Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΡΘΡΟ 62 ΠΑΡ. 1 Σ: ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ)



Πρώην βουλευτής της ΝΔ φέρεται σύμφωνα με έρευνα της Εισαγγελίας να εμπλέκεται σε κύκλωμα υφαρπαγής ακινήτων με πλαστές ιδιόχειρες διαθήκες.
Ερωτάται:
Πως κρίνετε από συνταγματική σκοπιά το ζήτημα που ανέκυψε;

Ο θεσμός του ακαταδίωκτου του βουλευτή ρυθμίστηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) και στο Σύνταγμα του Άστρους (1823) όπου απαγορευόταν η φυλάκιση του βουλευτή πριν από την έκπτωση του που την αποφάσιζε το βουλευτικό σώμα. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) απαγόρευε τη φυλάκιση του αντιπροσώπου αλλά επέτρεπε την ποινική του δίωξη. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 επαναλάμβανε τη ρύθμιση των δύο πρώτων συνταγμάτων και που επαναλήφθηκαν και στο Σύνταγμα του 1864.  Το Σύνταγμα του 1927 επεξέτεινε την προστασία του βουλευτή σε όλη τη βουλευτική περίοδο. Η βουλευτική ασυλία και συγκεκριμένα ο θεσμός του ακαταδίωκτου δεν πρόκειται για προνόμιο ή για ατομικό δικαίωμα του βουλευτή αλλά συνιστά θεσμική εγγύηση που αποβλέπει στην εύρυθμη και ανεπηρέαστη εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν χωρεί παραίτηση.
Το Σύνταγμα στις διατάξεις των άρθρων 60-63 προστατεύει το φορέα του βουλευτικού λειτουργήματος κατά την άσκηση των έργων του, παρέχοντάς του εγγυήσεις για την ανεξαρτησία του και την επιτέλεση της λειτουργικής του αποστολής.
Με το άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνεται κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, το λεγόμενο ακαταδίωκτο του βουλευτή, προβλέπεται δηλαδή μια ειδική προστασία του βουλευτή από ποινικές διώξεις που θα ήταν δυνατό να ασκηθούν εναντίον του. Οι διατάξεις αναφέρονται σε δραστηριότητα του βουλευτή που δεν σχετίζεται με τα καθήκοντά του γιατί τότε θα εφαρμόζονταν οι διατάξεις του άρθρου 61 που θεσπίζει το ανεύθυνο του βουλευτή. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή δε σημαίνει ότι ο βουλευτής παραμένει ανεύθυνος για τις πράξεις του, απαγορεύει απλώς την ποινική δίωξη του κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Απαγορεύεται δηλαδή η δίωξη, σύλληψη, φυλάκιση ή ο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο περιορισμός του βουλευτή χωρίς άδεια της βουλής. Η άδεια αυτή θεωρείται ότι δεν παρέχεται αν η βουλή δεν αποφανθεί σχετικά εντός τριών μηνών αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής.  Η τρίμηνη αυτή προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διακοπής εργασιών της Βουλής. Ως μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της προηγούμενης άδειας της Βουλής, προβλέπεται, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 62 του Συντάγματος, η επ’ αυτοφώρω τέλεση κακουργήματος όπου στην περίπτωση αυτή, ο λόγος προστασίας του βουλευτή παύει να είναι υφιστάμενος και καθίστανται ανενεργό το ειδικό καθεστώς που τον διέπει.
Η βούληση του συνταγματικού νομοθέτη είναι η προσωρινή προστασία του βουλευτή από ποινική δίωξη, όχι όμως και η οριστική ματαίωση της δίωξης, η οποία ενεργοποιείται από τη στιγμή που θα απολεσθεί η βουλευτική ιδιότητα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση του πρώην βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος.
Οι εγγυήσεις του άρθρου 62 του Συντάγματος έχουν θεσπισθεί με σκοπό την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του Κοινοβουλίου και την απρόσκοπτη άσκηση του βουλευτικού αξιώματος. Δεν αποτελούν δικαίωμα του βουλευτή, από το οποίο μπορεί αυτός οικειοθελώς να παραιτηθεί, αλλά αντιθέτως συνιστούν προνόμιο της βουλής ως πολιτειακού οργάνου, από το οποίο δε χωρεί παραίτηση.
Η διάρκεια του ακαταδίωκτου του βουλευτή ταυτίζεται με τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 62 του Συντάγματος. Επομένως, το ακαταδίωκτο προστατεύει το βουλευτή από τη δίωξη αδικημάτων που τελέστηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου όσο και προγενέστερα δηλαδή πριν από την ανακήρυξή του σε βουλευτή, αντίθετα δεν προστατεύονται οι υποψήφιοι βουλευτές, οι οποίοι δεν ήταν βουλευτές της τελευταίας βουλής.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής ορίζεται ότι οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για τη χορήγηση άδειας ποινικής δίωξης κατά βουλευτή, δηλαδή για την άρση της ασυλίας του, ελέγχονται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υποβάλλονται στη Βουλή μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης. Μετά την υποβολή καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο και παραπέμπονται από τον Πρόεδρο της Βουλής για διατύπωση έκθεσης στην αρμόδια Επιτροπή. Η Επιτροπή οφείλει να ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, εφόσον και ο ίδιος το επιθυμεί, και ερευνά, βάσει των στοιχείων που συνοδεύουν την αίτηση, αν η πράξη για την οποία ζητείται άρση της ασυλίας συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή ή αν η δίωξη  του υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα ή αποσκοπεί ενδεχομένως στο να σπιλώσει το κύρος της βουλής ή του βουλευτή ή να παρακωλυθεί ουσιαστικώς η άσκηση του λειτουργήματός του ή να επηρεασθεί η λειτουργία της βουλής ή της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκει ο βουλευτής. Δυστυχώς, η μέχρι σήμερα κοινοβουλευτική πρακτική αποδεικνύει ότι η βουλή σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις έχει δεχθεί να άρει την ασυλία βουλευτή προκειμένου να καταστεί εφικτή η δίωξή του για τα αδικήματα που φέρεται να έχει τελέσει.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο πρώην βουλευτής του πρακτικού μας ΔΕΝ προστατεύεται από το άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει αρθεί η προσωρινή προστασία που προβλέπει το Σύνταγμα για τη ποινική δίωξή του, το κακούργημα για το οποίο φέρεται ότι τέλεσε δεν βρισκόταν σε αιτιώδη συνάφεια με τα βουλευτικά του καθήκοντα και συνεπώς, ο Εισαγγελέας δύναται να ασκήσει εναντίον του όλα τα μέτρα που ορίζει ο νόμος για τη διελεύκανση της υπόθεσης αυτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου