Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Β ΜΕΡΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΑΡΧΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ
Διάκριση των εξουσιών
Από τη στιγμή που ο λαός έχει μέσα στο κράτος την ανώτατη εξουσία –ή την κυριαρχία, αν το κράτος είναι κυρίαρχο- προκύπτει το πρόβλημα ποιος την ασκεί. Την ασκεί ο ίδιος ο λαός, οπότε η δημοκρατία είναι άμεση ή ένα σώμα αντιπροσώπων του λαού, οπότε η δημοκρατία χαρακτηρίζεται αντιπροσωπευτική ή άλλοτε το αντιπροσωπευτικό σώμα και άλλοτε απευθείας ο λαός οπότε το σύστημα είναι ημιαντιπροσωπευτικό.
Η σύγχρονη δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική.
Η διαμόρφωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος ΘΕΜΑ 2005
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται και αναπτύσσεται στην Αγγλία. Πάντοτε δίπλα στους Άγγλους βασιλείς υπήρχε ένα συμβούλιο που τους βοηθούσε στην άσκηση της εξουσίας, αλλά συγχρόνως και την περιόριζε κάπως. Μετά τη νορμανδική κατάκτηση, περί τα μέσα του 12ου αι αυτό το όργανο ονομάζεται Magnun Concilium. Μετά τη Magna Charta, μετέχουν σε αυτό και αντιπρόσωποι των κοινοτήτων της χώρας.
Στην πράξη το κοινοβούλιο γίνεται απαραίτητος παράγων για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, διότι εγκρίνει τους φόρους και βαθμηδόν μετέχει στην παραγωγή των νόμων. Τον 17ο αι το κοινοβούλιο συγκρούεται με τον βασιλέα, νικά και τον υποχρεώνει να τηρεί όχι μόνο το κοινοδίκαιο, που είναι εθιμικό, αλλά και τους νόμους, δηλ τους ανώτερους κανόνες δικαίου, των οποίων το περιεχόμενο το ορίζει το ίδιο το κοινοβούλιο. Ο βασιλέας και η εκτελεστική εξουσία υπόκεινται στην κυριαρχία του νόμου (Rule of law) ενώ το κοινοβούλιο γίνεται κυρίαρχο όργανο.
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι αρχικά ολιγοκρατικό διότι μικρό ποσοστό του λαού έχει δικαίωμα να ψηφίζει.  Η ανάδειξη των αντιπροσώπων αποκτά δημοκρατική βάση σταδιακά από την εκλογική  μεταρρύθμιση του 1832, που αρχίζει να διευρύνει το δικαίωμα της ψήφου.
Η εκλογική ενηλικίωση κατεβαίνει και για τα δύο φύλα στο 18ο έτος το 1969.
Άλλοι παράγοντες επιτυχίες του αντιπροσωπευτικού συστήματος στην Αγγλία είναι η αντιπροσώπευση των κομητειών, δηλ των κατοίκων της υπαίθρου, στο κοινοβούλιο σχεδόν από την αρχή, η διαίρεση του κοινοβουλίου σε δύο βουλές –δηλ στη βουλή των Λόρδων, που περιλαμβάνει ευγενείς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, και στη βουλή των Κοινοτήτων, όπου αντιπροσωπεύονται οι κομητείες- αλλά και ο νησιωτικός χαρακτήρας του κράτους, που εξασφαλίζει αποτελεσματική άμυνα από επιδρομές ή η πολιτική ιδιοσυγκρασία του λαού, που αγαπά τον συμβιβασμό και έχει κοινό νου, έστω και παραβλέποντας λύσεις που συνεπάγεται η αυστηρή λογική.. Το παράδειγμα της σταδιακής παροχής του εκλογικού δικαιώματος σε όλους τους πολίτες είναι χαρακτηριστικό. Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις αφορούν ήδη το σύνολο των αγγλικών θεσμών.
Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι σε καμία χώρα δεν νοούνται στοιχειωδώς δημοκρατικοί θεσμοί, έστω και μειοψηφικοί, χωρίς τουλάχιστον μία συνέλευση άμεσα εκλεγμένη κατά το αγγλικό πρότυπο.
Υπεροχή του αντιπροσωπευτικού συστήματος
Πολιτικά, το αντιπροσωπευτικό σύστημα πλεονεκτεί, επειδή στα θέματα ουσίας οι αντιπρόσωποι λαμβάνουν αποφάσεις ποιοτικά καλύτερες από ότι θα λάμβανε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πάντως έχει εξαιρετική ικανότητα να εκλέγει τους καταλληλότερους για την άσκηση της εξουσίας. Συγχρόνως, το αντιπροσωπευτικό σύστημα προστατεύει αποτελεσματικά την εκάστοτε μειοψηφία από την πλειοψηφία του λαού.



Νομικός ορισμός
Αντιπροσωπευτικό λέγεται το σύστημα στο οποίο τους ανώτερους κανόνες δικαίου τους θέτει μία εκλεγμένη συνέλευση αντιπροσώπων του εν στενή έννοια λαού.
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται και ολοκληρώνεται πολύ πριν το πολίτευμα γίνει δημοκρατικό, δηλ δεν αρκεί για να κάνει το πολίτευμα δημοκρατικό.
Πότε το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι γνήσιο
Οι προϋποθέσεις για τη γνησιότητα του αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι οι εξής πέντε:
-          το σύνολο των ενεργών πολιτών πρέπει να αναδεικνύει μία συνέλευση, η οποία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο πολιτική μικρογραφία του
-          η συνέλευση αυτή πρέπει να αναδεικνύεται με εκλογή, που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα σχετικώς σύντομα
-          η εκλογή πρέπει να έχει πολιτικό χαρακτήρα
-          το αντιπροσωπευτικό σώμα πρέπει να λειτουργεί δημόσια
-          το αντιπροσωπευτικό σώμα πρέπει να έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, δηλ αρμοδιότητα να παράγει κανόνες δικαίου.
Κοινοβούλιο με μία ή με δύο βουλές;
Ευθύς εξ αρχής το αντιπροσωπευτικό σύστημα εμφανίζεται στην Αγγλία με δύο βουλές. Οι ευγενείς και οι αρχιερείς ενώνονται και σχηματίζουν τη βουλή των Λόρδων και οι αντιπρόσωποι των κομητειών και των πόλεων τη βουλή των Κοινοτήτων. Πρόκειται για χωριστή αντιπροσώπευση κοινωνικών τάξεων. Η μία βουλή αντιπροσωπεύει την αριστοκρατία και η άλλη τους πολίτες με δικαίωμα ψήφου εξου και οι ονομασίες άνω βουλή και κάτω βουλή. Ανέκαθεν η κάτω βουλή υπερέχει γιατί αντιπροσωπεύει όσους πληρώνουν τους φόρους δηλ κυρίως τους αστούς και αποκτά ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες, καθώς με την επέκταση του δικαιώματος ψήφου, αντιπροσωπεύει ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του λαού.
Το σύστημα των δύο βουλών για παρόμοιους λόγους, το υιοθετούν τα περισσότερα κράτη που ακολουθούν την Αγγλία και αποκτούν συνταγματικού θεσμούς. Εξάλλου η δεύτερη βουλή είναι απαραίτητη στα ομοσπονδιακά κράτη.
Η δεύτερη βουλή δικαιολογείται ως άλλη μία μορφή κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ οργάνων του κράτους, ως χωρισμός εξουσιών μέσα στη νομοθετική εξουσία.
Η δεύτερη βουλή βελτιώνει ριζικά την ποιότητα των νόμων.
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο βουλών
Και οι δύο βουλές ελέγχουν με τα συνηθισμένα μέσα, την εκτελεστική εξουσία. Όταν, όμως, το πολίτευμα είναι κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό, η υπεροχή της κάτω βουλής επιτυγχάνεται εφόσον η κυβέρνηση υποχρεούται να αναλαμβάνει την εμπιστοσύνη μόνο της κάτω βουλής. Τότε, με άλλα λόγια μόνο η κάτω βουλή έχεις τα χέρια της την κύρωση του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Τη σύμπραξη των δύο βουλών για την κατάρτιση των νόμων διέπει καθεστώς άλλοτε ισοδυναμίας τους και άλλοτε υπεροχής της κάτω βουλής. Η ισοδυναμία επιτυγχάνεται, όταν κάθε νομοσχέδιο πρέπει να εγκριθεί με όμοιο κείμενο από τις δύο βουλές για να γίνει νόμος. Αν αυτό δεν συμβεί, το νομοσχέδιο είτε απορρίπτεται είτε παραπέμπεται από τη μία βουλή στην άλλη, εις το διηνεκές, μέχρι να συμπέσουν πλήρως τα κείμενα που ψηφίζει η μία και η άλλη.




ΤΟ ΗΜΙΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η διαμόρφωση του συστήματος
Κύριο χαρακτηριστικό του ημιαντιπροσωπευτιτικού συστήματος είναι η συμμετοχή του λαού στην παραγωγή κανόνων δικαίου παραλλήλως προς τα αντιπροσωπευτικά σώματα.
Οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος είναι τέσσερις, το κυρίως δημοψήφισμα, η λαϊκή αρνησικυρία, η λαϊκή πρωτοβουλία και η λαϊκή ανάκληση. Με τους θεσμούς αυτούς ο λαός μπορεί να αποδείξει ότι οι αντιπρόσωποί του εκφράζουν βούληση που δεν συμπίπτει με τη δική του.
Το κυρίως δημοψήφισμα
Αυτό είναι ο θεσμός με τον οποίο ο λαός εκφράζει τη βούλησή του σε ένα ερώτημα που του θέτει άλλο όργανο.
Υπάρχουν πολλοί τύποι δημοψηφίσματος, με βάση τις εξής διακρίσεις :
-          αποφασιστικό ή συμβουλευτικό ανάλογα με το αν παράγει κανόνες δικαίου ή όχι, το συμβουλευτικό είναι προγενέστερο από την οριστικό κατάρτιση του κειμένου που προορίζεται να αποκτήσει ρυθμιστικό περιεχόμενο ενώ το αποφασιστικό μεταγενέστερο
-          συνταγματικό ή νομοθετικό ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο θα ενταχθούν στην πυραμίδα των κανόνων δικαίου οι κανόνες που πρόκειται να παραχθούν
-          υποχρεωτικό ή προαιρετικό, ανάλογα με το αν η διενέργειά του προβλέπεται ως δέσμια αρμοδιότητα ή ως διακριτική ευχέρεια.
Γνήσιο και προσωπικό δημοψήφισμα
Το δημοψήφισμα αποτελεί εξαίρεση από το αντιπροσωπευτικό σύστημα και αποβλέπει  στην παραγωγή κανόνων δικαίου. Μπορεί όμως στην πράξη να το χρησιμοποιούν για να προσλαμβάνει κάποιος λαϊκό χρίσμα, για να γίνεται αντιπρόσωπος του λαού. Τότε το δημοψήφισμα παύει να είναι γνήσιο και χαρακτηρίζεται προσωπικό.
Για παράδειγμα στην ελληνική συνταγματική ιστορία, όλα τα δημοψηφίσματα είναι προσωπικά κάτι που προσδίδει και η εξωπραγματική επιτυχία του Ναι.
Η λαϊκή αρνησικυρία
Είναι ο θεσμός με τον οποίο ορισμένο τμήμα του λαού μπορεί να προκαλέσει δημοψήφισμα για την κατάργηση ορισμένου νόμου. Η λαϊκή αρνησικυρία έχει δύο φάσεις. Πρώτα ο απαραίτητος αριθμός πολιτών παρουσιάζει γραπτή πρόταση που ζητεί τη διενέργεια δημοψηφίσματος με τέτοιο αντικείμενο. Ύστερα όλος ο εν στενή έννοια λαός καλείται και αποφασίζει σε σχετικό δημοψήφισμα. Έτσι, ο λαϊκός έλεγχος στα αντιπροσωπευτικά σώματα είναι αποτελεσματικότατος.
Η λαϊκή ανάκληση Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν υπάρχει νομικός δεσμός εκλογέων και αντιπροσώπων μετά την εκλογή. Με τη λαϊκή ανάκληση που έχει και αυτή δύο φάσεις, ορισμένος αριθμός εκλογέων μπορεί να προκαλέσει δημοψήφισμα με αντικείμενο την πρόωρη λήξη της θητείας συγκεκριμένου αντιπροσώπου ή και ολόκληρης της βουλής, πράγμα που ισοδυναμεί με διάλυσή της. Η ανάκληση λειτουργεί ως κύρωση στην επιτακτική εντολή.
Προβλήματα της αντιπροσωπευτικής και της ημιαντιπροσωπευτικής δημοκρατίας
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα στηρίζεται σε πλάσμα δικαίου δηλ στο ότι η βούληση των αντιπροσώπων συμπίπτει με τη βούληση του λαού ή του έθνους. Ειδάλλως, το πολίτευμα χάνει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα.
Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία από το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι η αποκοπή του αντιπροσωπευτικού σώματος από τη λαϊκή βούληση. Η αποξένωση αυτή συντελείται, όταν η βουλευτική περίοδος είναι μακρά και ο λαός δεν εκφράζεται στο διάστημα μεταξύ δύο γενικών εκλογών. Τα αντίδοτα είναι κυρίως τρία. Είναι η διενέργεια αναπληρωματικών εκλογών, όταν κενούται βουλευτική έδρα, αλλά τη δυνατότητα αυτή την αποκλείει συνήθως το αναλογικό εκλογικό σύστημα. Είναι η διενέργεια εκλογών σε κατώτερο επίπεδο. Προπάντων όμως είναι η διάλυση της βουλής, η οποία ανανεώνει προώρως τη λαϊκή εντολή προς όλους τους αντιρποσώπους και έτσι αίρει κάθε αμφιβολία για το αν αντιπροσωπεύουν πιστά τους εντολείς τους.
Επίσης, το αντιπροσωπευτικό σύστημα συχνά παραμορφώνεται, όταν υπάρχει μία μόνο βουλή ή δεν ισχύει ο χωρισμός των εξουσιών. Τότε η εκτελεστική εξουσία δεν έχει αυτοτέλεια.
Η αλλοίωση του πολιτεύματος φθάνει στο έσχατο σημείο όταν η μονήρης βουλή έχει επί πλέον περιπέσει στον αποκλειστικό έλεγχο των κομμάτων.
Αλλά και το ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα είναι ευπαθές. Το δημοψήφισμα εύκολα γίνεται προσωπικό ιδίως όταν τη διεξαγωγή του την αποφασίζει η εκτελεστική εξουσία. Τότε η μορφή του πολιτεύματος γίνεται καισαρική.
Οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος οδηγούν άραγε σε καλύτερους κανόνες δικαίου: Αναντίρρητα η λαϊκή αρνησικυρία και η λαϊκή πρωτοβουλία, ιδίως όταν αυτή καταλήγει σε δημοψήφισμα, εμπλουτίζουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Πράγματι, το δημοψήφισμα το χρησιμοποιούν μη δημοκρατικά πολιτεύματα για να αποκτήσουν δημοκρατική επίφαση. Το δημοψήφισμα, ως άμεση έκφραση του λαού αποτελεί απόλυτο πολιτικό όπλο. Το προσωπικό δημοψήφισμα το χρησιμοποιούν για να καταστρέφουν τη δημοκρατία.
Όταν, πάντως, τηρούνται τα δημοκρατικά εχέγγυα, το δημοψήφισμα παραμένει όπλο φοβερό, αλλά γίνεται δίκοπο. Τα Όχι αθροίζονται. Είναι πολύ ευκολότερο να σχηματισθεί αρνητική λαϊκή πλειοψηφία από ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις παρά πλειοψηφία των Ναι, η οποία προϋποθέτει πολιτική σύμπνοια. Η αρνητική απάντηση του λαού υποχρεώνει σε παραίτηση τον προσωπικό φορέα του οργάνου ο οποίος αποφάσισε το δημοψήφισμα, χωρίς να χρειάζεται κάτι τέτοιο να αποτελεί γραπτό κανόνα δικαίου.
Από την άλλη μεριά, οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος και ιδίως το δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία, φανερώνουν τις βαθύτερες τάσεις του λαού.
Ο λαός δεν μπορεί να κυβερνάται μόνος του. Για αυτό το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι η αναζήτηση της χρυσής τομής ανάμεσα στη συνεχή προσφυγή στις κάλπες, που μοιραίως προξενεί κόπωση και αδιαφορία, και στην ανάδειξη, κατά αραιά χρονικά διαστήματα, μίας παντοδύναμης βουλής που δεν συναντά αντίλογο. Η ισορροπία επιτυγχάνεται με αδιάκοπο διάλογο όχι μόνο μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, αλλά και μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας, μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και κοινοβουλίου, μεταξύ των δύο βουλών.














Η ΨΗΦΟΣ

ΓΕΝΙΚΑ
Ο λαός είναι κυρίαρχο όργανο αλλά υπόκειται σε λεπτομερείς νομικούς κανόνες που αφορούν και τη συγκρότηση και την έκφρασή του. Ο λαός εκφράζει τη βούλησή του με την ψήφο κάθε μέλους και έτσι είτε εκλέγει τους αντιπροσώπους του είτε μετέχει σε ημιαντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Ψήφος είναι η έκφραση της βουλήσεως του εκλογέα ως μέλους του εκλογικού σώματος.
Για να είναι η ψήφος δημοκρατική, πρέπει να έχει πέντε χαρακτηριστικά, δηλ να είναι καθολική, ίση, ατομική, άμεση και μυστική.
Η καθολικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι καθολική και όχι περιορισμένη όταν μπορούν να ψηφίζουν όλοι οι ώριμοι πολίτες. Δηλαδή δεν είναι ανεκτός αποκλεισμός για λόγους κοινωνικούς, οικονομικούς ή μορφωτικούς.
Η πολιτική ενηλικίωση για σήμερα αρκεί το 18ο έτος και για τις δύο. Τούτο θεσπίζεται ιδίως ύστερα από τα γεγονότα του Μαΐου 1968.
Αφού η ωριμότητα των πολιτών είναι το μοναδικό κριτήριο για να είναι το εκλογικό δικαίωμα καθολικό, μόνοη έλλειψή της δικαιολογεί στέρηση του εκλογικού δικαιώματος από ορισμένες ομάδες πολιτών.
Η ισότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι ίση όταν κάθε εκλογέας έχει μόνο μία. Ισχύει το αγγλοσαξωνικό αξίωμα, ένας άνθρωπος μία ψήφος. Κάθε ψήφος έχει την ίδια νομική δύναμη για τη διαμόρφωση του νομικού αποτελέσματος με το οποίο το εκλογικό σώμα εκφράζει τη βούλησή του. Οι ψήφοι μετρούνται και δεν ζυγίζονται.
Η ισότητα της ψήφου είναι αναγκαία συνέπεια της καθολικότητας.
Η ατομικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι ατομική όταν ο εκλογέας εκφράζεται νομικώς ως άτομο. Η θέληση του λαού, που είναι όργανο συλλογικό, είναι η συνισταμένη των ατομικών θελήσεων κατά τον κανόνα της πλειοψηφίας.
Η αμεσότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι άμεση όταν ο ίδιος ο εκλογέας εκλέγει απευθείας τον αντιπρόσωπό του, δηλ χωρίς την παρεμβολή άλλου. Αντίθετα η ψήφος είναι έμμεση όταν ο εκλογέας αναδεικνύει εκλέκτορες, οι οποίοι είναι αρμόδιοι να εκλέξουν τους αντιπροσώπους, δηλ εκφράζουν δική τους βούληση. Η έμμεση εκλογή είναι η άλλη όψη της έμμεσης ψήφου και έχει δύο ή περισσότερους βαθμούς.
Η μυστικότητα της ψήφου
Η ψήφος είναι μυστική όταν δεν επιτρέπεται να γνωρίζει το περιεχόμενό της κανένας εκτός από εκείνον που ψηφίζει.
Ψήφος υποχρεωτική ή προαιρετική και προσωπική ή μη
Η ψήφος είναι υποχρεωτική όταν ο εκλογέας έχει νομική υποχρέωση να ψηφίσει δηλ δεν επιτρέπεται να απέχει από την ψηφοφορία. Ειδεμή, η ψήφος είναι προαιρετική.
Η ψήφος είναι προσωπική όταν ο εκλογέας πρέπει να ψηφίζει αυτοπροσώπως. Δεν είναι προσωπική η ψήφος με αντιπρόσωπο. Η προσωπική ψήφος αποτελεί εξασφάλιση της ελευθερίας των εκλογέων, αλλά αποκλείει  από την ψηφοφορία όσους δεν μπορούν να προσέλθουν αυτοπροσώπως δηλ αυξάνει την αποχή.
Η επιστολική ψήφος όμως είναι προσωπική.


Η ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
Τα κόμματα
Πολιτικό κόμμα είναι η εκούσια ένωση πολιτών η οποία έχει οργάνωση και πρόγραμμα και επιδιώκει να κάνει το δικό της πρόγραμμα πρόγραμμα του κράτους, ιδίως επιτυγχάνοντας την εκλογή δικών της υποψηφίων στις εκλογές. Η σύγχρονη δημοκρατία έχει γίνει κομματική. Η δημοκρατία είναι πολίτευμα των κομμάτων και εναλλακτική λύση είναι το πολίτευμα των ολίγων ή του ενός, σήμερα δηλαδή συνήθως η δικτατορία.

ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες
Εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος υπολογισμού με την οποία οι ψήφοι μετατρέπονται σε έδρες. Με άλλα λόγια είναι η μέθοδος η οποία δίνει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Μέρος του εκλογικού συστήματος αποτελεί  ουσιαστικά και η διαίρεση της επικράτειας σε εκλογικές περιφέρειες. Εκλογική περιφέρεια είναι το τμήμα της επικράτειας στο οποίο αντίστοιχο τμήμα του λαού εκλέγει τους αντιπροσώπους του, επειδή έτσι ορίζει το δίκαιο.
Τα πλειοψηφικά συστήματα
-          Το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας (με ένα γύρο). Το αρχαιότερο και απλούστερο εκλογικό σύστημα το οποίο εξακολουθεί να επικρατεί στον αγλλοσαξωνικό κόσμο είναι το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας. Εκλέγεται όποιος υποψήφιος πάρει τις περισσότερες ψήφους  (όποιος έρθει πρώτος). Κανονικά το σύστημα αυτό προϋποθέτει τη διαίρεση της επικράτειας σε μονοεδρικές περιφέρειες.
Όταν το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας εφαρμόζεται σε πολυεδρικές περιφέρειες, είναι πολύ συζητήσιμο αν ανταποκρίνεται στις δημοκρατικές απαιτήσεις.
Το πλειοψηφικό σύστημα αγγλικού τύπου συγκεντρώνει πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα. Θέτει τον εκλογέα ενώπιον των ευθυνών του. Τον υποχρεώνει να εκφράζεται μια κι έξω. Ο ψηφοφόρος  δεν μπορεί να διορθώσει την ψήφο του.
Η ψυχολογία των ψηφοφόρων επιδρά στα κόμματα.
-          Το σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας (με δύο γύρους). Πρόκειται για προσαρμογή του προηγούμενου συστήματος στις απαιτήσεις ιδίως της γαλλικής πολιτικής ζωής όπου στις εκλογές αντιπαρατάσσονται περισσότερα από δύο αξιόλογα κόμματα. Οι περιφέρειες είναι μονοεδρικές και εκλέγεται όποιος υποψήφιος συγκεντρώνει ψήφους περισσότερες από το άθροισμα των ψήφων όλων των άλλων (πρώτος γύρος) δηλ την απόλυτη πλειοψηφία.
Όταν κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται (δεύτερος γύρος) οπότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Κάθε υποψήφιος μπορεί να αποχωρήσει από τον αγώνα μεταξύ δύο γύρων, αλλά για να συμμετάσχει στον δεύτερο απαιτείται συνήθως να έχει συγκεντρώσει ορισμένο ποσοστό στον πρώτο.
Στο  σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας υφέρπει η ιδέα ότι ο αντιπρόσωπος έχει μεγαλύτερο κύρος, όταν τον αναδεικνύει επαρκής αριθμός ψήφων.
Το πλειοψηφικό σύστημα με δύο γύρους ευνοεί τα κεντρώα κόμματα, που μπορούν ευκολότερα να συνάπτουν συμμαχίες, δεν οδηγεί σε δικομματισμό και δεν σχηματίζει κατά ανάγκη συμπαγείς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.

Τα αναλογικά συστήματα
Το ιδεώδες των αναλογικών συστημάτων είναι το πηλίκο της διαιρέσεως του ποσοστού επί τοις εκατό σε κοινοβουλευτικές έδρες τις οποίες κερδίζει σε όλη την επικράτεια ένα κόμμα δια του ποσοστού επί τοις εκατό σε ψήφους τις οποίες λαμβάνει σε όλη την επικράτεια το ίδιο κόμμα να ισούται με τη μονάδα.
Αυτό το πηλίκο ονομάζεται δείκτης αντιπροσωπευτικότητας. Προφανώς είναι στη πράξη αδύνατο να ισούται το πηλίκο με την ακέραιη μονάδα. Άρα αρκεί να την προσεγγίζει. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον μία έδρα να κατατμηθεί και να μοιρασθεί σε περισσότερα κόμματα.
Το ιδεώδες επιδιώκεται καλύτερα, όπου όλη η επικράτεια αποτελεί ενιαία εκλογική περιφέρεια. Κάτι τέτοιο όμως συμβαίνει σπανιότατα.
Η αναλογική δεν προσφέρει κυβερνητική πλειοψηφία και οι εκλογές δεν λειτουργούν ως κύρωση προς την κυβερνητική πλειοψηφία που αποτυγχάνει να λύσει τα προβλήματα.
Την πολιτική ζωή τη ρυθμίζουν τα μικρά κόμματα. Με άλλα λόγια, η αναλογική φαλκιδεύει τον έλεγχο της πραγματικής εξουσίας από τον λαό.
Όταν η κατανομή των εδρών στα κόμματα γίνεται στο επίπεδο της επικράτειας και όχι των εκλογικών περιφερειών, υπάρχουν δύο συστήματα, το σύστημα του εθνικού εκλογικού μέτρου και το σύστημα του σταθερού εκλογικού μέτρου.
Το εθνικό εκλογικό μέτρο είναι το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των εγκύρων ψήφων δια του αριθμού των εδρών της βουλής. Εν συνεχεία, διαιρούμε το σύνολο των ψήφων κάθε κόμματος για να βρούμε τον αριθμό των εδρών του.
Η κατανομή των εδρών στα κόμματα γίνεται σε εκλογικές περιφέρειες.
Αυτό το σύστημα παρουσιάζει ένα σημαντικό πρόβλημα. Η απαραίτητη ακεραιοποίηση των πηλίκων με τους αριθμούς των εδρών δημιουργεί αχρησιμοποίητα υπόλοιπα ψήφων και αδιάθετες έδρες.
Η μέθοδος του ισχυρότερου μέσου όρου είναι πολυπλοκότερη και ευνοεί συνήθως τα κόμματα που έχουν μεγάλο αριθμό ψήφων.
-          Το κυρίως σύστημα Χάρκενμπαχ Μπίσοπ. Για να μη μένουν πολλές αδιάθετες έδρες ο Ελβετός καθητής Χάρκενμπαχ Μπίσοπ επινοεί μία παραλλαγή της μεθόδου του εκλογικού μέτρου στο επίπεδο των εκλογικών περιφερειών. Στη διαίρεση για τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου προσθέτει αυθαίρετα μία μονάδα στον διαιρέτη, που είναι ο αριθμός των εδρών της περιφέρειας. Η ρήτρα του συν 1 μικραίνει το εκλογικό μέτρο και για αυτό ευνοεί συνήθως τα μικρότερα κόμματα. Έχει τόσο μεγάλη διάδοση ώστε όλο το σύστημα έχει πάρει το όνομα του Μπίσοπ δηλαδή ακόμη και χωρίς προσθήκη του διαιρέτη.
-          Το σύστημα Ντ΄Οντ. Στηρίζεται στην εξής θεωρητική σκέψη, αν η περιφέρεια έχει μία έδρα είναι λογικό να την πάρει το πρώτο σε ψήφους κόμμα, αν η περιφέρεια έχει δύο έδρες, τη δεύτερη πρέπει να την πάρει το δεύτερο σε ψήφους κόμμα εκτός αν το πρώτο κόμμα έχει υπερδιπλάσιες ψήφους από το δεύτερο, οπότε το πρώτο κερδίζει και τη δεύτερη έδρα και ούτω καθ εξής.
-          Το σύστημα Σαιντ Λάνγκ. Το σύστημα Ντ΄Οντ είναι δυσμενές για τα μικρά κόμματα εκτός αν οι εκλογικές περιφέρειες έχουν πολλές έδρες. Για να αντιμετωπίσει την υποαντιπροσώπευση των μικρών κομμάτων ο Γάλλος Σαιντ Λάνγκ τροποποιεί το προηγούμενο σύστημα. Το σύστημα αυτό είναι όμοιο με το προηγούμενο μόνο που ως διαιρέτες χρησιμοποιεί αποκλειστικά τους περιττούς αριθμούς ώστε να είναι αναλογικότερο.
-          Το σύστημα Χέαρ. Οι εκλογικές περιφέρειες έχουν συνήθως τρεις ως πέντε έδρες.  Σε κάθε περιφέρεια υπάρχει μόνο ένα ψηφοδέλτιο με τα ονόματα όλων των υποψηφίων από όλα τα κόμματα. Ο εκλογέας ψηφίζει μόνο υπέρ ενός υποψηφίου, αλλά μπορεί να κατατάξει κατά σειρά φθίνουσα στο ψηφοδέλτιό του και άλλους υποψήφιους από οποιοδήποτε κόμμα. Εκλέγεται όποιος καλύπτει το εκλογικό μέτρο που υπολογίζεται με τη ρήτρα του συν 1. Όταν ο πρώτος υποψήφιος συγκεντρώνει το εκλογικό μέτρο και εκλέγεται όσες ψήφοι του δεν δικαιολογούν εκλογή μεταβιβάζονται και ισχύουν υπέρ του δεύτερου υποψηφίου κατά τη σειρά που όρισαν οι εκλογείς και ούτω κάθε εξής.


Τα μεικτά συστήματα
Η διαπίστωση ότι καμία πλειοψηφία δεν χρειάζεται ποσοστό εδρών μεγαλύτερο από 60% για να κάνει καλά τη δουλειά της οδηγεί σε μεικτά εκλογικά συστήματα, που συνδυάζουν στοιχεία αναλογικά και πλειοψηφικά και επιδιώκουν σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς να συνθλίβουν τα μειοψηφικά πολιτικά ρεύματα. Οι δυνατότητες συνδυασμού είναι άπειρες, αλλά κάθε μεικτό σύστημα έχει έναν κορμό πλειοψηφικό ή αναλογικό και πρόσθετες ρήτρες από το άλλο σύστημα.
-          Η ελληνική ενισχυμένη αναλογική. Πρόκειται για σύστημα κατά βάση αναλογικό στο οποίο όμως ενισχύεται δραστικά το πρώτο κόμμα. Η ενίσχυση επιτυγχάνεται κυρίως με δύο τρόπους αφενός με υψηλά ποσοστά )συνήθως 17% των ψήφων σε όλη τη χώρα) για τη συμμετοχή των κομμάτων στη δεύτερη και Τρίτη κατανομή των εδρών (ως το 1981) και αφετέρου με τον υπολογισμό στη δεύτερη και Τρίτη κατανομή όχι των αχρησιμοποίητων ψήφων από την πρώτη κατανομή αλλά του συνόλου των ψήφων των κομμάτων της δεύτερης κατανομής.
-          Το γερμανικό σύστημα των δύο ψήφων. Οι μισές βουλευτικές έδρες αντιστοιχούν σε μονοεδρικές περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται όλη η επικράτεια. Οι άλλες μισές κατανέμονται στα ομόσπονδα κρατίδια που αποτελούν πολυεδρικές περιφέρειες. Κάθε εκλογέας έχει δύο ψήφους την πρώτη για τη μονοεδρική του περιφέρεια και τη δεύτερη για την περιφέρεια του κρατιδίου του. Αποφασιστική σημασία για την κομματική σύνθεση της ομοσπονδιακής βουλής δεν έχει η πρώτη ψήφος αλλά μόνο η δεύτερη.
-          Το ιταλικό σύστημα των δύο ψήφων. Κάθε εκλογέας διαθέτει δύο ψηφοδέλτια. Με το πρώτο ψηφίζει σε μονοεδρική περιφέρεια με σύστημα σχετικής πλειοψηφίας. Με το δεύτερο ψηφίζει σε πολυεδρική περιφέρεια με αναλογικό σύστημα και δεσμευμένους συνδυασμούς. Η αναλογική κατανομή των εδρών γίνεται σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των κομμάτων που συγκεντρώνουν τουλάχιστον 4% των έγκυρων ψήφων. Για κάθε επιτυγχόντα υποψήφιο μονοεδρικής περιφέρειας αφαιρούνται από τις ψήφους του κόμματός του στην αντίστοιχη πολυεδρική τόσες ψήφοι όσες έλαβε στη μονοεδρική ο αμέσως επόμενος υποψήφιος συν μία.


















O ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ

ΓΙΑΤΙ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Για να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του ανθρώπου, είναι απαραίτητος και ο χωρισμός των εξουσιών.
Ο χωρισμός των εξουσιών είναι συνταγή ελευθερίας.
Το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι διόλου η ουσιαστική διάκριση των διαφόρων αρμοδιοτήτων. Είναι η κατανομή τους σε διαφορετικά όργανα. Το κριτήριο του χωρισμού είναι οργανικό και όχι ουσιαστικό.
Παραδοσιακά η κρατική εξουσία χωρίζεται σε τρεις  ομάδες οργάνων, που αποτελούν την νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Οι τρεις αυτές κατευθύνσεις ονομάζεται λειτουργίες του κράτους.
Αυτή είναι η διάκριση των λειτουργιών, η οποία δεν λείπει από κανένα κράτος ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.
Όταν κάθε λειτουργία την ασκεί ιδιαίτερη ομάδα οργάνων, τότε ισχύει και ο χωρισμός των εξουσιών, που είναι οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ
Το ουσιώδες δεν είναι η διάκριση των πράξεων σύμφωνα με κριτήρια αυστηρής λογικής, αλλά, πολύ πρακτικότερα, η κατανομή των διαφόρων αρμοδιοτήτων μεταξύ τριών ομάδων οργάνων. Αυτές  οι τρεις ομάδες λέγονται εξουσίες. Η κατανομή δεν αποκλείει διόλου την ιεράρχηση μεταξύ των εξουσιών ώστε την  τελευταία λέξη να την έχει η νομοθετική, την οποία νομιμοποιεί άμεσα ο λαός.
Όμως η ιεράρχηση δεν πρέπει να αναιρεί τον χωρισμό.
Τα όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σχηματίζουν πυραμίδα. Στα κατώτερα επίπεδά της, τα πολυάριθμα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας βρίσκονται επίσης σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους. Αντίστοιχη πυραμίδα σχηματίζουν και οι  κανόνες δικαίου, τους οποίους παράγουν τα διάφορα όργανα.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ  (ΘΕΜΑ 2005)
Είδαμε ότι το κριτήριο του χωρισμού των εξουσιών είναι οργανικό και ότι ο χωρισμός διαμορφώνει την πυραμίδα των κανόνων δικαίου. Αυτά όμως τα στοιχεία είναι τυπικά και δεν αφορούν την ουσία των ρυθμίσεων. Πως και πότε το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου συνάδει προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία;
Και αυτό το ζήτημα το αντιμετωπίζουν πρώτα στην Αγγλία. Το λύνουν με τη διδασκαλία της κυριαρχίας του νόμου (Rule of law).
Το αγγλικό κοινοδίκαιο (common law), που έχει εθιμική προέλευση, αποτελεί την ορατή μορφή του φυσικού δικαίου, διότι τις αρχές του φυσικού δικαίου τις συνάγει ο άνθρωπος με το λογικό του. Πριν την Αγγλική Επανάσταση, οι πολέμιοι του βασιλέα  υποστηρίζουν ότι το κοινοδίκαιο είναι υπεράνω του μονάρχη και της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή των υπουργών του. Η επανάσταση όμως με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων (Bill of Rights 1689) καθιερώνει την κυριαρχία του Κοινοβουλίου. Το κοινοβούλιο νικά αλλά ο βασιλέας θεωρείται συνιστώσα του Κοινοβουλίου. Τώρα το ανώτατο επίπεδο αποτελείται από το ενιαίο σύνολο που απαρτίζουν το κοινοδίκαιο και οι νόμοι. Το κοινοδίκαιο υπόκειται σε τροποποιήσεις από νόμους, ου ψηφίζει το Κοινοβούλι8ο. Συνεπώς, ο μονάρχης και οι υπουργοί του δεν μπορούν να δρουν αυθαίρετα. Υπόκεινται στο σύνολο των κανόνων του αγγλικού δικαίου όπως όλος ο κόσμος.
Η παραδοσιακή εκδοχή της κυριαρχίας του νόμου σημαίνει ότι η εκτελεστική εξουσία δρα μόνο σύμφωνα με τους νόμους δηλαδή ισχύει η αρχή της νομιμότητα και ότι δεν υπάρχει αυθαίρετη εξουσία. Με άλλα λόγια, ισχύει η υπεροχή του νόμου. Έτσι, ένας άνθρωπος τιμωρείται για παράβαση του νόμου και για τίποτε άλλο. Η κυριαρχία του νόμου σημαίνει επίσης, ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή ότι όλοι, ακόμη και ο βασιλιάς και η εκτελεστική εξουσία,  υπόκεινται εξίσου στον νόμο, αν και όχι αναγκαστικά στον ίδιο. Υπόκεινται όμως πάντοτε στη δικαιοδοσία των ίδιων τακτικών δικαστηρίων.
Ενώ σε άλλα κράτη οι γραπτοί συνταγματικοί κανόνες αποτελούν την πηγή των ατομικών δικαιωμάτων, στην Αγγλία οι αρχές του ιδιωτικού δικαίου έχουν τόσο επεκταθεί από τα δικαστήρια και το Κοινοβούλιο, ώστε καταρχήν ρυθμίζουν και τη δράση του μονάρχη και της εκτελεστικής εξουσίας ακριβώς όπως ρυθμίζουν και τη δράση των απλών πολιτών.
Βέβαια το Κοινοβούλιο μπορεί να θεσπίζει ότι κανόνα θέλει. Τούτο όμως μόνο θεωρητικά. Στην πράξη, η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας καθιστά περιττή ακόμη και την υπόνοια ότι αυτή κινδυνεύει.
Είναι φανερό ότι η κυριαρχία του νόμου καλύπτει όχι μόνο τα τυπικά στοιχεία αλλά και το ουσιαστικό περιεχόμενο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δηλαδή οι κανόνες δικαίου πρέπει να συνάδουν προς ορισμένα εχέγγυα δημοκρατίας και δικαιοσύνης, ουσιαστικά και διαδικαστικά.
Η κυριαρχία του νόμου είναι ένα από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του αγγλικού Συντάγματος. Τα άλλα δύο είναι η κυριαρχία του Κοινοβουλίου και οι συνθήκες του πολιτεύματος.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η έννοια του κράτους δικαίου είναι αρχικώς γερμανική επινόηση του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνα.Η χρονικώς προηγούμενη μορφή λέγεται αστυνομικό κράτος. Σε αυτό οι κυβερνώντες μπορούν, χωρίς νομικούς περιορισμούς, να εφαρμόζουν κάθε, κατά την κρίση τους, σκόπιμη ρύθμιση στους ανθρώπους που καταλαμβάνει η κρατική εξουσία. Τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι σεβαστά, ούτε υπάρχει χωρισμός εξουσιών. Βρισκόμαστε στην απόλυτη μοναρχία.
Αρχικώς το κράτος δικαίου εκφράζει την αντίθεση προς το αστυνομικό κράτος και είναι πολιτικό σύνθημα. Αργότερα παίρνει νομικό περιεχόμενο και είναι η μοναδική αρχή του γερμανικού συνταγματικού δικαίου η οποία δεν είναι προϊόν εισαγωγής.
Κατά την περιορισμένη μοναρχία επικρατεί συμβιβασμός του μονάρχη με τους αστούς. Ο μονάρχης ρυθμίζει μόνος του τις σχέσεις στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού δηλ στην εκτελεστική εξουσία. Για να επεμβαίνει όμως στην ελευθερία και την ιδιοκτησία των πολιτών, χρειάζεται τη συγκατάθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας. Αυτή δίνει τη συγκατάθεσή της ψηφίζοντας τον νόμο, τον οποίο δεν παράγει μόνος του ο μονάρχης. Εξ ορισμού, οι κανόνες δικαίου θεσπίζονται με νόμο ή με βάση νόμο, δηλαδή με νομοθετική εξουσιοδότηση, και ρυθμίζουν σχέσεις μέσα στην κοινωνία, δηλαδή την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Σε αντιδιαστολή με ότι συμβαίνει στην κοινωνία, τις σχέσεις μέσα στο κράτος τις ρυθμίζουν όχι κανόνες δικαίου, αλλά κανόνες διοικητικοί. Το κράτος είναι πεδίο μη δικαίου.
Όταν το κοινοβούλιο επικρατεί, το πολίτευμα δεν είναι πλέον μοναρχικό και ο νόμος ρυθμίζει και τον κρατικό μηχανισμό. Τότε υπάρχει κράτος δικαίου. Σε αυτό και η νομοθετική εξουσία δεσμεύεται από τα ατομικά δικαιώματα,  που κατοχυρώνονται συνταγματικώς.
Προφανώς, το κράτος δικαίου αφορά αρχικά τον τύπο των ρυθμίσεων αλλά επεκτείνεται και στην ουσία τους.
Το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της αρχής του κράτους δικαίου είναι η δέσμευση των κρατικών οργάνων από τα θεμελιώδη δικαιώματα.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Κατά την ψήφιση του θεμελιώδους νόμου της Βόννης εμφανίζεται η ανάγκη το κράτος να ρυθμίζει και την κοινωνία για να προστατεύει τους ασθενέστερους από την άσκηση της ελευθερίας των ισχυρότερων. Οι νόμοι πρέπει να ικανοποιούν ορισμένες ουσιαστικές απαιτήσεις, ώστε να είναι κοινωνικώς δίκαιοι και να μετριάζουν τις κοινωνικές ανισότητες.

ΤΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (τα τρία είδη αντιπροσωπευτικού συστήματος)
Η συστηματική σχέση μεταξύ αφενός των ανώτερων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας και αφετέρου της νομοθετικής εξουσίας αποτελεί το κυβερνητικό σύστημα κάθε κράτους.
Η επιστήμη όμως συνάγει τρεις τύπους, το κοινοβουλευτικό σύστημα, το προεδρικό σύστημα και το σύστημα κυβερνώσης βουλής.
Κριτήριο είναι ο βαθμός του χωρισμού των εξουσιών. Το κοινοβουλευτικό υιοθετεί ήπιο χωρισμό των εξουσιών, το προεδρικό αυστηρό και το σύστημα κυβερνώσης βουλής χαλαρότατο, αν όχι σύγχυση των εξουσιών.

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η διαμόρφωσή του στην Αγγλία
Το κοινοβουλευτικό σύστημα διαμορφώνεται κατά τον 18ο αιώνα και παγιώνεται στις αρχές του 19ου, αποτελεί δηλαδή μία φάση στην εξέλιξη του αγγλικού πολιτεύματος. Αυτό πρώτα γίνεται κοινοβουλευτικό με την κοινοβουλευτική σχέση και ύστερα δημοκρατικό με την καθολική ψήφο οπότε ξεφεύγει από τα χέρια των ευγενών ή των προκρίτων.
Ο μονάρχης που κατέχει την εκτελεστική εξουσία, είναι προσωπικά ανεύθυνος. Αυτός ο εθιμικός κανόνας αντικατοπτρίζει μία πραγματική αλήθεια. Μόνο μία επανάσταση μπορεί να θέσει ζήτημα ευθύνης του μονάρχη. Είναι αξίωμα του αγγλικού δικαίου ότι ο βασιλέας δεν μπορεί να κάνει κάτι κακό δηλαδή είναι ανεύθυνος. Συνάμα επικρατεί ο κανόνας ότι η βούληση του μονάρχη δεν δεσμεύει νομικά, αν δεν εκφράζεται με γραπτή πράξη που φέρει την προσυπογραφή υπουργού. Αυτός είναι ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής.
Με την επανάσταση του 1688 η νίκη του Κοινοβουλίου είναι τόσο μεγάλη, που ο βασιλέας δεν μπορεί να κυβερνήσει, αν δεν τον στηρίζει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που ψηφίζει κάθε έτος τους φόρους και τη συντήρηση στρατού. Η καλύτερη μέθοδος για να εξασφαλίζει ο βασιλιάς τη συνεργασία του κοινοβουλίου είναι να επιλέγει τους υπουργούς και το κόμμα που πλειοψηφεί εκεί.
Τον 18ο αιώνα οι βασιλείς παύουν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου των υπουργών τους. Ένας υπουργός έχει προνομιακές σχέσεις με τον βασιλέα και χρησιμεύει ως ενδιάμεσος. Ανεπίσημα, τον επονομάζουν πρωθυπουργό. Το λειτούργημα του πρωθυπουργού εμφανίζεται με τον Walpole. Μέχρι τότε οι υπουργοί εξαρτώνται καταρχήν μόνο από τον βασιλέα. Υπάρχει, όμως η διαδικασία της ποινικής τους ευθύνης κατά την οποία η βουλή των κοινοτήτων μπορεί να τους απαγγέλλει κατηγορία ενώπιον της βουλής των λόρδων. Οι υπουργοί ευθύνονται για τις παράνομες πράξεις τους, αλλά και για τις πράξεις τους που θεωρούνται επιζήμιες για τη χώρα  κατά την ελεύθερη εκτίμηση των βουλών. Η βουλή των λόρδων αποφασίζει ελεύθερα και για την ποινή, που μπορεί να είναι ακόμη και θανατική.
Η έννοια της ευθύνης συνδέεται άρρηκτα με την κύρωση. Γενικά, η ευθύνη σημαίνει ότι για μία πράξη προβλέπονται κυρώσεις και ότι ένα πρόσωπο υπόκεινται σε αυτές.
Όταν την κύρωση την προβλέπει το αστικό δίκαιο, η ευθύνη είναι αστική, όταν η κύρωση είναι ποινή η ευθύνη είναι ποινική.  Όταν η κύρωση είναι πειθαρχική η ευθύνη είναι πειθαρχική.
Όταν ο Walpole αντιλαμβάνεται ότι η βουλή των κοινοτήτων πρόκειται να ξεκινήσει ποινική διαδικασία εναντίον του, σπεύδει να παραιτηθεί . Χάνει την εξουσία, αλλά δεν διακινδυνεύει τη ζωή του. Με αυτό το προηγούμενο, οι υπουργοί αποκτούν πολιτική ευθύνη. Αυτή είναι ακόμη ατομική και οι άλλοι υπουργοί δεν παραιτούνται μαζί. Η υπουργική αλληλεγγύη, όμως, είναι προδιαγεγραμμένη. Αφού ο βασιλιάς επιλέγει τους υπουργούς συνήθως με πρόταση του πρωθυπουργού είναι φυσικό όλοι τους να ενστερνίζονται τη γενική πολιτική. Και η βουλή των κοινοτήτων και η κοινή γνώμη τους θεωρούν αλληλεγγύως υπεύθυνους για αυτήν. Όταν ο πρωθυπουργός Λόρδος Νόρθ παραιτείται επειδή η αποτυχία της πολιτικής του για την Αμερική προκαλεί την εχθρότητα της βουλής των Κοινοτήτων, παραιτούνται μαζί του όλοι οι υπουργοί. Η πολιτική ευθύνη γίνεται πλέον συλλογική. Το σύνολο των υπουργών αποτελεί την κυβέρνηση. Παραλλήλως η διαδικασία της ποινικής ευθύνης των υπουργών περιπίπτει σε αχρησία, διότι για τη βουλή σημασία έχει προ παντός η απομάκρυνση των ανεπιθύμητων υπουργών από την εξουσία. Επειδή η Βουλή δεν μπορεί να ζητήσει ευθύνες από τον ανεύθυνο βασιλέα, τις ζητεί από τους υπεύθυνους υπουργούς. Αυτοί προσυπουγράφουν μόνο βασιλικές πράξεις οπυ δεν προκαλούν την αντίδραση της βουλής  και έτσι η βουλή διοχετεύει την πολιτική της στην εκτελεστική εξουσία.
Η εξέλιξη αυτή ολοκληρώνεται, όταν ο πρωθυπουργός Πιττ ο νεότερος βρίσκεται σε μειοψηφία στη βουή των κοινοτήτων. Αντί να παραιτηθεί εισηγείται στον βασιλέα τη διάλυσή της. Στις εκλογές που ακολουθούν (1784) νικά κατά κράτος. Έτσι η διάλυση της βουλής γίνεται όπλο της εκτελεστικής εξουσίας. Με τη διάλυση οι εκλογείς λύνουν τη διαφορά που φέρνει αντιμέτωπες κυβέρνηση και βουλή.
Το αγγλικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι προϊόν συνθηκών του πολιτεύματος, που παγιώνονται σταδιακά. Η νέα μορφή κοινοβουλευτισμού είναι λογική εξέλιξη της προηγούμενης. Τώρα όλη η εξουσία πηγάζει από τον λαό, που την ασκεί με τους αντιπροσώπους του. Ο αρχηγός του κράτους είναι πλέον υπεράνω κομμάτων, αλλά και της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Γίνεται ρυθμιστής ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση δηλ ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Τα χαρακτηριστικά του
Κοινοβουλευτικό σύστημα έχουμε όταν υπάρχει η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση ανάμεσα σε τρία ανώτερα όργανα του κράτους, τον αρχηγό του κράτους τη βουλή και την κυβέρνηση. Τη βάση του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί η υπουργική ευθύνη. Προϋποτίθενται, όμως και άλλα δύο στοιχεία, οι αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους αφενός να διορίζει και να παύει τους υπουργούς και αφετέρου να διαλύει τη βουλή. Αυτές άλλωστε τον καθιστούν ρυθμιστή του πολιτεύματος.
Η Κυβέρνηση (ή υπουργικό συμβούλιο) είναι όργανο συλλογικό και για αυτό ο αρχηγός της, ο πρωθυπουργός  από νομική άποψη δεν επικρατεί απολύτως. Την κυβέρνηση χαρακτηρίζει κατά κανόνα κομματική ομοιογένεια που της δίνει πολιτική ενότητα. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική του κράτους. Την κυβέρνηση κατά κανόνα αποτελούν ηγετικά κομματικά στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Κάθε νέα κυβέρνηση πρέπει να παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή. Όταν η βουλή αποδοκιμάζει την κυβέρνηση, αυτή πρέπει να αποχωρεί από την εξουσία εκτός αν προκαλέσει διάλυση της βουλής από τον αρχηγό του κράτους. Με τη διάλυση της κυβέρνησης αντιστέκεται στη  βουλή από την οποία εξαρτάται. Τελικώς, η λαϊκή ετυμηγορία επιβάλλει την ισορροπία.
Ο εξορθολογισμός του κοινοβουλευτισμού
Η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος προϋποθέτει ότι ένα κόμμα ‘ ή έστω, ένας σταθερός συνασπισμός κομμάτων’ διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή. Τούτο, καταρχήν, το εξασφαλίζει το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα αγγλικού τύπου ή κάποιο άλλο κατά αποτέλεσμα παρόμοιο. Όταν τέτοιο σύστημα απουσιάζει, η κυβερνητική αστάθεια είναι σύνηθες φαινόμενο. Για να την αποφύγουν, πολλά Συντάγματα μετά τον πρώτο αλλά και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο περιέχουν ειδικές διατάξεις, που ενισχύουν την ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας.
Το ημιπροεδρικό σύστημα
Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είναι δραστικότερη, όταν το κοινοβουλευτικό σύστημα δανείζεται ένα τουλάχιστον στοιχείο του προεδρικού, την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Επιπλέον, ορισμένες προεδρικές πράξεις συνήθως εξαιρούνται από τον κανόνα της υπουργικής προσυπογραφής. Τέτοιες πράξεις μπορεί να είναι η διάλυση της βουλής, ο διορισμός πρωθυπουργού, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η κήρυξη καταστάσεως ανάγκης ή πολιορκίας, η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή η παραπομπή του σε συνταγματικό δικαστήριο κλπ. Έτσι δημιουργείται ημιπροεδρικό σύστημα, στο οποίο η τριγωνική κοινοβουλευτικό σύστημα, στο οποίο η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση παραμένει άθικτη. Κανονικά, το ημιπροεδρικό σύστημα είναι είδος του κοινοβουλευτικού παρά τα προεδρικά του στοιχεία.

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η γέννησή του στης ΗΠΑ
Το προεδρικό σύστημα (ή σύστημα της ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας ή αμερικάνικο) είναι γέννημα και θρέμμα του αμερικανικού λαού, ακόμη και αν οι βρετανικοί θεσμοί χρησιμεύουν ως υπόδειγμα. Οι Ιδρυτές Πατέρες, που συντάσσουν και ψηφίζουν στη Φιλαδέλφεια, το 1787, το πρώτο Σύνταγμα στον κόσμο, θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους Άγγλων αποίκων. Θέλουν να δανεισθούν το αγγλικό πολίτευμα. Για  αυτό επινοούν τον πρώτο αιρετό ανώτατο άρχοντα, τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης είναι οπαδοί του Μοντεσκιέ, έχουν βαθύτατη πίστη στα ατομικά δικαιώματα και εκπροσωπούν επί μέρους πρωην αποικίες, που θέλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν στο πανανθρώπινο δημοκρατικό κίνημα το γραπτό Σύνταγμα και την υπεροχή του έναντι του κοινού νόμου, την αβασίλευτη δημοκρατία, την ομοσπονδιακή οργάνωση και το προεδρικό σύστημα. Δεν είναι και λίγα. Το πρώτο σύνταγμα του κόσμου είναι και το μακροβιότερο. Με σχετικά λίγες τροποποιήσεις, ισχύει και σήμερα, κυρίως χάρη στη δημιουργική ερμηνεία του από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το ίδιο Σύνταγμα διέπει αρχικά ένα κράτος με τριάμισι εκατομμύρια πληθυσμό και αγροτική οικονομία και ύστερα από δύο αιώνες, τη μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη και μάλιστα βοήθησε σε αυτή τη μεταμόρφωση. Εντούτοις το προεδρικό σύστημα δεν επιτυγχάνει σε καμμία άλλη χώρα. Σε όσες το μιμούνται ιδίως στη Λατινική Αμερική, η δημοκρατία είναι πρόσκαιρη και καχεκτική.
Τα χαρακτηριστικά του αμερικάνικου συστήματος
Η εκτελεστική εξουσία ανήκει σε μονοπρόσωπο όργανο, τον πρόεδρο των ηνωμένων πολιτειών και η νομοθετική στο κογκρέσο που απαρτίζουν η βουλή των αντιπροσώπων και η γερουσία. Η βουλή αντιπροσωπεύει τον λαό του ομοσπονδιακού κράτους και η γερουσία τις  πολιτείες.
Τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών επιτυγχάνουν δύο στοιχεία, η εκλογή του αρχηγού του κράτους από τον λαό και η απουσία πολιτικής ευθύνης της εκτελεστικής εξουσίας ενώπιον του κογκρέσου.
Η εκλογή του προέδρου είναι έμμεση. Αυτό είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ μεγάλων και μικρών πολιτειών δηλ συνέπεια του ομοσπονδιακού συστήματος. Τον πρόεδρο εκλέγει σώμα εκλεκτόρων. Κάθε πολιτεία έχει αριθμό εκλεκτόρων ίσο με τον αριθμό των αντιπροσώπων της στο κογκρέσο (ν + 2).
Όσο μικρότερο πληθυσμό έχει η πολιτεία τόσο μεγαλύτερο ειδικό βάρος έχει η ψήφος του εκλογέα. Στην πράξη, η εκλογή είναι οιονεί άμεση και οι εκλογείς χρησιμοποιούν ψηφοδέλτια με τα ονόματα των υποψηφίων προέδρων και όχι των εκλεκτόρων, τους οποίους δεν γνωρίζουν. Βέβαια, ισχύει πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και όλοι οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας ψηφίζουν τον ίδιο υποψήφιο. Σπανιότατα, μπορεί ο δεύτερος σε λαϊκές ψήφους υποψήφιος να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων και να εκλεγεί πρόεδρος. Το πλειοψηφικό σύστημα διαθλά την έκφραση του λαού, αλλά κάτι τέτοιο είναι απολύτως αποδεκτό στο ομοσπονδιακό σύστημα. Ο Πρόεδρος εκλέγεται για τετραετή θητεία. Μαζί του εκλέγεται και ένας αντιπρόεδρος, που έχει κύρια αποστολή να διαδεχθεί τον πρόεδρο αν διακοπεί η θητεία του. Επίσης, προεδρεύει στη γερουσία όπου ψηφίζει όμως μόνο σε ισοψηφία. Η λαϊκή εκλογή καθιστά τον Πρόεδρο ισότιμο με το κογκρέσο. Στο ίδιο συντελεί και το ότι ούτε η προεδρική εκλογή ούτε οι εκλογές για το κογκρέσο μπορούν να γίνουν πρόωρα.
Ούτε ο Πρόεδρος ούτε οι υπουργοί έχουν πολιτική ευθύνη ενώπιον του κογκρέσου, που δεν μπορεί να τους υποχρεώσει σε παραίτηση. Δεν υπάρχει διαδικασία δυσπιστίας. Οι υπουργοί, γραμματείας ακριβέστερα, δεν είναι μέλη συλλογικού οργάνου. Είναι απλοί βοηθεί του Προέδρου, που τους διορίζει και τους παύει κατά το δοκούν.
Τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών επιτυγχάνει η απουσία των κλασικών κοινοβουλευτικών θεσμών. Οι υπουργοί δεν είναι μέλη του κογκρέσου ούτε μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του. Ο πρόεδρος δεν μπορεί να κηρύξει τη λήξη των συνόδων του κογκρέσου, ούτε να διαλύσει τη μία ή την άλλη βουλή. Μπορεί να καλεί το κογκρέσο σε έκτακτη σύνοδο, αλλά όχι να το εμποδίζει να συνέρχεται. Με όλα αυτά, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία όχι μόνο της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και της νομοθετικής που ειδεμή θα έπεφτε στα χέρια του προέδρου.
Σε αυτό τον αυστηρό χωρισμό των εξουσιών το σύνταγμα προβλέπει δύο αξιόλογες εξαιρέσεις τη μία υπέρ της εκτελεστικής και την άλλη υπέρ της νομοθετικής. Ο πρόεδρος μπορεί να ασκήσει αρνησικυρία (βέτο)  σε ψηφισμένο νομοσχέδιο, οπότε αυτό δεν γίνεται νόμος παρά μόνο αν το ξαναψηφίσουν στη βουλή των αντιπροσώπων και η γερουσία με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών τους. Από την άλλη μεριά, η γερουσία πρέπει να δώσει την έγκρισή της στον διορισμό των ανώτερων ομοσπονδιακών λειτουργών. Επίσης, οι διεθνείς συνθήκες, που συνάπτει ο πρόεδρος, χρειάζονται την έγκριση της γερουσίας με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων. Επειδή το κογκρέσο δεν μπορεί να εκφράσει τη δυσπιστία του στον πρόεδρο και τους υπουργούς και να τους επιβάλλει πολιτική κύρωση, ελέγχει την εκτελεστική εξουσία με άλλα μέσα. Ελέγχει εξονυχιστικά και διαπραγματεύεται τις πιστώσεις, που ο πρόεδρος του ζητεί να εγκρίνει.
Οι μόνιμες επιτροπές του κογκρέσου, που συνεδριάζουν δημόσια, έχουν μεγάλη δύναμη.
Ο πρόεδρος  είναι ο εκλεκτός ενός κόμματος και εκλέγεται από τον λαό για να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα. Ο πρόεδρος μπορεί καταρχήν να συνεργάζεται εύκολα με τη βουλή των αντιπροσώπων ή τη γερουσία όπου την πλειοψηφία την έχει  το δικό του κόμμα αν και στις Ηνωμένες Πολιτείες η κομματική πειθαρχία είναι πολύ σχετική. Ακριβέστερα, υπάρχουν τόσα δημοκρατικά και τόσα ρεπουμπλικανικά κόμματα όσα και οι πολιτείες.
Η μίμηση του αμερικανικού πολιτεύματος αποτυγχάνει όπου την επιχειρούν. Ο αυστηρός χαρακτήρας των εξουσιών στερεί τη μία εξουσία από τα νομικά μέσα να επικρατεί ι πάνω στην άλλη. Ο πρόεδρος και το κογκρέσο είναι καταδικασμένοι να συμβιώνουν έως το τέλος της θητείας τους. Γενικώς οι θητείες είναι σύντομες.
Ο λαός ελέγχει τα πάντα και τα ομοσπονδιακά όργανα πρέπει να λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τους την πολιτική πραγματικότητα στο ομόσπονδο επίπεδο. Σε τέτοιο πλαίσιο ο πρόεδρος και το κογκρέσο βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση. Η πράξη αποδεικνύει ότι συνεργάζονται λαμπρά. Το προεδρικό σύστημα το αλλοιώνει ο λεγόμενος κρυφός κοινοβουλευτισμός, που αποτελεί το τίμημα της επιτυχίας του.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΩΣΗΣ ΒΟΥΛΗΣ        
Η εμφάνιση του συστήματος
Το σύστημα κυβερνώσης βουλής λέγεται και συμβατικό διότι τέτοιο κυβερνητικό σύστημα ισχύει από τη Συμβατική Συνέλευση στη Γαλλική Επανάσταση. Το ίδιο το όνομα του συστήματος δηλώνει ότι η βουλή απορροφά την εκτελεστική εξουσία ή με άλλα λόγια ότι η εκτελεστική είναι πλήρως υποταγμένη στη βουλή.
Το σύστημα της κυβερνώσης βουλής το εφαρμόζουν με επιτυχία μόνο στην Ελβετία αλλά και εκεί χωρίς δογματική ακαμψία δηλ μετριασμένο. Δεν έχουν διεθνείς υποχρεώσεις ή έχουν περιορισμένες.
Το σύστημα στην Ελβετία
Το σύστημα της κυβερνώσης βουλής το προσλαμβάνει το ομοσπονδιακό κράτος από τα καντόνια. Το κυβερνητικό σύστημα γίνεται κατανοητό μόνο σε συνδυασμό με την ομοσπονδιακή οργάνωση και τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.
Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του λαού και των καντονίων, το ανώτατο όργανο του κράτους είναι η Ομοσπονδιακή Συνέλευση. Το αποτελούν δύο βουλές, το Εθνικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των κρατών που έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες. Το εθνικό συμβούλιο συγκροτούν 200 βουλευτές. Οι έδρες κατανέμονται στα καντόνια ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Οι βουλευτές εκλέγονται άμεσα με το αναλογικό σύστημα. Κάθε καντόνια αποτελεί εκλογική περιφέρεια και για αυτό στα καντόνια με μία έδρα ισχύει σύστημα σχετικής πλειοψηφίας. Το εθνικό συμβούλιο ανανεώνεται κάθε τέσσερα έτη.
Το συμβούλιο των κρατών έχει 46 μέλη, δηλ κάθε καντόνι έχει δύο έδρες. Εκεί κάθε καντόνι ρυθμίζει την εκλογή των αντιπροσώπων του. Σήμερα, όλα τα κανόνια προβλέπουν άμεση εκλογή και σχεδόν όλα πλειοψηφικό σύστημα ενός ή δύο γύρων. Στα περισσότερα, οι εκλογές για τις δύο βουλές γίνονται ταυτόχρονα και η θητεία στο Συμβούλιο των Κρατών είναι ίση με τη θητεία στο Εθνικό Συμβούλιο. Ούτε στη μία ούτε στην άλλη βουλή υπάρχει επιτακτική εντολή.
Ανώτατο εκτελεστικό όργανο είναι το επταμελές ομοσπονδιακό συμβούλιο. Τα μέλη τα εκλέγει ένα ένα και όχι με δεσμευμένους συνδυασμούς η Ομοσπονδιακή Συνέλευση ύστερα από κάθε εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο δηλαδή κάθε τέσσερα έτη, και δεν ανακαλούνται. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο δεν μπορεί να έχει περισσότερα μέλη από το ίδιο καντόνι. Η ιδιότητα του ομοσπονδιακού συμβούλου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους των δύο βουλών. Η ομοσπονδιακή συνέλευση εκλέγει για ένα έτος τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του ομοσπονδιακού συμβουλίου μεταξύ των μελών του. Επανεκλογή προέδρου και αντιπροέδρου για το επόμενο έτος δεν επιτρέπεται, ενώ ο απερχόμενος πρόεδρος δεν μπορεί να εκλεγεί αντιπρόεδρος.
Το ομοσπονδιακό συμβούλιο δρα συλλογικά αν και κάθε μέλος του προΐστανται σε ένα διοικητικό τομέα. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο έχει νομοθετική πρωτοβουλία δεν μπορεί όμως να παραιτηθεί συλλογικά και η υπουργική αλληλεγγύη είναι άγνωστη. Η Ομοσπονδιακή συνέλευση μπορεί να δίνει εντολές στο ομοσπονδιακό συμβούλιο που οφείλει να τις εκτελεί. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο δεν είναι υπουργείο. Ούτε δικό του πρόγραμμα έχει ούτε κοινοβουλευτική ευθύνη. Κάθε μέλος του είναι ένα είδος εκτελεστικού υπαλλήλου που εφαρμόζει ότι επιθυμίες έχει η ομοσπονδιακή συνέλευση και τελικά ο λαός στο σύνολό του.


























ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η ιστορική εξέλιξη εξηγεί γιατί ο όρος σύνταγμα έχει περισσότερες έννοιες. Κυριότερες είναι η ιδανική, η ουσιαστική και η τυπική.
Αυτή η ιδανική έννοια του όρου σημαίνει ότι το πολίτευμα πρέπει να εξασφαλίζει την πολιτική και ατομική ελευθερία. Την ιδανική έννοια του Σ υποκαθιστά βαθμηδόν η έννοια του κράτους δικαίου ή της κυριαρχίας του νόμου.
Το γεγονός ότι το Σύνταγμα είναι αγγλική επινόηση που εξελίσσεται με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση εξηγεί τον σχηματισμό της ουσιαστικής και της τυπικής έννοιας του όρου.
Το υπό ουσιαστική έννοια Σύνταγμα κάθε κράτους ταυτίζεται με το συνταγματικό του δίκαιο. Το υπό τυπική έννοια Σύνταγμα είναι ο γραπτός θεμελιώδης νόμος του, που προέρχεται από τον συντακτικό νομοθέτη και συνήθως έχει αυξημένη τυπική ισχύ.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
Τα ουσιαστικά Συντάγματα είναι είτε γραπτά είτε άγραφα, τα τυπικά όμως είναι πάντοτε γραπτά.
Σύνταγμα που ένα μέρος του να μην είναι γραπτό δεν υπάρχει. Ακόμη και στην Αγγλία που θεωρείται παράδειγμα χώρας με άγραφο Σύνταγμα, νόμοι ψηφισμένοι από το Κοινοβούλιο, προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα και ρυθμίζουν ορισμένα οργανωτικά θέματα.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
Τα τυπικά Συντάγματα είναι είτε αυστηρά είτε ήπια Τα αυστηρά μεταβάλλονται με δυσκολότερο τρόπο από ότι οι κοινοί νόμοι, ενώ τα ήπια ακριβώς όπως οι κοινοί νόμοι. Απολύτως αυστηρό χαρακτηρίζεται ένα Σύνταγμα όταν δεν υπάρχει νομικός τρόπος να τροποποιηθεί. Ένα τέτοιο  Σύνταγμα μεταβάλλεται μόνο με θραύση του πλαισίου του. Ορισμένες διατάξεις ενός Συντάγματος ενδέχεται να έχουν αυστηρότερο χαρακτήρα από τις άλλες ή και απολύτως αυστηρό.
Στον αυστηρό χαρακτήρα έγκειται η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος έναντι των κοινών νόμων. Η αυξημένη τυπική ισχύς εξασφαλίζεται με την ειδική διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος και με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Σήμερα η τάξη είναι να διαδίδεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας, αλλά να μειώνεται η αυστηρότητα των Συνταγμάτων χωρίς πάντως να καταργείται.  Ίσως διότι η δημοκρατία κατασταλάζει διεθνώς.
Το ουσιαστικό σύνταγμα μπορεί να είναι και τυπικό. Επίσης μπορεί να είναι γραπτό ή άγραφο, αυστηρό ή ήπιο. Το τυπικό είναι πάντοτε γραπτό αλλά μπορεί να μπορεί να είναι αυστηρό ή ήπιο.
Τα συντάγματα αποκτούν αυστηρό χαρακτήρα με ποικίλους τρόπους. Μπορεί να απαγορεύουν κάθε αναθεώρηση ή την αναθεώρηση μόνον ορισμένων διατάξεών τους ή να απαγορεύουν την αναθεώρηση πριν εκπνεύσει ορισμένη προθεσμία ή να αναθέτουν τη σχετική αρμοδιότητα σε ειδικό όργανο ή να την αναθέτουν στο νομοθετικό όργανο αλλά με ειδική διαδικασία, περισσότερο βραδυκίνητη από τη συνηθισμένη διαδικασία για την ψήφιση των νόμων.
Για παράδειγμα το Σύνταγμα του 1975 απαγορεύει την αναθεώρηση μόνο των διατάξεων του που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και ορισμένων διατάξεων που αναφέρει με τον αριθμό του αντίστοιχου αριθμού.



ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ
Όταν ένα Σύνταγμα είναι γραπτό μπορεί άραγε ορισμένα θέματα να τα ρυθμίζει έθιμο;  Αν το ίδιο το Σύνταγμα το ανέχεται δεν υπάρχει πρόβλημα. ΑΝ όχι, τότε μπορούμε να δεχθούμε μόνο συμπληρωτικό έθιμο  και ποτέ καταργητικό. Πράγματι καταργητικό έθιμο ισοδυναμεί με αναθεωρητική διαδικασία που δεν προβλέπει το Σύνταγμα.

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Συντακτική εξουσία λέγεται η βούληση η οποία θέτει το Σύνταγμα. Η συντακτική εξουσία είναι πρωτογενής. Δηλ ασκείται πάντοτε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου που ισχύουν μέχρι τότε. Η συντακτική εξουσία καταλύει μία έννομη τάξη και ιδρύει μία άλλη. Αυτή είναι η θραύση του συνταγματικού πλαισίου. Η συντακτική εξουσία ασκείται όταν ιδρύεται νέο κράτος ή όταν παραβιάζονται οι κανόνες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οπότε το κράτος ανασυντάσσεται.
Τουλάχιστον στις δημοκρατίες, η συντακτική εξουσία συνδυάζεται ανέκαθεν με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Την ασκεί ειδική συνέλευση αντιπροσώπων του λαού. Αυτή η συντακτική συνέλευση είναι επαναστατική και θεωρείται κυρίαρχη. Αντίθετα η συνέλευση με αναθεωρητική αρμοδιότητα υπόκειται στους ουσιαστικούς και διαδικαστικής περιορισμούς για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ-ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΑ
Τα συντάγματα που στηρίζονται στη μοναρχική αρχή χαρακτηρίζονται παραχωρημένα, διότι με αυτά ο μονάρχης παραχωρεί στον λαό ορισμένες αρμοδιότητες, μολονότι διατηρεί το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Θεωρητικώς, μπορεί να ανακαλέσει ένα τέτοιο σύνταγμα.
Στην ιστορική εξέλιξη μεταξύ παραχωρημένων και δημοκρατικών συνταγμάτων εμφανίζονται ενίοτε τα λεγόμενα συντάγματα – συναλλάγματα. Στην κατάρτισή τους ο μονάρχης και ο λαός συντρέχουν, κατά κάποιο τρόπο, ισοδυνάμως, διότι τότε η πολιτική δύναμη του μονάρχη μειώνεται και του λαού αυξάνει και σχηματίζεται μία συγκυριακή ισορροπία. Έτσι ο μονάρχης και ο λαός συνάπτουν σύμβαση – συνάλλαγμα.
Για παράδειγμα είναι και το ελληνικό σύνταγμα του 1844, διότι αποτελεί συνθήκη μεταξύ μονάρχη, του Όθωνα και λαού.

ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι ομοσπονδιακό  κράτος έστω και αν έχει ορισμένα στοιχεία του. Το ευρωπαϊκό σύνταγμα δίνει στην ευρωπαϊκή ένωση τη νομική προσωπικότητα, αναγνωρίζει ευρωπαϊκή ιθαγένεια ιδιαίτερο οργανωτικό σύστημα, το κράτος δικαίου, και κατάλογο θεμελειωδών δικαιωμάτων. Η ευρωπαϊκή ένωση έχει ήδη ορισμένες αρμοδιότητες που χαρακτηρίζουν το κράτος όπως πχ την αρμοδιότητα να κόβει νόμισμα.
Εντούτοις το ευρωπαϊκό σύνταγμα δεν θα είναι ο κανόνας δικαίου που δίνει την ισχύ του στους άλλους κανόνες δικαίου. Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν αναθεωρείται μόνη της αλλά με συμφωνία όλων των κρατών μελών της, δηλ με διεθνή συνθήκη. Ευρωπαϊκός λαός δεν προβλέπεται ως όργανο, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από την ευρωπαϊκή ένωση  δηλ διατηρούν τελικώς την κυριαρχία τους.
Η οργάνωσή τους, με ή χωρίς τυπικό σύνταγμα,  είναι τέτοια που καλύπτει μεγάλο μέρος του ουσιαστικού Συντάγματος, έστω και χωρίς το στοιχείο της κυριαρχίας ή της αυτοδύναμης εξουσίας. Έχει θεσμούς όπως ο χωρισμός των εξουσιών, η κατανομή αρμοδιοτήτων κατά το υπόδειγμα του κράτους, η ομοσπονδιακή διάρθρωση, η αρχή της επικουρικότητας κλπ. Για αυτό το συνταγματικό δίκαιο δεν μπορεί πλέον να αγνοεί το ευρωπαϊκό, κάθε άλλο. Τα αντικείμενά τους συχνά επικαλύπτονται.


ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Τα συντάγματα δεν προβλέπουν έννομες συνέπειες για παράβαση των διατάξεών τους όλων ή ορισμένων.
Οι νομικές εγγυήσεις για την τήρηση  του Συντάγματος είναι προληπτικές ή κατασταλτικές. Υπάρχουν, βέβαια, και πολιτικές εγγυήσεις, από τις οποίες οι κυριότερες είναι το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα για αντίσταση.
Σε προληπτικές εγγυήσεις στηρίζεται όλο το κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ η σπουδαιότερη κατασταλτική εγγύηση είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η εφαρμογή του γραπτού συντάγματος σημαίνει την υποχρεωτική υποταγή των εκάστοτε περιπτώσεων στο ρυθμιστικό του περιεχόμενο. Ενίοτε όμως συμβαίνει το αντίθετο. Αντί να υποτάσσεται η πράξη στο Σύνταγμα, προσαρμόζεται το Σύνταγμα στην πράξη. Το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων παραμένει άθικτο αλλά κατά την εφαρμογή τους το αρχικό τους νόημα μεταβάλλεται σιωπηρά. Το φαινόμενο αυτό λέγεται αλλοίωση ή καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Η αλλοίωση επιφέρει μεταβολή των συνταγματικών διατάξεων χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος ή πρωτογενή άσκηση συντακτικής εξουσίας. Η αλλοίωση προϋποθέτει επανάληψη διότι χωρίς επανάληψη το Σύνταγμα δεν αλλοιώνεται αλλά απλώς παραβιάζεται. Η αλλοίωση του Συντάγματος είναι έννοια που χρησιμεύει για να καλύπτουμε κατά νομική κυριολεξία παραβάσεις του. Η αλλοίωση μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες του πολιτεύματος ή έθιμα ή να προλειάνει το έδαφος για αναθεώρηση του Συντάγματος.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Όπως όλοι οι κανόνες δικαίου, έτσι και οι κανόνες του γραπτού Συντάγματος χρειάζονται ερμηνεία, που είναι η διαδικασία για να συλλάβουμε το ακριβές νόημά τους. Το Σύνταγμα δεν ερμηνεύεται διαφορετικά από τους άλλους κανόνες δικαίου ακριβώς διότι και αυτό το αποτελούν κανόνες δικαίου. Πάντως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς την αυξημένη τυπική ισχύ.
Ειδικότερα η η λεγόμενη προερμηνευτική συνταγματική θεωρία σημαίνει ότι, στα δύσκολα συνταγματικά ζητήματα, ο ερμηνευτής πρέπει να ξεκινήσει από μια θεωρία. Αυτή όμως δεν μπορεί να είναι δική του. Δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος διότι όλες οι διατάξεις του έχουν την ίδια τυπική ισχύ και τυχόν αντινομίες μεταξύ τους επιλύονται με το αξίωμα lex specialis derogate legi generali ή με συρρίκνωση του ρυθμιστικού πεδίου των σχετικών διατάξεων. Έπειτα στην ερμηνεία των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων, η αρχή (εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας) αποτελεί απλή εφαρμογή της γενικότερης αρχής ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, διότι η συνταγματική προστασία  των δικαιωμάτων αποτελεί  τον κανόνα και οι νόμιμοι περιορισμοί τους την εξαίρεση.
Από την άλλη μεριά, κατά τη λεγόμενη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου, όταν υπάρχουν περισσότερες εξίσου υποστηρίξιμες εκδοχές για το νόημα ενός νόμου, ο ερμηνευτής πρέπει να επιλέξει εκείνη σύμφωνα με την οποία ο νόμος βρίσκεται σε αρμονία με το Σύνταγμα.
Τέλος, το λεγόμενο τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων δεν αποτελεί μεθοδολογικό ερμηνευτικό  κανόνα, αλλά απλή πολιτική προτροπή να μη γίνεται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια ή έστω να γίνεται έλεγχος της συνταγματικότητας  των νόμων από τα δικαστήρια ή έστω να γίνεται μόνο για τις κραυγαλέες περιπτώσεις, όταν δηλαδή δεν ενοχλεί την πολιτική εξουσία. Σύμφωνα με παλαιό νομικό αξίωμα –τον νόμο τον ερμηνεύει όποιος τον θέτει-. Η ερμηνεία αυτή λέγεται αυθεντική.



Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ
Η υπεροχή του Συντάγματος έναντι των άλλων κανόνων δικαίου παραμένει χωρίς περιεχόμενο, αν τις συνταγματικές διατάξεις τις παραβιάζουν διατάξεις κατώτερου επιπέδου χωρίς αυτό να επισύρει κύρωση. Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγματικός των νόμων πχ με καταργητικό δημοψήφισμα ή από τη βουλή πριν ψηφίσει τον νόμο είναι ανεπαρκής. Αποτελεσματικός είναι μόνο ο δικαστικός έλεγχος, διότι ο δικαστής είναι τρίτος απέναντι στον συντακτικό και τον κοινό νομοθέτη. Ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί εγγύηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας,  διότι προστατεύει τις ελευθερίες των πολιτών από την καταπίεση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Από την άλλη μεριά δεν αναιρεί την δημοκρατία.
Το αμερικανικό σύστημα
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν προβλέπει έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια. Αυτά αποκτούν την σχετική αρμοδιότητα νομολογιακώς, με την περίφημη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Marbury κατά Madison (1803).
Κατά το αμερικάνικο σύστημα ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος, διότι τον ασκούν όλα τα δικαστήρια, παρεμπίπτων, διότι ασκείται επ΄ ευκαιρία συγκεκριμένης δίκης δεν είναι η συνταγματικότητα. Ο έλεγχος ασκείται a posteriori,  δηλ. για νόμο που ισχύει. Επιπλέον , όλα τα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν τη συνταγματικότητα κάθε νόμου που εφαρμόζουν. Όταν τον βρίσκουν αντισυνταγματικό δεν τον ακυρώνουν, αλλά δεν τον εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το δεδικασμένο ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων.
Το ευρωπαϊκό σύστημα
Το αμερικάνικο σύστημα το γεννά η πράξη. Αντίθετα, το ευρωπαϊκό σύστημα το προβλέπουν συνταγματικά κείμενα.
Κατά το ευρωπαϊκό σύστημα, ο έλεγχος γενικώς είναι συγκεντρωμένος, διότι τον ασκεί μόνο ένα δικαστήριο που λέγεται συνήθως συνταγματικό. Πρόκειται για δικαστήριο ειδικό, διότι δεν είναι επικεφαλής κλάδου της δικαιοσύνης. Οι δικαστές διορίζονται κατευθείαν στο συνταγματικό δικαστήριο. Τους επιλέγουν άλλα όργανα του κράτους από ευρύτατο κύκλο προσώπων και όχι μόνον από τους τακτικούς δικαστές. Άρα το κριτήριο επιλογής  είναι πολιτικό, αλλά από τη στιγμή του διορισμού τους οι συνταγματικοί δικαστές απολαμβάνουν απόλυτη ανεξαρτησία σε όλη τη θητεία τους. Άλλοτε ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι αφηρημένος, διότι αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης, με άλλα λόγια γίνεται με αγωγή και αφορά όχι συγκεκριμένη υπόθεση αλλά την ίδια την αντίθεση του νόμου προς το Σύνταγμα. Άλλοτε ο έλεγχος είναι παρεμπίπτων, οπότε το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας  στο συνταγματικό δικαστήριο. Αυτό ακυρώνει τις αντισυνταγματικές διατάξεις ή κα ολόκληρο νόμο. Εδώ εντοπίζεται η σημαντικότερη διαφορά του ευρωπαϊκού συστήματος από το αμερικανικό. Εξάλλου, σε ορισμένα κράτη πχ Γερμανία οι ιδιώτες προσφεύγουν κατευθείαν στο συνταγματικό δικαστήριο, όταν προσβάλλονται τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Οι αποφάσεις των συνταγματικών δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Οι πηγές του δικαίου διακρίνονται σε ουσιαστικές και τυπικές.
Για να υπάρχει ένας κανόνας, πρέπει να ξέρουμε που τον βρίσκουμε και ποιος και πως τον παράγει ή τον διατυπώνει. Πρέπει δηλ ο κανόνας να βρίσκεται σε μία τυπική πηγή του δικαίου. Οι κανόνες δικαίου διακρίνονται μεταξύ τους κατά το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται στην έννομη τάξη. Έτσι, διακρίνουμε το Σύνταγμα, τον νόμο, τις διοικητικές πράξεις κλπ. Περαιτέρω, διακρίνουμε τα διάφορα είδη διοικητικών πράξεων πχ προεδρικά διατάγματα κλπ. Την ιεραρχία μεταξύ των κανόνων δικαίου την ορίζει κάθε έννομη τάξη.
Πηγές του συνταγματικού δικαίου είναι οι κάθε είδους πηγές που προβλέπει η έννομη τάξη, αρκεί να περιέχουν κανόνες δικαίου που εμπίπτουν στον ορισμό του.
Οι συνθήκες του πολιτεύματος
Κατά την εφαρμογή του, το ουσιαστικό Σύνταγμα προσαρμόζεται στην ισορροπία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι δημιουργείται σε πολλά θέματα πρακτική. Αυτή έχει μόνο πολιτική και όχι νομική αξία. Η ύπαρξη πρακτικής αποτελεί απλή διαπίστωση.
Μεταξύ απλής πρακτικής και εθίμου υπάρχει μία ενδιάμεση κατηγορία κανόνων, οι συνθήκες του πολιτεύματος. Και οι συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν αγγλική επινόηση, που καλύπτει πραγματικές ανάγκες, εμφανίζονται όμως λίγο ή πολύ σε όλες τις δημοκρατικές έννομες τάξεις. Οι συνθήκες του πολιτεύματος διαφέρουν από τα έθιμα, διότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να διαπιστώσουν την παραβίασή τους και να επιβάλουν κυρώσεις. Τούτο συμβαίνει, επειδή το αντικείμενό τους είναι τέτοιο που δεν υπόκειται  σε δικαστικό έλεγχο. Από την άλλη μεριά, οι συνθήκες του πολιτεύματος διαφέρουν από την απλή πρακτική, επειδή έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Πράγματι, οι κυρώσεις που τις συνοδεύουν είναι πολιτικές και όχι νομικές, αλλά αυτό δεν αίρει τον υποχρεωτικό τους χαρακτήρα. Υπάρχουν ακόμη και νομικοί κανόνες χωρίς κύρωση, ιδίως το τυπικό Σύνταγμα όταν δεν υπάρχει έλεγχος συνταγματικότητας.
Άλλωστε συνθήκη σημαίνει συμφωνία.
Για να δημιουργηθεί συνθήκη του πολιτεύματος πρέπει να συντρέχουν τρεις όροι. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπάρχουν προηγούμενα, να πίστευε ο κύκλος των ενδιαφερομένων ότι στα προηγούμενα δεσμευόταν από κανόνα και να υπάρχει λόγος για τον κανόνα. Δεν χρειάζεται συνείδηση δικαίου.
Το ζήτημα των έμμεσων πηγών του συνταγματικού δικαίου
Οι έμμεσες πηγές όπως τις ονομάζουν, είναι αφενός το αγγλικό πολίτευμα και αφετέρου οι βασικές αρχές των διακηρύξεων των δικαιωμάτων και των Συνταγμάτων που ψηφίζονται κατά την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση και απηχούν την πολιτική φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Οι έμμεσες πηγές δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά διευκολύνουν να προσδιορίσει κανείς το περιεχόμενο και την ακριβή έννοια πολλών και σημαντικών συνταγματικών διατάξεων. Είναι απαραίτητο βοήθημα για την ερμηνεία τους.
Το φαινόμενο του άτονου δικαίου
Με τον όρο άτονο δίκαιο νοούμε διατάξεις προθήκης, ασαφείς, χωρίς ρυθμιστικό περιεχόμενο. Πρόκειται ίσως για απλά διαφημιστικά μέσα των κυβερνώντων. Ενίοτε δεν εφαρμόζονται, επειδή η εκτελεστική εξουσία αμελεί να εκδώσεις τις αναγκαίες πράξεις.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου