Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2003 ΝΟΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΛΥΜΕΝΑ


ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2003
Α΄ ΚΛΙΜΑΚΙΟ
1) α)Αντικήνσορες: έργο, μέθοδος
Η ευθύνη για τη διδασκαλία της επιστήμης του δικαίου την ιουστινιάνεια περίοδο ανήκει στους αντικήνσορες. Οι καθηγητές αυτοί, στο πλαίσιο των παραδόσεων τους για τους Έλληνες ή για τους ελληνόφωνους φοιτητές, καθιστούν το λατινικό κείμενο της κωδικοποίησης προσιτό στους ακροατές τους ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξής τεχνική: Προηγείται μια λεπτομερής εισήγηση στο λατινικό χωρίο που δεν αποτελεί όμως μετάφραση κατά λέξη. Εκεί παρεμβάλλονται επεξηγήσεις αναγκαίες για την κατανόηση του κειμένου που κάθε φορά έχει ως αντικείμενο η διδασκαλία. Με την βοήθεια του index επιχειρούν οι φοιτητές τη μετάφραση του λατινικού κειμένου. Αν το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ο καθηγητές διευκολύνει τους φοιτητές, δίνοντάς τους την απόδοση μεμονωμένων όρων στα ελληνικά. Είναι η λεγόμενη «κατά πόδα ερμηνεία». Μετά τη μετάφραση έρχεται η σειρά των παραγραφών που είναι διάφορες επεξηγηματικές παρατηρήσεις στο κείμενο, το ρητόν. Οι παραγραφές περιέχουν παραπομπές δηλαδή συναφείς διατάξεις. Μια μορφή παραπομπών μπορεί να συνοδεύει και τον index. Πρόκειται για τα παράτιτλα. Επισημαίνουμε ότι το διδακτικό έργο των αντικηνσόρων μας είναι γνωστό μόνο από τις σημειώσεις των φοιτητών τους γιατί οι ίδιοι δεν αποτύπωσαν γραπτώς την διδασκαλία τους. Στο σύνολο των βυζαντινών συλλεκτικών και κωδικοποιητικών έργων όλα τα νομικά κείμενα της πρώιμης περιόδου που είχαν συνταχθεί στα λατινικά εμφανίζονται με τη μορφή και το περιεχόμενο που τους έδωσαν οι αντικήνσορες, οι οποίοι συνέδεσαν στο πρόσωπό τους κωδικοποίηση, φιλολογία και διδασκαλία και δικαίως θεωρούνται οι δημιουργοί του βυζαντινού δικαίου.
1) β)Μορφές Διαιτησίας Σ.Ο.Σ.
Το φυσικό δικαίωμα του ατόμου για καταφυγή σε διαιτησία είναι τόσο παλιό όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες.  Ο αρχηγός της κοινωνικής ομάδας που ανήκουν οι διάδικοι ή κάποιο άλλο μέλος της καλείται να επιλύσει τη διαφορά και να επαναφέρει την ειρήνη εντός της ομάδας.  Ο φυσικός αυτός διαιτητής ή δικαστής περιβάλλεται από δικαιοδοτικές εξουσίες που του έχουν αναγνωριστεί λόγω προσωπικού του κύρους ενώ η απόφαση του είναι εκτελεστή χάρη στην πίεση της κοινωνικής ομάδας που ανήκουν τα μέρη.
Κατά το αρχικό αυτό στάδιο αλλά και μεταγενέστερα, η καταφυγή σε διαιτητική παρέμβαση δεν ανταγωνίζεται την εξουσία των πολιτειακών δικαιοδοτικών οργάνων.  Η ανάγκη αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης αφενός και ο ερμητισμός των ελληνικών πόλεων στο πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης αφετέρου, κατέστησαν τη διαιτησία εσωτερική και διεθνή, σε πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη και εκτιμούμενη από τους Αρχαίους.
Το αττικό δίκαιο γνωρίζει δύο είδη διαιτησίας την δημόσια και την ιδιωτική.
Δημόσια διαιτησία: Οι δημόσιοι ή αιρετοί διαιτητές αναφέρονται από τον Αριστοτέλη μεταξύ των κληρωτών αρχών της πόλεως. Ως δημόσιοι διαιτητές κληρώνονται πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος, η δε άρνησή τους να αναλάβουν τα καθήκοντα του διαιτητή επισύρει την ποινή της ατιμίας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρμοδιότητες των αιρετών διαιτητών είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες: κάθε υπόθεση με αντικείμενο άνω των δέκα δραχμών περιέρχεται στους διαιτητές που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα μέρη εάν δεν επιτύχουν δικάζουν και εκδίδουν απόφαση η οποία για να είναι δεσμευτική πρέπει να γίνει δεκτή και από τα δύο μέρη.  Η προσφυγή στους αιρετούς διαιτητές δεν είναι αποτέλεσμα ιδιωτικής συμφωνίας αλλά είναι υποχρεωτική σε ορισμένες υποθέσεις και οι δημόσιοι διαιτητές δεν επιλέγονται από τα μέρη αλλά ορίζονται από το κράτος. Επιπλέον η απόφαση τους είναι δεσμευτική μόνο εφόσον την αποδέχονται και τα δύο μέρη αλλιώς η υπόθεση πάει δικαστικώς.
Το θεσμό της διαιτησίας συναντάμε και εκτός Αθηνών και σε άλλες ελληνικές πόλεις πχ Αμοργός όπου οι υποθέσεις πριν εισαχθούν προς κρίση στο αστικό δικαστήριο ή δικαστήριο τρίτης πόλης, εισάγονται ενώπιον των διαλλακτών (εδώ διαιτητών) που είτε καταδικάζουν σε καταβολή χρηματικού ποσού είτε πείθουν τους διαδίκους σε συμβιβασμό. Η μη συμμόρφωση προς την διαιτητική απόφαση επισύρει τη δίωξη του μη συμμορφουμένου. Σε περίπτωση που η διαιτησία δεν οδηγήσει σε απόφαση, οι διαλλάκτες κρίνουν αν η υπόθεση θα πάει δικαστικώς.
Ιδιωτική διαιτησία: Όσον αφορά την ιδιωτική διαιτησία προηγείται η πρόσκληση του αντιπάλου, η συμφωνία διαιτησίας χωρίς  ο νόμος να ορίζει είναι προφορική ή έγγραφη, ενώπιον μαρτύρων ή χωρίς να περιβληθεί καμία δημοσιότητα. Αν τα μέρη ανήκουν στον ίδιο κοινωνικό-επαγγελματικό χώρο ο έγγραφος τύπος της συμφωνίας είναι περιττός. Αν αντίθετα, είναι από διαφορετικούς χώρους τότε η συμφωνία διαιτησίας περιβάλλεται από έγγραφο τύπο και προβλέπονται σε αυτήν όλα τα επιμέρους στοιχεία της διαιτητικής διαδικασίας από τον ορισμό του ή των διαιτητών μέχρι και την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Αντίθετα από την πολιτειακή δικαιοδοσία που κατά κανόνα περιορίζεται σε πολίτες, η διαιτητική διαδικασία επεκτείνεται σε ένα ευρύτερα ευρύ κύκλο προσώπων: πολίτες, μέτοικοι ή ξένοι, εκ γενετής ελεύθεροι ή απελεύθεροι, άνδρες ή γυναίκες, ενήλικες ή ανήλικοι, όλοι έχουν πρόσβαση στην διαιτητική οδό για να λύσουν τις διαφορές τους.
Όπως και για τα μέρη, έτσι και για τον διαιτητή, η ιδιότητα του πολίτη της πόλεως δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη καθηκόντων διαιτητή. Με εξαίρεση τις γυναίκες και τους δούλους, κάθε πρόσωπο νομιμοποιείται να αναλάβει την εξωδικαστική επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς.
Αντίθετα με τη δημόσια διαιτησία, η ιδιωτική διαιτησία είναι ένα έργο που για να παιχτεί ως το τέλος απαιτεί ειρηνικό σκηνικό. Οι αντίπαλοι εγκαταλείπουν τα όπλα για να αφεθούν στις συμβουλές του κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Είναι επίλυση διαφορών από φίλους αντί της προσφυγής στα δικαστήρια.
Αφού μεσολαβήσει η σχετική συμφωνία των μερών, η διαιτητική διαδικασία αρχίζει την προκαθορισμένη ώρα και τόπο. Ενώ η δημόσια διαιτησία δίνει αφορμή για ένα δημόσιο θέαμα, εδώ πραγματοποιείται κεκλεισμένων των θυρών. Συνιστά υπόθεση «μεταξύ φίλων» που υποχρεούνται να τηρήσουν το καθήκον εχεμύθειας και να μην διαδώσουν όσα περιέλθουν στη γνώση τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Η συμφωνία διαιτησίας περιλαμβάνει κατά κανόνα τη ρήτρα εκτελεστότητας της απόφασης η οποία δεσμεύει τα μέρη καμιά φορά και ενόρκως ότι θα σεβαστούν την απόφαση που θα εκδώσει ο διαιτητής. Το εκτελεστό των διαιτητικών αποφάσεων προκύπτει εμμέσως από τον ίδιο τον αθηναϊκό νόμο που καθιστά αμετάκλητες τις  αποφάσεις των ιδιωτικών διαιτητών.


2)α)Επιστροφή των προικώων στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Αξιοπερίεργο είναι ότι ενώ το ρωμαϊκό δίκαιο ρύθμιζε την σύσταση της προίκας δεν προέβλεπε την περίπτωση επιστροφής της από τον σύζυγο. Βέβαια τα διαζύγια ήταν σπάνια και ο φυσικός τρόπος λύσης ήταν ο θάνατος ενός από τους δύο συζύγους.  Σύμφωνα με ένα  νόμο του Ρωμύλου ο σύζυγος μπορούσε να αποπέμψει τη σύζυγο και να κρατήσει τα προικώα αν διέπραττε μοιχεία, αν δηλητηρίαζε παιδί της ή άλλαζε ένα αγνοία του συζύγου το κλειδί του σπιτιού. Αλλιώς ο σύζυγος σε περίπτωση διαζυγίου υποχρεωνόταν να επιστρέψει το μισό του ύψους της προίκας στη σύζυγο ενώ το υπόλοιπο προσφερόταν ως θυσία στους θεούς. Τα ήθη όμως άρχιζαν να αλλάζουν τον 3ο αιώνα και τα διαζύγιο πολλαπλασιάζονταν και το 230 μ. Χ. η ρωμαϊκή κοινωνία συγκλονίζεται από ένα σκανδαλώδες διαζύγιο. Ο σύζυγος απόπεμψε τη σύζυγο λόγω στειρότητας και δεν επέστρεφε και τη προίκα. Ο απόηχος του σκανδάλου ήταν τόσο έντονος που οδήγησε τους ρωμαίους σε θέσπιση μέτρων υπέρ της γυναίκας. Στην αρχή η προστασία αυτή περιήλθε την ίδια τη γαμήλια συμφωνία με την εισαγωγή ρήτρας προσφεύγοντας στο δικαστήριο. Ούτε όμως αυτή η λύση εξασφάλιζε την επιστροφή της προίκας της γυναίκας. Προκειμένου να πληρωθεί το κενό θεσπίστηκε ένα από τα διάσημα και μακρόβια ένδικα βοηθήματα του ρωμαϊκού δικαίου, η αγωγή περιουσιακών στοιχείων της συζύγου. Χάρη σε αυτήν ο δικαστής εκδίδει απόφαση με γνώμονα την καλή πίστη και επιείκεια.  Ενώ αρχικά η αγωγή νομιμοποιείται να εγείρει μόνο η σύζυγος, σε περίπτωση αναίτιας αποπομπής της, μετά το πεδίο εφαρμογής του ένδικου βοηθήματος διευρύνεται και χορηγείται ακόμα και στον προικοδότη πατέρα.

2) β)Τι γνωρίζετε για τους νομοκανόνες.
Περισσότερο πλούσια υπήρξε η νομική φιλολογική παραγωγή στον εκκλησιαστικό χώρο. Από τις μονόπλευρες συλλογές των μέσων του 6ου αιώνα που περιείχαν μόνο νόμους είτε μόνο κανόνες, οι μεικτές συλλογές απείχαν μόνο ένα βήμα. Το βήμα έγινε πριν το τέλος του 6ου αιώνα και το αποτέλεσμα ήταν οι νομοκανόνες. Αυτοί συνδύαζαν νόμους εκκλησιαστικού περιεχομένου και κανόνες δηλαδή συναφές νομοθετικό υλικό διαφορετικής μεν προέλευσης αλλά της ίδιας τυπικής ισχύος. Ο χρονικώς πρώτος νομοκανόνας που έμεινε γνωστός ως νομοκανών σε 50 τίτλους ήταν η σταδιακή συνένωση της Συναγωγής σε 50 τίτλους και ιουστινιάνειων νόμων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου συντάχθηκε ο δεύτερος βυζαντινός νομοκανών, ο λεγόμενος νονοκανών σε 14 τίτλους που ανήκει στις σημαντικότερες πηγές του δικαίου της Ανατολικής Εκκλησίας.  Ως βάση χρησιμοποιήθηκε το Σύνταγμα σε 14 τίτλους με ενσωμάτωση διατάξεων της εκκλησιαστικής νομοθεσίας του Ιουστινιανού. Συντάκτης του νομοκανόνα είναι ένας νομικός των χρόνων του Ηρακλείου ο νεότερος Ανώνυμος, ο επιλεγόμενος Εναντιοφανής. Ο νομοκανόνας υπέστη στους επόμενους αιώνες διαδοχικές επεξεργασίες για την προσθήκη νέου υλικού, μία πρώτη ο νομοκανών Φωτίου και μια στα τέλη του 11ου αιώνα από τον βέστη Θεόδωρο. Με την τελευταία μορφή χρησιμοποιήθηκε πολύ στην απονομή της δικαιοσύνης.


Β΄ ΚΛΙΜΑΚΙΟ

1) α)Τι γνωρίζετε για τον Δωδεκάδελτο Νόμο Σ.Ο.Σ.;
Από τους σημαντικότερους νόμους ο Δεδεκάδελτος νόμος των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ. και ο Ακουίλιος νόμος του 3ου ή 2ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αυτά νομοθετήματα υπήρξαν ιδιαίτερα μακρόβια (ο Δωδεκάδελτος ίσχυσε μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού). Κατά τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Δωδεκάδελτος νόμος προέκυψε από τη διαμάχη μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Οι πληβείοι διαμαρτύρονταν για την αυθαιρεσία των αρχόντων εξαιτίας της έλλειψης νομοθεσίας. Το 455 π.Χ. μετά από πρόταση του δημάρχου των πληβείων η Σύγκλητος αναθέτει σε τριμελή επιτροπή τη μελέτη άλλων έννομων τάξεων , σύμφωνα με τη παράδοση της Αθήνας και της σολώνειας νομοθεσίας, νομοθεσιών που ίσχυαν στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας.  Βέβαια η ελληνική επίδραση αμφισβητείται από τους ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι στο νομοθέτημα περιληφθήκαν παλαιότεροι και άγραφοι νόμοι του αρχαϊκού ρωμαϊκού δικαίου.  Λίγα χρόνια αργότερα το 451 π.Χ. ορίζεται από την Συνέλευση δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αποκλειστικά από πατρίκιους στην οποία ανατίθεται η σύνταξη ενός κώδικα.  Στο διάστημα αυτό παύθηκαν προσωρινώς όλες οι άλλες αρχές της Ρώμης και στην συντακτική επιτροπή ανατέθηκαν όλες οι κρατικές εξουσίες. Οι πατρίκιοι ολοκλήρωσαν το έργο τους που αποτελείται από δέκα πινακίδες (δέλτους) πάνω στις οποίες είχαν καταγραφεί οι διατάξεις του νομοσχεδίου.  Κρίθηκε όμως ότι το σχέδιο ήταν ελλειπές και για τη συμπλήρωσή του ορίστηκε νέα δεκαμελής επιτροπή από πατρίκιους και πληβείους που συνέταξε ακόμα δύο δέλτους. Δημοσιεύτηκε το 449/8 π.Χ. στη Ρωμαϊκή Αγορά.  Ο Δωδεκάδελτος δεν έχει σωθεί ακέραιος. Το περιεχόμενό του το γνωρίζουμε αποσπασματικό από μαρτυρίες.  Περιελάμβανε συνοπτικά (α) δικονομικές διατάξεις (γενικές προϋποθέσεις δίκης, κλήτευση, ομολογία, έκδοση και εκτέλεση απόφασης) (β) διατάξεις οικογενειακού δικαίου (σύναψη γάμου, διαζύγιο, γνησιότητα τέκνων, επιτροπεία και επιμέλεια, χειραφεσία αρρένων κατιόντων) (γ) διατάξεις εμπράγματου δικαίου (κυριότητα ακινήτων, μεταβίβαση ακινήτων, παραγραφή) (δ) διατάξεις ενοχικού δικαίου (προσωπική εγγύηση για χρηματικό δάνειο, δημιουργία ενοχικής δέσμευσης) (ε) ιδιωτικά αδικήματα (αδικήματα κατά προσώπου και περιουσίας και ποινές)  (στ) Διαθήκη και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (η διαθήκη μετατρέπεται σε δικαιοπραξία του οικογενειακού και του περιουσιακού δικαίου) και (στ) Δημόσια αδικήματα (ανθρωποκτονία, εμπρησμός, ψευδομαρτυρία, μαγεία). Οι δύο τελευταίος και μεταγενέστερες δέλτοι είναι προϊόν πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ πατρικίων και πληβείων.  Στους πληβείους επιτρέπεται πια το συνέρχεσθαι, απαγορεύεται η εκτέλεση ανθρώπου χωρίς δικαστική απόφαση και επιβεβαιώνεται το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση του λαού προσώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή βαριές σωματικές ποινές.  Ο Δωδεκάδελτος εισάγει, τέλος, την αρχή σύμφωνα με την οποία ο νεότερος νόμος καταργεί αυτοδικαίως τον παλαιότερο. Επειδή όμως ο Δωδεκάδελτος δεν στηρίχθηκε σε θεμελιώδεις διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου αλλά σε επιμέρους διατάξεις αυτού μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν κατάργησε κάθε προγενέστερη του διάταξη.  Ο νέος νόμος όντας δεσμευτικός για πληβείους και πατρίκιους ήρθε να πληρώσει κενά της ρωμαϊκής έννομης τάξης του 5ου αιώνα π.Χ.


1) β)Tι γνωρίζετε για την «κεφαλική ποινή» στο Βυζάντιο (είδη, εξέλιξη, τρόποι εκτέλεσης της ποινής);
Το πρώιμο βυζαντινό δίκαιο παρέλαβε τη θανατική ποινή σε όλη της την έκταση, περιλαμβανομένων και των εξιδιασμένων μορφών της από το ρωμαϊκό δίκαιο. Τη θέση του αποκεφαλισμού με πέλεκυ ή ξίφος που αποτελούσε το κανόνα, έπαιρναν συχνά απάνθρωπες μέθοδοι εκτέλεσης της ποινής, τις οποίες ακόμη και η χριστιανική διδασκαλία δεν μπόρεσε να εξαφανίσει. Στο ιουστινιάνειο δίκαιο η ποινή του θανάτου ήταν σε ημερήσια διάταξη, ο τρόπος εκτέλεσης αν δεν προβλεπόταν από τον νόμο, καθοριζόταν από τον δικαστή. Σημειωτέον, ότι ο όρος «κεφαλική ποινή» δεν σήμαινε πάντα την ποινή του θανάτου, επειδή νοούνται και άλλες ποινές όπως καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία και μεταλλεία, βαριά μορφή εξορίας που από άποψη αποτελεσμάτων πλησίαζαν την θανατική.
Οι συντάκτες της Εκλογής προσπάθησαν να περιορίσουν τόσο τις ακρότητες του νόμου όσο και τις αυθαιρεσίες της πρακτικής, καθορίζοντας το ύψος της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη με όσο γινόταν μεγαλύτερη ακρίβεια.  Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας αντικατέστησαν τη θανατική ποινή σε πολλά αδικήματα με άλλες ποινές.  Με εξαίρεση δύο περιπτώσεις, τον εμπρησμό με πρόθεση που η πράξη αυτή επέσυρε την ποινή του θανάτου και η ληστεία με φόνο μέσα στη πόλη είχε ως ποινή τον απαγχονισμό με «φούρκα». Το σύστημα των ποινών της Εκλογής δεν μεταβλήθηκε στους επόμενους αιώνες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι διατάξεις τηρήθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια.

2) α)Τα φονικά δικαστήρια στην Αρχαία Αθήνα.
Θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τα λεγόμενα «φονικά δικαστήρια» στα ακόλουθα:
(α) Του Αρείου Πάγου ή της Βουλής του Αρείου Πάγου η οποία δίκαζε τις ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και πρόκλησης σωματικής βλάβης καθώς και τα αδικήματα εμπρησμού και της χορήγησης δηλητηριώδους ουσίας εφόσον ο δράστης ενήργησε με ανθρωποκτόνο πρόθεση και το θύμα είχε την ιδιότητα του πολίτη. Το όνομά της το πήρε από τον ομώνυμο λόφο, όπου και συνεδρίαζε και τα μέλη της ήταν από αυτούς που είχαν διατελέσει στους εννέα άρχοντες, έπρεπε όμως να αποδειχτούν άμεμπτοι και υπεύθυνοι στη διαχείριση της δημόσιας εξουσίας και να λογοδοτήσουν για το έργο που έκαναν.
(β) Το Παλλάδιο, στο οποίο δικάζονταν από 51 εφέτες οι δίκες ακουσίου φόνου καθώς και η εκούσια  ανθρωποκτονία που θα μπορούσε να αποδοθεί ως εκ προμελέτης απόπειρα φόνου με άδηλο ή μη τετελεσμένο αποτέλεσμα, καθώς και οι φόνοι δούλων, μετοίκων και ξένων. Συνεδρίαζε εκτός των τείχων της πόλεως κοντά στο ναό του Ολυμπίου Διός.
(γ) Το Δελφίνιο, στο οποίο δικάζονταν οι υποθέσεις δίκαιου φόνου.  Σύμφωνα με σχετικό νόμο, η θανάτωση ενός προσώπου δεν επισύρει κυρώσεις αν διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων και χωρίς τη βούληση του δράστη, μετά από επίθεση του θύματος (άμυνα), σε πολεμικές συνθήκες αν ο δράστης πέρασε το θύμα για εχθρό και τέλος, θεωρείται δίκαιος ο φόνος του εραστή της συζύγου, μητέρας, αδελφής, θυγατέρας ή παλλακίδας του δράστη που θα συλλάβει τους μοιχούς επ΄ αυτοφόρω.
(δ) Της Φρεάττου, που αποτελούσε ιδιόμορφο δικαστήριο εξαιτίας της παραμονής του κατηγορούμενου επί πλοιαρίου στη θάλασσα και των δικαστών στην ξηρά και δίκαζε τους καταδικασμένους ήδη σε εξορία για διαπραχθέντα ακούσιο φόνο, στην περίπτωση που κατηγορούνταν για νέο εκούσιο φόνο ή τραυματισμό (με πρόθεση).
(ε) Του Πρυτανείου, με όχι σαφή ιδιαίτερα δικαστικά χαρακτηριστικά, στο οποίο δίκαζε ο βασιλέας με τους φυλοβασιλείς των τεσσάρων αρχαίων αθηναϊκών φυλών χωρίς να είναι διευκρινισμένο αν συμμετείχαν και σε ποιο βαθμό οι φυλοβασιλείς και οι εφέτες. Αρμοδιότητα του η εκδίκαση ανθρωποκτονίας από άγνωστο δράστη, καθώς και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος προκαλείται από ζώο ή από την πτώση αντικειμένου. Δεν απέβλεπε στην καταδίκη ή στην απαλλαγή του δράστη αλλά στην εξάλειψη του μιάσματος που προκάλεσε ο βίαιος θάνατος ενός προσώπου από δράστη άγνωστο ή στερούμενο λόγου πχ ζώο.

2) β)Μνηστεία κατά το Βυζάντιο.
Η εξέλιξη του θεσμού του γάμου στις διαδοχικές περιόδους της ιστορίας του Βυζαντίου, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιδίωξη της Εκκλησίας να επιβάλει την κυριαρχία της στο χώρο αυτό.  Οι προϋποθέσεις ήταν (α) η νόμιμη ηλικία δηλαδή η συμπλήρωση του 12ου έτους για τα κορίτσια και του 14ου έτους για τα αγόρια (β) η συναίνεση των μελλονύμφων (γ) η συναίνεση του εξουσιαστή τους – πατέρα – αν ήταν υπεξούσιοι και (δ) η τήρηση του νόμιμου τύπου. Οι ίδιες προϋποθέσεις ίσχυαν και για την μνηστεία. Συγκεκριμένα ο Λέων με δύο Νεαρές απαίτησε για την μνηστεία την ίδια νόμιμη ηλικία. Αιτία ήταν ότι η Εκκλησία είχε αρχίσει να ιερολογεί και τη μνηστεία. Δεν απόκλειε όμως ο Λέων και τη μνηστεία μεταξύ επτάχρονων. Από τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις προκύπτει ότι δεν ήταν σπάνιο οι προϋποθέσεις να μην τηρούνταν (στις περιπτώσεις παιδικών γάμων σημαντικό ρόλο έπαιζαν λόγοι οικονομικοί) με αποτέλεσμα την ακύρωση των γάμων αν οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν στα δικαστήρια ή το ελάττωμα ήταν αντιληπτό από την εκκλησιαστική συνήθως αρχή. Πάντως αν το κορίτσι δεν είχε κλείσει τα δώδεκα (εκεί γινόταν συνήθως η παρανομία) η παράταση της συμβίωσης μέχρι τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας ισχυροποιούσε το γάμο. Με πολλές διατάξεις ρυθμιζόταν το θέμα της συναίνεσης του πατέρα – εξουσιαστή, ενώ με την Εκλογή προβλεπόταν συναίνεση των γονέων δίνοντας υπεροχή και στο ρόλο της μητέρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου