Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΑΡΘΡΟ 14 ΠΚ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΥ)



ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΠΆΡ. 1 ΠΚ (Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ)

Με τη θεμελιώδη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 1 ΠΚ δίνεται ο νομοθετικός ορισμός της έννοιας του εγκλήματος: έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή σε ενοχή του δράστη, τιμωρούμενη από το νόμο.
Με τη διάταξη αυτή:
1.    Η έννομη τάξη τιμωρεί τον δράστη για αυτό που έκανε και όχι για ότι είναι.
2.    Διακηρύσσονται τα ελάχιστα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του κάθε εγκλήματος.
3.    Διατρανώνονται  τρεις θεμελιώδεις αρχές: καμία ποινή χωρίς πράξη, καμία ποινή χωρίς άδικο, καμία ποινή χωρίς ενοχή και καμία ποινή χωρίς νόμο. Η αρχή «καμία ποινή χωρίς πράξη» προβλέπεται και στο άρθρο 7 του Συντάγματος ενώ οι αρχές «καμία ποινή χωρίς άδικο» και «καμία ποινή χωρίς ενοχή» καθιερώνονται ευθέως από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος που εγγυάται το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
4.    Εξειδικεύεται η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege του άρθ. 1 ΠΚ διευκρινίζοντας ότι όχι μόνο η ποινή αλλά και το έγκλημα πρέπει να προβλέπεται από το νόμο.
5.    Επισημαίνεται ότι δεν αρκεί η προϋφιστάμενη της τιμωρίας νομοθετική πρόβλεψη της ποινής και του εγκλήματος αλλά αξιώνει και ειδική περιγραφή του εγκλήματος.
Επομένως, για την επιβολή ποινής απαιτείται ο ποινικός νόμος να προϋπάρχει της αξιόποινης πράξης. Π.χ. για την ύπαρξη νομοθετικής πρόβλεψης της κλοπής  δεν αρκεί να αναγράφει ο νόμος γενικά και αόριστα «η κλοπή τιμωρείται με φυλάκιση» αλλά να ορίζει ρητά και αναλυτικά τα στοιχεία της δηλαδή πότε αυτή υπάρχει, ώστε να γνωρίζει ο πολίτης ποια ακριβώς πράξη είναι αξιόποινη αλλά και ο δικαστής σε ποια ακριβώς μορφή συμπεριφοράς οφείλει να επιβάλλει ποινή και να αποφεύγεται η δικαστική αυθαιρεσία.

ΤΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Το κάθε έγκλημα απαρτίζεται από 4 στοιχεία:
1.    Την πράξη.
2.    Το άδικο.
3.    Τον καταλογισμό.
4.    Τη νομοθετική πρόβλεψη δηλαδή την περιγραφή της πράξης στο νόμο.
Τα στοιχεία αυτά είναι κοινά σε κάθε έγκλημα ανεξαρτήτως αν είναι ανθρωποκτονία, κλοπή, εξύβριση, κατασκοπία κλπ.
Όμως, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να τελούν σε μία λογική αλληλουχία μεταξύ τους: το ένα προϋποθέτει το άλλο. Αν η λογική αυτή σειρά δεν υπάρχει τότε έγκλημα δεν στοιχειοθετείται.
Επομένως, προηγείται όλων η έννοια της πράξης. Έγκλημα χωρίς πράξη δεν νοείται. Για τις ιδέες του κάποιος δεν τιμωρείται. Κατά τα άλλα όμως η λογική σειρά των στοιχείων του εγκλήματος δεν είναι εκείνη του άρθ. 14 παρ. 1 ΠΚ αλλά αντίστροφη: για να υπάρξει έγκλημα απαιτείται πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) η οποία πρώτον περιγράφεται και εξειδικεύεται επαρκώς στο νόμο ως αξιόποινη, δεύτερον είναι άδικη και τρίτον είναι καταλογιστή.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Η ειδική υπόσταση
Η πράξη πρέπει πρώτα από όλα να αντιστοιχεί στη νομική περιγραφή ενός εγκλήματος στο νόμο. Γιατί μπορεί μια πράξη να προσβάλλει μεν έννομα αγαθά άλλου αλλά να μην περιγράφεται στο νόμο ως αξιόποινη. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει έγκλημα και κανένας λόγος να διερευνήσουμε αν η πράξη είναι άδικη και καταλογιστή.
Το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για να περιγράψει μια εγκληματική συμπεριφορά στο νόμο, απαρτίζουν την λεγόμενη ειδική υπόσταση του εγκλήματος.
Με τα στοιχεία αυτά ο νομοθέτης εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη λέγοντάς μας ποιο ακριβώς είδος αξιόποινης πράξης απαγορεύεται από τον πρωτεύονται κανόνα και ποια ακριβώς συμπεριφορά απειλείται με ποινή. Συνεπώς, όταν λέμε  ότι μια πράξη πληροί την ειδική υπόσταση κάποιου εγκλήματος εννοούμε ότι μπορεί να υπαχθεί στην περιγραφή μιας αξιόποινης πράξης στο νόμο.
Στην περίπτωση που μια πράξη δεν πληροί την ειδική υπόσταση κάποιου εγκλήματος μπορεί ο υπό κρίση δράστης να έχει άλλου είδους ευθύνη πχ αστική, πειθαρχική, ποινική πάντως όχι.
Το άδικο
Όταν μια πράξη πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος είναι και καταρχήν άδικη (δηλαδή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο) Πλην όμως μπορεί να συντρέχουν περιστατικά τέτοια εξαιτίας των οποίων η έννομη τάξη να καθιστά την άδικη πράξη επιτρεπτή. Αυτό συμβαίνει όταν συντρέχει κάποιος λόγος του αδίκου. Επομένως, όταν μία πράξη πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος είναι καταρχήν άδικη πράξη όχι όμως και τελειωτικά άδικη. Για να καταλήξουμε ότι είναι και τελειωτικά άδικη η πράξη πρέπει να μην συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου δηλαδή κάποιος επιτρεπτικός κανόνας που κατ’ εξαίρεση αίρει το καταρχήν άδικο της πράξης.
Τελειωτικά άδικη είναι η πράξη που πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος και δεν συντρέχει ως προς αυτήν κάποιος λόγος άρσης του αδίκου.
Η τελειωτική κρίση περί αδίκου έχει αρνητικό χαρακτήρα, δηλαδή συνίσταται στην περίπτωση που δεν συντρέχει in concreto κάποιος λόγος άρσης του αδίκου.  Με τον αρνητικό έλεγχο βεβαιωνόμαστε ότι η πράξη είναι τελειωτικά και οριστικά άδικη.
Αν λοιπόν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, δεν υπάρχει έγκλημα και είναι περιττή η έρευνα για το αν η πράξη είναι καταλογιστή.
Η ενοχή
Μια τελειωτικά άδικη πράξη δεν αρκεί για να μπορέσει ο δικαστής να επιβάλλει ποινή. Πρέπει η πράξη να είναι και καταλογιστή στην ενοχή του δράστη δηλαδή να είναι δυνατό να του αποδοθεί προσωπική μομφή για το άδικο που έθεσε «Αν δεν μπορούμε να αποδοκιμάσουμε έναν άνθρωπο για την πράξη του δεν μπορούμε λογικά και να τον τιμωρήσουμε για την τέλεσή της».
Και εδώ η έρευνα για το αν η πράξη είναι καταλογιστή έχει κατά βάση αρνητικό χαρακτήρα. Ερευνάται δηλαδή αν in concreto συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον καταλογισμό διότι η πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης κατά κανόνα σημαίνει και ότι είναι δεδομένη η ενοχή.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η έννοια του εγκλήματος περιλαμβάνει 3 βαθμίδες:
1.    Την ειδική υπόσταση (=η πράξη πρέπει να πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος)
2.    Το άδικο (=η πράξη πρέπει να είναι τελειωτικά άδικη δηλαδή να μην συντρέχει in concreto κάποιος λόγος άρσης του αδίκου)
3.    Τον καταλογισμό σε ενοχή (=η πράξη πρέπει να μπορεί να αναχθεί σε ενοχή του δράστη επιτρέποντας την προσωπική αποδοκιμασία του για το άδικο που έθεσε).
Οι τρεις αυτές βαθμίδες ακολουθούνται και από άλλες (=οι οποίες δεν μας απασχολούν σε όλα τα εγκλήματα σε αντίθεση με τις παραπάνω τρεις οι οποίες είναι κοινές για όλες τις αξιόποινες πράξεις): έτσι σε ξεχωριστή φάση (βαθμίδα) πρέπει να ελεγχθεί αν συντρέχουν ορισμένα άλλα στοιχεία που δεν είναι κοινά σε όλα τα εγκλήματα όπως οι λεγόμενοι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου (εκεί όπου απαιτούνται) καθώς και ότι δεν συντρέχουν λόγοι που αποκλείουν το τιμωρητό πχ λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο (πχ παραγραφή, προσωπικοί λόγοι απαλλαγής από την ποινή, αν έχει υποβληθεί έγκληση εκεί όπου απαιτείται, αν συντρέχουν διαδικαστικές προϋποθέσεις κλπ).
Έγκλημα λοιπόν είναι μια πράξη που πληροί την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος, άδικη και καταλογιστή για την οποία ο νόμος απειλεί ποινή.

Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗ

Ο εφαρμοστής ερευνά αν υπάρχει πράξη και αν αυτή είναι ενέργεια ή παράλειψη. Αν δεν υπάρχει πράξη, δεν υπάρχει λόγος να ερευνηθεί αν πληρούται η ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος (=αν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη).
Αν υπάρχει πράξη, αυτή θα πρέπει να υπαχθεί στην νομική περιγραφή ενός εγκλήματος. Αν η πράξη δεν αντιστοιχεί σε καμία νομική περιγραφή εγκλήματος η ποινική έρευνα σταματά εδώ.  Δεν έχει νόημα να ερευνήσουμε αν η πράξη είναι καταρχήν άδικη αν δεν περιγράφεται ως έγκλημα από το νόμο. Αλλά ούτε μας ενδιαφέρει ο υπό κρίση δράστης αν η πράξη δεν είναι και τελειωτικά άδικη.
Μόνο όταν συντρέχουν τα στοιχεία αυτά με την παραπάνω λογική σειρά μπορεί να επιβληθεί ποινή. Αν ελλείπει ένα από αυτά τα στοιχεία, έγκλημα δεν υπάρχει και ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί.
Παραδείγματα:
1.    Συμπεριφορά που δεν πληροί την ειδική υπόσταση του εγκλήματος: ο Α παίρνει κρυφά τη φωτογραφική μηχανή του Β με σκοπό να τραβήξει φωτογραφίες και να την επιστρέψει, η πράξη του από πλευράς αστικού δικαίου είναι άδικη και απαγορευμένη (κατ’ αυτής μάλιστα επιτρέπεται και άμυνα του άρθ. 22 ΠΚ, ΟΜΩΣ δεν πληροί την ειδική υπόσταση κανενός εγκλήματος. Δεν είναι κλοπή του άρθ. 372 ΠΚ διότι δεν ο υπό κρίση δράστης δεν είχε σκοπό παράνομης ιδιοποίησης αλλά ούτε και κλοπή χρήσης του άρθ. 374Α ΠΚ αφού προϋποθέτει αφαίρεση ξένου μηχανοκίνητου μεταφορικού μέσου. Επομένως, η αφαίρεση οποιουδήποτε ξένου κινητού πράγματος με σκοπό τη χρήση και την επιστροφή του δεν είναι αξιόποινη και δεν υπάρχει νόημα να ερευνήσουμε αν η πράξη είναι άδικη και καταλογιστή.
2.    Συμπεριφορά που πληροί μεν την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος πλην όμως δεν είναι άδικη: ο Α βλέπει ότι το γειτονικό σπίτι του Β όπου γνωρίζει ότι κοιμάται το τριών μηνών τέκνο του τελευταίου, έπιασε φωτιά. Χωρίς να διστάσει, σπάει την πόρτα του σπιτιού και σώζει το παιδί. Η πράξη του πληροί την ειδική υπόσταση 2 εγκλημάτων: της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθ. 381 ΠΚ) αφού έσπασε την πόρτα και της διατάραξης της οικιακής ειρήνης (άρθ. 334 ΠΚ) αφού εισήλθε στην ξένη κατοικία χωρίς τη θέληση του δικαιούχου Β. ΟΜΩΣ, η πράξη του αυτή δεν είναι τελειωτικά άδικη παρόλο που οι πράξεις αυτές κατά κανόνα είναι άδικες  διότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει ένας λόγος άρσης του αδίκου, η κατάσταση ανάγκης (άρθ. 25 ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή η ποινική έρευνα σταματά εδώ και περιττεύει να ερευνήσουμε αν η συμπεριφορά του Α είναι καταλογιστή.
3.    Συμπεριφορά που πληροί μεν την ειδική υπόσταση ενός εγκλήματος και είναι άδικη αλλά όχι καταλογιστή: ο Α πάσχει από βαρειά  σχιζοφρένεια. Σε μια έξαρση της ασθένειάς του σκοτώνει τον πατέρα του με 90 μαχαιριές, πιστεύοντας ότι είναι η ενσάρκωση του σατανά. Η πράξη του πληροί την ειδική υπόσταση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρθ. 299 παρ. 1 ΠΚ) είναι δε και τελειωτικά άδικη διότι δεν συντρέχει κανένας λόγος άρσης του αδίκου. Μάλιστα ο Α είχε πρόθεση (δόλο) διότι γνώριζε τι έπραττε και ήθελε να σκοτώσει. Πλην ΟΜΩΣ στη συγκεκριμένη περίπτωση η έννομη τάξη δεν μπορεί να καταλογίσει την άδικη αυτή πράξη του σε ενοχή του και να του αποδώσει μομφή. Διότι κατά το άρθ. 34 ΠΚ η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός λόγω της νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα του ή να συμμορφωθεί προς την περί αδίκου αντίληψή του. Εδώ η έννομη τάξη αποδοκιμάζει μεν την πράξη, όχι όμως τον δράστη.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Από τις διατάξεις του άρθ. 14 παρ. 1 ΠΚ και από το άρθ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη του εγκλήματος και για τη γένεση της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας είναι η πράξη δηλαδή η ανθρώπινη συμπεριφορά ή παράλειψη (άρθ. 14 παρ. 2 ΠΚ).
Χωρίς πράξη δεν μπορεί να υπάρξει ούτε άδικο ούτε ενοχή και πολύ περισσότερο να επιβληθεί ποινή. Συνεπώς, για τις σκέψεις του πολίτη δεν επιβάλλεται ποινή από την Πολιτεία.
Η διάταξη του άρθ. 14 παρ. 1 ΠΚ κατοχυρώνει ρητά και πανηγυρικά την προσήλωση του νομοθέτη στις δικαιοκρατικές αρχές «ουδεμία ποινή χωρίς πράξη, ουδεμία ποινή χωρίς άδικο, ουδεμία ποινή χωρίς ενοχή και ουδεμία ποινή χωρίς νομοθετική πρόβλεψη».

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Η έννοια της πράξης επιτελεί τριπλή λειτουργία ως προς τα στοιχεία του εγκλήματος:
1.    Τα θεμελιώνει: Η έννοια της πράξης πρέπει να είναι τόσο ευρεία ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται που αναγνωρίζεται ως άξια κολασμού.
2.    Τα οριοθετεί:  Η έννοια της πράξης πρέπει να είναι τόσο στενή, ώστε εξ αρχής να αποκλείει τα οπωσδήποτε ποινικώς αδιάφορα φαινόμενα όπως δραστηριότητες ζώων ή νομικών προσώπων, φυσικά φαινόμενα, σκέψεις και αντανακλαστικές κινήσεις κλπ.
3.    Τα συνδέει: Η έννοια της πράξης πρέπει να συνδέει τα στοιχεία του εγκλήματος μεταξύ τους ώστε τα ειδικότερα στοιχεία του κάθε εγκλήματος (η νομοθετική περιγραφή/πρόβλεψη, άδικο, καταλογισμός)  να εμφανίζονται ως πρόσθετες εξειδικεύσεις.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας εννοιολογικής εξειδίκευσης της πράξης διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες. Οι κυριότερες είναι:
1.    Η θεωρία της αιτιότητας (φυσιοκρατική θεωρία)
2.    Η θεωρία της πράξης ως σκόπιμης δράσης.
3.    Η κοινωνική θεωρία περί πράξης.
4.    Οι αρνητικές θεωρίες περί πράξης.
5.    Οι προσωπικές θεωρίες.
Σύμφωνα με τη θεωρία της αιτιότητας, πράξη είναι μία μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, που προκαλείται αιτιωδώς από μία ανθρώπινη συμπεριφορά. Η θεωρία αυτή αντιλαμβάνεται την πράξη ως μία ουδέτερη μυϊκή κίνηση, αδιαφορεί για το σκοπό ή το κοινωνικό νόημα της πράξης (=ενδιαφέρει το ότι ο δράστης θέλησε και όχι το τί θέλησε) και αδυνατεί να συμπεριλάβει στην έννοια της πράξης τις παραλείψεις (=αφού η πράξη δεν συνίσταται με μυϊκή κίνηση), την ασυνείδητη αμέλεια (=αφού η πράξη δεν κυριαρχείται από βούληση), την απόπειρα (=αφού ο αποπειρώμενος δεν προκάλεσε το αξιόποινο αποτέλεσμα), τους αυτοματισμούς, τις αυθόρμητες κινήσεις κλπ. Από την άλλη πλευρά προσδίδει ποινικό ενδιαφέρον σε περιστατικά άσχετα με το έγκλημα π.χ. η γέννηση του δολοφόνου (=αν δεν είχε γεννηθεί ο δολοφόνος δεν θα υπήρχε σήμερα έγκλημα).
Σύμφωνα με τη θεωρία της πράξης ως σκόπιμης δράσης, (διατυπώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα και δεν επικράτησε), πράξη είναι σκόπιμη δραστηριότητα και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τον σκοπό του δράστη π.χ. η καλόπιστη νοσοκόμα που χορηγεί δηλητήριο αντί για φάρμακο στον ασθενή, δεν επιχειρεί πράξη θανάτωσης αφού η πράξη της έχει σκοπό τη θεραπεία του ασθενή. Η συγκεκριμένη θεωρία δε μπορεί να εφαρμοστεί σε εγκλήματα παραλείψεως και εξ αμελείας αφού ούτε η παράλειψη ούτε η αμελής συμπεριφορά μπορούν ναι είναι και σκόπιμες δραστηριότητες.  Όμως ανέδειξε τη σημασία των υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου όπως ο δόλος.
Σύμφωνα με την κοινωνική θεωρία περί πράξης, πράξη είναι ανθρώπινη συμπεριφορά δυνάμενη να κυριαρχείται από τη βούληση, που έχει πάντως κάποια κοινωνική σημασία (=άρα ανθρώπινες συμπεριφορές που στερούνται κοινωνικού νοήματος δεν είναι πράξεις υπό ποινική έννοια). Η συγκεκριμένη θεωρία θεωρεί ως πράξεις τις ανακλαστικές κινήσεις, τις περιπτώσεις ακαταμάχητης βίας αλλά και τη συμπεριφορά των νομικών προσώπων αφού οι πράξεις τους έχουν κοινωνική σημασία. Από την άλλη, θεωρεί ως πράξη περιπτώσεις που προδήλως έχουν ποινικό ενδιαφέρον π.χ. ο τρομοκράτης που κατασκεύασε μόνος του τον εκρηκτικό μηχανισμό, για την πράξη του αυτή δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον αφού δεν είναι «προς έτερον».
Σύμφωνα με τις αρνητικές θεωρίες περί πράξης, πράξη είναι κάθε πρόκληση εγκληματικού αποτελέσματος που δεν προέρχεται από ζώο ή νομικό πρόσωπο, ούτε είναι απλώς μια εσωτερική κατάσταση, ούτε και οφείλεται σε ακαταμάχητη βία. Η θεωρία αυτή δεν παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε αυτές να συνδεθούν επαρκώς με τα στοιχεία της α.υ., με τον δράστη και να επιτελεστούν οι 3 λειτουργίες της πράξης.
Σύμφωνα με τις προσωπικές θεωρίες, πράξη είναι η εξωτερίκευση της προσωπικότητας και συνεπώς όχι οι αυθορμητισμοί, οι αυτοματοποιημένες κινήσεις κλπ που δεν εξωτερικεύουν κατ’ ανάγκη την προσωπικότητα του πράττοντος.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΑΞΗΣ

Πράξη είναι κάθε κίνηση ή αδράνεια του ανθρώπινου σώματος, η οποία αποτελεί εκδήλωση της συνείδησης και δύναται να ελεγχθεί από τη βούληση του ανθρώπου.
Στοιχεία (χαρακτηριστικά) της πράξης:
1.    Το «ανθρώπινο» (=η πράξη προϋποθέτει φυσικό πρόσωπο που ενεργεί ή παραλείπει).
2.    Το «εξωτερικό» (=η ανθρώπινη συμπεριφορά πρέπει να εξελίσσεται στον εξωτερικό κόσμο και να είναι αντιληπτή με τις αισθήσεις).
3.    Την «εξωτερίκευση» (=η  πράξη πρέπει να συνιστά εκδήλωση της συνείδησης αφού μόνο στην περίπτωση αυτή υπάρχει έλεγχος του σώματος). 
Συνείδηση υπό ψυχολογική έννοια είναι η ικανότητα του εγώ να διεγείρεται από τα αισθητήρια ερεθίσματα, προϋποθέτει δε 5 στοιχειώδη συνειδησιακά βιώματα: εγωσυνειδησία (=το άτομο έχει συνείδηση του εαυτού του), αυτοσυνειδησία (=συνείδηση της ταυτότητάς μας με τον εαυτό μας), συνειδησιακό βίωμα του παρείναι (=του παρευρίσκεσθαι δηλ συνείδηση του ατόμου ότι υπάρχει στον τόπο και χρόνο όπου εκδηλώνεται) και συνειδησιακό βίωμα του εκδηλούσθαι (=το άτομο βιώνει την ανέλιξη της δράσης του).
Συνεπώς, για την ποινική έννοια της πράξης σημασία έχει αν η κίνηση ή η ακινησία του σώματος αποτελεί εκδήλωση της συνείδησης και άρα το εκούσιο της συμπεριφοράς δεν μπορεί να αποτελέσει λογικώς αναγκαίο στοιχείο της πράξης.

ΟΙ ΜΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Δεν είναι πράξεις και δεν μπορούν να έχουν ποινικό ενδιαφέρον τα εξής περιστατικά:
1.    Προσβολή εννόμων αγαθών από τη συμπεριφορά ζώων, από φυσικά φαινόμενα ή από πράγματα πχ επίθεση λύκου, πτώση κλαδιού δένδρου, πλήγμα κεραυνού κλπ. Δεν έχουν ποινικό ενδιαφέρον εκτός αν αποδοθούν σε ανθρώπινη συμπεριφορά πχ ο Α εξερεθίζει το σκύλο του κατά του Β.
2.    Τα εσωτερικά γεγονότα  πχ σκέψεις, ιδέες, φρονήματα κλπ, βέβαια η έκφρασή τους μπορεί να αποτελέσει πράξη πχ εξύβριση (=έκφραση υβρέων).
3.    Η ακαταμάχητη σωματική βία (vis absoluta), δηλ επενέργεια πάνω στο σώμα η οποία να αποκλείει είτε το σχηματισμό της βούλησης (πχ ο Α πλήττει τον Β στο κεφάλι και ο τελευταίος σωριάζεται καταγής παρασέρνοντας και τραυματίζοντας τον μικρό Γ) είτε την ενεργοποίηση αυτής (πχ ο Δ μετακινεί τον Ε σέρνοντάς τον, τον δένει, τον συγκρατεί κλπ. Οι Β και Ε δεν πράττουν.
4.    Η απάλειψη της συνείδησης πχ ύπνος, λιποθυμία, νάρκωση, υπνοβασία, επιληπτική κρίση κλπ. Δεν υπάρχει πράξη γιατί δεν υπάρχει  συμμετοχή του εγώ (=δεν υπάρχει εκδήλωση της συνείδησης πχ η Α στον ύπνο της καταπλακώνει το βρέφος της το οποίο πεθαίνει από ασφυξία, ο Β κοιμάται στο τιμόνι και προκαλεί το θάνατο πεζού, ο Γ οδηγώντας παθαίνει επιληπτική κρίση, χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου και προκαλεί θάνατο πεζού. Στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει πράξη και επομένως δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί έγκλημα ανθρωποκτονίας. Αν όμως οι Α, Β και Γ γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ενδέχεται να περιέλθουν σε τέτοια κατάσταση από την οποία να κινδυνεύσει κάποιος τότε υπάρχει πράξη, τούτο συμβαίνει διότι η προσβολή του εννόμου αγαθού είναι αποτέλεσμα μιας άλλης πράξης (=προγενέστερης συμπεριφοράς). Ενδιαφέρουσα περίπτωση απάλειψης της συνείδησης συνιστά και το αποκαλούμενο στην ψυχολογία black out η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία σε περίπτωση ατυχήματος για την εκτίμηση της ύπαρξης πράξης εκ μέρους του χειριστή. Το βέβαιο είναι ότι οι ενδιάμεσες βαθμίδες συσκότισης της συνείδησης (red out, grey out) δεν συνιστούν πλήρη απάλειψή της και δεν αποκλείουν την έννοια της πράξης. Τέλος, δεν συνιστά πράξη η κίνηση του ανθρώπου που βρίσκεται σε ύπνωση.
5.    Οι ανακλαστικές κινήσεις που πραγματώνονται ενώ το φυσικό πρόσωπο βρίσκεται μεν σε συνειδησιακή εγρήγορση, το σώμα του όμως αντιδρά σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα χωρίς τη συμμετοχή της συνείδησης. Πχ το τίναγμα υπό την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος, το φτάρνισμα, το κλείσιμο των βλεφάρων υπό την επίδραση του φωτός κλπ.
Παράδειγμα:
Ο ελαιοχρωματιστής Κ κατά τη διάρκεια της εργασίας του αγγίζει ηλεκτροφόρων καλώδιο και τινάζεται με ορμή από τη σκάλα με αποτέλεσμα να ρίξει τον βοηθό του Β ο οποίος και τραυματίζεται. Δεν υπάρχει καν πράξη αφού το αποτέλεσμα προκλήθηκε από μια ανακλαστική κίνηση του σώματος του Κ, παντελώς εξηρημένη του συνειδησιακού ελέγχου του.
6.    Οι διαθέσεις (πχ φυγοπονία), το ακούειν (πχ ο Α ευρισκόμενος σε καφετέρια ακούει χωρίς να το θέλει συζήτηση για μυστικά της Πολιτείας, ο Α δεν μπορεί να τιμωρηθεί για κατασκοπία), η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο (πχ οδήγηση σε κατάσταση μέθης), το παρίστασθαι απλώς (πχ ο Α δεν πράττει όταν μπροστά του ο Γ κλέβει τη τσάντα της Β, αν όμως η παρουσία του Α συνιστά συγχρόνως και παράλειψη, αν είχε δηλαδή την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια, τότε πράττει), το υφίστασθαι πράξεις άλλου επί του ιδίου σώματος (πχ ο Α δεν πράττει όταν δέχεται στο σώμα του πλήγμα του Β με μαχαίρι, όμως πράττει όταν ο Α δέχεται ασελγείς πράξεις από τον ανήλικο Β στο σώμα του), η φυσική εξουσία σε πράγμα (πχ το βαποράκι Α που καταδιώκεται από αστυνομικούς, πετά μικρή ποσότητα στον κήπο του Β, ο Β δεν γνωρίζει το συμβάν και δεν μπορεί να καταγορηθεί για κατοχή ναρκωτικής ουσίας) και η συμπεριφορά των νηπίων κάτω των 8 ετών είναι αδιάφορη για το ποινικό δίκαιο.

ΟΡΙΑΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΠΡΑΞΗ

Σε αντίθεση προς τις μη πράξεις οι οριακές περιπτώσεις που συνιστούν πράξεις είναι:
1.    Μεθυπνωτική υποβολή – Πλύση εγκεφάλου – Διχαστική διαταραχή της προσωπικότητας:  Παράδειγμα μεθυπνωτικής υποβολής «Όταν εσύ ξυπνήσεις θα αισθάνεσαι αναζωογονημένος και ευτυχής!». Η διχαστική διαταραχή της προσωπικότητας στις μέρες μας συνιστά αναγνωρισμένη ψυχική νόσο (=υπόθεση Grimsley 1982, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι όταν οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, είχε αποσχιστεί από την αρχική του προσωπικότητα και τελούσε υπό τον έλεγχο μιας άλλης που ήταν αλκοολική, ορθά δεν έγινε δεκτό ότι δεν τελούσε υπό καθεστώς απάλειψης της συνείδησης και επομένως υπήρχε πράξη). Το εδώ ανακύπτον ζήτημα ποινικής ευθύνης αντιμετωπίζεται στο επίπεδο του καταλογισμού.
2.    Παρορμητικές πράξεις:  Λέγονται και βραχυκυκλωτικές πράξεις με τις οποίες παρακάμπτεται η βούληση π.χ. ο πεινασμένος Α κλέψει ψωμί από το φούρνο.
3.    Ορμητικές πράξεις:  Στις ορμητικές η ορμή ισοπεδώνει τις αναστολές και γενικότερα το κυβερνών τμήμα της προσωπικότητας π.χ. ο Α σκοτώνει τον Β επειδή ο τελευταίος καθύβριζε τους νεκρούς γονείς του. Ο Α έχει συναίσθηση της πράξης του αλλά δεν μπορεί να ελέγξει την πράξη του «τα βλέπει όλα κόκκινα».
4.    Υποβουλητικές πράξεις: Σε αυτές ένα εξωτερικό σφοδρό ερέθισμα (π.χ. πανικός) παραλύει τη βούληση προκαλώντας την αντίδραση πρωτόγονων ψυχικών μηχανισμών.
5.    Αυτοματοποιημένες πράξεις: Είναι βουλητικά ενεργήματα τα οποία –λόγω συχνής επανάληψής τους- τελούνται αυτομάτως, χωρίς τη διαρκή συμμετοχή της συνείδησης η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να επέμβει πχ βάδισμα, κολύμβηση, οδήγηση, χορός, παίξιμο μουσικού οργάνου, χειρισμός μηχανήματος κλπ.
6.    Αυθόρμητες πράξεις:  Δεν πρόκειται για ανακλαστικές κινήσεις αλλά τελούν υπό τον έλεγχο της συνείδησης και μπορούν, με αντίστοιχη ένταση της προσοχής και της βούλησης, να τιθασευτούν ή να προληφθούν π.χ. ο Α επειδή του μπαίνει ένα έντομο στο μάτι, χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου και τραυματίζει πολλούς. Ο πράτων έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στη συνείδηση ετοιμότητα να επεμβαίνει πριν καν εμφανισθεί κάποιο αποσταθεροποιητικό ερέθισμα. Συνεπώς, υπάρχει πράξη αφού και η αυθόρμητη αντίδραση υπόκειται σε έλεγχο της συνείδησης.

ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

·         Η συμπεριφορά «προς έτερον»; Υποστηρίζεται ότι πράξη υπό την ποινική της έννοια δεν υπάρχει όταν η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν γίνεται αντιληπτή στο κοινωνικό περιβάλλον διότι μόνο τότε μπορεί να έχει κοινωνικό νόημα π.χ. ο Α δεν πράττει το έγκλημα της πλαστογραφίας όταν καταρτίζει ένα πλαστό έγγραφο και το φυλάει στο συρτάρι, επίσης δεν πράττει το έγκλημα της εξύβρισης αν γράφει ύβρεις στο ιδιωτικό του ημερολόγιο χωρίς να τους δείχνει σε κανέναν.
Όμως υπάρχουν αντιρρήσεις διότι τότε αυτός που κατασκευάζει κρυφά εκρηκτικά, που πλαστογραφεί, που παραχαράσσει χαρτονομίσματα, που κατασκευάζει πλαστές σφραγίδες δεν πράττει υπό αυτή την εκδοχή και δεν είναι αξιόποινος.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η πράξη υπό ποινική έννοια δεν απαιτεί συμπεριφορά προς έτερον διότι η αντικειμενική υπόσταση πληρούται μόνο όταν η πράξη είναι πρόσφορη αντικειμενικά να περιέλθει σε γνώση του άλλου και οπωσδήποτε στην περίπτωση αυτή πρέπει να υπάρχει και ο απαιτούμενος δόλος.
·         Το αξιόποινο των νομικών προσώπων. Εφόσον η νομοθεσία προϋποθέτει ανθρώπινη συμπεριφορά διότι η απειλή ποινής μπορεί να απευθύνεται μόνον σε άνθρωπο, τότε η συμπεριφορά των νομικών προσώπων στερείται ποινικού ενδιαφέροντος.
Όμως, τα τελευταία έτη η δυνατότητα ποινικής ευθύνης των ΝΠ γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτή. Μερικά επιχειρήματα υπέρ της ποινικής ευθύνης είναι:
(α) Το ΝΠ μπορεί να καταδικαστεί  αν είναι αδύνατος ο εντοπισμός του υπαίτιου ΦΠ.
(β) Όταν το έγκλημα προκλήθηκε από πρακτικές του ΝΠ, έχουμε περιορισμό ποινικού κολασμού του ΦΠ.
(γ) Από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του ΝΠ ωφελούνται και άλλοι εκτός από το υπαίτιο ΦΠ, οι οποίοι πρέπει να αποθαρρυνθούν από την τέλεση παρόμοιων πράξεων στο μέλλον.
(δ) Ποινικές κυρώσεις ανάλογες ως προς τη βαρύτητα της βλάβης είναι δυνατές μόνο όταν αυτές επιβάλλονται σε βάρος του ΝΠ.
(ε) Η δυνατότητα τιμώρησης του ΝΠ δημιουργεί κίνητρο στους ιθύνοντες να τηρούν σύννομη συμπεριφορά.
Κατά της ποινικής ευθύνης των ΝΠ υπάρχουν οι σκέψεις ότι τυχόν επιβολή οικονομικών κυρώσεων στο ΝΠ τελικά αυτές μετακυλούνται στον τελικό καταναλωτή ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες. Ακόμη, η τιμώρηση του ΝΠ καταλήγει σε έμμεση τιμώρηση μικρομετόχων που αδυνατούν να επηρεάσουν τα κέντρα επιρροής και τέλος, με την τιμώρηση του ΝΠ υποβαθμίζεται η εμπλοκή των αληθινών υπαίτιων ΦΠ.
Ήδη στο πλαίσιο του αγγλικού δικαίου έχει γίνει δεκτό ότι το ΝΠ μπορεί να διαπράξει ανθρωποκτονία και να συμμετάσχει σε συγκρότηση συμμορίας αλλά και πέρανα αυτών, το ΝΠ ευθύνεται όταν ευθύνονται τα ΦΠ που το διοικούν.
Εκτεταμένες ρυθμίσεις για το αξιόποινο των ΝΠ περιέχει και ο νέος γαλλικός ΠΚ που αναγνωρίζει πλήρη ποινική ευθύνη των ΝΠ καθιερώνοντας ποινές τόσο σε βαθμό πλημμελήματος όσο και σε βαθμό κακουργήματος. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι κατά το γαλλικό ποινικό δίκαιο τα ΝΠ μπορούν να τελέσουν κλοπή, απάτη, εκβίαση κλπ.
Παρεμφερής υπήρξε η εξέλιξη και στις ΗΠΑ. Αρχικά η κρατούσα γνώμη απέκλειε το αξιόποινο των ΝΠ γιατί αφού δεν έχουν διάνοια δεν μπορούν να έχουν και εγκληματική πρόθεση και εφόσον δεν έχουν σώμα δεν μπορούν να υπόκεινται σε φυλάκιση. Σήμερα όμως αναγνωρίζουν στο ΝΠ μια συμβατική υποχρέωση και είναι εξίσου λογικό να του αποδώσουμε και εγκληματική πρόθεση.
Στην Κίνα, τα ΝΠ ευθύνονται όπως και τα ΦΠ.
Στην Γερμανία κατά των ΝΠ απειλούνται μόνο διοικητικές ποινές τάξεως σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης εκ μέρους των οργάνων τους.
Στην Ελλάδα τιμώρηση ΝΠ προβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 του Ν 2656/1998 με τίτλο «διοικητικές κυρώσεις»  και ανάλογη είναι η διάταξη του άρθρου 8 του Ν 2803/2000 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
·         Ευθύνη για τις πράξεις άλλων. Επιτρέπεται, αρκεί να υπάρχει πράξη ή παράλειψη του τιμωρούμενου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡ. 2 ΠΚ (Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ)

Σύμφωνα με το άρθ. 14 παρ. 2 ΠΚ η έννοια της πράξης περιλαμβάνει και την παράλειψη. Ως παράλειψη (=αποθετική συμπεριφορά) ορίζεται  η αποχή από ορισμένη ενέργεια.
Μόνον ο άνθρωπος μπορεί να είναι υποκείμενο παράλειψης και μόνον εφόσον η παράλειψη είναι εκδήλωση της συνείδησης αυτού. Επιπλέον, παράλειψη δεν είναι οποιαδήποτε αδράνεια ή απραξία του ανθρώπινου σώματος (π.χ. ο Α κοιμάται), έστω και συνειδητή, αλλά μόνο εκείνη η αδράνεια που εμφανίζεται ως αποχή από ορισμένη κοινωνικώς προσδοκώμενη ενέργεια, και εφόσον υπάρχει κάποια ανάγκη για ενέργεια (π.χ. ο Α κοιμάται και το ανήλικο βρέφος του χρειάζεται τροφή).
Παραδείγματα:
·         Ο Α αποκοιμάται έχοντας λησμονήσει ανοιχτή την παροχή υγραερίου. Στο διπλανό διαμέρισμα, ο Β δεν παραλείπει να ενεργήσει διότι δεν γνωρίζει τον κίνδυνο που βρίσκεται η ζωή του Α. Ακόμα όμως, και αν ο Β γνώριζε και ήταν ανάπηρος δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να τον βοηθήσει και συνεπώς ο Β δεν παραλείπει να ενεργήσει.
·         Ο Α βλέπει να κακοποιείται το ανήλικο τέκνο του από ληστές αλλά αυτός είναι δεμένος και αδυνατεί να αντιδράσει. Ο Α δεν παραλείπει.
Για την ύπαρξη ανθρώπινης συμπεριφοράς με τη μορφή της παράλειψης πρέπει να συντρέχουν 3 στοιχεία:
1.    Να απαιτείται ανάγκη ενέργειας του δράστη.
2.    Να απαιτείται γνώση της ενέργειας αυτής από τον δράστη. Τέτοια γνώση υπάρχει όχι μόνον κατά το χρόνο που υπάρχει η ανάγκη ενέργειας αλλά και όταν γνωρίζει το μέλλον ότι θα γεννηθεί τέτοια ανάγκη.
3.    Να υπάρχει αντικειμενική/υλική δυνατότητα ενέργειας (π.χ. να μην είναι ο υπό κρίση δράστης ανάπηρος ή ανήμπορος ή δεμένος).
Χωρίς αυτά τα στοιχεία η ανθρώπινη αδράνεια δεν καθίσταται «συμπεριφορά» του υπό κρίση δράστη.
Παράδειγμα:
Η νοσηλεύτρια Β γνωρίζει ότι πρέπει να ξυπνήσει στις 3 πμ για να χορηγήσει ζωτικό φάρμακο σε ασθενή, ευρισκόμενο σε κίνδυνο ζωής. Η Β δεν μεριμνά να ξυπνήσει με αποτέλεσμα να πεθάνει ο ασθενής. Η Β κατά το χρόνο που όφειλε να ενεργήσει, κοιμόταν (=τελούσε σε κατάσταση απάλειψης της συνείδησης), το γεγονός όμως που δεν μερίμνησε ώστε να αφυπνισθεί έγκυρος συνιστά συμπεριφορά με τη μορφή παράλειψης.
Από την άλλη πλευρά όμως, δυνατότητα ενέργειας υπάρχει μόνο όταν ο παραλείπων μπορεί αντικειμενικά να επιχειρήσει την ευθέως και αμέσως επιβεβλημένη ενέργεια, αλλά και όταν μπορεί απλώς να θέσει σε κίνηση άλλους έμμεσους όρους οι οποίοι θα οδηγήσουν στη σωτηρίου του εννόμου αγαθού.
Παράδειγμα:
Ο Α κινδυνεύει να καεί ζωντανός, αντικειμενική δυνατότητα ενέργειας για το γείτονα Β υπάρχει μόνο όταν αυτός μπορεί αντικειμενικά να τον σώσει από τις φλόγες αλλά και όταν μπορεί απλώς να τηλεφωνήσει στην πυροσβεστική.
Αντίθετα, δεν υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα ενέργειας όταν αυτή είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία.
Παράδειγμα:
Η Α πέφτει αργά τη νύχτα στη θάλασσα να αυτοκτονήσει από κινούμενο πλοίο. Ο σύζυγός της Β που την βλέπει, αν αδρανήσει να επιχειρήσει να τη σώσει πηδώντας και αυτός, η αδράνειά του αυτή ΔΕΝ συνιστά συμπεριφορά με τη μορφή παράλειψης. Συνιστά όμως παράλειψη η τυχόν μη ενημέρωση των αρχών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου