Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1998 ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1998 Α ΣΕΙΡΑ
1. α) Παράγωγοι τρόποι κτήσης κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η διάκριση ανάμεσα σε πρωτότυπους και παράγωγους τρόπους κτήσης της κυριότητας υπήρξε άγνωστη στο αρχαιϊκό και το προκλασικό δίκαιο των πολιτών. Στο κλασικό δίκαιο όμως φαίνεται δυνατό ότι αναγνωρίζεται η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος της κυριότητας, η κτήση δηλαδή με παράγωγο τρόπο.
Η τυπικότητα που χαρακτηρίζει το δίκαιο των πολιτών (ius civile) επιβάλλει για τη μεταβίβαση της κυριότητας την τήρηση ορισμένου τύπου. Ο τύπος αυτός συνίσταται στην κατάρτιση μιας αφηρημένης δικαιοπραξίας, που μπορεί να έχει είτε τη μορφή εικονικής πώλησης είτε τη μορφή εικονικής δίκης.
Εκτός όμως από τους δύο τρόπους του αυστηρού δικαίου γίνεται δεκτή δυνατότητα μεταβίβασης της κυριότητας με μόνη την παράδοση της νομής πράγματος με τις εξής προϋποθέσεις:
(α) ο μεταβιβάζων να είναι κύριος του πράγματος
(β) το πράγμα που μεταβιβάζεται να μην περιλαμβάνεται στο νόμο για τήρηση τύπου
(γ) η παράδοση της νομής πρέπει να έχει νόμιμη αιτία πχ αγοραπωλησία, δωρεά, προίκα, εξόφληση χρέους, πίστωση.
Στο μετακλασικό δίκαιο η αγοραπωλησία και η δωρεά αντιμετωπίζονται ως παραδοτικές δικαιοπραξίες, οι οποίες συνεπάγονται τη μεταβίβαση της κυριότητας. Επίσης, γίνεται δεκτό για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος να απαιτείται η καταβολή του τιμήματος.
1. β) Το συναινετικό διαζύγιο στο βυζαντινό δίκαιο.
Στο προϊουστινιάνειο δίκαιο ίσχυε η γνωστή αρχή ότι ο γάμος ήταν ελεύθερα διαλυτός με την κοινή συναίνεση των συζύγων. Λίγο αργότερα, το 541, μάλλον υπό την πίεση της Εκκλησίας ο Ιουστινιανός με τη «νεαρά 117» απαγόρευσε τη συναινετική λύση του γάμου με μόνη εξαίρεση την περίπτωση της επιλογής του μοναχικού βίου. Τους παραβάτες έπλητταν μεν σοβαρές περιουσιακές κυρώσεις, αλλά η διάλυση του γάμου ήταν ισχυρή για το λόγο που είδαμε λόγω έλλειψης γαμικής διάθεσης (μοναχός) και επομένως μπορούσαν οι τέως σύζυγοι να συνάψουν νέο γάμο. Η ατέλεια αυτή οδήγησε τον αυτοκράτορα 15 χρόνια αργότερα να βάλει την προσθήκη ότι οι παραβάτες εγκλείονταν σε μοναστήρι και αποκτούσαν την μοναχική ιδιότητα. Η αυστηρή αυτή ρύθμιση δεν διάρκεσε πολύ.
Με τη «νεαρά 566» μπορούσαν οι σύζυγοι να λύσουν το γάμο τους σε περίπτωση αμοιβαίου μίσους λόγω κάποιου δαίμονα. Η νεαρά αυτή πρέπει να ίσχυσε όλο τον 7ο αιώνα. Περί τα τέλη του αιώνα όμως εκδηλώθηκε αντίδραση τη Εκκλησίας με τον κανόνα 87 της Πενθέκτης Συνόδου, που απείλησε βαριές ποινές εναντίον όσων έλυναν τον γάμο τους χωρίς νόμιμο λόγο. Έτσι συναντάμε την κατάργηση της «νεαράς» του Ιουστίνου στην «Εκλογή». Η κατάργηση όμως ήταν έμμεση. Προβλέφθηκαν δηλαδή ελάχιστοι λόγοι διαζυγίου και ορίσθηκε ότι πέρα από αυτούς δεν ίσχυε κανένας άλλος.
Φαίνεται ότι μετά την έκδοση της «Εκλογής» κάθε προσπάθεια συναινετικής λύσης του γάμου ήταν μάταιη. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι επινόησαν ένα τέχνασμα για να καταστρατηγήσουν το νόμο, άρχισαν οι σύζυγοι να γίνονται ανάδοχοι των παιδιών τους ώστε να δημιουργείται μεταξύ τους ανατρεπτικό κώλυμα γάμου εκ των υστέρων που λειτουργούσε ως λόγος διαζυγίου.
Προς το τέλος του ίδιου αιώνα η «Εισαγωγή» του αυτοκράτορα Βασιλείου Α περιέλαβε διάταξη που επέτρεπε το συναινετικό διαζύγιο. Εκτός από αυτόν τον νόμο πιθανότερο είναι να μην υπήρξε ιδιαίτερος νόμος.
Την «Εισαγωγή» ακολούθησε ο «Πρόχειρος Νόμος» που προσκολλήθηκε στη «νεαρά 117» του Ιουστινιανού επιτρέποντας το συναινετικό διαζύγιο μόνο για να γίνουν και οι δύο σύζυγοι μοναχοί. Η ίδια αρχή επικράτησε και στα «Βασιλικά» όπου εξαφανίζεται από το νομικό βίο του Βυζαντίου μετά το 10 αιώνα.
2. α) Οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στο κληρονομικό δίκαιο.
Αγχιστεία
Πριν από τις σολώνειες μεταρρυθμίσεις, στην κληρονομική διαδοχή καλούνταν μόνο οι αρρένες και οι εξ αρρενογονίας συγγενείς του αποβιώσαντος. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν άρρενες κατιόντες ή εξ αρρενογονίας συγγενείς, καλούνται οι θήλεις μέχρι 5ου βαθμού.
Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή
Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίου δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Εάν δεν υπάρχουν γνήσιοι αρρένες κατιόντες, μέσω της σύνταξης διαθήκης, παρακάμπτονται οι εξ αγχιστείας και καλείται ο υιοθετημένος υιός.
Ως λόγους ακυρότητας της διαθήκης η σολώνεια νομοθεσία εισάγει την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη.
2. β) Ο αυτοκράτορας ως φορέας εξουσίας στο βυζαντινό πολίτευμα.
Φορέας κάθε εξουσίας μέσα στο βυζαντινό κράτος ήταν ο αυτοκράτορας. Νομοθετούσε κατά σχεδόν ανεξέλεγκτο τρόπο, ήταν ο ανώτατος δικαστής και βρισκόταν στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, πολιτικής και στρατιωτικής.
Αν χήρευε ο θρόνος, γινόταν εκλογή – ουσιαστική, κατά την πρώιμη περίοδο – με κύριους συντελεστές το στρατό και τη σύγκλητο. Το επόμενο στάδιο ήταν η αναγόρευση δηλαδή η ανακήρυξη σε Αύγουστο, ενέργεια που αποτελούσε την προϋπόθεση για την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τελευταίο στάδιο ήταν η στέψη.
Ήδη από την πρώιμη περίοδο εμφανίζεται στην πράξη η προσπάθεια για την καθιέρωση μιας μορφής κληρονομικής διαδοχής. Στις περιπτώσεις αυτές ο αυτοκράτορας υποδείκνυε ως διάδοχό του στενό του συγγενή εξ αίματος (συνήθως τον πρωτότοκο υιό του) ή εξ αγχιστείας πχ τη σύζυγό του, το γαμπρό του κλπ.
Η ιδέα της κληρονομικής διαδοχής κέρδιζε συνέχεια έδαφος στη μέση περίοδο χωρίς να νομοθετηθεί ποτέ. Καθιερώθηκε σταδιακά η συνήθεια να προσλαμβάνει ο αυτοκράτορας έναν ή περισσότερους συναυτοκράτορες που οδήγησε στον θεσμό της συμβασιλείας (συνήθως ο γιος του αυτοκράτορα από νηπιακή ηλικία) με τη διαδικασία της στέψης. Εξυπακούεται ότι στην άσκηση της εξουσίας είχε προτεραιότητα ο αυτοκράτορας.
Μετά τον 10ο αιώνα καθιερώθηκε το κληρονομητό της βασιλείας.
ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1998 Β ΣΕΙΡΑ
1. α) Δοκιμασία αρχόντων.
Ο πολίτης που μετά από κλήρωση ή εκλογή πρόκειται να ασκήσει δημόσιο αξίωμα, υποβάλλεται πριν αναλάβει καθήκοντα σε δοκιμασία προκειμένου να αποδειχθεί αν ο κληρωθείς ή εκλεγείς πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος και αν γενικότερα είναι άξιος για να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα (ο θεσμός της δοκιμασίας αποδίδεται στον Σόλωνα).
Η υποχρέωση αυτή των αθηναίων αρχόντων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την απόδειξη των δημοκρατικών φρονημάτων, τη φροντίδα των γονέων και την απόδοση μεταθανάτιων τιμών, την εκπλήρωση των στρατιωτικών και οικονομικών υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και, για ορισμένα αξιώματα, την κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας εντός των ορίων της Αττικής. Οι 9 αθηναϊκοί άρχοντες υποβάλλονται σε διπλή δοκιμασία, πρώτα από τη βουλή των Πεντακοσίων και στη συνέχεια από το λαϊκό δικαστήριο. Η δοκιμασία έδινε συχνά αφορμή για μακρές συζητήσεις, λόγους και καταθέσεις μαρτύρων. Η αρνητική κρίση ενός υποψήφιου άρχοντα από τα αρμόδια όργανα συνεπάγεται την αποδοκιμασία και πιθανόν τον αποκλεισμό του αποδοκιμασθέντος από ορισμένες πολιτικές δραστηριότητες. Μετά τη λήξη της αρχής, οι άρχοντες λογοδοτούν ενώπιον της επιτροπής λογιστών η οποία συντάσσει έκθεση επί της διαχείρισης και είχε ποινικές κυρώσεις.
1. β) Το νομοθετικό έργο των δύο πρώτων βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Εισηγήσεις: Μια αναμόρφωση των εισηγήσεων του Γάιου, του 2ου αι.
Πανδέκτης: Οι απόψεις περίπου 39 δικηγόρων, οι οποίοι έζησαν στη χρονική περίοδο που καλύπτει η μετάβαση από τον Αύγουστο ως τον Ιουστινιανό. Μερικοί ξαναγράφτηκαν για να συμφωνούν με το σύγχρονο νόμο, ενώ περικόπηκαν οι αντιφάσεις και οι διαφοροποιημένες απόψεις. Το τελικό αποτέλεσμα υποτίθεται ότι αντιπροσώπευσε το νόμο με τον οποίο κυβέρνησε ο Ιουστινιανός
Κώδικας: Όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και ήταν ακόμα σε ισχύ.
Νεαραί : Νέοι νόμοι. Η πρόθεση του Ιουστινιανού ήταν να κρατήσουν στην αιωνιότητα, αλλά όπως φαίνεται το όνειρο δε διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Ιουστινιανό. Από τον 16ο αι. το έργο αποκαλείται Cοrpus Juris Civilis.
2. α) Οι διακρίσεις των ενοχών στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Κατά τους κλασικούς χρόνους ο Γάϊος θεωρεί ότι «όλες οι ενοχές πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από αδικαιοπραξία».
Οι συμβάσεις του ρωμαϊκού δικαίου διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:
(α) στις συμβάσεις που καταρτίζονται με παράδοση του πράγματος re όπως το δάνειο, η εμπράγματη ασφάλεια, το ενέχυρο, η παρακαταθήκη και το χρησιδάνειο
(β) σε αυτές που καταρτίζονται προφορικά μέσω της ανταλλαγής ορισμένων φράσεων όπως η επερώτηση
(γ) στις συμβάσεις που καταρτίζονται μέσω της σύνταξης εγγράφου, εδώ η αναγνώριση χρέους σημειώνεται με τη συγκατάθεση του οφειλέτη στα λογιστικά βιβλία του δανειστή
(δ) σε αυτές που καταρτίζονται με μόνη τη συναίνεση των μερών. Γύρω στον 2ο αιώνα οι Ρωμαίοι δέχθηκαν ότι ορισμένες συναλλακτικές σχέσεις παράγουν έννομα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται να περιβληθούν ορισμένο τύπο, την έλλειψη τύπου αναπληρώνει η έννοια της καλής πίστης πχ η αγοραπωλησία, η εντολή, η μίσθωση και η εταιρία.
Οι αδικοπραξίες αποτελούν τη δεύτερη πηγή ενοχών. Τα σημαντικότερα νομοθετήματα είναι ο Δωδεκάδελτος και ο Ακουίλιος νόμος.
2. β) Ο τόμος του Πατριάρχη Σισινίου.
Σταθμό στη εξέλιξη του δικαίου των γαμικών κωλυμάτων αποτέλεσε το έτος 997 ο τόμος του Πατριάρχη Σισινίου που αναφερόταν στο κώλυμα της οιονεί αγχιστείας που επεκτείνεται από τον 4ο βαθμό, στον οποίο έφθανε μέχρι τότε στον 6ο. Δε γνωρίζουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε ο τόμος και επομένως μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν.
Ο Πατριάρχης Σισινίος προσπάθησε να πείσει ότι ο τόμος δεν περιέχει νέες ρυθμίσεις αλλά απλώς πιστή εφαρμογή γενικών αρχών που ίσχυαν από αιώνες στο πολιτειακό και στο κανονικό δίκαιο. Επικαλείται δύο στοιχεία πρώτον, μια διάταξη των Βασιλικών κατά την οποία από το γάμο μόνο το ευπρεπές ζητούμε και δεύτερον, ένα επιχείρημα του Μ. Βασιλείου από τον κανόνα 87 με το οποίο αποκρούεται ο γάμος ενός χήρου ή μιας χήρας με την αδελφή ή αδελφό του αποβιώσαντος συζύγου λόγω ότι ένας τέτοιος γάμος προκαλεί σύγχυση των ονομάτων καθώς τι σχέση θα είχαν τα παιδιά αυτών, αδέλφια ή ξαδέλφια. Η σκέψη του Μ. Βασιλείου δεν ξεπερνούσε τα όρια της ρητορικής ερώτησης και μέσα από τον τόμο του Πατριάρχη Σισινίου, της αποδόθηκε ο χαρακτήρας του κανόνα δικαίου.
ΘΕΜΑΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1998
1. α) Περιορισμοί της κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Οι περιορισμοί της κυριότητας δεν αποτελούν στο ρωμαϊκό δίκαιο την εξαίρεση, αλλά είναι συνυφασμένες με την έννοια του δικαιώματος αυτού. Ήδη από τους χρόνους του Δωδεκαδέλτου, εισάγονται περιορισμοί των εξουσίων του κυρίου, τόσο προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον πχ για λόγους θρησκευτικούς, υγιεινής όσο και σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, κυρίως προς εξυπηρέτηση των γειτονικών ακινήτων.
Οι περιορισμοί αυξήθηκαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, και κυρίως κατά τους χρόνους της Δεσποτείας που αν το επιθυμούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποτελέσουν αντικείμενο πραγματικής δουλείας πχ δουλεία διόδου μέσα από το γειτονικό ακίνητο και να αντιμετωπίζονται ως δουλείες πλέον από τον νόμο.
1. α) Η σύγκλητος.
Η λέξη «σύγκλητος» προέρχεται από τη λατινική λέξη senex που σημαίνει «ηλικιωμένο». Επομένως, η Σύγκλητος κυριολεκτικά σημαίνει «την επιτροπή των ηλικιωμένων». Ως ανώτατο πολιτικό όργανο της αρχαίας Ρώμης άσκησε μεγάλη επίδραση στη δημόσια ζωή του ρωμαϊκού κράτους. Αρχικά, την αποτελούσαν οι εκπρόσωποι των οικογενειών των πατρικίων, οι "πάτρες". Σύμφωνα με την παράδοση, η σύγκλητος περιλάμβανε τριακόσια μέλη, εκατό από κάθε φυλή. Ο ρόλος τους, στην εποχή της μοναρχίας, ήταν κυρίως συμβουλευτικός. Σε περίπτωση χηρείας της εξουσίας (αντιβασιλεία), η σύγκλητος αναπλήρωνε το βασιλιά. Μετά την κατάργηση της βασιλείας απέκτησε ουσιαστικότερη δύναμη. Οι συγκλητικοί εκλέγονταν αρχικά από τους υπάτους και κατόπιν, με το νόμο του Οβίνιου (4ος αιώνας π.Χ.), από τους τιμητές. Οι τιμητές διέγραφαν μερικούς συγκλητικούς και διόριζαν άλλους στη θέση τους, διαλέγοντάς τους από τους πρώην άρχοντες. Άλλα προσόντα των συγκλητικών ήταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, η λιτότητα και ένα ελάχιστο όριο ηλικίας. Η είσοδος των πληβείων στη σύγκλητο πραγματοποιήθηκε σε άγνωστη χρονολογία. Οι συγκλητικοί κατατάσσονταν στον κατάλογο ανάλογα με τα προηγούμενα αξιώματά τους. Οι ανώτεροι άρχοντες και όσοι πρώην άρχοντες, δεν υπήρχαν στον κατάλογο είχαν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στις συνεδριάσεις και στην ψηφοφορία. Οι συγκλητικοί απολάμβαναν διάφορα προνόμια. Φορούσαν τήβεννο σε χρώμα πορφύρας, υποδήματα κόκκινα ή μαύρα και στον ιππόδρομο και στα θέατρα είχαν πάντοτε τιμητική θέση. Ήταν υποχρεωμένοι να ζουν στη Ρώμη, να μην εγκαταλείπουν την Ιταλία χωρίς άδεια και να μην έχουν καμιά εμπορική δραστηριότητα. Οι συγκλητικοί και οι οικογένειές τους αποτελούσαν κλειστή αριστοκρατική τάξη, παρά την παρουσία πολλών πληβείων, την τάξη που επιζητούσε να μονοπωλήσει την πολιτική δραστηριότητα. Τη σύγκλητο συγκαλούσαν οι ύπατοι οι πραίτορες και οι δήμαρχοι. Οι συνεδριάσεις τους γίνονταν στην λεγόμενη "κουρία" ή σε κάποιο ναό. Η συζήτηση δεν ήταν δημόσια, αλλά οι πόρτες έμεναν ανοικτές. Οι συγκλητικοί ψήφιζαν σε δύο ομάδες: την ομάδα των "υπέρ" και την ομάδα των "κατά". Η σύγκλητος υποστήριζε τις λαϊκές αποφάσεις και με το συμβουλευτικό ρόλο της επηρέαζε τους άρχοντες οι οποίοι της εξέθεταν τα προβλήματα της κυβέρνησης. Σε περίπτωση άμεσου κινδύνου, έπαιρναν όλα τα αναγκαία μέτρα, με το "έσχατο συγκλητικό διάταγμα". Ελέγχανε επίσης τα οικονομικά και τις εξωτερικές υποθέσεις. Η σχετική μονιμότητα της συγκλήτου, σε αντίθεση με την ετήσια εξουσία των αρχόντων, αύξανε περισσότερο τη δύναμή της. Η πτώση της βασιλείας της έδωσε την ευκαιρία να γίνει ουσιαστικά η εξουσία της Ρώμης και η βάση του ολιγαρχικού καθεστώτος της.
Η σύγκλητος κατέρρευσε στο τέλος της δημοκρατίας μετά από σφοδρή πολεμική του Καίσαρα. Αν και ο πρώτος αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε από τη σύγκλητο, εκείνος περιόρισε τα δικαιώματά της. Διατήρησε, όμως, τα δικαιώματά της να διορίζει δικαστές και να δικάζει τις μεγάλες δίκες. Τα δικαιώματα που της απέμειναν της έδωσαν τη δυνατότητα να έρχεται κάποτε σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα και έτσι εξηγούνται οι κατά καιρούς εκδηλώσεις δημοκρατικού πνεύματος στις τάξεις της. Η σύγκλητος παράκμασε οριστικά στα χρόνια του Διοκλητιανού και τελικά περιορίστηκε σε εντελώς ασήμαντο ρόλο.
2. α) Σχέσεις γονέων και τέκνων στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο.
Ο αρχηγός του οίκου ασκεί την πατρική εξουσία επάνω στα τέκνα που γεννήθηκαν από έγκυρο γάμο, σε όσα υιοθετήθηκαν καθώς και σε αυτά που γεννήθηκαν μεν εκτός γάμου (από μητέρα αστή) αλλά νομιμοποιήθηκαν. Δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στον υπεξούσιο ο οποίος εφόσον συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει δικό του οίκο. Ήδη από τους σολώνειους χρόνους είχε απαγορευτεί η πώληση των τέκνων από τον πατέρα παρόλο που συναντάμε ακόμα και στους χριστιανικούς χρόνους περιπτώσεις πώλησης και ενεχύρασης τέκνων. Στον πατέρα αναγνωρίζεται το δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή η δυνατότητα του ανεπιθύμητου παιδιού. Ο πατέρας αποφασίζει για τον γάμο των θυγατέρων ενώ για τους γιους δεν απαιτείται έγκριση. Σε περίπτωση παραπτώματος του υπεξουσίου ο πατέρας έχει δικαίωμα αποκληρώσεως του.
Ο πατέρας έχει υποχρέωση όμως ανατροφής και εκπαίδευσης των τέκνων, διαχείρισης της περιουσίας των ανήλικων τέκνων του. Ανάλογες υποχρεώσεις έχουν και τα τέκνα. Που όταν κληθούν να ασκήσουν δημόσιο αξίωμα ο υποψήφιος οφείλει να αποδείξει ότι συνέδραμε στους γονείς του εν ζωή και τους τίμησε μετά το θάνατό τους. Η κακοποίηση γονέα διώκεται αυτεπαγγέλτως και επισύρει για το τέκνο την ποινή της ατιμίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου