Ο Σ, συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης, σε
εκδρομή του στη Θράκη διαπιστώνει ότι ο αγρότης Α ήταν κύριος ενός πίνακα
γνωστού λαϊκού ζωγράφου. Ο Σ εκτιμά ότι ο πίνακας πρέπει να αξίζει τουλάχιστον 40.000 ευρώ,
ενώ ο Α νόμιζε ότι ο
πίνακας δεν είχε καμία αξία. Ο Σ που ενίσχυσε την εντύπωση αυτή του Α, αγόρασε
τον πίνακα αντί 1.000 ευρώ
και τον πήρε μαζί του. Μετά
από πέντε χρόνια ο Α παρακολουθώντας εκπομπή στην τηλεόραση, βλέπει σε
σχετική δημοπρασία να προσφέρεται ο συγκεκριμένος πίνακας προς πώληση από τον Σ
και με βάση τις προσφορές των υποψηφίων αγοραστών να διαμορφώνεται η τιμή του στις 80.000 ευρώ.
Ερωτάται:
1. Συντρέχουν λόγοι ακυρωσίας ή και ακυρότητας της σύμβασης που σύνηψε ο Α με
τον Σ, και εάν ναι, ποιοί;
2. Τίθεται θέμα απόσβεσης ή παραγραφής των ενδεχόμενων
δικαιωμάτων ή αξιώσεων του Α κατά του Σ σε σχέση με την παραπάνω σύμβαση;
1.
Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία η οποία εξαιτίας ορισμένου ελαττώματος της
μπορεί να ακυρωθεί με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Συνεπώς, μέχρι
να ακυρωθεί παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά μιας έγκυρης δικαιοπραξίας. Οι
λόγοι που καθιστούν μια δικαιοπραξία ακυρώσιμη είναι αποκλειστικά και μόνο
η πλάνη, η απάτη, η απειλή και η πράξη διαφθοράς. Πλάνη είναι η εσφαλμένη
γνώση ή η άγνοια της πραγματικότητας με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ
της πραγματικότητας και της παράστασης που έχει για αυτή ο πλανώμενος. Οι
προϋποθέσεις του ακυρώσιμου της δικαιοπραξίας κατά την ΑΚ 140
αποτελούν (α) η ύπαρξη πλάνης στη δήλωση κατά τον χρόνο κατάρτισης της
δικαιοπραξίας και (β) το ουσιώδες της πλάνης. Ειδικότερα, αν κάποιος καταρτίζει
δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του,
έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 154).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΚ 141-142 η πλάνη
είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη
δικαιοπραξία ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα
προέβαινε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αγρότης Α δεν θα
επιχειρούσε τη σύμβαση πώλησης του πίνακα με τον συλλέκτη έργων λαϊκής τέχνης Σ
αν γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά καθώς «νόμιζε ότι ο πίνακας
δεν είχε καμία αξία». Στη συνέχεια, ο συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης Σ «ενίσχυσε την εντύπωση
αυτή του Α» ώστε να παρασύρει τον αγρότη Α σε δήλωση βουλήσεως.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ 147 εδ α’
όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα να
ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις
της απάτης είναι (α) να έχει παραπλανηθεί ο δηλών (β) η παραπλάνηση να
είναι δόλια και (γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και
δήλωσης βούλησης.
Πράγματι, ο Σ παραπλάνησε τη συμπεριφορά του
Α με την ενίσχυση της πλάνης στην οποία βρισκόταν και μάλιστα με δόλο καθώς
γνώριζε το ψευδές του γεγονότος δηλαδή ότι ο πίνακας «αξίζει τουλάχιστον
40.000 ευρώ» και τέλος, ο Α δεν θα προέβαινε στη δήλωση βούλησης του
αυτή αν ο Σ δεν του ενίσχυε τη πλάνη ότι ο πίνακας δεν έχει καμία αξία (αιτιώδης
συνάφεια).
Στην περίπτωσή μας συντρέχουν επιπλέον και οι
προϋποθέσεις της καταπλεονεκτικής ή αισχροκερδούς δικαιοπραξίας.
Καταπλεονεκτική δικαιοπραξία σύμφωνα με την ΑΚ 179 περ. β είναι
εκείνη με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την
απειρία του άλλου και επιτυγχάνει έτσι να πάρει για τον εαυτό του κάποια παροχή
που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με τη παροχή. Τα
στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας και της απειρίας δεν είναι απαραίτητο να
συντρέχουν σωρευτικά αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο ενός από αυτά. Η έννομη
συνέπεια της αισχροκερδούς δικαιοπραξίας είναι η απόλυτη ακυρότητα.
Στο πρακτικό μας, υπάρχει προφανής
δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής («...αξίζει τουλάχιστον
40.000 ευρώ.....αγόρασε τον πίνακα αντί 1.000 ευρώ...) και επιπλέον ο
συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης Σ εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη πείρας του αγρότη Α
για τις συγκεκριμένες συναλλαγές έργων τέχνης και επωφελήθηκε από αυτή για να
επιτύχει δυσανάλογη αντιπαροχή.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο αγρότης
Α δύναται :
(α) Είτε να ζητήσει την ακύρωση της πώλησης του
κινητού πράγματος (πίνακα) και λόγω απάτης και λόγω πλάνης (κατά συρροή
λόγοι ακυρωσίας της δικαιοπραξίας). Μάλιστα, αν ο θιγόμενος μπορεί να
αποδείξει την απάτη και συντρέχουν παράλληλα οι προϋποθέσεις της πλάνης και της
απάτης, θα πρέπει στην αγωγή του να
προτιμήσει τη νομική βάση των ΑΚ 147 επ. (διατάξεις απάτης).
Επιπλέον, σύμφωνα με την ΑΚ 149 εδ α’
ο απατηθείς έχει δικαίωμα παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να
ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημιάς («..η τιμή στις 80.000 ευρώ.»)
εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914 επ.).
Σύμφωνα με την ΑΚ 154 εδ. α’ η
ακύρωση της δικαιοπραξίας επέρχεται με (τελεσίδικη) δικαστική απόφαση και μέχρι
εκείνη τη χρονική στιγμή η δικαιοπραξία παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της
ως έγκυρη. Η δικαστική απόφαση είναι διαπλαστική και ισχύει έναντι όλων. Η
ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξυπαρχής άκυρη
(ΑΚ 184),
ανατρέπονται αναδρομικώς και αυτοδικαίως οι συνέπειές της και μετά την ακύρωσή
της αντιμετωπίζεται ως απολύτως άκυρη (ΑΚ 180).
(β) Είτε να εγείρει αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο
70 Κ.Πολ.Δ. για δικαστική αναγνώριση της μη ύπαρξης έννομης σχέσης
δηλαδή της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης του πίνακα καθώς συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα επέρχεται
αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση και η άκυρη δικαιοπραξία αυτή
εξαιτίας του ελαττώματος (ΑΚ
179) δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ
180).
2.
(α) Σύμφωνα με την ΑΚ 157 εδ α’ το
δικαίωμα ακυρώσεως αποσβένεται με την πάροδο διετούς αποσβεστικής προθεσμίας
η οποία αρχίζει από την επόμενη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (ΑΚ 241). Αν
όμως η πλάνη και η απάτη της προκειμένης περίπτωσης, εξακολούθησαν και μετά την
κατάρτιση της δικαιοπραξίας («μετά από πέντε χρόνια
ο Α παρακολουθώντας εκπομπή...») η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η
κατάσταση αυτή, δηλαδή στην πλάνη και την απάτη όταν τις ανακαλύψει ο
δικαιούχος του δικαιώματος της ακυρώσεως. Σε κάθε περίπτωση δε χωρεί ακύρωση
μετά την πάροδο εικοσαετίας από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
(β) Αν και η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή εντούτοις κατά την
ΑΚ 937 παρ. 1, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά
από πενταετία, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημιάς και του υπόχρεου σε
αποζημίωση, ενώ σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο
είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου προκύπτει ότι
προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως που προήλθε
από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον παθόντα τόσο της ζημιάς όσο και του
υπαιτίου προς αποζημίωση δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που
παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον
συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση
παραγράφεται μετά είκοσι έτη από τη τέλεση της αδικοπραξίας.
Συνεπώς, ο αγρότης Α που δεν γνώριζε την
πραγματική κατάσταση επί πέντε ολόκληρα χρόνια δεν απώλεσε το δικαίωμά του είτε
να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας με αγωγή λόγω πλάνης και απάτης είτε να
ζητήσει την ακυρότητα της σύμβασης πώλησης του πίνακα εξαιτίας ελαττώματος (καταπλεονεκτική
δικαιοπραξία) με αναγνωριστική αγωγή.
Διατάξεις:
ΑΚ 140, 141,
142, 147, 149, 154, 157, 179, 180, 184, 241, 914, 937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου