Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ 2009-2010
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΔΙΚΑΙΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ (α) Φυσικό πρόσωπο (άνθρωπος)
(β) Νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού δικαίου, δημόσιου δικαίου, μικτής φύσεως)
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (α) Έννομες σχέσεις με (α) Ασώματα αντικείμενα (άυλα και δικαιώματα)
(β) Πρόσωπα (δικαιώματα)
(γ) Ενσώματα αντικείμενα (Εκτός συναλλαγής-
Δεικτικά συναλλαγής)
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (α) Κανονιστική
(β) και ετερόνομη
(γ) ρύθμιση συμπεριφοράς
(δ) με τρόπο υποχρεωτικό
(ε) και εξαναγκαστικό
ΠΗΓΕΣ (α) Πρωτογενείς (νόμος, έθιμο, διεθνής πηγές)
(β) Δευτερογενείς (διεθνής πηγές, συλλογικές συμβάσεις, συναλλακτικά & χρηστά ήθη)
Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο με τρόπο υποχρεωτικό, εξαναγκαστό και ετερόνομο τη συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας και την οργάνωση αυτής σε κράτος.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ (α) Δίκαιο (α) Γραπτό (νόμος-θεσπίζεται από τα αρμόδια κρατικά όργανα)
(β) Άγραφο (έθιμο-άγραφος κανόνας δικαίου που
διαμορφώνεται με μακροχρόνια κα ομοιόμορφη τήρηση
συγκεκριμένης συμπεριφοράς με κοινή πεποίθηση ότι αυτή
αυτή η συμπεριφορά είναι υποχρεωτική)
(β) Ηθική (α) Ατομική – εσωτερική (καθορίζει με κανόνες την ανθρώπινη
συμπεριφορά)
(β) Κοινωνική ηθική (κρατούσες αντιλήψεις της κοινωνίας)
(γ) Συναλλακτικά ήθη (συνήθειες άγραφες που διαμορφώνονται στις συναλλαγές)
ΔΙΚΑΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ (α) Μείζων πρόταση (αν Α, τότε Β) πχ Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα
και υπαίτια (Α), έχει υποχρέωση να τον
αποζημιώσει (Β)
(β) Ελάσσων πρόταση (Γ=Α, το Γ είναι Β) Η Αθηνά πέταξε εκδικητικά καυστικό υγρό
στο πρόσωπο του Βασίλη γιατί την
απάτησε, προξενώντας του έτσι υπαιτίως
και παρανόμως σωματική βλάβη, δηλ ζημιά
(γ) Συμπέρασμα (το Γ συνεπάγεται Β) Η Αθηνά έχει υποχρέωση να αποζημιώσει
το Βασίλη
ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ-ΚΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΥ (α) Ερμηνεία (α) Μέθοδοι ερμηνείας (α) Γραμματική
(β) Ιστορική
(γ) Συστηματική
(δ) Συγκριτική
(ε) Τελολογική
(στ) Διασταλτική-συσταλτική
(β) Ερμηνευτικά επιχειρήματα (α) εις άτοπον απαγωγή
(β) εξ αντιδιαστολής
(γ) από τη σιωπή του νόμου
(δ) κατά μείζονα λόγο
(β) Συμπλήρωση κενών δικαίου (α) Αναλογία (α) Αναλογία νόμου
(β) Αναλογία δικαίου
(β) Τελολογική συστολή
Γραμματική ερμηνεία είναι η αναζήτηση του πραγματικού νοήματος του κανόνα δικαίου με τη μελέτη της διατυπώσεως του κειμένου του με βάση τους κανόνες της Γραμματική και τη σημασία των λέξεων.
Ιστορική ερμηνεία είναι η αναδρομή στις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες για να εξακριβωθεί τι ακριβώς είχε κατά νου ο νομοθέτης.
Συστηματική ερμηνεία είναι η ερμηνεία του νοήματος του κανόνα δικαίου μέσα από τη θέση του στο σύστημα που ανήκει σε συνδυασμό με τους άλλους κανόνες που το απαρτίζουν.
Συγκριτική ερμηνεία είναι η σύγκριση με ξένες ρυθμίσεις.
Τελολογική ερμηνεία είναι η βασικότερη ερμηνευτική μέθοδος για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του νόμου και προσανατολίζεται στον επιδιωκόμενο σκοπό για αυτό λέγεται τελολογική.
Διασταλτική ερμηνεία εννοούμε την διεύρυνση του νοήματος του κανόνα δικαίου πέρα από τα όρια του γράμματος.
Συσταλτική ερμηνεία εννοούμε τον περιορισμό του νοήματος του κανόνα δικαίου όταν η διατύπωση είναι ευρύτερη εκείνης που επιβαλλόταν από το σκοπό που επιδιώκεται.
Επιχείρημα εις άτοπον απαγωγής είναι η απαρίθμηση όλων των πιθανών λύσεων και κατάληξη στο πόρισμα ότι ισχύει μία και μόνο με τον αιτιολογημένο αποκλεισμό κάθε άλλης.
Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής δηλαδή ρυθμίζοντας ο νόμος μια περίπτωση με έναν ειδικό τρόπο, δίνει την εντύπωση ότι επιτρέπει τη συναγωγή συμπεράσματος πως η αντίθετη περίπτωση δεν υπάγεται στην ρύθμιση.
Επιχείρημα από τη σιωπή του νόμου δηλαδή όταν ο νόμος δεν διακρίνει, δεν μπορούμε να διακρίνουμε ούτε εμείς.
Επιχείρημα κατά μείζονα λόγο εμφανίζεται με δύο όψεις (α) ως επιχείρημα από το ελάσσον στο μείζον δηλαδή στην απαγόρευση χρήση περιστρόφου περιλαμβάνεται και η χρήση καραμπίνας και (β) ως επιχείρημα από το μείζον στο ελάσσον δηλαδή αν επιτρέπεται η στάθμευση φορτηγών στην πλατεία, συνάγεται ότι επιτρέπεται και η στάθμευση ΙΧ και μηχανών.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (α) Φυσικό πρόσωπο (άνθρωπος)
(β) Νομικά πρόσωπα (α) Ιδιωτικού δικαίου (α) Αστικού μη κερδοσκοπικά (α) Σωματείο
(β) Ίδρυμα
(γ) Ερανική επιτροπή
(δ) Αστική εταιρεία
(β) Εμπορικού δικαίου
(ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ, συνεταιρισμοί)
(β) Δημοσίου δικαίου (α) Κράτος (δημόσιο)
(β) ΟΤΑ (δήμοι-κοινότητες)
(γ) ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΟΓΑ, ΑΕΙ κλπ
(γ) Μικτής φύσης (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΤΑ, ΟΣΕ κλπ)
Ικανότητα δικαίου καλείται η ικανότητα να είναι κανείς φορέας κυρίως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή συμπλέγματος αυτών, αλλά και νομικών καταστάσεων ή ιδιοτήτων, δυνατοτήτων ή ελευθεριών και βαρών.
Έναρξη και λήξη φυσικού προσώπου-Αφάνεια. Ως αρχή της υπάρξεως του ΦΠ ο νόμος ορίζει τη γέννησή του με την προϋπόθεση ότι ζούσε κατά τον τοκετό. Με το άρθρο 36 ΑΚ καθιερώνεται το πλάσμα δικαίου, το κυοφορούμενο ως γεννημένο. Η ρύθμιση αυτή είναι σημαντική στο κληρονομικό δίκαιο στη χαρακτηριστική περίπτωση αποβιώσεως του βρέφους μετά τον τοκετό και προαποβιώσεως του πατέρα ήδη κατά την κυοφορία. Λήξη της προσωπικότητας επέρχεται με το θάνατο του ανθρώπου, η διαπίστωση του οποίου είναι επίσης έργο της ιατρικής επιστήμης. Στις μέρες μας ο εγκεφαλικός θάνατος είναι λήξη του ΦΠ. Η αφάνεια συνιστά μαχητό τεκμήριο θανάτου και του χρόνου επελεύσεώς του. Αίρεται με δικαστική διαδικασία αν το τεκμήριο ανατραπεί ολικά ή μερικά ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεώς της.
Ιδιότητες του ΦΠ είναι το επώνυμο, το κύριο όνομα, το καλλιτεχνικό όνομα (αν έχει), το παρατσούκλι, η ιθαγένεια, η ηλικία, το φύλο (αν είναι ερμαφρόδιτος βάζουμε το φύλο που υπερισχύει) και η κατοικία του.
Έναρξη και λήξη ΝΠ. Δεν υπάρχει ρητή νομοθετική διάταξη που να ρυθμίζει γενικά για όλα τα νομικά πρόσωπα το ζήτημα της ενάρξεώς τους. Για τη λήξη της νομικής προσωπικότητας δεν αρκεί η λύση του νομικού προσώπου, αλλά πρέπει να ολοκληρωθεί και η εκκαθάριση κατά το στάδιο της οποίας όμως το νομικό πρόσωπο λειτουργεί με περιορισμένη ικανότητα δικαίου δηλαδή μόνο για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως και όχι για το σκοπό που είχε αρχικά, πριν από τη λύση του. Απαραίτητο στοιχείο εξατομικεύσεως είναι η επωνυμία, η έδρα, η ιθαγένεια του ΝΠ.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ (α) Εκτός συναλλαγής ΑΚ 966 (α) Κοινά για όλους
(αντικείμενο δικαίου) (β) Κοινόχρηστα
(γ) Προορισμένα για δημόσιο ή θρησκευτικό σκοπό
(β) Δεκτικά συναλλαγής (α) Κινητά ή ακίνητα ΑΚ 948-949
(β) Απλά ή σύνθετα
(γ) Κύρια ή παρεπόμενα
(δ) Συστατικά ή παραρτήματα ΑΚ 953-960
(ε) Αντικαταστατά ή μη ΑΚ 950
(στ) Αναλωτά ή μη ΑΚ 951-952
(ζ) Καρποί και ωφελήματα ΑΚ 961-963
Πράγμα κατά την έννοια του νόμου είναι το ενσώματο.
Πράγματα εντός ή εκτός συναλλαγής. Υπάρχουν πράγματα που θεωρούνται ως κοινό για κάθε άνθρωπο με σημαντική οικολογική λειτουργία πχ παραλίες, λιμάνια, λίμνες, πλατείες κλπ.
Ακίνητα και κινητά πράγματα. Ακίνητα πράγματα είναι μόνο το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, ενώ όλα τα άλλα είναι κινητά. Συστατικά του εδάφους είναι τα κτίσματα και τα φυτά που συνδέονται με αυτό, εκτός αν η σύνδεσή τους είναι παροδική πχ δενδρύλλια σε φυτώριο προς πώληση.
Απλά και σύνθετα, κύρια και παρεπόμενα, συστατικά και παραρτήματα. Το πράγμα που εμφανίζεται ως μια φυσική ενότητα καλείται απλό όπως μια γάτα, δύο ή περισσότερα πράγματα που ενώθηκαν σε έναν νέο απαρτίζουν ένα σύνθετο.
Ωφελήματα είναι και κάθε άλλο περά των καρπών, όφελος που παρέχει η χρήση πράγματος ή δικαιώματος.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (α) Απόλυτα
(β) Αξιώσεις (εμπράγματες, ενοχικές, κληρονομικές, οικογενειακές)
(γ) Διαπλαστικά (αυτοδύναμα, δικαστικώς διαπλαστικά)
(δ) Κύρια ή παρεπόμενα, διαιρετά ή αδιαίρετα, περιουσιακά ή προσωπικά, δημόσιου ή
Ιδιωτικού δικαίου, προσωποπαγή ή μεταβιβαστά και προσωποπαγή ή πραγματοπαγή
Δικαίωμα είναι η νομική εξουσία που το δίκαιο απονέμει με τους κανόνες του, όταν συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, για την εξυπηρέτηση έννομου συμφέροντος αναφορικά με την ελευθερία συμπεριφοράς του δικαιούχου, είτε την άμεση νομική εξουσίαση πραγμάτων ή άυλων αγαθών είτε με την επιβολή υποχρεώσεων σε άλλα πρόσωπα ή με τη δέσμευσή τους.
Κτήση δικαιώματος καλείται η σύνδεσή του με συγκεκριμένο υποκείμενο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο). Όταν η κτήση εξαρτάται από περισσότερες προϋποθέσεις, μέχρι να συντρέξει και η τελευταία γίνεται λόγος για προσδοκία δικαιώματος ή για δικαίωμα προσδοκίας, προστατευόμενο από το δίκαιο όπως κάθε άλλο δικαίωμα. Παράγωγη είναι η κτήση που στηρίζεται σε υπάρχον δικαίωμα και επέρχεται συνήθως με τη βούληση του δικαιοπαρόχου ενώ πρωτότυπη είναι η κτήση που δεν εξαρτάται από τέτοια βούληση επειδή είτε δεν απαιτείται από τον νόμο είτε το δικαίωμα δημιουργείται για πρώτη φορά (άρα δεν υπήρξε άλλος φορέας).
Αίρεση είναι ο όρος, ο οποίος εξαρτά την επέλευση (αναβλητική αίρεση) ή την ανατροπή (διαλυτική αίρεση) των αποτελεσμάτων μιας δικαιοπραξίας από τη συνδρομή ορισμένου μελλοντικού και αβέβαιου περιστατικού.
Προθεσμία είναι ο δικαιοπρακτικός όρος κατά τον οποίο τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αρχίζουν ή παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο (αναβλητική ή διαλυτική προθεσμία αντιστοίχως).
Απώλεια δικαιώματος καλείται η κατάλυση της συνδέσεως του με συγκεκριμένο φορέα και είναι η άλλη όψη της κτήσεως. Με τη μεταβίβαση του δικαιώματος επέρχεται η απώλεια του από το δικαιοπάροχο και η κτήση του από το διάδοχο.
Αλλοίωση του δικαιώματος καλείται η μεταβολή του ως προς τα πρόσωπα ή προς το αντικείμενό του.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΔΙΚΑΝΙΚΕΣ) (α) Δημοσίου δικαίου (α) Διαδικαστικές πράξεις (α) Επιτευκτικές (β) Διαμορφωτικές (α) Απλές (β) Σύνθετες
(β) Διοικητικές πράξεις (α) Ατομικές
(β) Κανονιστικές
(γ) Διοικητικές συμβάσεις
(α) Άδικες πράξεις
(β) Ιδιωτικού δικαίου (α) Άδικες πράξεις
(β) Διοικητικές συμβάσεις
(γ) Σύνθετες
(δ) Θεμιτές (δίκαιες) (α) Δικαιοπραξίες
(α) Μονομερείς
(β) Πολυμερείς
(συμβάσεις, συλλογικές πράξεις,
Συνδικαιοπραξίες)
(β) Οιωνεί δικαιοπραξίες
(γ) Υλικές πράξεις
(δ) Μικτές υλικές πράξεις
Μία από τις αρχές που διέπουν το ιδιωτικό δίκαιο είναι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, το πρόσωπο δηλαδή είναι ελεύθερο εφόσον δεν προσβάλλει τους νόμους και το Σύνταγμα να διαμορφώνει όπως αυτό θέλει τις περιουσιακές και προσωπικές του σχέσεις.
Δήλωση βουλήσεως είναι η συνύπαρξη ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού στοιχείου (α) να υπάρχει δικαιοπρακτική βούληση (εσωτερικό στοιχείο) και (β) να γνωστοποιηθεί αυτή η βούληση με οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά (εξωτερικό στοιχείο).
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ (α) Μονομερείς (α) Απευθυντέες
(β) Μη απευθυντέες
(β) Πολυμερείς (α) Συνδικαιοπραξίες
(β) Συλλογικές πράξεις
(γ) Συμβάσεις
(γ) Εν ζωή και αιτία θανάτου
(δ) Τυπικές και άτυπες
(ε) Επαχθείς και χαριστικές
(στ) Εκποιητικές και υποσχετικές
(ζ) Αιτιώδεις και αφηρημένες
Η μονομερής δικαιοπραξία καλείται απευθυντέα μεν, αν απαιτείται να περιέλθει σε συγκεκριμένο πρόσωπο για να επιφέρει τα αποτελέσματά της, διαφορετικά καλείται μη απευθυντέα πχ διαθήκη.
Η πολυμερής δικαιοπραξία μπορεί να είναι συνδικαιοπραξία (όταν περιέχει περισσότερες από μία όμοιες δηλώσεις βουλήσεως πχ καταγγελία από τρεις), συλλογική πράξη (όταν εκδηλώνει τη βούληση των πολυπρόσωπων οργάνων νομικού προσώπου πχ απόφαση ΑΕ, σύμβαση (όταν περιέχει δύο δηλώσεις βουλήσεως, πρόταση και αποδοχή, που είναι μεν μεταξύ τους αντίθετες αλλά συμπίπτουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Αν το κύρος της δικαιοπραξίας απαιτεί τύπο (συμβολαιογραφικό) τότε είναι τυπική δικαιοπραξία αν όχι, άτυπη.
Με κριτήριο το σκοπό και το περιεχόμενό τους οι δικαιοπραξίες διακρίνονται (α) εν ζωή που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ζώντος φυσικού προσώπου και αιτία θανάτου πχ διαθήκη (β) επαχθείς όταν υπάρχει οικονομικό αντάλλαγμα και χαριστικές πχ δωρεά (γ) εκποιητικές με τις οποίες μεταβιβάζεται, καταργείται ή αλλοιώνεται ένα δικαίωμα πχ μεταβίβαση κυριότητας και υποσχετικές με τις οποίες παράγεται υποχρέωση του ενός μέρους του οφειλέτη και αντίστοιχη ενοχική αξίωση του δανειστή (δ) αιτιώδεις όταν το κύρος τους εξαρτάται από την ύπαρξη έγκυρης αιτίας και αφηρημένες στην αντίθετη περίπτωση.
Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα να αυτοδεσμεύεται κανείς με έγκυρη δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, δεν ανήκει σε κάθε πρόσωπο όπως η ικανότητα δικαίου. Πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα παρέχει ο νόμος στον ενήλικο, σε αυτόν που δεν βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση και σε εκείνον που κατά τη στιγμή της δηλώσεως της βουλήσεως του έχει συνείδηση των πράξεών του και δεν βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που να περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως του. Περιορισμένη έχουν όσοι βρίσκονται σε καθεστώς επικουρικής ή μερική στερητικής συμπαραστάσεως και οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 10ο έτος ή εκείνοι που συμπλήρωσαν το 14ο ή το 15ο ή τέλεσαν γάμο. Ανίκανοι είναι οι ανήλικοι κάτω των 10 ετών, όσοι βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης και παροδικά όσοι κατά τη στιγμή που επιχειρούν τη δικαιοπραξία δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη βούλησή τους.
Ακυρότητα της δικαιοπραξίας προκαλεί η αντίθεσή της στον νόμο ή στα χρηστά ή η έλλειψη διαθέσεως του αντικειμένου της, η παράλειψη τηρήσεως του τυχόν απαιτούμενου τύπου για τη δήλωση βουλήσεως και η εικονικότητα αυτής.
ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ (α) Ανενεργείς ή ατελείς
(β) Ανυπόστατες
(γ) Άκυρες (α) Αυτοδίκαιη ακυρότητα
(β) Δικαστικά κηρυσσόμενη ακυρότητα
(δ) Ακυρώσιμες
ΑΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ (α) Ποινικές
(β) Αστικές (α) Αδίκημα
(β) Αδικαιοπραξία
(γ) Πειθαρχικές
Αντιπροσωπεία. Συχνά ο ενδιαφερόμενος αδυνατεί να συνάψει μια δικαιοπραξία (επειδή βρίσκεται μακριά ή άλλης αιτίας) ή δεν επιθυμεί για οποιοδήποτε λόγο να μετάσχει αυτοπροσώπως στην κατάρτισή της. Η έννομη τάξη προβλέπει τη δυνατότητα του λεγόμενου αντιπροσώπου που επιλέγει ο αντιπροσωπευόμενος είτε ο νόμος. Στην πρώτη περίπτωση την πληρεξουσιότητα παρέχει στον αντιπρόσωπο ο αντιπροσωπευόμενος ενώ στην δεύτερη περίπτωση την παρέχει απευθείας ο νόμος πχ στους γονείς ή τον επίτροπο ή τον δικαστικό συμπαραστάτη. Ο εκούσιος αντιπρόσωπος λέγεται άμεσος όταν έχει εξουσία να ενεργεί όχι μόνο για λογαριασμό, αλλά και στο όνομα άλλου, ώστε τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας να επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Όταν όμως ενεργεί μεν για λογαριασμό άλλου προσώπου, αλλά στο δικό του όνομα, ο εκούσιος αντιπρόσωπος λέγεται έμμεσος οπότε η δικαιοπραξία ενεργεί στο δικό του πρόσωπο και πρέπει να ακολουθήσει νέα δικαιοπραξία ανάμεσα σε αυτόν και τον αντιπροσωπευόμενο για να του μεταβιβαστούν τα αποτελέσματα που επεδίωκε με την πρώτη δικαιοπραξία.
Αδικαιοπραξίες. Διακρίνονται σε ποινικές άδικες πράξεις που επισύρουν την τιμωρία του δράστη, σε πειθαρχικές άδικες πράξεις που συνίστανται στην παράβαση κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς και σε αστικές άδικες πράξεις που προκαλούν οικονομική ζημιά ή ηθική βλάβη σε κάποιον άλλο και δημιουργούν υποχρέωση του δράστη προς αντικατάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου