Ø Κατά
την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού εισήλθε στην τελική της φάση μια
διαδικασία που είχε ως αφετηρία το χωρισμό του κράτους σε ανατολή και δύση και
που ήταν η αλλαγή του γλωσσικού ιδιώματος των νόμων. Στο ανατολικό κράτος
περιήλθαν και ελληνόφωνοι πληθυσμοί ή κάτοικοι με μητρική γλώσσα διαφορετική
των λατινικών, με αποτέλεσμα να μην κατανοούν τους νόμους που κατά βάση είχαν
γραφεί στη λατινική γλώσσα κι έτσι επισημάνθηκε στις αρμόδιες αυτοκρατορικές υπηρεσίες
να διατυπωθούν από τα μέσα του 5ου αιώνα σποραδικά οι νόμοι (constitutions) στα ελληνικά. Η
τακτική αυτή κέρδιζε έδαφος με την πάροδο του χρόνου κι έτσι οι περισσότερες constitutiones
επί
Θεοδοσίου Β και επί Ιουστινιανού (ο αναθεωρημένος Κώδικας το 534) ήταν
διατυπωμένες στην ελληνική γλώσσα. Όμως στον Πανδέκτη, στον Κώδικα και στις
Εισηγήσεις διατηρήθηκαν τα λατινικά.
Ø Το
πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε μέσα από τη διαδικασία εκπαίδευσης και κατάρτισης των νομικών όπου η διδασκαλία
τους ανατέθηκε στους αντικήνσορες (έτσι ονομάστηκαν οι νομοδιδάσκαλοι, ο
λατινικός όρος antecessor
προέρχεται από τη στρατιωτική ορολογία που σημαίνει ανιχνευτής εδάφους που
εξασφαλίζει την προέλαση του προτεύματος, οπότε και οι αντικήνσορες
προετοίμαζαν το έδαφος για τους φοιτητές που ακολουθούν).
Ø Οι
αντικήνσορες θεωρούνται οι δημιουργοί του βυζαντινού δικαίου για τη διδακτική
δραστηριότητα τους στις δύο νομικές σχολές της Βηρυτού και της Κωνσταντινούπολης
και για το ρόλο τους στον εξελληνισμό των λατινικών κειμένων της κωδικοποίησης.
Ø Οι
αντικήνσορες εφαρμόζοντας μια ορισμένη τεχνική, μεταγλώττιζαν το λατινικό
κείμενο στο πλαίσιο των παραδόσεων τους για τους Έλληνες ή ελληνόφωνους
φοιτητές. Όμως, η κατά λέξη απόδοση μιας λέξης από τη μία γλώσσα στην άλλη
μπορεί να είναι διαφορετική οπότε τα κείμενα που προέκυψαν από την προφορική
διδασκαλία των αντικηνσόρων είχαν πολλές
σημαντικές διαφορές από το λατινικό πρωτότυπο κείμενο.
Ø Ως
συνέπεια ήταν ο περιορισμός της μελέτης και αναπαραγωγής των λατινικών
πρωτοτύπων των νόμων καθώς εξαφανίστηκαν οι αντιγραφείς των λατινικών κειμένων
και οι μετέπειτα νομικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν ως πηγές τα έργα των
αντικηνσόρων και όχι το αυθεντικό λατινικό πρωτότυπο κείμενο. Επομένως όλη η πρώτη ύλη των πηγών του
βυζαντινού δικαίου της μέσης και ύστερης περιόδου είναι συγκεντρωμένη στα
ερμηνευτικά έργα του 6ου κυρίως αιώνα.
Ø Το
ακροατήριο τους δεν περιελάμβανε μόνο ελληνόφωνους φοιτητές αλλά και ολιγάριθμους
λατινόφωνους οι οποίοι είχαν ως αντικείμενο την ερμηνεία των Νεαρών Διατάξεων.
Ø Οι
αντικήνσορες (Δωρόθεος, Θεόφιλος, Κύριλλος, Ισίδωρος, Ιουλιανός κλπ) δεν άφησαν
γραπτό διδακτικό έργο. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους το γνωρίζουμε από έμμεσες
πηγές και ειδικότερα από τις σημειώσεις των φοιτητών και από τις summae τους
(=summaries-περιλήψεις
που γράφτηκαν από αντικήνσορες ή νομομαθείς και αποτελούσαν συνδυασμό επιτομής
και μετάφρασης λατινικών κειμένων για πρακτικούς σκοπούς), τα οποία αποτέλεσαν
τη βάση νέων έργων που αντικατέστησαν τα αυθεντικά της κωδικοποίησης τα οποία
έπαψαν να παράγονται αφού δεν υπήρχαν στην Ανατολή αντιγραφείς που να γνώριζαν
καλά τη λατινική γλώσσα. Τα επόμενα κωδικοποιητικά έργα εμφανίζονται με τη μορφή
και το περιεχόμενο που τους έδωσαν οι αντικήνσορες.
Ø Την
εποχή από τους διαδόχους του Ιουστινιανού μέχρι τους Μακεδόνες παρατηρείται
παρακμή της νομικής επιστήμης και χαρακτηρίστηκε ως «σκοτεινή εποχή» για αυτό
το λόγο. Ένα από τα συμπτώματα ήταν οι αλλαγές στη μορφή των νομικών σπουδών.
Ø Μετά
το θάνατο του Ιουστινιανού εξαφανίζονται οι αντικήνσορες και τη θέση τους παίρνουν
οι σχολαστικοί. Η
διδασκαλία τους δεν παρουσιάζει τη θεωρητική ανάλυση των αντικηνσόρων είναι
περισσότερο ρητορική και συναφής με την επαγγελματική τους απασχόληση (όπως των
σημερινών δικηγόρων).
Ø Συνδύαζαν
τη διδασκαλία με τη πρακτική και χρησιμοποίησαν ως διδακτέα ύλη τις Εισηγήσεις
και τις Νεαρές ενώ τον Πανδέκτη (=> ius, έργα κλασικών νομικών ρωμαίων
νομικών) και τον Κώδικα (=>κωδικοποίηση αυτοκρατορικών διατάξεων) δεν τους
πολυχρησιμοποιούσαν.
Ø Οι
σχολαστικοί σε αντίθεση με τους αντικήνσορες άφησαν διδακτικό έργο, μάλιστα δύο
από αυτούς (Αθανάσιος ο Εμεσηνός & ο Θεόδωρος Ερμοπολίτης) άφησαν επιτομές με
σκοπό τη διευκόλυνση των φοιτητών και των επαγγελματιών νομικών.
Ø Οι
σχολαστικοί δεν έχουν ως στόχο τη γλωσσική επεξεργασία των νόμων αφού ανέλυαν
ελληνικά κείμενα σε ελληνόφωνο ακροατήριο.
Ø Στον
πενιχρό κατάλογο των ερμηνευτικών έργων στα πρώτα μεταιουστινιάνεια χρόνια θα πρέπει
να προστεθεί και η ελληνική επιτομή του Κώδικα που έγραψε ο σχολαστικός Θεόδωρος
Ερμοπολίτης.
Βιβλιογραφία: Ιστορία Δικαίου Τρωϊανού
Βιβλιογραφία: Ιστορία Δικαίου Τρωϊανού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου