία του ΔΕΚ διακηρύσσει την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών. Η ΕΕ δεν έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας και όλες οι αρμοδιότητες της είναι δοτές.
Είναι κάτι περισσότερο από ομοσπονδία κρατών και κάτι λιγότερο από ομοσπονδιακό κράτος, ορισμένοι τη χαρακτηρίζουν μερικώς ομοσπονδιακό κράτος, άλλοι υπερεθνικό οργανισμό.
Η αλλοίωση του κράτους
Το κρατικό φαινόμενο αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται με τη μορφή του εθνικού κράτους. Το κλασικό συνταγματικό δίκαιο είναι προϊόν του εθνικού κράτους. Κατά τον 20ο αιώνα η εξέλιξη αλλοιώνει αρκετά χαρακτηριστικά του κράτους. Ήδη η αδυναμία των εθνικών κρατών να αποφύγουν δύο παγκόσμιους πολέμους κλονίζει ανεπανόρθωτα τη πίστη των λαών σε αυτά και δείχνει την αποτελεσματικότητά τους. Μετά τον 2ο παγκόσμιο το κράτος εξακολουθεί να έχει την ένοπλη δύναμη κατ΄ αποκλειστικότητα αλλά τέσσερα γεγονότα το επηρεάζουν σε βάθος.
Πρώτον, τα περισσότερα κράτη και ιδίως τα αναπτυγμένα της Ευρώπης και της Αμερικής, μετέχουν σε μόνιμες στρατιωτικές συμμαχίες, που μπορεί να έχουν ακόμη και ενιαία διοίκηση. Τούτο σημαίνει ότι μόνα τους αδυνατούν να υπερασπισθούν την ανεξαρτησία τους.
Δεύτερον τα γνήσια εθνικά κράτη είναι πλέον σπάνια. Τα πολυάριθμα κράτη που γίνονται ανεξάρτητα με τη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών έχουν τεχνητά σύνορα και ανομοιογενείς πληθυσμούς με υποτυπώδη εθνική συνείδηση.
Τρίτον, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο εσωτερικό των κρατών είναι πλέον αντικείμενο και του διεθνούς δικαίου. Διεθνείς οργανισμοί επιβάλλουν τον έλεγχο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο εσωτερικό των κρατών, κάτι που αποτελεί περιορισμό της κυριαρχίας τους.
Τέλος, η οικονομία γίνεται παγκόσμια και το κράτος δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τις οικονομικές και νομισματικές ανταλλαγές. Η ελευθερία της αγοράς υποκαθιστά διεθνώς τον προστατευτισμό. Τα κράτη βρίσκονται σε δίλλημα. Είτε συμμετέχουν στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είτε τα καταλαμβάνει η εσωστρέφεια και πληρώνουν φοβερό τίμημα. Ακραίο παράδειγμα είναι η τύχη της Αλβανίας. Αντίθετα η παγκόσμια οικονομία επιβάλλει τους όρους της στα κράτη, τα οποία παύουν να είναι η ανώτερη εξουσία στην κοινωνία. Υπάρχουν πολυεθνικές εταιρείες πλουσιότερες ακόμη και από τα κράτη με ατομική βόμβα.
Από νομική άποψη η φθορά του κράτους οφείλεται στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και προς τα άνω προς τα κάτω δηλαδή αφενός με διεθνής οργανισμούς και υπερκρατικές ενώσεις και αφετέρου προς ομόσπονδα κράτη. Το κράτος επιβιώνει ως ομοσπονδιακό. Η ΕΕ είναι το τέλειο παράδειγμα της νέας πραγματικότητας. Με το ευρώ τα κράτη χάνουν το προνόμιο να κόβουν νόμισμα. Η ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και το Ευρωπαϊκό δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου παρέχουν, για τον έλεγχο των κρατών σε αυτά τα θέματα, το πλέον εξελιγμένο νομικό πλαίσιο. Συγχρόνως, στη νέα πραγματικότητα το κράτος συνυπάρχει πλέον με πολλές επί μέρους εξουσίες τις οποίες δεν μπορεί να αγνοεί πχ τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα εργοδοτών και εργαζομένων, οι μεγάλες πολυεθνικές, οι θρησκευτικές κλπ. Και όσο δημοκρατικότερο είναι το κράτος τόσο περισσότερο συμβαίνει αυτό.
Προς το παρόν όλη η εξέλιξη αυτή είναι ατελής. Το κράτος παραμένει ως το κατεξοχήν νομικό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και το κύριο μέσο για την πρόοδο του πολιτισμού.

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Τι είναι όργανο
Η δράση του κράτους γίνεται μέσω φυσικών προσώπων. Όπως το ανθρώπινο σώμα λειτουργεί με διάφορα όργανα έτσι και το νομικό πρόσωπο του κράτους υπάρχει και εκφράζεται με φυσικά πρόσωπα που λέγονται όργανα.
Όργανα του κράτους λέγονται τα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι πράξεις αποδίδονται στο κράτος εφόσον το προβλέπει το δίκαιο.
Το όργανο αντιστοιχεί σε μία δέσμη αρμοδιοτήτων που ασκεί άλλοτε ο ένας άνθρωπος και άλλοτε ο άλλος πχ ο ΠτΔ είναι ένα όργανο του κράτους και έχει ένα σύνολο αρμοδιοτήτων.
Η δράση του φυσικού προσώπου αποδίδεται στο νομικό πρόσωπο. Όταν το δίκαιο δεν προβλέπει ότι η πράξη του οργάνου είναι πράξη του κράτους τότε πρόκειται για ιδιωτική πράξη του φυσικού προσώπου.
Η αρμοδιότητα
Η έννοια του οργάνου είναι συνυφασμένη με την έννοια της αρμοδιότητας. Ούτε όργανο χωρίς αρμοδιότητα νοείται ούτε αρμοδιότητα χωρίς όργανο για να την ασκεί. Όμως οι άνθρωποι που έχουν περιβληθεί με την ιδιότητα του οργάνου μπορούν να προβαίνουν σε άπειρες πράξεις όπως οι άνθρωποι.
Ο κανόνας είναι ότι οι πράξεις του ανθρώπου είναι του προσώπου του και όχι του οργάνου. Κατ΄ εξαίρεση είναι του οργάνου δηλαδή του νομικού προσώπου εφόσον η έννομη τάξη ορίζει κάτι τέτοιο.
Λογικά η εκτός αρμοδιότητας πράξεις των οργάνων δεν είναι κρατικές πράξεις αλλά πράξεις ιδιώτη και συνεπώς δεν έχουν κύρος. Το ζήτημα είναι ποιος κρίνει αν η συγκεκριμένη πράξη ισχύει. Αυτό το κρίνουν άλλα όργανα. Αν το έκρινε άνθρωπος θα επικρατούσε αναρχία. Για αυτό υπάρχει το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ενώ τις δικαστικές αποφάσεις ελέγχουν ανώτερα δικαστήρια.
Έτσι, αρμοδιότητα είναι η νομική ικανότητα κάθε οργάνου να ενεργεί ορισμένες κρατικές πράξεις. Το ότι η ικανότητα αυτή είναι νομική σημαίνει ότι τη ρυθμίζει η έννομη τάξη. Η κρατική εξουσία είναι μία και αδιαίρετη αλλά την ασκούν όλα τα κρατικά όργανα το καθένα όσο του επιτρέπει η αρμοδιότητά του.
Οι κανόνες δικαίου κατανέμουν την αρμοδιότητα στα όργανα. Αυτά δρουν νομίμως εφόσον έχουν αρμοδιότητα. Οι κανόνες της αρμοδιότητας συνδέουν το όργανο με το κράτος και εξασφαλίζουν την ενότητα της βουλήσεως του κράτους δηλαδή τελικώς την επιβολή της βουλήσεως των κυβερνώντων.
Τα όργανα έχουν μόνο αρμοδιότητα. Δεν έχουν δικαιώματα ούτε εξουσία. Δικαιώματα ή εξουσία έχει μόνο το νομικό πρόσωπο του κράτους.
Πχ με την παράβαση καθήκοντος ΠΚ 259 κολάζει ο νομοθέτης την παράλειψη του οργάνου να ασκήσει την αρμοδιότητά του.
Η αρμοδιότητα αναλύεται σε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα που αφορά το περιεχόμενο των πράξεών του οργάνου και η κατά τόπον αρμοδιότητα αφορά τα εδαφικά όρια μέσα στα οποία το όργανο ασκεί την καθ΄ ύλην αρμοδιότητά του.
Με την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα το όργανο έχει είτε δέσμια αρμοδιότητα είτε διακριτική ευχέρεια που κατά περίπτωση μπορεί να είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες, διότι είναι έννοιες σχετικές πχ ο ΠτΔ έχει δέσμια αρμοδιότητα να διορίσει και να παύσει όποιον υπουργό του προτείνει ο πρωθυπουργός, αλλά ο πρωθυπουργός έχει διακριτική ευχέρεια να του προτείνει σχεδόν όποιον θέλει.
Πχ άλλη η κατά τόπον αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών Πατρών και άλλη του εισαγγελέα εφετών Ναυπλίου.
Η δράση των οργάνων
Τα όργανα του κράτους διαφέρουν από τους ιδιώτες, δηλαδή από τα πρόσωπα που δεν είναι όργανα του κράτους, κατά το ότι μπορούν να δρουν μονομερώς, ενώ οι ιδιώτες δρουν μόνο συνάπτοντας συμφωνίες με άλλα πρόσωπα με βάση την ισοτιμία των βουλήσεων και την ελευθερία των συμβάσεων. Τα όργανα του κράτους δρουν μονομερώς με δύο τρόπους, είτε θεσπίζοντας κανόνες δικαίου είτε προβαίνοντας σε υλικές πράξεις με βάση κανόνες δικαίου. Πχ όταν ένας τροχονόμος ελέγχει την κυκλοφορία παράγει κανόνες δικαίου ενώ όταν ένας αστυνομικός διαλύει με βία μια παράνομη διαδήλωση προβαίνει σε υλικές πράξεις.
Το σύνολο των κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος ονομάζεται έννομη τάξη.
Δεν νοείται κανόνας δικαίου που δεν παράγεται σύμφωνα με την έννομη τάξη. Εξαίρεση αποτελεί ο θεμελιώδης κανόνας  (Βλ. ανωτ. Άρθρο 22).
Η τυπολογία των οργάνων
Είναι αδύνατον όλα τα όργανα του κράτους να είναι όμοια. Η επιστήμη τα κατατάσσει ως εξής:
·            Άμεσα και έμμεσα. Άμεσα είναι τα όργανα που ιδρύει το ίδιο το Σύνταγμα και που δεν εξαρτώνται νομικώς από άλλο όργανο. Όλα τα άλλα είναι έμμεσα. Από τα άμεσα ξεχωρίζει ένα, το κυρίαρχο ή ανώτατο όργανο το οποίο έχει την αρμοδιότητα να θέτει τους ανώτατους κανόνες δικαίου. Το κυρίαρχο όργανο έχει την κυριαρχία μέσα στο κράτος. Ωθεί όλη την κρατική δράση που παραλύει αν αυτό αδρανεί.  Αν τα κυρίαρχα όργανα είναι περισσότερα από ένα η σύγκρουσή τους είναι αναπόφευκτη.  Το κυρίαρχο όργανο έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Αμέσως ή εμμέσως έχει τη συντακτική αρμοδιότητα και δεν το δεσμεύουν κανόνες δικαίου.
·            Απλά και σύνθετα. Όταν για να δηλωθεί η βούληση του κράτους χρειάζεται η σύμπραξη τουλάχιστον δύο οργάνων, τότε σχηματίζεται σύνθετο όργανο. Αυτό το αποτελούν τα όργανα που συμπράττουν. Όσα όργανα δεν είναι σύνθετα είναι απλά. Ένα όργανο μπορεί να δρα άλλοτε ως μέλος σύνθετου οργάνου και άλλοτε ως απλό. Πχ ο ΠτΔ δρα ως απλό στην έκδοση ορισμένων πράξεων που δεν απαιτούν προσυπογραφή και ως σύνθετο όταν προσυπογραφεί.
·            Αυτοτελή και μη αυτοτελή. Όλα τα απλά όργανα είναι και αυτοτελή, αλλά τα σύνθετα και τα μη αυτοτελή διαφέρουν. Τα μη αυτοτελή εκφράζουν τη βούλησή τους επίσης μόνα τους, αλλά αυτή δεν γίνεται βούληση του κράτους, δηλαδή κανόνας δικαίου, παρά μόνο σε συνδυασμό με τη βούληση άλλου οργάνου. Συνήθως οι δύο βουλήσεις συμπίπτουν.
·            Αναδεικνύοντα και αναδεικνυόμενα. Την ιδιότητα του οργάνου την αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα απευθείας από το Σύνταγμα είτε την απονέμουν σε άλλα όργανα. Το Σύνταγμα καθορίζει τους προσωπικούς φορείς μόνο ορισμένων άμεσων οργάνων και τουλάχιστον του κυρίαρχου οργάνου. Αυτά τα όργανα που λέγονται αναδεικνύοντα, πρέπει εν συνέχεια να καθορίσουν τους προσωπικούς φορείς άλλων άμεσων οργάνων, που λέγονται αναδεικνυόμενα. Πχ η βουλή αναδεικνύει τον ΠτΔ αλλά αυτός έχει την αρμοδιότητα να διαλύει τη βουλή.
·            Μονοπρόσωπα και συλλογικά. Η διάκριση είναι προφανής.  Στα συλλογικά όργανα, η κρατική βούληση σχηματίζεται μεταξύ των μελών τους με κανόνες συνήθως πλειοψηφίας και απαρτίας. Το ίδιο το φυσικό πρόσωπο  μπορεί όμως να δρα άλλοτε ως μονοπρόσωπο όργανο και άλλοτε ως μέλος συλλογικού.
·            Νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά.




































Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Η έννοια του πολιτεύματος περιλαμβάνει μόνο τα σημαντικότερα στοιχεία του ουσιαστικού Συντάγματος. Με άλλα λόγια το πολίτευμα αποτελεί τον σκελετό του ουσιαστικού Συντάγματος.  Ειδικότερα, το σύστημα σχηματισμού της κρατικής εξουσίας ονομάζεται μορφή του πολιτεύματος. Τα υπόλοιπα στοιχεία αποτελούν τις οργανωτικές βάσεις (ή θεμελιώδεις αρχές) του πολιτεύματος.
Για παράδειγμα, ολόκληρη η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 ή του 2001 δεν μεταβάλλει το πολίτευμα. Αντίθετα η κατάργηση της Γερουσίας, το 1935 αποτελεί ακόμη και μόνη της, μεταβολή του τότε πολιτεύματος.
Τη μορφή του πολιτεύματος την καθορίζει η φύση του κυρίαρχου οργάνου δηλ το ποιος αποτελεί το κυρίαρχο όργανο στο συγκεκριμένο κράτος.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Η αριστοτελική διάκριση
Η κλασική ταξινόμηση των μορφών του πολιτεύματος οφείλεται στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι καθοριστική σημασία για το κράτος έχει αυτό που σήμερα ονομάζουμε κυρίαρχο όργανο και ότι κατά ανάγκη όσοι πραγματικά έχουν την κυριαρχία μέσα στο κράτος είναι ή ένας ή ολίγοι ή πολλοί. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δηλ τυπικό κριτήριο την αριθμητική συγκρότηση του κυρίαρχου οργάνου.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι ένας η ορθή μορφή πολιτεύματος είναι βασιλεία ενώ με παρεκβάσεις, τυραννίδα.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι ολίγοι η ορθή μορφή είναι αριστοκρατία ενώ με παρεκβάσεις, ολιγαρχία.
Όταν το κυρίαρχο όργανο είναι πολλοί η ορθή μορφή είναι πολιτεία ενώ με παρεκβάσεις, δημοκρατία.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Δημοκρατική και αυταρχική μορφή πολιτεύματος
Η μορφή πολιτεύματος καθορίζεται εδώ με κριτήριο νομικό, την ελευθερία. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι όταν υπόκεινται μόνο στη βούληση τη δική τους και όχι κάποιου άλλου.  Οι άνθρωποι υπόκεινται, όμως, στους κανόνες δικαίου. Όταν τους κανόνες τους παράγουν όλοι ακριβώς υπόκεινται σε αυτούς, τότε οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και επικρατεί σύστημα αυτονομίας. Όταν αντίθετα τους κανόνες δικαίου τους παράγουν άλλοι και δεν υπάρχει σύμπτωση βουλήσεως όσων τους παράγων και όσων υπόκεινται σε αυτούς, τότε όσοι υπόκεινται στους κανόνες δεν είναι ελεύθεροι και επικρατεί σύστημα ετερονομίας.
Φιλελεύθερη και ολοκληρωτική μορφή πολιτεύματος
Κριτήριο εδώ δεν είναι το ποιος παράγει τους κανόνες δικαίου αλλά η έκταση του ρυθμιστικού τους πεδίου δηλ το τι ρυθμίζουν και μέχρι ποιου σημείου. Όταν η έννομη τάξη ρυθμίζει μόνο ορισμένα θέματα και αυτά μόνο στις αδρές γραμμές τους, ώστε τα πλείστα να τα ρυθμίζει η ιδιωτική αυτονομία, τότε η μορφή του πολιτεύματος είναι φιλελεύθερη. Αντίθετα, όταν η πολιτική εξουσία τείνει να τα ρυθμίζει όλα, ή πάντως τα περισσότερα, και αφήνει στην ιδιωτική αυτονομία δηλ στην ελευθερία των ατόμων, πολύ στενό περιθώριο τότε η μορφή του πολιτεύματος είναι ολοκληρωτική.
Κοινωνία των πολιτών είναι το σύνολο των ανθρώπων, όταν το παρατηρούμε ανεξάρτητα από το κράτος. Όταν το κράτος και η κοινωνία των πολιτών παραμένουν διακριτά, η μορφή του πολιτεύματος είναι φιλελεύθερη. Αντίθετα, είναι ολοκληρωτική, όταν το κράτος τείνει να καταλάβει όλη τη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών.
Πολυαρχική και μη πολυαρχική μορφή πολιτεύματος
Κριτήριο εδώ είναι το αν ο αγώνας για την εξουσία έχει οργανωθεί νομικά. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μορφή του πολιτεύματος είναι πολυαρχική. Αντίθετα, όταν αυτός ο αγώνας απαγορεύεται νομικά, η μορφή του πολιτεύματος είναι μη πολυαρχική ή μονοαρχική ή μονιστική.
Μορφή πολιτεύματος μη συγκεντρωμένη και με χωρισμένη εξουσία
Κριτήριο εδώ είναι οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων. Άλλοτε όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια μόνο ενός ανθρώπου ή ενός συνόλου ανθρώπων και άλλοτε χωρίζεται στα χέρια περισσοτέρων ανθρώπων ή ομάδων, που μπορούν να αντιταχθούν ο ένας στον άλλο και βρίσκονται μεταξύ τους σε διαρκή διαπραγμάτευση.

Σήμερα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που δεν περιορίζεται στην Ευρώπη, αλλά και πέρα από αυτόν, προβάλλει, τουλάχιστον ως ιδεώδες, μορφή πολιτεύματος δημοκρατική, φιλελεύθερη, πολυαρχική και με χωρισμό των εξουσιών. Αυτή είναι η σύγχρονη δημοκρατία.

ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΟΙ ΤΥΠΟΙ
  • Οι ιστορικοί τύποι.
  • Οι de facto κυβερνήσεις. Όταν ιδρύεται ένα νέο κράτος πχ η Ελλάς το 1821 ή όταν καταλύεται ένα πολίτευμα, δημιουργείται ένα νέο πολίτευμα. Μοιραία, η προέλευσή του είναι παράνομη, αλλά εφόσον η νέα εν τοις πράγμασι κατάσταση σταθεροποιηθεί, σχηματίζει μία έννομη τάξη. Αν αποτύχει η κατάσταση που επικρατεί αποφασίζει κατά πόσον αναγνωρίζει τις πράξεις που εξέδωσε η de facto κυβέρνηση (εδώ ο όρος κυβέρνηση είναι πολύ ευρύτερος από το ομώνυμο όργανο του κοινοβουλευτικού συστήματος). Μολονότι η de facto κυβέρνηση θεωρείται παράνομη, το γεγονός ότι επί ορισμένο χρονικό διάστημα έχει αποκτήσει εξουσία δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί.
Η de facto  κυβέρνηση τείνει πάντοτε να γίνει de jure, να μονιμοποιηθεί. Αυτό γίνεται οπωσδήποτε με την πάροδο του χρόνου. Συχνά μιλάμε για de facto κυβερνήσεις μόνο όταν οδηγούν σε δημοκρατία.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η δημοκρατία στην αρχαιότητα και στους νεότερους χρόνους
Η δημοκρατία της αρχαιότητας και η δημοκρατία των νεότερων χρόνων είναι ουσιωδώς παρόμοιες. Εντούτοις έχουν ορισμένες χαρακτηριστικές διαφορές. Η αρχαία δημοκρατία είναι μειοψηφική δηλ οι μέτοικοι, οι δούλοι και οι γυναίκες δεν μετέχουν στους θεσμούς. Είναι άμεση πράγμα που οξύνει τον μειοψηφικό της χαρακτήρα. Αλλά πρωτίστως η δημοκρατία κατά την αρχαιότητα δεν είναι φιλελεύθερη.
Η επικράτηση της δημοκρατικής ιδεολογίας
Το περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας το διαμορφώνουν δύο παράγοντες, οι αγγλικοί θεσμοί και η πολιτική φιλοσοφία του 18ου αιώνα, που θεωρούνται μάλιστα έμμεσες πηγές του συνταγματικού δικαίου όλων των δημοκρατικών κρατών. Η Αγγλία  σφυρηλατεί εμπειρικά το νομικό περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας και λύνει πρώτη, με τους θεσμούς που επινοεί, το πρόβλημα της πολιτικής ελευθερίας. Το αγγλικό πολίτευμα είναι το υπόδειγμα όλων των δημοκρατικών κρατών. Η πολιτική φιλοσοφία του διαφωτισμού, όπως διατυπώνεται στα συνταγματικά κείμενα και τις διακηρύξεις των επαναστάσεων του 18ου αι αλλά και του 19ου αι προσφέρει το ουσιαστικό περιεχόμενο της νεότερης δημοκρατίας.
Από το αγγλικό πολίτευμα προέρχεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα, αλλά και η κυβέρνηση και η υπουργική ευθύνη που όμως είναι χαρακτηριστικά μόνο του κοινοβουλευτικού συστήματος. Τα κείμενα των μεγάλων επαναστάσεων περιλαμβάνουν την εθνική ή λαϊκή κυριαρχία, τον χωρισμό των εξουσιών, την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και την υπεροχή του Συντάγματος έναντι των νόμων.
Το πολίτευμα στη Δυτική Ευρώπη γίνεται πρώτα αντιπροσωπευτικό, ύστερα φιλελεύθερο και τελικά δημοκρατικό.
Σήμερα η δημοκρατία ταυτίζεται με τη φιλελεύθερη δημοκρατία που είναι πολυαρχική και με χωρισμό των εξουσιών.
Προβλήματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Η δημοκρατία είναι εξαιρετικά ευπαθής εξαιτίας των ιδίων των αρχών της. Επειδή προστατεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου, επιτρέπει τη χρήση τους και για σκοπούς αντίθετους προς τις αρχές της. Έτσι κινδυνεύει ολόκληρο το σύστημα, δηλ και ο δημοκρατικός και ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του.
Τούτο συμβαίνει και με τα πολιτικά και με τα ατομικά δικαιώματα πχ ο Χίτλερ ανέ3βηκε στην εξουσία με νόμιμο τρόπο. Σε πολύ μικρότερο βαθμό, η οικονομική ελευθερία μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλη συγκέντρωση του πλούτου που όχι μόνο η ισότητα να καταντά εντελώς θεωρητική, αλλά και να σχηματίζεται οικονομική ολιγαρχία και αυτή να ελέγχει όλο το πολιτικό προσωπικό.

ΟΙ ΜΟΝΟΚΡΑΤΙΕΣ
Τα είδη της μονοκρατίας
Διακρίνουμε αφενός τις κλασικές μονοκρατίες, που είναι η απόλυτη μοναρχία, η τυραννίδα και η προσωρινή δικτατορία και αφετέρου τις σύγχρονες, που είναι η λαϊκή μονοκρατία και η στρατιωτική δικτατορία. Σε όλες τις μορφές υπάρχει μόνο ένα άμεσο όργανο.
Η απόλυτη μοναρχία
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απόλυτης μοναρχίας είναι ότι η διαδοχή στον θρόνο υπόκειται σε δεδομένους κανόνες που ο μονάρχης δεν μπορεί να αλλάξει και ότι η εξουσία του ελέω θεού μονάρχη υπόκειται στους θεμελιώδεις νόμους του βασιλείου.
Η τυραννίδα
Σε αντίθεση με την απόλυτη μοναρχία, την τυραννίδα χαρακτηρίζει η αυθαιρεσία και στην προέλευση και στη μεταβίβαση και στην άσκηση της εξουσίας.
Η προσωρινή δικτατορία
Στη δικτατορία με τη ρωμαϊκή σημασία του όρου η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ενός, αλλά τούτο γίνεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, προκειμένου να αντιμετωπισθούν έκτακτες ανάγκες του κράτους και πάντοτε για περιορισμένο χρόνο. Η συγκέντρωση της εξουσίας συνεπιφέρει αναστολή ατομικών δικαιωμάτων. Όταν η κρίση τελειώνει, τα διάφορα όργανα του κράτους ανακτούν τις αρμοδιότητές τους και οι πολίτες τα δικαιώματά τους. Αυτή η δικτατορία, που προϋποθέτει εντονότατη κρίση, διαφέρει από την απόλυτη μοναρχία, που δεν περιορίζεται χρονικά, και από την τυραννίδα που έχει αυθαίρετη προέλευση.
Η λαϊκή μονοκρατία
Εδώ η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός έχει  χαρακτήρα μόνιμο. Ο οδηγητής προσωποποιεί την κρατική εξουσία και θεωρείται ότι εκφράζει τον λαό και δεν του επιβάλλεται. Στην πραγματικότητα όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λαός απλώς προσχωρεί ομοθύμως και εν ανάγκη δια της βίας. Η λαϊκή μονοκρατία διαφέρει από τις κλασικές όπου ο λαός απλώς  κυβερνάται εκ των άνω.
Η στρατιωτική δικτατορία
Όταν το υφιστάμενο πολίτευμα φαίνεται ότι δεν επιβάλλεται και δεν επιλύει τα προβλήματα του κράτους, τότε συχνά καταλαμβάνει την εξουσία ο στρατός που αποτελεί την πιο σύγχρονη πραγματική δύναμη σε κοινωνίες  ακόμη υποανάπτυκτες. Μέσα στον στρατό ξεχωρίζει ένας άνδρας και συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία, αν και δεν αποκλείονται ολιγαρχικά στοιχεία στο πολίτευμα. Άλλωστε η ισπανική λέξη χούντα σημαίνει επιτροπή.
Η στρατιωτική δικτατορία είναι συχνά υποκατάστατο της παραδοσιακής απόλυτης μοναρχίας, όταν αυτή θεωρείται πλέον ξεπερασμένη.

ΟΙ ΟΛΙΓΟΚΡΑΤΙΕΣ
Τα είδη της ολιγοκρατίας
Ο όρος ολιγοκρατία είναι προτιμότερος από τον αρχαίο ολιγαρχία διότι δεν εμπεριέχει αξιολόγηση.
Διακρίνουμε την αριστοκρατία και την τιμηματική ολιγοκρατία. Και στις δύο περιπτώσεις όλοιόσοι έχουν την ιθαγένεια δεν είναι αυτοδικαίως ενεργοί πολίτες.
Η αριστοκρατία
Η αριστοκρατική τάξη δημιουργείται συνήθως ύστερα από πολέμους και κατακτήσεις, που σχηματίζουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες. Η αριστοκρατία συνδέεται άμεσα με την ιδιοκτησία της γης.
Η τμηματική ολιγοκρατία
Εδώ οι νομικοί  κανόνες εξαρτούν από ένα τίμημα το εκλογικό δικαίωμα, δηλ την ιδιότητα του μέλους του κυρίαρχου οργάνου.

ΤΑ ΜΕΙΚΤΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ
Τα είδη του μεικτού πολιτεύματος
Διακρίνονται ανάλογα με την προέλευση του χαρακτήρα τους. Αλλά είναι μεικτά σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη συστηματική τους οργάνωση και άλλα έγιναν από τις περιστάσεις κατά την ιστορική εξέλιξη.  Άλλα είναι μεικτά σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη συστηματική τους οργάνωση και άλλα έγιναν από τις περιστάσεις κατά την ιστορική εξέλιξη.
Η περιορισμένη (ή συνταγματική) μοναρχία
Η εξουσία παραμένει στα χέρια ενός, αλλά η άσκησή της την περιορίζουν άλλα δύο όργανα, η άνω βουλή με την οποία συμμετέχει στην εξουσία η αριστοκρατία της καταγωγής και η κάτω βουλή την οποία αναδεικνύουν συνήθως μόνο όσοι καλύπτουν το εκλογικό τίμημα.
Ο δυαδικός (ή ορλεανικός) κοινοβουλευτισμός
Αυτή η μεικτή μορφή πολιτεύματος αποτελεί την εξέλιξη της περιορισμένης μοναρχίας και έχει τα ίδια στοιχεία με αυτή, αλλά σε δημοκρατικότερο συσχετισμό. Η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη όχι μόνο του μονάρχη αλλά και του κοινοβουλίου. Αν χάσει τη μία, πέφτει. Το κοινοβούλιο πάντως δεν είναι στην πράξη ισχυρό. Η κάτω βουλή έχει ακόμη αμφίβολη νομιμοποίηση και συχνά δεν έχει σχηματισμένη πλειοψηφία.
Ο δημοκρατικός καισαρισμός
Εδώ ο αρχηγός του κράτους ασκεί την εξουσία στο όνομα του λαού, που του την εμπιστεύεται με προσωπικό δημοψήφισμα και ενίοτε του την ανανεώνει με τον ίδιο τρόπο. Ο καίσαρας εμφανίζεται ως ο εκλεκτός του λαού, θεματοφύλακας της κυριαρχίας του και εντολοδόχος ου διεξάγει τις υποθέσεις του κατά την τεκμαιρόμενη θέλησή του. Στην πραγματικότητα, όμως, ένας άνδρας συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία ή σχεδόν όλη, διότι ο λαός εκφράζει την εμπιστοσύνη του με μία πράξη για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα.
Μεικτά πολιτεύματα με σημείο αναφοράς τη δημοκρατία
Εκτροπή από τη δημοκρατία αποτελεί ο νοτιοαμερικανικός προεδρισμός. Εκεί ο ΠτΔ συχνά κηρύσσει κατάσταση ανάγκης χωρίς χρονικό περιορισμό και ενίοτε χρησιμοποιεί νομικά μέσα του ομοσπονδιακού συστήματος, για να αλλοιώνει το πολίτευμα.


Μεικτά πολιτεύματα με μονοκρατική προέλευση
Τον αμιγή της χαρακτήρα τον χάνει η μορφή του πολιτεύματος στη Σοβιετική Ένωση και τις λαϊκές δημοκρατίες μετά τον θάνατο του Στάλιν.







































Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Τα σημαντικότερα στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος που δεν περιλαμβάνοντας στη μορφή του και αποτελούν τις οργανωτικές του βάσεις είναι τρία:
-          η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων
-          το αντιπροσωπευτικό σύστημα και
-          ο χωρισμός των εξουσιών.
Αν χάσουν μία από αυτές, παύουν να είναι δημοκρατικά τα πολιτεύματα.

Η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το κοινωνικό συμβόλαιο
Η κυριότερη φιλοσοφική θεμελίωση του κράτους γίνεται από τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, που έχει τις ρίζες της στο φυσικό δίκαιο. Την εκφράζουν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ιδίως ο Χόμπς και ο Ρουσσώ, του οποίου οι ιδέες έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση.
Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου αποτελεί νομική κατασκευή. Κοινωνικό συμβόλαιο δεν έχει γίνει ποτέ. Τονίζει ότι οι άνθρωποι επιβιώνουν μόνο όταν σχηματίζουν κοινωνία και ζουν μαζί, και προσφέρει νομική εξήγηση στο κράτος. Κατά τη θεωρία αυτή, η φύση πλάθει τους ανθρώπους ελεύθερους και ίσους. Σε αυτή τη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός δεσμός και τίποτε δεν εμποδίζει την ελευθερία των ανθρώπων. Για αυτό όμως οι ισχυρότεροι καταπιέζουν τους ασθενέστερους ώστε η φυσική κατάσταση διαστρέφεται πέρα για πέρα. Τότε, για να ανακτήσουν τα δικαιώματά τους, οι άνθρωποι συνάπτουν, με τη θέλησή τους, σύμβαση, το κοινωνικό συμβόλαιο, και σχηματίζουν μια ανώτερη εξουσία επιφορτισμένη να τους προστατεύει και να τους εξασφαλίζει ειρήνη και τάξη. Κατά τον Χόμπς, την αναθέτουν, μια για πάντα, στον απόλυτο μονάρχη. Κατά τον Λοκ, τα άτομα κρατούν τα δικαιώματά τους και μπορούν να αρνηθούν την υπακοή τους, αν οι αντιπρόσωποι του λαού υπερβούν τα όριά τους. Κατά τον Ρουσσώ, τέλος, με το κοινωνικό συμβόλαιο οι άνθρωποι υπάγονται στη γενική θέληση, που ενδέχεται να διαφέρει από την ατομική θέληση καθενός. Η γενική θέληση αποτελεί το θεωρητικό θεμέλιο του κράτους και της κυριαρχίας και εκφράζεται με τον νόμο. Με την υποταγή του στη γενική θέληση το άτομο ξαναγίνεται ελεύθερο και ίσο.
Τα ατομικά δικαιώματα, τελικό αίτιο για την οργάνωση της δημοκρατίας
Ιστορικά, οι λαοί πρώτα διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Οι μεγάλες επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα γίνονται για τα ατομικά δικαιώματα και προπάντων  για την ισότητα.
Οι λαοί δεν διεκδικούν αφηρημένως μια γενική ελευθερία αλλά συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα με ειδικό περιεχόμενο.
Η αναγνώριση και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί την πρώτιστη οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Χωρίς αυτή, το πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό και, ακριβέστερα, δεν είναι φιλελεύθερο.

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Η λαϊκή κυριαρχία
Η θεωρία της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί εφαρμογή των ιδεών του Ρουσσώ για το κοινωνικό συμβόλαιο. Αφού οι άνθρωποι γεννώνται ίσοι και ελεύθεροι, η κυριαρχία ανήκει σε όλους τους πολίτες στον λαό. Κάθε πολίτης έχει ένα κομματάκι της κυριαρχίας ίσο με το κομματάκι κάθε άλλου. Αφού οι πολίτες έχουν ένα κομματάκι κυριαρχίας, πρέπει να την ασκούν οι ίδιοι και να μετέχουν στη λήψη όλων των αποφάσεων.
Η λαϊκή κυριαρχία έχει συγκεκριμένες νομικές συνέπειες. Αφού είναι αναπαλλοτρίωτη και απαράγραπτη, κάθε πολίτης την ασκεί ο ίδιος για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Η εθνική κυριαρχία
Με τη θεωρία της εθνικής κυριαρχίας, το κράτος δεν ταυτίζεται πλέον με τον μονάρχη αλλά με το έθνος. Η κυριαρχία δεν ανήκει ακόμη σε άτομα.  Επειδή όμως το έθνος δεν μπορεί να την ασκεί μόνο του, την ασκεί με τους αντιπροσώπους του. Η ιδιότητα του αντιπροσώπου μπορεί  να αναγνωριστεί και στο πρόσωπο του βασιλέα.
Ο συμβιβασμός των δύο θεωριών
Οι Άγγλοι με το πρακτικό τους πνεύμα αποφεύγουν τη θεωρητική έριδα. Για αυτούς η κυριαρχία ανήκει στο κοινοβούλιο με τις δύο βουλές, μέρος του οποίου είναι και ο βασιλιάς δηλ ανήκει σε όλους τους παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού. Ακόμη και στη Γαλλία με την πάροδο του χρόνου, η διάσταση εθνική και λαϊκής κυριαρχίας έχει αμβλυνθεί.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου