Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΡΩΜΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Β. ΡΩΜΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ
Εισαγωγή
Με την κατάκτηση της ανατολικής Μεσογείου άνοιξε ο δρόμος για τη σταδιακή διείσδυση του ρωμαϊκού δικαίου στις χώρες που κατακτήθηκαν και έγιναν επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους. Το δίκαιο των κατακτητών συνθέτουν δύο άνισες μεταξύ τους κατηγορίες κανόνων δικαίου αφενός το δίκαιο της αυτοκρατορίας και αφετέρου το δίκαιο των επαρχιών.
Το επαρχιακό δίκαιο αποτελείται από τα νομοθετικά μέτρα που πήραν οι Ρωμαίοι για συγκεκριμένη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους. Το επαρχιακό δίκαιο διακρίνεται τόσο από το δίκαιο της αυτοκρατορίας όσο και από τα τοπικά δίκαια των διαφόρων επαρχιών, δεδομένου ότι, αντίθετα από τις δύο πρώτες κατηγορίες κανόνων δικαίου, τα τοπικά δίκαια δεν έχουν ρωμαϊκή προέλευση.
Ήδη από τις αρχές της Δημοκρατίας, αναπτύσσεται στη Ρώμη και μια άλλη κατηγορία κανόνων δικαίου, πρόκειται για διατάξεις που θέσπισαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι και ίσχυαν για όλους, Ρωμαίους και ξένους. Το πεδίο των διατάξεων αυτών θα διευρυνθεί κατά τον τρίτο αιώνα π.Χ. όταν αρχίζουν να ενσωματώνονται άλλες πρακτικές άλλων μεσογειακών λαών στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Έννοια του όρου lex
Την πρωτοβουλία για την θέσπιση νέου νόμου αναλαμβάνει ένας από τους άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα να συγκαλούν τις λαϊκές συνελεύσεις. Η πρόταση υποβάλλεται πρώτα από τη Σύγκλητο όπου και συζητείται. Οι προτάσεις ψηφίζονται από τις λαϊκές συνελεύσεις και τίθενται σε ισχύ αμέσως μετά την ψήφισή τους.
Το κείμενο μιας lex περιλαμβάνει τρία μέρη:
(α) το προοίμιο όπου αναφέρεται το όνομα του άρχοντα που πρότεινε τον νόμο, τον τόπο και τον χρόνο ψηφοφορίας κλπ
(β) το κυρίως κείμενο του νόμου και
(γ) την κύρωση του νόμου.
Νόμος του οποίου η παράβαση συνεπάγεται ακυρότητα των πράξεων που προσκρούουν στο περιεχόμενό του, χαρακτηρίζεται ως τέλειος νόμος. Νόμος που δεν περιλαμβάνει καμία κύρωση και συνεπώς, η παράβαση του δεν συνεπάγεται ούτε ακυρότητα ούτε χρηματική ποινή, χαρακτηρίζεται ως ατελής νόμος.
Lex = Νόμος. Ως lex χαρακτηρίζονται οι διατάξεις που τα συμβαλλόμενα μέρη εντάσσουν σε μια σύμβαση όπως ο ίδιος όρος υποδηλώνει το καταστατικό ενός ιδιωτικού συλλόγου. Κυρίως όμως σημαίνει τον κανόνα δικαίου, αναγκαστικού χαρακτήρα που προτείνεται από τον άρχοντα και ψηφίζεται από τη λαϊκή συνέλευση.
Πιο πιστός στην πραγματικότητα είναι ο ορισμός του νομικού Capito σύμφωνα με τον οποίο η lex εκφράζει τη λαϊκή βούληση πάνω σε μια πρόταση ενός άρχοντα.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του ρωμαϊκού δικαίου είναι η ολιγονομία κυρίως στο επίπεδο του ιδιωτικού δικαίου. Θεμελιώδη ζητήματα του ιδιωτικού δικαίου όπως η πατρική εξουσία, η κυριότητα, ο ενοχικός δεσμός ή η κληρονομική διαδοχή δεν αποτέλεσαν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης μέσω σχετικών leges.
Ο Δωδεκάδελτος και ο Ακουίλιος Νόμος
Από τους σημαντικότερους νόμους της δημοκρατικής περιόδου υπήρξαν ο Δωδεκάδελτος νόμος των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ και ο Ακουίλιος Νόμος του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αυτά νομοθετήματα υπήρξαν ιδιαίτερα μακρόβια. Ο Δωδεκάδελτος ίσχυσε τουλάχιστον μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού.
Κατά τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Δωδεκάδελτος νόμος προέκυψε από τη διαμάχη πατρικίων και πληβείων. Οι πληβείοι διαμαρτύρονταν για την αυθαιρεσία των αρχόντων εξαιτίας της έλλειψης νομοθεσίας. Το 455 π.Χ. μετά από πρόταση, του δημάρχου των πληβείων, η Σύγκλητος αναθέτει σε τριμελή επιτροπή τη μελέτη άλλων έννομων τάξεων, σύμφωνα με την παράδοση της Αθήνας και της σολώνειας νομοθεσίας, σίγουρα όμως των νομοθεσιών που ίσχυαν στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η ελληνική επίδραση στον Δωδεκάδελτο αμφισβητείται από ορισμένους ιστορικούς του δικαίου.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 451, ορίζεται από την Συνέλευση δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αποκλειστικά από πατρικίους στην οποία ανατίθεται η σύνταξη ενός κώδικα. Για το διάστημα που οι πατρίκιοι θα επιτελούν το έργο της κωδικοποίησης, παύθηκαν προσωρινώς όλες οι άλλες αρχές της Ρώμης, και στην συντακτική επιτροπή ανατέθηκαν όλες οι κρατικές εξουσίες.
Οι ρωμαίοι πατρίκιοι ολοκλήρωσαν το έργο τους, το οποίο αποτελείτο από δέκα πινακίδες επάνω στις οποίες είχαν καταγραφεί οι διατάξεις του νομοσχεδίου. Κρίθηκε όμως ότι το σχέδιο είχε ελλείψεις και για τη συμπλήρωσή του ορίστηκε νέα δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αυτή τη φορά τόσο από πατρίκιους όσο και από πληβείους, η οποία και συνέταξε δύο ακόμη δέλτους.
Ο Δωδεκάδελτος νόμος δεν έχει σωθεί ακέραιος. Το περιεχόμενό του γνωρίζουμε κατά τρόπο αποσπασματικό από τους μεταγενέστερους συγγραφείς. Από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι επρόκειτο για ένα συνοπτικό νομοθετικό κείμενο που περιελάμβανε δικονομικές διατάξεις, διατάξεις οικογενειακού δικαίου, διατάξεις εμπράγματου δικαίου, διατάξεις ενοχικού δικαίου, ιδιωτικά αδικήματα, διαθήκη και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και δημόσια αδικήματα.
Οι δύο τελευταίες και μεταγενέστερες δέλτοι του νόμου είναι προϊόν πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Στους πληβείους αναγνωρίζεται πλέον το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, απαγορεύεται η εκτέλεση ενός προσώπου αν δεν προηγηθεί πρώτα σχετική απόφαση, και επιβεβαιώνεται το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση του λαού προσώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σε βαριές σωματικές ποινές. Ο Ακουίλιος Νόμος υπήρξε ιδιαίτερα συνοπτικός. Αποτελείται από τρία κεφάλαια από τα οποία το δεύτερο αρκετά νωρίς περιέπεσε σε αχρησία.
Ius publice respondendi e Ο Αναφορικός Νόμος
Ο κύκλος των νομικών που νομιμοποιούνται να γνωμοδοτούν κατ εξουσιοδότηση του ηγεμόνα, διευρύνεται από τους μεταγενέστερους αυτοκράτορες. Με αποτέλεσμα οι γνώμες των νομικών να μην είναι πάντοτε συγκλίνουσες. Για να τεθεί τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείτο από αυτές τις γνώμες, ο Ανδριανός όρισε ότι οι γνωμοδοτήσεις των νομομαθών είναι δεσμευτικές από τον δικαστή μόνο εφόσον είναι ομόφωνες ειδεμή, αναγνωρίζεται ελευθερία του εφαρμοστή του δικαίου να κρίνει κατά συνείδηση.
Οι παραπάνω διατάξεις δεν φαίνεται ότι έδωσαν οριστική λύση στο πρόβλημα της δικαιοπλαστικής αξίας του έργου των ρωμαίων νομικών. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί κατά τους χρόνους αυτούς είναι η διάταξη των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β και Ουαλεντινιανού Γ, ο λεγόμενος Αναφορικός Νόμος με την οποία επιχειρείται να τεθεί τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείτο μεταξύ των αντιφατικών γνωμών των νομικών.
Το δίκαιο των επαρχιών – Τα τοπικά δίκαια – Το έθιμο
Το δίκαιο των επαρχιών αποτελείται από τα ήδικτα που εκδίδουν οι ρωμαίοι διοικητές των διαφόρων επαρχιών, τόσο των συγκλητικών επαρχιών, όσο και των αυτοκρατορικών και αφορούν στην οργάνωση της συγκεκριμένης επαρχίας.
Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις δεν σήμαιναν, και την άμεση κατάργηση των τοπικών δικαίων των χωρών που κατακτήθηκαν. Στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, οι τοπικές διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται από τους κατοίκους των επαρχιών και να αναγνωρίζονται από τους ρωμαίους δικαστές των επαρχιών και να αναγνωρίζονται από τους ρωμαίους δικαστές των επαρχιών. Για τους κατοίκους στους οποίους έχει απονεμηθεί ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, ισχύει το ρωμαϊκό δίκαιο.
Τα τοπικά δίκαια έχουν για τους Ρωμαίους αξία εθίμου. Η θέση του εθίμου στη ρωμαϊκή έννομη τάξη έχει αποσιωπηθεί από πολλούς ρωμαίους νομικούς και υποτιμηθεί από πολλούς ρωμαϊστές. Οι κλασικοί νομικοί, ενώ αναφέρονται συχνά στην εφαρμογή εθιμικής προέλευσης διατάξεων, αρνούνται να περιλάβουν το έθιμο μεταξύ των κανόνων δικαίου.
Παραδείγματα που αποδεικνύουν την επικράτηση παράνομων εθίμων είναι πολλά και εντοπίζονται στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου:
(α) οι ελληνόφωνες επαρχίες εξακολουθούν να θεωρούν ότι με την αποκήρυξη διακόπτεται κάθε δεσμός προσωπικός και περιουσιακός του αποκηρυσσομένου με την πατρική οικογένεια
(β) η ενεχύραση τέκνων από τον ασκούντα την πατρική εξουσία
(γ) η κατάρτιση εγγύησης προς εξασφάλισης της επιστροφής της προίκας.
Ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εθίμου θεμελιώνεται στη γενική συναίνεση αυτών που επιχειρούν συγκεκριμένη εθιμική συμπεριφορά και τη σιωπηρή αποδοχή της από όσους δεν την παρεμποδίζουν.
ΙΙ. ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Τα υποκείμενα δικαίου
Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες. Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια, μόνο ο αρχηγός τους, ο πάτερ φαμίλιας έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της είτε έχει μεν χειραφετηθεί έχει όμως έναν επίτροπο.
Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις πχ γάμος δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με πρόσωπα ελεύθερα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου.
Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους παρεχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι.
Προϋποθέσεις γάμου – κωλύματα - συνέπειες
Είναι η ιδιότητα του πολίτη, η συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας, η συγκατάθεση του εξουσιαστή αν οι μελλόνυμφοι είναι υπεξούσιοι, καθώς και η συναίνεσή τους.
Ειδικότερα η συγγένεια κατ΄ ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου μέχρι δεύτερου βαθμού (αδέλφια) συνιστούσε πάντοτε κώλυμα γάμου για τους Ρωμαίους. Ο γάμος μεταξύ συγγενών τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, συνήθης περίπτωση στο αττικό δίκαιο των κλαστικών χρόνων, απαγορεύεται από το ρωμαϊκό δίκαιο. Οι απαγορεύσεις γάμου λόγω συγγενείας θα επεκταθούν κατά τους βυζαντινούς χρόνους ακόμα και μέχρι τον έβδομο βαθμό εκ πλαγίου.
Κώλυμα γάμου συνιστά επίσης και η ύπαρξη προηγούμενου γάμου, ο οποίος δεν έχει λυθεί με το θάνατο ενός των συζύγων ή με το διαζύγιο. Κώλυμα γάμου για τη γυναίκα συνιστά η καταδίκη της για μοιχεία ενώ τους άνδρες μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ Χ υπάρχει κώλυμα γάμου καθόλη τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας.
Εάν ο γάμος δεν συνοδεύεται από την κτήση εξουσίας του συζύγου επάνω στη σύζυγο η περιουσιακή κατάσταση των συζύγων δεν μεταβάλλεται. Οι σύζυγοι κληρονομούνται από τους εξ αίματος συγγενείς τους ενώ δεν γεννιέται υποχρέωση διατροφής της συζύγου σε βάρος του συζύγου. Ως εξουσιαστής, ο σύζυγος έχει υποχρέωση διατροφής της γυναίκας.
Η προίκα
Θεσμός υπαγορευόμενος από τα κοινωνικά ήθη η προίκα συνιστούσε έκφραση της αδυναμίας του γυναικείου φύλου και πολύ συχνά της γονικής ματαιοδοξίας. Στη ρωμαϊκή κοινωνία οι γονείς συναγωνίζονται για το ποιος θα προικίσει καλύτερα την θυγατέρα του ενώ οι επίδοξοι σύζυγοι για το ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη προίκα. Ήδη από την εποχή του Μενάνδρου, γάμος χωρίς προίκα ήσαν αδιανόητος για τους Αθηναίους και θέμα διακωμώδησης.
Η νομοθεσία του Αυγούστου αποτέλεσε ορόσημο για το δίκαιο της προίκας και γενικότερα το οικογενειακό δίκαιο. Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας εξυγίανσης των ηθών, ο Αύγουστος εξέδωσε μια σειρά από νομοθετήματα με τα οποία ρυθμιζόταν ο γάμος, η προίκα, η μοιχεία. Είναι πολύ πιθανό η κοινωνική μέχρι τότε υποχρέωση του πατέρα να προικίσει την κόρη του, να μετατράπηκε σε νομική μετά την έκδοση των σχετικών νόμων του Αυγούστου. Πάντως ο νόμος του Αυγούστου προσέδωσε στην προίκα μια νέα μορφή που αποδείχθηκε ιδιαίτερα μακρόβια αφού στη χώρα μας δεν καταργήθηκε παρά το 1983.
Λόγω του τυπικού χαρακτήρα του ρωμαϊκού δικαίου, η σύσταση της προίκας πραγματοποιείται με την κατάρτιση μιας τυπικής δικαιοπραξίας. Η τυπικότητα της σύστασης προίκας συνίσταται είτε σε μια πανηγυρική παραδοτική δικαιοπραξία, χέρι με χέρι, μέσω της οποίας μεταβιβάζεται στον προικολήπτη η κυριότητα των προικών είτε σε πανηγυρική δήλωση του προικοδότη ότι συνιστά προίκα ή ακόμη σε προφορική συμφωνία μεταξύ προικοδότη και προικολήπτη περί μελλοντικής σύστασης προίκας.
Στο ρωμαϊκό δίκαιο απαντούν τρεις μορφές προίκας. Η πρώτη μορφή χαρακτηρίζεται από σχετική συμφωνία όπου υπάρχει ρητή πρόβλεψη για επιστροφή της προίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου. Η δεύτερη μορφή συνίσταται αποκλειστικά από τον πατέρα ή ανιόντα από πατρική πλευρά της γυναίκας και χαρακτηριστικό της είναι ότι αν λυθεί ο γάμος, η προίκα επιστρέφεται στον προικοδότη. Η Τρίτη προίκα συνίσταται από την ίδια την σύζυγο εφόσον είναι αυτεξούσια ή τρίτο πρόσωπο και η σχετική συμφωνία δεν προβλέπει την επιστροφή της προίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου.
Η πατρική εξουσία
Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας επάνω στα υπεξούσια μέλη της δε διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου επάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή εγκατάλειψης νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει μέχρι τη θανάτωσή τους, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων.
Ο πάτερ φαμίλιας έχει επίσης την εξουσία να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος. Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος περιέχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή.
Υιοθεσία και εισποίηση
Εκτός από τα γνήσια τέκνα που γεννούνται στο πλαίσιο νόμιμου γάμου, κάτω από την εξουσία του πάτερ φαμίλια τίθενται και τα πρόσωπα που εισέρχονται στην οικογένεια μέσω εισποίησης αν είναι αυτεξούσια ή μέσω υιοθεσίας αν είναι υπεξούσια. Η εισποίηση πρέπει να ήταν ο αρχαιότερος τρόπος δημιουργίας τεχνητής συγγένειας. Η δικαιοπραξία είχε πανηγυρικό χαρακτήρα και απαιτούσε τη σύμπραξη λαϊκής συνέλευσης. Με την εισποίηση εισέρχεται σε μια νέα οικογένεια, του εισποιούντος, και τόσο ο ίδιος όσο και τα πρόσωπα που ενδεχομένως βρίσκονται κάτω από την εξουσία του, περιέρχονται υπό την πατρική εξουσία του εισποιούντος. Αντίθετα με την υιοθεσία, ο υιοθετούμενος είναι πάντοτε πρόσωπο υπεξούσιο, το οποίο αποσπάται από την εξουσία του φυσικού της φορέα για να περιέλθει στην εξουσία του υιοθετούντος. Και αυτή τελείται με τρόπο πανηγυρικό όχι όμως ενώπιον συνέλευσης αλλά ενός άρχοντα.
Από πλευράς τύπου, η υιοθεσία μοιάζει με θεατρική παράσταση σε δύο πράξεις. Στην πρώτη πράξη καταρτίζεται μεταξύ του φυσικού εξουσιαστή και του υιοθετούντος μια πώληση του υπεξουσίου και στη δεύτερη πράξη ξεκινά με τη αξίωση που προβάλλει ο υιοθετών προς τον πρώην εξουσιαστή διεκδικώντας την πατρική εξουσία επί του υιοθετουμένου.
Εξ αδιαθέτου διαδοχή
Καλούνται οι υπεξούσιοι του αποβιώσαντος που μετά το θάνατό του καθίστανται αυτεξούσια. Συμπεριλαμβάνεται και η σύζυγος εφόσον είχε περιέλθει υπό την εξουσία του και δεν είχε παραμείνει στην πατρική εξουσία ή δεν ήταν αυτεξούσια. Αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι καλείται ο πλησιέστερος εκ πλαγίου άρρεν συγγενής. Το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των γυναικών συγγενών εξ αρρενογονίας περιορίζεται στις ομοπάτριες αδελφές και στη μητέρα εφόσον είχε τελέσει γάμο με τον πατέρα του αποβιώσαντος. Τέλος, αν δεν υπάρχουν εκ πλαγιώς συγγενείς εξ αρρενογονίας, στο αρχαϊκό δίκαιο η περιουσία περιερχόταν στο γένος του αποβιώσαντος ενώ αργότερα θεωρείται αδέσποτη.
Περιορισμοί της κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Οι περιορισμοί της κυριότητας δεν αποτελούν στο ρωμαϊκό δίκαιο την εξαίρεση, αλλά είναι συνυφασμένες με την έννοια του δικαιώματος αυτού. Ήδη από τους χρόνους του Δωδεκαδέλτου, εισάγονται περιορισμοί των εξουσίων του κυρίου, τόσο προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον πχ για λόγους θρησκευτικούς, υγιεινής όσο και σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, κυρίως προς εξυπηρέτηση των γειτονικών ακινήτων.
Οι περιορισμοί αυξήθηκαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, και κυρίως κατά τους χρόνους της Δεσποτείας που αν το επιθυμούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποτελέσουν αντικείμενο πραγματικής δουλείας πχ δουλεία διόδου μέσα από το γειτονικό ακίνητο και να αντιμετωπίζονται ως δουλείες πλέον από τον νόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου