Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΑΚ 158-165 Ο ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ




ΑΚ 158 – Αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών,
ΑΚ 159 παρ. 1 – Νόμιμος συστατικός τύπος, ΑΚ 159 παρ. 2– Εκούσιος συστατικός τύπος
ΑΚ 160 παρ. 1– Ιδιωτικό έγγραφο
Τύπος είναι το μέσο με το οποίο απαιτείται μερικές φορές (είτε από το νόμο είτε από τη συμφωνία των μερών) να εξωτερικεύεται η δήλωση βουλήσεως και αν δεν τηρηθεί ο τύπος η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Συνεπώς, ο τύπος αναφέρεται στη δήλωση βουλήσεως και όχι στη δικαιοπραξία.
Ο ΑΚ καθιερώνει την αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών, προβλέποντας ότι η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται όταν το ορίζει ο νόμος (ΑΚ 158) ή όταν υπάρχει συμφωνία των μερών (ΑΚ 159 παρ. 2).
Ο νόμος επιβάλλει την τήρηση τύπου κυρίως για λόγους προστασίας είτε του δικαιοπρακτούντος είτε του δημοσίου συμφέροντος.
(α) Όταν λοιπόν απαιτείται τύπος στις δηλώσεις βουλήσεως και ως συνέπεια και στην δικαιοπραξία, αυτός λέγεται συστατικός (πανηγυρικός). Το έγγραφο αποτελεί το κυριότερο νόμιμο συστατικό τύπο. Εάν κάποιο ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας δεν υποβλήθηκε σε τύπο τότε η δικαιοπραξία είναι άκυρη (εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 182). Αν κάποιο επουσιώδες στοιχείο δεν περιβληθεί τον απαιτούμενο τύπο, το στοιχείο αυτό δεν ισχύει αλλά η υπόλοιπη δικαιοπραξία είναι έγκυρη (ΑΚ 181 => μερική ακυρότητα). Ο συστατικός διακρίνεται σε νόμιμο και εκούσιο τύπο. Νόμιμος είναι ο τύπος που επιβάλλεται με διάταξη νόμου (ΑΚ 159 παρ. 1) ενώ εκούσιος είναι ο συστατικός τύπος που επιβάλλεται από συμφωνία των μερών (ΑΚ 159 παρ. 2). Υπάρχουν 3 είδη συστατικού τύπου: (α) το ιδιωτικό έγγραφο (β) το συμβολαιογραφικό έγγραφο και (γ) η δήλωση ενώπιον αρχής. Το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί τον απλούστερο τύπο. Όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς άλλο τύπο, αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο. Για να υπάρχει ιδιωτικό έγγραφο αρκεί αυτό να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του, όχι μονογραφή, πρέπει να αναφέρεται το επώνυμο ή ακόμα και γνωστό για συναλλαγές ψευδώνυμο (ΑΚ 160 παρ. 1). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται σύμφωνα με την ΑΚ 163 αποτύπωση της υπογραφής με μηχανικό μέσο, αν πρόκειται για ανώνυμους τίτλους. Αν ο συστατικό τύπος είναι νόμιμος οι υπογραφές των συμβαλλομένων πρέπει να τεθούν στο ίδιο έγγραφο εφόσον υπάρχει ένα πρωτότυπο (ΑΚ 160 παρ. 2 εδ α) ενώ αν υπάρχουν περισσότερα αντίγραφα  αρκεί η υπογραφή του συμβαλλομένου στο αντίγραφο που προορίζεται για τον άλλον (ΑΚ 160 παρ. 2 εδ β). Αν ο τύπος είναι εκούσιος συστατικός τότε αρκούν σύμφωνα με την ΑΚ 162 ενυπόγραφες επιστολές ή τα πρωτότυπα τηλεγραφημάτων ή κάθε άλλο έγγραφο. Αν η σύμβαση καταρτισθεί ατύπως και τα μέρη επιφυλαχθούν να συντάξουν έγγραφο εκ των υστέρων, αν δεν προκύπτει διαφορετική θέληση των συμβαλλομένων, η καταρτισθείσα σύμβαση ισχύει ακόμη και αν δεν συντάχθηκε έγγραφο (ΑΚ 165). Συμβολαιογραφικό  είναι το έγγραφο που συντάσσεται σύμφωνα με τον Κώδικα Συμβολαιογράφων και αποτελεί το κυριότερο δημόσιο έγγραφο. Στην περίπτωση σύναψης πρότασης και αποδοχής μπορούν να γίνουν με χωριστά συμβολαιογραφικά έγγραφα (ΑΚ 161 εδ β). Αν οι δικαιοπρακτούντες δεν υπογράψουν, η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Όταν ο συστατικός τύπος συνιστάται ενώπιον δημόσιας αρχής, αν η αρχή δεν συμπράττει και απλά παραλαμβάνει τις δηλώσεις βουλήσεως, το κύρος της δικαιοπραξίας δεν θίγεται.
Παράδειγμα: Οι Α και Β συμφώνησαν τη πώληση ενός ακινήτου. Συνέταξαν έγγραφο που το πήγαν στον συμβολαιογράφο για να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής. Αν στη συνέχεια ο Β αρνηθεί να παραδώσει το ακίνητο, ο Α δεν μπορεί να το αξιώσει δικαστικώς διότι η πώληση είναι άκυρη αφού δεν καταρτίστηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο (ΑΚ 159 παρ. 1=>νόμιμος συστατικός τύπος, ΑΚ 369=> οι εμπράγματες συμβάσεις απαιτούν συμβολαιογραφικό έγγραφο, ΑΚ 513=>διάταξη της πώλησης).

(β) Αποδεικτικός είναι ο τύπος ο οποίος χρησιμεύει στην απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της δικαιοπραξίας. Δεν αναφέρεται στο κύρος της δικαιοπραξίας που παραμένει ισχυρό ακόμα και αν τα μέρη δεν τήρησαν τον αποδεικτικό τύπο.
Σύμφωνα με την ΑΚ 164 για κάθε τροποποίηση της δικαιοπραξίας απαιτείται ο νόμος που ορίζει ο νόμος και για την δικαιοπραξία. Εφαρμόζεται μόνο στον νόμιμο συστατικό τύπο (τυπική δικαιοπραξία) η διάταξη αυτή. Όταν πρόκειται για επουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας δεν απαιτείται να τηρηθεί ο τύπος. Κατά την κρατούσα άποψη η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται αφού η ολική κατάργηση της τυπικής δικαιοπραξίας μπορεί να γίνει και άτυπα. Ορθότερο όμως είναι το εξής: (α) Αν η κατάργηση όρου έχει ως αποτέλεσμα απώλειας δικαιώματος ή αύξηση ευθύνης ή  υποχρεώσεων αυτού του προσώπου επιβάλλεται η τήρηση τύπου. (β) Αν αντιθέτως, με την κατάργηση επέρχεται περιορισμός ή απαλλαγή του από υποχρέωση, η κατάργηση όρου της δικαιοπραξίας δεν απαιτείται τύπος.
Ειδικές περιπτώσεις τυπικών δικαιοπραξιών που ορίζει ο ΑΚ τον τύπο:
(α) Προσύμφωνο  (ΑΚ 166): είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη που ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση  (προσύμφωνο) αυτή υπόκειται στον τύπο της κύριας σύμβασης. Ως νόμιμος τύπος εννοείται ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν μετά την σύναψη του προσυμφώνου το ένα μέρος αρνείται να συνάψει την οριστική σύμβαση το άλλο μέρος δικαιούται να ζητήσει την καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως.
(β) Πληρεξουσιότητα (ΑΚ 217 παρ. 2): υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα.
(γ) Σύμφωνο προαιρέσεως: με αυτό παρέχεται στο ένα μέρος το διαπλαστικό δικαίωμα να επιφέρει την οριστική κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας με μονομερή δήλωση προς το άλλο μέρος, υποβάλλεται και αυτό στο τύπο που απαιτεί η δικαιοπραξία.
(δ) Εντολή (ΑΚ 713): σε αντίθεση με την αρχή ότι η παρεπόμενη δικαιοπραξία υποβάλλεται στον τύπο της κύριας δικαιοπραξίας, η εντολή για κατάρτιση τυπικής δικαιοπραξίας ΔΕΝ υποβάλλεται σε τύπο πχ ο Ζ δίνει εντολή τηλεφωνικώς στον Γ να αγοράσει για λογαριασμό του ένα ακίνητο στην Ελλάδα.
(ε) Επικύρωση: άκυρης δικαιοπραξίας πρέπει να περιβληθεί τον νόμιμο τύπο της έγκυρης δικαιοπραξίας.

Συνέπειες μη τηρήσεως του τύπου:
(α) Όταν τον συστατικό τύπο τον ορίζει ο νόμος, τότε η δικαιοπραξία για τα ουσιώδη στοιχεία της οποίας δεν τηρήθηκε ο τύπος, είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά (ΑΚ 159 παρ. 1). Αν δεν τηρήθηκε ο τύπος για επουσιώδη στοιχεία η ακυρότητα του όρου αυτού δεν συμπαρασύρει όλη την δικαιοπραξία (ΑΚ 181). Στην ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω μη τήρησης του τύπου σημαίνει ότι στις εκποιητικές δεν υφίσταται καμία μεταβολή στο εμπράγματο δικαίωμα και στις υποσχετικές δεν δημιουργείται ούτε υποχρέωση ούτε απαίτηση.
(β) Αν ο συστατικός τύπος είναι εκούσιος, η μη τήρησή του συνεπάγεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, την ακυρότητα της δικαιοπραξίας (ΑΚ 159 παρ. 2 εδ α). Οι δικαιοπρακτούντες όμως μπορούν να ορίσουν μόνοι τους τις συνέπειες από την έλλειψη τύπου. Η ακυρότητα αυτή για να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο πρέπει να προταθεί από τον διάδικο.
Ίαση της ακυρότητας ή περιορισμός συνεπειών:
(α) Ίαση ακυρότητας: Η ακυρότητα λόγω μη τήρηση νόμιμου συστατικού τύπου (το ορίζει ο νόμος) θεραπεύεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει ειδικά ο νόμος όπως στην ΑΚ 498 παρ. 2 όπου η δωρεά κινητού θεραπεύεται με την παράδοση αυτού και στην ΑΚ 849 εδ β για την εγγύηση.
Αντίθετα, η ακυρότητα λόγω μη τήρησης εκούσιου συστατικού τύπου (την ήθελαν τα μέρη) θεραπεύεται  σε κάθε περίπτωση που τα μέρη εκπληρώσουν τη δικαιοπραξία γνωρίζοντας την έλλειψη (ΑΚ 159 παρ. 2 εδ. β).
(β) Περιορισμός συνεπειών: Η ακυρότητα είναι απόλυτη τόσο στην περίπτωση παραβίασης του νόμιμου όσο και του εκούσιου συστατικού τύπου. Όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα της δικαιοπραξίας ακόμη και αν ο δικαιοπρακτών γνώριζε την έλλειψη τύπου, ΕΚΤΟΣ αν η επίκληση της ακυρότητας προσβάλλει το αίσθημα δικαίου και είναι καταχρηστική (ΑΚ 281).
Επίσης, αν το ένα μέρος παραπλάνησε το άλλο ως προς τη μη αναγκαιότητα τηρήσεως τύπου και μετά επικαλείται την ακυρότητα, το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση με τις ΑΚ 197-198 (ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις), η αποζημίωση περιλαμβάνει και το αρνητικό διαφέρον (ΑΚ 914-919).

Βιβλιογραφία: Γεωργιάδης "Αστικό δίκαιο γενικές αρχές"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου