Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ (Της Ελένης Κλουκινιώτη) ΓΙΑ Δ/ΣΜΟ ΕΣΔΔΑ


Οι θεωρητικοί από τον Grotius έως τον Weber, προσδιορίζουν την κρατική κυριαρχία ως το μονοπώλιο των υλικών και νομικών καταναγκασμών νόμιμης βίας, όχι μόνον ως άσκηση αυτής, αλλά και ως ικανότητα προστασίας από τη μη νόμιμη βία. Με άλλα λόγια, η κρατική κυριαρχία, αλλιώς κρατική εξουσία, μπορεί να προσδιοριστεί, ως κάθε μορφή ουσιαστικής επιρροής, που είτε ασκεί, είτε μπορεί να ασκήσει, είτε μπορεί να επιλέξει να μην ασκήσει το κράτος προς τους πολίτες, χωρίς αυτοί να είναι σε θέση να απαλλαγούν από αυτή. Στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών το στοιχείο, που διαφοροποιεί την κρατική κυριαρχία από την ωμή βία, συνίσταται στην ικανότητα αυτοπεριορισμού της πρώτης. Ο περιορισμός επιτυγχάνεται μέσω του θετού δικαίου, των νόμων. Κανόνες θέτουν όρια στην κρατική εξουσία και στο κρατικό μονοπώλιο της βίας, απαιτώντας η επιβολή της βίας-όταν είναι αναπότρεπτη- να γίνεται κατά τρόπο δημόσιο, νόμιμο και ηθικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θεσμοθετούνται τόσο τα όρια του κράτους απέναντι στον πολίτη, όσο και οι ελευθερίες και τα δικαιώματα του δεύτερου. Ως αυτό το σημείο, η συλλογιστική μας φαίνεται απλή. Ακολουθώντας την ιστορική και φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, διαπιστώνουμε, ότι από την κυριαρχία της ωμής βίας, καταλήγουμε σε ένα σύστημα, που διέπεται από  βασικές ηθικοπολιτικές αρχές και κατοχυρώνει ελευθερίες και δικαιώματα, προστατεύοντας το άτομο απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία και εγκαθιδρύοντας δημοκρατικά καθεστώτα. Στο σημείο, όμως, αυτό πρέπει να προσθέσουμε τον αντιθετικό εκείνο σύνδεσμο, που δημιουργεί σχεδόν πάντα προβλήματα, τον σύνδεσμο αλλά. Η κρατική εξουσία κατοχυρώνει ελευθερίες και αναπτύσσεται σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, αλλά δεν μπορεί να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που να οδηγηθεί στην αυτοαναίρεση. Αδιαμφισβήτητα, έχοντας το αίσθημα της αυτοσυντήρησης πρέπει να θωρακιστεί, να προστατευθεί από τους εχθρούς της. Αυτή η αυτοπροστασία συνοψίζεται σε ένα απλό -καταγεγραμμένο από τον Κικέρωνα- δόγμα: Salus populi suprema lex esto. Υπό το βάρος μιας κρίσης, μιας ανατροπής του  ισχύοντος καθεστώτος, ανατροπής του ίδιου του κράτους, οι κανονικότητες της κοινωνικής οργάνωσης υποχωρούν και εξαναγκάζουν το Κράτος να αποκαταστήσει με κάθε κόστος την διαταραγμένη σταθερότητα. Αυτή η απαίτηση, η οποία όμως προκύπτει από την πράξη και όχι από το δίκαιο, επιβάλλει στο δεύτερο – επί έκτακτων περιστάσεων- να καταφύγει στο δόγμα, ότι η σωτηρία της πατρίδας είναι ο υπέρτατος νόμος. Οι έκτακτες περιστάσεις επιβάλλουν την θεσμοθέτηση ενός συνόλου κανόνων δικαίου, που θα χαράσσουν τη γραμμή πλεύσης του κράτους κατά την περίοδο της άμυνάς του, προστατεύοντας, αφενός τόσο το ίδιο με την ύπαρξη μιας προκαθορισμένης τακτικής για να ακολουθηθεί, αφετέρου τους πολίτες με την εκ των προτέρων γνώση του ενδεχόμενου περιορισμού των δικαιωμάτων τους.  Αυτό το σύνολο κανόνων μπορεί να προσδιοριστεί ως δίκαιο της ανάγκης, καθώς υπό το κράτος της εξουσιαστικής ανάγκης επιτρέπει την εφαρμογή κανόνων δικαίου, που σε μια περίοδο κανονικότητας θα απορρίπτονταν ως ακραίοι.
Το δίκαιο της ανάγκης απαντάται και στην ελληνική νομοθεσία. Ενσωματώνεται ειδικότερα στα άρθρα 48, 44 παράγραφος 1, 22 παράγραφος 4 και 18 παράγραφος 3 του Συντάγματος 1975/7986/2001 και στο άρθρο 109 του Κανονισμού της Βουλής. Επομένως, κρίνεται σκόπιμο να αναλύσουμε τις συγκεκριμένες διατάξεις, να εξετάσουμε πότε και πώς εφαρμόζονται για να διαπιστώσουμε, εν τέλει, ποιές θυσίες απαιτεί το συμφέρον της πατρίδας.
Άρθρο 48 [Κατάσταση Πολιορκίας]Στην Β’ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή του 1910-1911, ο τότε βουλευτής και μετέπειτα πρωθυπουργός Α. Μιχαλοκόπουλος περηφανευόταν, που η Ελλάδα δεν έχει προβλέψει τη δυνατότητα προσφυγής σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων θα αναδείξει την τραγική ειρωνεία της στιγμής. Από το Σύνταγμα του 1911 και έπειτα, ο θεσμός της καταστάσεως πολιορκίας εισήχθη στην ελληνική νομοθεσία για να περάσει ποικίλα στάδια εξέλιξης, μέχρι να πάρει τη σημερινή του μορφή.
Αναφέροντας τα λόγια του Αριστόβουλου Μάνεση «Με το άρθρο 48Σ[…] θεσπίζεται ένα είδος νόμιμης προσωρινής δικτατορίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, […]καθώς στο πλαίσιό της, η σχετικότητα της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων βρίσκεται στο κορύφωμά της», θα ξεκινήσουμε την ανάλυση του συγκεκριμένου άρθρου.  Χαρακτηρισμένο άλλοτε ως δούρειος ίππος, άλλοτε ως εν δυνάμει θεσμοθέτης μιας δημοκρατίας υπό αίρεση άλλοτε ως ένα «φίδι εγκατεστημένο στον κόρφο της δημοκρατίας» και άλλοτε ως ένα μέτρο αυτοπροστασίας του Συντάγματος και της δημοκρατίας το άρθρο 48Σ χρήζει επισταμένης ανάλυσης. Αν και πλέον, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το  1986,  έχει πάψει να εγκαθιστά ένα είδος νόμιμης προσωρινής δικτατορίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, εξακολουθεί να προβληματίζει, καθώς η συγκεκριμένη δυνατότητα μεταβιβάζεται στην κυβέρνηση.  Όπως ήδη επισημάνθηκε, το Σύνταγμα, στο άρθρο 48, αναφέρεται στο θεσμό της κατάστασης πολιορκίας. Ο συντακτικός νομοθέτης επιλέγοντας να ρυθμίσει την αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης κατάστασης δημοκρατικής ανωμαλίας επιτρέπει την εφαρμογή του θεσμού της κατάστασης πολιορκίας. Επομένως, απαριθμεί αποκλειστικά τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες επιτρέπεται στους ασκούντες εξουσία να παρεκκλίνουν από το συνηθισμένο τρόπο άσκησης πολιτικής.  Κατά αυτό το τρόπο, διατυπώνονται στο Σύνταγμα οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 48. Συνεπώς, οι διαζευκτικά ανακύπτουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 48 είναι: α) η περίπτωση πολέμου, β) η περίπτωση επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή  γ) άμεσης απειλής για την εθνική ασφάλεια, καθώς και δ) η περίπτωση εκδήλωσης ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Αν και φαινομενικά οι περιπτώσεις εφαρμογής του  άρθρου 48 φαντάζουν διακριτές και χωρίς ερμηνευτικά προβλήματα, ωστόσο ανακύπτουν σπουδαία ζητήματα. Ειδικότερα, σχετικά με τη πρώτη περίπτωση οφείλουμε να αναρωτηθούμε για την έννοια του πολέμου και εν συνεχεία να προσπαθήσουμε να την ορίσουμε. Από νομικής απόψεως, η ύπαρξη πολέμου διαπιστώνεται μέσω της κήρυξης του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 του συντάγματος, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των διατυπώσεων του άρθρου 35 παράγραφος 1Σ και συνδέεται με την άρση του δικαίου της ειρήνης, όπως αυτό ορίζεται από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Αντίθετα, με βάση την θεώρηση του πολέμου ως ένα πραγματικό γεγονός, ο πόλεμος αναφέρεται σε μια γενικευμένη ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη. Ήδη η προσπάθεια οριοθέτησης του πολέμου δημιουργεί προβλήματα, καθώς υπάρχουν δυο παράλληλες θεωρήσεις του, η νομική και η πραγματική. Ανάλογα με την θεώρηση, που θα ενστερνιστούμε θα προκύψουν και διαφορετικά προβλήματα. Έτσι, εάν υιοθετήσουμε το νομικό προσδιορισμό του πολέμου ενδέχεται, είτε να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση κατά την οποία  θα διαιωνίζεται ένα επί της ουσίας ανύπαρκτο πολεμικό κλίμα με μόνη δικαιολογία την ύπαρξη μιας τυπικής κηρύξεως, είτε να αγνοείται η ίδια η ύπαρξη πολέμου, ελλείψει μια αντίστοιχης τυπικής αναγνώρισης.  Εάν όμως ενστερνιστούμε την άποψη, που θέλει τον πόλεμο ως ένα πραγματικό γεγονός ένοπλης σύγκρουσης δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, καθώς είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ,εάν υπάρχουν μεμονωμένα επεισόδια ή εάν η άσκηση βίας έχει ένα χαρακτήρα αρκετά γενικό, ώστε να αποτελεί πόλεμο.
Όπως προκρίνει και ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, Αριστοτέλης, η καλύτερη λύση είναι η μεσότητα, που εν προκειμένω μας υποδεικνύει ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε τον συγκερασμό τον δύο θεωρήσεων περί πολέμου, για να καταλήξουμε σε ένα πληρέστερο ορισμό. Τοιουτοτρόπως, πόλεμος υφίσταται, όταν υπάρχει μια γενικευμένη ένοπλη σύρραξη από εξωτερική (και όχι εσωτερική) απειλή και παράλληλα αυτός έχει κηρυχθεί, κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 παράγραφος 1Σ.
Η δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία μπορεί να κηρυχθεί η κατάσταση πολιορκίας, είναι η επιστράτευση εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων. Κατ’ αναλογία με όσα ειπώθηκαν για τον προσδιορισμό της έννοιας του πολέμου διαπιστώνουμε, ότι η επιστράτευση εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων δεν προϋποθέτει μόνο την τυπική της κήρυξη, αλλά απαιτεί και το πραγματικό γεγονός της διευρυμένης και έκτακτης κινητοποίησης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.  Εξασφαλίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο, ότι η εφαρμογή του άρθρου 48Σ γίνεται για να αντιμετωπιστεί ο εξωτερικός κίνδυνος και όχι για να διευκολυνθεί η επιστράτευση.
Η τρίτη περίπτωση αφορά την άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας. Εν προκειμένω, το ερώτημα που αναφύεται είναι από ποιόν πρέπει να εκπορεύεται η άμεση απειλή. Ο δημιουργός της απειλής μπορεί να είναι μόνο εξωτερικός ή και εσωτερικός εχθρός; Αναγόμενοι στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, διαπιστώνουμε, ότι η άμεση απειλή πρέπει να αφορά μόνο εξωτερικούς κινδύνους. Εξάλλου, εάν δεχόμασταν και την περίπτωση του εσωτερικού εχθρού θα δημιουργούσαμε μια  <<μια δημοκρατία υπό αίρεση>>, της οποίας οι θεσμοί θα μπορούσαν να καταλυθούν ευκολότερα με την επίκληση ενός συνεχόμενα υπαρκτού εσωτερικού κινδύνου.
Η τελευταία περίπτωση κατά την οποία μπορεί να εφαρμοστεί η κατάσταση πολιορκίας είναι, όταν εκδηλώνεται ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εν προκειμένω, επιβάλλεται να προσδιορίσουμε τον όρο ένοπλο κίνημα. Ο όρος αυτός πρέπει ασφαλώς να περιλαμβάνει την πραγματική κατάσταση της εκδήλωσης ένοπλου κινήματος ικανού να πραγματώσει την βούληση των μερών του, δηλαδή, την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με άλλα λόγια, η τελευταία περίπτωση του άρθρου 48Σ αναφέρεται σε εγχείρημα, που έχει ήδη εκδηλωθεί με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση και το οποίο, υποκειμενικά κατά την πρόθεση των εμπνευστών του, στοχεύει στην ανατροπή του πολιτεύματος και αντικειμενικά παρουσιάζει κάποια δυνατότητα έστω και περιορισμένη επίτευξης του παραπάνω στόχου.
Προχωρώντας στην ανάλυση του άρθρου 48Σ, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τις διαδικαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Παρατηρούμε, ότι δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 48 έχουν κατ’ αρχήν η Βουλή και εάν αυτή αδυνατεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ειδικότερα, όπως ειπώθηκε, κατ’ αρχήν αρμόδιο όργανο για την εφαρμογή του άρθρου 48Σ είναι η Βουλή, η οποία λαμβάνει την απόφαση, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών μετά από πρόταση της Κυβέρνησης. Με την απόφαση αυτή της Βουλής, ορίζεται και η διάρκεια της ισχύος των μέτρων, που δεν μπορούν να υπερβούν τις δεκαπέντε ημέρες. Παράλληλα, το άρθρο 48 παράγραφος 3Σ ορίζει, ότι τα παραπάνω μέτρα μπορούν να παρατείνονται ανά δεκαπενθήμερο, μόνο με προηγούμενη απόφαση της Βουλής, η οποία συγκαλείται ακόμα και εάν έχει λυθεί η βουλευτική περίοδος ή έχει διαλυθεί η Βουλή. Σε περίπτωση που τα μέτρα δεν παρατείνονται με απόφαση της βουλής ή λήξει ο πόλεμος, για τον οποίο είχαν επιβληθεί, αυτά αίρονται αυτοδικαίως μετά το πέρας των προθεσμιών των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 48Σ.
Σε περίπτωση που η Βουλή απουσιάζει ή εάν συντρέχει αντικειμενική δυνατότητα έγκυρης συγκλήσεώς της, η κατάσταση πολιορκίας επιβάλλεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Όμως και πάλι ο συντακτικός νομοθέτης δεν εξαιρεί τελείως την Βουλή από την εφαρμογή του άρθρου 48. Η Βουλή, λοιπόν, οφείλει να εγκρίνει το Προεδρικό Διάταγμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες το αργότερο, μόλις καταστεί δυνατή η σύγκλισή της, ακόμα και εάν έληξε η βουλευτική περίοδος ή είχε διαλυθεί.  Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την υποβολή της πρότασης από την Κυβέρνηση μπορεί να διενεργήσει μόνο τον έλεγχο της προφανούς  αντισυνταγματικότητας, δηλαδή, εάν συντρέχουν πράγματι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 48Σ και εάν είναι αδύνατη η σύγκληση της Βουλής. Θεωρητικά ,ο έλεγχος του Προέδρου της Δημοκρατίας σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρός και σχολαστικός, καθώς η εφαρμογή των μέτρων της κατάστασης πολιορκίας αλλοιώνει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του οποίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής και εγγυητής (άρθρο 30Σ). Όσο και αν η κυβέρνηση χαράσσει τη γενική πολιτική της χώρας (άρθρο 82 παράγραφος 1)  ο έλεγχος του Προέδρου της Δημοκρατίας σε τέτοιες περιπτώσεις, οριοθετούμενος από τις αρμοδιότητες ,που του παρέχει το Σύνταγμα, επιβάλλετε να είναι ενδελεχής.
Από τη στιγμή, που συντρέχουν τόσο οι ουσιαστικές όσο και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 48Σ, αυτό εφαρμόζεται. Σκόπιμο είναι, επομένως, να εξετάσουμε τις συνέπειες της εφαρμογής του. Όπως λεπτομερώς ορίζει το ίδιο, τίθεται σε εφαρμογή σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας, συνίστανται εξαιρετικά δικαστήρια, αναστέλλεται η ισχύς των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97, που αφορούν τις ατομικές ελευθερίες και δίνεται η δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να εκδίδει Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Αξίζει να σημειωθεί ότι νομικά δεν είναι απαραίτητο να ληφθούν και τα τέσσερα μέτρα ταυτόχρονα.
Αναφορικά με το νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας, αυτός είναι ο 556/77 και προβλέπει, ότι η στρατιωτική αρχή στο μέτρο που θεωρείται αναγκαίο, ασκεί τις εξουσίες των πολιτικών αρχών που ανάγονται στην τήρηση της τάξεως. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο από πλευράς συνταγματικότητας νόμο, που δεν έχει τεθεί ποτέ σε εφαρμογή από την ημέρα της ψήφισής του.
Εκτός από την εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας, αναστέλλονται τα άρθρα, που αφορούν την ελευθερία κίνησης στη χώρα και την έξοδο από αυτή, την προσωπική ασφάλεια και όρια κράτησης και προφυλάκισης, τον νόμιμο δικαστή, τα άσυλο κατοικίας, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (με κάποια ερμηνευτική σύγχυση μετά την αναθεώρηση του 2001, αφού η παράγραφος 4 έχει τροποποιηθεί και αφορά πλέον την αυτοδιοίκηση των συνεταιρισμών), την ελευθερία του τύπου, το απόρρητο των ανταποκρίσεων, την αναγκαστική εργασία (κατά τελεολογική ερμηνεία και όχι βάσει της κατά λάθος αναγραφόμενης στο άρθρο 22 παράγραφος 3), τη συνδικαλιστική ελευθερία και απεργία, την μη υπαγωγή των ιδιωτών στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων και τις αρμοδιότητες των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Αν και μια γρήγορη ανάγνωση των δικαιωμάτων, που προσωρινά αναστέλλονται κατά τη διάρκεια εφαρμογής του άρθρου 48Σ, δίνει την εντύπωση, ότι το άτομο παραμένει εντελώς απροστάτευτο πρέπει να σημειώσουμε, ότι δεν αναστέλλεται το άρθρο 2 παράγραφος 1Σ, που κατοχυρώνει την υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Η συγκεκριμένη κατάσταση μας επιτρέπει την σκέψη, ότι παρόλο τον περιορισμό βασικών ατομικών ελευθεριών, ο πυρήνας των ατομικών δικαιωμάτων ακόμα και σε ανώμαλες κοινοβουλευτικά περιόδους παραμένει άθικτος. Με το να εξασφαλίζεται η προστασία ενός μητρικού θεμελιώδους δικαιώματος, όπως η ανθρωπινή αξία, εξασφαλίζονται και όλα τα άλλα δικαιώματα, καθώς συνιστούν ειδικότερες εκφάνσεις του πρώτου.
Ωστόσο, η πιο σημαντική δυνατότητα, που παρέχει το άρθρο 48Σ είναι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκδίδει Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, μετά από πρόταση της κυβέρνησης (οι συγκεκριμένες ΠΝΠ δεν πρέπει να συγχέονται με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 Σ). Η διάταξη αυτή καθιστά τον  Πρόεδρο της Δημοκρατίας ρυθμιστή του συνόλου της δημόσιας ζωής για όσο διάστημα διαρκούν οι έκτακτες περιστάσεις του άρθρου 48 παράγραφος 1 αν και νομιμοποιείται μόνο για τον έλεγχο της προφανούς αντισυνταγματικότητας και όχι για τον έλεγχο σκοπιμότητας . Παράλληλα, ενσαρκώνει και τη μεταβίβαση μιας συνήθους τακτικής αρμοδιότητας της Βουλής στην Κυβέρνηση θεσπίζοντας κατ’ ουσία μια μορφή νομοθετικής εξουσίας της Κυβέρνησης, ως ασκούσα τη γενική πολιτική της χώρας. Ωστόσο, ο συντακτικός νομοθέτης εντάσσει ακόμα μια φορά την Βουλή στην διαδικασία ελέγχου των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, καθώς επιβάλλει την κύρωσή τους από το νομοθετικό σώμα, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Διαφορετικά, παύουν να ισχύουν. Μολαταύτα , αξίζει να σημειωθεί το ακόλουθο οξύμωρο σχήμα: παρόλο που, τυχόν μη κυρωμένη από την Βουλή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, καθίσταται ανυπόστατη μετά την προθεσμία του δεκαπενθημέρου, για το χρονικό διάστημα πριν την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας εξακολουθεί να ισχύει. Με άλλα λόγια, αυτό που απορρίπτει το νομοθετικό σώμα, αυτές οι διατάξεις, που δεν επιθυμεί να εντάξει στη νομοθεσία της ελληνικής δημοκρατίας, για κάποιο χρονικό διάστημα –έστω και μικρό- ρυθμίζουν την κατάσταση στη χώρα. Μη επιθυμητές διατάξεις σε περίοδο ομαλότητας προκρίνονται, έτσι, όχι μόνο ως επιθυμητές, αλλά ως απόλυτα αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί μια κρίση σε περιόδους αναταραχών. Επομένως, από τη στιγμή, που οι διατάξεις αυτές, αποτέλεσαν νόμο του κράτους για κάποιο διάστημα, όλες οι πράξεις κρατικών οργάνων, που έλαβαν χώρα, κατά τη διάρκεια ισχύος τους, ήταν νόμιμες!
Άρθρο 44 παράγραφος 1 [Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου]Κατά τη θεωρητική προσέγγιση του όρου δίκαιο της ανάγκης διαπιστώνουμε, ότι σε αυτόν δεν περιλαμβάνεται μόνο το άρθρο 48Σ, δηλαδή η κατάσταση πολιορκίας. Αντίθετα, ο όρος περικλείει και τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 Σ. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, για την έκδοση των συγκεκριμένων πράξεων, απαιτούνται ως ουσιαστική προϋπόθεση έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, ενώ στις διαδικαστικές προϋποθέσεις συγκαταλέγονται η έκδοσή τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, και η υποβολή τους στην Βουλή για κύρωση, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή από την σύγκληση της Βουλής. Αλλιώς παύουν να ισχύουν, αλλά μόνο ex nunc και όχι αναδρομικά από τον χρόνο έκδοσής τους. Η επίκριση, που δέχεται ο συγκεκριμένος θεσμός συγκεντρώνεται στο γεγονός, ότι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου  , δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως καθώς τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία τις εντάσσει στην κατηγορία των κυβερνητικών πράξεων, που παραμένουν ανέλεγκτες, καθώς αφορούν την άσκηση υψηλής πολιτικής. Κατακρίνονται, επομένως, από το γεγονός, ότι παρέχουν στην εκτελεστική εξουσία τη δυνατότητα να εισάγει ρυθμίσεις παρακάμπτοντας εν μέρει την νομοθετική εξουσία. Μάλιστα, θεωρείται, ότι όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει αυτές τις πράξεις ενεργεί ως νομοθετικό όργανο και όχι ως διοικητική αρχή και επομένως δεν υπόκειται στοv απευθείας έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, στα μάτια των επικριτών της η διάταξη, που προβλέπει την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, εισάγει απόκλιση από την από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς προβλέπει μια έκτακτη νομοθετική διαδικασία, από την οποία ελλείπει ο στυλοβάτης της διαδικασίας παραγωγής νόμων, η νομοθετική εξουσία. Προς υπεράσπιση, όμως, της συγκεκριμένης διάταξης οφείλουμε, να σημειώσουμε, ότι η  απόκλιση αυτή συνάδει με την συνταγματική μας τάξη, αφού προβλέπεται από το ίδιο το συνταγματικό μας κείμενο, ενώ ύστερα η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου υποβάλλεται στον έλεγχο της Βουλής. Εν προκειμένω, η παγίδα (αν μπορούμε, έστω και καταχρηστικά να χρησιμοποιήσουμε αυτή την λέξη) δεν ενυπάρχει στην διαδικασία, που ακολουθείται για την έκδοση μιας πράξης νομοθετικού περιεχομένου. Αυτή θωρακίζεται κατά επαρκή τρόπο από τις τυπικές διατυπώσεις που απαιτεί το Σύνταγμα. Αντίθετα, το σκοτεινό σημείο της διάταξης έγκειται στον ασαφή όρο <<επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη>>.  Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου, καθίσταται σαφές, ότι ο συντακτικός νομοθέτης με την εμφατική χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου και, απαιτεί η ανάγκη να είναι σωρευτικά επείγουσα και απρόβλεπτη. Επείγουσα είναι η ανάγκη , που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση. Από την άλλη μεριά, απρόβλεπτη είναι η ανάγκη, η οποία έχει δημιουργηθεί, χωρίς η ανάκυψή της να ήταν αναμενόμενη σε προγενέστερο στάδιο. Επομένως, η εξαιρετικά απρόβλεπτη και επείγουσα ανάγκη αναφέρεται στην πραγματική ανάγκη ρύθμισης ενός θέµατος ή μιας κατάστασης, που αιφνιδίως έχει δημιουργηθεί. Αδιαμφισβήτητα, ο όρος συγκαταλέγεται στις αόριστες νομικές έννοιες, των οποίων η ερμηνεία επαφίεται μόνο στην κυβέρνηση, που επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη διάταξη. Αξιοσημείωτο είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα μιας πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που καταδεικνύει, πως χρησιμοποιείται η συνταγματική ρύθμιση. Εκδόθηκε, λοιπόν, Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για να ρυθμίσει <<την εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη επίλυσης του κοινωνικώς ευαίσθητου ζητήματος της μεταφοράς των μαθητών κατά την έναρξη του σχολικού έτους, η οποία προέκυψε από τη μη ολοκλήρωση ή την άγονη κατάληξη πολλών σχετικών διαγωνισμών από τους περισσότερους Δήμους της χώρας εντός της νόμιμης προθεσμίας>>. Σε  μια προσπάθεια κριτικής, συνειδητοποιούμε, πως υποθετικά θα μπορούσαμε να δεχθούμε, ότι η μεταφορά των μαθητών είναι επείγουσα ανάγκη. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και απρόβλεπτη; Η ατελέσφορη κατάληξη των διαγωνισμών πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί να υπαχθεί στον όρο απρόβλεπτη ανάγκη; Τα στοιχεία συνηγορούν στο να δώσουμε μια αρνητική απάντηση. Λογικά, η έλλειψη ενδιαφέροντος για ανάληψη μιας οικονομικής δραστηριότητας, εν εξελίξει μιας δεινούς οικονομικής κρίσεως, αποτελεί ένα γεγονός, το οποίο θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα ενδεχόμενα σενάρια κατάληξης ενός διαγωνισμού, ως μια εν δυνάμει ανακύπτουσα κατάσταση.  Εν προκειμένω, ανακύπτει το ερώτημα, τι συμβαίνει εάν η ανάγκη είναι επείγουσα, αλλά όχι απρόβλεπτη, εάν, δηλαδή, μπορούσε να αντιμετωπιστεί νωρίτερα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Πώς η εκτελεστική εξουσία θα δράσει μπροστά στο επείγον, αλλά στο  όχι και τόσο απρόβλεπτο; Δυστυχώς, η πρακτική μαρτυρά, πως πιθανότητα θα καταφύγει καταχρηστικά  στην λύση του άρθρου 44 § 1, καθώς την ενέργειά της δεν νομιμοποιείται να ελέγξει κάποιο δικαστήριο.
Άρθρο 22 παράγραφος 4Σ [Πολιτική Επιστράτευση]Στο δίκαιο της ανάγκης εντάσσεται και η επίταξη εργασίας ή αλλιώς πολιτική επιστράτευση (άρθρο 22 παράγραφος 4Σ). Όπως ορίζει το Σύνταγμα, για να εφαρμοστεί η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών πρέπει να συντρέχουν και πάλι ορισμένες  ουσιαστικές προϋποθέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απαιτείται είτε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης είτε ανάγκη αντιμετώπισης των αναγκών άμυνας της χώρας, είτε επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία, είτε ανάγκη, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Αναφορικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, η επίταξη προσωπικής εργασίας μπορεί να επιβληθεί, είτε με πράξη της διοίκησης είτε με  Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 Σ. Αυτό που οφείλουμε να επισημάνουμε, είναι το γεγονός, ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου δεν παρουσιάζουν κάποιο ερμηνευτικό πρόβλημα. Παρουσιάζονται αρκετά ξεκάθαρες και διακριτές, ενώ απαριθμούνται αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά, γεγονός που υποδηλώνει, ότι η εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική επιστράτευση σε περιπτώσεις, που δεν προβλέπονται  ρητά από τη διάταξη του Συντάγματος. Αναφορικά με τον πόλεμο, παραπέμπουμε σε όσα έχουν προαναφερθεί, αλλά αξίζει να επαναλάβουμε την θέασή του τόσο ως ένα πραγματικό γεγονός όσο και ως μια νομικής κατάστασης. Αναφορικά με την επιστράτευση οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι απαιτεί Προεδρικό Διάταγμα, εν συνεχεία, η αντιμετώπιση των αναγκών άμυνας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αμυντικής κατάστασης στην χώρα,  οι κοινωνικές ανάγκες πρέπει να είναι αποτέλεσμα θεομηνίας, ενώ, η τελευταία περίπτωση εφαρμογής της πολιτικής επιστράτευσης άφορα τη δημιουργία τέτοιας  ανάγκης, που να μπορεί να βλάψει τη δημόσια υγεία. Οι  χωρίς ιδιαίτερα ερμηνευτικά προβλήματα  προϋποθέσεις πρέπει πάντα να εξετάζονται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Δηλαδή, για να είναι νόμιμοι οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων- όταν κριθεί ότι πρέπει να επιβληθούν- και εν προκειμένω η εφαρμογή του άρθρου 22 παράγραφος 4Σ,  πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα τρία κριτήρια, να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα μέτρα που μπορεί να ληφθούν, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Στην περίπτωση, που η πολιτική επιστράτευση επιδρά στα δικαιώματα των πολιτών σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από την αρχή της αναλογικότητας δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται. Ένα σχόλιο, που αξίζει να ειπωθεί για το συγκεκριμένο άρθρο είναι το γεγονός ,ότι ενισχύει την αντίθεση ανάμεσα στα άρθρα το άρθρο 5 και το άρθρο 106Σ, τα αποκαλούμενα και ως οικονομικό σύνταγμα. Αφ’ ενός μεν ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της Χώρας, αφ’ ετέρου δε το Κράτος, για να προστατεύσει το γενικό συμφέρον, μπορεί να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της Χώρας. Στα πλαίσια αυτού του κρατικού παρεμβατισμού εντάσσεται και η πολιτική επιστράτευση. Το κράτος ως θεματοφύλακας της οικονομικής δραστηριότητας, που αναπτύσσεται στην επικράτειά του, επεμβαίνει στο ατομικό δικαίωμα του καθενός να αναπτύσσει την οικονομική του ζωή και του επιβάλλει την παροχή της εργασίας. Το ερώτημα, που πρέπει να μας προβληματίσει, είναι, πότε ξεπερνά τα όρια, είτε παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας ( επιβάλλοντας την πολιτική επιστράτευση ενώ υπάρχει άλλο ηπιότερο μέτρο για να αντιμετωπιστεί η κρίση),  είτε μην τηρώντας τις προϋποθέσεις του Συντάγματος (εφαρμόζοντας το 22 παράγραφος 4Σ σε περιπτώσεις, που το Σύνταγμα δεν αναφέρει) .
Άρθρο 18 παράγραφος 3Σ [Επίταξη Πραγμάτων]Παράλληλα με την πολιτική επιστράτευση βαίνει και η επίταξη πραγμάτων του άρθρου 18 παράγραφος 3Σ. Όπως ορίζει το Σύνταγμα, για να καλυφτούν οι ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για να ιαθεί άμεση κοινωνική ανάγκη, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία και υπό την ουσιαστική προϋπόθεση της αρχής της αναλογικότητας, είναι δυνατό να εφαρμοστεί η επίταξη πραγμάτων. Η εφαρμογή της γίνεται μέσω πράξεων της διοίκησης με ειδικούς νόμους.
Άρθρο 76 παράγραφος 4 και 109ΚτΒ [Κατεπείγοντα νομοσχέδια και προτάσεις νόμων]Μια άλλη διάταξη, που θα έπρεπε να εντάξουμε στον όρο δίκαιο της ανάγκης είναι ο χαρακτηρισμός ενός νομοσχεδίου ως κατεπείγοντος. Στο άρθρο 109 του Κανονισμού της Βουλής αναφέρονται τα εξής:
1.Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων, που χαρακτηρίζονται από την Κυβέρνηση ως κατεπείγοντα κατά το άρθρο 76 παρ. 4 του Συντάγματος παραπέμπονται αμέσως μετά την κατάθεσή τoυς στην αρμόδια επιτροπή.
2. Αν η επιτροπή αποδεχτεί τo χαρακτηρισμό του κατεπείγοντος, προβαίνει στην επεξεργασία και την εξέταση τoυ νομοσχεδίoυ ή της πρότασης νόμου σε μία συνεδρίαση.
3. Αμέσως μετά την υποβολή της έκθεσης της επιτροπής ή την πάρoδo της προθεσμίας για την υποβολή της, τα νομοσχέδια και oι προτάσεις νόμων της προηγούμενης παραγράφου εγγράφονται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη κατά παρέκκλιση τoυ άρθρoυ 91 παρ. 7.
4.H συζήτηση και ψήφιση των κατεπειγόντων νομοσχεδίων και κατεπειγουσών προτάσεων νόμων ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση, που διαρκεί κατ’ ανώτατο όριο δέκα ώρες.
5. Στην αρχή της συνεδρίασης η Boυλή μπορεί μετά πρόταση τoυ Πρoέδρoυ της να καθoρίσει τo χρόνo πoυ θα διατεθεί για την καταρχήν και την κατ’ άρθρo συζήτηση.
6. Aν για oπoιoνδήπoτε λόγo δεν ληφθεί απόφαση της Boυλής σύμφωνα με την πρoηγoύμενη παράγραφo διατίθενται τέσσερις ώρες για την καταρχήν και έξι ώρες για την κατ’ άρθρo συζήτηση.
7. Στην καταρχήν και στην κατ’ άρθρo συζήτηση μετέχoυν, εκτός από τoυς εισηγητές, o Πρωθυπoυργός ή o αρμόδιoς Yπoυργός, oι Πρόεδρoι των Koινoβoυλευτικών Oμάδων και από ένας εκπρόσωπός τoυς. H oμιλία τoυς περιoρίζεται στo ένα δεύτερo (1/2) τoυ χρόνoυ πoυ πρoβλέπεται από τα άρθρα 97 και 103.
8. Mετά την εξάντληση τoυ καταλόγoυ των oμιλητών της πρoηγoύμενης παραγράφoυ και σε κάθε περίπτωση μετά τη συμπλήρωση τoυ δεκαώρoυ κηρύσσεται περαιωμένη η συζήτηση σε oπoιoδήπoτε στάδιo και αν βρίσκεται και διεξάγεται η ψηφoφoρία καταρχήν, κατ’ άρθρo και στo σύνολο.
Με το εν λόγω άρθρο του Κανονισμού της Βουλής, δίνεται η δυνατότητα στην κυβέρνηση να συντομεύσει κατά πολύ τον χρόνο συζήτησης ενός νομοσχέδιου ή μιας πρότασης νόμου, θέτοντάς τα σχεδόν κατευθείαν προς ψήφιση στο κοινοβούλιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 109ΚτΒ η συζήτηση και ψήφιση των κατεπειγόντων σχεδίων και κατεπειγουσών προτάσεων νόμων ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση, που διαρκεί κατ` ανώτατο όριο δέκα ώρες. Μάλιστα το όριο των δέκα ωρών είναι τόσο ασφυκτικό, ώστε προβλέπεται από την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, <<ότι μετά τη συμπλήρωση του δεκάωρου κηρύσσεται περαιωμένη η συζήτηση σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται και διεξάγεται η ψηφοφορία καταρχήν, κατ` άρθρο και στο σύνολο>>. Οι παραπάνω διατάξεις αναδεικνύουν ένα εξαιρετικό προνόμιο της κυβέρνησης: τη δυνατότητά της να παρουσιάζει, από την μία πλευρά, τα νομοσχέδια ή τις προτάσεις νόμου στο Κοινοβούλιο, αλλά ταυτόχρονα, να απαιτεί την τελική ετυμηγορία επί αυτών, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ιδιαίτερα σε μακροσκελή νομοσχέδια αντιλαμβανόμαστε την πρακτική δυσκολία ενδελεχούς ανάγνωσης και εξέτασης από τον βουλευτή, ο οποίος μέσα σε ένα διάστημα ολίγων ορών, οφείλει να έρθει σε επαφή με το θέμα, να διατυπώσει τυχόν αμφιβολίες και να σχηματίσει γνώμη σχετικά με την θέση, που θα λάβει στην ψηφοφορία. Τέτοιες κινήσεις θέτουν συνήθως τον βουλευτή του κόμματος πλειοψηφίας προ τετελεσμένων γεγονότων, που αδυνατώντας να διατυπώσει άμεσα μια εμπεριστατωμένη γνώμη ακολουθεί την << κυβερνητική γραμμή>>, υποστηρίζοντας το νομοσχέδιο της κυβέρνησης, χωρίς όμως να προβεί σε κατ΄ουσιαν έλεγχο.  Η παραπάνω μεθόδευση προσβάλλει το δικαίωμα της κατά συνείδηση ψήφου των βουλευτών κατά το άρθρο 60 παρ. 1 Συντ., δεδομένου ότι τους στερεί τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν, θετικά ή αρνητικά, εάν αυτό επιβάλλει η συνείδησή τους, την ψήφο για ένα ή περισσότερα από τα επιμέρους μέτρα σε σχέση με την επί της αρχής ψήφο τους. Γίνεται αντιληπτό, ότι όταν ένα νομοσχέδιο ή μια πρόταση νόμου ψηφίζεται από το κοινοβούλιο με την μορφή του κατεπείγοντος, επί της ουσίας φαλκιδεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς δεν παρέχεται ζωτικός χρόνος στην βουλή για να ελέγξει τις κινήσεις της κυβέρνησης. Ο ρόλος και η δυναμική του κοινοβουλίου αποδυναμώνονται, δεδομένου ότι αποτελούν νόμους του κράτους νομοθετήματα, που δεν έτυχαν του αναγκαίου ελέγχου από την Βουλή και εν συνεχεία, η ίδια η Βουλή δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τα  ξανά ελέγξει ή να τα ανακαλέσει.
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974)-όψεις της ελληνικής εμπειρίας, εκδ. Θεμέλιο.
Π. Δ. Δατόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, πέμπτη έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.466.
Χ. Μ. Aκριβοπούλου, Κρίση κοινοβουλευτισμού και έκτακτη ανάγκη. Δυο μαθήματα συνταγματικής ιστορίας για τον σύγχρονο ελληνικό Συνταγματισμό, www.constitutionalism.gr
Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Η κατάσταση πολιορκίας πριν και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, Δίκαιο και Πολιτική.
Φουντεδάκη Πηνελόπη, Οι ανατροπές της κανονικότητας και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ΤοΣ 4/2007.
Βασίλης Ανδρουλάκης, Σκέψεις γύρω από το δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, www.constitutionalism.gr
Μάριος Μαρινάκος, Αντισυνταγματικότητες του πολυνομοσχεδίου, www.curia.gr.
Παναγιώτης Πικραμμένος, Δημόσιο δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας, www.edil-ste.gr.
Κωνσταντίνος Κατσανέβας, Διαλεκτική του Ρωμαϊκού Παραδείγματος με τις νεώτερες θεωρίες περί ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας σε περιόδους κρίσεων, www.kratoskaidikaio.blogspot.gr.
Απόστολος Παπακωνσταντίνου, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου: συνταγματικές ρυθμίσεις και έλεγχος νομιμότητας, Διοικητική Δίκη, 2004, τεύχος 1.


Εν κατακλείδι, είναι χρήσιμο να προβούμε σε κάποια συμπεράσματα. Η ενσωμάτωση των θεσμών του δικαίου της ανάγκης στο Σύνταγμα του 1975 μαρτυρά τον φόβο του τότε συντακτικού νομοθέτη να προστατεύσει την δημοκρατία. Σε μία χώρα λαβωμένη από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο που ακολούθησε και τις συνεχείς ανατροπές του κοινοβουλευτισμού κύριο μέλημα του Συντάγματος ήταν η διασφάλιση της τήρησης και εν συνεχεία της ύπαρξής του. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης θεμελίωσε και δικαιολόγησε τη θεσμοθέτηση των έκτακτων μέτρων. Το ερώτημα, που διαφαίνεται για τις επόμενες γενεές είναι υπό ποιο πρίσμα πρέπει να εξετάσουν τα μέτρα του δικαίου της ανάγκης. Πρέπει να τα θεωρήσουμε ως ένα κατάλοιπο της ιστορίας, που δεν πρέπει βέβαια να λησμονηθεί, για να μας θυμίζει το παρελθόν, αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως να απαλειφθεί από την κείμενη νομοθεσία, ή ως μια λυτρωτική για την ύπαρξη του κράτους λύση στο πλαίσιο μιας διαρκώς παρούσας ενδεχομενικότητας ανατροπής της ομαλότητας. Παρατηρώντας τις εξελίξεις γύρω μας διαπιστώνουμε, ότι επικρατέστερο σενάριο αποτελεί η δεύτερη σκέψη. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι το χθες σταματά το 1989, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και το τέλος του ψυχρού πολέμου, καθίσταται πιο επιτακτικό από ποτέ να ορίσουμε πότε ξεκινά το σήμερα και ποιοί είναι οι κίνδυνοι για το αύριο. Το σήμερα έχει ήδη ξεκινήσει συνάμα με τις απειλές του αύριο. Θα ήταν ίσως αφελές να πιστεύουμε, πως οι έκτακτες περιστάσεις μπορούν να εξαντληθούν μόνο σε κάποια περιοριστικά αναφερόμενα γεγονότα, που κοινός τους παρονομαστής θα ήταν ένα πολεμικό γεγονός. Αντίθετα, οι έκτακτες περιστάσεις αφορούν πλέον την τρομοκρατία, τα ακραία φυσικά φαινόμενα λόγω των οικολογικών καταστροφών, τα ζητήματα υγείας και πανδημιών, καθώς και τις κρίσεις στην οικονομία των κρατών. Από αυτό προκύπτει, ότι τα έκτακτα μέτρα δε θα πρέπει να αφεθούν στη λησμονιά του παρελθόντος, καθώς τα περισσότερα από αυτά ήδη εφαρμόζονται. Εν προκειμένω αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί είναι, όχι η αποτροπή της εφαρμογής τους, αλλά η κατά αντικειμενική κρίση ορθή, λελογισμένη και δίκαιη χρήση τους. Το δυσκολότερο ίσως από όλα τα σημεία είναι το να διακρίνουμε μεταξύ χρήσης και κατάχρησης. Ο μέγιστος κίνδυνος, που μπορεί να προκύψει, εάν διολισθήσουμε στην κατάχρηση, είναι ο μιθριδατισμός της κοινωνίας έναντι ανώφελων και επικίνδυνων περιορισμών των δικαιωμάτων. Όταν  το έκτακτο αντικαθιστά την κανονικότητα, οι κοινωνίες εθίζονται στα μέτρα έκτακτης ανάγκης, που πλέον αποβάλλουν τον εξαιρετικό χαρακτήρα τους, μετατρεπόμενα σε μια υπόθεση ρουτίνας. Όταν αυτό συμβεί, είναι πολύ δύσκολο να αποβληθούν αργότερα, γιατί όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς του The Spirit of Liberty όταν η ελευθερία πεθάνει στις καρδίες των ανδρών και των γυναικών, όπου κάποτε υπήρχε, τότε κανένα σύνταγμα, κανένας νόμος κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να τη σώσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντώνης Μ. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδοση, Α. Α. Λιβάνη.
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974)-όψεις της ελληνικής εμπειρίας, εκδ. Θεμέλιο.
Π. Δ. Δατόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, πέμπτη έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.466.
Χ. Μ. Aκριβοπούλου, Κρίση κοινοβουλευτισμού και έκτακτη ανάγκη. Δυο μαθήματα συνταγματικής ιστορίας για τον σύγχρονο ελληνικό Συνταγματισμό, www.constitutionalism.gr
Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Η κατάσταση πολιορκίας πριν και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, Δίκαιο και Πολιτική.
Φουντεδάκη Πηνελόπη, Οι ανατροπές της κανονικότητας και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ΤοΣ 4/2007.
Βασίλης Ανδρουλάκης, Σκέψεις γύρω από το δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, www.constitutionalism.gr
Μάριος Μαρινάκος, Αντισυνταγματικότητες του πολυνομοσχεδίου, www.curia.gr.
Παναγιώτης Πικραμμένος, Δημόσιο δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας, www.edil-ste.gr.
Κωνσταντίνος Κατσανέβας, Διαλεκτική του Ρωμαϊκού Παραδείγματος με τις νεώτερες θεωρίες περί ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας σε περιόδους κρίσεων, www.kratoskaidikaio.blogspot.gr.
Απόστολος Παπακωνσταντίνου, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου: συνταγματικές ρυθμίσεις και έλεγχος νομιμότητας, Διοικητική Δίκη, 2004, τεύχος 1.
* η Κλουκινιώτη Ελένη είναι τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών
Πηγή: https://curia.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου