Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΙΟΥΛΙΟΥ 1999 Α ΣΕΙΡΑ
1. α) Η σύναψη του γάμου στο βυζαντινό δίκαιο.
Κατά το ιουστινιάνειο δίκαιο συστατικό στοιχείο του γάμου ήταν η γαμική διάθεση δηλαδή η βούληση δύο προσώπων αν συνάψουν γάμο. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να διαγνωσθεί αν συνέτρεχε αυτή η βούληση γιατί υπήρχε ο κίνδυνος σύγχυσης με την παλλακεία. Έτσι η διάκριση γάμου και παλλακείας κατέληγε συχνά μετά την αχρησία των παλαιών τύπων του ρωμαϊκού δικαίου για τη σύναψη του γάμου, να είναι ζήτημα πραγματικό.
Για την απόδειξη της σύναψης του γάμου προέβλεπε το ιουστινιάνειο δίκαιο την κατάρτιση προικώων συμβολαίων ή τη δήλωση της βούλησης ενώπιον του ενδίκου της Εκκλησίας και μαρτύρων.
Ζήτημα αν καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο γάμο και την παλλακεία, δημιούργησε η διάταξη της Εκλογής κατά την οποία όποιος συνοικεί με ελεύθερη γυναίκα, της αναθέτει τη διαχείριση του νοικοκυριού και διατηρεί γενετήσιες σχέσεις μαζί της έχει συνάψει με τη γυναίκα αυτή άγραφο νόμο.
Στα τέλη του 9ου αιώνα ο Λέων ΣΤ ο Σοφός αφενός μεν προφανώς μετά από απαίτηση της Εκκλησίας καταργεί την παλλακεία με τη νεαρά 91 αφετέρου δε καθιερώνει ως συστατικό τύπο του γάμου την ιερολογία με τη νεαρά 89.
1. β) Η πατρική εξουσία στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας επάνω στα υπεξούσια μέλη της δε διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου επάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή εγκατάλειψης νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει μέχρι τη θανάτωσή τους, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων.
Ο πάτερ φαμίλιας έχει επίσης την εξουσία να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος. Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος περιέχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή.
2. α) Νομικός πλουραλισμός στις ελληνιστικές μοναρχίες.
Στις μοναρχίες όπου προϋπήρχαν ελληνικές πόλεις, τα ελληνικά δικαστήρια δεν καταργήθηκαν αμέσως, αλλά εξακολούθησαν να λειτουργούν για ένα διάστημα. Στο διάστημα αυτό όμως είχαν να ανταγωνιστούν τις δικαιοδοτικές εξουσίες των μοναρχών, στην ανοχή των οποίων επαφίεται η λειτουργία λαϊκών δικαστηρίων.
Οι ελληνιστικές μοναρχίες χαρακτηρίζονται από πληθυσμική πολυμορφία στην οποία αντιστοιχεί μια πλειονότητα δικαίων. Το πρόβλημα της σχέσης των διαφόρων δικαίων μεταξύ τους γίνεται ιδιαίτερα οξύ στις ελληνιστικές μοναρχίες που έχουν να παρουσιάσουν νομική παράδοση προγενέστερη της μακεδονικής κατάκτησης.
2. β) Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης κατά την μέση βυζαντινή περίοδο.
Τα όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης επαναλαμβάνονται σχεδόν στο σύνολό τους από την κωδικοποίηση του 9ου αιώνα που καταρτίστηκε επί Λέοντος του Σοφού.
Στις διατάξεις της Εισαγωγής παρέχονται πολλές πληροφορίες για τα δικαστήρια και τα πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά. Δύο αχρονολόγητες Νεαρές διατάξεις του Κωνσταντίνου Ζ΄ αφορούν κυρίως στις δικαστικές δαπάνες.
Για τον 11ο αιώνα παρέχει πολλές πληροφορίες η Εκλογή των Βασιλικών, ο συντάκτης της οποία ήταν ασφαλώς δικαστής γιατί επιμένει σε πολλές λεπτομέρειες δικαστηριακού περιεχομένου.
Τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια ήταν του Μεγάλου Δρουγγαρίου, του Πρωτοασηκρτις, του Δικαιοδότου και του προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων.
ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000
1. α) Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή στο αττικό δίκαιο.
Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίους δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Εάν δεν υπάρχουν γνήσιοι άρρενες κατιόντες, μέσω της σύνταξης διαθήκης, παρέχεται στο διαθέτη δυνατότητα να παρακάμψει τους αγχιστείας, αναθέτοντας τη συνέχιση του οίκου στο εξ υιοθεσίας γιό.
Ο αττικός νόμος δεν απαιτεί για το κύρος των διαθηκών ιδιαίτερο συστατικό τύπο. Έγκυρες θεωρούνται τόσο οι έγγραφες όσο και οι προφορικές διατάξεις τελευταίας βούλησης αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει στο νόμο και υπό την προϋπόθεση ότι ο διαθέτης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις νόμιμες προϋποθέσεις (ιδιότητα πολίτη και νόμιμη ηλικία).
Ως λόγους ακυρότητας η σολώνεια νομοθεσία εισάγει την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη. Κατά τους κλασικούς χρόνους λόγους ακυρότητας συνιστούν εκτός από την φρενοβλάβεια, το γήρας, η σύνταξη διαθήκης υπό την επίρρεια ψυχοφαρμάκου, η επήρεια κάποιας γυναίκας καθώς και η άσκηση σε βάρος του διαθέτη ψυχολογικής ή φυσικής βίας.
1. β) Μνηστεία στο βυζαντινό δίκαιο.
Η προσπάθεια της Εκκλησίας να θέσει υπό τον απόλυτο της έλεγχο την οικογένεια και μέσω αυτής να ενισχύσει την πολιτική της επιρροή υπήρξε συνεπής και είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία ήδη στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας. Η εξέλιξη του θεσμού του γάμου στις διαδοχικές περιόδους της ιστορίας του Βυζαντίου, όπως αυτή διαπιστώνεται μέσα από τις επίσημες νομοθετικές και τις ανεπίσημες νομικές συλλογές είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιδίωξη της Εκκλησίας να επιβάλει την κυριαρχία της στο χώρο αυτό.
Οι προϋποθέσεις για γάμο ήταν α) η νόμιμη ηλικία 12 έτους για κορίτσια και 14 έτους για αγόρια β) η συναίνεση των μελλονύμφων γ) η συναίνεση του εξουσιαστή τους αν ήταν υπεξούσιοι και δ) η τήρηση του νόμιμου τύπου.
Οι ίδιες προϋποθέσεις ίσχυαν και για την έγκυρη σύναψη μνηστείας ακόμη και ως προς την ηλικία.
Πολλές οι περιπτώσεις που οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρούνταν πράγμα που συνεπάγονταν την ακύρωση του γάμου. Αν το κορίτσι δεν είχε κλείσει τα 12 έτη, γινόταν παράταση της συμβίωσης μέχρι την συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για να ισχυροποιηθεί ο γάμος.
2. α) Υποκείμενα δικαίου στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες. Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια, μόνο ο αρχηγός τους, ο πάτερ φαμίλιας έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της είτε έχει μεν χειραφετηθεί έχει όμως έναν επίτροπο.
Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις πχ γάμος δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με πρόσωπα ελεύθερα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου.
Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους παρεχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι.
2. β) Δίκαιο εκλογής Ισαύρων: γενικά χαρακτηριστικά, ποινικό δίκαιο, γλώσσα.
Η στροφή στον προσανατολισμό των νομικών σπουδών επηρέασε αποφασιστικά τη διάδοση των κειμένων της ιουστινιάνειας περιόδου. Όχι μόνο το αυθεντικό κείμενο της κωδικοποίησης εξαφανίζεται από το προσκήνιο αλλά και τα έργα των αντικηνσόρων γίνονται δυσεύρετα. Επίσης, τα ούτως ή άλλως δυσεύρετα νομοθετικά ή ερμηνευτικά κείμενα είναι δυσνόητα. Ο μόνος τρόπος ήταν η γρήγορη αντιγραφή τους σε απλή γραφή και διάδοσή τους. Τις προϋποθέσεις πληρούσε η Εκλογή.
Το νομοθέτημα του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου και του γιού του Κωνσταντίνου Ε υπήρξε το αποτέλεσμα της προσπάθειας να συγκεντρωθούν οι βασικοί για την καθημερινοί ζωή κανόνες δικαίου σε σύντομες φράσεις, γραμμένες σε κατανοητή γλώσσα για το μέσο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Η Εκλογή περιέχει καινοτομίες κυρίως στο οικογενειακό δίκαιο και πολύ περισσότερο στο ποινικό δίκαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου