Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΛΥΣΕΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2004 ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΩ...




ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2004
A' KΛΙΜΑΚΙΟ

Θέμα 1ο

α) Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή στο αρχαίο ελληνικό και ελληνιστικό δίκαιο.
Οι διαθήκες των ελληνιστικών χρόνων καταρτίζονται εγγράφως και αποτελούνται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο διαθέτης χρησιμοποιεί τυπικές εκφράσεις ότι το έγγραφο συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου. Το δεύτερο μέρος αρχίζει με τη φράση «έχοντας σώας τας φρενός»  και περιλαμβάνει διατάξεις τελευταίας βούλησης που αφορούν είτε το σύνολο της περιουσίας είτε μέρος αυτής, την εγκατάσταση κληρονόμου ή κληροδόχου, την επιβολή υποχρεώσεων στους νόμιμους κληρονόμους, τον ορισμό εκτελεστή διαθήκης, επιτρόπου ανηλίκων τέκνων ή της συζύγου, τη σύσταση προίκας κλπ. Συχνά η διαθήκη περιλαμβάνει ρήτρα περί μη προσβολής της. Ικανότητα σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται στους αρρένες ενηλίκους. Όσον αφορά τις γυναίκες η σύνταξη διαθήκης είναι κάτι ασυνήθιστο. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως οι σύζυγοι συντάσσουν από κοινού διαθήκη. Οι διατάξεις τελευταίας βούλησης έχουν χαρακτήρα ανακλητό. Η δυνατότητα ανάκλησης προβλέπεται μέσω ειδικής ρήτρας της διαθήκης. Για να είναι έγκυρη η ανάκληση είτε πρέπει να αναφέρεται στη νέα διαθήκη είτε να συνταχθεί ειδικό έγγραφο ανάκλησης ή ο διαθέτης να αποσύρει το έγγραφο της διαθήκης από τον συμβολαιογράφο όπου φυλάσσεται.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους για την επαγωγή της κληρονομιάς απαιτείται η σχετική δήλωση αποδοχής και απογραφής της κληρονομιάς από τον κληρονόμο στις αρμόδιες αρχές με παρουσία μαρτύρων προκειμένου να αναγνωριστεί ως κληρονόμος και να πληρώσει και τον αναλογούντα φόρο κληρονομιάς. Αντίθετα από ότι ίσχυε στους κλασικούς χρόνους, στη διαδικασία αυτή υποβάλλονται και οι κατιόντες του αποβιώσαντος.

β) Το συναινετικό διαζύγιο στο Βυζάντιο.
Στο προϊουστινιάνειο δίκαιο ίσχυε η γνωστή αρχή ότι το γάμος ήταν ελεύθερα διαλυτός με την κοινή συναίνεση των συζύγων. Ούτε οι νεαρές 22.4 και 98.2.1 του Ιουστινιανού απομακρύνθηκαν από την αρχή αυτή. Όμως λίγο αργότερα, το 541 μάλλον κάτω από την πίεση της Εκκλησίας, απαγόρευσε με τη νεαρά 117.10 τη συναινετική λύση του γάμου με μόνη εξαίρεση την περίπτωση της επιλογής του μοναχικού βίου. Τους παραβάτες έπλητταν μεν σοβαρές περιουσιακές κυρώσεις αλλά η διάλυση του γάμου ήταν ισχυρή για το λόγο της έλλειψης γαμικής διάθεσης και επομένως μπορούσαν οι τέως σύζυγοι να συνάψουν νέο γάμο. Η ατέλεια αυτή οδήγησε τον αυτοκράτορα 15 χρόνια αργότερα στην ανανέωση της νεαράς με την προσθήκη ότι οι παραβάτες εγκλείονταν σε μοναστήρι και αποκτούσαν με κουρά τη μοναχική ιδιότητα, πράγμα που τους απέκλειε τη σύναψη νέου γάμου. Η αυστηρή όμως αυτή ρύθμιση δεν διάρκεσε πολύ.  Μετά την άνοδο του ανιψιού του Ιουστινιανού επέστρεψε το συναινετικό διαζύγιο και όσοι έλυναν τον γάμο τους απαλλάσσονταν πια από τις κυρώσεις.
Στη νεαρά του 566 οι σύζυγοι μπορούσαν να λύσουν τον γάμο τους επειδή δαίμονας μπήκε ανάμεσά τους και τους προκαλούσε αδιάλλακτο μίσος. Με την επίκληση αυτού του λόγου επέστρεψε το συναινετικό διαζύγιο. Η νεαρά αυτή πρέπει να ίσχυσε όλο τον 7ο αιώνα. Περί τα τέλη αυτού του αιώνα, η έντονη αντίδραση της Εκκλησίας με τον κανόνα 87 της Πενθέκτης Συνόδου απείλησε βαριές ποινές εναντίον όσων έλυναν τον γάμο τους χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Έτσι συναντάμε την κατάργηση της νεαράς του Ιουστίνου στην Εκλογή. Η κατάργηση όμως ήταν έμμεση. Προβλέφθηκαν δηλαδή ελάχιστοι λόγοι διαζυγίου και ορίστηκε ότι πέρα από αυτούς δεν ίσχυε κανένας άλλος.  Φαίνεται πως μετά την έκδοση της Εκλογής κάθε προσπάθεια συναινετικής λύσης του γάμου ήταν μάταιοι. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι επινόησαν ένα τέχνασμα για να καταστρατηγήσουν τον νόμο. Άρχισαν οι σύζυγοι να γίνονται ανάδοχοι των ίδιων τους των παιδιών, με αυτόν τον τρόπο δημιουργείτο ανάμεσά τους ανατρεπτικό κώλυμα γάμου εκ των υστέρων λειτουργούσε ως λόγος διαζυγίου.
Για ένα διάστημα δεκαετιών επικράτησε κλίμα ανοχής. Υπάρχουν και ενδείξεις προσπάθειας να νομοθετηθεί πάλι το συναινετικό διαζύγιο. Πάντως το 819/820 εκδόθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ και το γιο του Κωνσταντίνο, νεαρά, με την οποία θεσπίστηκαν βαρύτατες κυρώσεις όσων με τέχνασμα ή γενικότερα έκαναν δεύτερο γάμο, κατορθώνοντας να λύσουν τον προηγούμενο. 
Προς το τέλος του ίδιου αιώνα η Εισαγωγή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ περιέλαβε διάταξη που επέτρεπε το συναινετικό διαζύγιο μόνο για να γίνουν οι σύζυγοι μοναχοί και επομένως καταργούσε την διάταξη της Εισαγωγής.  Η ίδια αρχή επικράτησε και στα Βασιλικά όπου καταχωρίστηκε μόνο η νεαρά 134.11 με την αυστηρή απαγόρευση της 117.10.
Στην ύστερη περίοδο 12ο αιώνα εμφανίζεται λύση γάμου με το λόγο το αμοιβαίο μίσος και ενδεχομένως αυτή η πρακτική αποτέλεσε αναβίωση του συναινετικού διαζυγίου.

Θέμα 2ο
α)Οι πραίτορες και ο ρόλος τους στη διαμόρφωση του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η ολιγονομία του ρωμαϊκού δικαίου στα θέματα ιδιωτικού δικαίου αντισταθμίζεται από την ανάπτυξη ενός νομολογιακής προέλευσης δικαίου που αποτελείται από τις αποφάσεις απονομής ένδικης προστασίας που εκδίδουν οι πραίτορες. Ξεκινώντας τη θητεία του, κάθε άρχοντας είχε την εξουσία να απευθυνθεί στο λαό και να ανακοινώσει με ποιο τρόπο θα ασκήσει τα καθήκοντά του.  Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι πραίτορες εξέδιδαν ένα δικαστικό πρόγραμμα (formula) ενώ κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας τους εξέδιδαν μεμονωμένες διατάξεις για θέματα που υποβάλλονταν στην κρίση τους. Το σύστημα των πραιτορικών formulae ήρθε να πληρώσει τα κενά στη απονομή της δικαιοσύνης  από την εφαρμογή παλαιότερων ένδικων βοηθημάτων, τα οποία ασκούνταν αποκλειστικά σε ρωμαίους και αν υπήρχε η παραμικρή απόκλιση στον τύπο συνεπαγόταν με απόρριψη του ένδικου βοηθήματος. Ο αρμόδιος άρχων  είχε τη δυνατότητα να χορηγήσει ένδικη προστασία ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των διαδίκων. Νομοθετική ρύθμιση της formulae πραγματοποιήθηκε αργότερα με δύο νομοθετήματα. Με το πρώτο διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής της και με το δεύτερο τα παλαιότερα ένδικα βοηθήματα συρρικνώθηκαν στο έσχατο. Η δυνατότητα αυτή των πραιτόρων να παρέχουν ένδικη προστασία συνέβαλε σε αναγνώριση νέων ιδιωτικών δικαιωμάτων που δεν υπήρχαν πριν. Με την πάροδο του χρόνου, ένα τμήμα του πραιτορικού δικαίου άρχισε να επαναλαμβάνεται από πραίτορα σε πραίτορα μέχρι που στα μέσα του 2ου αιώνα το πραιτορικό δίκαιο άρχισε να μην ανανεώνεται και μετά στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου το σύστημα των formulae είχε να ανταγωνιστεί την απονομή της δικαιοσύνης από τον αυτοκράτορα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον από κει και μετά.

β)Τρόποι ανάληψης της αυτοκρατορικής εξουσίας στο Βυζάντιο.
Φορέας κάθε εξουσίας μέσα στο βυζαντινό κράτος ήταν ο αυτοκράτορας. Νομοθετούσε κατά σχεδόν ανεξέλεγκτο τρόπο (δοθέντος ότι υπήρχαν κάποια όρια αλλά όχι θεσμοθετημένα), ήταν ο ανώτατος δικαστής και βρισκόταν στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, πολιτικής και στρατιωτικής.
Αν χήρευε, ο θρόνος, γινόταν εκλογή ουσιαστική, με κύριους συντελεστές το στρατό, ως το 450, και τη σύγκλητο ως το 610. Το επόμενο μετά την εκλογή στάδιο ήταν η αναγόρευση δηλαδή η ανακήρυξη σε Αύγουστο, ενέργεια που αποτελούσε την προϋπόθεση για την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η αναγόρευση συνδεόταν με τελετουργικό τυπικό που ποικίλε ανάλογα με τον πολιτειακό παράγοντα, στρατό ή σύγκλητο που ήταν αρμόδιος για την εκλογή.
Η τελευταία φάση ήταν η στέψη του νέου αυτοκράτορα που γινόταν σε αυτοτελή τελετή, όπου έπαιζε κύριο ρόλο ο πατριάρχης. Η στέψη δεν αντικατέστησε μεν την αναγόρευση, ως τυπική προϋπόθεση για την άσκηση της εξουσίας, δεν στερείτο όμως τελείως και νομικής σημασίας ιδίως στις περιπτώσεις που η κατάληψη του θρόνου γινόταν μετά από επαναστατική ενέργεια γιατί η σύμπραξη του Πατριάρχη νομιμοποιούσε τον νέο αυτοκράτορα.
Ήδη από την πρώιμη περίοδο εμφανίζεται στην πράξη η προσπάθεια για την καθιέρωση μιας μορφής κληρονομικής διαδοχής. Στις περιπτώσεις αυτές δε λάβαινε χώρα εκλογή, υποδείκνυε ο αυτοκράτορας ως διάδοχό του στενό του συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Η ιδέα αυτής της κληρονομικής διαδοχής κέρδιζε κατά τη μέση περίοδο έδαφος χωρίς όμως να νομοθετηθεί ποτέ. Έτσι για εξασφάλιση της συνέχισης της δυναστείας, καθιερώθηκε σταδιακά η συνήθεια να προσλαμβάνει ο αυτοκράτορας έναν ή περισσότερους συναυτοκράτορες, κατά κανόνα του πρωτότοκου γιού του ακόμα και από την νηπιακή του ηλικία με τη διαδικασία της στέψης. Εξυπακούεται ότι την άσκηση της εξουσίας είχε ο πρώτος αυτοκράτορας. Λόγοι σκοπιμότητας όμως επέβαλαν την ισοτιμία των συναυτοκρατόρων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου