ΑΚ 236: Ως συγκατάθεση νοείται η
δήλωση επιδοκιμασίας μιας δικαιοπραξίας ενός προσώπου από κάποιο άλλο πρόσωπο,
η οποία (δήλωση) απαιτείται από τον νόμο για να αναπτύξει η δικαιοπραξία τα
αποτελέσματά της. Η συγκατάθεση παρέχεται από τρίτο πρόσωπο, διαφορετικό των
συμβαλλομένων μιας δικαιοπραξίας η οποία ισχυροποιείται με την
συγκατάθεση. Η συγκατάθεση αποτελεί όρο
του ενεργού της δικαιοπραξίας και μέχρι να δοθεί η δικαιοπραξία παραμένει
μετέωρη, αν δοθεί η δικαιοπραξία είναι ενεργή, αν δεν δοθεί η δικαιοπραξία.
Συγκατάθεση δεν συνιστά η κατά την ΑΚ
183 επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας, η κατά την ΑΚ 563 έγκριση τουυπό δοκιμή
πωληθέντος πράγματος κλπ. Το άρθρο 236
ΑΚ αναφέρεται όχι μόνο στη συναίνεση αλλά και στη συγκατάθεση γενικότερα. Η
συγκατάθεση είναι μονομερή δήλωση βουλήσεως, απευθυντέα προς ένα από τα μέρη
της δικαιοπραξίας στην οποία αναφέρεται. Η ΑΚ
236 ορίζει ότι η συγκατάθεση είναι άτυπη οπότε μπορεί να δοθεί και σιωπηρώς
εφόσον δεν ορίζει διαφορετικά ο νόμος όπως πχ ΑΚ 1325 & 1550. Όμως η συγκατάθεση σε δικαιοπραξία που αφορά
εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο πρέπει να περιβληθεί σε συμβολαιογραφικό τύπο
(πχ ΑΚ 369, 1033) για την ασφάλεια
των συναλλαγών.
Ως συναίνεση είναι η συγκατάθεση για την επιχείρηση μιας
δικαιοπραξίας, η οποία (συγκατάθεση) παρέχεται είτε πριν είτε κατά την
επιχείρηση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 236,
237). Όσον αφορά τον τρόπο και τον τύπο ισχύουν τα ίδια με την συγκατάθεση.
ΑΚ 237: Σύμφωνα με ΑΚ 237 εδ α επιτρέπεται ανάκληση της συναινέσεως
μέχρις ότου επιχειρηθεί η δικαιοπραξία. Αρκεί η έναρξη επιχείρησης της
δικαιοπραξίας πχ πρόταση για να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησης της
συναίνεσης. Αν ο συναινέσας προέβη σε
ανάκληση μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων ενδέχεται να υποχρεωθεί σε
αποζημίωση του ζημιωθέντος κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ. Το δικαίωμα της ανάκλησης είναι διαπλαστικό και
ασκείται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης προς εκείνο από τα μέρη προς το
οποίο έχει δοθεί η συναίνεση. Η ανάκληση δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε τύπο
ακόμη και αν η συναίνεση υποβλήθηκε σε τύπο εκτός και η τήρηση τύπου
επιβάλλεται πχ ΑΚ 1033. Αν δεν δοθεί η συναίνεση τότε η δικαιοπραξία δεν παράγει
ενέργεια εκτός αν μετά την κατάρτισή της επακολουθήσει έγκριση. Εκτός από την
ανάκληση η δοθείσα συναίνεση μπορεί να καταργηθεί και για τους λόγους που
προβλέπονται στις ΑΚ 222 (λήξη της
έννομης σχέσης στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε η συναίνεση) και 223 ΑΚ (θάνατος του προσώπου που έδωσε
ή έλαβε τη συναίνεση).
ΑΚ 238: Ως έγκριση είναι η
συγκατάθεση η οποία παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας. Αποτελεί
άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος η οποία ισχυροποιεί εκ των υστέρων μία αρχικώς
ανενεργό δικαιοπραξία. Η δικαιοπραξία μπορεί να εγκριθεί μόνο με περιεχόμενο με
το οποίο επιχειρήθηκε οπότε η έγκριση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή των
όρων της δικαιοπραξίας ούτε να γίνει με
αίρεση ή προθεσμία. Μπορεί να αναφέρεται σε μέρος της δικαιοπραξίας οπότε
εφαρμόζεται αναλόγως η ΑΚ 181. Η
έγκριση δεν είναι δεκτική ανακλήσεως. Σύμφωνα με 138 εδ α ΑΚ η έγκριση ισχυροποιεί την δικαιοπραξία αναδρομικώς από
τον χρόνο κατάρτισής της και μέχρι τότε η δικαιοπραξία είναι μετέωρη. Σύμφωνα
με 138 εδ β ΑΚ από την αναδρομική
ενέργεια της έγκρισης δεν θίγονται τα δικαιώματα που απέκτησαν τρίτη πριν από
την έγκριση είτε με τη βούληση του εγκρίνοντος είτε χωρίς αυτή.
ΑΚ 239: Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικότερα τη διάθεση από μη δικαιούχο, δηλαδή από πρόσωπο που είτε ολικώς
είτε μερικώς δεν είναι φορέας του δικαιώματος και εντούτοις το διαθέτει στο
όνομά του. Η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο τις εκποιητικές δικαιοπραξίες δηλαδή αυτές
με τις οποίες μεταβιβάζεται, επιβαρύνεται ή αλλοιώνεται δικαίωμα. Η διάθεση
δικαιώματος για να είναι έγκυρη πρέπει να γίνει από εκείνον που έχει την
εξουσία διαθέσεως. Η ΑΚ 239 ορίζει 4
περιπτώσεις στις οποίες η διάθεση από μη δικαιούχο είναι ισχυρή ή
ισχυροποιείται μεταγένστερα (α) στη συναίνεση ο συναινών πρέπει να έχει εξουσία
διάθεσης (β) στην έγκριση που αποτελεί εκποιητική δικαιοπραξία προϋποθέτει την
ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος τόσο κατά τον χρόνο παροχής της έγκρισης όσο και κατά τον χρόνο
σύναψης της εγκρινόμενης δικαιοπραξίας (γ) στην επίκτηση όπου η διάθεση
ισχυροποιείται αλλά όχι αναδρομικώς όπως στη συναίνεση και στην έγκριση (δ)
στην κληρονόμηση η διάθεση ισχυροποιείται αν αυτός που διέθεσε ξένο δικαίωμα
κληρονομηθεί από τον δικαιούχο.
Η ΑΚ 239 παρ. 1 διαμορφώνει και την έννοια της εξουσιοδότησης η οποία αντιδιαστέλλεται από την
πληρεξουσιότητα, είναι η μονομερής δικαιοπραξία με την οποία ένα πρόσωπο (ο
εξουσιοδοτών) παρέχει εξουσία σε ένα άλλο πρόσωπο (τον εξουσιοδοτούμενο) να καταρτίζει
στο όνομά του και για λογαριασμό του δικαιοπραξίες ή άλλες νομικές πράξεις με
τις οποίες επεμβαίνει στην περιουσία του εξουσιοδοτούντος. Η βασική διαφορά με
την πληρεξουσιότητα είναι ότι ο εξουσιοδοτούμενος έχει την εξουσία να
δικαιοπρακτεί επ΄ονόματί του και προς το δικό του συμφέρον ενώ ο πληρεξούσιος
καταρτίζει τη δικαιοπραξία κατά κανόνα προς το συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου
και πάντα στο όνομα εκείνου. Επιπλέον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά στην
ενέργεια νομικών πράξεων ενώ η εξουσιοδότηση μπορεί να αφορά στην ενέργεια και
υλικών πράξεων. Έχουμε τρεις μορφές εξουσιοδότησης ανάλογα με την έκταση και το
περιεχόμενο (α) την εξουσιοδότηση προς διάθεση
(β) την εξουσιοδότηση προς είσπραξη και (γ) την εξουσιοδότηση πρςο ανάληψη υποχρέωσης.Βιβλιογραφία
Γεωργιάδης Α, κεφάλαια 49-50
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου