·
Οι πρώτες κωδικοποιητικές προσπάθειες: Η
αντιμετώπιση των νέων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών απαιτεί και έκδοση
μεγάλου αριθμού νόμων. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η εποπτεία του
ισχύοντος δικαίου ακόμα και από τους ειδικούς να είναι πρακτικά αδύνατη. Έτσι,
εκπονήθηκαν συλλεκτικές εργασίες κωδικοποίησης των νόμων κυρίως ιδιωτικής
προέλευσης (Γρηγοριανός, Ερμογενειανός) που δεν άργησαν να πάρουν επίσημο
χαρακτήρα (Θεοδοσιανός Κώδικας 438/439) επί του Θεοδοσίου Β’. Η
συγκέντρωση του υλικού όμως συνδυαζόταν με τροποποιήσεις του αρχικού κειμένου
με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για νέα
νομοθεσία. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από δύο λόγους: (α) οι τρεις
από τις τέσσερις μορφές αυτοκρατορικών πράξεων (decreta, mandata, rescripta) ήταν στενά
συνδεδεμένες με πραγματικά περιστατικά που έδωσαν αφορμή για την έκδοσή τους
και ήταν αμφίβολο αν το περιεχόμενό τους είχε γενικό ή ειδικό χαρακτήρα και (β)
οι πολλοί νόμοι είχαν ως επακόλουθο να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους και να
υπάρχουν παράλληλοι ορισμοί για το ίδιο ζήτημα. Η επίλυση των δυσχερειών αυτών
θα ήταν δυνατή, αν τα αρμόδια πρόσωπα για την εφαρμογή του δικαίου και την
επίλυση των διαφορών είχαν ειδικές νομικές γνώσεις και δεν ήταν απλοί κρατικοί
υπάλληλοι οπότε δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε ερμηνεία των νομοθετικών
διατάξεων αυτών.
·
Η ιουστινιάνεια κωδικοποίηση και οι στόχοι της:
Η κωδικοποιητική αυτή δραστηριότητα συνεχίστηκε και επί Ιουστινιανού σε
μεγαλύτερη έκταση από πριν. Όπως και στην Θεοδοσιανή κωδικοποίηση έτσι και στην
ιουστινιάνεια κωδικοποίηση έγιναν νέες επεμβάσεις στα κείμενα με σκοπό την
προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες και τη συστηματοποίηση του υλικού. Οι
αλλαγές αυτές γίνονταν με τη μορφή «παρεμβλημάτων» δηλαδή προσθήκης ή
παράλειψης λέξης ή φράσης στην αρχική διατύπωση χωρίς να θιγούν σε πολλές
περιπτώσεις θεσμοί και διατάξεις. Όμως, το νομοθετικό έργο δεν μπορούσε να
περιοριστεί μόνο στον εκσυγχρονισμό της παλιάς νομοθεσίας και έτσι παράλληλα
συνεχίστηκε η έκδοση νέων νόμων υπό τις μορφές γενικών ή ειδικών νόμων. Ούτε οι
νέοι νόμοι έμειναν εκτός κωδικοποίησης από τον Ιουστινιανό αλλά η παρουσίαση
του έργου του είχε αρχικά αντιφατικό χαρακτήρα αφενός μεν τα νέα νομοθετικά
μέτρα θέσπισαν ρυθμίσεις προς το συμφέρον των υπηκόων που αποτελούσε τη
μοναδική μέριμνα του αυτοκράτορα αφετέρου υπογραμμιζόταν η προσήλωση στο
πατροπαράδοτο δίκαιο δηλαδή της νομιμοποίησης της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Όμως, δεν υπήρχε καμία αντίφαση καθώς ο συνδυασμός αυτός ήταν μια προσπάθεια να
ικανοποιηθούν όσο το περισσότερες τάσεις δηλαδή νομιμοποίησης πολιτεύματος και
αυτοκρατορικής εξουσίας. Επιπλέον, το πατροπαράδοτο δίκαιο αποτελεί την βάση
για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας οπότε κάθε τροποποίηση του δικαιολογείται
μόνο για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Καθώς δεν υπάρχει ρητή
κατάργηση προγενέστερων ρυθμίσεων το ιουστινιάνειο δίκαιο είναι ρωμαϊκό και όχι
ελληνιστικό ή βυζαντινό. Εύλογα γίνεται λόγος για συνέχεια ιδεολογίας και όχι
θεσμών.
·
Εξελληνισμός της ιουστινιάνειας νομοθεσίας: Κατά
την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού εισήλθε στην τελική της φάση μια
διαδικασία που είχε ως αφετηρία το χωρισμό του κράτους σε ανατολή και δύση και
που ήταν η αλλαγή του γλωσσικού ιδιώματος των νόμων. Στο ανατολικό κράτος
περιήλθαν και ελληνόφωνοι πληθυσμοί ή κάτοικοι με μητρική γλώσσα διαφορετική
των λατινικών, με αποτέλεσμα να μην κατανοούν τους νόμους που κατά βάση είχαν
γραφεί στη λατινική γλώσσα κι έτσι επισημάνθηκε στις αρμόδιες αυτοκρατορικές
υπηρεσίες να διατυπωθούν από τα μέσα του 5ου αιώνα σποραδικά οι
νόμοι (constitutions)
στα ελληνικά. Η τακτική αυτή κέρδιζε έδαφος με την πάροδο του χρόνου κι έτσι οι
περισσότερες constitutiones
επί
Θεοδοσίου Β και επί Ιουστινιανού (ο αναθεωρημένος Κώδικας το 534) ήταν
διατυπωμένες στην ελληνική γλώσσα. Όμως στον Πανδέκτη, στον Κώδικα και στις
Εισηγήσεις διατηρήθηκαν τα λατινικά.
·
Οι αντικήνσορες: Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε
μέσα από τη διαδικασία εκπαίδευσης και
κατάρτισης των νομικών όπου η διδασκαλία τους ανατέθηκε στους αντικήνσορες (έτσι ονομάστηκαν οι νομοδιδάσκαλοι, ο
λατινικός όρος antecessor
προέρχεται από τη στρατιωτική ορολογία που σημαίνει ανιχνευτής εδάφους που
εξασφαλίζει την προέλαση του προτεύματος, οπότε και οι αντικήνσορες
προετοίμαζαν το έδαφος για τους φοιτητές που ακολουθούν). Οι αντικήνσορες
εφαρμόζοντας μια ορισμένη τεχνική, μεταγλώττιζαν το λατινικό κείμενο στο
πλαίσιο των παραδόσεων τους για τους Έλληνες ή ελληνόφωνους φοιτητές. Όμως, η
κατά λέξη απόδοση μιας λέξης από τη μία γλώσσα στην άλλη μπορεί να είναι
διαφορετική οπότε τα κείμενα που προέκυψαν από την προφορική διδασκαλία των
αντικηνσόρων είχαν πολλές σημαντικές
διαφορές από το λατινικό πρωτότυπο κείμενο. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στον
6ο και 7ο αιώνα κατά την επεξεργασία των Νεαρών του
Ιουστινιανού από τους σχολαστικούς. Ως συνέπεια ήταν ο περιορισμός της μελέτης
και αναπαραγωγής των λατινικών πρωτοτύπων των νόμων καθώς εξαφανίστηκαν οι
αντιγραφείς των λατινικών κειμένων και οι μετέπειτα νομικοί άρχισαν να
χρησιμοποιούν ως πηγές τα έργα των αντικηνσόρων και όχι το αυθεντικό λατινικό
πρωτότυπο κείμενο. Επομένως όλη η
πρώτη ύλη των πηγών του βυζαντινού δικαίου της μέσης και ύστερης περιόδου είναι
συγκεντρωμένη στα ερμηνευτικά έργα του 6ου κυρίως αιώνα.
·
Ο χαρακτήρας της νομικής συγγραφικής παραγωγής:
Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού επηρέασε σημαντικά και από άποψη
μεθοδολογίας την εξέλιξη του δικαίου σε όλους τους αιώνες μετά από αυτόν. Το
μεταϊουστινιάνειο βυζαντινό δίκαιο το χαρακτηρίζει πλήθος συλλεκτικών έργων που
παρουσιάζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών (από απλή αναδιάταξη ύλης, σύντμηση ή
διεύρυνση κειμένου μέχρι συγχώνευση έργων με διατήρησης διάρθρωσης ύλης του
ενός ή με νέα κατάταξη κλπ). Πρόκειται για σειρά έργων που αποτελούνται από την
ίδια βασική πρώτη ύλη αλλά τα
διαφοροποιεί η αναλογία των «συστατικών» και ο τρόπος ανάμειξής τους. Τα
περισσότερα έργα όπως προκύπτει από τα συστατικά τους μέρη, είναι αποτέλεσμα
προσωπικής φιλοδοξίας του συγγραφέα όπως οι επιτομές του Copus iuris με
άμεση αναδρομή στα έργα των αντικηνσόρων και των σχολαστικών. Συνέβαλαν στη διαμόρφωση πολυφωνίας στην
εφαρμογή του δικαίου ώστε να διασφαλίζεται η καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης,
όταν οι συλλογές αυτές ήταν το μοναδικό βοήθημα των δικαστών.
·
Η δικαϊκή αλληλουχία ως στοιχείο της πολιτικής θεωρίας των βυζαντινών:
Στο ιουστινιάνειο δίκαιο ακόμα και σε καθαρά νομοθετικές εργασίες υπήρχε
ταυτόχρονη προσήλωση στο πατροπαράδοτο δίκαιο. Αυτό συνεχίστηκε και στο βυζαντινό
δίκαιο με μια μεταβολή. Στα χρόνια του Ιουστινιανού η προβολή της δικαϊκής
αυτής αλληλουχίας (=>νομιμοποίηση πολιτεύματος και αυτοκρατορικής εξουσίας)
αποτελούσε μέρος της πολιτικής για την ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (imperium romanum). Στους επόμενους
αιώνες όμως (μέση βυζαντινή περίοδος) η πολιτική αυτή προσαρμόστηκε στις νέες
συνθήκες με την ακόλουθη διάσταση: θεμέλιο
της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας στους μέσους χρόνους είναι η αδιάσπαστη
συνέχιση της ενιαίας κρατικής υπόστασης της παλιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με
σκοπό την παγκόσμια κυριαρχία της υπό τη μορφή του imperium
crhistianum (Πολιτεία
& Εκκλησία μαζί). Το
γεγονός ότι η παλιά Ρώμη έπαψε να υπάρχει διευκόλυνε την επιβολή αυτή των βυζαντινών
γιατί η οικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε στη συνείδησή τους την ίδρυση
μιας νέας πρωτεύουσας (μιας νέας Ρώμης) και όχι ενός νέου κράτους. Οι βυζαντινοί
επιδίωκαν την ένωση παλιάς και νέας Ρώμης και επειδή το δίκαιο κατά τη διάρκεια
των χρόνων δεν παραμένει στατικό, θεμελιακό μέλημα του βυζαντινού νομοθέτη ήταν
η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι το ρωμαϊκό δίκαιο διατηρείται πάντοτε ανέπαφο και για αυτό συχνά στα νομοθετικά έργα της μέσης
βυζαντινής περιόδου γίνεται επίκληση αυτού.
Βιβλιογραφία:
Σ. Τρωϊανός - Ι Βελισσαροπούλου - Καρακώστα, Ιστορία Δικαίου, παράγραφοι 170-175
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου