Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

SOS ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ- ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ




Συντομογραφίες:
ΠτΒ
Πρόεδρος της Βουλής
ΠτΔ
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Ν
Νόμος
άρθ.
Άρθρο
παρ.
παράγραφος
εδ
εδάφιο
Κ.Β.
Κανονισμός της Βουλής

Μετά την αναθεώρηση του 1986 το Σύνταγμα προβλέπει δύο ειδών δημοψηφίσματα: ένα αποφασιστικό και νομοθετικό (αλλιώς: κοινωνικό) και ένα συμβουλευτικό (αλλιώς: εθνικό).
Το Σύνταγμα του 1975/1986 είναι το δεύτερο ελληνικό Σύνταγμα (μετά του 1927, άρθρο 125 παρ. 5) που αναφέρεται στο θεσμό του δημοψηφίσματος αλλά το πρώτο που καθιερώνει το νομοθετικό δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωνε το προεδρικό δημοψήφισμα όπου η προκήρυξη δημοψηφίσματος άνηκε στις αυτόνομες αρμοδιότητες του ΠτΔ χωρίς προσυπογραφή. Αποτελούσε συνταγματικό μέσο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ΠτΔ όταν διαφωνούσε με την κυβέρνηση και το εκλογικό σώμα καλούνταν ως διαιτητής για να λύσει τη διαφορά αυτή (=ο Ν. 350/1976 «περί του τρόπου διεξαγωγής των κατά το Σύνταγμα προκηρυσσομένων δημοψηφισμάτων» αναφέρεται μόνο στο συμβουλευτικό δημοψήφισμα όταν το προκήρυσσε ο ΠτΔ χωρίς υπουργική προσυπογραφή).
Αποφασιστικό και νομοθετικό δημοψήφισμα
Ο κανόνας: Σύμφωνα με το άρθ. 44 παρ. 2 εδ β-δ του Συντάγματος, «Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα .. για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των 2/5 του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και ο νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Αν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία» για έκδοση και δημοσίευση του νόμου «αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος». Αυτό το πάντοτε προαιρετικό δημοψήφισμα αποτελεί εμβόλιμη φάση στη νομοθετική διαδικασία και προϋποθέτει ψηφισμένο νομοσχέδιο, αποκλείονται οι προτάσεις νόμου και οι προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Εξαίρεση από τον κανόνα: Το ψηφισμένο νομοσχέδιο πρέπει να ρυθμίζει «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά». Αυτό αποτελεί αόριστη νομική έννοια που δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο την οποία εξειδικεύει το όργανο που αποφασίζει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος δηλαδή η Βουλή. Νομοσχέδιο επομένως το οποίο καταργεί τη φορολογία αυτοκινήτων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημοψηφίσματος διότι αποτελεί δημοσιονομικό ζήτημα.
Η πρόταση δημοψηφίσματος: Η διαδικασία αρχίζει με πρόταση των 2/5 του συνόλου των βουλευτών (120/300). Δεν έχει ορισθεί προθεσμία για την υποβολή της προτάσεως των βουλευτών. Σήμερα αυτή λήγει με την έκδοση του νόμου διότι μετά από αυτό το χρονικό σημείο δεν υπάρχει ψηφισμένο νομοσχέδιο. Αν η πρόταση υποβληθεί όταν η βουλή δεν είναι σε σύνοδο τότε δεν υπάρχει καμία υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας να καλέσει τη Βουλή σε ειδική σύνοδο καθώς δεν προβλέπεται η διαδικασία αυτή από το Σύνταγμα.
Η απόφαση δημοψηφίσματος: Ύστερα από συζήτηση, «η πρόταση εγκρίνεται με» αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών (180/300). Η απόφαση της βουλής «πρέπει να περιέχει με σαφήνεια το ερώτημα ή τα ερωτήματα που θα τεθούν στο λαό και να αναφέρει την προθεσμία μέσα στην οποία θα γίνει η προκήρυξη του δημοψηφίσματος» (άρθρο 116 παρ. 6 ΚτΒ). Η απόφαση δημοσιεύεται με παραγγελία του ΠτΒ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την πρόταση των βουλευτών αναστέλλεται η αρμοδιότητα του ΠτΔ να εκδώσει τον νόμο και την ανακτά πάλι όταν η Βουλή απορρίψει την πρόταση ή όταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι οριστικό. Το αποτέλεσμα γίνεται οριστικό όταν δεν ασκείται εμπρόθεσμα ένσταση και λήγει η προθεσμία ή όταν ασκείται αλλά το ΑΕΔ την απορρίπτει. Από την οριστικοποίηση του αποτελέσματος αρχίζει η προθεσμία του 1 μηνός που έχει ο ΠτΔ να εκδώσει τον νόμο.
Έχει ο ΠτΔ δικαίωμα αναπομπής; Ανεξάρτητα από τη πρακτική συνθήκη του πολιτεύματος με την οποία ο ΠτΔ δεν αναπέμπει ψηφισμένο νομοσχέδιο, ο ΠτΔ δεν έχει καν την αρμοδιότητα αυτή αφότου υποβάλλεται η πρόταση των βουλευτών για δημοψήφισμα. Το νομοσχέδιο θεωρείται οριστικά ψηφισμένο μόνο όταν η βουλή απορρίψει την πρόταση δημοψηφίσματος ή όταν ο λαός το εγκρίνει.  Δεν νοείται ΠτΔ να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο εγκεκριμένο από το κυρίαρχο όργανο δηλαδή τον λαό.
Αν η βουλή διαλυθεί πριν την απόφαση: Αν η βουλή διαλυθεί ή αν η βουλευτική περίοδος λήξει πριν η βουλή αποφασίσει τότε η έκδοση του νόμου ματαιώνεται διότι η νομοθετική διαδικασία διακόπτεται πριν ολοκληρωθεί και συζητείται πάλι στην Ολομέλεια.
Αν η βουλή διαλυθεί μετά την απόφαση: Αν όμως έχει βγει απόφαση έγκρισης της πρότασης δημοψηφίσματος από τη Βουλή πριν αυτή διαλυθεί τότε το δημοψήφισμα μπορεί να λάβει μέρος την ίδια μέρα με τις εκλογές.
Προσυπογραφή του προεδρικού διατάγματος από ΠτΒ & ευθύνη: Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 3 του Συντάγματος, «το διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα για νομοσχέδιο ... προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Βουλής». Η προσυπογραφή σημαίνει ότι την ευθύνη για το διάταγμα δεν φέρει ο ΠτΔ ούτε κανένας υπουργός, ούτε και ο ΠτΒ έχει ποινική ευθύνη διότι καλύπτεται από τις βουλευτικές ασυλίες και έχει δέσμια αρμοδιότητα να συμμορφωθεί σε απόφαση άμεσου οργάνου του κράτους (=άμεσα όργανα του κράτους είναι εκείνα των οποίων η οργανική θέση καθορίζεται απευθείας από το Σύνταγμα όπως το εκλογικό σώμα, η κυβέρνηση, η βουλή, τα ανώτατα δικαστήρια, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί). Ο ΠτΒ έχει ευθύνη μόνο ενώπιον του σώματος το οποίο μπορεί να εκφράσει μομφή κατά του προέδρου του, με αποτέλεσμα να λήξει η θητεία του (άρθ. 150 Κ.Β.). Η προσυπογραφή απλά εξασφαλίζει ότι ο αρχηγός του κράτους θα εκτελέσει την απόφαση της βουλής. Σε περίπτωση που ο ΠτΒ δεν προσυπογράφει και η βουλή τον καλύπτει, δεν μπορεί να γίνει δημοψήφισμα.
Τι είδους νόμος είναι ο νόμος που ενέκρινε ο λαός: Ο νόμος που εγκρίνει ο λαός με δημοψήφισμα δεν διαφέρει από τους νόμους που ψηφίζονται από τη βουλή (=τυπικοί νόμοι). Υπόκειται και αυτός σε έλεγχο συνταγματικότητας, δεν έχει αυξημένη ισχύ και τροποποιείται ή καταργείται με κάθε πράξη που έχει τυπική ισχύ νόμου. Πολιτικά πάντως, δύσκολα η βουλή τροποποιεί νόμους που έχει εγκρίνει ο ίδιος ο λαός.
Συμπέρασμα: Ο θεσμός αυτός έτσι όπως διαμορφώθηκε είναι δύσκολο έως απίθανο να χρησιμοποιηθεί καθώς καμία πλειοψηφία δεν έχει 180 βουλευτές και υπάρχει το ερώτημα γιατί η μειοψηφία να βοηθήσει την πλειοψηφία όταν αυτή έχει ήδη ψηφίσει τον νόμο στη βουλή;
Συμβουλευτικό δημοψήφισμα
Κανόνας: Σύμφωνα με το άρθ. 44 παρ. 2 εδ α του Συντάγματος, «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Σύμφωνα με το άρθ. 115 παρ. 2 Κ.Β., «Η πρόταση πρέπει να αναφέρει το εθνικό θέμα για το οποίο ζητείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, καθώς και την προθεσμία διενέργειάς του, και να προσδιορίζει με σαφήνεια το ερώτημα ή τα ερωτήματα στα οποία θα απαντήσει ο λαός». Το «δημοψήφισμα διενεργείται δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια ψηφοδελτίων ψηφοφορίας, των κατά την κειμένων Εκλογικήν  Νομοθεσίαν  εχόντων το δικαίωμα του εκλέγειν Ελλήνων πολιτών» (άρθ. 2 παρ. 1 Ν.350/1976).
Παράδειγμα: «Θέλετε να αυξηθεί η προεδρική θητεία;» Απαντήσεις: ΝΑΙ ή ΌΧΙ, «Εξαετής ή επταετής;»
Βασικές διαφορές:
1.    Το συμβουλευτικό δημοψήφισμα σε αντίθεση με το νομοθετικό δεν παράγει κανόνες δικαίου, αποτελεί απλή γνώμη που ο λαός απευθύνει στα αρμόδια όργανα. Αυτά οφείλουν πολιτικά να τη σεβασθούν αφού το πολίτευμα είναι δημοκρατικό (=η κυβέρνηση παράγει κανόνες δικαίου ώστε να εφαρμοστεί η γνώμη του λαού).
2.    Αντικείμενο του νομοθετικού είναι ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα ενώ του συμβουλευτικού είναι κρίσιμο εθνικό θέμα. Ως σοβαρό κοινωνικό ζήτημα νοείται οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα εκτός δημοσιονομικών και ως εθνικό κρίσιμο θέμα νοείται όχι μόνο κάθε θέμα που έχει σχέση με την εθνική ολοκλήρωση αλλά και κάθε θέμα εφόσον αναλαμβάνουν πολιτική ευθύνη η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η κυβέρνηση. Βέβαια, η εννοιολογική σύγκριση του σοβαρού κοινωνικού ζητήματος και του κρίσιμου εθνικού θέματος δεν παρουσιάζει καμιά πρακτική χρησιμότητα.
3.    Την πρόταση του υπουργικού συμβουλίου προς την βουλή δεν την υποβάλλουν βουλευτές όπως στο νομοθετικό δημοψήφισμα που σημαίνει ότι η εκάστοτε αντιπολίτευση δεν μπορεί να ενοχλεί πολιτικά την κυβέρνηση προτείνοντας δημοψήφισμα.
4.    Η πρόταση συζητείται στην Ολομέλεια της βουλής και την εγκρίνει η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι 151/300 ενώ στο νομοθετικό η απόφαση νομοθετικού δημοψηφίσματος απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία ήτοι 180/300.
5.    Το νομοθετικό το προσυπογράφει ο ΠτΒ ενώ το συμβουλευτικό δεν ορίζει ούτε ο νόμος ούτε το Σύνταγμα ποιος το προσυπογράφει. Το ορθότερο είναι να το προσυπογράφει το υπουργικό συμβούλιο που υποβάλλει την αίτηση και έχει την ευθύνη της διεξαγωγής.
6.    Η ετυμηγορία και όχι η απόφαση διότι το συμβουλευτικό δημοψήφισμα δεν είναι αποφασιστικό, λαμβάνεται με την πλειοψηφία συν ενός του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων.  Απαρτία για την έγκυρη έκφραση του λαού δεν προβλέπεται ίσως επειδή η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική.
Βασικές ομοιότητες: 
1.    Και τα δύο δημοψηφίσματα αποτελούν προαιρετικά δημοψηφίσματα.
2.    Οι νομικές έννοιες «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» και «κρίσιμο εθνικό θέμα» είναι και οι δύο αόριστες. Και τις δύο τις εξειδικεύει το όργανο που αποφασίζει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος: η βουλή, και δεν ελέγχονται δικαστικά.
3.    Η απόφαση της βουλής που δέχεται την πρόταση «δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (άρθ. 115 παρ. 6 Κ.Β.).
4.    Η Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή βεβαιώνει το συνολικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας με πρακτικό, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 19 Ν.350/1976).
Συμπέρασμα: Ο προαιρετικός χαρακτήρας και η απαιτούμενη πλειοψηφία (151/300)στη βουλή κάνει το συμβουλευτικό δημοψήφισμα ως έκφραση του λαού, να αποτελεί απόλυτο πολιτικό όπλο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Βέβαια, το γεγονός ότι δεν έχει γίνει κανένα ως τώρα δημοψήφισμα φανερώνει ότι το όπλο είναι δίκοπο (=τα όχι αθροίζονται και έτσι είναι εύκολο να σχηματισθεί αρνητική λαϊκή πλειοψηφία παρά πλειοψηφία των ναι, η αρνητική απάντηση του λαού υποχρεώνει σε προσωπική παραίτηση του φορέα του οργάνου που αποφάσισε το δημοψήφισμα).

Γνήσιο και προσωπικό δημοψήφισμα
Ένα δημοψήφισμα παύει να είναι γνήσιο και χαρακτηρίζεται προσωπικό όταν στην πράξη το χρησιμοποιούν για να προσλαμβάνει κάποιος λαϊκό χρίσμα και να γίνεται «αντιπρόσωπος» του λαού. Η νόθευση αυτή αφαιρεί από το δημοψήφισμα το γνήσιο χαρακτήρα του και η μορφή πολιτεύματος διολισθαίνει προς τον καισαρισμό (=όπου ο αρχηγός του κράτους ασκεί την εξουσία στο όνομα του λαού που του την εμπιστεύεται με προσωπικό δημοψήφισμα και ενίοτε του την ανανεώνει με τον ίδιο τρόπο, «καίσαρ» = εκλεκτός του λαού που συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία). Στο προσωπικό δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφανθεί σε χρονική στιγμή και υπό συνθήκες που καθιστούν την απάντησή του δεδομένη.
Η διάκριση μεταξύ γνήσιου και προσωπικού δημοψηφίσματος δεν είναι πάντοτε εμφανής διότι είναι πολιτική και όχι νομική. Αντικείμενο της ψηφοφορίας δεν είναι το ερώτημα προς τον λαό, αλλά η παραμονή συγκεκριμένου προσώπου στην εξουσία.  Η ψηφοφορία καταντά εκλογή χωρίς αντίπαλο.  
Στην ελληνική συνταγματική ιστορία, όλα τα δημοψηφίσματα είναι προσωπικά, κάτι που προδίδει και η εξωπραγματική επιτυχία του Ναι πχ 98,97% ΝΑΙ στο δημοψήφισμα για την επάνοδο του Κωνσταντίνου το 1920. Εξαίρεση αποτελεί το δημοψήφισμα του 1974 που ήταν γνήσιο διότι ο λαός αποφασίζει ανάμεσα στη βασιλευόμενη δημοκρατία και την αβασίλευτη δημοκρατία χωρίς να εκφράζει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο.

Πηγή: Α. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 106-107, 111, 422-427







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου