Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΛΥΜΕΝΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2005-2006



Ο Κ επιθυμώντας να μειώσει τη φορολογική του επιβάρυνση, εμφανίζεται μαζί με τον ανιψιό του Α στο συμβολαιογράφο Σ, ο οποίος συντάσσει όπως του ζητήθηκε, συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης από τον Κ στον Α ενός μεγάλης αξίας διαμερίσματος.
Στην κατάρτιση αυτή της σύμβασης προέβησαν οι Α και Κ μόνο κατά φαινόμενο, χωρίς πρόθεση πραγματικής πώλησης και μετάθεσης της κυριότητας από τον Κ στον Α.
Ερωτάται:
1. Απέκτησε ο Α κυριότητα στο ακίνητο;

2. Αποτελούν η πώληση και η μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου δικαιοπραξίες και αν ναι, τι είδους (ενοχικές ή εμπράγματες, υποσχετικές ή εκποιητικές, επαχθείς ή χαριστικές, αιτιώδεις ή αναιτιώδεις);
3. Εάν υποτεθεί  ότι ο Κ είναι υπέργηρος και οικονομικά εξαρτημένος από τον ανιψιό του Α ο οποίος τον εκβιάζει ότι αν δεν του μεταβιβάσει την κυριότητα του προαναφερθέντος διαμερίσματος θα πάψει να τον φροντίζει και ο Κ φοβούμενος για τη ζωή του οδηγείται στο συμβολαιογράφο Σ και καταρτίζει υπό τις συνθήκες αυτές, τη σχετική μεταβιβαστική δικαιοπραξία, μπορεί ο Κ στη συνέχεια να αποδεσμευθεί από την δικαιοπραξία αυτή και αν ναι, με ποιο τρόπο;

Τι παρατηρούμε πριν απαντήσουμε στις ερωτήσεις:
·       
  1.  «επιθυμώντας να μειώσει τη φορολογική του επιβάρυνση» σημαίνει ότι ο Κ είχε οικονομικό συμφέρον από την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης και συνεπώς δόλο
  2.  «προέβησαν οι Α και Κ μόνο κατά φαινόμενο, χωρίς πρόθεση» που σημαίνει ηθελημένη διάσταση βουλήσεως και δηλώσεως βουλήσεως δηλαδή απόλυτη εικονικότητα (138-139 ΑΚ) και συνεπώς άκυρη
  3. «υπέργηρος και οικονομικά εξαρτημένος» σημαίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της καταπλεονεκτικής (αισχροκερδής) δικαιοπραξίας διότι για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής και συνεπώς άκυρη λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (δηλαδή όλα μαζί) τρία στοιχεία (α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής (η δυσαναλογία θα πρέπει να είναι προφανής, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του –ανάγκη, κουφότητα, απειρία- επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή) (β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους (κουφότητα είναι  η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία της πράξεως, ανάγκη μπορεί να είναι και η οικονομική αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική) και (γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του.
  4.  «θα πάψει να τον φροντίζει και ο Κ φοβούμενος» η απειλή του ΑΚ 150 εξανάγκασε τον απειλούμενο σε δήλωση βούλησης, η εξαγγελία της βλάβης πρέπει να του προκαλεί φόβο και να τον εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο καθώς και να είναι παράνομη ή αντίθετη με τα χρηστά ήθη

Απαντήσεις:
  1. Μία από τις προϋποθέσεις για να είναι έγκυρη η κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας είναι να μην υπάρχει διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δήλωσης βουλήσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ, σε συνδυασμό  και με τις διατάξεις των άρθρων 180, 513 και 1033 ΑΚ, σε περίπτωση καταχωρισμένων σε συμβολαιογραφικό έγγραφο, σύμβασης πώλησης και εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις ήταν να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή (Κ) να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει το πωλούμενο πράγμα («μεγάλης αξίας διαμερίσματος») και η υποχρέωση του αγοραστή (Α) να πληρώσει το τίμημα, τότε η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτή ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, λόγω του αιτιώδου χαρακτήρα της τελευταίας. Η εικονικότητα αυτή είναι απόλυτη καθώς δεν καλύπτεται άλλη δικαιοπραξία την οποία θέλησαν τα μέρη. Η μη καταβολή του τιμήματος δεν καθιστά την πώληση εικονική, ούτε είναι ουσιώδης, συνιστά όμως δικαστικό τεκμήριο. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, ο Κ «επιθυμώντας να μειώσει τη φορολογική του επιβάρυνση» προέβη μόνο κατά φαινόμενο (και όχι σοβαρά) στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης διαμερίσματος μεγάλης αξίας χωρίς να θέλει στην πραγματικότητα την μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον ανιψιό του Α. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ο Α δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου καθώς κύριος του πράγματος παραμένει ο Κ. Ουσιαστικά, η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ (180 ΑΚ).
2.   Η σύμβαση της πώλησης ακινήτου (513 επ. ΑΚ) είναι η ενοχική σύμβαση με την οποία ο πωλητής υπόσχεται να μεταβιβάσει την κυριότητα του πωλούμενου πράγματος στον αγοραστή έναντι συμφωνημένου τιμήματος. Η πώληση προηγείται της μεταβίβασης της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος ή γίνεται συγχρόνως με αυτή, αλλά οπωσδήποτε δεν ταυτίζεται με αυτήν. Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πωλούμενο πράγμα χωρίς πραγματικά ελαττώματα (ελαττώματα στις ιδιότητες του πράγματος πχ σπασμένα υδραυλικά) και νομικά ελαττώματα (πχ υποθήκη ακινήτου). Η σύμβαση της πώλησης είναι υποσχετική γιατί με την κατάρτισή της δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα στο πράγμα αλλά ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να προβεί στη μεταβίβαση της. Είναι επαχθής δικαιοπραξία διότι ο πωλητής προσβλέπει σε αντιπαροχή (τίμημα) από τον αγοραστή. Τέλος, είναι αιτιώδης δικαιοπραξία διότι κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει τις ενοχικές του υποχρεώσεις για να αποκτήσει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο την απαίτηση για αντιπαροχή. Η μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου (1033 ΑΚ) είναι εμπράγματη δικαιοπραξία καθώς μετατίθεται εμπράγματο δικαίωμα από τον πωλητή στον αγοραστή. Καθώς όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι και εκποιητικές έτσι και η μεταβίβαση κυριότητας είναι και αυτή εκποιητική καθώς μετατίθεται δικαίωμα πάνω στο πωλούμενο πράγμα. Τέλος, είναι σύμβαση αιτιώδης διότι ο λόγος για τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση πρέπει να είναι νόμιμος δηλαδή να υπάρχει νόμιμη και έγκυρη αιτία. Κάθε ελάττωμα της νόμιμης αιτίας (πχ ακυρότητα) οδηγεί σε αντίστοιχο ελάττωμα (πχ ακυρότητα) της μεταβίβασης της κυριότητας. Συνεπώς, η ακυρότητα της ενοχικής σύμβασης της πώλησης εξαιτίας απόλυτης εικονικότητας καθώς και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ενοχικής και εμπράγματης σύμβασης (δηλαδή χωρίς την πώληση δεν θα υπήρχε η μεταβίβαση της κυριότητας), επισύρει την ακυρότητας της εμπράγματης σύμβασης της μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου πράγματος.


3.   Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία η οποία λόγω κάποιου ελαττώματος παράγει μεν τα έννομα αποτελέσματά της, μπορεί όμως να ακυρωθεί (ανατραπεί) με δικαστική απόφαση, οπότε εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη (184 ΑΚ). Συνεπώς, η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε (180 ΑΚ). Το ελάττωμα στην προκειμένη κατάρτιση σύμβασης είναι το ελάττωμα της βούλησης του Κ που φοβούμενος για τη ζωή του προβαίνει στην εν λόγω κατάρτιση της μεταβίβασης της κυριότητας. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 150 ΑΚ εφόσον ο ένας αντισυμβαλλόμενος (Κ) παρασύρεται σε κατάρτιση δικαιοπραξίας παρά τη θέλησή του λόγω εξαγγελίας κάποιου κακού («θα πάψει να τον φροντίζει») (151 ΑΚ) και συγκεκριμένα η απειλή αυτή προκαλεί φόβο σε γνωστικό άνθρωπο («υπέργηρος» δεν σημαίνει ότι δεν  έκανε χρήση του λογικού του) και τον εκθέτει σε σπουδαίο  και άμεσο κίνδυνο της ζωής του («οικονομικά εξαρτημένος») και απειλείται η περιουσία του («καταρτίζει υπό τις συνθήκες αυτές, τη σχετική μεταβιβαστική δικαιοπραξία») τότε ο απειληθείς (Κ) μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ (152 εδ α ΑΚ). Συνεπώς, η νομικά έγκυρη δικαιοπραξία της μεταβίβασης της κυριότητας εξαιτίας κάποιου ελαττώματος που υπάρχει σε αυτήν (απειλή, ΑΚ 150 επ.) είναι ακυρώσιμη που σημαίνει ότι ακυρώνεται από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από αγωγή αυτού που απειλήθηκε (Κ) σύμφωνα με την ΑΚ 184 και επομένως, η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ (180 ΑΚ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου