Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Β ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ)

 



Ποιες είναι οι διαφορές εξεταστικού και κατηγορηματικού συστήματος και ποια τα πλεονεκτήματα του κατηγορηματικού;

(Φεβρουάριος 2016, Ιούλιος 2019)

·         Δικονομικό σύστημα είναι η μορφή που λαμβάνει ορισμένη διαδικασία με βάση θεσμούς και βασικές αρχές που τη διαμορφώνουν. Η άσκηση της ποινικής δίωξης, η υπεράσπιση του κατηγορούμενου και η απόφαση για την υπόθεση αποτελούν τις τρεις λειτουργίες που εμφανίζονται στην ποινική δίκη. Αν οι τρεις λειτουργίες ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο, τον δικαστή, μιλάμε για εξεταστικό σύστημα. Αν όμως ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα μιλάμε για κατηγορητικό σύστημα. Συνδυασμό και των δύο αποτελεί το μεικτό δικονομικό σύστημα.

Εξεταστικό σύστημα

Κατηγορητικό σύστημα

Οι τρεις λειτουργίες της ποινικής δίωξης ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο, τον δικαστή. Αυτός κινεί την ποινική δίωξη, φροντίζει για τη συγκέντρωση των στοιχείων, εκτελώντας συγχρόνως και καθήκοντα συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Το σύστημα αυτό αναπτύχθηκε στην περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε δίκες δούλων και αναπτύχθηκε το Μεσαίωνα και μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.

Οι τρεις λειτουργίες (κατηγορία, υπεράσπιση, απόφαση) ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα. Άλλος εγείρει τη ποινική δίωξη, άλλος ασκεί καθήκοντα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και άλλος εκδίδει την απόφαση. Η δίωξη ασκείται από ιδιώτη είτε τον παθόντα ή συγγενή του είτε από οποιοδήποτε τρίτο. Η υπεράσπιση ασκείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή συνήγορό του, η απόφαση εκδίδεται από τον δικαστή.

Μειονεκτήματα: είναι κυρίως η ανάθεση στο ίδιο πρόσωπο της δίωξης του κατηγορουμένου, της ανάκρισης του αλλά και της απόφασης για ενοχή ή αθωότητα και δεν παρέχεται εγγύηση αμερόληπτης κρίσης.

 

Πλεονέκτημα: η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης των εγκλημάτων οδηγούν σε αποτελεσματική καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Πλεονεκτήματα: (α) εξαφανίζεται το ψυχολογικό άτοπο, ο δικαστής να κρίνει την πράξη που ο ίδιος εδίωξε (β) ο κατηγορούμενος έχει δικαιώματα (παράστασης ή παρουσίας, να έχει συνήγορο, δικαίωμα ακρόασης, δικαίωμα σιωπής, άρνησης της κατηγορίας, για την ικανοποίηση των οποίων μεριμνά ο αμερόληπτος δικαστής), δεν είναι πλέον αντικείμενο στην ποινική δίκη, έρμαιο δηλαδή του δικαστή, αλλά υποκείμενο με αντίπαλο την κατηγορούσα αρχή και (γ) ο συνήγορος υπεράσπισης αποκτά ενεργό ρόλο στην ποινική δίκη έχοντας να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο του κατηγορούμενου.

 

 

 

Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της ποινικής δίωξης;

(Ιούνιος 2018, Ιούνιος 2020)

Τα αποτελέσματα της έναρξης της ποινικής δίωξης είναι το μη ανακλητό της ποινικής δίωξης, ο θεματικός καθορισμός του αντικειμένου της ποινικής δίκης, η εκκρεμοδικία, το αμετάβλητο της τοπικής αρμοδιότητας και η απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου. Ειδικότερα:

·         Το μη ανακλητό της ποινικής δίωξης σημαίνει ότι όταν ο εισαγγελέας ασκήσει την ποινική δίωξη ξεφεύγει η υπόθεση από τα χέρια του και δεν μπορεί να ανακαλέσει την ποινική δίωξη, έστω και αν ανακαλύψει ότι κακώς δίωξε τη συγκεκριμένη πράξη. Αν λοιπόν κινηθεί η ποινική δίωξη και αρχίσει η ποινική δίκη, η τελευταία παύει μόνο με την έκδοση απόφασης ή απαλλακτικού βουλεύματος (άρθρα 370, 310).

·         Καθορίζεται το αντικείμενο της ποινικής δίωξης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα τεθούν στην κρίση του δικαστηρίου προς διαλεύκανση. Επομένως, η πράξη η οποία διώχθηκε και μόνο αυτή πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο της ποινικής δίκης.

·         Η εκκρεμοδικία σημαίνει ότι αν κινηθεί ποινική δίωξη για ένα έγκλημα, δημιουργείται δικονομικό κώλυμα για τη δημιουργία και άλλης δίκης για την ίδια πράξη (άρθρο 57).

·         Το αμετάβλητο της τοπικής αρμοδιότητας σημαίνει ότι μετά την έναρξη της ποινικής δίωξης η μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής του κατηγορουμένου δεν επηρεάζει την κατά τόπο αρμοδιότητα των ανακριτικών υπαλλήλων και του δικαστηρίου (άρθρο 122 παρ. 1).

·         Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ποινική δίωξη αποκτά την ιδιότητα του κατηγορούμενου (άρθρο 72).

 

Ποια είναι η έννοια της αρχής της μυστικότητας κατά την προδικασία, η σημασία της εξωτερικής (λαϊκής) και εσωτερικής μυστικότητας (των μερών) και ποιοι οι λόγοι που επιβάλλουν την τήρησή της ;

(Ιούνιος 2013, Απρίλιος 2014, Σεπτέμβριος 2016, Ιούνιος 2020)

Δημοσιότητα είναι η παροχή της δυνατότητας σε  οποιονδήποτε πολίτη να παρακολουθήσει από κοντά με τις ίδιες του τις αισθήσεις την εξέλιξη της διαδικασίας (λαϊκή δημοσιότητα). Κατά το στάδιο της προδικασίας δεν είναι εφικτό και επιτρεπτό να βρίσκει εφαρμογή η αρχή της λαϊκής δημοσιότητας για ευνόητους λόγους. Όπου δεν έχει καθιερωθεί η λαϊκή δημοσιότητα, παρέχεται τουλάχιστον στους διαδίκους και τους συνηγόρους του και ιδίως στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να ενημερώνονται πλήρως για την πορεία και την εξέλιξη της δίκης (δημοσιότητα των μερών). Για καθαυτού λαϊκή δημοσιότητα μπορεί να γίνει λόγος μόνο στην κύρια διαδικασία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου.

Αποκλεισμός της παρουσίας του κοινού από την ακροαματική διαδικασία είναι δυνατόν να επιβληθεί και μόνο σε εξαιρετικά μόνο περιπτώσεις που η παρουσία οποιουδήποτε τρίτου θα μπορούσε να βλάψει την δημόσια τάξη, την ασφάλεια και υπόσταση της Πολιτείας, κάποιο κρατικό/ιδιωτικό απόρρητο και να προξενήσει ψυχικό/ψυχολογικό τραύμα στον κατηγορούμενο ή το θύμα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ο αποκλεισμός της δημοσιότητας πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιας συζήτησης από την οποία να καθίσταται σαφές το επιβεβλημένο της φύσης του, ενώ η απόφαση τόσο επί αποκλεισμού όσο και επί της οριστικής κρίσης της υποθέσεως είναι απαραιτήτως δημοσιευτέα.

Η αρχή της μυστικότητας ρυθμίζεται στο άρθρο 241 «η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα».

Λόγοι που επιβάλλουν την αρχή της μυστικότητας:

·         Η πιο εύκολη συλλογή του αποδεικτικού υλικού.

·         Οι ανακριτικές πράξεις (καταθέσεις μαρτύρων, απολογίες κατηγορουμένων, συλλήψεις, έρευνες, κατασχέσεις κ.λπ.) ούτε μπορούν, αλλά ούτε και πρέπει να γίνονται φανερά.

·         Προστατεύεται ο κατηγορούμενος, αφού η δημοσιότητα θα αποτελούσε ηθική μείωση για τον κατηγορούμενο, που εναντίον του δεν υπήρχαν σοβαρά στοιχεία ενοχής, έτσι ώστε τελικά να απαλλαγεί με βούλευμα.

 

Ποια είναι η διαφορά in dubio pro reo και τεκμηρίου αθωότητας;

(Σεπτέμβριος 2015, Ιούλιος 2019, Σεπτέμβριος 2020)

Αν ο δικαστής δεν μπορεί να ανακαλύψει την ουσιαστική αλήθεια και να πειστεί για την ενοχή του κατηγορουμένου, πρέπει να τον απαλλάξει, εφαρμόζοντας τη δικονομική αρχή in dubio pro reo (σε περίπτωση αμφιβολίας υπέρ του κατηγορούμενου).

Η αρχή αυτή δεν συμπίπτει εννοιολογικά με το «τεκμήριο αθωότητας» του κατηγορούμενου. Αυτό το κριτήριο σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι να σχηματιστεί αμετάκλητη δικανική πεποίθηση για την ενοχή του. Σε περίπτωση που δεν σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορούμενου, το δικαστήριο οφείλει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο.

Το τεκμήριο της αθωότητας είναι εννοιολογικά ευρύτερο από την αρχή in dubio pro reo, γιατί δεν αναφέρεται μόνο στη στιγμή που ο δικαστής πρέπει να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά επεκτείνεται και επηρεάζει όλη την ποινική δίκη.

 

Τι γνωρίζετε για την αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου;

(Ιούλιος 2017)

Στην αρχή της αμεσότητας που διέπει την κύρια διαδικασία (δηλ. τα αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως τα προσωπικά πχ μάρτυρες πρέπει να προσάγονται ενώπιον του δικαστή, ο οποίος υποχρεούται να στηρίξει την απόφασή του μόνο σε αποδείξεις που έχουν προσαχθεί ενώπιόν του και όσο το δυνατό πρωτότυπες) περιέχεται σε αυτήν και η «αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου».

Η τελευταία αρχή σημαίνει ότι τα άμεσα αποδεικτικά μέσα (πχ αυτόπτης μάρτυρας, κατάθεση μάρτυρα-παθόντα) πρέπει να προτιμώνται από τα έμμεσα. Έτσι, ο αυτόπτης (και αυτήκοος) μάρτυρας πρέπει να προτιμάται, να αποκλείει τον εξ ακοής μάρτυρα (έμμεσο αποδεικτικό υλικό). Αυτό όμως δεν πρέπει να συμβαίνει πάντοτε, γιατί ενδεχόμενα ο αυτόπτης μάρτυρας να είναι λιγότερο ακριβής, διαφωτιστικός ή και αξιόπιστος από τον εξ ακοής μάρτυρα. Δηλαδή απόλυτη εφαρμογή της αρχής ενδέχεται να προσβάλλει την αρχή της ηθικής απόδειξης αφού δεσμεύει ανεπίτρεπτα το δικαστή στην αποδοχή μόνο άμεσων αποδεικτικών μέσων.

  

Ποια είναι η έννοια και ποιες οι εκφάνσεις της αρχής της δίκαιης δίκης;

(Ιούλιος 2017)

Απορρέει από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του προσώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) και θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που αξιώνει η δίκη να είναι δίκαιη. Η αρχή της δίκαιης δίκης υπάρχει όταν τηρούνται τα δικαιώματα των διαδίκων και ιδίως του κατηγορούμενου και οι υποχρεώσεις των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται από τους διαδίκους πλήρης και αποτελεσματική υπεράσπιση.

Η πραγμάτωση της αρχής αυτής πέρα από την τήρηση του δικαιώματος ακρόασης και όλων των επιμέρους κανόνων που περιλαμβάνονται σε αυτό, αξιώνει την τήρηση και εφαρμογή και μιας άλλης αρχής, της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ κατηγορούμενου και κατηγορούσας αρχής. Στην ίδια αρχή (της δίκαιης δίκης) εδράζεται και η υποχρέωση «ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων».

Η αρχή της δίκαιης δίκης περιλαμβάνει επιπλέον και την τήρηση και πιστή εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας που καλύπτει τον κατηγορούμενο, το ακριβές περιεχόμενο του οποίου συνίσταται στην ιδέα ότι αυτός τεκμαίρεται αθώος εωσότου αποδειχθεί η ενοχή του, με άλλα λόγια μέχρι το δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση επί της ενοχής του. Εδώ μάλιστα ανήκουν και δύο άλλα δικαιώματα του κατηγορουμένου που συνάγονται από το γράμμα του άρθρου 6, δεν αναφέρονται ρητά, και τα οποία είναι το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου και το δικαίωμα στη μη-αυτοενοχοποίηση. Γενικότερα όμως, η αρχή της δίκαιης έχει πρακτική αξία και σχετίζεται με τον καθολικό τρόπο διεξαγωγής της δίκης, τη στάση και το ήθος των δικαστών και ιδίως του διευθύνοντος τη συζήτηση σε όλη τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας. Εκτός δηλ. από το εσωτερικά ανεπηρέαστο και αμερόληπτο των προσώπων της δικαστικής σύνθεσης, είναι αναγκαίο κι ένα ψυχολογικό κλίμα στη διάρκεια της δίκης τέτοιο που θα συντείνει μαζί με την τήρηση των προστατευτικών δικονομικών τύπων στην ορθή, ανεπηρέαστη και απροκάλυπτη διεξαγωγή της δίκης και θα προωθεί την ανακάλυψη της αλήθειας, χωρίς να τραυματίζει τη γνησιότητα της όλης διαδικασίας.

 

Ποια η πρακτική σημασία του προσδιορισμού του αντικειμένου της ποινικής δίκης;

(Ιούνιος 2014, Σεπτέμβριος 2019)

Αντικείμενο της ποινικής δίκης, δηλ. αυτό που πρέπει να δικάσει ο ποινικός δικαστής, είναι η υλική πράξη, τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, δηλ. η πράξη που κατηγορήθηκε από τον εισαγγελέα. Ο ποινικός δικαστής οφείλει να διαλευκάνει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδίδονται στον κατηγορούμενο με το κατηγορητήριο του εισαγγελέα αφού όπως γνωρίζουμε ισχύει η αρχή «κανένας δικαστής χωρίς κατήγορο».

Πρακτική σημασία του προσδιορισμού του αντικειμένου της ποινικής δίωξης:

(α) Ο κατηγορούμενος δεν επιτρέπεται να δικαστεί για πράξη που είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη που δικάζεται (πχ τη ληστεία να τη χαρακτηρίσει εκβίαση) γιατί δημιουργείται μεταβολή της κατηγορίας, η οποία συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της κατηγορίας. Μέσα στα όρια της πράξης που κατηγορήθηκε, επιτρέπεται μόνο μία «βελτίωση» της κατηγορίας, ώστε να ανταποκρίνεται στην αληθινή μορφή των πραγμάτων. Επίσης δεν υπάρχει μεταβολή της κατηγορίας αλλά επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας όταν μεταβάλλεται απλά ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης (πχ ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για συναυτουργία και τελικά καταδικάζεται για άμεση συνέργεια).

(β) Εκκρεμοδικία. Ειδικότερα, αν άρχισε η ποινική δίκη με την κίνηση της ποινικής δίωξης για ορισμένη πράξη, δηλαδή για ορισμένα πραγματικά περιστατικά (=εκκρεμοδικία) δημιουργείται δικονομικό κώλυμα για την έναρξη και άλλης δίκης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αφού είναι παράλογη, περιττή και δημιουργεί τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Για να βρεθεί όμως αν υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει να προσδιοριστεί το αντικείμενο της πρώτης δίκης για να ελεγχθεί κατά πόσο είναι το ίδιο με εκείνο της νέας δίκης.

(γ) Δεδικασμένο. Όταν μια απόφαση ή ένα βούλευμα (οριστικό) γίνουν αμετάκλητα, αποκτούν την τυπική ισχύ του δεδικασμένου. Συνέπεια του τυπικού δεδικασμένου δηλ. της αμετάκλητης απόφασης, είναι ο τελικός τερματισμός της δίκης και το εκτελεστό της απόφασης. Έτσι παύει η εκκρεμοδικία και η απόφαση, χωρίς να επανεξετάζεται το περιεχόμενό της, παίρνει το δρόμο της εκτέλεσής της. Η θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου αναφέρεται στην επίδραση της αμετάκλητης απόφασης, όταν η νέα δίωξη για την ίδια πράξη αφορά άλλο πρόσωπο, οπότε η αμετάκλητη απόφαση επηρεάζει το περιεχόμενο της νέας απόφασης. Η αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου προβλέπεται από το άρθρο 57, κατά το οποίο, αν κάποιος καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμα και αν δοθεί σε αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός.

 

Ποια η αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας και ποια η σχέση της με την αρχή της επιτάχυνσης στην ποινική δικονομία;

(Φεβρουάριος 2017)

Την αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας την καθιερώνει το άρθρο 339 παρ. 2 και σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχίζεται συγκεντρωτικά, χωρίς διακοπές, μέχρι να εκδοθεί απόφαση. Όταν η δίκη αναβάλλεται, στη νέα δικάσιμη επαναλαμβάνεται από την αρχή η δίκη, ενώ όταν διακόπτεται, αρχίζει εκ νέου από το σημείο που το δικαστήριο διέκοψε. Αν όμως η διακοπή διαρκέσει πέρα από τα νόμιμα χρονικά όρια απαιτείται επανάληψη ολόκληρης της διαδικασίας.

Για να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρηνική συμβίωση η οποία διαταράχθηκε από το έγκλημα πρέπει η ανακάλυψη και η τιμώρηση των δραστών να γίνει το συντομότερο δυνατό. Η ταχεία διεξαγωγή της δίκης εξυπηρετεί όμως και το συμφέρον του κατηγορουμένου, που μπορεί να είναι αθώος, γιατί γρήγορα παίρνει τέλος η ταλαιπωρία του. Η αρχή αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και από το άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνές Σύμφωνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η ποινική δικονομία προσπαθεί για την ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης προβλέποντας σύντομες προθεσμίες ή επιτάσσοντας άμεσες και χωρίς χρονοτριβή ενέργειες των κρατικών οργάνων. Η αρχή αυτή θα πρέπει να υποχωρεί για να δίνεται επαρκής χρόνος στον κατηγορούμενο να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

Ωστόσο, υπάρχουν ποινικές δίκες στις οποίες εκ των προτέρων είναι δεδομένο ότι η διάρκειά τους προβλέπεται με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να περιοριστεί στα όρια μίας και μόνο δικασίμου. Ο μόνος τρόπος άμβλυνσης της ενδεχόμενης αποσυγκέντρωσης της δίκης είναι η κατάρτιση διεξαγωγής της που, όσο γίνεται, πρέπει να τηρείται με ακρίβεια. Το αίτημα της συγκεντρωτικής διεξαγωγής της δίκης πλησιάζει την αρχή της επιτάχυνσης. Αυτή διεκδικεί ισχύ και στα στάδια της προδικασίας, της προκαταρκτικής διαδικασίας για το ακροατήριο, καθώς και σε εκείνο των ενδίκων μέσων και δεν έχει καμία σχέση με την προφορικότητα και την αμεσότητα. Η επιτάχυνση της προδικασίας αποσκοπεί στην προστασία του κατηγορουμένου, στο μέτρο που αυτός έχει συμφέρον να τελειώσει γρήγορα η ποινική του περιπέτεια αλλά και στην εξυπηρέτηση της γενικής πρόληψης με την ταχύτερη δικαστική κάθαρση της κοινωνικής αναταραχής που προξένησε το έγκλημα. Η επιτάχυνση στο στάδιο των ένδικων μέσων αποσκοπεί στην ταχύτερη παγίωση της κοινωνικής ειρήνης με την οριστική περάτωση της υπόθεσης.

 

Από ποιες αρχές διέπεται η εισαγγελία;

 

(α) Η αρχή της ανεξαρτησίας: Κατά την αρχή αυτή που καθιερώνεται στο άρθρο 28, ο εισαγγελέας κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης είναι ανεξάρτητος από κάθε άλλη αρχή και από το δικαστήριο στο οποίο ασκεί τα καθήκοντά του. Εξαίρεση της αρχής αυτής αποτελεί το άρθρο 29 κατά το οποίο ο εισαγγελέας μπορεί να παραγγελθεί από το συμβούλιο των εφετών να ασκήσει ποινική δίωξη οποιουδήποτε εγκλήματος. Η ανεξαρτησία του εισαγγελέα περιορίζεται από τα άρθρα 333-335 που αναγνωρίζουν δικαιώματα του προέδρου του δικαστηρίου να αφαιρεί το λόγο από τον εισαγγελέα, να διακόπτει τον εισαγγελέα όταν είναι εκτός θέματος κ.λπ.

(β) Η αρχή του αδιαίρετου και ενιαίου της εισαγγελικής αρχής: Κατά την αρχή αυτή η πράξη ενός εισαγγελέα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και αρμοδιότητας, θεωρείται σαν πράξη της ενιαίας και αδιαίρετης εισαγγελικής αρχής δηλ. κάθε ενέργεια εισαγγελέα αποτελεί ενέργεια όχι του προσώπου που προβαίνει στην ενέργεια αλλά της εισαγγελικής αρχής, της οποίας ο συγκεκριμένος εισαγγελέας είναι εκπρόσωπος.

(γ) Η αρχή της ιεραρχικής υποταγής: Κατά το άρθρο 24 παρ. 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τους εισαγγελείς τους συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Κατά την αρχή αυτή οι εισαγγελίας μιας εισαγγελίας οφείλουν να υπακούουν στις διαταγές και εντολές των προϊσταμένων τους. Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι υφιστάμενοι εισαγγελείς έχουν ωστόσο ελευθερία γνώμης. Η αρχή αυτή περιορίζεται από την αρχή της νομιμότητας, αφού οι εντολές ή οι παραγγελίες των προϊσταμένων εισαγγελέων, για να είναι δεσμευτικές πρέπει να είναι σύμφωνες με την αρχή της νομιμότητας της ποινικής δίωξης.

 

Έννοια και καθήκοντα του συνηγόρου του κατηγορούμενου.

 

Μεταξύ των βοηθητικών προσώπων της ποινικής δίκης που είναι ο γραμματέας του δικαστηρίου, η αστυνομία, οι επιμελητές ανηλίκων, συγκαταλέγεται και ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

Το έργο του έχει χαρακτήρα δημόσιο και όχι ιδιωτικό, είναι δε «αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης» μαζί με τα άλλα όργανα, το δικαστή και τον εισαγγελέα τους οποίους και βοηθά στο έργο τους.

Ο συνήγορος του κατηγορούμενου έχει τα εξής καθήκοντα:

(α) Καθήκον αλήθειας: Ο συνήγορος δεν δικαιούται να πει ψέματα στο δικαστήριο παρουσιάζοντας τον δράστη σαν αθώο, αλλοιώνοντας το αποδεικτικό υλικό (πχ πείθοντας μάρτυρες να ψευδομαρτυρήσουν ή πλαστογραφώντας έγγραφα) διαστρεβλώνοντας τα πραγματικά περιστατικά. Παράβαση του καθήκοντος του αυτού δημιουργεί ευθύνη για υπόθαλψη εγκληματία  ή ηθική αυτουργία σε ψευδορκία ή υπεξαγωγή εγγράφων.

(β) Καθήκον σιωπής (εχεμύθειας): Περιορισμό του καθήκοντος αλήθειας αποτελεί το καθήκον σιωπής, αφού ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει την ενοχή του κατηγορουμένου πελάτη του. Αν την αποκαλύψει διαπράττει παράβαση επαγγελματικής εχεμύθειας (άρθρο 371 ΠΚ).

(γ) Καθήκον υπεράσπισης (συνηγορίας) σε στενή έννοια: Άλλο περιορισμό του καθήκοντος αλήθειας αποτελεί το καθήκον υπεράσπισης σε στενή έννοια αφού ο συνήγορος μόνο προς όφελος του πελάτη του μπορεί να ενεργεί, έχοντας σε αντίθετη περίπτωση, ευθύνη για απιστία δικηγόρου (άρθρο 233 ΠΚ).

 

Ποια είναι η έννοια της αρχής της νομιμότητας και σε ποιες εξαιρέσεις ο νομοθέτης δέχεται την αρχή της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης;

(Φεβρουάριος 2012)

Ο Εισαγγελέας υποχρεούται να κινήσει την ποινική δίωξη αν από τη μελέτη της καταγγελίας προκειμένου επί κακουργήματος διαπιστωθεί  η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την κίνηση της ποινικής δίωξης, προκειμένου δε περί των λοιπών πλημμελημάτων αποκλεισθεί με απόλυτη βεβαιότητα το αβάσιμο της κατηγορίας.

Έτσι, η αρχή της νομιμότητας της ποινικής δίωξης που απορρέει από το άρθρο 43 δηλ. η υποχρέωση, το καθήκον του εισαγγελέα να κινήσει την ποινική δίωξη, ισχύει μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις δηλ. όταν κρίνει αιτιολογημένα στα παραπάνω σοβαρά εγκλήματα (κακουργήματα) ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ή στα άλλα εγκλήματα (πλημμελήματα) αποκλείσει με απόλυτη βεβαιότητα το αβάσιμο της καταγγελίας.

Ωστόσο, ο νομοθέτης εισάγει ορισμένες εξαιρέσεις της αρχής της νομιμότητας δεχόμενος σε ορισμένες διατάξεις την αρχή της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης. Δηλαδή ο εισαγγελέας έχει τη διακριτική ευχέρεια, μολονότι υπάρχει έγκλημα και στοιχεία για την άσκηση της ποινικής δίωξης και για εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπιμοτήτων, να μην κινήσει την ποινική δίωξη.

Η αρχή της σκοπιμότητας καθιερώνεται κυρίως στις παρακάτω περιπτώσεις:

·         Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα, μετά τη προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη ή αν την άρχισε (να την αναστείλει) της ποινικής δίωξης στα πολιτικά εγκλήματα και στα εγκλήματα που μπορούν να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

·         Ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα με αιτιολογημένη διάταξή του και με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών να αναβάλει αόριστα την ποινική δίωξη σε δράστη που πιθανολογείται ότι η ποινή που θα του επιβληθεί έχει μηδαμινές συνέπειες και αν ο δράστης έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για βαρύτερη πράξη και κατόπιν τελεί ελαφρύτερη αξιόποινη πράξη.

·         Ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του  και με έγκριση του εισαγγελέα εφετών να απόσχει οριστικά από τη ποινική δίωξη εγκλήματος του οποίου η αποκάλυψη απειλήθηκε με εκβίαση ή έγινε απάτη εις βάρος του.

·         Στο έγκλημα του βιασμού αν και το έγκλημα διώκεται αυτεπάγγελτα, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, κατ’ εξαίρεση, με αιτιολογημένη διάταξή του, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο μπορεί να παύσει την ποινική δίωξη, εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των προσώπων του άρθρου 118 ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει ως συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος.

 

Έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος να ψεύδεται κατά την απολογία του;

(Ιανουάριος 2014)

Αναφορικά με τον κατηγορούμενο γίνεται δεκτό το δικαίωμα του «να σιωπήσει ή να αρνηθεί να απαντήσει» αφού αυτό αναγνωρίζεται και από δικονομικές διατάξεις, όπως τα άρθρα 273 παρ. 2 και 366 παρ. 3.

Αντίθετα, για την ψευδή άρνηση της κατηγορίας εκ μέρους του κατηγορούμενου, άλλοι δέχονται «δικαίωμα ψεύδους», άλλοι «καθήκον αλήθειας». Κατά ορθή άποψη του Ανδρουλάκη, αν μεν πρόκειται για απλή άρνηση (ψευδή) της κατηγορίας, με ένα απλό «όχι» αυτό πρέπει να γίνει δεκτό σαν δικαίωμα του κατηγορούμενου, ως προέκταση του «δικαιώματος σιωπής».

Αν, όμως, πρόκειται για δικαιολογημένη, θεμελιωμένη ψευδή άρνηση της κατηγορίας με επίκληση ψευδών πραγματικών περιστατικών (ψευδές άλλοθι), αυτή πρέπει να θεωρηθεί σαν απαγορευμένη συμπεριφορά, αφού παραπλανά το δικαστή.

Χειρότερα θα είναι για τον κατηγορούμενο τα πράγματα αν αποδώσει την πράξη σε άλλον (θα ευθύνεται για ψευδή καταμήνυση, άρθρο 229 ΠΚ) ή αν επικαλεστεί πλαστά έγγραφα (θα ευθύνεται για πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, άρθρο 216 ΠΚ).

Η πρακτική σημασία των παραπάνω είναι η εξής: η επιτρεπόμενη σιωπή του κατηγορούμενη ή η απλή άρνηση της κατηγορίας δεν λαμβάνεται από το δικαστήριο σαν ένδειξη της ενοχής του. Το αντίθετο θα συμβεί για την τυχόν αιτιολογημένη άρνηση της κατηγορίας.

 

 

Ποια είναι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την προδικασία;

 

1.       Να αντιπροσωπεύεται από δύο το πολύ δικηγόρους.

2.       Να παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις αυτοπρόσωπα ή μετά συνηγόρου.

3.       Να υποβάλλει ερωτήσεις και παρατηρήσεις κατά την ενέργεια ανακριτικής πράξης σε αυτόν που την ενεργή πχ ανακριτή άρθρου 99.

4.       Να παρίσταται μετά συνηγόρου κατά τη διάρκεια της απολογίας του ή άλλης εξέτασής του.

5.       Να του διορίζεται από την Πολιτεία συνήγορος.

6.       Να επικοινωνεί με τον συνήγορό του, δικαίωμα στο οποίο δεν μπορεί ποτέ να στερηθεί.

7.       Να του ανακοινώσει ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σ’ αυτόν για να απολογηθεί, το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων της ανάκρισης και να μελετά ο ίδιος ο συνήγορός του όλα αυτά τα έγγραφα.

8.       Έχει δικαίωμα να κληθεί για να απολογηθεί ή για να παρασταθεί σε ανακριτική πράξη.

9.       Να του δίνεται υποχρεωτικά, αν το ζητήσει, προθεσμία μέχρι 48 ώρες για να απολογηθεί. Παράταση της προθεσμίας απόκειται στην κρίση του ανακριτή μετά από αίτηση του κατηγορούμενου.

10.   Να του εξηγούνται τα παραπάνω δικαιώματά του από τον ανακρίνοντα.

11.   Έχει δικαίωμα να απολογείται και στην προανάκριση και στην κύρια ανάκριση.

12.   Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα και αντίστοιχη υποχρέωση ο ανακρίνων να του εκτίθεται σαφώς και πλήρως η πράξη για την οποία κατηγορείται και να ζητάει την εξέταση από τον ανακρίνοντα κάθε αποδεικτικού μέσου που προτείνει για την υπεράσπισή του και την διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης που αποτελεί μέσο υπεράσπισής του ή συμβάλλει σε αυτήν, δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 273 παρ. α και 274 παρ. β.

13.   Έχει δικαίωμα να υποβάλλει στον ανακρίνοντα έγγραφη την απολογία του.

14.   Έχει δικαίωμα σιωπής και άρνησης απάντησης στην κατηγορία που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 273 παρ. β και επομένως ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει επιβαρυντικά για τη θέση του περιστατικά. Το δικαίωμα αυτό απορρέει από το δικαίωμα προσωπικότητας του άρθρου 5 του Συντάγματος.

15.   Άλλα δικαιώματα είναι το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης των ουσιωδών εγγράφων της διαδικασίας, δωρεάν με έξοδα του δημοσίου, εκτός αν ο κατηγορούμενος μπορεί να καταβάλει, το δικαίωμα ενημέρωσης των προξενικών αρχών σε περίπτωση αλλοδαπού, το δικαίωμα σε επείγουσα ιατρική περίθαλψη κ.λπ.

Τα παραπάνω δικαιώματα τα έχει ο κατηγορούμενος και κατά τη διάρκεια της «αστυνομικής προανάκρισης».

 

 

Έννοια απόφασης, είδη απόφασης και περιεχόμενο αυτής.

 

Απόφαση είναι η πράξη του δικαστηρίου η οποία ακολουθεί τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και τέμνει την  υπόθεση που έχει εισαχθεί ή ορισμένο ζήτημα. Οι αποφάσεις μπορεί να είναι οριστικές και παρασκευαστικές ή προδικαστικές, κύριες και παρεμπίπτουσες, τελεσίδικες, ανέκκλητες και αμετάκλητες.

Οριστική ή τελειωτική είναι η απόφαση με την οποία τελειώνει η ποινική δίκη και ο δικαστής δεν έχει πλέον καμία εξουσία πάνω στην  υπόθεση. Διακρίνονται σε αθωωτικές, καταδικαστικές και σε εκείνες που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη και σε εκείνες που κηρύσσουν τη δίωξη απαράδεκτη. Προπαρασκευαστική είναι η απόφαση μετά την έκδοση της οποίας μπορεί να δικάσει πάλι την κατηγορία πχ η απόφαση περί αναβολής της δίκης.

Κύρια είναι εκείνη με την οποία το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά και δεν έχει δικαίωμα να επανέλθει στην ίδια υπόθεση (πχ αθωωτική απόφαση). Παρεμπίπτουσα είναι η απόφαση με την οποία ο δικαστής αποφασίζει οριστικά για ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την απόφαση η οποία αφορά την κατηγορία αλλά δεν εντάσσονται σε αυτήν, όπως η απόφαση που κηρύσσει καθ’ ύλην αναρμόδιο το δικαστήριο. Η διαφορά προπαρασκευαστικών και παρεμπιπτουσών είναι ότι οι πρώτες μπορούν να ανακληθούν ενώ οι δεύτερες όχι.

Τελεσίδικη είναι η απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από άσκηση έφεσης και εκείνη που μπορούσε να προσβληθεί με έφεση αλλά παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της έφεσης ή έφεση που ασκήθηκε απορρίφθηκε σαν ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αβάσιμη. Ανέκκλητη είναι η απόφαση που μόλις εκδοθεί δεν υπόκειται σε έφεση πχ απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου που επιβάλλει ποινή φυλάκισης είκοσι πέντε ημερών είναι ανέκκλητη γιατί για να υπόκειται σε έφεση πρέπει η ποινή να είναι πάνω από εξήντα ημέρες. Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο (έφεση ή αναίρεση) ή δεν ασκήθηκε στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εκπρόθεσμα και απορρίφθηκε (άρθρο 546).

Περιεχόμενο της απόφασης: Κάθε απόφαση περιέχει τρία τμήματα:

(α) Το ιστορικό που περιλαμβάνει τη σύνθεση του δικαστηρίου, τον τόπο και χρόνο συνεδρίασης, τα στοιχεία διαδίκων, συνηγόρων, την πράξη, τις αποδείξεις που έχουν προσαχθεί, βεβαίωση της έρευνας των αποδείξεων και της ακρόασης των διαδίκων.

(β) Το αιτιολογικό που περιλαμβάνει την πραγματική και νομική αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η απόφαση.

(γ) Το διατακτικό που είναι το τελικό συμπέρασμα του δικαστηρίου, με το οποίο απαγγέλλεται η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου και επιβάλλεται η ποινή, όπως και η αποζημίωση ή η χρηματική ικανοποίηση στον παθών, διατάσσεται η απόδοση των κατασχεθέντων πραγμάτων, η δήμευση αντικειμένων, η απόδοση εγγύησης που καταβλήθηκε κ.λπ. Το διατακτικό μπορεί να περιέχει την καταδίκη ή αθώωση του κατηγορουμένου, οριστική παύση της ποινικής δίκης και κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης.

Δύο αστυνομικοί εισβάλλουν σε ένα σπίτι που έχουν πληροφορηθεί ότι  υπάρχουν ναρκωτικά, συλλαμβάνουν τον Κ (κάτοχο ναρκωτικών) και συντάσσουν έκθεση έρευνας και κατάσχεσης. Στη συνέχεια, ο Κ καταδικάζεται στον πρώτο βαθμό σε 8 έτη κάθειρξη και σε δεύτερο βαθμό ισχυρίζεται ότι η έκθεση που συνέταξαν οι αστυνομικοί δεν ευσταθεί γιατί κατά τη γνώμη του είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο. Ερωτάται: Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του; Αν δεχτεί το δικαστήριο ότι είναι, μπορεί να καλέσει τους αστυνομικούς για κατάθεση ώστε να βεβαιωθεί για την πράξη του Κ;

(Ιούνιος 2013)

Έκθεση είναι το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στη ποινική διαδικασία, για να πιστοποιηθεί η πράξη που ενεργήθηκε από αυτόν ή από άλλο αρμόδιο υπάλληλο με τον οποίο αυτός συμπράττει ή για να πιστοποιηθεί δήλωση τρίτων προσώπων που έγινε προς αυτούς (άρθρο 148).

Τέτοια έκθεση αποτελεί και η έκθεση έρευνας και κατάσχεσης που συνέταξαν οι δύο αστυνομικοί του πρακτικού. Όπως και τα πρακτικά του δικαστηρίου οι εκθέσεις είναι άκυρες αν λείπει η χρονολογία, η αναγραφή των ονοματεπωνύμων των προσώπων που συνέπραξαν ή εξετάστηκαν και η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συνέταξε την έκθεση.

Για όσα βεβαιώνονται στην έκθεση ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο, η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη μέχρι να προσβληθεί για πλαστότητα. Αυτό πάντως δεν εμποδίζει τον δικαστή να εκτιμήσει ελεύθερα το περιεχόμενο της έκθεσης.

Συνεπώς, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Κ. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεχτεί ότι είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, μπορεί ακόμα και να αθωώσει τον κατηγορούμενο.

 

 

Ο Α παραπέμπεται να δικαστεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Το κλητήριο θέσπισμα που του επιδίδεται δεν περιέχει την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα. Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του επικαλείται αυτό το «ελάττωμα». Ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου;

(Σεπτέμβριος 2016)

Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει:

(α) το ονοματεπώνυμο και αν υπάρχει ανάγκη και άλλα στοιχεία του κατηγορουμένου

(β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται

(γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανισθεί

(δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει

(ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημοσίου κατήγορου ή του πταισματοδίκη.

Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι άκυρο. Ωστόσο η ακυρότητα αυτή είναι σχετική και θεραπεύεται εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης λόγω άκυρης κλήτευσής του μέχρι την απαγγελία κατηγορίας από τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο δηλ. μέχρι την ουσιαστική έναρξη της συζήτησης. Το δικαστήριο όμως μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου.

Αν το κλητήριο θέσπισμα ακυρωθεί, απαιτείται νέα επίδοσή του.  

 

 

Τι είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης και πώς κατοχυρώνεται;

(Ιούλιος 2019)

Λέγοντας ηθική απόδειξη εννοούμε την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και την αρχή του απεριόριστου των αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα:

(α) Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων:  Η αρχή αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 177 και αφορά την απόδειξη στην ποινική δίκη, έχει την έννοια ότι ο δικαστής δεν δεσμεύεται από νομικούς κανόνες αναφορικά με την ισχύ και τη βαρύτητα των αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να αποφασίζει κατά την πεποίθησή του, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής του και οδηγούμενος από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων. Πχ η ομολογία του κατηγορουμένου δεν πρέπει χωρίς άλλο να οδηγήσει στην καταδίκη του, γιατί είναι ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος, ομολογώντας μία πράξη, να επιδιώκει να καλύψει μία άλλη βαρύτερη πράξη που πραγματικά τέλεσε ή να ηρωοποιηθεί, αφού θα ασχοληθούν μαζί του ο τύπος και η τηλεόραση, αλλά και γιατί η ομολογία του να είναι μην είναι αυθόρμητη και να είναι αποτέλεσμα βασάνων και απειλών κ.λπ.

(β) Η αρχή του απεριόριστου των αποδεικτικών μέσων και οι «αποδεικτικές απαγορεύσεις»: Η αρχή αυτή προκύπτει από τα άρθρα 178 και 179 και σημαίνει ότι το δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, λογικά πρόσφορο για την ανακάλυψη της αλήθειας, αρκεί να μην απαγορεύεται από το νόμο όπως η προσωπική γνώση του δικαστή, η ναρκοανάλυση δηλ. ο ορός της αλήθειας, ο πνευματισμός, ο όρκος του κατηγορουμένου, μια ομολογία που αποσπάστηκε με βασανιστήρια κ.λπ.

 

 

Τι καλείται αστυνομική προανάκριση, πότε διενεργείται και τι ακολουθεί αυτής; Ποιες οι δυνατότητες που έχει ο Εισαγγελέας για την ολοκλήρωση της αστυνομικής προανάκρισης;

(Απρίλιος 2014, Φεβρουάριος 2017)

Προανάκριση είναι η ανάκριση που γίνεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών αυτοπρόσωπα ή από κάποιον ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα. Προανάκριση μπορεί να γίνει από τους ανακριτικούς υπαλλήλους και χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία δηλ. πριν κινηθεί η ποινική δίωξη και αρχίσει η ποινική δίκη. Η προανάκριση λέγεται αστυνομική προανάκριση και μπορεί να διεξαχθεί όταν (α) από την καθυστέρηση της προανάκρισης απειλείται άμεσος κίνδυνος ή (β) πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα.

Η προανάκριση ονομάζεται αστυνομική διότι συνηθέστατα διεξάγεται από την αστυνομία. Στις περιπτώσεις αστυνομικής προανάκρισης οι ανακριτικοί υπάλληλοι (γενικοί και ειδικοί) οφείλουν να επιχειρούν όλες τις αναγκαίες πράξεις για τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη. Μετά τη διενέργεια αυτών των πράξεων, ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν.

Ο Εισαγγελέας αφού λάβει τις εκθέσεις, ερευνά το νόμω και ουσία βάσιμό τους και κινεί ή δεν κινεί την ποινική δίωξη. Κατά το άρθρο 243 παρ. 2 το σύνολο της διωκτικής εξιχνιαστικής αυτής δράσης των σε ευρεία έννοια αστυνομικών οργάνων ενσωματώνεται στην ποινική δίκη, παίρνοντας έτσι η αστυνομική προανάκριση τη μορφή προανακριτικού σταδίου της. Αν τελικά δεν κινηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, οι πράξεις των ανακριτικών  υπαλλήλων παραμένουν έγκυρες. Όταν ενεργείται αστυνομική προανάκριση εκείνος που εξετάζεται και στρέφονται οι αστυνομικές ενέργειες και καλείται να δώσει εξηγήσεις, φέρει την  ιδιότητα του κατηγορουμένου και έχει όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104.

Ο εισαγγελέας δεν αποκλείεται να διατάξει τη συνέχιση της προανάκρισης. Αν όμως θεωρήσει ότι η προανάκριση τελείωσε, θα προβεί σε μία από τις παρακάτω ενέργειες που αποτελούν και τους τρόπους περάτωσης της προανάκρισης. Ειδικότερα: Η προανάκριση περατώνεται, αφού κληθεί υποχρεωτικά να απολογηθεί ο κατηγορούμενος πριν από 48 τουλάχιστον ώρες με τους εξής τρόπους (α) με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (β) με απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο (γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή αν από την προανάκριση προέκυψε ότι η πράξει είναι κακούργημα (δ) αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη, η δικογραφία τίθεται στο αρχείο με πράξη του εισαγγελέα. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο εισαγγελέας αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά την αστυνομική προανάκριση που έγινε ή την προκαταρτική εξέταση ή ένορκή διοικητική εξέταση κ.λπ.  Αν κατόπιν αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία.

 

Πότε αρχίζει η αποδεικτική διαδικασία και ποια είναι η πρακτική σημασία του χρονικού προσδιορισμού της έναρξής της;

(Ιούνιος 2018)

Μόλις αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης με την εκφώνηση του ονοματεπωνύμου του κατηγορουμένου (τυπική έναρξη της συζήτησης) οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους, καθώς και οι μάρτυρες που κλητεύθηκαν κάθονται σε ορισμένες για αυτούς θέσεις. Αν ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της δίκης αποχωρήσει δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας καθώς «μία φορά παρών, πάντα παρών».

Από την απαγγελία της κατηγορίας έχουμε την «ουσιαστική» έναρξη της συζήτησης. Κατόπιν ο πρόεδρος ζητεί από τον κατηγορούμενο γενικές πληροφορίες για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία. Μετά από αυτά ο πρόεδρος διαβάζει δυνατά τον κατάλογο των μαρτύρων που κλητεύθηκαν και των πραγματογνωμόνων. Κατόπιν το δικαστήριο αποφασίζει για τυχόν συνεκδίκαση των εγκλημάτων ή των συμμετόχων λόγω συνάφειας ή συμμετοχής ή χωρισμό της δίκης. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη δίκη για σημαντικά αίτια όπως απουσία μαρτύρων κ.λπ.

Μετά τις παραπάνω ενέργειες, αρχίζει η αποδεικτική διαδικασία. Πρώτοι εξετάζονται οι μάρτυρες κατηγορίας και ακολουθούν οι μάρτυρες υπεράσπισης. Τη σειρά που εξεταστούν οι μάρτυρες και θα υποβληθούν αποδείξεις προσδιορίζει ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Οι μάρτυρες οφείλουν να μην επικοινωνούν μεταξύ τους πριν αρχίσει η εξέτασή τους. Κατ’ εξαίρεση διαβάζονται στο ακροατήριο καταθέσεις μαρτύρων σε περίπτωση που η εμφάνιση του μάρτυρα στο δικαστήριο είναι αδύνατη όπως γηρατειά, σοβαρή ασθένεια, διαμονή στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού  κωλύματος που ορίζει ο νόμος. Αν αναγνωσθούν καταθέσεις χωρίς να έχει διαπιστωθεί αν οι μάρτυρες αυτοί εξαιτίας των λόγων του άρθρου 365 δεν μπορούσαν να προσέλθουν να καταθέσουν στο ακροατήριο, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προτείνει και να εξετάσει στο ακροατήριο όσους μάρτυρες κρίνει απαραίτητους για την υπεράσπισή του. Μετά την εξέταση των μαρτύρων διαβάζονται οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων της πραγματογνωμοσύνης που έγινε στην προδικασία. Μετά την εξέταση της πραγματογνωμοσύνης και την τυχόν ενέργεια αυτοψίας κατά το άρθρο 363 ακολουθεί η ανάγνωση των εγγράφων.

Μετά τα παραπάνω ακολουθεί η απολογία του κατηγορουμένου όπου αφού τελειώσει μπορούν να του υποβληθούν ερωτήσεις από τους δικαστές και τον εισαγγελέα. Οι λοιποί διάδικοι και οι συνήγοροί τους μπορούν να του υποβάλλουν ερωτήσεις όχι ευθέως αλλά μέσω του προέδρου.

Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία τον λόγο παίρνει ο εισαγγελέας ή οι εισαγγελείς.

 

Υπάρχει αντιδικία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου;

(Ιούνιος 2020)

Η κίνηση της ποινικής δίωξης έχει ως αποτέλεσμα να περιέρχεται η υπόθεση στη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου, το οποίο και μόνο αυτό μπορεί πια να την εκκαθαρίσει- άπαξ και η ποινική δίωξη κινηθεί φεύγει από τα χέρια του εισαγγελέα (δεν μπορεί να την ανακαλέσει).

Ο εισαγγελέας υποχρεούται να εκπροσωπεί την κατηγορία. Ειδικότερα: (α) έχει την υποχρέωση να ζητεί μέχρι τέλους την κήρυξη της ενοχής και την τιμώρηση του κατηγορούμενου (β) να προσπαθεί και αυτός να ελέγξει την αρχική του υπόνοια, και μόνο αν την επιβεβαιώσει να ζητήσει την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, αλλιώς να προτείνει την κήρυξη της αθωότητάς του.

Ο εισαγγελέας υπερέχει του κατηγορούμενου και λόγω του κύρους και της κρατικής του θέσης, έχει πίσω του ολόκληρη την συνθλιπτική δύναμη του κρατικού μηχανισμού και της αστυνομίας αλλά και λόγω του ότι μπορεί να λάβει και αυτός μέτρα δικονομικού καταναγκασμού κατά του κατηγορούμενου.

Η δράση του εισαγγελέα, επομένως, στην ποινική δίκη δεν πρέπει να παίρνει τη μορφή αντιδικίας με τον κατηγορούμενο αλλά να προσλαμβάνει μια παράλληλη φορά προς τη δράση του δικαστή.

 

 

Αναβολή και διακοπή δίκης, ομοιότητες, διαφορές και πρακτική σημασία.

(Σεπτέμβριος 2019, Σεπτέμβριος 2020)

Και στις δύο περιπτώσεις η ποινική διαδικασία σταματά το χρόνο.

Με το τέλος της διακοπής, η υπόθεση επανέρχεται για συνέχιση της ίδιας επ’ ακροατηρίων δίκης μπροστά στο ίδιο δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση που την είχε αρχίσει και από το σημείο ακριβώς που είχε διακοπεί.

Μετά την αναβολή, αρχίζει νέα επ’ ακροατηρίω δίκη από την αρχή, μπροστά σε διαφορετική σύνθεση του περί ου πρόκειται δικαστηρίου. Με την αναβολή χάνεται πολύ περισσότερος χρόνος παρά με τη διακοπή. Η αναβολή, λοιπόν, βλάπτει περισσότερο την επιθυμητή επιτάχυνση της δίκης (άρθρο 349 παρ. 3). Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Η αναβολή έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη διακοπή, η οποία κατά τη βούληση του νομοθέτη έχει τον πρώτο λόγο.

Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει τη δίκη για σημαντικά αίτια (άρθρο 349), για απουσία μαρτύρων (άρθρο 352), για νέες αποδείξεις (άρθρα 352,355) ή λόγω εκκρεμότητας άλλης ποινικής, πολιτικής ή διοικητικής δίκης (άρθρα 59,61). Η αίτηση αναβολής μπορεί να ασκηθεί είτε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία λόγω σημαντικών αιτίων είτε μετά την έναρξη της διαδικασίας για κρείσσονες αποδείξεις και ιδίως για κλήτευση νέων μαρτύρων αλλά και για σημαντικά αίτια που εμποδίζουν την πρόοδο και ολοκλήρωση της δίκης. Το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει θετικά ή αρνητικά σε κάθε αίτηση αναβολής γιατί αλλιώς προκαλείται έλλειψη ακρόασης του άρθρου 170 (σχετική ακυρότητα). Η απάντηση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη (άρθρα 93 Σ, 139).

Επομένως, όταν η δίκη αναβάλλεται, στη νέα δικάσιμη επαναλαμβάνεται από την αρχή η δίκη, ενώ όταν διακόπτεται, αρχίζει εκ νέου από το σημείο που το δικαστήριο διέκοψε. Αν όμως η διακοπή διαρκέσει πέρα από τα νόμιμα χρονικά όρια απαιτείται επανάληψη ολόκληρης της διαδικασίας.

 

Τι είναι ο πραγματογνώμονας, ποιες μορφές μπορεί να έχει το έργο του και σε ποια άρθρα του κώδικα κατοχυρώνεται ο ρόλος του;

(Σεπτέμβριος 2015, Σεπτέμβριος 2016, Ιούλιος 2019)

Πραγματογνωμοσύνη (άρθρα 183 επ.) είναι η δικονομική πράξη με την οποία πρόσωπο που κατέχει ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης αποφαίνεται για γεγονότα που έχουν σχέση με ορισμένη αξιόποινη πράξη. Η πραγματογνωμοσύνη γίνεται κατά κανόνα σε εργαστήρια τα οποία ιδρύθηκαν ειδικά από το νόμο όπως το εργαστήριο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης γίνεται από πρόσωπα που ορίζει ειδικά ο νόμος, όπως ιατροδικαστές, ορκωτοί λογιστές κ.λπ. Εάν δεν μπορεί να γίνει στα εργαστήρια ή από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν τότε διορίζονται δύο ή περισσότεροι πραγματογνώμονες οι οποίοι επιλέγονται από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που συντάσσει το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά ειδικότητες προτιμώντας δημοσίους υπαλλήλους.

Ο ΚΠΔ προβλέπει δύο ειδικές περιπτώσεις πραγματογνωμοσύνης:

(α) Την πραγματογνωμοσύνη σε γυναίκα: Αν από την πραγματογνωμοσύνη σε γυναίκα είναι ενδεχόμενο η γυναίκα να νοιώσει ντροπή, εκείνος που τη διατάζει, της ανακοινώνει ότι μπορεί να παραβρεθεί κατά την εξέτασή της πρόσωπο της εμπιστοσύνης της. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 199 υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης. Κατ’ άλλη άποψη η πράξη είναι ανυπόστατη και όχι απλά απόλυτα άκυρη.

(β) Την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη: Κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης σε περιπτώσεις πραγματογνωμοσύνης που αφορούν στη διανοητική υγεία του κατηγορούμενου, ο τακτικός ανακριτής μπορεί να διατάξει την εισαγωγή του κατηγορούμενου σε δημόσιο ψυχιατρείο, αφού υπάρξει η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, σύμφωνη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, έστω και με πλειοψηφία, και πρόταση του συνηγόρου του κατηγορουμένου που διορίζεται αυτεπάγγελτα. Η διάρκεια της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες.

 

Ποια είναι τα επιμέρους καθήκοντα που περιλαμβάνει το καθήκον μαρτυρίας;

(Φεβρουάριος 2017)

Μάρτυρας είναι το πρόσωπο που καταθέτει πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει από δική του αντίληψη ή από διήγηση άλλων και τα οποία έχουν σχέση με το αντικείμενο της απόδειξης. Έτσι οι μάρτυρες διακρίνονται σε αυτόπτες και μη αυτόπτες (εξ ακοής μάρτυρες).

Οι υποχρεώσεις των μαρτύρων είναι:

(α) Η υποχρέωση εμφάνισης: Προϋπόθεση της υποχρέωσης αυτής αποτελεί η νόμιμη κλήτευση του μάρτυρα κατά τα άρθρα 213, 166 επ και 155 επ. Ο μάρτυρας μπορεί να προσέλθει για κατάθεση και αυθόρμητα οπότε γίνεται μνεία του γεγονότος αυτού στην έκθεση κατάθεσή του (άρθρο 213). Δεν έχουν υποχρέωση εμφάνισης (άρθρο 215) ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της βουλής, οι υπουργοί, οι αρχιερείς, οι οποίοι εξετάζονται στην κατοικία τους και η ένορκη κατάθεσή τους διαβιβάζεται στο ακροατήριο, στο σπίτι εξετάζονται και οι μάρτυρες που λόγω ασθενείας ή γηρατειών δεν μπορούν να εμφανιστούν, σε δίκη πλημμελήματος δεν καλούνται να εμφανιστούν δημόσιοι υπάλληλοι αν δεν κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση και τέλος μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές ή  άλλα σωφρονιστικά καταστήματα εκτός έδρας του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο αλλά διαβιβάζεται η ένορκη εξέτασή τους που λήφθηκε στην προδικασία.

(β) Η υποχρέωση όρκισης: Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξετασθεί στο ακροατήριο, να ορκισθεί δημόσια και ερωτάται αν προτιμά θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. Ο άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να γράφει ορκίζεται γράφοντας, αν δεν ξέρει να γράφει, με βοήθεια διερμηνέα. Εξαίρεση της υποχρέωσης αποτελούν όσοι δεν συμπλήρωσαν το 18ο έτος, όσοι στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα εξαιτίας αμετάκλητης καταδίκης, όσοι επιδιώκουν αποζημίωση και οι αστικώς υπεύθυνοι.

(γ) Η υποχρέωση κατάθεσης: Άλλη υποχρέωση των μαρτύρων είναι η υποχρέωση να καταθέσουν όσα γνωρίζουν (άρθρο 209). Εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή όσοι αναφέρονται στο επαγγελματικό απόρρητο, οι κληρικοί με όσα έμαθαν στην εξομολόγηση, οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι, οι συμβολαιογράφοι, οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και οι βοηθοί τους καθώς και οι μαίες σχετικά με ότι πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους.

(δ) Η υποχρέωση αλήθειας: Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πως έμαθα όσα καταθέτει. Αν ο μάρτυρας αρνηθεί να κατονομάσει τη πηγή του, η κατάθεσή του δεν λαμβάνεται υπόψη.

Όταν ο μάρτυρας παραβεί μία από τις υποχρεώσεις του είναι λιπομάρτυρας και του επιβάλλονται «ποινές τάξης» (πχ πρόστιμο).

 

Τι γνωρίζετε για την «τυπική κλήση» του κατηγορουμένου στο στάδιο της ανάκρισης, και ποια τα ενδεχόμενα προβλήματα από την υιοθέτηση αυτής της πρακτικής;

(Ιούλιος 2018)

Αν δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάζεται να απολογηθεί αν και κλητεύθηκε νόμιμα, η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί περατωμένη (άρθρο 270 παρ. 1).

Έτσι, στην πρακτική έχει επικρατήσει η έκδοση από τον ανακριτή των λεγόμενων «τυπικών κλήσεων». Αυτές είναι κλήσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 271 παρ. 2 αλλά που δεν επιδίδονται στον κατηγορούμενο (για να αποφεύγονται μάταιες και άσκοπες ενοχλήσεις του κατηγορούμενου που δεν φαίνεται ότι τέλεσε το έγκλημα με την πραγματική κλήτευσή του) αλλά παραμένουν στη δικογραφία. Εκδίδονται δε, στις περιπτώσεις που ο ανακριτής κρίνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ενοχής του κατηγορούμενου.

Όμως επειδή η αληθινή κλήτευση του κατηγορούμενου δεν είναι μόνο καθήκον του ανακριτή αλλά και δικαίωμα του κατηγορούμενου σε οποιοδήποτε παραπέρα στάδιο της προδικασίας λόγω διαφορετικής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων από άλλα δικαστικά όργανα (πχ συμβούλιο) θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί η απολογία του με επιστροφή της δικογραφίας στον ανακριτή και αληθινή κλήτευση του κατηγορούμενου, αλλιώς υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της ανάκρισης κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ.

 

 

Σε τι διαφέρουν τα ένδικα βοηθήματα από τα ένδικα μέσα; Να δώσετε ένα παράδειγμα για ένα ένδικο βοήθημα και ένα ένδικο μέσο.

(Ιούνιος 2014)

Ένδικο μέσο είναι η δικονομική πράξη με την οποία διατυπώνεται παράπονο για την ορθότητα δικαστικής κρίσης, επιδιώκεται ο έλεγχός της από άλλον δικαστή και ζητείται η εξαφάνιση ή η μεταρρύθμισή της. Διακρίνονται σε τακτικά ένδικα μέσα (έφεση, αναίρεση) και σε έκτακτες διαδικασίες (πχ επανάληψη της διαδικασίας). Το κριτήριο είναι το αν η προσβαλλόμενο απόφαση έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου αν δηλαδή είναι αμετάκλητη. Έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο επιδιώκεται η από ανώτερο δικαστήριο εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση απόφασης ή βουλεύματος που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό με συνέπεια το αντικείμενο της δίκης να εξετάζεται και πάλι.  Οι προϋποθέσεις άσκησής του είναι (α) να επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου (β) να ασκείται από πρόσωπο που έχει ρητά δικαίωμα από το νόμο και έχει έννομο συμφέρον (γ) να είναι εμπρόθεσμη (δεκαήμερη από έκδοση απόφασης) (δ) να είναι νομότυπη και (ε) να μην έχει γίνει παραίτηση από το ένδικο μέσο.

Τα ένδικα βοηθήματα (πχ αίτηση ακύρωσης άρθρου 341) διακρίνονται από τα ένδικα μέσα, γιατί δεν αποδίδεται με τα πρώτα αναγκαστικά σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση αλλά απλά ζητείται η επανεκτίμησή της, ενώ μοιάζουν με αυτά γιατί ζητείται και με αυτά η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω αυτής της ομοιότητας οι γενικές διατάξεις των ενδίκων μέσων εφαρμόζονται και σε αυτά. Επανάληψη της διαδικασίας είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο ορισμένη υπόθεση που κρίθηκε αμετάκλητα είναι δυνατό να επανέλθει για συζήτηση, επειδή διαπιστώθηκαν σοβαρά σφάλματα. Σε αυτή την περίπτωση κάμπτεται το δεδικασμένο που έχει δημιουργήσει η αμετάκλητη απόφαση η οποία προσβάλλεται με αίτηση επανάληψης της διαδικασίας.

 

Ποια είναι τα αποτελέσματα/έννομες συνέπειες των ένδικων μέσων;

 

(α) Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα: Τέτοιο αποτέλεσμα έχει το ένδικο μέσο, όταν με την άσκησή του η υπόθεση μεταβιβάζεται σε ανώτερο συμβούλιο ή δικαστήριο. Η έκταση της μεταβίβασης της υπόθεσης σε ανώτερο δικαστήριο εξαρτάται από τη δήλωση εκείνου που το ασκεί (=αν το ασκεί ο κατηγορούμενος τότε η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο αν όμως ασκεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης ο εισαγγελέας η υπόθεση μεταβιβάζεται μόνο για το ποινικό μέρος δηλ. για την ενοχή και ποινή του κατηγορουμένου και όχι για τις πολιτικές απαιτήσεις). Εδώ ισχύει δηλ. ο κανόνας ότι τόσο μεταβιβάζεται όσο εκκαλείται και η μεταβίβαση μπορεί να είναι καθολική (=η μεταβίβαση όταν η απόφαση ή το βούλευμα προσβάλλεται στο σύνολό της) ή μερική (=η μεταβίβαση όταν προσβάλλεται ένα τμήμα μόνο της απόφασης ή βουλεύματος).

(β) Ανασταλτικό αποτέλεσμα: Τέτοιο αποτέλεσμα υπάρχει όταν η άσκηση του ένδικου μέσου ή η προθεσμία για την άσκησή του αναστέλλουν, εμποδίζουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλεται πχ με την έφεση ο κατηγορούμενος δεν φυλακίζεται ή δεν καταβάλλει χρηματική ποινή. Ανασταλτική δύναμη δεν υπάρχει αν ασκηθεί ένδικο μέσο που δεν χορηγεί ρητά ο νόμος. Εξαίρεση υπάρχει ειδικά για τα βουλεύματα του άρθρου 471.

(γ) Επεκτατικό αποτέλεσμα: Το αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 469) έχει την έννοια ότι, αν  υπάρχουν περισσότεροι από έναν συγκατηγορούμενοι που δικάστηκαν με την ίδια απόφαση και ασκηθεί ένδικο μέσο από έναν μόνο από αυτούς, τότε η ωφέλεια της νέας απόφασης δηλ. οι επωφελείς διατάξεις της, επεκτείνονται και στους άλλους συγκατηγορούμενους που δεν άσκησαν ένδικο μέσο.

(δ) Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου: Η αρχή αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 470 και σημαίνει ότι αν ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή από άλλο πρόσωπο υπέρ αυτού, δεν μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται πχ μετατροπή ποινής σε χρηματική κ.λπ. Η αρχή αυτή δεν ισχύει στα ένδικα μέσα εναντίον βουλευμάτων.

 

 

Ποιες οι προϋποθέσεις για την προσωρινή κράτηση στα  πλημμελήματα; Σχολιάστε.

(Ιούλιος 2017)

Η βαρύτερη για τον κατηγορούμενο ανακριτική πράξη είναι η προσωρινή κράτησή του δηλ. η στέρηση της ελευθερίας του για ορισμένο χρονικό διάστημα με έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης. Με το μέτρο αυτό προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου, η τιμή του, η κοινωνική του υπόσταση, η επαγγελματική του κατάσταση, η περιουσία του, η οικογενειακή του ζωή κ.λπ.

Το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδίδεται, κύρια, για την πρόληψη τέλεσης νέων εγκλημάτων και για την παρεμπόδιση πιθανής φυγής του κατηγορουμένου.

Οι προϋποθέσεις έκδοσής από τον τακτικό ανακριτή εντάλματος προσωρινής κράτησης είναι οι εξής:

(α) να διεξάγεται κύρια ανάκριση

(β) να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής δηλ. να συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ενοχής του κατηγορουμένου με βάση τα  υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία

(γ) ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση να μην επαρκεί ή να μην μπορεί να επιβληθεί λόγω έλλειψης γνωστής διαμονής του κατηγορούμενου στη χώρα ή λόγω μη υποβολής σχετικού αιτήματος όπως επίσης οι περιοριστικοί όροι να μην επαρκούν

(δ) ο κατηγορούμενος να διώκεται για κακούργημα και να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή να έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικός ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίασε τους περιορισμούς διαμονής  εφόσον από την συνδρομή των παραπάνω προκύπτει σκοπός φυγής ή πολύ μεγάλη πιθανότητα να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Οι διατάξεις για προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται για κατηγορούμενο με ποσοστό αναπηρίας 80% και πάνω όταν πρόκειται για το άρθρο 339 του ΠΚ ή 67% και άνω σε λοιπές  περιπτώσεις.

 

Ποιες οι έννομες συνέπειες των αυτόφωρων εγκλημάτων;

(Ιούλιος 2017, Σεπτέμβριος 2020)

Την έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος τη δίνει το άρθρο 242, κατά το οποίο αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πρώτη περίπτωση, όταν το έγκλημα «είναι εν τω πράττεσθαι», δηλ. ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος πχ την ώρα που φονεύει, λέγεται γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα και η πιθανότητα ενοχής προσεγγίζει τη βεβαιότητα. Η δεύτερη περίπτωση όταν δηλαδή το έγκλημα τελέστηκε πρόσφατα, αποτελεί το λεγόμενο μη γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα ιδίως όταν αμέσως ύστερα απ’ αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη (αστυνομία) ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία να συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο.

Συνέπειες της αυτοφώρου καταλήψεως του εγκλήματος: Όταν το έγκλημα χαρακτηρισθεί, ως αυτόφωρο κατ’ άρθρο 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, επέρχονται από τον νόμο ειδικές συνέπειες και εφαρμόζονται, κατ’ εξαίρεση, ιδιαίτεροι κανόνες διαδικασίας ήτοι: (α) Επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη ΧΩΡΙΣ να εκδοθεί δικαστικό «ένταλμα σύλληψης», το οποίο απαιτείται από το Σύνταγμα κατ’ άρθρο 5 παρ. 3. (β) Η σύλληψη επιτρέπεται να γίνει όχι μόνο από οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο ή προανακριτικό υπάλληλο του άρθρου 31 ΚΠΔ αλλά και από κάθε ιδιώτη. (γ) Επιτρέπεται η «έρευνα» εις ιδιωτική κατοικία «εν καιρώ νυκτός» όταν πρόκειται να συλληφθεί ο δράστης αυτοφώρου κακουργήματος πλημμελήματος εις τον Εισαγγελέα, τον Ανακριτή ή τους Πταισματοδίκες (άρθρο 256 παρ. 55 ΚΠΔ) (δ) Εις τα αυτόφωρα εγκλήματα όλοι οι ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να ενεργήσουν προανάκριση ΧΩΡΙΣ σχετική παραγγελία του Εισαγγελέως («αστυνομική προανάκριση»). (ε) Στις παραπάνω περιπτώσεις που διενεργείται «αστυνομική προανάκριση» δίχως την παραγγελία του Εισαγγελέως, ο κατηγορούμενος δύναται να στερηθεί τα θεμελιώδη δικαιώματά του. (στ) Ο Εισαγγελέας έχει το δικαίωμα να μη διατάξει περαιτέρω προανάκριση επί των επ’ αυτόφωρο πλημμελημάτων και να παραπέμψει τον συλληφθέντα απ’ ευθείας στο ακροατήριο. (ζ) Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως εις το ακροατήριο εφαρμόζεται «συνοπτική» διαδικασία.

Η ανωτέρω ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμιση που ισχύει επί των αυτοφώρων εγκλημάτων, είναι φανερό ότι βασίζεται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συλλαμβάνεται κάτω από συνθήκες από τις οποίες προκύπτει, με βεβαιότητα σχεδόν, ότι αυτός είναι ο δράστης του εγκλήματος που διεπράχθη εις τα χρονικά όρια του αυτοφώρου. Επομένως, κρίνεται ότι είναι επιτρεπτό να περιορίζονται τα ανωτέρω δικαιώματα του κατηγορούμενου και να εφαρμόζεται συνοπτική διαδικασία χωρίς να υπάρχει ο συνήθης κίνδυνος δικαστικής πλάνης, ως προς την ταυτότητα του ενόχου και τον βαθμό της ενοχής του.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου