·
Το δίκαιο δεν είναι έννοια στατική αλλά δυναμική
λόγω των μεταβολών που επέρχονται στο σύνολο των κανόνων κοινωνικής
συμπεριφοράς σε συγκεκριμένο τόπο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αν
συγκρίνουμε τις ρυθμίσεις που ίσχυσαν σε ένα ορισμένο τόπο σε δύο σταθερά
χρονικά σημεία τα οποία απέχουν πολύ μεταξύ τους, θα διαπιστώσουμε σύμπτωση των
ρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι το ισχύον δίκαιο σε κάθε χρονική στιγμή αποτελεί
φάση μίας αέναης εξελικτικής πορείας με συνέπεια να μη γνωρίζουμε πότε αρχίζει
και πότε τελειώνει. Η δυσχέρεια αυτή γίνεται ορατή ανάμεσα στο ρωμαϊκό και
βυζαντινό δίκαιο και ανάλογα με το συγγραφέα ονοματίζονται αλλιώς οι κρίσιμοι αιώνες
όπου το ρωμαϊκό δίκαιο μεταμορφώθηκε σε βυζαντινό. Έτσι, οι ρωμαϊστές μιλούν
για «ύστερη ρωμαϊκή περίοδο» ενώ οι βυζαντινολόγοι για «πρώιμη βυζαντινή
περίοδο».
·
Τα αίτια της μεταμόρφωσης της ρωμαϊκής έννομης τάξης ήταν:
(α) Η διαίρεση του
ρωμαϊκού κράτους σε ανατολή και δύση:
Η πολιτική αστάθεια σε συνδυασμό με τις συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων και την
οικονομική κρίση, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής της δομής του
κράτους επί Διοκλητιανού. Η διαίρεση του κράτους όμως όξυνε τις κάθε μορφής διαφορές
ανάμεσα στο ανατολικό και στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Οι διαφορές αυτές
πήγαζαν από τις ιδιαίτερες γεωγραφικές, δημογραφικές, πολιτισμικές και
κοινωνικές συνθήκες. Παράλληλα με τη διοικητική διαίρεση του κράτους
παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές και στη μορφή του πολιτεύματος αφού ήδη από
την εποχή της ηγεμονίας έχουν δοθεί αυξημένες εξουσίες στον Ηγεμόνα με
αποτέλεσμα να αποκτήσει επιπλέον δύναμη και να γίνει ανεξέλεγκτος νομοθέτης. Η
περίοδος αυτή ονομάζεται Δεσποτεία. Η αλλαγή αυτή του πολιτεύματος
(=ενίσχυση της εξουσίας του Ηγεμόνα) είχε δύο μεγάλες επιπτώσεις:
(ι)
Είχε άμεση επίπτωση στο δίκαιο από άποψη γλωσσικού περιβλήματος και
περιεχομένου των διατάξεων,
λόγω της οικονομικής κρίσης που περιόριζε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Έτσι, οι πολίτες
έπρεπε να πεισθούν για την αναγκαιότητα των μέτρων, ώστε να νομιμοποιηθεί η
απολυταρχική εξουσία του Ηγεμόνα. Για το σκοπό αυτό έγινε αναδιάρθρωση της
αυτοκρατορικής γραμματείας, των αρμοδίων για την επεξεργασία των κειμένων των
νόμων, με πρόσωπα που μπορεί να υστερούσαν σε νομική παιδία ήταν όμως άριστα
καταρτισμένα στο πεδίο της λογικής και της ρητορικής. Αυτά τα πρόσωπα έδωσαν
νέο ύφος στα νομοθετικά κείμενα ώστε να εξαρθεί η ιδιότητα του αυτοκράτορα ως
γενικού νομοθέτη προς ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος. Οι τάσεις αυτές
είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα των κειμένων, υστερούσαν δηλαδή από άποψη
νομικής διατύπωσης και ήταν έτσι όλα τα κείμενα της πρώιμης βυζαντινής
περιόδου. Διαμορφώθηκε συνεπώς μια προπαγάνδα η οποία διατηρήθηκε σε όλο τη
διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.
(ιι)
Είχε επίσης επίδραση στην εξωτερική μορφή των νόμων.
Αρχικά,
οι constitutiones
principis
περιελάμβαναν
edicta
(γενικούς νόμους), decreta
(επίλυση ένδικων διαφορών), mandata (υπηρεσιακές οδηγίες
του αυτοκράτορα στους υπαλλήλους για την εφαρμογή των νόμων και rescripta (επίσημες
γνωμοδοτήσεις του αυτοκράτορα για το νόημα του νόμου σε περίπτωση αμφιβολίας).
Όμως στη περίοδο της Δεσποτείας παρατηρήθηκε ενοποίηση των νόμων σε leges generales ή
sagnes
leges
ή
απλώς constitutiones
(γενικούς
νόμους που σταδιακά έγιναν Νεαρές Διατάξεις) και rescripta (ειδικούς
νόμους με προνομιακό περιεχόμενο). Η ενοποίηση αυτή οφειλόταν στο ότι η
διάκριση των νόμων δεν είχε πια πρακτική σημασία και στο ότι η έκταση της
δεσμευτικότητας των νόμων προκαλούσε πρακτικά προβλήματα.
(β) Η παύση των
διωγμών εναντίων των Χριστιανών και η ανάδειξη του Χριστιανισμού ως επίσημη και
αποκλειστική θρησκεία του κράτους.
Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων από Μέγα Κωνσταντίνο και μετά απέναντι στην
Εκκλησία δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα προσωπικών πεποιθήσεων αλλά και διαπίστωσης
ότι η νέα θρησκεία ήταν δυνατόν να εξελιχθεί σε παράγοντα συνοχής του πληθυσμού
καθώς η εθνική ανομοιογένεια αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο. Έτσι, η Εκκλησία από
πολύ νωρίς αποτέλεσε μέρος του κράτους και επομένως κρατικό θεσμό. Αποτέλεσμα
αυτής ήταν το αυξημένο ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων για τα οργανωτικά θέματα της
Εκκλησίας καθώς και στις νομοθετικές επεμβάσεις αυτής. Δημιουργός του δικαίου
είναι ο αυτοκράτορας και πηγή του δικαίου ο Θεός κι έτσι οι αυτοκράτορες των
επόμενων αιώνων ήταν εξ ορισμού δίκαιοι. Τέλος, η επιρροή της νέας θρησκείας
εμφανίζεται και στην οικογένεια, στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και στην
καθιέρωση προνομίων στους κληρικούς καθώς δικάζονταν από εκκλησιαστικά
δικαστήρια και επέλυαν τις μεταξύ τους διαφορές στις επισκοπικές δικαστικές
αρχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου